ΠΕΡΙ ΕΝΟΡΙΑΣ Ε' ΜΕΡΟΣ
- vlaxosalexandros20

- 17 Νοε 2021
- διαβάστηκε 11 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 24 Νοε 2021

1
Νεύματι θεωργούσι εκ της γης άπαν ζώον παρήγαγες ερπετών και θηρίων τετράποδων και πάντων πτηνών κατά γένους τούτων εκπληρούν άπαν σαν την ήπειρον του είναι προς δουλείαν τοις πιστοίς βοώσι.
Μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής λατρείας γεννήθηκε και το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας και ολοκληρώθηκε στις συνάξεις των Αγίων Πατέρων στις συνόδους οικουμενικές και τοπικές. Οι Ιεροί Κανόνες που χαράζουν τα όρια της εν Χριστώ ζωής καλύπτουν όλες τις διανθρώπινες σχέσεις, πνευματικές και βιοτικές. Μέσω των Ιερών Κανόνων ο λόγος του Θεού αρδεύει όλη τη χριστιανική ζωή ώστε η λατρεία να συνεχίζεται και έξω από τα όρια της συνάξεως ως λειτουργία μετά την λειτουργία, με την μεταμόρφωση όλης της ζωής των πιστών σε λατρεία του Θεού. (Απόστολος Παύλος αδιαλείπτως προσεύχεται. Αυτό έχει διπλά οφέλη διότι κατά την ώρα της προσευχής δυσκολεύεται και ο διάβολος να δημιουργεί προβλήματα).
Αν μάλιστα η καθημερινή ζωή όλων των μελών του εκκλησιαστικού σώματος δεν είναι ευχαριστία και δοξολογία, ευχαριστιακή και δοξολογική αναφορά των καθημερινών μας έργων στο Θεό, δεν μπορεί να δέχεται τον αγιασμό της Θείας Χάρης. Τότε και η πνευματική ζωή θα είναι μια απλή εξωτερική συμβατικότητα τυπική και ανούσια θρησκευτικότητα που αποβαίνει εις κρίμα και κατάκριμα και όχι εις σωτηρία. Την μεταστοιχείωση της καθημερινής ζωής σε λατρεία του Θεού και στα πλαίσια της Ενορίας δείχνει της ζωή της μοναστικής ενορίας, το μοναστικό κοινόβιο της Ορθοδοξίας. Ο ησυχασμός, η σπονδυλική στήλη του Ορθόδοξου μοναχισμού, δεν νοείται στην Ορθοδοξία ως κατάσταση θεωρητικής αδρανούς μακαριότητας και απραξίας.
Οι ησυχαστές μοναχοί είναι συνεχώς πνιγμένοι στην δράση. Ο μοναχός αγωνίζεται να επιτύχει με την συνεργεία της Θείας Χάριτος την υπέρβαση της αναγκαιότητας και του δαιμονικού την κακοβουλία. Και με την απελευθέρωση από τα πάθη να φθάσει στην ελευθερία του προσώπου. Ο ασκούμενος μοναχός δεν ζει για τον εαυτό του, αλλά είναι όλος αγάπη και δράση για όλους τους άλλους. Μέσα στην μοναστηριακή κοινότητα υπάρχουν όλα τα αναγκαία για τη διακονία και των βιοτικών αναγκών δράσεις που υπάρχουν και μέσα στον κόσμο. Οι υλικοβιοτικές δραστηριότητες δεν καταργούνται, παίρνουν όμως ένα εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Και στη μοναστηριακή ενορία βρίσκουμε τα επαγγέλματα που γνωρίζουμε από τον κόσμο. Τον δάσκαλο, τον γιατρό, τον οικονομολόγο, διαχειριστή των υλικών υποθέσεων, τον ράφτη, τον γεωργό, τον κτηνοτρόφο, τον τσαγκάρη, τον οικοδόμο. Εκεί όμως όλα αυτά δεν είναι κερδοσκοπικά επαγγέλματα, αλλά προσφορά διακονίας στους αδελφούς, στην κοινότητα. Κάθε μοναχός ή μοναχή προσφέρει στην κοινότητα ανάλογα με τις δυνατότητες του και τις γνώσεις του και δέχεται ανάλογα με τις ανάγκες του.
2
Είναι τραγικό το ότι ο μαρξισμός αναζητεί αυτή την κοινωνία και δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι η κοινωνική αυτή διάρθρωση αποτελεί διαιώνια Ορθόδοξη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Όλες οι παραπάνω εργασίες όχι μόνο δεν γίνονται εμπόδιο στην πνευματική ζωή, αλλά μετουσιώνονται αυτόχρημα σε προσευχή. Όχι μόνο γιατί η διακονία των αδελφών καταξιώνεται σε εκκλησιαστική λειτουργία του μυστηρίου της αγάπης, αλλά διότι και κυριολεκτικά όλες αυτές οι εργασίες συνοδεύονται με την ευχή <<Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν>> και με ύμνους λατρείας.
Ο μοναχός έτσι δεν προσεύχεται μόνο στο στασίδι του ναού ή στο κελί του. Προσεύχεται και ως μάγειρας, ως γεωργός, ως κτηνοτρόφος ή ράφτης. Η βιοτική απασχόληση στην μοναστική αδελφότητα αλλοιώνεται πνευματικά σε λογική λατρεία (Ρωμ. 12-1). Το μοναστικό κοινόβιο δείχνει σε τελευταία ανάλυση πως στον κόσμο, η ζωή μας μπορεί με πολύ ευκολία να μεταμορφωθεί σε εκκλησιαστική λειτουργία αν υπάρχει η σωστή ποιμαντική καθοδήγηση. Αλλά πως μπορεί να μεταδώσει κάποιος κάτι που δεν υπάρχει στην δική του ζωή; Η ενορία ως απηρτιμένη κοινότητα και κοινωνία υπήρξε πάντα στην ιστορία της Εκκλησίας το εκκλησιαστικό μοντέλο, πρότυπο κοινωνικής διάρθρωσης της ζωής μας.
Ο κοινοβιακός μοναχισμός ως μοναστική αδελφότητα – ενορία δεν είναι παρά η δυναμική προσπάθεια διασώσεως του εκκλησιαστικού υπαρκτικού προτύπου. Αυτό ως την καταραμένη εκείνη περίοδο που άρχισε η εκκοσμίκευση του. Όχι μόνο του μοναχισμού αλλά γενικότερα του ιερατικού σώματος. Άρχισε εκ των έσωθεν μια λυσσώδης προσπάθεια, το Ορθόδοξο σώμα να προσαρμοστεί στο κοσμικό πρότυπο της μη χριστιανικής κοινωνίας. Ώσπου σήμερα για το μεγαλύτερο μέρος του Ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου, το θρησκευτικό συναίσθημα να λειτουργεί ως κοινωνική κουλτούρα.
Γι’ αυτό οι Άγιοι Πατέρες όλων των αιώνων με πρώτους τον Μ. Βασίλειο και τον Ιερό Χρυσόστομο επέμειναν στην διάσωση της ενότητας, πνευματικότητας, κοινωνικότητας μέσα στο ενοριακό πλαίσιο με την οργάνωση και στερέωση του μοναστικού κοινοβίου, ώστε να μη χαθεί ο αποκεκαλυμμένος θεοκεντρικός τρόπος ζωής των Χριστιανών μέσα στον κόσμο. Στα πλαίσια της εκκλησιαστικής Ενορίας διαμορφώνονται οι διαπροσωπικές σχέσεις σε ένα τρόπο κοινωνίας που διαφέρει από εκείνο του κόσμου. Όπως φαίνεται στις θεμελιακές κοινωνικές κατηγορίες που εκφράζουν την εν Χριστώ κοινωνία και συναδέλφωση των ανθρώπων. Τέτοιες κατηγορίες είναι γνωστές από την Καινή Διαθήκη.
3
Α’ Κατηγορία) Αδελφός, αδελφή, όσοι γεννιούνται από την ίδια κοιλία λέγονται αδελφοί. Αυτό ισχύει και στον κόσμο. Στην Εκκλησία όμως ο όρος εκφράζει την νέα πνευματική αδελφοσύνη που δημιουργεί η εν Χριστώ υιοθεσία μας. Είμεθα αδελφοί εν Χριστώ γιατί αναγώμεθα από την ίδια πνευματική μήτρα, την κοιλία της Εκκλησίας, την Αγία κολυμβήθρα της. Είμεθα αδελφοί όχι γιατί μας συνδέει κάποια συναισθηματική, ηθική ή συμβατική σχέση όπως άλλες κοινωνικές ομάδες που προσφωνούνται αδελφοί μεταξύ τους. Οι Χριστιανοί γίνονται εν Χριστώ αδελφοί μέσα στην εν Χριστώ καινή αδελφοσύνη. Η Χριστιανοί ήμαστε αδελφοί γιατί τρεφόμαστε με την ίδια αθάνατη τροφή, το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού. Που το δεχόμαστε ως Θεία Κοινωνία για να συντηρεί και διαιωνίζει την εν Χριστώ αδελφοσύνη και κοινωνίας μας. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η προσφώνηση αδελφέ είναι η αρμόζουσα στους Ορθόδοξους προσφώνηση ιστορικά καταξιωμένη. Επίσης, πρέπει να ειπωθεί ότι ως το 1835 οι χριστιανοί προσφωνούνταν μεταξύ τους αδελφοί. Από κει και μετά άρχισε να εισχωρεί ανάμεσα τους το φράγκικο Κύριε.
Β’ Κατηγορία) Μια άλλη χριστιανική κατηγορία είναι του σύνδουλου (Παραβ. Ματθ. 18-23-35) <<Ουκ έδει και σε ελέησε τον σύνδουλον σου>>. Αν γίνει συνείδηση ότι από τον οικουμενικό Πατριάρχη μέχρι τον νεότερον πιστό, όλοι κληρικοί και λαϊκοί είμασθε σύνδουλοι οφειλέτες στον Θεό, τότε συνειδητοποιείται και η σημασία της συγχωρητικότητας και ανεξικακίας, ουσιαστικό στοιχείο των εν Χριστώ διαπροσωπικών σχέσεων. Όταν πιστεύουμε ότι είμεθα όλοι στο σώμα του Χριστού σύνδουλοι, παύει να υπάρχει όριο κατανοήσεως και συγχωρητικότητας (Ματθ. 18-21). Παύει η κατάκριση του αδελφού, η τάση αυτοπροβολής και υπεροχής και συγχρόνως υποτίμησης των άλλων. Αυτό φανερώνει η θαυμάσια προσευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου <<δώρησε μοι του οραντά εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφό μου>>.
Γ’ Κατηγορία) Σπουδαιότερη όμως είναι η χριστιανική κατηγορία του πλησίον. Ή έννοια αυτή διαχωρίζει τελεσίδικα την ανθρώπινη κοινωνία από τη ζωική και φυτική. Εκεί κυριαρχεί η βιολογική φύση, η οποία παράγει αενάως το ίδιο βιοκοινωνικό αποτέλεσμα. Αυτό ισχύει και στην ανθρώπινη αλλά χωρίς Θεό κοινωνία. Στην εν Χριστώ κοινωνία η σχέση με τον συνάνθρωπο είναι προσωπική, θεληματική, υπεύθυνη. Η έννοια του πλησίον ήταν και πριν τον Χριστιανισμό στην Παλαιά Διαθήκη. Σήμαινε μια συγγενική ομάδα κοινών συμφερόντων που κατέληγε να εκφράζει ένα κοινωνικό εγωισμό. Παραδείγματος χάρη των Ιουδαίων έναντι των Σαμαρειτών, των Αθηναίων έναντι των Σπαρτιατών και άλλων. Στην χριστιανική όμως πραγματικότητα η έννοια <<πλησίον>> υπερβαίνει κάθε φραγμό ή όριο. Εκφράζει την καθολική και πανανθρώπινη συναδέλφωση εν Χριστώ. Στον κάθε συνάνθρωπο διακρίνουμε πια τον ίδιο τον Χριστό εικόνα του οποίου είμασθε όλοι. Αγαπάμε τον πλησίον μας, αγαπάμε τον Χριστό το αρχέτυπο μας και τον προορισμό μας, την αρχή και το τέλος μας (Παραβολή κρίσεως Ματθ. 25-31-46). Αγαπώντας συνεπώς τον πλησίον μου, αγαπώ τον Χριστό ή μισώντας τον, πάλι τον Χριστό μισώ.
4
Είναι χαρακτηριστικό ότι η έννοια του πλησίον στο Ευαγγέλιο είναι πρωταρχικά ενεργητική και όχι παθητική. Πρέπει να υπάρχει παρόρμηση για να βοηθήσουμε τον πλησίον. Πλησίον είναι ο Σαμαρείτης, αυτός δηλαδή που έμπρακτα αγαπά και μετά εκείνος που δέχεται την αγάπη. Χωρίς την κοινωνία με τον πλησίον είναι αδύνατη η κοινωνία με τον Θεό και την σωτηρία μας (Ιακ. 2-14 και Α’ Ιωάν. 4-20). Είναι χαρακτηριστικό ότι και η κόλαση στο Γεροντικό νοείται ως αδυναμία διαπροσωπικής κοινωνίας. <<Ουκ εστί πρόσωπον προς πρόσωπον θεάσθαι αλλ’ ο νότος έκαστου προς τον έτερον νότον κεκόλληται>>. Ανάλογα διαμορφώνονται στην ενοριακή ύπαρξη και οι διαπροσωπικές σχέσεις.
Η φιλία χριστιανικά σημαίνει την ακρότητα της αγάπης θυσία για τον άλλον, δόσιμο και όχι δοσοληψία. Ο Χριστός είναι ο πρώτος φίλος μας (Ιωάν. 15-14) που θυσιάζεται για μας. Φίλοι του Χριστού γίνονται οι Άγιοι που φθάνουν στον φωτισμό και τη θέωση. Η ενορία σ’ αυτό πρέπει να στοχεύει να μας μεταβάλει από εχθρούς σε φίλους του Θεού για να είμαστε και μεταξύ μας αδελφοί και φίλοι. Αυτό πρέπει να είναι βασικό μέλημα του ποιμένα. Ο ποιμένας έχει χρέος να κινείται προς την καλή σχέση των μελών της ενορίας που υπηρετεί.
Στην ενορία οι οικονομικές σχέσεις καταξιώνονται χριστιανικά σε φιλανθρωπία που κυριαρχείται από την ανιδιοτέλεια, την απουσία κάθε έννοιας συμφέροντος και κέρδους. Ας θυμηθούμε όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τα επαγγέλματα στη ζωή της μοναστικής ενορίας. Στη ζωή του Χριστιανού, κυριαρχεί με τη χάρη του Θεού η αρχή της δικαιοσύνης που απορρέει από την συνείδηση της φυσικής ισότητας όλων των ανθρώπων και της αντιχριστιανικότητας, κάθε έννοια διακρίσεων (Πραξ. 17-26) <<Εποίησε την εξ αίματος παν έθνος ανθρώπων>>.
Δικαιοσύνη δεν είναι η ελεημοσύνη μόνο και φιλανθρωπία αλλά και η ανιδιοτελής θέαση του ανθρώπου. Λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Νείλος ο Άββα <<Ευσεβής ούχο πολλούς έλεον αλλ’ μηδένα αδικών>>. Η ζωή στην ενορία αν είναι ολόκληρη και όχι αποσπασματική όπως συμβαίνει στις δικές μας σχέσεις, οδηγεί εν Αγίω Πνεύματι. Σε τέτοιο τρόπο ζωής που συνεχίζεται και σήμερα στην μοναστική αδελφότητα. Αυτό σήμερα είναι αδύνατο γιατί οι κεφαλές της ενορίας περιορίζονται μόνο στην τέλεση των μυστηρίων και δεν αγκαλιάζουν όλη τη ζωή της κοινότητας. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που δεν μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε. Μετά τα όσα είπαμε πιο πάνω γίνεται αντιληπτό γιατί η Εκκλησία όταν ανακύπτουν κοινωνικά προβλήματα, δεν αρκείται στην κριτική της καταστάσεως ή σε κάποιες δεοντολογικές προτάσεις ή στα λόγια.
Η Εκκλησία, ως Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας, δεν μοιράζει ασπιρίνες για τους πονοκεφάλους του κόσμου, αλλά προσφέρει μόνιμη και τέλεια θεραπεία στα προβλήματα του κόσμου. Προτείνει και προτείνει τη δική της θεραπεία την δοκιμασμένη και αποδεδειγμένη ως ορθή και επιτυχή από την εμπειρία όλων των Αγίων της. Και η θεραπεία είναι η κλήση, πρόσκληση του κόσμου να εκκλησιοποιηθεί, να ενταχθεί στους κόλπους της, στο σώμα και τη ζωή της. Γιατί μόνο έτσι αναπροσανατολίζεται σύνολη η ζωή του ανθρώπου και του κόσμου και βρίσκει το σωστό της δρόμο για να βρεθεί μέσα στην απέραντη αγκαλιά του Θεού. Βέβαια είναι ανάγκη να γίνει η διευκρίνιση ότι λέγοντας ένταξη του ανθρώπου και του κόσμου στην Εκκλησία εννοούμε την Εκκλησία στην αυθεντικότητα της ως κοινωνία Αγίων. Όχι να αυτοτιτλοφορούνται Άγιοι, να είναι Άγιοι. Και όχι υπό τις διάφορες παραποιήσεις και αλλοτριωμένες εκδοχές που αυτοτιτλοφορούνται Εκκλησία. Άλλωστε και οι ποικίλες αιρέσεις επώνυμες ή ανώνυμες χαρακτηρίζονται ως Εκκλησίες.
5
Γι’ αυτό είμαστε αναγκασμένοι και πάλι να πούμε ότι ο πατερικός μοναχισμός και το πατερικό κοινόβιο είναι η λυδία λίθος σε κάθε εποχή για την αναγνώριση της αληθινής εκκλησιαστικής κοινωνίας. Σ’ αυτή την κοινωνία καλεί η Εκκλησία σε κάθε εποχή, εξέρχεται συνεχώς στον κόσμο και καλεί στους κόλπους της τον κόσμο. Για να εκκλησιοποιήσει και ελευθερώσει εν Χριστώ τον κόσμο. Και ελευθερώνει τον κόσμο προσφέροντας στον κόσμο τον Χριστό της στην καθολικότητα και ολότητα του ως πλήρωμα ζωής και κοινωνίας. Αν ο κόσμος στους καιρούς μας δεν συγκινείται από την κλήση της Εκκλησίας δεν οφείλεται μόνο μέχρι ενός σημείου η πώρωση και η πνευματική τυφλότητα του.
Η αντίδραση και άρνηση του κόσμου οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ασυνέπεια εκείνων που τους καλούν ως να είναι στόμα Χριστού και στόμα της Εκκλησίας. <<Ο καυχώμενος εις τον νόμον, ατιμάζεις τον Θεόν δια της παραβάσεως του νόμου, διότι το όνομα του Θεού εξαιτίας σας βλασφημείται μεταξύ των εθνών καθώς είναι γεγραμμένον επειδή οφείλει μεν η περιτομή εάν εκτελείς τον νόμον, εάν όμως είσαι παραβάτης του νόμου, η περιτομή σου έγινε ακροβυστία (Ρωμ. 2-23-25). Ο νοών εννοείτο. Αν ο απευθυνόμενος τον λόγο του Χριστού στον κόσμο δεν είναι Χριστός κατά χάριν, όχι μόνο δεν ακούει ο κόσμος αλλά χλευάζει και μυκτηρίζει τον λόγο και τον απορρίπτει. Δεν πταίουν έτσι πάντα οι χοίροι αν καταπατούν τους μαργαρίτες αλλά και εκείνοι που μεταβάλλουν τους μαργαρίτες σε φτηνές πέτρες και τους εξευτελίζουν.
Η κλήση της Εκκλησίας του Χριστού προς τον κόσμο δεν είναι καθόλου πρόκληση σε μια ιδέα όπως έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος <<πάρε και διάβασε>>, αλλά κλήση σε μια ύπαρξη σε μια πραγματικότητα βιοτική κλήση σε μια ζωή διαφορετική από τη ζωή του κόσμου. Γι’ αυτό και ο διάκονος Στέφανος κατηγορείται από τους Φαρισαίους ότι ήθελε να μεταβάλει τα ήθη που τους είχε δώσει ο Μωυσής (Πράξ. 6.14). Το πλήρωμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στις μικρότερες της μονάδες που είναι η κοσμική ή η μοναστική ενορία οφείλει να μένει καινή κτίση, καινούργιο τρόπο ζωής, για να προσφέρει αληθινά τη ζωή της χάριτος που προσφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο λόγος που σήμερα ο κόσμος δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των οργάνων της Εκκλησίας είναι γιατί πρώτα εξετάζει αυτόν που κάνει το κάλεσμα, τι είναι σαν άνθρωπος, πως ζει, το αν είναι παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή και μετά κρίνει το λόγο του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τόσο στην τοπική όσο και στην οικουμενική διάσταση της ταξιδεύει σαν ένα πλοίο μέσα στην απέραντη θάλασσα του κόσμου, οδεύουσα προς τον αιώνιο προορισμό της. Μέσα στον κόσμο καλείται η Ορθόδοξη Εκκλησία να εκπληρώνει την αποστολή της να σώσει τον άνθρωπο και τον κόσμο. Για να γίνει αυτό κατορθωτό επιβάλλεται η σωστή πλοήγηση, να μην παρεκκλίνει από τη δική της ζωή και πορεία και το κυριότερο να μην ταυτίζεται με τον κόσμο.
6
Είναι πολλές οι ιστορικές αναφορές που οι πλοηγοί της την έχουν ρίξει στα βράχια. Και το πιο οδυνηρό χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η εκκοσμίκευση της ιεραρχίας με αποτέλεσμα να την έχουν ρίξει σε ξέρα. Που μόνο μια θεία από άνωθεν παρέμβαση έχει την δυνατότητα να την βγάλει από την ξέρα που την έχουν πετάξει. Ο κόσμος μένει για την Ορθόδοξη Εκκλησία ότι η θάλασσα για το καράβι που σχίζει τα νερά της. Αυτό είναι μόνο το εξωτερικό πλαίσιο μέσα στο οποίο (η ναυς) η Εκκλησία συνεχίζει την αιώνια πορεία της. Είναι φυσικό έτσι το πλαίσιο του περιβάλλοντος κόσμου να δημιουργεί πολλά προβλήματα στην πορεία του Εκκλησιαστικού σώματος. Οι χριστιανοί ακόμη και ως μέλη της μοναστικής ενορίας δεν κατορθώνουν να μένουν πάντα ανεπηρέαστοι από τις επιρροές του περιβάλλοντος κόσμου, ιδίως όταν τελούν υπό ορφάνια.
Όπως η Εκκλησία εισχωρεί δια των οργάνων της αν είναι ενεργά μέσα στον κόσμο και τον προσλαμβάνει για να τον μεταβάλλει σε σώμα Χριστού – Εκκλησία, κατά τον ίδιο τρόπο όχι σπάνια το αντιχριστιανικό πνεύμα του κόσμου ασκεί διαβρωτικές επιρροές στα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Και αναστέλλει την αύξηση και πρόοδο της μέσα στη ζωή της Ενορίας – Εκκλησίας. Η μη ένωση και αδρανοποίηση των οργάνων της Εκκλησίας καθιστά το σώμα της Εκκλησίας ευάλωτο και ο διάβολος ανενόχλητος κάνει πάρτυ. Το κοινωνικό πλαίσιο κάθε εποχής παίζει αποφασιστικό ρόλο στην πορεία της Ενορίας αποτελώντας σημαντικό πρόβλημα στο θρησκευτικό συναίσθημα του σώματος της Εκκλησίας. Όπως κάθε εποχή το ίδιο και η δική μας έχει το δικό της κοσμοείδωλο και ανθρωποείδωλο και δημιουργεί τη δική της κοινωνία. Είναι ανάγκη να γνωρίζουμε την αρνητική δυναμική που ασκείται στη ζωή της Ενορίας. Μέσα στην οποία έχουμε το προνόμιο με τη χάρη του Θεού να έχουμε ταχτεί για να πραγματώσουμε τη σωτηρία μας.
Σήμερα προερχόμαστε από ένα χάος, έναν παγκόσμιο πόλεμο που άφησε 65 εκατομμύρια νεκρούς, πολλές υλικές καταστροφές αλλά και πάρα πολλές πνευματικές, ηθικές πληγές στην ανθρωπότητα. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια επιστημονική και τεχνολογική αλματώδη ανάπτυξη. Με αποτέλεσμα την εναλλασσόμενη διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ίσως μου πείτε γιατί αναφέρομαι σε όλα αυτά που θεωρούνται άσχετα με το θέμα. Αναφέρομαι σε όλα αυτά διότι όλα συντελούν τα μέγιστα στη διαμόρφωση της ψυχοπνευματικής διαμόρφωσης του σημερινού ανθρώπου και βάση αυτών διαμορφώνεται. Βασικό γνώρισμα της εποχής μας είναι η ανακάλυψη της δυνάμεως του ανθρώπου που συνοδεύεται από δαιμονοποίηση, απολυτοποίηση του ανθρώπου. Η δύναμη του δεν νοείται πια ως εξάρτημα της δυνάμεως του Θεού και αποτέλεσμα της. Παραμερίζεται ο λόγος του Απόστολου Παύλου <<Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ>> (Φιλ. 4-13). Αυτοανακηρύσσεται ο άνθρωπος παντοδύναμος και αυτάρκης πιστεύοντας ότι είναι όχι μόνο αυτοδύναμος αλλά και παντοδύναμος.
7
Πριν από μερικά χρόνια, Αρχιμανδρίτης εν ενεργεία στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία θεοποιώντας την επιστήμη, γράφει στο βιβλίο του επίσημα. Τίτλος του βιβλίου <<Ελεύθεροι από το γωνίωμα>>. Δεν έχει ημερομηνία έκδοσης. Ο Συγγραφέας τιτλοφορείται ως Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Χατζηνικολάου. Στην σελίδα 133 γράφει <<Ως τώρα η επιστήμη έψαχνε να ανακαλύψει τα έργα του Θεού. Σήμερα η επιστήμη είναι τεχνολογική. Λέγεται βιοτεχνολογία, γενετική μηχανική και προσπαθεί να κάνει ή και να διορθώσει αυτά που δεν έχει κάνει ο Θεός. Το όλο περιεχόμενο του συγγράμματος αυτού προσωπικά το χαρακτηρίζω αντιχριστιανικό εγχειρίδιο. Η Ιερά τότε Σύνοδος επαινεί αυτόν και τον αναβαθμίζει σε επίσκοπο. Άρα όλη η Ιεραρχία υιοθετεί τις αντιχριστιανικές θέσεις του συγγραφέα, γι’ αυτό δεν παύω να επαναλαμβάνω ότι δεν πιστεύουν στην αλήθεια της Εκκλησίας. Ο απλός άνθρωπος ακατάρτιστος εγκυκλοπαιδικά και θεολογικά, γιατί δούλευε όταν έπρεπε να πηγαίνει σχολείο, για να μπορούν οι προνομιούχοι να έχουν δωρεάν παιδεία. Τι να πιστέψουν, ποιόν να παραδειγματιστούν, πως η ΝΑΗΣ – Εκκλησία να μην βαλτώνει σε ξέρες; Αναπολώντας και αξιολογώντας τον άνθρωπο τον παιδικών μου χρόνων (δεκαετία 1950), κρίνω ότι ο τότε άνθρωπος ένιωθε <<ενώπιος ενώπιο με το Θεό και την απεραντοσύνη Του.
Ο σημερινός άνθρωπος βρίσκεται εγκλωβισμένος στα τεράστια κτηριακά συγκροτήματα και στις τεράστιες δυνατότητες των εργοταξιακών μηχανών. Δημιουργείται στον άνθρωπο η ψευδαίσθηση ότι ισχύει των πάντων γιατί παντού βλέπει τα έργα του και όχι τα έργα του Θεού. Έτσι υποχωρεί το πνευματικό και υπερφυσικό κέντρο της ανθρώπινης συνειδήσεως. Ο Θεός γίνεται δυσδιάκριτος και δεν <<μπορεί>> να προσδιορίζει την ζωή μας. Βρισκόμαστε μπρός στην προφητεία του φιλόσοφου Νίτσε που μιλά περί νεκρού Θεού. Ο Θεός δεν πεθαίνει, ούτε έχει πεθάνει. Ο θάνατος του συντελείται μέσα μας. Είναι ο θάνατος της πίστης στο Θεό, η απώλεια της Θεοκεντρικότητας που ισοδυναμεί με <<θάνατο>> του Θεού μέσα στον άνθρωπο που είναι ο πραγματικός θάνατος του ίδιου του ανθρώπου.
Δόξα πνοήν τω πάσι βραβεύοντι. Δόξα ζωήν τοις ζώσοι χαρίζοντι.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια