ΠΕΡΙ ΕΝΟΡΙΑΣ Γ' ΜΕΡΟΣ
- vlaxosalexandros20

- 3 Νοε 2021
- διαβάστηκε 13 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 10 Νοε 2021

1
Λάμψιν αστραπή φέρον νεφελών ομβροτόκων τω ήχο των βροτών καταπέμψεις και αέρων την κράσιν εν γη παναρμόνιον κατά καρπούς δέδωκας τροφών εις χορηγείαν καταλλήλων τοις αναβοώσι.
Μετά από τα προαναφερόμενα γίνεται κατανοητό γιατί στη ζωή της τοπικής Εκκλησίας – Ενορίας έχει πρωταρχική σημασία ο Πνευματικός Πατέρας. Ο Γέροντας όπως θα ονομασθεί αργότερα, ο οποίος έξω από το Μοναστήρι συμπίπτει με τον Εφημέριο. Γύρω από τον Πνευματικό Πατέρα μαζεύονται τα πνευματικά τέκνα του. Η Ενορία είναι μια μεγάλη οικογένεια - κοινότητα με κέντρο τον ναό. Βέβαια στην Εκκλησία υπάρχουν και Πνευματικές Μητέρες στα γυναικεία Μοναστήρια που αναλαμβάνουν και αυτές την ίδια αποστολή, την εν Χριστώ αναγέννηση για την οποία μίλησε ο Κύριος στον νυκτερινό του μαθητή Νικόδημο (Ιωάν. Κεφ. 3).
Ο Πνευματικός Πατέρας δεν είναι απλώς διδάσκαλος παιδαγωγός, αλλά αυτός που αναγεννά εν Χριστώ τον άνθρωπο. Αλλά και δια του Ευαγγελίου όπως λέγει ο πνευματικός πατέρας πολλών στην εποχή του Απ. Παύλου <<Εάν γαρ μύριους παιδαγωγούς έχετε εν Χριστώ αλλ’ ού πολλούς Πατέρες εν γαρ Ιησού Χριστώ δια του Ευαγγελίου εγώ ημάς εγέννησα (Α’ Κορ. 4-15). Πρόκειται για αναγέννηση πνευματική με τη θεραπευτική μέθοδο του Ευαγγελίου που έδωσε στον κόσμο ο Χριστός γνωστή ήδη στην Παλαιά Διαθήκη και εφαρμοζόμενη από τους Αγίους Της.
Πνευματικός στη γλώσσα της Εκκλησίας δεν είναι ο διανοητικά καλλιεργημένος, ο διανοούμενος, ο κατά κόσμον σοφός. Αλλά ο κατά Θεόν σοφός. Αυτός που έχει το Άγιο Πνεύμα μέσα του, που έχει καταστεί ναός Αγίου Πνεύματος, Πνευματοφόρος. Γι’ αυτό στα υμνογραφικά κείμενα της λατρείας μας οι Άγιοι ονομάζονται τόσο συχνά σοφοί. Γιατί είναι κάτοχοι της άνωθεν Θείας Σοφίας <<Η άνωθεν όμως σοφία πρώτον μεν είναι καθαρά, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, πλήρης ελέους και καλών καρπών, αμερόληπτος και ανυπόκριτος>> (Ιακοβ. 3-17). Πνευματικοί λοιπόν είναι οι θεούμενοι, οι Άγιοι. Γι’ αυτό στην Ορθοδοξία δεν αναγνωρίζονται ως Άγιοι μεγάλοι διδάσκαλοι και σημαντικοί συγγραφείς. Έστω και αν είναι γνωστοί ως ευσεβείς Χριστιανοί, αλλά όσοι έφθασαν στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και έδωσαν απτά σημεία της θεώσεως τους (χαρίσματα, θαύματα, ευώδη ή άφθαρτα λείψανα και άλλα).
2
Ένας Ορθόδοξος Ναός είναι αγιογραφημένος κατάφορτος από μορφές Αγίων ή σκηνές του βίου τους. Για να υπάρχει μόνιμη υπόμνηση ότι σκοπός κάθε πιστού είναι να ακολουθήσει την ίδια με τους Αγίους πορεία και η Ενορία να είναι μόνιμο εργαστήριο αγιότητος και πνευματικό ιατρείο. Η ένταξη στην πνευματική ζωή που οδηγεί στην κάθαρση και τον αγιοπνευματικό φωτισμό. Είναι η βασική και κύρια υπόθεση της ζωής των πιστών μέσα στην Ενορία. Γιατί η πνευματική ζωή ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι είναι η βασική προϋπόθεση και της αυθεντικής κοινωνικότητας για την λειτουργία της Ενορίας ως κοινότητας και κοινωνίας.
Οι κοινωνικές αρετές δεν είναι ατομικά επιτεύγματα της θελήσεως του ανθρώπου αλλά καρπός του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22) <<Ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, Χριστότις, πίστις, πραότις, εγκράτεια>>. Όπου δεν υπάρχει Άγιον Πνεύμα, δεν μπορεί να υπάρχει ο καρπός του. Όταν φθάσει ο πιστός τον αγιοπνευματικό φωτισμό, αποκτά αληθινή – ανιδιοτελή αγάπη και μπορεί να ενταχθεί σωστά στην κοινωνία των αδελφών του δίνοντας τα πάντα και δεν ζητά τίποτα για τον εαυτό του. Η αγιοτριαδική αγάπη <<ου ζητεί τα εαυτής>> (Α’ Κορ. 13-5). Γιατί χωρίς την τέλεια ακτημοσύνη, την αυτοπαραίτηση δηλαδή από κάθε απαίτηση, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η κοινοκτημοσύνη. Η αδελφική κοινωνία, όπως γράφει στα τέλη του α’ αιώνα το βιβλίο της <<Διδαχής>> <<Συγκοινωνήσεις θα μοιραστείς απαντά τω αδελφώ σου και ουκ έρεις τι ίδιον είναι. Εί γαρ εν τω αθάνατω κοινωνοί έστω πόσον μάλλον εν τοις θνητοίς>>.
Στη ζωή της Ενορίας εντάσσεται ο πιστός για να θεραπεύσει την αρρώστια της καρδιάς του, καθαρίζοντας την και καθιστώντας την <<ναόν>>. Κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Ιατρός στη θεραπευτική αυτή διαδικασία είναι ο Πνευματικός Πατέρας, ο εφημέριος της Ενορίας. Εδώ φανερώνεται πόσο λεπτή υπόθεση είναι η Ιεροσύνη. Σήμερα ο κληρικός νοείται ως τελετουργός ή κοινωνικός εργάτης. Περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην τέλεση των μυστηρίων. Εκτός των μυστηρίων είναι ανύπαρκτος.
Η διακονία των αναγκών των μελών της ενορίας καθώς και η θεραπευτική δράση που οφείλει να μεριμνά για αυτόν είναι άγνωστα. Το έργο της κύριας αποστολής του παραγνωρίζεται. Αρχή του κακού είναι το ότι ο ίδιος ο ποιμένας δεν έχει περάσει από τα στάδια της καθάρσεως και της θεραπείας. Όταν ο διορισμένος ποιμένας ο ίδιος νοσεί, πως θα θεραπεύσει τους νοσούντας. Όταν ο ίδιος δεν έχει κατηχηθεί πως θα κατηχήσει. Έχει μάθει όμως ψυχρά, μηχανικά και καθηκοντολογικά να τελεί τα θεία μυστήρια. Και κάτι άλλο πολύ σημαντικό ξέρουν πολλοί ιερωμένοι να λένε εγώ κάνω κουμάντο. Μεγάλο επίτευγμα να κάνεις κουμάντο σε ένα χώρο που δεν γνωρίζεις και σε αρκετές περιπτώσεις σου είναι ξένος. Η άσκηση εξουσίας επί του πληρώματος και επί του σώματος του Χριστού πάει σύννεφο. Το πλήρωμα παθητικά υποτάσσεται και ο διάβολος κάνει πάρτυ.
3
Ο Κύριος είπε <<και είπε προς αυτούς βεβαίως θέλετε με ειπεί την παραβολήν ταύτην. Ιατρέ, θεράπευσον σε αυτόν>> (Λουκ. Δ.22). Ο ιερεύς δεν θεραπεύει απλώς με τις ευχές όπως ο χειρούργος δεν θεραπεύει διαβάζοντας στον ασθενή του ιατρικά κείμενα, αλλά με την εγχείρηση της ιατρικής επέμβασης και τα επακόλουθα ως να έλθει πλήρη θεραπεία. Θεραπευτής δεν είναι ο αθεράπευτος κληρικός. Αυτός που δεν έχει θεραπευτεί, όχι δεν θεραπεύει αλλά πολύ κακώς είναι ιερέας. Ο κληρικός πρέπει να διδάσκει τον τρόπο θεραπείας στα πνευματικά του τέκνα και να γίνεται παράδειγμα με τη ζωή του, να είναι καθηγητής τους με βάση τη δική του εμπειρία, το δικό του προσωπικό βίωμα.
Ενορία που δεν διδάσκει τον τρόπο θεραπείας και δεν έχει αποτελέσματα και ασχολείται με άλλα έργα και κοσμικές επιδιώξεις αγνοώντας το πνεύμα το Άγιον, δεν μπορεί να θεραπεύσει, δεν μπορεί να σώσει, δεν μπορεί να οδηγήσει στη θέωση, δεν έχει Ορθόδοξο λόγο υπάρξεως. Σ’ αυτό το σημείο έγκειται όλος ο προβληματισμός των ενοριών και το ερώτημα είναι θεραπευτήρια, λέω ανεπιφύλακτα ΌΧΙ. Έχουν περιοριστεί σε θρησκευτικές τελετές και ευσεβή έργα, καλές πράξεις, ενώ ο λαός νοσεί, η καρδιά του ανθρώπου πονά, η ψυχή κλαίει και οδύρεται αλλά αυτά είναι ξεπερασμένα, με αυτά θα ασχοληθούν;
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος δίνει τόσο μεγάλη σημασία στον θεραπευμένο Ποιμένα που μπορεί να γίνει οδηγός άλλων στη θεραπεία. Όπως φαίνεται στα περίφημα εκείνα λόγια του <<Καθαρθήναι δει πρώτον και ει τα καθαραί σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι γενέσθαι φως και φώτισε εγγίσαι Θεώ και προσαγάγειν άλλους αγιασθήναι και αγιάσαι χειραγωγήσαι μετά χειρών συμβούλευσαι μετά συνέσεως>>. Βλέποντας την Ενορία ως κέντρο θεραπείας του πιστού μέσα από το πρίσμα της θεραπευτικής αποστολής της, κατανοούμε την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας όσον αφορά στην εκλογή των κληρικών. Κληρικοί γίνονταν στους πρώτους αιώνες οι πνευματοφόροι. Όσοι μπορούσαν να θεραπεύσουν και όχι απλώς οι ηθικοί. Σήμερα έχει καταργηθεί και αυτό σύμφωνα με τα κριτήρια της Εκκλησίας.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι και αιρετικοί όπως ο Άρειος ήσαν εξωτερικά ηθικοί και ανεπίληπτοι. Πνευματοφόροι όμως δεν ήσαν. Ορθόδοξος δεν είναι ο ηθικός. Η Εκκλησία δεν εύχεται υπέρ των πάντων δηλωθέντων Χριστιανοί αλλά υπέρ των πιστών Ορθοδόξων Χριστιανών. Ορθόδοξος και κυρίως οι ιερωμένοι είναι αυτός που έχει ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ο θεούμενος. Αυτός ζει και πορεύεται μέσα στην αλήθεια του θείου φωτισμού και μπορεί να θεολογήσει και να θεραπεύσει, να φανερώσει την Θεία Αλήθεια. Τέτοιοι είναι οι Άγιοι Πατέρες αλλά και πάρα πολλοί λαϊκοί. Με την πάροδο του χρόνου δυστυχώς αυτά τα χαρίσματα έπαψαν να υπάρχουν, γιατί άραγε; Παρά το ότι έχουν πάψει να υπάρχουν ανάμεσα στο πλήρωμα τα θεία αυτά χαρίσματα, δυστυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί ιερωμένοι σε όλες τις τάξεις που έχουν την επιπολαιότητα να θεωρούν εαυτούς διαδόχους των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, απλώς και μόνο λόγω της χειροτονίας και όχι λόγο της καρδιακής αυτών καταστάσεως.
4
Διάδοχοι των Αγίων Πατέρων είναι εκείνοι που έχουν δεχτεί την ίδια με αυτούς αγιοπνευματική θεραπεία και μπορούν με τη χάρη του Θεού να θεραπεύουν και τους άλλους. Έτσι κατανοείται και η αποστολική διαδοχή, η οποία δεν στηρίζεται απλώς στην αδιάκοπη συνέχεια της πράξεως της χειροτονίας, αλλά και στην αδιάκοπη συνέχεια της εντάξεως στην ίδια πνευματικότητα, την πνευματικότητα των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Αποστόλων όλων των αιώνων. Αυτή η θεώρηση της αποστολικής διαδοχής έξω από κάθε έννοια σχολαστικισμού θα μπορούσε να βοηθήσει και στη συνειδητοποίηση και αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων του σύγχρονου διαχριστιανικού διαλόγου.
Η χειροτονία δεν φωτίζει μαγικά αλλά προϋποθέτει την καθαρότητα της καρδιάς και τον αγιοπνευματικό φωτισμό. Ο μη κεκαθαρμένος και αφώτιστος ιερωμένος είναι αχθοφόρος και όχι φορέας της χάριτος. Ο Θεός δρα και δια των αναξίων (Πάντων ο Θεός ου χειροτονεί δια πάντων δ’ ενεργεί). Όπως μας καθησυχάζει ο Ιερός Χρυσόστομος, οι μη κεκαθαρμένοι όμως δεν μπορούν να θεραπεύσουν, δεν μπορούν να ασχοληθούν με τα πνευματικά προβλήματα του λαού και ικανοποιούνται με την ενασχόληση, με τα κοινωνικά προβλήματα για να δικαιολογήσουν την κατοχή του κεκτημένου δικαιώματος να λένε εγώ κάνω κουμάντο. Γι’ αυτό θα είναι καλό να μην καλύπτονται τα εφημεριακά κενά με εκφραστές δημοσιοϋπαλληλικής και κοσμικής νοοτροπίας.
Αν δεν βρίσκονται πνευματικοί άνθρωποι σύμφωνα με τα κριτήρια της Εκκλησίας (κάτι το σπάνιο σήμερα) τουλάχιστον να επιλέγονται άνθρωποι μετανοίας, ταπεινώσεως και προσευχής με ανδρεία και ήθος (και όχι σαλιγκαράκια). Αν και όλοι αυτοί που βρίσκονται σε οργανικές θέσεις εκ της θέσεως του έχει υποχρέωση να μεριμνά για την αντικατάσταση του πριν την αναχώρηση του. Ο υποψήφιος κληρικός για να πάρει το ιερατικό χρίσμα πρέπει να είναι πλούσιος σε μοναστηριακές εμπειρίες. Κληρικός άλλωστε που δεν έχει γέροντα (αν και σήμερα είναι είδος προς εξαφάνιση) και ζωντανή σχέση με το μοναστήρι, το πρότυπο της κοσμικής ενορίας δεν μπορεί να ποιμαίνει την ενορία του μέσα στο πνεύμα της εκκλησιαστικής παραδόσεως και τους Ιερούς Κανόνες.
Οι ελλείψεις της πνευματικότητας θεραπεύονται μόνο με την εν ταπείνωση, πλήρη προσήλωση και υπακοή του κληρικού στο λόγο της Εκκλησίας και τις πράξεις των Αγίων Πατέρων. Αν αφήνει τους Αγίους Πατέρες να είναι οδηγοί στη διακονία του, τότε προσλαμβάνει και το δικό του εργοπατερικό εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Ο κληρικός δεν είναι δυνατόν να γίνει θεραπευτής των παθών των άλλων αν δεν έχει θεραπευτεί ο ίδιος, χωρίς να είναι σε θέση να θεολογήσει θεραπευτικά, χωρίς να έχει πνευματικά βιώματα, χωρίς να κατέχει ο ίδιος τις μεθόδους του πνευματικού αγώνα και δεν έχει γνώση προσωπική του Θεού. Στην παράδοση της Ορθοδοξίας βασικό προσόν για την χειροτονία δεν είναι η ακαδημαϊκή γνώση και κατάρτιση, αλλά η μαθητεία στο σχολείο της ασκήσεως και της μετανοίας που είναι η αυθεντική θεολογική σχολή της Ορθοδοξίας. Η οποία αναδεικνύει αληθινούς Θεολόγους Πατέρες και Μητέρες εν Χριστώ.
5
Είναι πολύ γνωστό σε όλους που ασχολούνται με τα πνευματικά θέματα ότι η Ορθοδοξία δεν διδάσκεται. Η Ορθοδοξία αποκαλύπτεται αφού έχουμε δημιουργήσει της κατάλληλες προϋποθέσεις με τον τρόπο ζωής μας. Όσες αποστηθίσεις και αν κάνουμε εκκλησιαστικών κειμένων, αν δεν κάνουμε πλήρη υπακοή στην Εκκλησία έμπρακτα, αποκάλυψη δεν γίνεται. Μπορεί να έχει κάποιος ευφράδεια λόγου και διανοητική οξυδέρκεια, αν δεν αποδεικνύει η υπακοή στην Εκκλησία έμπρακτη τα νοήματα των λόγων του, ποτέ δεν θα τα καταλάβει.
Από το τέλος του 3ου αιώνα ο αριθμός των θεούμενων άρχισε να μειώνεται σε σημείο που περιοριζόταν ο αριθμός των επισκόπων αφού δεν βρισκόντουσαν θεούμενοι προφύται για όλες τις ενορίες (Α’ Κορ. 12. 28). Ο 6ος Κανών της Σαρδικής Συνόδου λέει <<Ίνα μη κατεξευτιλίζετε το του επισκόπου όνομα>>. Το ίδιο και η Πενθεκτή Οικουμενική Σύνοδος (Καν. 12) καθόρισε (όχι την αγαμία αλλά την παρθενία των επισκόπων, δηλαδή την ησυχαστική προέλευση τους όπως ερμηνεύει ο Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, η Σύνοδος <<εμπόδισε δια κανόνος οικουμενικού να μην έχουν γυναίκα οι αρχιερείς>>, διότι <<με το να είναι οι Αρχιερείς εκ της τελειωτικής τάξεως και ανώτατης όλων των άλλων εκκλησιαστικών τάξεων, πρέπει να είναι και τέλειοι εις τας αρετάς και μάλιστα δια παρθενίας και καθαρότητας αποδεικνύεται ότι είναι πλήρως απαλλαγμένη από ανθρώπινες επιθυμίες και διαπροσωπικά συναισθήματα>> Εδώ ίσως θα πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή στην ιστορία για το χρονικό διάστημα από τη δημιουργία του Νεότερου ελληνικού κράτους έως σήμερα και πως αναπτύχθηκε η σχέση Ιεραρχίας και πολιτείας.
Η ενορία με την πνευματικότητα και κοινωνικότητα της ως χώρος αναπλάσεως και μεταστοιχείωσης της όλης ζωής, επέζησε παρ’ όλες τις ιστορικές μεταπτώσεις σε όλη την διάρκεια της Ελληνορθόδοξης εποχής του Βυζαντίου και της μεταβυζαντινής περιόδου. Αναγεννητικές πνευματικές προσπάθειες όπως του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου (1035), των Ησυχαστών του 14ου αιώνα και των Κολυβάδων του 18ου αιώνα επαναπροσανατόλιζαν την πορεία της ενορίας χριστοκεντρικά. Ξαναφέρνοντας τον Επίσκοπο και Πρεσβύτερο ησυχαστή και θεραπευτή στη ζωή της Εκκλησίας και θέτοντας την πνευματικότητα ως κέντρο της πορείας προς την θέωση, ως κέντρο των σκοπών της εκκλησιαστικής ζωής και της ενορίας. Αυτή η συνείδηση για την αποστολή της Ενορίας και το έργο του εφημέριου της, σωζόταν ακόμη και όταν ο κλήρος και λαός δεν διακρίνονταν για τη μεγάλη ακαδημαϊκή πορεία. Διότι οι ησυχαστικές πρακτικές ήταν ενσωματωμένες στην ενοριακή ζωή. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830) υπό την πίεση των δυτικόφρονων διαφωτιστών με πρωτοστάτη τον Κοραή, οι κληρικοί εγκατέλειψαν τον ησυχασμό με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν στον ευσεβισμό και την ηθικολογία. Στο εξής δεν θα θεωρείται Πνευματικός πια ο ησυχαστής και πνευματοφόρος αλλά ο ηθικολόγος διανοούμενος. Φως πλέον δεν είναι η θεία χάρη αλλά η κοσμική γνώση. Και καθιερώθηκε πλέον με πολλές συνέπειες.
6
Φωτισμός να είναι η ηθική και γνωσιακή κατάρτιση και όχι η καρδιακή κάθαρση και μέθεξη του θείου φωτός της θείας χάριτος. Κατά την περίοδο της δουλείας, στα πλαίσια της ενορίας αναπτύχθηκε ο κοινοτισμός και συνεχίσθηκε η παράδοση της κοινοτικής υπάρξεως της Ορθοδοξίας. Η κοινοτική άλλωστε οργάνωση της υπόδουλης Ρωμιοσύνης δεν ήταν κάτι το νέο. Ήταν ο Ορθόδοξος εκκλησιαστικός κοινονισμός των πρώτων Χριστιανών του οποίου τα θεμέλια είναι πνευματικά και όχι ορθολογικά. Είναι ο κοινοτισμός που σώζεται αδιάκοπα στο Ορθόδοξο μοναστικό κοινόβιο, την συνεχιζόμενη υπαρκτή Ορθοδοξία, η οποία ως κομουνισμός της αγάπης και της χάριτος δείχνει την ματαιοπονία του Μαρξισμού, ο οποίος με το σύστημα του μάταια αγωνίζεται να επιτύχει αυτό που είναι διαιώνια παράδοση στην Ορθοδοξία ως καρπός της αγιοπνευματικής χάρης.
Η δουλεία της ρωμιοσύνης λειτούργησε ως πρόκληση για την επιστροφή στην πρωτοχριστιανική κοινότητα με την σύσφιξη των σχέσεων των Ρωμιών, καλλιεργήθηκε η αδελφότητα και η αλληλεγγύη. Αυτό παρατηρείται σήμερα στο χώρο της διασποράς. Στην διαδικασία αυτή συνέβαλαν κατά πολύ τα μόνιμα πρότυπα του Ορθόδοξου υπαρκτού πλαισίου, ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ. Που συνέχιζαν την λειτουργία τους τόσο στα αστικά κέντρα, όσο και στην ύπαιθρο προσφέροντας αυθεντικά θεμέλια Ορθοδόξου κοινωνικότητας.
Τα 600 και πλέον Μοναστήρια που βρέθηκαν στη μικρή Ελλάδα μετά την Επανάσταση, ήταν εστίες αναβαπτισμού των Ενοριών, των πόλεων και της υπαίθρου. Στα χρόνια της δουλείας η ενορία έκλεινε μέσα της όλη τη ζωή της κοινότητας. Οι συντεχνίτες με τους Αγίους Προστάτες τους είχαν ως κέντρο τον Ναό και αφετηρία τις δραστηριότητας τους. Φυσικά μέσα στο πνεύμα της παραδόσεως να αναφέρουν στο Θεό όλες τις πτυχές της ζωής τους, ακόμη και τις οικονομικές τους σχέσεις. Η ενορία διακρατούσε την πνευματική ζωή κατεύθυνε τον πνευματικό αγώνα, οδηγούσε την μετάνοια και την συναδέλφωση.
Η παιδία είχε ως δάσκαλο κατά κανόνα τον Παπά που κρατούσε τα ρωμιόπουλα μέσα στην πατερική παράδοση διαπλάθοντας ανθρώπους με φόβο Θεού και φιλάνθρωπα αισθήματα. Τα ατομικά ακόμη γεγονότα που γίνονται και κοινωνικά (γέννηση, βάπτιση, γάμος, κηδεία) και διάφορες λαοσυνάξεις (πανηγύρια στις μνήμες των Αγίων σε συνδυασμό με τις εμποροπανήγυρες πραγματοποιούνταν η αλληλοπροσέγγιση των πιστών με κέντρο τα εκκλησιαστικά γεγονότα και δημιουργούσαν πνεύμα κοινωνίας. Και πάνω από όλα αυτά, ή καλύτερα μέσα σε όλα, ο Παπάς, ο Πνευματικός Πατέρας, Φίλος, Αδελφός, Σύμβουλος, Συμπαραστάτης. Παρ’ όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και ατέλειες που ποτέ δεν θα λείψουν, απέπνεε μια ζεστασιά που σε προσέλκυε.
7
Ήταν ένα κλίμα μέσα στο οποίο μπορούσε να βρίσκει εφαρμογή ο λόγος του Χριστού μας <<γιγνώσκω τα εμά και γιγνόσκομαι υπό των εμών (Ιωάν. 10-14). Όσον αφορά στις μεταξύ Παπά και λαού σχέσεις, αυτή η αρμονία των σχέσεων προκαλούσε την άγρια και μεθοδευμένη πολεμική των Φράγκων, Βαυάρων και των φραγκευμένων Ελλήνων συνεργατών τους. Εναντίον της Ορθόδοξης Παράδοσης και της αλληλοπεριχώρισης Μοναστηρίου και Ενορίας, η φραγκιά γνώριζε πολύ καλά το ησυχαστικό υπόβαθρο της Ρωμιοσύνης και επί αιώνες αγωνίζονταν να το ξεριζώσει.
Οι Φράγκοι γνώριζαν καλά ότι μέσω της ησυχαστικής παραδόσεως διασωζόταν ο Ορθόδοξος πολιτισμός της Ρωμιοσύνης που είναι διαμετρικά αντίθετος από τον πολιτισμό της φραγκιάς. Ο πολιτισμός της φραγκιάς θεμελιώνεται στη φυσική διάκριση των ανθρώπων σε κύριους και δούλους και γι’ αυτό κοινωνικά διαμορφώθηκε ως δουλοπαροικία, ταξική κοινωνία, αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός. Ο Ορθόδοξος πολιτισμός θεμελιώθηκε στο ιδανικό της ομοτιμίας και ισοτιμίας ΟΛΩΝ των ανθρώπων που γίνονται ίσοι και αδελφοί μέσα στην πνευματική μήτρα της Εκκλησίας, την κολυμβήθρα και γι’ αυτό διαμορφώθηκε ως κοινοτική κοινοβιακή ύπαρξη, ως αδελφική και αταξική αδελφοποίηση.
Από το σχίσμα και μέχρι το 1821, όλες οι φράγκικες προσπάθειες να αλλοιωθεί ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας δεν πέτυχαν. Οι αλλεπάλληλες υποδουλώσεις της (1204-1453) και άλλα γεγονότα δεν πέτυχαν το σβήσιμο του Ορθόδοξου πολιτισμού αλλά τον θηέρευαν και τον ζωογονούσαν. Έτσι αποφασίστηκε η νόθευση να γίνει εν τω έσω και ενώ στη Ρωσία από την εποχή του Μ. Πέτρου κυρίως εισέβαλε η εκφράγκευση με την αλλοίωση της εκκλησιαστικής ζωής, στην Ελλάδα η φράγκικη διείσδυση έγινε δυνατή με τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους που ως βασικό στόχο είχε τον εξευρωπαϊσμό του έθνους.
Γνώριζαν οι Φράγκοι πως η πλήρης υποταγή στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και ευρωπαϊκή πολιτική είναι δυνατή μόνο αν αλλοιωθεί το εκκλησιαστικό φρόνημα του Λαού μας. Που διαμορφωνόταν μέσα στην Πατερική Ορθόδοξη παράδοση που διασώζει και εκφράζει τον Ορθόδοξο πολιτισμό. Γνώριζαν επίσης οι Φράγκοι ότι η παράδοση της θεραπείας της ψυχής με την διαδικασία της καθάρσεως και του φωτισμού, σώζεται κυρίως στα μοναστήρια και ότι αυτή η παράδοση δημιουργεί τον Ρωμιό των Ορθόδοξων ανθρώπων.
8
Γνώριζαν ότι η παράδοση αυτή από τα μοναστήρια (τις μοναστικές ενορίες) μεταφέρεται στις κοσμικές ενορίες και συνεργεί στη διάπλαση του Έλληνα. Γι’ αυτό η καταστροφική μανία των Βαυάρων στράφηκε εναντίον των Μοναστηριών με χίλιες δύο φυσικά δικαιολογίες και προφάσεις. Το μοναστήρι όπως και οι κοσμικές Ενορίες που διασώζουν την ίδια παράδοση της θεραπείας σώζουν προσφέροντας το πλούσιο της εν Χριστώ ζωής και τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα για την θεραπεία. Οι Βαυαροί και οι φραγκευμένοι συνεργάτες τους όπως ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμάκης, πολεμώντας τα μοναστήρια, πολεμούσαν την ελληνορθόδοξη παράδοση. Και εργάζονταν για τον καθολικό εξευρωπαϊσμό, δηλαδή την εκφράγκευση του Γένους μας. Ήξεραν ότι με δύο τρόπους μπορούν να αλλοιωθούν τόσο οι μοναστικές, όσο και κοσμικές ενορίες. Είτε με την διάλυση τους, είτε με την μεταβολή της ουσίας της λειτουργίας και προσφοράς τους.
Το πρώτο επιχείρησαν κλείνοντας πάνω από τετρακόσια μοναστήρια και δήμευαν τις περιουσίες τους για δήθεν κοινωνικούς λόγους. Η ιεραρχία μπορούσε να το αποτρέψει αυτό αλλά δεν το έκανε. Το δεύτερο με την συστηματική προσπάθεια μέσω της διαδόσεως του πνεύματος των δυτικών κοινωνιών. Με αυτό πέτυχαν την στροφή του μοναχικού και ενοριακού βίου από την θεραπεία και πνευματικότητα. Σε έργα επιφανειακής κοινωνικής ωφέλειας και κοινωνικού ακτιβισμού κατά τα φράγκικα πρότυπα. Αυτό σήμαινε εξομοίωση του ανατολικού μοναχισμού με τον δυτικό. Έτσι ολόκληρο το Ορθόδοξο Σώμα, κλήρος και λαός, εκκοσμικεύθηκε και συσχηματίστηκε με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή κοινωνία, χάνοντας την θεραπευτική και αναγεννητική του αποστολή. Αυτό οι Φράγκοι και οι Βαύαροι το πέτυχαν διότι βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Η ιεραρχία που όφειλε να το αποτρέψει αυτό, υποτάχτηκε στα εκάστοτε πολιτικά συστήματα. Όχι μόνο δεν αντέδρασε αλλά την απώλεια της πνευματικότητας την παρουσίασε ως πρόοδο.
9
Ενώ έπρεπε να προστατευτεί η χριστοκεντρικότητα της Εκκλησίας, φτάσαμε στο σημείο η Ορθόδοξη Εκκλησία να λειτουργεί ανθρωποκεντρικά. Αυτό είναι καρπός της εκοσμικευμένης Ιεραρχίας. Ναι μεν φταίει και το λαϊκό σώμα, αλλά η μέγιστη ευθύνη βαρύνει την ιεραρχία. Παράλληλα καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια και καταβάλλεται ακόμη να χάσει τελείως η κοσμική ενορία τη σχέση της και την επαφή της με την μοναστηριακή ενορία, για να χαθεί το πρότυπο της κοσμικής συσσωμάτωσης στην μοναστική κοινότητα.
Θύματα σ’ αυτό το σχέδιο που προσφέρθηκε πολύ έντεχνα και με πολύ δόλο, έπεσαν θύματα και οι συντηρητικοί του 19ου αιώνα, οι οποίοι μένοντας στην ορατή επιφάνεια αγνοώντας την αρνητική πνευματική διάσταση των πραγμάτων, στράφηκαν κατά του μοναχισμού. Δημιούργησαν ένα σώμα κοσμοκαλογηρισμού αγάμων συντροφιών, ενεργώντας έτσι στην αποδυνάμωση και αποκοπή της κοσμικής κοινότητας από τη μοναστηριακή κοινότητα. Έτσι διαταράχτηκε και οδηγήθηκε στην πλήρη απόρριψη της η Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Έτσι οδηγηθήκαμε (αν μου επιτρέπεται η έκφραση) σε μια Νεοελληνική Εκκλησία πλήρως απογυμνωμένη πνευματικά, καθιερώνοντας ένα ενδοκοσμικό πνεύμα.
Η ενορία μολονότι διατηρεί την συνέχεια των μυστηρίων, έχει χάσει το θεραπευτικό και πνευματικό της υπόβαθρο. Γι’ αυτό και δεν στοχεύει στη θεραπεία του νου και της καρδιάς, αλλά στην ηθικοποίηση των πιστών καθιστώντας τους χρηστούς και όχι εύχρηστους πολίτες του κόσμου. Και όχι Πνευματοφόρους πολίτες της άκτιστης Θείας Βασιλείας. Να πούμε ότι η Εκκλησία δεν κάνει καμία αλλαγή. Η οποιαδήποτε αλλαγή αν ποτέ γίνει, θα είναι εκ Θεού. Η ιεραρχία είναι εκείνη όπου δείχνει κάποιες διαφορές της Εκκλησίας διότι δεν υπάρχει συναντίληψη. Επίσης υπάρχει ανυπακοή προς την Εκκλησία από πολλούς ιερωμένους.
Δόξα τω την όμβρον εν γη καταχέοντι. Δόξα τω την κράσιν ανέμων εμπνέοντι.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια