ΠΕΡΙ ΕΝΟΡΙΑΣ Ζ' ΜΕΡΟΣ
- vlaxosalexandros20

- 1 Δεκ 2021
- διαβάστηκε 12 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 8 Δεκ 2021

1
Όπως το τριλαμπές σου της θεότητος δείξεις ποιήσωμεν, τον άνθρωπον είπας κατ’ εικόνα ομοίαν ημίν και την γην ψυχώσας ως Θεός ανθρώπων νοείται και τω λόγω και τω πνεύματι τελείς του λέγειν.
Στην παράδοση της Ορθοδοξίας το μυστήριο της εξομολογήσεως έχει συνδεθεί με το πρόσωπο του Πνευματικού ή εξομολόγου. Από τα μέσα του τρίτου αιώνα εμφανίστηκαν στην ζωή της τοπικής Εκκλησίας οι πρεσβύτεροι επί της μετανοίας, ειδικοί Πνευματικοί εξομολόγοι. Ο θεσμός αυτός συνδέεται με την <<μυστική>> εξομολόγηση για την οποία η πρώτη σαφής μαρτυρία περί αυτού απαντάται στον Ωριγένη (γύρω 240-245). Η μυστική εξομολόγηση προφύλασσε από τα προβλήματα που δημιουργούσε η δημόσια εξομολόγηση και ενεθάρρυνε την προσέλευση στο μυστήριο. Πατέρες όπως ο Μ. Βασίλειος ενίσχυσαν αυτόν τον θεσμό, τόσο στη μοναστική όσο και στην κοσμική ενορία. Αργότερα καθιερώνεται το διακόνημα του πρεσβύτερου της μετανοίας, του ειδικού εξομολόγου. Για να γίνεται με κάθε υπευθυνότητα και πληρότητα η σχετική ποιμαντική για την πλήρη πνευματική καθοδήγηση και πληρότητα του εξομολογούμενου.
Ο εξομολόγος και μάλιστα στα όρια της κοσμικής ενορίας αποβαίνει ο πνευματικός σύμβουλος του πιστού και οδηγητής του στον πνευματικό του αγώνα. Γι’ αυτό λόγω της σπουδαιότητας αυτού του διακονήματος επιλέγονταν κληρικοί που είχαν αυξημένη χάρη και φωτισμό αλλά και ποιμαντική ικανότητα. Ειδική εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1887) τονίζει ότι το αξίωμα της πνευματικής πατρότητας να χορηγείται μόνο <<τοις αμέμπτοις εν πάσι βιώσασι και αξίους εαυτούς εν τη ιεροσύνη αναδειξάμενους και δυνάμενους σώζειν και επιστρέφει ψυχάς από πλάνης οδού αυτών>>. Ο πνευματικός Πατέρας ασκεί <<εξουσία που μόνο ο Χριστός άσκησε πάνω στην γη>>, <<Αλλά για να γνωρίσετε ότι εξουσία έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης να συγχωρεί αμαρτίας>> (Μαρκ. 2-10).
Ολόκληρη η πατερική παράδοση υπογραμμίζει την υπεροχική θέση των πνευματικών στην ιερά υπόθεση της σωτηρίας. Παρόλα αυτά σήμερα η πλειονότις των παπάδων ενώ δεν έχουν βάλει τάξη στα προσωπικά τους, τους αναθέτουν να εκτελούν χρέη πνευματικού, λόγω φιλανθρωπίας και άπειρης αγάπης και έννοιας για την σωτηρία των ψυχών του πληρώματος. Έλεος! Χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης που σαν μέλισσα πνευματική περισυνέλεξε όλο το νέκταρ της πατερικής διδασκαλίας λέει ο Άγιος <<Ο παράδεισος και η κόλασις, η ζωή και ο θάνατος, η σωτηρία και η απώλεια των ψυχών εις χείρας του πνευματικού στέκεται>> (Άραγε δικαιούνται κάποιοι να μιλούν για αγάπη;)
2
Τούτο δε διότι όπως διδάσκει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, σκοπός των γιατρών είναι να διαφυλάξουν την υγεία ή και την ευεξίαν του σώματος όπου υπάρχει ή όπου έχουν χαθεί να την επαναφέρουν. Αποστολή του πνευματικού είναι να δώσει φτερά στην ψυχή για να φθάσει στον Πατέρα Θεό, να την αρπάξει από τον κόσμο και να την παραδώσει στον Θεό.
Σήμερα ποιός από τους αυτοτιτλοφορούμενους πνευματικούς νοιάζεται αν η ψυχή μας πάει στον Θεό ή στον διάβολο; Συνεπώς καταλαβαίνει κανείς από τα ανώτερα, ποια εφόδια πρέπει να κατέχει ο ασχολούμενος με το έργο της πνευματικής πατρότητας και ψυχικής θεραπείας. <<Η πνευματική ιεροσύνη, δηλαδή το βασιλικό χάρισμα και η ενεργοποίηση της χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος είναι η βάση και η απαραίτητη προϋπόθεση της ιεροσύνης>> (Σεβασμιότατος Ιερόθεος Βλάχος).
Ο κληρικός και πολύ περισσότερο ο πνευματικός εξομολόγος πέρα από την <<εξ ανθρώπων>> χειροτονία πρέπει να έχει και την εκ του πνεύματος τη θεϊκή. Γράφοντας για τον πνευματικό του πατέρα τον Άγιον Συμεών τον Ευλαβή, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (ανακαινιστής της Ορθοδόξου παραδόσεως τον 10ον αιώνα), λέγει ότι εκτός από την εξ ανθρώπων χειροτονία είχε και την χειροτονία του Αγίου Πνεύματος. <<Γέγονεν μέτοχος της χάριτος και των δωρεών αυτού και την εξουσίαν του δεσμείν και λύειν τα αμαρτήματα παρ’ αυτού, έλαβε τω Αγίω Πνεύματι πυρωθείς>>. Στην συνάφεια αυτή πρέπει να θυμηθεί κανείς όσα ελέχθησαν στην αρχή για την αποστολική διαδοχή. Εκτός από την μέσω της χειροτονίας μεταδιδόμενη χάρη χρειάζεται και εσωτερική καθαρότητα και αναγέννηση για να ενεργοποιηθεί η Θεία Χάρη. Για να μπορέσει να ενεργήσει λυτρωτικά και αγιαστικά.
Οι αυτοχειροτόνητοι είναι κατά τον Άγιο Συμεών εκείνοι που δεν έχουν εσωτερικές πνευματικές προϋποθέσεις να δεχθούν τη χάρη παρέχοντας της την δυνατότητα να ενεργοποιηθεί. Αυτή την ενεργοποίηση της χάριτος λόγω της πνευματικότητας του φορέα της, την βλέπουμε στους Αγίους. Οι οποίοι και εσωτερικά έχουν ενεργό την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, μεταδίδουν και εξωτερικά την χάρη που έχουν με τα θαύματα τους. Αυτό που γράφεται εδώ δεν έχει την ελάχιστη σχέση με συναισθηματισμούς και μεταφορικές ηθικολογικές αναφορές σε καλούς ανθρώπους. Το επιβεβαιώνουν δυο από τις πολλές παρόμοιες ιστορικές μαρτυρίες.
Το πρώτο παράδειγμα προέρχεται από την αποστολική εποχή. Οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης ανέβαιναν στον Ναό του Σολομώντα να προσευχηθούν. Συναντούν ένα <<χωλό>> εκ γενετής ο οποίος τους εζήτησε ελεημοσύνη όπως συνήθιζε. Ο Πέτρος δεν είχε χρήματα να του δώσει και του λέει, αργύριον και χρυσόν ούχ υπάρχει εν εμοί και συνεχίζει ότι έχω τούτο δίδωμοι σοί. Εν ονόματι Ιησού Χριστού Ναζωραίου περιπάτει. Ο Πέτρος του δίνει αυτό που έχει, την χάρη του Αγίου Πνεύματος (Είχε και έδωσε. Αν δεν είχε, τι θα έδινε; Ευχολόγια;) (Πραξ. 3-1).
Σε αυτήν την υπόθεση εκείνο που έχει σημασία για εμάς είναι ότι ο Πέτρος είχε επίγνωση ότι κατέχει αυτή τη χάρη. Γιατί άκουε μέσα του την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του. Αυτή είναι η νοερά ευχή στην ουσία της. Ποιος από εμάς σήμερα θα τολμούσε να κάνει το ίδιο; Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι τα φαινόμενα αυτά περιορίζονται στους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους. Η πράξη όμως εκείνη συνεχίζεται αδιάκοπα στην κοινωνία των Αγίων της Εκκλησίας.
3
Ως γνωστό στους πάντες, ο Άγιος Σπυρίδων έλαβε μέρος στην πρώτη οικουμενική σύνοδο των τριακοσίων δεκαοκτώ Πατέρων επί βασιλείας Μεγάλου Κωνσταντίνου. Επιστρέψας εις Κύπρον έβρε αποθαμένη την θυγατέρα του Eιρήνη. Ο Άγιος, καρτερικός και υπομένων αντιμετώπιζε την θλήψιν του. Μετά από ολίγες ημέρες παρουσιάσθη στον Άγιο γυνή η οποία λέγει στον Άγιο ότι είχε δώσει στην πεθαμένη κόρη του πολύτιμο κόσμημα να το φυλάξει. Και εζήταγε από τον Άγιο να της επιστέψει το κόσμημα. Ερεύνησε ο Άγιος όλο το σπίτι και δεν βρήκε το κόσμημα. Τότε ο Άγιος συνοδευόμενος και από άλλους επήγε στον τάφο της κόρης του. Αφού προσευχήθη είπε προς την κόρη του όσαν να ήταν ζωντανή και παρούσα. <<Ειρήνη τέκνον μου που έβαλες το χρυσούν κόσμημα της γυναίκας;>>. Η δε νεκρά με ζώσα φωνή αποκρίνεται <<Εις τον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένον Πάτερ μου>>. Έφριξαν οι παραβρισκόμενοι με το παράδοξο τούτο γεγονός. Ο δε Άγιος ως να ήτο Κύριος ζωής και θανάτου, είπε προς την κόρη του <<Κοιμηθήτι τέκνον έως να σε αναστήσει ο Κύριος εις την κοινήν Ανάσταση>>. Πορευθείς ο Άγιος εις τον τόπο που υπέδειξε η κόρη εύρε και παρέδωσε το κόσμημα εις την δικαιούχο του (4ος Αιών. Συναξαριστής).
Ο αυτοτιτλοφορούμενος Πνευματικός τότε και μόνο μπορεί να ενεργήσει ως Πνευματικός Πατέρας. Όταν ακολουθεί τα ίχνη αυτής της παραδόσεως με πιστότητα και ταπείνωση. Διαφορετικά κατά τον Νικήτα Στηθάτο, όποιος είναι έξω από το πλαίσιο αυτής της ζωής είναι <<ψευδώνυμος όντως καν τη χειροτονία μέγα φρονεί τω αξιώματι των άλλων απάντων υπερκαθέζηται και καταμυκαται τούτων και κατεπερειται>>. Η απλή χειροτονία δεν δημιουργεί πνευματικότητα, ούτε μπορεί να μεταμορφώσει το αλαλάζων κύμβαλο σε στόμα και χείρα του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό ο Άγιος Συμεών, μέγας σταθμός στην πορεία της παραδόσεως, θα επισημάνει μια τραγική πραγματικότητα. Το χάρισμα του <<δεσμείν και λύειν>>, η πνευματική πατρότητα μεταφέρθηκε στους έχοντας τις πνευματικές γι’ αυτήν προϋποθέσεις.
Στους μοναχούς εφόσον οι ιερείς και αρχιερείς έχασαν το χάρισμα της Θείας Χάρης λόγω της ανυπακοής προς την Εκκλησία και του εκοσμικευμένου τρόπου ζωής τους. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο να έχουν στην Ρωσία και Βυζάντιο κύρος μεγαλύτερο (οι μοναχοί) από τους μητροπολίτες και πατριάρχες. Αυτό ισχύει και επί των ημερών μας. Προσωπικά, την Ορθόδοξη Εκκλησία πιστή στην παράδοση και στο πνεύμα, την βρήκα στην έρημο, μακριά από το κοσμικό πνεύμα. Εκεί βεβαιώθηκα για την ανυπακοή της Ιεραρχίας προς την Εκκλησία. Έτσι είχαμε ασκητές Γέροντες και Πνευματικούς να αναδεικνύονται σε γνήσιους Ποιμένες και εκκλησιαστικούς ηγέτες ή ησυχαστές. Ο περιορισμός συνεπώς από την Εκκλησία της πνευματικής πατρότητας σε ορισμένους από τους κληρικούς δεν γίνεται αυθαίρετα. Η ενεργοποίηση της Θείας Χάρης προϋποθέτει όλη την παραπάνω παράδοση περί πνευματικότητας.
4
Η πνευματικότητα του εξομολόγου κληρικού της ενορίας μπορεί να αναλυθεί στις ακόλουθες πρακτικές εκφάνσεις. Να έχει ο πνευματικός αγάπη προς τον Θεό για να μπορεί να μεταδώσει στην αγωνιώδη ψυχή τον Χριστό, τόσον όσον έχει μέσα στην καρδιά του ο ίδιος <<ο έχων δίδωμι σοι>>. Αν ο εκτελών χρέη πνευματικού έχει αγάπη προς τον Θεό τότε και μόνο έχει αγάπη και για τον πάσχοντα άνθρωπο. Αν έχει αγάπη δεν βλέπει τον εξομολογούμενο ως υπόδικο που περιμένει την καταδίκη του, αλλά τον βλέπει ως πλάσμα Θεού <<απολωλός>> που παρόλη την πτώση του δεν παύει να διασώζει μέσα του τα στοιχεία της Θεία Εικόνας του Θεού. Τα στοιχεία της Θείας Εικόνας μπορούν να του δώσουν την δύναμη που χρειάζεται για να πετάξει από το βάθος της πτώσεως στο ύψος της σωτηρίας.
Ο ρόλος του εξομολόγου σ’ αυτό το σημείο είναι καθοριστικός ως προς την αλλαγή του εξομολογούμενου. Ο πνευματικός που αγαπά δεν παύει να αγωνίζεται να συντρίψει την αμαρτία ελευθερώνοντας το πνευματικό του τέκνο από την δυναστεία του σατανά. Η βοήθεια που προσφέρει ο πνευματικός είναι ανάλογη με την ένταση της αγάπης του κατά την βούληση του μπορεί να δώσει λιγότερα από αυτά που έχει. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει την δυνατότητα να δώσει κάτι περισσότερο από ότι έχει. Όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος <<Θεραπεία αμαρτήματος επιστήμονος παρά του ειλικρινώς αγαπήσαντος κατορθούται>>.
Ο εξομολόγος είναι όλος ανοικτός προς τον Θεόν και όλος ανοικτός προς τα τέκνα του Θεού, τους συνανθρώπους του. Ως ταπείνωση προς τον Θεόν και τον άνθρωπο είναι η έκφραση της αυτοσυνειδησίας του. Δεν παύει ούτε στιγμή να πιστεύει στην αναξιότητα του, ομολογώντας σαν τον Απόστολο Παύλο <<Χάριτι Θεού ειμί ο ειμί>>. Αν δεν έχει προαχθεί στην αρετή της ταπείνωσης, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει έναν από τους φοβερότερους πειρασμούς. Να θεωρήσει τον εαυτό του ισχυρό εξουσιαστή, να συγχωρεί και να επιβάλλει επιτίμια.
Ταπείνωση σημαίνει να έχει την συνείδηση ότι όπως στην Θεία Ευχαριστία αυτός δανείζει στον Χριστό τα χέρια και το στόμα του (Ιερός Χρυσόστομος), το ίδιο και εδώ <<συγχωρεί>> χωρίς να υποκαθιστά εκείνον που παρέχει την χάρη. Να έχει συνείδηση ότι συνεχίζει να ζει μέσα στο πνεύμα της απόλυτης δεσποτείας του Κυρίου και Δεσπότου Χριστού συγχωρούσα εν τω ονόματι του. Για να μπορέσει όμως να ενεργεί κατ’ αυτό τον τρόπο ο εξομολόγος πρέπει να ζει ολόκληρος μέσα στο πνεύμα της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Να είναι ενωμένος με τον κορμό της εκκλησιαστικής ζωής. Να έχει πρώτα αυτός οικειωθεί την καθολική πίστη της Εκκλησίας και μορφώσει μέσα του το καθολικό της ήθος καθιστάμενος με την χάρη του Θεού. Καθολικός άνθρωπος, αληθινός δηλαδή και άρτιος για να μπορεί να οδηγεί και τους άλλους στην καθαρότητα και αρτιότητα.
5
Όταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διατύπωνε το περίφημο εκείνο καθαρθήναι δει πρώτον και είτε καθαίραι αναφερόταν ασφαλώς προς τον ιερέα εξομολόγο. Που υπό την ιδιότητα αυτή ασκεί το κατ’ εξοχήν ποιμαντικό έργο στο εκκλησιαστικό σώμα. Όσοι δεν τηρούν αυτά τα κριτήρια, δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν. Νιώθοντας ο ίδιος ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί, καταφεύγει σε αερολογίες. Ότι προσφέρει είναι κάτι μη καθολικό, μη εκκλησιαστικό. Χωρίς το μόνιμο βάπτισμα στην παράδοση υπεισέρχεται η υποκειμενική ερμηνεία που απορρέει από τα πάθη και την εσωτερική του ακαθαρσία. Δεν δύναται να μεταδώσει τον αληθινό Χριστό της Εκκλησίας. Μεταδίδει Χριστό ξένο, πλασματικό, φανταστικό, ανυπόστατο. Όχι μόνο δεν θεραπεύει αλλά δημιουργεί πληγές στον εξομολογούμενο.
Είναι γεγονός ότι η ορθή σχέση εξομολόγου - εξομολογούμενου απαιτεί ικανότητα του πρώτου να συλλάβει το βάθος και την ευρύτητα των προβλημάτων του εξομολογούμενου. Ο πνευματικός επιβάλλεται να μπορεί να συλλάβει τις συνθήκες διαβίωσης τα προβλήματα της οικογένειας για να μπορεί να κατευθύνει σωστά το πνευματικό του τέκνο. Επισημαίνοντας τις ρίζες των προβλημάτων σε πνευματικό επίπεδο και όχι να μένει στα συμπτώματα των προβλημάτων.
Ο πνευματικός πρέπει πέραν του απαραίτητου, να είναι φορέας Θείας Χάρης, να έχει κοινωνία και επικοινωνία με το Άγιο Πνεύμα για να βλέπει πίσω από τα βλεπόμενα. Ο πνευματικός της εποχής μας πέρα από την βιωματική πνευματική του εμπειρία πρέπει απαραιτήτως να έχει εμπειρία ζωής, να γνωρίζει πολύ καλά τα προβλήματα που προκύπτουν στην οικογένεια και την κοινωνία, να έχει διευρυμένη σύνδεση και αντίληψη.
Είναι απαράδεκτο να ιερώνονται άνθρωποι που δεν βλέπουν πέρα από την άκρη της μύτης τους και χωρίς καμία βιωματική εμπειρία να τους ανατίθεται η διαχείριση ψυχών.
Η αμέλεια και η αδιαφορία της ιεραρχίας σ’ αυτό τον τομέα είναι εγκληματική. Δολοφονούνται ψυχές. Όχι απλώς άνθρωποι αλλά ψυχές. Αυτό πότε θα τους γίνει συνείδηση; Πνευματικοί πατέρες αναδείχτησαν σ’ όλες τις εποχές, όχι μόνο οι κάτοχοι και της εγκόσμιας σοφίας Πατέρες, αλλά και Ασκητές και καθηγητές της ερήμου με μικρή ή ανύπαρκτη κοσμική παιδεία.
6
Επιβάλλεται να είμαστε συγκρατημένοι στην εκτίμηση των εγκόσμιων προσόντων του πνευματικού. Η κοσμική γνώση έχει τη σημασία της και πρέπει να χρησιμοποιείται επικουρικά ως δευτερεύοντα χαρακτήρα. Δυστυχώς έχουν υποτιμηθεί τα πνευματικά κριτήρια που ζητάει η Εκκλησία για την επιλογή γενικά των ιερωμένων. Παρόλα αυτά η κοσμική γνώση έχει υπερτιμηθεί και έχει πάρει πρωταρχικό κριτήριο ως προς την επιλογή ιερωμένων με αποτέλεσμα η Ορθόδοξη ποιμαντική να έχει μετατραπεί σε κοινωνιολογία ή φιλοσοφία με παράλληλη υποτίμηση της Θεία Χάρης. Η γνώση της ψυχής είναι δυνατή μόνο σ’ εκείνον που μπορεί να κατοπτεύσει τα βάθη της και όχι μόνο να επισημαίνει τα εξωτερικά αίτια των προβλημάτων της.
Τα βάθη της ψυχής μπορεί να τα εποπτεύσει μόνο αυτός που έχει γίνει φορέας του φωτός του Παναγίου Πνεύματος μέσα του – ο Θεοφόρος, ο Θεούμενος και όχι μόνο αυτός που μπορεί να διακρίνει μέσα στο άκτιστο φως της Θείας Χάρης. Το βάθος των πραγμάτων και να διαγνώσει τις πραγματικές αιτίες της αρρώστιας της ανθρώπινης υπάρξεως. Χίλιοι και πλέον διαπρεπείς ψυχολόγοι επιστήμονες ακάθαρτοι στην καρδιά τους δεν μπορούν να δουν ή να δώσουν αυτό που μέσα στο φως της Θείας Χάρης μπορεί να διαγνώσει και να προσφέρει ο Θεούμενος Πνευματικός. Τίποτα δεν απαγορεύει να κατέχει ο πνευματικός και την ανθρώπινη σοφία οπότε η περιγραφή των πνευματικών του εμπειριών, θα μπορεί να γίνει με μεγαλύτερη πληρότητα και αρτιότητα. Όπως συμβαίνει σε όλους αυτούς που έχουν γίνει φορείς Θείας Χάρης.
Μιλώντας εδώ κυρίως για τον πνευματικό μιας κοσμικής ενορίας δεν πρέπει να παραβλέπουμε την εικόνα του συνηθισμένου κληρικού - εφημέριου που έχει μέσα στον κόσμο και δέχεται ακατάπαυστα τις επιρροές του. Η βιωτή παράδειγμα του κληρικού της πόλεως έχει μεγάλη επίδραση στα μέλη της ενορίας του. Και όχι μόνο για τον έγγαμο αλλά και για τον άγαμο μοναχό. Ο άγαμος μοναχός είναι το μεγάλο θύμα της αταξίας των ιερωμένων που έχει γίνει δυστυχώς καθεστώς και σαν προϊόν αταξίας, μόνο αταξίες δημιουργεί στο σώμα της Εκκλησίας της εποχής μας που ενώ θα έπρεπε να ζει και να δρα στο μοναστήρι του, ζει και δρα μέσα στον κόσμο με αυξημένα προνόμια έναντι των έγγαμων εφημέριων. Η ζωή του κληρικού επιδρά πολύ περισσότερο από το λόγο του. Τόσο τα λόγια όσο και η διδασκαλία απαιτούν ανάλογη βιωτή. <<Μισόλογους, εις εναντίος βίος>>.
7
Η σχέση του εφημέριου με τα μέλη της οικογένειας του και τους ενορίτες του, καθορίζει και τη στάση των ενοριτών απέναντι του. Ο κληρικός δεν μπορεί να παραγνωρίσει ούτε στιγμή το γεγονός ότι από την στιγμή της χειροτονίας του δεν είναι πια για τους συγγενείς και γνωστούς ο Νίκος ή ο Γιώργος ή ο Γιάννης. Αλλά ο πνευματικός πατέρας όλων. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά υποκριτική απόσταση ή έλλειψη καταδεκτικότητας και αγάπης, αλλά την απαραίτητη αναγκαία απόσταση. Για να μη διστάζουν οι άλλοι να γονατίσουν με σεβασμό και κατάνυξη για να πάρουν την ευχή και συγχώρηση του. Ο σεβασμός προς τον κληρικό δεν επιβάλλεται από το σχήμα, εμπνέεται από την προσωπικότητα του, την αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια του, την ακεραιότητα, τη σοβαρότητα και την απλότητα του.
Ανάλογη οφείλει να είναι η συμπεριφορά του κληρικού και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Να είναι φυσικός, ειλικρινής, απροσποίητος. Τα πρώτα πρόσωπα των οποίων πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη είναι τα μέλη της οικογένειας του. Είναι πολλές οι περιπτώσεις αρκετών εφημέριων που με την συμπεριφορά τους έχουν απομακρύνει από τον Χριστό τα μέλη της οικογένειας τους. Η παροιμία του λαού <<παιδί παπά δ……) δεν διατυπώθηκε χωρίς λόγο και όχι μόνο τα παιδιά του παπά, αλλά πόσα παπαδάκια του Ιερού Βήματος αντί να ανδρωθούν μέσα στην Εκκλησία ως μελλοντικοί διάδοχοι των Ιερέων, με αφορμή των ίδιων των ιερέων απομακρύνονται, κάτι το καταστρεπτικό για έναν ιερέα είναι να λέει ψέματα.
Πριν από κάποια χρόνια σε θέμα που είχε προκύψει μεταξύ επιτρόπου και ενορίτη, ο παπάς είπε ψέματα. Το γνώριζα καλά. Φρόντισα να τον συναντήσω και του το είπα. Έκανε επανάσταση ότι αδίκως τον κατηγορώ. Αφού είπε πολλά και διάφορα τελείωσε λέγοντας, δεν είπα ψέματα κύριε, απλώς δεν είπα όλη την αλήθεια. Μισή αλήθεια και μισό ψέμα στην ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας, κανένας δεν μπόρεσε να έχει ένα πόδι στην βάρκα του Θεού και ένα πόδι στην βάρκα του διαβόλου. Στο ερώτημα αν εξομολογούνται οι εξομολόγοι, ναι εξομολογούνται. Η πνευματική ζωή απαιτεί συνεχή εξομολόγηση και αυτό ισχύει πρώτα για τον ίδιο τον πνευματικό πατέρα. Είναι απόλυτη ανάγκη για τον καθένα που ασκεί καθήκοντα πνευματικού να έχει τον πνευματικό του, τον δικό του γέροντα.
Το σημαντικότερο πρόβλημα σήμερα σ’ ότι αφορά το μυστήριο της εξομολογήσεως είναι ο περιορισμός του σε καθαρά δικανικά πλαίσια και η αντιμετώπιση των αμαρτιών με καθαρά νομικά και ηθικιστικά μέσα. Αυτό αλλοιώνει και τον πνευματικό αγώνα μέσα στην ενορία και μεταβάλλει την ενοριακή ζωή σε θρησκευτική σύναξη για την εξιλέωση της Θείας Δικαιοσύνης και όχι για αποκατάσταση της ανθρώπινης υπάρξεως στην ακεραιότητα και καθαρότητα της για να μπορούν να αναπτυχθούν και γνήσιες χριστιανικές εκκλησιαστικές σχέσεις μεταξύ των μελών. Μέσα στο πνεύμα που ζούμε σήμερα, η ενοριακή ζωή έχει χάσει τον κοινωνικό-κοινοτικό της χαρακτήρα.
8
Η πλειονότις των σημερινών εξομολόγων δεν έχουν ιδέα περί του σκοτασμού του νοός που οδηγεί τον άνθρωπο στην ανομία και στην διάπραξη κάθε αμαρτήματος. Και το χειρότερο, δεν έχουν ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο θα βοηθήσουν τον Χριστιανό να φωτισθεί ο νους του και να οδηγηθεί στην θέωση. Γι’ αυτό οι Χριστιανοί μένουν αθεράπευτοι, διαπράττουν τα ίδια και τα ίδια και δεν κατορθώνουν να απαλλαγούν από τα σωματικά πάθη. Μέσα όμως στην ποικιλόμορφη σύγχυση των καιρών μας συγκρούονται αδιάκοπα τα δύο ρεύματα της παραδόσεως και εκείνο της αντιπαραδόσεως μαζί με όλες τις ξενόφερτες ιδέες και επιρροές με την εκκλησιαστική παράδοση.
Εξωπνευματικές δραστηριότητες για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο Μητροπολιτών ή Ενοριτών, οι πιστοί το μεταφράζουν σε αδυναμία εκτελέσεως πνευματικού και εκκλησιαστικού έργου. Εδώ γεννάται το δράμα πολλών ιερωμένων που αρχίζει από τη στιγμή που χωρίς φωτισμό αγωνίζονται να κάμουν με το δικό τους τρόπο έξω από την Εκκλησία εκείνο που μόνο γίνεται με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ενορία που παραμένει μια απλή λατρευτική θρησκευτική σύναξη και εξαντλείται σ’ αυτό όλη η δραστηριότητα της, δεν εκπληρώνει την αποστολή της χωρίς την ενότητα των μελών της ενορίας στην πράξη χωρίς αλληλογνωριμία έστω αυτών που εκκλησιάζονται. Δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για ενορία. Ο κάθε εφημέριος έχει υποχρέωση να βρίσκει τρόπους να φέρνει σε επαφή τα μέλη της ενορίας και να βοηθά στην ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ τους.
Δόξα τω τα πάντα δημιουργούντι. Δόξα τω τα πάντα ζωογονούντι.
Εδώ κλίνει το κεφάλαιο περί ενορία και στην επόμενη ανάρτηση θα αρχίσει η παρουσίαση των Ιερών Εικόνων της Εκκλησίας.


Σχόλια