ΠΕΡΙ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ
- vlaxosalexandros20

- 14 Ιαν 2021
- διαβάστηκε 12 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 28 Απρ 2021

1
Τρείς υποστάσεις, ομοτίμους, ομόθεους, ομοάγαθους, ισότιμους εν ουσία μία δόξη και βασιλεία, υμνολογώ σε Κύριε, δυσωπώ ελεησόν με.
Στην Ανατολικά Ορθόδοξη Εκκλησία, ο αποφατισμός στην θεολογική σκέψη αρμόζει θετικά. Και τούτο γιατί δεν ισοδυναμεί με έναν απρόσωπο μυστικισμόν προς μία θεότητα που το ανθρώπινο πρόσωπο θα εξαφανίζετο μετά του θείου προσώπου.
Το τέλος εις το οποίον καταλήγει η αποφατική θεολογία, πρόκειται περί μιας ανόδου προς το ατελεύτητο. Τούτο το ατελεύτητο τέλος δεν είναι μία φύσης ή μια ουσία, είναι κάτι πολύ περισσότερο από πάσης φυσικής ή προσωπικής ιδέας, είναι η Αγία Τριάδα.
Εάν αυτή αύτη η αρχή του πλάσματος είναι η μεταβολή ή η διάβαση από την ανυπαρξία εις την ύπαρξην. Εάν δια το δημιούργημα υπάρχει ως εκ της φύσεως του το ενδεχόμενο να γίνει ή όχι.
Η Αγία Τριάδα είναι απολύτως αμετάβλητως. Θα έλεγε κανείς ότι η Αγία Τριάδα είναι απολύτως ανάγκη του τέλειου. Είναι επομένως η ιδέα, όμως της αναγκαιότητας δεν αρμόζει διότι η Αγία Τριάδα εβρίσκεται πέραν της αντινομίας του αναγκαίου και του τυχαίου.
Η αναγκαιότης σε καμία απολύτως περίπτωση δεν δύναται να έχει θέση εν τω θεώ. Ουδεμία εξάρτησις Αγίας Τριάδας υφίσταται εν σχέση προς το πλάσμα. Είναι απολύτως ανακριβές αυτό που υποστηρίζουν οι λεγόμενοι προοδευτικοί ότι υπάρχει πρόοδος των Θείων προσώπων διαμέσου της δημιουργίας του κόσμου.
Τα πλάσματα θα μπορούσαν να μην υπάρχουν και όμως ο Θεός θα ήτο Τριάς Πατήρ-Υιός και Άγιον Πνεύμα. Διότι η δημιουργία είναι μια πράξις θελήσεως του Θεού.
Η πρόοδος των προσώπων είναι μια πράξις <<κατά φύσιν>>, ουδεμία εσωτερική διαδοχή εν τω Θεώ, ουδεμία <<τραγωδία εν τω Απόλυτω>> θα εχρειάζετο δια την Τριαδικήν ανάπτυξιν του Θείου όντος. Οι οποιεσδήποτε σκέψεις ή φιλοσοφίες του παρελθόντος είναι τελείως ξένες προς το δόγμα της Αγίας Τριάδας περί προόδου αυτής.
Η αποκάλυψη του Θεού Τριάδος-Πατρός-Υιού και Αγίου Πνεύματος εβρίσκεται εις την βάση, είναι το θεμέλιο θα έλεγα της Ορθόδοξης θεολογίας, είναι αυτή αύτη η θεολογία, σύμφωνα με την έννοια την οποίαν οι Πατέρες έδωκαν την λέξιν θεολογία, η οποία εσήμαινε δι’ αυτούς ως επί τω πλείστων το αποκαλυφθέν εις την Εκκλησία μυστήριον της Αγίας Τριάδας.
2
Δεν είναι μόνο το Θεμέλιον αλλά και ο υπέρτατος σκοπός της θεολογίας. Διότι κατά την σκέψη Ευάγριου του Ποντικού αναπτυχθήσα υπό του Αγίου Μαξίμου, το να γνωρίσουμε πλήρως το μυστήριον της Αγίας Τριάδας, σημαίνει να έλθουμε εις τέλειαν μετά του Θεού ένωσιν, να επιτύχουμε την θέωση του ανθρώπινου είναι. Να εισέλθουμε εις την θείαν ζωήν εις αυτήν ταύτην την ζωή της Αγίας Τριάδος. Να γίνουμε κατά τον Απόστολο Πέτρο <<Θείας κοινωνοί φύσεως>> (Β’ Πέτρ α.4).
Η Τριαδική Θεολογία επομένως είναι μια θεολογία ενώσεως, μια μυστική θεολογία η οποία χρειάζεται την εμπειρία, η οποία προϋποθέτει μιαν οδόν προοδευτικών μεταβολών του ανθρώπου, μιαν στενότερον επικοινωνία αυτού μετά του Θεού - Αγία Τριάδα.
Ο Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός δεν επιζητεί να δικαιολογήσει την τριάδα των προσώπων εις το λογικόν του ανθρώπου, απλώς αφήνει να φανεί το ανεπαρκές ενός αριθμού πλην του τρία. Ο αριθμός τρία δεν είναι μια ποσότης όπως την αντιλαμβάνονται συνήθως οι άνθρωποι. Όταν πρόκειται περί Αγίας Τριάδας εκφράζει την άρητον τάξιν στη θεότητα.
Η θεωρία αυτής της απολύτου τελειότητος αυτής της θείας πληρότητας της Αγίας Τριάδας -Θεού προσωπικού ο οποίος δεν είναι ένα πρόσωπο κεκλεισμένο εις τον εαυτό του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία υπερασπίστηκε με σφοδρότητα το μυστήριον της Αγίας Τριάδος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει διατυπώσει δια του ομοουσίου των τριών, την μυστηριώδη ταυτότητα της μονάδος και της Τριάδος. Ταυτότητα και ταυτοχρόνως διάκριση της μιας φύσεως και των τριών υποστάσεων, είναι περίεργο αλλά εκφράζει το ομοούσιο. Οι Πατέρες του 4ου αιώνα, αιώνας κατεξοχήν τριαδικού προβληματισμού, χρησιμοποιούν κατά προτίμηση τους όρους ουσία και υπόσταση. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δίδει τον ακόλουθο ορισμό προς κατανόηση της έννοιας των δύο όρων <<ουσία εστί πράγμα αυθύπαρκτον μη δεομένου ετέρου προς σύσταση και πάλι ουσία εστί παν ότι περ’ αυθυπόστατον εστί και μη ετέρω έχων την ύπαρξη αλλά εν εαυτώ έχει την ύπαρξη>>.
3
<<Το της υποστάσεως όνομα σημαίνει πότε μεν την απλώς ύπαρξη συνενόμενο ουσία και υπόσταση, πότε όμως την καθ’ αυτό και ιδιοσύστατον ύπαρξη>>. Το πνεύμα των Πατέρων χρησιμοποιεί δύο συνώνυμα δια να διακρίνει κάποιος εις τον Θεό αυτό το οποίον είναι κοινό, την <<ουσία>> ή την <<φύση>> και αυτό το οποίο είναι ίδιον, την <<υπόσταση>> ή το <<πρόσωπον>>.
Ο όρος <<πρόσωπο>> εγένετο δεκτός στην Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία και ερμηνεύθει ορθώς. Ούτως εξεδηλώθει η καθολικότης της Εκκλησίας ελευθερώνοντας τα πνεύματα εκ των φυσικών περιορισμών, των προερχόμενων εκ της διαφοράς νοήσεως και πολιτιστικών διαφορών. Η θεολογική έννοια της υποστάσεως εις την σκέψιν των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας σημαίνει ολιγότερον άτομον και περισσότερον πρόσωπο.
Αυτό το προσωπικόν το οποίον καθιστά έκαστον ανθρώπινο ον μοναδικόν εις τον κόσμο, τελείως ασύγκριτον, αμείωτον έναντι των άλλων χαρακτήρων. Η ιδέα του προσώπου έρχεται σε εμάς από την χριστιανικήν θεολογία.
Η φιλοσοφία της αρχαιότητας δεν εγνώριζε ει μη μόνο τα ανθρώπινα άτομα. Το πρόσωπον δεν δύναται να εκφραστεί δια ιδεών, διαφεύγει παντώς λογικού ορισμού, πάσης περιγραφής.
Τα έργα των ανθρωπίνων προσώπων είναι διακεκριμένα, τα έργα των θείων προσώπων όμως όχι, διότι τα τρία έχοντα μόνο μια φύση έχουν και μια μόνη θέληση, μια μόνη δύναμη, μια μόνη ενέργεια <<Τα πρόσωπα, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ενούνται ου ώστε συγχείσθαι, άλλωστε έχεσθαι αλλήλων και την εν αλήλλοις περιχωρίση έχουσι>>.
Η προσωπική σχέση του ανθρώπου μετά του ζώντος Θεού δεν θα απευθύνεται πλέον προς την Τριάδα αλλά θα έχει περισσότερο ως αντικείμενον το πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος αποκαλύπτει την θείαν ουσία. Η σκέψη και η Χριστιανική ζωή θα γίνουν Χριστοκεντρικαί και προσηλωμέναι στην ανθρώπινη φύση του σαρκοθέντος Λόγου. Αυτό θα είναι η άγκυρα της σωτηρίας.
Εις την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν υπάρχει περιθώριο για μια θεολογία μυστικισμού της Θείας Ουσίας. Η μακαριότης της ουρανίου βασιλείας δεν είναι η θεωρία της θείας ουσίας αλλά κυρίως η συμμετοχή εις την θείαν ζωήν της Αγίας Τριάδας.
Η κατάσταση της Θεώσεως <<των συγκληρονόμων της θείας φύσεως>> των κτιστών Θεών μετά των ακτίστων Θεών, οι οποίοι κατέχουν κατά χάριν παν ότι η Αγία Τριάς κατέχει εκ φύσεως. Η Αγία Τριάς δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν είναι το αδιάσειστον θεμέλιον πάσης θρησκευτικής σκέψεως, πάσης ευσεβείας, πάσης πνευματικής ζωής, πάσης εμπειρίας. Ταύτην αναζητεί η χριστιανική ψυχή όταν αναζητεί τον θεόν, όταν αναζητά το πλήρωμα του είναι, την έννοια και τον σκοπό της υπάρξεως. Η Αγία Τριάς, αρχική αποκάλυψις και πηγή πάσης αποκαλύψεως και παντός όντος επιβάλλεται εις την θρησκευτική μας συνείδηση.
4
Πρέπει να την παραδεχθούμε ως εν γεγονός του οποίου το έκδηλον και το αναγκαίον στηρίζονται επ’ αυτού του ιδίου. Κατά τον π. Florensky Ρώσο Θεολόγο, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος δια την ανθρώπινη σκέψη ει μη να δεχθεί την τριαδικήν αντινομία, δια να έβρει μια απόλυτον σταθερότητα, απορήπτον της την Αγία Τριάδα ως μοναδικό θεμέλιον πάσης πραγματικότητας ως και πάσης σκέψεως.
Είναι καταδικασμένος σε αδιέξοδα που καταλήγουν εις παραφροσύνη, τον σπαραγμό του είναι και τον πνευματικό θάνατο. Μεταξύ της Αγίας Τριάδας και της Κολάσεως δεν υπάρχει άλλη εκλογή. Πρόκειται περί ενός σταυρικού κατά κυριολεξία θέματος, το τριαδικό δόγμα είναι σταυρός δια την ανθρώπινη σκέψη. Η αποβατική άνοδος είναι μια ανάβασις εις τον Γολγοθά. Δια τον λόγον αυτόν ουδεμία φιλοσοφική θεωρία επέτυχε ποτέ ν’ ανυψωθεί μέχρι του μυστηρίου της Αγίας Τριάδας. Δια το λόγον αυτόν επίσης τα ανθρώπινα πνεύματα δεν ηδυνήθησαν να δεχθούν αυτήν την πλήρη αποκάλυψη της θεότητας ει μη μετά τον Σταυρό του Χριστού, ο οποίος ενίκησε τον θάνατον και τας αβύσσους της κολάσεως. Δια τον λόγον αυτόν τέλος η αποκάλυψις της Αγίας Τριάδος εμφανίζεται εν τη Ορθόδοξη Εκκλησία ως ακριβές δεδομένον ως η κατεξοχήν καθολική αλήθεια.
Δεν αφήνει καμία αμφιβολία περί της αληθούς μετά του Θεού ενώσεως η οποία είναι υπεσχημένη εις ημάς και μας έχει αναγγελθεί ως απώτατο τέλος, ως μακαριώτης του μέλλοντος αιώνος. Θα ήτο παιδαριώδες και ανούσιον να μην ιδούμε εις το σημείον τούτο εμφανή έκφρασιν μιαν μεταφορά. Προσπαθώντας να απομακρύνουμε τις δυσκολίες δια της απογυμνώσεως εκ της έννοιας των λόγων της Αποκαλύψεως. Οι οποίοι εις την σκέψη μας και καταλήγουν εις ασυμφωνία προς ότι εμείς πιστεύουμε ότι αρμόζει εις τον Θεόν. Είναι κατά πάντα εύλογον να ζητήσουμε να προσδιορίσουμε την έννοια μιας έκφρασης η οποία φαίνεται ότι έρχεται εις αντίφαση με άλλες μαρτυρίες της Αγίας Γραφής και της παραδόσεως περί του απολύτου αμετάβλητου του θείου όντος.
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε δύο σειρές αντιφατικών κειμένων προερχόμενων εκ της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Τα μεν δεικνύοντα τον απρόσιτον χαρακτήρα της θείας φύσεως, τα δε βεβαιούντα ότι ο Θεός μεταδίδεται, παραδίδεται εις την εμπειρίαν, δύναται αληθώς να γίνει προσιτός εν τη ενώσι.
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ομιλών περί της ψυχής η οποία έρχεται εις ένωσιν μετά του Θεού, εμένει επί της απολύτου διαφοράς των δύο τούτων φύσεων εν αυτή ταύτη την ένωση. <<Ούτως Θεός αυτή ου Θεός, ούτος Κύριος αυτή δούλη αυτός κτίστης, αυτή κτίσμα ουδέν κοινόν της αυτού φύσεως και αυτής τυγχάνει>>. Σε άλλα κείμενα ο ίδιος Μακάριος ομιλεί περί μεταβολής της ψυχής εις φύσιν θεία.
5
Εάν ο χριστιανικός μυστικισμός δεν δύναται να αρκεσθεί εις ένα Θεόν υπέρτατον, πολύ ολιγότερον δύναται να αρκεσθεί εις ένα Θεόν προσιτόν εις τα κτίσματα και ταυτιζόμενον με αυτά. Ο άνθρωπος δύναται να αγνοήσει πάντα Θεόν απρόσιτον; Τον μόνο Θεό ο οποίος είναι εκ ΦΥΣΕΩΣ απρόσιτος, αυτόν τον Θεό είναι ο μόνος Θεός που δεν μπορεί ο άνθρωπος να αγνοήσει. Η μυστική εμπειρία θέτει την χριστιανική θεολογία προς μιας αντινομικής ερωτήσεως, προ της ερωτήσεως του προσιτού της απρόσιτου φύσεως. Πως η Τριαδική Θεότης δύναται να είναι το αντικείμενο της ενώσεως και γενικώς της μυστικής εμπειρίας; Η ερώτηση αυτή ήγειρε ζωηρότατες θεολογικές συζητήσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία περί τα μέσα του14ου αιώνα και έδωκε αφορμή για συνοδικές αποφάσεις, αι οποίαι διετύπωσαν σαφώς την παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί αυτού του θέματος.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, εισηγητής των συνόδων αυτής της εξόχου εποχής της Βυζαντινής Θεολογίας, αφιέρωσε έναν διάλογο υπό τον τίτλο <<Θεοφανής>> στο θέμα της ακοινώνητου και κοινωνητής θεότητας. Εξετάζων το νόημα των λόγων του Απόστολου Πέτρου <<Θείας κοινωνοί φύσεως>>.
Ο Άγιος Γρηγόριος βεβαιεί ότι η έκφρασης αυτή έχει αντινομικόν χαρακτήρα, συγγενεύοντας της προς το τριαδικόν δόγμα. Κατά τον ίδιον λόγο, κατά τον οποίον ο Θεός είναι είς και τριαδικός. <<Και ως αμέθεκτος εστίν η ουσία του θεού και μεθεκτή πως και κοινωνούμε της θείας φύσεως και ού κοινωνούμε ουδαμός. Δει ούν αμφότερα ημάς τηρείν και τίθεσθαι ως ευσεβείας γνώμονα>>.
Υπό ποίαν σχέσιν δυνάμεθα να έλθωμεν εις ένωσιν μετά της Αγίας Τριάδας; Εάν ηδυνάμεθα εις μίαν δεδομένη στιγμήν να εβρεθώμεν ηνωμένοι με αυτήν ταύτην την ουσία του Θεού, να μετάσχομεν αυτής σε ποιο μέτρο; Αν κάποια στιγμή ενωθούμε με την θεία ουσία εκείνη την στιγμή δεν θα ήμεθα αυτό το οποίο ήμεθα. Θα ήμεθα εκ φύσεως Θεοί. Ο Θεός δεν θα ήτο Τριάς αλλά εις <<μυριόστατος>> Θεός, διότι θα είχε τόσες υποστάσεις όσα και τα πρόσωπα τα μετέχων της ουσίας Του. Επομένως ο Θεός μένει δι ημάς απρόσιτος κατά την ουσίαν. Δηνάμεθα να πούμε ότι ερχόμεθα εις ένωσιν μεθ’ ενός εκ των θείων προσώπων; Αυτή θα ήτο η υποστατική ένωσις αρμόζουσα μοναδικώς εις τον Υιόν, εις τον Θεόν ο οποίος γίνεται άνθρωπος χωρίς να παύσει να είναι το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδας. Παρ’ όλον ότι μετέχουμε της αυτής ανθρωπίνης φύσεως και δεχόμεθα εν Χριστώ το όνομα του Υιού του Θεού, εν τούτοις δεν καθιστάμεθα δια του γεγονότος της ενανθρωπήσεως η θεία υπόστασις του Υιού. Επομένως δεν δυνάμεθα να μετάσχουμε ούδε της θείας ουσίας, ούδε των υποστάσεων της Αγίας Τριάδας. Εν τούτοις η θεία υπόσχεση δεν δύναται να είναι ένα ψέμα ή μία αυταπάτης; Εκλήθημεν να συμμετάσχομεν εις την θείαν φύσιν. Πρέπει επομένως να παραδεχθόμεν μίαν άφατον διάκρισιν εις τον Θεόν εκτός της διακρίσεως της ουσίας και των προσώπων μίαν διάκρισιν κατά την οποίαν θα είναι τελείως απρόσιτος και συγχρόνως προσιτός υπό ορισμένας προϋποθέσεις.
6
Είναι η διάκρισις μεταξύ της ουσίας του Θεού, η κυρίως είπιν της απροσίτου φύσεως του αγνώστου, ακοινώνητου και των θείων δυνάμεων ή ενεργειών. Δυνάμεων φυσικών και αχώριστων της ουσίας δια των οποίων ο Θεός ενεργεί εξωτερικώς. Αποκαλύπτεται, προσφέρει εαυτόν <<Η θεία και θεοποιός έλαμψις και χάρις ουκ ουσία αλλά ενέργεια εστί Θεού>> μία <<κοινή της τρισυποστάτου φύσεως θεία δύναμις τε και ενέργεια>>. Ούτος κατά τον λόγον του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά <<ει και μη καθ΄εαυτήν την θείαν φύσιν λέγων μεθεκτήν εν τοις όροις μένοις της ευσεβείας>>.
Εκείνο το οποίον ώθησε την Ανατολικήν Ορθόδοξη Εκκλησία εις την διατύποσιν της διδασκαλίας περί της αληθούς διακρίσεως ουσίας και θείων ενεργειών, ήτο η ανάγκη ενός δογματικού θεμελίου της μετά του Θεού ενώσεως. Εν τούτοις ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν υπήρξεν ο εισηγητής αυτής της διδασκαλίας. Με ολιγότεραν δογματική καθαρότητα, εβρίσκουμεν την διάκρισιν αυτήν εις πλήστους Έλληνας Πατέρας, ανατρέχοντες εις τους πρώτους αιώνας της Εκκλησίας. Αυτή αύτη η παράδοσις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι στενώς συνδεδεμένη με το τριαδικόν δόγμα.
Η σκέψις των Πατέρων έβλεπε εις την κυρίως λεγόμενην θεολογίαν, την διδασκαλίαν περί του Θείου όντος, περί της Αγίας Τριάδας, ενώ αι εξωτερικαί εκδηλώσεις του Θεού- η Τριάς γνωριζόμενη δια των σχέσεων αυτής προς των ανθρώπων. Η διδασκαλία αυτή ανήκει εις το πεδίο της Θείας <<οικονομίας>>.
Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων, οι προγενέστεροι του δόγματος της Νίκαιας, συνέχεαν τα δύο αυτά πεδία, όταν ομιλούν περί του προσώπου του Λόγου ως Λόγου προφορικού αποκαλύπτοντας την Θεότητα του Πατρός. Εις την σειρά αυτών των ιδεών εν τη έννοια της θείας οικονομίας εκάλουν ενίοτε τον Λόγον <<δύναμιν>> του Πατρός ή μάλλον <<ενέργειαν>> αυτού.
Ο Αθηναγόρας τον απεκαλεί <<ιδέαν και ενέργειαν>> θείαν αποκαλυπτόμενην εν τη δημιουργία. Το χωρίον του Απόστολου Παύλου (Ρωμ, α’20) περί του αοράτου του Θεού, της αιωνίου δύναμης Αυτού και της Θεότητας Του <<ή τε αϊδιος αυτού δύναμις και θειότης>> γενόμενον ορατόν μετά την δημιουργία του κόσμου, θα ερμηνευθεί ότι μεν εν τη έννοια του Λόγου ως <<Δύναμις και Σοφία>> αποκαλυπτική του Πατρός, ότε δε εν τη πλέον συγκεκριμένη έννοια των <<δυνάμεων>> κοινών ενεργειών της Αγίας Τριάδας εκδηλουμένων εις τους ανθρώπους <<το γνωστόν του Θεού>>.
7
Εν τη έννοια ταύτη ομιλεί ο Άγιος Βασίλειος περί του αποκαλυπτικού ρόλου των ενεργειών, αντιπαρατάσσων αυτάς προς την άγνωστον ουσίαν <<Υμείς δε εκ μεν των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία αύτη ούχ υπισχνούμεθα. Αι μέν γάρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος>>. Η ομοούσιος Τριάς γνωρίζεται εν τη δημιουργία δια των φυσικών Αυτής ενεργειών. Ο συγγραφέας των <<αρεοπαγίτικων έργων>> αντιτάσσει τας ενώσεις προς τας διακρίσεις εν τω Θεώ. Αί ενώσεις είναι <<αι μυστικαί καταστάσεις αι οποίαι ουδόλως εκδηλούνται>>, η υπερούσιος φύσις εν τη οποία ο Θεός μένει ως εν απολύτω αναπαύση χωρίς να προβαίνει εις ουδεμίαν εξωτερικήν εκδήλωσιν. Αί <<διακρίσεις>> είναι αντιθέτως αι προς τα έξω προόδοι του Θεού, αί εκφάνσεις Του, τας οποίας ο Διονύσιος αποκαλεί επίσης ενεργείας ή δυνάμεις, εις τας οποίας ανήκει παν ότι γνωστοποιεί τον Θεόν εν τη δημιουργία. Η αντίθεσις μεταξύ των δυο οδών της γνώσεως του Θεού, μεταξύ της αποφατικής και καταφατικής θεολογίας, βασίζεται κατά τον Διονύσιον επί της αφάτου αλλ’ αληθούς ταύτης διακρίσεως μεταξύ αγνώστου ουσίας και ενεργειών, αι οποίαι αποκαλύπτουν την θεότητα, μεταξύ <<ενώσεων>> και <<διακρίσεων>>. Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει εις ημάς τον Θεόν σχηματίζουσα τα θεία ονόματα αναλόγως των ενεργειών δια των οποίων γνωστοποιείται μεν απρόσιτος κατά την ουσία Αυτού διακρίνεται, πληθύνεται μη αρνούμενος την ενότητα Του, διότι εν Αυτώ <<αι γνώσεις των διακρίσεων επικρατούσι>>.
Τούτο σημαίνει ότι οι διακρίσεις δεν είναι διαιρέσεις ή μερισμοί εν τω Θείω όντι. Αι δυνάμεις ή αι ενέργειαι δια των οποίων ο Θεός εκδηλούται εκτός είναι Αυτός ο Θεός αλλ’ όχι κατά την ουσίαν.
Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογιτής εκφράζει την αυτήν ιδέαν λέγων <<μεθεκτός μεν ο Θεός κατά τας παραδόσεις Αυτού, αμέθεκτος δε κατά το μηδέν μετέχον αυτής της ουσίας Αυτού>>.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επανέρχεται προσδιορίζων την σκέψιν του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού <<το γάρ ην και έσται του καθ’ ημάς χρόνου τμήματα και της ρευστής φύσεως>>. Και δεικνύει τας θείας ενεργείας δι’ εκφραστικών εικόνων <<κινήσεως>> ή <<εξάλματος Θεού>>. Μετά του Διονυσίου οι Πατέρες αποδίδουν εις τα ενεργείας το όνομα των <<ακτίνων θεότητας>> αί οποίαι διαπερνούν το κτιστόν σύμπαν. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα τας αποκαλέσει εν συντομία <<θεότητας>> ή <<άκτιστον φώς>> ή <<χάριν>>. Η παρουσία του Θεού εις τας ενεργείας Του πρέπει να νοηθεί εν τη πραγματική έννοια. Δεν είναι μια ενεργώς παρουσία της αιτίας εις τα αποτελέσματα. Αί ενέργειαι δεν είναι αποτέλεσμα της Θείας Αιτίας όπως τα πλάσματα. Δεν έχουν αυταί δημιουργηθεί εκ του μηδενός, αλλά απορρέουν αιωνίως εκ της μιας ουσίας της Αγίας Τριάδας. <<ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΚΧΕΙΛΙΣΜΑΤΑ>> της Θείας φύσεως η οποία δεν δύναται να ορισθεί, η οποία θεωρείται ότι είναι το περισσότερον της ουσίας. Δύναται τις να ειπή ότι αι ενέργειαι δεικνύουν ένα τρόπο υπάρξεως της Αγίας Τριάδας εκτός της απροσίτου ουσίας Αυτής.
8
Ο Θεός επομένως υπάρχει συγχρόνως εν τη ουσία Του και εκτός της ουσίας Του. Αναφερόμενος εις τον Άγιον Κύριλον Αλεξανδρείας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διακηρύττει <<το μεν ποιείν ενεργείας εστί φύσεως δε το γεννάν>>.
Αρνούμενος της την αληθή διάκρισιν μεταξύ ουσίας και ενεργείας, δεν δύναται να διακρίνει σαφώς μεταξύ της προόδου των Θείων Προσώπων και της δημιουργίας του κόσμου, τόσον η μία όσον και η άλλη θα είναι εξ ίσου πράξεις της φύσεως. Η ύπαρξης και η ενέργεια του Θεού θα εμφανισθούν επομένως ως ταυτόσημοι ως έχουσιν τον αυτόν χαρακτήρα της αναγκαιότητας κατά τον Άγιον Μάρκον Εφέσου (15ου αιώνα).
Επομένως πρέπει να διακρίνωμεν εις τον Θεό την μία φύσιν τις τρεις υποστάσεις και την άκτιστον ενέργειαν η οποία πηγάζει εκ της φύσεως χωρίς να αποχωρίζεται αύτης.
Εάν κοινωνώμεν του Θεού δια των ενεργειών κατά το μέτρον των ικανοτήτων μας, τούτο δεν σημαίνει ότι ο Θεός δεν εκδηλούται πλήρως εν τη προοδό Του. Ο Θεός δεν ελατούται εν τοις ενεργείας Του είναι όλος παρών εις πάσαν ακτίνα της θεότητας Του. Είναι ανάγκη να αποφύγουμε δύο εσφαλμένας ιδέας τας οποίας δυνάμεθα να σχηματίσωμεν περί των Θείων Ενεργειών. Η ενέργεια δεν είναι θεία πράξις έναντι των δημιουργημάτων καίτοι ο Θεός δημιουργεί και εργάζεται δια των ενεργειών Του, αί οποίαι εισδύουν εις παν ότι υπάρχει. Τα δημιουργήματα ηδύνατο να μην υπάρχουν και όμως ο Θεός θα απεκαλύπτετο εκ της ουσίας Του καθώς ο ήλιος λάμπει δια των ακτινών του εκτός του ηλιακού δίσκου, είτε υπάρχουν, είτε δεν υπάρχουν πλάσματα ικανά να δεχθούν το φως του. Βεβαίως αι εκφράσεις <<αποκαλύπτεσθαι>>.
Δια την ανατολικήν θεολογία αι ενέργειαι είναι μια φυσική πρόοδος, η αιωνίως ακτινοβολία της θείας ουσίας.
Ο Θεός δεν ενεργεί ως αιτία παρά μόνο εν τω άνθρωπο δημιουργών εν νέον υποκείμενων καλούμενον να μετάσχει του θείου πληρώματος. Συντηρών αυτό, διασώζων αυτό, οικειών αυτό την χάριν, οδηγών αυτό προς το απότατον τέλος. Είναι μια μέθοδος του Θείου όντος εις την οποίαν συγκαταθέμενα δεχόμενοι την χάριν. Είναι επίσης η παρουσία του άκτιστου και αιωνίου φωτός εν τω κτιστό και φθαρτό κόσμο, η αληθής αυτοπαρουσία του Θεού πανταχού, η οποία είναι τι περισσότερον της ητιολογημένης Αύτου παρουσίας <<Και το φως εν τη σκοτία φαίνει και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν>> (Ιωαν. α’5).
Η Ορθόδοξος Θεολογία καίτοι διακρίνει εις τον Θεόν τας τρείς υποστάσεις, την μίαν φύση και τας φυσικάς ενεργείας, δεν παραδέχεται εν Αυτό ουδεμία σύνθεσιν, διότι όπως τα πρόσωπα ούτο και αί ενέργειαι είναι στοιχεία του Θείου όντος. Μη δυνάμεθα να θεωρηθούν κεχωρισμένες της Τριάδας της οποίας αποτελούν την κοινήν φανέρωσιν, την αιώνιον ακτινοβολίαν. Δεν είναι <<συμβεβηκότα>> της φύσεως εν τη ιδιοτήτων ως πνευματικών ενεργειών, τα οποία συνεπάγονται παθητικήν κατάστασιν εν τω Θεώ. Δεν είναι πολύ περισσότερον υποστατικά όντα όμοια προς τα τρία πρόσωπα. Ιδίως δεν δυνάμεθα να αποδώσωμεν μίαν οποιανδήποτε ενέργειαν αποκλειστικώς εις μίαν των θείων υποστάσεων καίτοι λέγομεν <<η Σοφία και η Δύναμις του Πατρός>>.
Δόξα Πνεύμα το Θείον το πληρούν πάσαν κτίσην.
Δόξα Θεέ των όλων υπερουσίαι φύσεως


Σχόλια