ΠΕΡΙ ΕΝΟΡΙΑΣ Δ' ΜΕΡΟΣ
- vlaxosalexandros20

- 10 Νοε 2021
- διαβάστηκε 11 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 19 Νοε 2021

1
Μίξη παναρμονίων τα στοιχεία του κόσμου, εγένοντο εν απαραλάκτω, συντηρούντα τους όρους αυτών και αδιάφθορος εν ημίν μένοντα ως ετάξας δουλεύειν λατρεύουσι και ψάλουσι σοι.
Η ενορία κατά την Ορθόδοξη παράδοση, υπάρχει στον κόσμο όχι ως μια θρησκευτική συσσωμάτωση, για την διευθέτηση και διεκπεραίωση θρησκευτικών ή θρησκειακών τυπικοτήτων και συμβατικοτήκων, αλλά ως ολόκληρη κοινωνία ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από τις κοσμικές κοινωνίες, τη ζωή τους και τους σκοπούς τους. Διότι η ενορία ως <<εν τόπω>> Εκκλησία, έχει τη δική της ζωή και τη δική της στοχοθεσία. Αυτήν την ιδιαιτερότητα της εν Χριστώ Κοινωνίας που είναι η ενορία και θα μιλήσουμε στη συνέχεια.
Οι δυνατές μορφές συνυπάρξεως των ανθρώπων μέσα σε μια κοινωνία είναι πρώτα η μορφή της μάζας (Μαζική συνύπαρξη). Λέγοντας δε μάζα εννοούμε κοινωνιολογικά ένα σύνολο ατόμων, μεμονωμένων μονάδων, που δεν συνοδεύονται με μόνιμα εσωτερικά στοιχεία με ενοποιητική δύναμη. Τονίζουμε την έννοια του εσωτερικού και ενοποιητικού γιατί είναι δυνατόν ένα εθνικό λόγου χάρη σύνολο να παρουσιάζει ορισμένα συνδετικά στοιχεία, παραδείγματος χάρη γλώσσα, κοινή καταγωγή, ήθη και έθιμα και όμως να μην αποφεύγονται σ’ αυτό οι διαιρέσεις και συγκρούσεις. Γιατί ενώ όλα αυτά τα στοιχεία ενεργούν ενωτικά, εύκολα λειτουργούν ατομικές ισχυρότερες διασπαστικές δυνάμεις, όπως κομματικές, οικονομικά συμφέροντα, παραταξιακές διενέξεις.
Το φαινόμενο του εμφύλιου πολέμου, για την αποτροπή του οποίου ευχόμαστε αδιάκοπα στη λατρεία μας, επί του πρακτέου αποδεικνύεται ότι τα θεωρούμενα ως συνδετικά και ενοποιητικά στοιχεία ακόμη και στη θρησκεία, συνήθως τα ενοποιητικά στοιχεία μένουν εντελώς επιφανειακά και ανενέργητα. Την κατάσταση αυτή που είναι έκφραση του μη μεταμορφωμένου εν Χριστώ ανθρώπου, ο θεόπνευστος Μέγας Βασίλειος γράφει <<Γεγενήμεθα καθ’ εαυτόν έκαστος ώσπερ ή ψάμμος ου συνημμένοι αλλήλους αλλ’ έκαστος καθ’ εαυτόν διηρημένοι>> (Ε.Π. 31-1419). Ο καθένας σαν κόκκος άμμου μένει στην ατομικότητα του μη μπορώντας να κοινωνήσει με τους άλλους. Η μάζα δεν μπορεί να διαθέσει εσωτερικά συνδετικά στοιχεία και μάλιστα αδιάρρηκτα. Γιατί αποτελείται από άτομα που αποτελούν ανθρώπινους ογκόλιθους ατομικότητας. Που ακατέργαστοι και αλάξευτοι καθώς είναι, δεν μπορούν να συγκροτήσουν ενότητα και να συνθέσουν συμφωνία. Το άτομο είναι από τη φύση του εγωκεντρικό, ενεργεί ενστικτωδώς κινούμενο από ζωώδεις βιολογικές παρορμήσεις. Δεν μπορεί γι’ αυτό να υπερβεί την ζωική κατάσταση, την ζωική φύση. Κίνητρο του ατόμου είναι η ύλη στο συμφέρον, η ιδιοτέλεια.
2
Το υπόβαθρο των κοσμικών κοινωνιών είναι η μαζικότητα του Λαού, η μαζική του συγκρότηση που προβάλλεται και συνθηματολογικά στις μέρες μας με το αίτημα της μαζοποίησης και μαζικής παρουσίας έστω και αν είναι άλλο το ζητούμενο. Οι λέξεις όμως προδίδουν την λανθάνουσα πραγματικότητα. Είναι δε παρατηρημένο ότι σε λαούς υπανάπτυκτους κοινωνικά, καταβάλλεται προσπάθεια να παραμείνουν στην κατάσταση της μαζικής συνυπάρξεως. Γιατί έτσι είναι πιο ευκολοκυβέρνητοι και υπόκεινται σε κάθε λογής εσωτερικές και εξωτερικές μεταπλαστικές επεμβάσεις. Υπάρχει όμως και μια άλλη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, η προσωπική κοινωνία.
Η κοινωνία των προσώπων που προϋποθέτει τα ανθρώπινα πρόσωπα. Μέσα στην προσωπική κοινωνία υπάρχει εσωτερική ψυχική και καρδιακή ενότητα και συμφωνία. Πρόκειται για το ομοθυμαδόν που χρησιμοποιείται θεόπνευστα για να χαρακτηρίσει την κοινωνία της Εκκλησίας των Πράξεων (Πράξεις 2,1). Είναι η ομοθυμία και ομοήθεια και ομοψυχία των μελών της αποστολικής κοινωνίας. Ενώ δηλαδή το άτομο είναι μια αυτόνομη ύπαρξη, το πρόσωπο διασυνδέεται και συμφωνεί με τα λοιπά πρόσωπα μέσα σε πλήρη κοινωνία. Το πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του γιατί ο τρόπος υπάρξεως του είναι διαπροσωπικός κοινωνικός. Υπάρχει και λειτουργεί μέσα στην κοινότητα για την κοινότητα. Για όλα τα μέλη. Χωρίς να χάνει την ετερότητα και αυτοτέλεια του. Γιατί και η κοινότητα, η ομάδα ως κοινωνία προσώπων δεν εξαφανίζεται ούτε υποτάσσει ή καταπιέζει και εξουθενώνει το πρόσωπο.
Η κοινότητα για το πρόσωπο γίνεται ο χώρος μέσα στον οποίο αναδεικνύεται ως ιδιαίτερη ύπαρξη, επιτυγχάνει την αυτοπραγμάτωση και καταξίωση του. Ορθόδοξα πατερικά λένε ότι η κοινωνία των προσώπων είναι η αυθεντική και η μόνη ουσιαστικά κοινωνία στην οποία το ένα και τα πολλά συνάπτονται αρμονικά, αδιάστατα και συμπραγματώνονται και όχι απλώς συνυπάρχουν. Στην περίπτωση αυτή πραγματοποιείται η κοινωνία των φίλων για την οποία μιλεί στο Μυστικό Δείπνο ο Χριστός μας <<Ουκέτι λέγω ημάς δούλους ότι ο δούλος ουκ είδε τι ποιεί αυτού ο Κύριος ημάς δε είρηκα φίλους ότι πάντα α ήκουσα παρά του Πατρός μου εγνώρισα ημίν>> (Ιωάν. 15-15). Τούτο συμβαίνει γιατί το άτομο είναι μια φυσική οντική κατηγορία. Μια αυτόνομη μονάδα ανάμεσα σε τόσες άλλες.
Το πρόσωπο είναι στην κατηγορία του Όντος, του γνήσιου και αληθινού Όντος. Δηλαδή του Θεού. Ο Θεός είναι το μόνο Όν που υπάρχει αληθινά γιατί τρόπος υπάρξεως του είναι η αγάπη (Α’ Ιωαν. 48). Υπάρχει για τους άλλους και όχι για τον Εαυτό του. Πρόσωπο γίνεται ο άνθρωπος όταν φθάσει σε σημείο να υπάρχει όπως ο Θεός. Όταν μετέχει στον τρόπο υπάρξεως του Θεού, όταν γίνει όλος ανοικτός στο Θεό και τους άλλους και όλος αγάπη και προσφορά, χωρίς ίχνη ιδιοτέλειας.
3
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πέρασμα από την ατομικότητα στην προσωπικότητα εκφράζεται ως μετάβαση από την ερωτική στην αγαπητική σχέση. Ο ανθρώπινος έρωτας που εκφράζεται λόγω της έλλειψης της αυτάρκειας λειτουργεί σαν επιθυμία (ισχυρό συναίσθημα) για να καλύψει την στέρηση του ίδιου του ατόμου. Σε όλες τις μορφές του ο (ανθρώπινος) έρωτας συνυπάρχει με τη στέρηση και την αναζήτηση του πληρώματος της. Η αγάπη όμως που είναι θεία κατάσταση εκφράζεται ως αυτοπροσφορά και θυσία. Ως δόσιμο όλης της υπάρξεως του ατόμου προς χάρη των άλλων.
Το άτομο που έχει τη θέληση να αναχθεί σε ανώτερες πνευματικές καταστάσεις. Τον ανθρώπινο έρωτα που ανήκει στην σφαίρα του ατόμου και των παθών του, πρέπει να κάνει την υπέρβαση και τον ανθρώπινο αυτόν έρωτα να τον αναγάγει στην σφαίρα του θείου και άκτιστου πνευματικού χώρου. Αν και για το πνεύμα δεν υπάρχει διάσταση χώρου και χρόνου, μεταστοιχειούμενος ο ανθρώπινος έρωτας σε θείο έρωτα δηλαδή την Αγάπη. Αυτή η αυθυπέρβαση καταξιώνει το άτομο σε πρόσωπο και ομοιώνει τον άνθρωπο με το Θεό. Αυτό που καταξιώνει το άτομο σε πρόσωπο είναι συνεπώς η μετοχή στην αλήθεια, τον Θεό. Μετέχοντας δε το πρόσωπο στην αλήθεια αντισταθμίζει ένα πλήθος ατόμων. Ένας Μέγας Αθανάσιος στην Αλεξάνδρεια, ένας Μάξιμος Ομολογητής ήταν στύλοι και εκφραστές της Αλήθειας. Μέσα σε κοινωνίες σχεδόν εξ ολοκλήρου αιρετικές, να πούμε ότι η αλήθεια ίσον Ορθοδοξία.
Το πρόσωπο διασώζει την καθολικότητα, το πλήρωμα της Αλήθειας και δημιουργεί σχέσεις εν αληθεία. Είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται εν Χριστώ, ο οποίος είναι η ένσαρκη Αλήθεια. Σχέσεις όπως αυτές εκφράζει η πορεία προς Εμαούς (Λουκ. 24-13). Ο Χριστός σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά <<συνεπορεύετο αυτοίς>> τοις μαθηταίς. Αυτή η συμπόρευση με τον Χριστό είναι σχηματικά και παραστατικά η αυθεντική διαπροσωπική σχέση. Η σχέση που έχει επίκεντρο και αμετακίνητο σημείο αναφοράς των προσώπων, τον Χριστό. Μόνο όσοι ζουν εν Χριστώ όπως οι Άγιοι μπορούν να δημιουργήσουν αυθεντικές διαπροσωπικές σχέσεις, δημιουργώντας ενότητα και συμφωνία σταθερή και αμετάπτωτη. Αυτό είναι το θαύμα της ενότητας όλων των Αγίων έστω και αν δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και αν ζουν σε διαφορετικές εποχές και τόπους.
Η εσωτερική ένωση τους με το Χριστό εν αγίω Πνεύματι είναι ο συντελεστής και της μεταξύ τους ενότητας και συμφωνίας. Όσοι συνεπώς αγωνίζονται τον αγώνα των Αγίων μπορούν να φθάσουν σε αληθινή ενότητα και να συναποτελούν μέλη του ιδίου σώματος. Αυτή την ενότητα έχει χρέος να δημιουργεί ο ποιμένας, κάθε ποιμένας στην ενορία του και κάθε οικογενειάρχης στην οικογένεια του. Αυτό δε είναι η αποστολή της Εκκλησίας πραγματούμενη από την Ιεραρχία ως όργανο διακονίας. Τα άτομα που μεταμορφώνονται εν Χριστώ σε πρόσωπα συγκροτούν κοινωνία, αναιρώντας την ατομικότητα τους, καταργούν συγχρόνως και την μαζική συνύπαρξη. Γι’ αυτό η ενοριακή (εκκλησιαστική) κοινωνία από την ίδια την φύση της διαφοροποιείται από κάθε άλλη ανθρώπινη κοινωνία. Τα γνωστά πολιτειακά σχήματα (ολιγαρχίες, δικτατορίες, απολυταρχίες και φεουδαρχίες).
4
Όλα αυτά λειτουργούν με βάση τον μηχανισμό της μαζικής συνύπαρξης. Τα άτομα υποδουλώνουν άλλα άτομα ανάλογα με την δύναμη έκαστου της επιβουλής που έχει. Γίνεται ακριβώς αυτό που βασιλεύει στο βασίλειο της ζούγκλας. Η λειτουργία αυτών των κοινωνιών εκφράζεται με την (άμεση ή έμμεση) κατάργηση της ατομικής βούλησης με την άνωθεν καθοριζόμενη γραμμή πορείας. Με την ιδεολογικοποιημένη συνείδηση και την απρόσωπα ρυθμιζόμενη ατομική και κοινωνική συμπεριφορά. Είναι το ατομικό συμφέρον που κινεί τα άτομα σε κοινωνίες που λειτουργούν μ’ αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό και η συνήθης κατάληξη τους είναι το αλληλοφάγωμα και η αλληλοεξόντωση, έστω και αν υποστηρίζουν και υπηρετούν την ίδια ιδεολογία. Γιατί όπως ειπώθηκε η ενότητα τους, επιφανειακή και εύθραυστη δεν μπορεί να νικήσει την ατομικότητα με τις ενστικτώδεις και ζωώδεις διεκδικήσεις της.
Το πρόσωπο αντίθετα δεν μπορεί να υποδουλωθεί σε κανένα σχήμα, διότι αυτοπροσφερόμενο στην Αλήθεια μετέχει της Αλήθειας και γίνεται και αυτό κατά χάρη Αλήθεια (το πρόσωπο). Αληθοποιώντας και Χριστοποιώντας την συνείδηση του (το φρόνημα του) και τις σχέσεις του. Το πρόσωπο ζει μέσα στην εν Χριστώ ελευθερία γι’ αυτό είπε ο Κύριος <<Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει ημάς>> (Ιωάν. 8-32). Γνωρίζοντας την Αλήθεια, το πρόσωπο δηλαδή ενούμενο αγιοπνευματικά με τον Χριστό. Αλήθεια γίνεται αληθινά ελεύθερο και υπερβαίνει κάθε αναγκαιότητα και ανάγκη. Γνώση όμως της Αλήθειας είναι η μετοχή στην Αλήθεια, η οποία εξ άλλου δεν είναι δυνατή αν δεν γίνει ο άνθρωπος σκηνή και κατοικητήριο της Αλήθειας. Αν δεν σηκώσει το Πνεύμα της Αλήθειας μέσα στον Άνθρωπο, στην καθαρμένη από τα πάθη καρδιά του, η εν Χριστώ κατανίκηση της αμαρτίας (με την άσκηση και τα μυστήρια) συνιστά την εσωτερική απελευθέρωση του ανθρώπου που οδηγεί στην εξωτερική του ελευθερία.
Έτσι ενώ η εσωτερική δουλεία ή υποδούλωση δηλαδή στην αμαρτία συνεπιφέρει αναπόφευκτα και την εξωτερική δουλεία. Η έλλειψη εξωτερικής ελευθερίας δεν μπορεί να καταλύσει την εσωτερική ελευθερία του εν Χριστώ ελεύθερου προσώπου. Αυτό μπορεί να εξακριβωθεί στην περίοδο της δουλείας μας και συγκεκριμένα στο φαινόμενο των Νεομαρτύρων του γένους μας όπως άλλωστε και στους Μάρτυρες όλων των αιώνων. Οι Νεομάρτυρες οι κατεξοχήν αντιστασιακοί της Τουρκοκρατίας όντας αναγεννημένοι μέσα στην χάρη ελεύθεροι εσωτερικά αποτέλεσαν τον αντίποδα των εξισλαμιζόμενων. Που η εσωτερική τους ανελευθερία, λειτουργώντας ως φόβος και σκοπιμότητα τους οδηγούσε στην απόγνωση, τη δουλικότητα και τελικά την αλλαξοπιστία.
5
Το πρόβλημα των κοσμικών κοινωνιών είναι ότι ο χωρίς Χριστό άνθρωπος προσπαθεί να δημιουργήσει με βάση τα διάφορα κοινωνικά συστήματα την κοινωνία του και να καθορίσει τον τρόπο της κοινωνικής ύπαρξης του. Αυτός είναι ο Σισύφειος αγώνας, όλων των γνωστών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αγώνας κοινωνικών συστημάτων και όλων των ουτοπικών θεωριών όπως του Πλάτωνος και άλλων.
Στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει αυτή η αγωνία γιατί ο Ορθόδοξος πιστός με τη χάρη του Θεού εισέρχεται στην εν Χριστώ Κοινωνία, την Κοινωνία των <<τέκνων του Θεού>> η οποία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Αλλά είναι Θεόσδοτη και ταυτίζεται με το σώμα του Ιησού Χριστού την Εκκλησία. Ως μέλη της Εκκλησίας, οι Ορθόδοξοι πιστοί δεν αγωνίζονται να δημιουργήσουν Κοινωνία. Αλλά καλούνται να εισέλθουν στην <<ητοιμασμένην>> κοινωνία από καταβολής κόσμου (Ματθ. 25-34). <<Τότε ο Βασιλεύς θέλει ειπεί προς τους εκ δεξιών αυτού έλθετε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην εις εσάς Βασιλείαν από καταβολής κόσμου>>. Η Εκκλησία ως κοινωνία αγιασμού και σωτηρίας υπάρχει προ πάντων των αιώνων εν Χριστώ. Η αρχή και προέλευση της βρίσκεται στον Θεό γι’ αυτό η εκκλησιαστική κοινωνία <<ουκ εστίν εκ του κόσμου τούτου>> (Ιωαν. 18.36) είναι <<μυστήριον αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ>> (Εφες. 3-9). Προϋπήρχε της δημιουργίας στην αιώνια βούληση του Θεού, όπως προαιώνιο είναι το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία μας. Κατά τον Μ. Αθανάσιο η Εκκλησία <<πρότερον κτιθείσα μετά ταύτα γεννάται εκ Θεού>> (Ε.Π. 26, 1004).
Ο Τριαδικός Θεός που η τριαδική ύπαρξη του έχει τον χαρακτήρα μιας ουράνιας και αιώνιας Εκκλησίας ως κοινωνία των Αγιοτριαδικών Θείων Προσώπων, δημιουργεί την ουράνια Εκκλησία (Κοινωνία) πριν ακόμη από την δημιουργία του υλικού κόσμου. Πρώτη κοινωνία που δημιουργεί ο Τριαδικός Θεός εντάσσοντας την στην Εκκλησία Του, είναι ο κόσμος των πνευμάτων, οι Νόες (ανώτερες πνευματικές οντότητες) και οι Άγγελοι. Αυτή είναι η <<Εκκλησία των πρωτότοκων εν ουρανοίς>> <<Ιερουσαλήμ επουράνιος>> (Εβρ. 12-22-23). Στην ουράνια αυτή Εκκλησία καλούνται να προστεθούν και οι Άγιοι όλων των αιώνων (Εφες. 1-4).
Σ’ αυτή την εκκλησιαστική κοινωνία καλούνται να ενταχθούν και οι πιστοί ζώντας μέσα στην ενορία τους όπως λέει ο Απόστολος Παύλος το πολίτευμα ημών (η ζωή μας) εν ουρανοίς υπάρχει (Φιλ. 3-20). Η πορεία των Χριστιανών ως μελών της Εκκλησίας είναι <<από της εντεύθεν Εκκλησίας επί την εκείθεν>> από την επίγεια δηλαδή προς την ουράνια (Γρηγόριος ο Θεολόγος Ε.Π. 35-51-96). Η Θεία αυτή Κοινωνία, η Εκκλησία <<φυτευτικό στον κόσμο>> για την σωτηρία μας. Ο Χριστός τόσο κατά την άσαρκη παρουσία του στον κόσμο πριν από την ενανθρώπιση του, όσο και κατά την ένσαρκη παρουσία του μετά την εκ της Παρθένου γέννηση του καλεί τους ανθρώπους να εισέλθουν στο σώμα του και να ζήσουν τη ζωή Του για να θεωθούν, να σωθούν.
6
Επειδή δε δεν είναι ανθρώπινο δημιούργημα η Εκκλησία, αλλά έχει Θεία προέλευση και αρχή, είναι η μόνη Κοινωνία της Αγίας Τριάδος. Γι’ αυτό η Ορθόδοξη περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία προσανατολίζει και τη δόμηση της ζωής της Ορθοδοξίας ως κοινωνίας η οποία πρέπει να εικονίζει τις αγιοτριαδικές σχέσεις. Το εκκλησιαστικό δόγμα διδασκαλίας περί Αγίας Τριάδος αποτελεί το πρότυπο στο οποίο προσευχητικά κατατείνει η χριστιανική κοινωνία. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε κάλεσε τους πιστούς σ’ αυτόν ανθρώπους να ζουν μέσα στην κοινωνία της αγάπης και ενότητας κατά το πρότυπο της αγάπης και ενότητας των αγιοτριαδικών προσώπων (Ιωαν. 17-20-21). Η Αγία Τριάδα αποτελεί το αιώνιο θεμέλιο της Εκκλησιαστικής κοινωνίας. Γι’ αυτό το λόγο απορρίπτεται ορθόδοξα το παπικό δόγμα (ότι εκπορεύεται και εκ του Υιού το Πνεύμα). Όχι για λόγους μισαλλοδοξίας αλλά και διότι με το δόγμα αυτό αλλοιώνεται το αιώνιο πρότυπο και θεμέλιο της εκκλησιαστικής κοινωνίας (η αιώνια αγιοτριαδική προσωπική κοινωνία).
Αποκρούοντας έτσι την κακοδοξία, οι Άγιοι Πατέρες θέλησαν να διαδώσουν μαζί με την περί Αγίας Τριάδος Αλήθεια και την αλήθεια για την φύση της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και Κοινωνίας. Η αληθινά χριστιανική κοινωνική ζωή απορρέει από την κοινωνία και μετοχή στη χάρη του Τριαδικού Θεού. Και αυτό γίνεται με την τήρηση των θείων εντολών. Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η τήρηση των Θείων εντολών σημαίνει μυστική κοινωνία και ένωση με τον Τριαδικό Θεό (Ε.Π. 90-1156). Ερμηνεύοντας την Κυριακή Προσευχή (το Πάτερ ημών), ο Άγιος Μάξιμος διακρίνει στις τρείς πρώτες φράσεις την αναφορά διαδοχικά σε κάθε ένα από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Στην αρχική επίκληση διακρίνει το όνομα του Πατρός. Στη φράση <<αγιασθήτω το όνομα σου>> διαβλέπει την μνεία του Υιού και στην φράση <<ελθέτω την Βασιλεία Σου>> επισημαίνει την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Με την παρουσία και ενέργεια του οποίου έρχεται η χάρη και Βασιλεία του Θεού στον κόσμο.
Η προσευχή συνεπώς του εκκλησιαστικού σώματος είμαι μόνιμη επίκληση της αγιοτριαδικής χάρης. Η ένταξη στο σώμα του Χριστού είναι προϋπόθεση της σωτηρίας γιατί δεν σώζεται κανείς ατομικά αλλά μέσα στην κοινωνία των αδελφών του. Η ενορία έτσι γίνεται για τον καθένα τόπος της σωτηρίας του, γιατί μέσα σ’ αυτήν μαθαίνει να ζει στην κοινωνία με τον Χριστό και με τους εν Χριστώ αδελφούς του. Η παραβολή της κρίσεως (Ματθ. 25-31), υπογραμμίζει σαφέστατα αυτή την αλήθεια. Κρινόμαστε για την πολιτεία μας (τον τρόπο ζωής μας), για το πώς δηλαδή ζήσαμε ανάμεσα στους αδελφούς μας.
7
Από την άλλη πλευρά, όσα εποιήσαμε σε κάθε ελάχιστο αδελφό του Χριστού, αναφέρονται σ’ εκείνον. Η Χριστοκεντρική τοποθέτηση μέσα στην αδελφική κοινωνία δεν μπορεί να είναι παρά έκφραση μιας ζωής που θεμελιώνεται στην ένωση με το Χριστό με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η τελείωση του πιστού μέσα στην κοινωνία εν Χριστώ με τους αδελφούς του είναι το αδιάκοπο κήρυγμα των Αγίων Πατέρων. Ερμηνεύοντας την παύλεια φράση μιμηταί Χριστού. Ο Άγιος Ιωάννης Ο Χρυσόστομος ερωτά <<και πως, φύσιν εστί μιμητές γενέσθαι Χριστού εις το κοινωφελώς άπαντα πραγματευομένους και μη τα εαυτών ζητούντας (Ε.Π. 59-101). Σ’ αυτό το έργο εστιάζεται ολόκληρη η ζωή της Ενορίας να αναδείξει τους πιστούς (τα μέλη της) μέλη του Κυριακού Σώματος. Και συνεπώς συνεργάσιμα και αλληλέγγυα μεταξύ τους σε ένα τρόπο ζωής που οικοδομεί την θέωση τους, τη σωτηρία τους μέσα στο ένα Σώμα.
Ο πνευματοκοινωνικός χώρος μέσα στον οποίο πραγματοποιείται η εν Χριστώ Κοινωνία και διαμορφώνονται οι Χριστοκεντρικές διαπροσωπικές σχέσεις, είναι η λατρευτική σύναξη της Εκκλησίας. Με επίκεντρο και κορύφωση της το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η λατρεία και μάλιστα η Θεία Ευχαριστία είναι πάνω από όλα σύναξις του εκκλησιαστικού σώματος. Δόμηση και ανάπτυξη σχέσεων πάνω από κάθε βιολογική αναγκαιότητα στα όρια της αγάπης και θυσίας για τους άλλους. Η Ευχαριστιακή δε σύναξη συνιστά παράλληλα διαρκή κίνηση προς την προσδοκώμενη πραγμάτωση της εσχατολογικής μας ύπαρξης. Γι’ αυτό στα πλαίσια της λατρείας διαμορφώθηκε ιστορικά όλη η ζωή της Εκκλησίας σε κάθε διάσταση της.
Και αυτές οι οικονομικοπολιτικές σχέσεις της ζωής του πληρώματος άρχισαν να παίρνουν την χριστιανική μορφή τους στα πλαίσια της λατρείας της τοπικής σύναξης και κοινότητας. Εκεί πραγματοποιήθηκε η απόφαση των Αποστόλων, καρπός της θελήσεως του Χριστού και φωτισμού του Αγίου Πνεύματος να αντιμετωπίζονται ενδοεκκλησιαστικά και τα υλικά- βιοτικά προβλήματα με την καθιέρωση των επτά διακόνων (Πραξ. 6) ως ειδικών διακονιών αυτού του τομέα της εκκλησιαστικής ζωής. Η χειροτονία τους για την ανάληψη της διακονίας των τραπεζών, δήλωνε τον πνευματικό λειτουργικό χαρακτήρα του έργου τους, αφού και η κοινωνική δικαιοσύνη μόνο μέσα στο βασίλειο της χάρης μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
8
Η λατρεία δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ για την Εκκλησία μια ιδεαλιστική υπόθεση ή απλώς θρησκευτική σύναξη, όπως νοείται σήμερα λόγω της αλλοιώσεως του Ιερατικού χαρακτήρα. Η λατρεία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα βιοτικά προβλήματα στα οποία αναφέρονται πάντοτε οι προσευχές της Εκκλησίας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει μια ευχή του Όρθρου στην οποία ζητούμε από το Θεό να μας χαρίσει τα εγκόσμια αγαθά του. Κανένας δοτικισμός δεν χωρεί στην εκκλησιαστική ζωή και πράξη αλλά και κανένας δυαλισμός ή διάσταση πνεύματος και ύλης. Η αθέτηση της υλικής πλευράς της ζωής και των βιοτικών αναγκών του σώματος νοείται Ορθόδοξα ως αίρεση και άρνηση της Θείας ενανθρωπίσεως και της ασύγχυτης και αδιαίρετης ένωσης των δύο φύσεων Θείας και ανθρώπινης στο πρόσωπο του Θεού Λόγου. Το μόνο όμως που δεν πρέπει να αγνοείται είναι η εν Χριστώ Ιεράρχηση των δύο στοιχείων του ανθρώπου, της ψυχής και του σώματος. Γιατί ο ίδιος ο Κύριος μας δίδαξε ότι ου επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος (Ματθ. 4-4).
Δόξα τω παρασχόντι εν καιροίς τον αέρα. Δόξα εν παντί χρόνω την τροφήν δόντι νέαν.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια