top of page
Αναζήτηση

ΠΕΡΙ ΕΝΟΡΙΑΣ Β' ΜΕΡΟΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 27 Οκτ 2021
  • διαβάστηκε 13 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 3 Νοε 2021


ree

1


Κύκλωθεν της θαλάσσης περί έθου την ψάμμον, κυλύουσαν κυμάτων τον σάλον ερχόμενων πελάγους βυθού και πάλιν δρομούντων εν αυτή όπισθεν την ήπειρον του μη ποτέ καλύψαι συν ημίν βοώσιν.


Μιλήσαμε παραπάνω για διδασκαλία και πρέπει να δοθεί μια εξήγηση. Από την Κ. Διαθήκη χρησιμοποιούνται σχολικοί όροι για να εκφράσουν την ζωή της Εκκλησίας. Μαθηταί ήσαν οι απόστολοι του Χριστού και οι πρώτοι Χριστιανοί. Το δε ρήμα μαθητεύω σημαίνει κάνω μαθητές, κάνω χριστιανούς (Ματθ. 28-19). <<πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη… διδάσκοντες αυτούς. Στην πατερική επίσης παράδοση πολλές φορές γίνεται λόγος για μαθητεία κοντά σε Άγιους Πατέρες και για μαθητάς Αγίων Πατέρων. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις οι όροι δεν έχουν σχέση με την μετάδοση ξηρών γνώσεων σχολικού χαρακτήρα, αλλά με την εισαγωγή και μύηση στην εν Χριστώ ζωή, την άσκηση δηλαδή και τον πνευματικό αγώνα.


Να διευκρινίσουμε ότι ο όρος μύηση δεν είναι αέρας κουβέντα. Μύηση σημαίνει ότι ο πιστός πνευματοποιείται και μετατρέπεται σε φορέα Θείων χαρισμάτων. Ενώ λοιπόν στις αιρέσεις που εκκοσμικεύουν την εκκλησιαστική ζωή και την αλλοτριώνουν, οι θεσμοί και τα αξιώματα στην Εκκλησία έχουν πρωταρχική σημασία. Στην Εκκλησία εκείνο που βαραίνει περισσότερο δεν είναι ο τίτλος αλλά ο φορέας του Θείου Χαρίσματος ή Εκκλησιαστικού διακονήματος, το ανθρώπινο πρόσωπο. Όσους τίτλους και αν έχει κάποιος, αν δεν είναι κάτοχος Θείων Χαρισμάτων, πάρε τους τίτλους και βρασ’ τους. Γι’ αυτό και ο Άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λυών (Β’ αιώνας), ο μεγάλος αυτός πατέρας της παραδόσεως έλεγε ότι στην Εκκλησία σε αντίθεση με τις αιρέσεις, η παράδοση δεν συνεχίζεται με τα κείμενα αλλά με τα πρόσωπα, τους Αγίους και Θεουμένους.


Αυτό συμβαίνει διότι δεν μπορεί να υπάρξουν εκκλησιαστικά λειτουργήματα και διακονίες ανεξάρτητα από τους φορείς των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Μόνο αν ο Χριστός είναι ο ημίν θα ενεργεί και εν μέσω ημών μπορεί να υπάρξει σύναξη ανθρώπων που χρησιμοποιούν την Γραφή και την ερευνούν. Όπως οι αιρετικοί και εν τούτοις να μην έχει τον Χριστό, όταν ο Χριστός δεν βρίσκεται μέσα στις καρδιές αλλά μόνο στα χείλη τους. <<Ο λαός αυτός με πλησιάζει με το στόμα αυτών και με τα χείλη με τιμά. Η δε καρδιά αυτών μακράν απέχει απ’ εμού εις μάτην δεν με σέβονται διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων>> (Ματθ. 15-8).


Με βάση τα παραπάνω μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι ο κληρικός μολονότι ταγμένος να ποιμαίνει τα πρόβατα του Χριστού (Ιωάν. 21-16) <<Βόσκε τα αρνία μου - Ποίμαινε τα πρόβατα μου - Βόσκε τα πρόβατα μου>>. Δεν είναι άρχοντας και εξουσιαστής αλλά φορέας λειτουργικού χαρίσματος το οποίο καλείται να ενεργοποιεί σε διακονία ποιμαντική για την εν Χριστώ αύξηση του ποιμνίου. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι τα πρόβατα είναι λογικά και έχουν συνεπώς την δική τους προσωπικότητα και κρίση και ότι δεν είναι του κληρικού αλλά του Χριστού πρόβατα όπως άλλωστε και αυτός ο ίδιος, τότε αντιλαμβανόμαστε πόσο απέχει η διακονία του από την κοσμική αντίληψη περί εξουσίας και διακονίας.


2


Όταν πάλι σκεφθεί κανείς ότι και τα λαϊκά μέλη του εκκλησιαστικού σώματος λαμβάνουν από το Άγιο Πνεύμα χαρίσματα που ενεργοποιούνται σε διακονήματα μέσα στο σώμα, τότε γίνεται φανερό ότι η αξιοποίηση των οποιονδήποτε χαρισμάτων των λαϊκών από τον Εφημέριο μιας ενορίας, όχι μόνο δεν σημαίνει χαριστική παραχώρηση αλλά είναι απολύτως αναγκαία για την αξιοποίηση όλων των μελών του εκκλησιαστικού σώματος.


Εν τούτοις μια παραπαράδοση και ουσιαστικά αντιπαράδοση έχει εισχωρήσει στους κόλπους της Εκκλησίας και επικρατεί εσφαλμένη εντύπωση, ότι έχουμε μια τάξη αρχόντων και μια τάξη αρχόμενων μέσα στην Εκκλησία ή στην καλύτερη περίπτωση μια ομάδα δρώντων και μια άλλη ομάδα παθητικά μετεχόντων στη Λατρεία της Ενορίας και τυπικά παρακολουθούντων τα δρώμενα και τελούμενα. Πρόκειται φυσικά για αντιλήψεις και πρακτικές της φεουδαρχικής εκοσμικευμένης Ιεραρχίας. Η εν συνείδηση διάκριση των μετεχόντων στη Λατρεία σε δρώντες τελούντες κληρικοί και παρακολουθούντες (λαϊκό εκκλησίασμα) δημιουργεί την συνείδηση του θεατρικού χώρου. Όλα τα ανώτερα τα επισφραγίζει η γλώσσα των λειτουργών. <<υπέρ των παρακολουθούντων την Ιερά ακολουθίαν ταύτην>>.

Είναι ανάγκη να επαναποκτηθεί το γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα που βιώνει και εκφράζει την συνείδηση του σώματος και της ενότητας του βάση της οποίας δεν θα μπορούν να υπάρξουν τελούντες και παθητικά παρακολουθούντες. Αλλά θα υπάρχουν μόνο συνεπιτελούντες και συμπροσευχόμενοι και συμπροσφέροντες την λατρευτική ευχαριστία, κληρικοί και λαϊκοί. Μέσα στην αγιοπατερική παράδοση δεν γίνεται διάκριση ταξική κληρικών και λαϊκών, αφού όλα τα μέλη συνεπιτελούν την Λειτουργία και αλληλοσυμπληρώνονται με τη διακονία τους μέσα στο ένα σώμα όπως ακριβώς και τα μέλη του φυσικού σώματος μας. (Α’ Κορ. Κεφ. 12).


Στην κυριολεξία μάλιστα ο όρος λαϊκός σημαίνει αυτόν που ανήκει στο λαό του Θεού, το εκκλησιαστικό σώμα και κατά συνέπεια περιλαμβάνει όλα τα μέλη, κληρικούς και λαϊκούς χωρίς διάκριση. Η μόνη βασική διάκρισις ανάμεσα τους είναι στην επιτελούμενη διακονία και όχι στην ταξική διαφοροποίηση τους. Η αρμονική λειτουργία όλου του σώματος συνιστά τον εκκλησιαστικό οργανισμό όπως τούτο μαρτυρείται στα τέλη του Α’ αιώνα από τον Κλήμεντα Ρώμης (Α’ επιστολή 95 μ.Χ.) <<Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι ίσιν και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται και λευίταις ίδιαι διακονίαι επίκεινται ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασι δέδεται>>.


3


Στο εκκλησιαστικό σώμα υπάρχουν λειτουργίες, χαρίσματα, διακονίες αλλά σε ΟΛΑ τα ΑΛΙΘΗΝΑ μέλη.


Μιλώντας για την Εκκλησία στην αποστολική εποχή ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει <<οι Χριστιανοί εκείνοι όπου επίστευον εις την αρχήν κηρύγματος και εβαπτίζοντο, όλοι ελάμβανον Πνεύμα Άγιον. Επειδή δε το Πνεύμα το Άγιον είναι κατά την εαυτού φύσιν αόρατον, εδίδετο εις τους τούτο λαμβάνοντας ένα σημάδι αισθητόν και ορατόν της εαυτού ενέργειας. Οπότε οι βαπτιζόμενοι η με γλώσσας διάφορους ελάλων ή προεφήτευον ή θαύματα έκαμναν>>. Τα χαρίσματα ήσαν δηλωτικά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στους πιστούς, οι οποίοι αναδεικνύονταν έτσι ναοί κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος. Η ιεροσύνη είναι χάρισμα που ενεργοποιείται σε συγκεκριμένο λειτούργημα θεμελιώδες μεν για την υπόσταση της Εκκλησίας αλλά που δεν αποκλείει τα λοιπά χαρίσματα και άλλους χαρισματικούς φορείς ανάμεσα στου λαϊκούς.


Άλλωστε κατά το (Α’ Κορ. 12-18-31), όσοι άνηκαν στο σώμα του Χριστού είχαν χαρίσματα όπως είπε παραπάνω και ο άγιος Νικόδημος. Μόνο οι ιδιώται και οι άπιστοι, όσοι δηλαδή δεν είχαν δεχθεί ακόμη το βάπτισμα και οι κατηχούμενοι δεν είχαν χαρίσματα. Με την πάροδο όμως των αιώνων που άρχισε η τυποποίηση της χριστιανικής ιδιότητας περιορίσθηκε ο αριθμός των θεουμένων και υπερτονίσθηκε μόνο το χάρισμα της ιεροσύνης που παραχωρείται τη Θεία Οικονομία, γι’ αυτό και παραμένει αμετάπτωτο. Η ιεροσύνη αν η πλειονότις των φορέων ίσος να μην έχουν καμία διαφορά από τον πιο απλό αχθοφόρο τους δόθηκε δι επιθέσεως των χειρών (Α’ τιμ. 4.14). (Μη αμελεί το χάρισμα το οποίον είναι εν σοι το οποίον εδόθη σε δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου>>.


Όταν γίνει συνείδηση αν ποτέ οι κληρικοί μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα επιτελούν την ανατεθείσα σ’ αυτούς λειτουργία (λειτούργημα) ως μέλη και αυτοί του σώματος, τότε μόνο καταλύεται κάθε φεουδαρχική – δεσποτική αντίληψη για την ιεροσύνη και οι ενορείται θα μπορούν να βλέπουν στο πρόσωπο του κληρικού τον πατέρα και ποιμένα. Μέσα στο μπάχαλο που επικρατεί, η Θεία Χάρις δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί. Όλα είναι άκαρπα. Δέντρο που δεν κάνει καρπούς κόπτεται και ρίπτεται στη φωτιά κατά την υποτροπή του Κυρίου Ιησού Χριστού. Παρόλα αυτά και την αναξιότητα μας κατά παραχώρηση του απείρου ελέους του Θεού για τη σωτηρία του δημιουργήματος του, τη Θεία Οικονομία το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και τα άλλα μυστήρια έχουν κανονική ισχύ. Εκτός των μυστηρίων η Θεία Χάρη δεν έχει έδαφος να ενεργοποιηθεί, να αποδώσει τα αναμενόμενα.


4


Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση, η συγκρότηση της ενορίας και σύνολης της εκκλησιαστικής ζωής γίνεται με ένα μοναδικό και αμετάκλητο στόχο, τη θέωση των μελών της. Αυτός ο στόχος πρέπει να μένει στους αιώνες αμετάβλητος. Τυχόν μεταβολή του στόχου αυτού σημαίνει αυτόματα αλλοτρίωση της ενορίας και έκπτωση της σε μια κοσμική ομαδοποίηση ως που να χαθεί πλήρως ο πνευματικός χαρακτήρας της Εκκλησίας. Σπεύδω να δηλώσω ότι στην Ορθοδοξία, αυτή η ολοκληρωτική αλλοτρίωση της ενορίας δεν είναι δυνατή ακόμη και αν αλλοτριωθεί πλήρως η Ιεραρχία και ενεργεί πλήρως έξω από την Ορθόδοξη παράδοση.


Η ενορία και η Εκκλησία γενικά δεν αλλοτριώνεται όσο μένουν οι Πατέρες οι πνευματικοί διδάσκαλοι των πιστών εις τον αιώνα. Εφόσον ο λόγος τους θα ακούγεται μέσα από τα λειτουργικά βιβλία, τους ύμνους και τις ευχές, καθημερινή τροφή των μετεχόντων στην ενοριακή λατρεία. Μόνο αν ο αγιογραφικός Αποστολικός και πατερικός προφητικός λόγος σιγήσει, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί ο ορθός προσανατολισμός και ο στόχος της εκκλησιαστικής ζωής. Γι’ αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ιδιοτροπία η άρνηση μεταφράσεως των λατρευτικών κειμένων και της αντικατάστασης του προτύπου με τις μεταφράσεις. Αν γίνει μετάφραση, ανοίγει ο δρόμος στις ατομικές ερμηνείες και στην περιθωριοποίηση του λόγου των Αγίων. Έτσι αναπόφευκτα το πλήρωμα οδηγείται στον προτεσταντισμό.


Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να διευκρινισθεί περισσότερο πως νοείται ορθόδοξα η σωτηρία που αποτελεί όπως ειπώθηκε τον μοναδικό στόχο της ενοριακής ζωής. Η ουσιαστικότερη παραποίηση του Χριστιανισμού που αλλοίωνε τελείως την ουσία του, είναι να θεωρηθεί ως μια χριστιανική ιδεολογία, την οποία καλείται να αποδεχθεί ο πιστός για να διαμορφώσει τη ζωή του. (Δυστυχώς, οι οπαδοί αυτής της απόψεως τελευταία αυξάνουν ανησυχητικά ανάμεσα στα μέλη τουλάχιστον αυτών που δηλώνουν χριστιανοί, οι ιθύνοντες, σφυρίζουν αδιάφοροι).


Στην περίπτωση αυτή μαθαίνει κανείς τον χριστιανισμό όπως μαθαίνει τη γεωγραφία ή την ιστορία, σαν κάποιο μάθημα. Ο χριστιανισμός όμως είμαι μάθημα αλλά συγχρόνως και πάθημα. Προσφέρεται ως ζωή, ως ένταξη σε ένα νέο και αποκεκαλυμμένο τρόπο ζωής, τη ζωή που εισήγαγε στην ιστορία ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού, Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο πιστός καλείται να φθάσει μέσω μιας πορείας σε σημείο που να εφαρμόζει στον εαυτό του την ομολογία του Απόστολου Παύλου <<Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός>> (Γαλ. 2-20).


Ο λόγος αυτός δεν είναι μεταφορικός και συμβολικός για τον Απόστολο, αλλά εκφράζει μια εμπειρική πραγματικότητα. (Είναι η μόρφωσις του Χριστού μέσα του) <<Ίνα μορφωθεί Χριστός εν ημίν>> (Γαλ. 4-19). Να γίνει ο άνθρωπος Χριστός – Θεάνθρωπος <<κατά χάρη>>. Αυτό είναι η θέωση και ταυτίζεται με την σωτηρία. Η πορεία σ’ αυτή την διαδικασία ισοδυναμεί με θεραπεία. Θεραπεία της ανθρώπινης υπάρξεως. Πρέπει να καθαρισθεί, να ελευθερωθεί η καρδιά από τα πάθη για να μπορεί να φωτισθεί από το Άγιο Πνεύμα. Διότι μόνο από τον αγιοπνευματικό φωτισμό μπορεί κανείς με τη χάρη του Θεού να φθάσει στη θέωση. Στην τελείωση της υπάρξεως του μέσα στην άκτιστη δόξα, η βασιλεία (φώς) της Αγίας Τριάδος.


5


Μέσα στο αγιοτριαδικό φως είναι προορισμένος να ζει ο άνθρωπος στην αιωνιότητα. Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Γιατί σ’ αυτό το φως είναι αληθινός άνθρωπος και συνάνθρωπος και αδελφός των συνανθρώπων του. Αν δεν ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό γεμίζοντας άκτιστη Θεία Χάρη, δεν μπορεί να αγαπήσει αληθινά (ανιδιοτελώς) τους συνανθρώπους του και να δημιουργήσει μαζί τους αυθεντική και γνήσια κοινωνία. Εφόσον λοιπόν η σωτηρία είναι στην ουσία της θεραπείας, απαιτεί ανάλογη θεραπευτική αγωγή. Και αυτή είναι η άσκηση, ο αγώνας για την τήρηση των εντολών του Θεού όπως έχουν διατυπωθεί στην Αγία Γραφή και την λοιπή παράδοση της Εκκλησίας.


Οι Θείες εντολές δεν είναι παρά συνταγές στον αγώνα της θεραπείας μας. Οι Θείες εντολές δεν είναι ένας δικονομικός κώδικας. Είναι οδηγίες που μας βοηθούν να αλλάξουμε τον τρόπο που ζούμε. Η έκβαση των όποιων καταστάσεων στη ζωή εξαρτάται από το πώς θα τη χειριστούμε. Αν την δούμε θεοκρατικά και τη χειριστούμε κατά Θεό, αυτό είναι πορεία προς το Θεό. Αν το οτιδήποτε το χειριστούμε με τα κοσμικά κριτήρια, θα μας οδηγήσει στον κόσμο και στα του κόσμου. Στην όλη αυτή τη διαδικασία είναι πολύ σημαντικός ο τρόπος που σκεφτόμεθα. Αυτό που σκεπτόμεθα μας γεννά επιθυμίες και η επιθυμία μας οδηγεί, μας δίνει κίνητρα προς το ποθούμενο. Αν σκεφτόμαστε τα του Θεού και η επιθυμία μας θα είναι προς τα Θεία, Αγάπη, Ειρήνη, Δικαιοσύνη και άλλα. Αν σκεφτόμεθα τα του κόσμου και οι επιθυμίες μας θα ποθούν τα του κόσμου, αδικία, ραδιουργία, έριδες, εκμετάλλευση του συνανθρώπου και πολλά άλλα.


Τη σημασία του πως και τι σκεπτόμεθα μας την επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος στις νουθεσίες του μας λέει <<ανακαινήσθε δια του νοός>> και ο Κύριος μας, μας λέει όπου ο θησαυρός σου εκεί και η καρδιά σου. Τα όσα αναφέραμε περί εντολών και ασκήσεων μας οδηγούν προς την πραγμάτωση των ποθούμενων. Εμάς μας ενδιαφέρουν τα ποθούμενα που μας οδηγούν στο Θεό. Για να απαλλαγούμε από τα κοσμικά ποθούμενα και να θεωρούμαστε θεραπευμένοι, απαλλαγμένοι από το κοσμικό πνεύμα, πρέπει να είμαστε σταθεροί, να μην παλινδρομούμε μεταξύ Θεού και κόσμου. Η σταθερή πορεία προς το Θείο, θα αποκαταστήσει την πνευματική μας υγεία. Απαραίτητο στοιχείο για να ενταχθούμε μέσα στη Θεία χάρη το άκτιστο φως του Θεού. Αυτό για να επιτευχθεί χρειάζεται χρόνο, προσπάθεια, κόπο και μόχθο.


Σύμφωνα με την γλώσσα της Εκκλησίας, η προσφερόμενη θεραπεία από την Εκκλησία απαιτεί όπως είπαμε το κατάλληλο πλαίσιο ζωής. Στο ειδικό αυτό πλαίσιο ζωής που καθιστά τη θεραπεία δύναμη εξ ίσου είναι και αβέβαιη. Τη θέση του νοσοκομείου εδώ για την ψυχοπνευματική υγεία, την παίρνει η Εκκλησία - Ενορία. Ως πνευματικόν ιατρείον, πνευματικό νοσοκομείο θεραπείας και αποκαταστάσεως του όλου ανθρώπου, ο πιστός πρέπει να εισαχθεί σε μια νέα ζωή και κοινωνία διαφορετική από αυτή του κόσμου που δεν αγνοεί μόνο τη θεραπεία αλλά και την μέθοδο πραγματώσεως της. Παράλληλα, πρέπει ο πιστός να μάθει να ζει σ’ αυτή τη νέα ζωή εγκαταλείποντας τη ζωή του κόσμου.


6


Όλα αυτά είναι σήμερα δυστυχώς πολύ δύσκολο να τα κατανοήσουμε και να τα εφαρμόσουμε, διότι οι λεγόμενοι Χριστιανοί ζούμε και συναλλαγόμαστε με τον κόσμο και η ζωή μας δεν διαφέρει στην ουσία από την ζωή των μη Χριστιανών, παρά μόνο σε μερικά στοιχεία θρησκευτικότητας που της δίνουμε και όχι σωστά. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει ένταξη στην εν Χριστώ ζωή, μπορούμε να καταφύγουμε σε ένα (Ορθόδοξο) Μοναστήρι και στη συγκρότηση της ζωής του. Ο δόκιμος μοναχός είναι – τηρουμένων των αναλογιών – ο κατηχούμενος της αρχαίας Εκκλησίας. Από τον αγώνα του να ενταχθεί στη μοναστική ζωή γίνεται αντιληπτό από την πνευματική του πρόοδο. Τι σημαίνει στους πρώτους αιώνες η ένταξη στην Εκκλησία.


Το μοναστήρι λειτουργεί στην Ορθοδοξία από τον 4ον αιώνα, η συνέχεια της αυθεντικής ενορίας. Αποτελεί ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από τον κόσμο κοινωνία, μέσα στην οποία βρίσκει εφαρμογή ο λόγος <<εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα>>. Όλη η ζωή έχει ως κέντρο της τον Χριστώ και μεταστοιχειώνεται χαρισματικά σε προσευχή, ευχαριστία, δοξολογία. Η ενορία ως πλαίσιο ζωής και ανεξάρτητης από τον κόσμο κοινωνίας εμφανίζεται ήδη στις Πράξεις των Αποστόλων μετά την Πεντηκοστή <<και ανέμενον εν τη διδαχή των Αποστόλων και εν τη Κοινωνία και εν τη κλάση του άρτου και εν τας προσευχές>> (Πράξεις 2-42) <<Έχων αγρόν επώλησε και έφερε τα χρήματα και έθεσεν εις τους πόδας των Αποστόλων>> (Πράξ. Δ’ 37). Εκεί φανερώνεται η κοινωνία του σώματος του Χριστού στον κόσμο ως εις Κύριος, μια πίστις, μια κοινωνία.


Οι Χριστιανοί στο πρόσωπο των Αποστόλων πρώτα χάραξαν ένα δρόμο που οφείλουν να ακολουθούν οι πιστοί όλων των αιώνων. Την ολότελη εγκατάλειψη των τα του κόσμου και την σύνταξη του με τον Χριστό όπως ομολογείται στην ακολουθία του βαπτίσματος, η Χριστιανική Εκκλησία εμφανίστηκε έτσι από την αρχή ως τρίτον γένος κοινωνία ξένη και προς τον Ιουδαϊσμό και προς τον εθνικό ειδωλολατρικό κόσμο, αυθύπαρκτο και ανεξάρτητο γένος ως καινή κτίσις – νέα - αναγεννημένη ύπαρξη. Σ’ αυτή την κοινωνία γίνεται δεκτή όλη η ζωή του ανθρώπου (και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθόμεθα) και η πνευματική και η σωματική ύλη.


Ο Χριστός προσλαμβάνει, δέχεται στο σώμα Του ολόκληρον τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα και ολότητα. Δεν τον κομματιάζει, δεν τον τεμαχίζει, όπως διαπιστώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος <<Όλον όλος ανέλαβε με και όλος όλω ηνώθει, ίνα όλω την σωτηρία χαρίσεται>> (Ε’ Π’ 37-181). Γι’ αυτό και η διακονία της Εκκλησίας προσφερόμενη σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο είναι διακονία πνευματική αλλά και σωματική, υλική. Ολόκληρος ο άνθρωπος είναι ανάγκη να σωθεί, να ελευθερωθεί από την αμαρτία, την αρρώστια της φύσεως του και να θεωθεί. Και αυτό γίνεται με την ενχρίστωση της πνευματικής και κοινωνικής ζωής του, την ένταξη του ολόκληρου ανθρώπου μέσα στη χάρη του Θεού.


7


Είναι σημαντικό να τονίσουμε την λάθος αντίληψη που παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις. Πάρα πολλά μέλη της χριστιανικής Εκκλησίας απογοητευμένα από τη φεουδαρχική αντιμετώπιση της Ιεραρχίας, κάνουν την λάθος κίνηση και απομακρύνονται από την Εκκλησία. Στην πραγματικότητα αυτά τα μέλη γυρίζουν την πλάτη στην Ιεραρχία και όχι στην Εκκλησία και έχει δημιουργηθεί η ομάδα του καλού ανθρώπου. Η Ιεραρχία μας τους αντιμετωπίζει με ύβρεις και κατηγορίες. Καμία συγκατάβαση, καμία μεταμέλεια. Είναι αγνοί και αμόλυντοι, αθώαι περιστεραί. Για όλα φταίνε οι άλλοι.


Κατά την προσωπική μου γνώμη και οι μεν και οι δε αντιμετωπίζουν το πρόβλημα με λάθος τρόπο. Τα λάθη της Ιεραρχίας πολλά. Πρώτο και κύριο η αδιαφορία περί την εκτέλεση καθήκοντος, η ασέβεια προς τον λαϊκό πλήρωμα και η απαξίωση του και πολλά άλλα που θα αναφερθούν προσεχώς σε ειδικό κεφάλαιο.


Όσο για την ομάδα των καλών ανθρώπων πιστεύω ότι διέπονται από εντιμότητα και ειλικρίνεια. Παρόλα αυτά η απομάκρυνση τους από την Εκκλησία είναι λάθος. Εμπίπτουν σε λάθος ενέργεια διότι δεν έχουν σωστή και ολοκληρωμένη κατήχηση. Και αυτό γιατί η κατά αποκλειστικότητα και αρμοδιότητα της Ιεραρχίας περί διδασκαλίας μαθητείας του πληρώματος, το ύψιστο αυτό καθήκον, το έχουν παραχωρήσει στην πολιτεία. Παρόλα αυτά σύμφωνα με τις αρχές της Εκκλησίας, είμαστε υποχρεωμένοι να τους αποδεχόμαστε ότι και αν είναι.


Με πολύ σεβασμό και αγάπη απευθύνομαι στους καλούς ανθρώπους και τους λέω ότι η απόφαση να απομακρυνθούν από την Εκκλησία είναι λάθος. Η αντίληψη ότι είναι δυνατόν πνευματικά και ψυχικά να τροφοδοτείται ο Άνθρωπος από τον Χριστό αλλά σωματικά και κοινωνικά να είναι μακριά από το σώμα Του που είναι η Εκκλησία όπως έχω πει και αλλού, άλλο η Εκκλησία και άλλο η ιεραρχία. Σύμφωνα με το πώς είναι διαμορφωμένη η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία, οι τέτοιου είδους αντιλήψεις είναι Ορθόδοξα παντελώς αδιανόητες. Ο καλός δεν έχει καμία σχέση με τον Χριστιανό. Είναι προτιμότερο να είσαι κακός Χριστιανός και να έχεις γέφυρες με την Εκκλησία από το να είσαι ένας πολύ καλός άνθρωπος εκτός Εκκλησίας.


8


Πέρα από τις ευθύνες της Ιεραρχίας υπάρχει και η προσωπική ευθύνη. Οφείλει ο οποιοσδήποτε πριν αποφασίσει το οτιδήποτε να ψάξει να μάθει. Η ζωή στην οποία έμαθαν να ζουν οι τελευταίες γενιές των χριστιανών είναι πλαστή και νοθευμένη, γι’ αυτό δεν μπορεί να ονομασθεί γνήσια Ορθόδοξα χριστιανική. Είναι μια ερμαφρόδιτη κατάσταση από την οποία πηγάζει όλη η κακοδαιμονία μας σε κάθε διάσταση του ατομικού και κοινωνικού μας βίου. Ακόμη και η κακοδαιμονία του εκκλησιαστικού μας οργανισμού στην ανθρώπινη διάσταση του. Εφόσον οι ενορίες συμφύονται με τον κόσμο και αντιγράφουν τις δικές του αθέμιτες και ανήθικες μεθόδους και εκφράζουν τις δικές του λύσεις, η ολοτελής ένταξη όμως του ανθρώπου στο σώμα του Χριστού δεν εξαρτάται από μόνη την ανθρώπινη απόφαση και θέληση. Η ένταξη στο σώμα του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού έχει ορισμένες θεμελιακές και απαράβατες προϋποθέσεις. Δεν είναι κάτι ανάλογο με την ένταξη σε κάποιο σύλλογο ή σωματείο που αρκούν η συμπλήρωση κάποιων τυπικών διατυπώσεων και η τήρηση ορισμένων συμβατικοτήτων.


Η συμμετοχή στην εν Χριστώ ζωή δεν μπορεί να στηριχθεί σε εξωτερικές ενέργειες και πράξεις. Απαιτεί εσωτερικές για τον άνθρωπο διεργασίες όπως βλέπουμε στην Κ. Διαθήκη και την αρχαία Εκκλησία. Από την Κ. Διαθήκη μέσω της πατερικής έρευνας μαθαίνουμε πως γινόταν στους πρώτους αιώνες η εισαγωγή στην κατήχηση των προσερχόμενων στην Εκκλησία. Από την πρώτη μέρα ονομαζόταν χριστιανός παρότι ως κατηχούμενος δεν μπορούσε να μετέχει στην μυστηριακή – εσωτερική ζωή της Εκκλησίας. Η βάπτιση γινόταν αφού ο κατηχούμενος είχε όλες τις προϋποθέσεις για να λάβει πνευματικά χαρίσματα. Σήμερα που επικρατεί το νηπιοβάπτισμα θεωρείται αυτονόητη η χριστιανική ιδιότητα και το δικαίωμα να μετέχει στη Θεία Ευχαριστία. Έστω και αν έχει απομακρυνθεί πλήρως από την εν Χριστώ ζωή και η Θεία Ευχαριστία μέσα του μεταβάλλεται από ζωή σε θάνατο και από σωτηρία σε κόλαση. Ακατανόητοι σήμερα για πολλούς είναι οι εξορκισμοί που διαβάζονται στην κατήχηση η οποία προηγείται της ακολουθίας του βαπτίσματος. Με την τυποποίηση που έλαβαν ενώθηκαν σε μια Ακολουθία κατήχηση και βάπτισμα.


9


Οι εξορκισμοί ακούγονται σαν μαγικά λόγια στους παριστάμενους γονείς και τον ανάδοχο όταν μάλιστα είναι χριστιανοί της ταυτότητας. Όσο για τον ανάδοχο υπεύθυνο για την κατήχηση του μωρού δεν ξέρει ούτε το πιστεύω. Λίγοι μπορούν αν καταλάβουν το πραγματικό νόημα τους. Οι εξορκισμοί ήταν καθημερινή προσευχή στον αγώνα του κατηχούμενου για να μάθει να αντιστέκεται στις πνευματικές μεθοδίες του διαβόλου. Κοντά στον κατηχητή Πνευματικό του, ο αγώνας αυτός γινόταν με την βοήθεια των τριών πρώτων συνοπτικών, όπως λέγονται, Ευαγγέλια (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά) που έχουν ως βασικό θέμα τις θαυματουργικές θεραπείες δαιμονιζόμενων από τον Κύριο. Το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ως πνευματικό δίδαγμα διδασκόταν μετά το βάπτισμα στους νεοφώτιστους.


Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα στην λειτουργική μας πράξη από το Πάσχα και μετά διαβάζεται στην λατρεία μας το κατά Ιωάννη. Αφού την νύκτα του Πάσχα κυρίως εβαπτίζονταν οι κατηχούμενοι, έτσι οι κατηχούμενοι καθάριζαν την καρδιά τους με την κατήχηση και κυρίως με τους εξορκισμούς και έπειτα με το άγιον Βάπτισμα και το χρίσμα έβρισκαν το κέντρο της ψυχής και του νου τους. Γι’ αυτό όσοι πλησίαζαν προς το Βάπτισμα λέγονταν φωτισμένοι και φυσικά μετά προχωρούσαν στον Άγιο Θυσιαστήριο και Κοινωνούσαν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Η πορεία του πιστού είχε σαφή στάδια που ονομάζονται στη γλώσσα της παραδόσεως κάθαρση – φωτισμός – θέωση, τα οποία καλείται κάθε πιστός να περάσει. Σ’ αυτό το έργο εστιάζεται η αποστολή της ενορίας.


Ο πιστός βαπτιζόταν αφού είχε περάσει το στάδιο της καθάρσεως της καρδιάς του από τα πάθη με την βοήθεια του κατηχητή γέροντα του (όπως γίνεται στα Μοναστήρια), ώστε αν μπορέσει να δεχθεί τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος το <<Βάπτισμα του Πνεύματος>> (Πράξεις Α’ 1 εως 5) μέσα στην καρδιά του. Ο νηπιοβαπτισμός δεν ήταν άγνωστος και στην αρχαία Εκκλησία αλλά εφαρμοζόταν μόνο σε ζωντανές χριστιανικές οικογένειες στις οποίες υπήρχαν οι προϋποθέσεις ώστε τα βαπτιζόμενα βρέφη και νήπια να συνεχίζουν την εν Χριστώ ζωή κοντά στον Γέροντα πνευματικό τους. Σήμερα ο νηπιοβαπτισμός εξυπηρετεί μεν αλλά δεν είναι ωφέλιμο ούτε για τον βαπτιζόμενο, ούτε για την Εκκλησία.


Δόξα τω λαμπόντι εν αιθέρι. Δόξα τω αστράπτοντι εν αέρι.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page