top of page
Αναζήτηση

ΠΕΡΙ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α')(ΜΕΡΟΣ Β')

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 17 Φεβ 2021
  • διαβάστηκε 22 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 28 Απρ 2021


ree

1


Ρήμα βέβηλον άπαν, λογισμούς και πράξεις ατόπους μακράν μου ποίησον αλήθεια δε πάση συμβίβασον, ίνα πάντοτε σου αξίως των θελημάτων πολιτεύομαι.


Ο αποφατισμός, ο αρμόζων εις την θεολογικήν σκέψη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν ισοδυναμεί με ένα απρόσωπο μυστικισμόν σε μία εμπειρία θεότητος απολύτου χάους εις την οποία το ανθρώπινον πρόσωπον θα εξηφανίζετο συγχρόνως μετά του Θείου προσώπου. Το τέλος εις το οποίον καταλήγει η αποφατική θεολογία (εάν μπορούμε να μιλούμε περί τέλους και αρχής, εκεί όπου πρόκειται περί μίας ανόδου προς το ατελεύτητον). Τούτο ατελεύτητο τέλος δεν είναι μια φύσις ή μία ουσία, δεν είναι ακόμη πολύ περισσότερο εν πρόσωπον, είναι κάτι το οποίον υπέρκειται ταυτοχρόνως πάσης φυσικής ή προσωπικής ιδέας, είναι η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο οποίος καλείται <<ο υμνητής της Αγίας Τριάδος>> λέγει.


Εάν αυτή αύτη η αρχή του πλάσματος είναι η μεταβολή, η διάβασις από την ανυπαρξία εις την ύπαρξιν, εάν δια το δημιούργημα υπάρχει ως εκ της φύσεως του το ενδεχόμενο να γίνει ή όχι. Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ είναι απολύτως αμετάβλητος. Θα έλεγε τις ότι η Αγία Τριάς είναι η απολύτως ανάγκη του τέλειου είναι η ιδέα της αναγκαιότητος; δεν αρμόζει. Διότι η Αγία Τριάδα εβρίσκεται πέρα της αντυνομίας του αναγκαίου και του τυχαίου. Της Τριάδος ούσης τελείως προσωπικής, εξ ολοκλήρου φύσεως η ελευθερία και η αναγκαιότις ταυτίζονται εν αυτή ή μάλλον δεν δύνανται να έχουν θέσιν εν τω Θεώ.


Ουδεμία εξάρτησις της Αγίας Τριάδος υφίσταται εν σχέση προς το πλάσμα, ουδείς ορισμός αυτού, το οποίον ονομάζομαι αιώνιον πρόοδον των Θείων προσώπων δια μέσου της δημιουργίας του κόσμου. Τα πλάσματα ηδύνατο να μην υπάρχουν και όμως ο Θεός θα ήτο Τριάς-Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, διότι η δημιουργία είναι μια πράξις θελήσεως, η πρόοδος των προσώπων είναι μια πράξις θελήσεως, η πρόοδος των προσώπων είναι μία πράξις <<καταφύσιν>>. Ουδεμία εσωτερική διαδοχή εν τω Θεώ, ουδεμία διαλεκτική των τριών προσώπων, ουδέν γίγνεσθαι ουδεμία <<τραγωδία εν τω Απολύτω>>. Θα εχρειάζετο δια την Τριαδικήν ανάπτυξιν του Θείου Όντος. Αι σκέψεις αύται αρμόζουσαι εις τας ρομαντικάς παραδόσεις της γερμανικής φιλοσοφίας του παρελθόντος αιώνος είναι τελείως ξέναι προς το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Εάν ομιλεί τις περί προόδων, πράξεων ή εσωτερικών ορισμών, αί εκφράσεις αυταί, αι οποίαι συνεπάγονται την ιδέαν του χρόνου, του γίγνεσθαι, του θελήματος, δεικνύουν μόνον πόσον η γλώσσα μας, αυτή αύτη η σκέψις μας, είναι πτωχαί ελλιπείς προς του θεμελιώδους μυστηρίου της Αποκαλύψεως. Ήμεθα πάλι υποχρεωμένοι να επικαλεσθώμεν την αποφατικήν θεολογίαν δια να ελευθερωθώμεν από ιδέες της ανθρώπινης σκέψεως. Και να μεταβάλωμεν αυτάς εις στηρίγματα από των οποίων θα ανυψωθώμεν εις την θεωρίαν μίας πραγματικότητος την οποία ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να συλλάβει. Με αυτό το πνεύμα ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εκφράζεται εις τον λόγον του περιβαπτίσματος <<ού φθάνω το εν νοήσαι, και τις τρίσιν περιλάμπομαι ου φθάνω τα τρία διελείν και εις το εν αναφέρομαι. Όταν έντι των τριών φαντασθώ, τούτο νομίζω το παν και την όψιν πεπλήρωμαι και το πλείον διέφυγεν. Ουκ έχω το μέγεθος τούτου καταλάβειν, ίνα δω το πλείον τω λειπόμενω. Όταν τα τρία συνελώ τη θεωρία, μίαν ορώ λαμπάδα, ούκ έχω διέλειν ή μετρήσαι το φως ενιζόμενον>>.


2


Η σκέψις οφείλει να κινείται συνεχώς, να τρέχει πότε εις το εν και πότε εις τα Τρία και να επανέρχεται εις την ενότητα οφείλει να κινείται ακαταπαύστως μεταξύ των δύο ορίων της αντυνομίας δια να επιτύχει την θεωρίαν της Θείας μακαριότητας αυτής της Μονάδος – Αγίας Τριάδος.


Πως μπορούμε να συγκρατήσωμεν εις μίαν εικόνα την αντυνομία της μονάδος και της Τριάδος; Πώς να συλάβωμαι το μυστήριο τούτο άνευ της βοηθείας έστω και μίας ακαταλλήλου ιδέας, της ιδέας της κινήσεως της αναπτύξεως; Ο αυτός συγγραφεύς απομιμείται συνειδητώς την γλώσσαν του Πλωτίνου η οποία δεν μπορεί να παραπλανήσει παρά μόνον τα περιορισμένα πνεύματα, τα ανίκανα να υψωθούν υπεράνω των γήινων σκέψεων. Πνεύματα κριτικών και ιστορικών ενδιαφερομένων να ανέβρουν εις την σκέψιν των πατέρων <<τον πλατωνισμόν>> ή τον <<αριστοτελισμόν>>. Ο Άγιος Γρηγόριος ομιλεί εις τους φιλοσόφους ως φιλόσοφος δια να κερδίσει τους φιλόσοφους εις την θεωρίαν της Τριάδος <<Μονά ας μεν κινηθείσης δε το πλούσιον, δυάδος δε υπερβαθείσης Τριάδος δε ορισθείσης δια το τέλειον, πρώτη γαρ υπερβαίνει δυάδος σύνθεσιν, ίνα μήτε στενή μένει η θεότης μήτε εις άπειρον χεήται. Το μεν γαρ αφιλότιμον, το δε άτακτον και το μεν Ιουδαϊκόν παντελώς, το δε ελληνικόν και πολύθεον.


Διαβλέπει τις το μυστήριον του αριθμού Τρία, η θεότης δεν είναι ούτε μία ούτε πολλαπλή, η τελειότις της υπερβαίνει την όποια πολλότητα της οποίας η δυάς είναι η ρίζα. (Ας θυμηθούμε τας αναρίθμητες δυάδες των γνωστικών ή τον δυαδισμόν των πλατωνικών) και εκφράζεται εν τη Αγία Τριάδα. Αν και είναι ακατάλληλη η λέξη εκφράζεται διότι η θεότητα δεν έχει ανάγκην να εκδηλώσει την τελειότητα της ούτε εις εαυτήν ούτε εις τους άλλους. Είναι η Τριάς και το γεγονός αυτό δεν θα δυνηθεί να εξαχθεί από καμίαν αρχήν και ουδέν ανθρώπινον λογικόν είναι ικανόν να την εξηγήσει διότι δεν υπάρχουν αρχαίαι και αιτίαι προήμεναι της Τριάδος.


<<Τριάς ενούσης της προσηγορίας τα ηνωμένα εκ φύσεως και ουκ έωσης σκεδασθήναι αριθμό λυομένω τα μη λυώμενα>> Δύο είναι ο αριθμός ο οποίος διαιρεί, το τρία ο αριθμός ο οποίος υπερβαίνει την διαίρεσιν. Το εν και το πολλαπλούν εβρίσκονται ηνωμένα και περικεκλεισμένα εν τη Τριάδι. <<Θεού δε όταν ειπώ λέγω – Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος. Ούτε υπέρ ταύτα της θεότητος χεομένης. Ίνα μη δήμον Θεόν εισαγάγωμεν ούτε εντός ταύτων οριζομένης. Ίνα μη πενία Θεότητος κατακριθώμεν ή δια την μοναρχία ιουδαϊζοντες ή δια την αφθονία ελληνίζοντες.


Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός δεν επιζητεί να δικαιολογήσει την Τριάδα των προσώπων εις το λογικό του ανθρώπου. Απλώς αφήνει να φανεί το ανεπαρκές ενός αριθμού πλην του τρία. Αλλά μπορεί κάποιος να ρωτήσει εάν η ιδέα του αριθμού μπορεί να προσαρμοσθεί εις τον Θεόν, εάν δεν υποβάλεται η θεότις εις ένα εξωτερικόν ορισμόν. Σε ένα σχήμα αρμόζων εις την δικήν μας ανθρώπινην σκέψις, αυτήν την σκέψιν του αριθμού τρία.


3


Ο Άγιος Βασίλειος απαντά εις αυτήν την ένστασιν <<ου γαρ κατά σύνθεσιν αριθμούμεν, αφενός εις πλήθος ποιουμένοι την παραύξησιν, εν και δύο και τρία λέγοντες ουδέ πρώτον και δεύτερον και τρίτον <<Εγώ γαρ Θεός πρώτος και εγώ μετά ταύτα>> (Στον Ησαΐα μδ 6-8). <<Ούτω λέγει Κύριος ο Βασιλεύς του Ισραήλ και Λυτρωτής αυτού, ο Κύριος των δυνάμεων. Εγώ είμαι ο πρώτος και εγώ ο έσχατος και εκτός εμού δεν υπάρχει Θεός. Και τοις ως εγώ, θέλει κράζει, και αναγγείλει και διατάξει εις εμέ, αφού εσύστησα τον παλαιόν λαόν και τα επερχόμενα και τα μέλλοντα ως αναγγείλωσι προς αυτούς. Μη φοβίσθε μήδε τρομάζετε έκτοτε δεν σε έκαμα να ακούσεις και ανήγγειλα τούτο: σεις είσθε μάλιστα μάρτυρες μου, εκτός εμού δεν υπάρχει Θεός. Βεβαίως δεν υπάρχει βράχος δεν γνωρίζω ουδένα>>. Δεύτερον δε Θεόν ουδέπω και σήμερον ακηκώαμεν Θεόν γαρ εκ Θεού προσκυνούντες και το ιδιάζον των υποστάσεων ομολογούμεν και μένουμεν επί της μοναρχίας. Άρα δεν πρόκειται περί του υλικού αριθμού ο οποίος χρησιμεύει εις τον πολλαπλασιασμόν και ουδόλως προσαρμόζεται εις το πνευματικόν πεδίον όπου δεν υπάρχει ποσοτική αύξησις. Ιδιαιτέρως, όταν αναφέρεται εις τας αδιαιρέτως ηνωμένας Θείας υποστάσεις των οποίων το σύνολον πάντοτε παρουσιάζει ενότητα 3=1 ο αριθμός τρία δεν είναι μια ποσότητα όπως συνήθως εννοούμε εκφράζει την άρρητον τάξιν εν τη Θεότητι.


Η θεωρία αυτής της απολύτου τελειότητος, αυτής της Θείας πληρότητας της Αγίας Τριάδος – Θεού προσωπικού, ο οποίος δεν είναι εν πρόσωπον κεκλεισμένον εις τον εαυτόν του η σκέψις αυτή ήτις δεν είναι τίποτε άλλο παρά η <<ωχρά σκιά της Τριάδος>>. Ανυψώνει την ανθρώπινην ψυχήν υπεράνω του μεταβλητού και τεταραγμένου είναι, προσφέρουσα εις αυτήν την σταθερότητα εν μέσω των παθών αυτήν την απάθεια, η οποία είναι η αρχή της Θεώσεως. Διότι το πλάσμα μεταβλητόν εκ φύσεως οφείλει να επιτύχει την κατάστασιν της αιωνίου σταθερότητας κατά χάριν να μετάσχει της αιωνίου ζωής εν τω φωτί της Αγίας Τριάδας. Δια τον λόγον αυτόν η Εκκλησία υπερίσπησε με σφοδρότητα το μυστήριον της Αγίας Τριάδος εναντίον των φυσικών τάσεων του ανθρώπινου λογικού το οποίον προσεπάθει να το καταργήσει ελάττωνων την Τριάδα εις μονάδα, σχηματίζων από αυτήν μία ουσία των φιλοσόφων εις τρείς τρόπους εκφράσεως (τροπικός μοναρχιανισμός). Διαιρούν την Αγίαν Τριάδα σε τρία διακεκριμένα πρόσωπα, ως έπραξε τούτο και ο Άρειος.


Η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε διατυπώσει δια του ομοουσίου των τριών, την μυστηριώδη ταυτότητα της Μονάδος και της Τριάδος, ταυτότητα και ταυτοχρόνως διάκρισιν της μίας φύσεως και των τριών υποστάσεων.


Είναι περίεργον να σημιώσομεν ότι η έκφρασις <<το ομοούσιον είναι>> συναντάται εις τον Πλωτίνον. Η πλωτίνειως τριάς περιλαμβάνει τρεις ομοούσιες υποστάσεις: τον Έναν, τον Νούν και την ψυχήν του κόσμου. Το ομοούσιον αυτών των υποστάσεων δεν υψούται εις την Τριαδικήν αντινομία του χριστιανικού δόγματος. Παρουσιάζεται ως μία ιεραρχία ηλαττωμένη και πραγματοποιείται χάρις εις την ακατάπαυστον απορροήν των υποστάσεων, αι οποίαι αντανακλώνται αμοιβαίως.


4


Αυτό μας αποδεικνύει δια μίαν ακόμη φοράν πόσον εσφαλμένη είναι η μέθοδος των ιστορικών, οι οποίοι θέλουν να εκφράσουν την σκέψιν των Πατέρων της Εκκλησίας. Δανειζόμενοι όρους τους οποίους χρησιμοποιούν με την έννοια της ελληνιστικής φιλοσοφίας.


Η αποκάλυψις δημιουργεί μίαν άβυσσο μεταξύ της αλήθειας την οποίαν γνωστοποιεί και των αληθειών αι οποίαι δύνανται να εβρεθούν δια της φιλοσοφικής σκέψεως.


Εάν η ανθρώπινη σκέψις οδηγούμενη υπό της εμφύτου αληθείας, η οποία είναι συγκεχυμένη και ακαθόριστος ακόμη πίστης ηδύνατο εκτός του χριστιανισμού να επιτύχει να σχηματίσει ψηλαφούσα ιδέας τινάς προσεγγίζουσα την Τριάδα, το μυστήριον Θεός. Τριάς θα έμενε δι’ αυτήν απρόσιτον. Θα της εχρειάζετο μια <<μεταβολή πνεύματος>> ή μετάνοια, η οποία σημαίνει επίσης <<ταπείνωσιν>> όπως η του Ιώβ όταν εβρέθει πρόσωπον προς πρόσωπον με τον Θεό.

<<ακοήν μεν ωτός ηκούον σου το πρότερον νυν ιδέ ο οφθαλμός

μου εώρακε σε δυο εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην ηγήμαι δε εμού

τον γην και σποδόν>> (Ιωβ. Μβ 5-6).


Το μυστήριον της Αγίας Τριάδος δεν γίνεται προσιτόν ειμή δια της αγνωσίας, η οποία υπέρκειται των φιλοσοφικών ιδεών. Εν τούτοις η αγνωσία αυτή, σοφή και επιεικής, επανέρχεται εις τας σκέψεις, δια να τας προσαρμόσει, να μεταβάλει τας εκφράσεις της ανθρώπινης σοφίας εις όργανα της Θείας Σοφίας η οποία είναι δια τους Έλληνας μωρία. Εχρειάσθηκαν αι υπεράνθρωπαι προσπάθειαι ενός Αθανασίου Αλεξανδρείας, ενός Βασιλείου, ενός Γρηγορίου Ναζιανζηνού και τόσον άλλων ακόμη, δια να εξαγνίσουν τας ιδέας της ελληνιστικής σκέψεως.


Δια να συντρίψουν τα απροσπέλαστα μεσότοιχα εισάγοντες τον χριστιανικόν αποφατισμόν ο οποίος μετέβαλε την λογικήν μελέτη εις μίαν θεωρίαν του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος. Σκοπός ήτο να εβρεθεί μία διάκρισιν της θεότητος χωρίς να δίδουν την υπεροχήν εις το εν ή το άλλο πρόσωπον ώστε η σκέψις να μη δύναται να κλίνει προς τον μοναρχιανισμόν ούτε προς τον ειδωλολατρικόν τριθεϊσμόν.


Οι Πατέρες του 4ου αιώνα, αιώνος κατεξοχήν <<Τριαδικού>>, χρησιμοποιούν κατά προτίμηση τους όρους <<ουσία>> και <<υπόστασις>> δια να οδηγήσουν τα πνεύματα προς το μυστήριο της Τριάδος. Ο όρος <<ουσία>> χρησιμοποιείται συνήθως υπό του Αριστοτέλους ο οποίος εις τας <<κατηγορίας>> προσδιορίζει αυτάς ως εξής <<ουσία δε εστίν η κυριότητα τε και πρώτος και μάλιστα λεγόμενη ή μήτε καθ΄υποκειμένου τινός λέγεται μητ’ εν υποκειμένων τείνι εστίν οίον ο τις άνθρωπος ή ο τις είπας. Δεύτεραι δε ουσίαι λέγονται ενις είδεσιν αι πρώται ουσίαι λεγόμεναι υπάρχουσι ταύτα τε και τα των ειδών τούτων γένη οίον ο τις άνθρωπος εν ειδεί μεν υπάρχει τω ανθρώπω, γένους δε του είδους εστί το ζωόν δεύτεραι ούν αύται λέγονται ουσίαι οίον ο τε άνθρωπος και το ζωόν>>. Με άλλες λέξεις <<αι πρώται ουσίαι>> δηλούν τας ατομικάς υπάρξεις, το υπάρχον ον. Αι δεύτεραι ουσίαι τας ουσίας εν τη πραγματική του όρου έννοια. Η υπόστασις χωρίς να έχει την έννοια ενός φιλοσοφικού όρου, θα εσήμαινε εις την καθομιλουμένη αυτό το οποίον όντως υπάρχει, την ύπαρξιν (εκ του υφίσταμαι).


5


Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εις την διαλεκτική του δίδει τον ακόλουθο ορισμόν προς κατανόησιν της έννοιας των δύο όρων <<ουσία εστί πράγμα αυθύπαρκτον μη δεόμενον ετέρου προς σύστασιν και πάλιν ουσία εστί παν ότι περ αυθυπόστατον εστί. Και μη εν ετέρω έχει το είναι μη δεόμενον ετέρω προς σύστασιν αλλά εν εαυτώ ον, εν ω και το συμβεβηκός έχει την ύπαρξιν.


Το της υποστάσεως όνομα, δύο σημαίνει πότε μεν την απλώς ύπαρξιν, καθώς σημαινόμενον ταύτον εστίν ουσία και υπόστασις. Τίνες των Αγίων Πατέρων είπαν τας φύσεις ήγουν τας υποστάσεις, πότε δε την καθ’ αυτό και ιδιοσύστατον ύπαρξιν καθ’ ο σημαινόμενον το άτομο δηλοί τω αριθμώ. Οι δύο όροι επομένως εμφανίζονται κατά το μάλλον ή ήττον συνώνυμοι. Η ουσία σημαίνει μίαν ύλην προσωπικήν καίτοι ικανή να υποδηλώσει την εις πλείστα άτομα κοινήν φύσιν ή ύποστασις, δυκνύει την ύπαρξιν γεκικώς, ητις όμως. Δύναται να προσαρμοσθεί ευχέρως εις τας ατομικάς ουσίας.


Κατά τη μαρτυρία του Θεοδώρου του Κύρου <<κατά μεν τα θύραθεν σοφίαν, ουκ έχει τινά διαφοράν ή ουσία προς την υπόστασιν. Η τε γαρ ουσία το ον σημαίνει και το η υπόστασις. Κατά το Πατέρων διδασκαλίαν ήν έχει διαφοράν το κοινόν υπέρ το ίδιον ταύτην η ουσία προς την υπόστασιν έχει. Το πνεύμα των Πατέρων χρησιμοποιεί δύο συνώνυμα δια να διακρίνει εις τον Θεόν αυτό το οποίον είναι κοινόν, την <<ουσία>> ή την <<φύσιν>> και αυτό το οποίον είναι ίδιον, την <<υπόστασιν>> ή το <<πρόσωπο>>. Όσον αφορά εις την τελευταίαν ταύτην έκφρασιν <<πρόσωπον>>, η οποία επεκράτησεν εις την δύσιν, προεκάλεσε κατ’ αρχάς ζωηράς συζητήσεις εκ μέρους των ανατολικών. Πράγματι η λέξις αυτή, χωρίς να έχει την νεότερα έννοιαν του <<προσώπου>>, ανθρώπινης προσωπικότητας εδείκνυε μάλλον την εξωτερικήν όψιν του ατόμου, την μορφήν, την μάσκαν, τον ρόλον ενός θεατρικού προσώπου.


Ο Άγιος Βασίλειος διείδεν εις τον όρον αυτόν τον προσιρμοσμένον εις την Τριαδικήν διδασκαλίαν, μίαν τάσιν αρμόζουσαν εις την δυτικήν σκέψιν η οποία είχεν ήδη εκφρασθεί εις τον σαβελιανισμόν, σχηματίζουσα από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, τρείς τρόπους υπάρξεως μιας μοναδικής ουσίας. Οι δυτικοί πάλιν έβλεπον εις τον όρον <<υπόστασις>> μίαν έκφρασιν του τριθεϊσμού και δη του αρειανισμού. Εν τούτοις επέτυχον να αποφύγουν πάσαν παρανόησιν. Ο όρος <<υπόστασις>> εισήλθεν εις την δύση απονέμων εις την ιδέαν του προσώπου την ακριβή σημασίαν.


Ούτως εξεδηλώθει η καθολικότις της Εκκλησίας, ελευθερώνουσα τα πνεύματα εκ των φυσικών περιορισμών, των προερχόμενων εκ της διαφοράς νοήσεως και πολιτισμού. Το ότι οι Λατινοί εξέφραζον το μυστήριον της Τριάδος εκκινούντες από την μίαν ουσία δια να φθάσουν εις τα τρία πρόσωπα. Το ότι οι Έλληνες προετίμουν ως σημείον εκκινήσεως το συγκεκριμένον, τας τρείς υποστάσεις, και ότι εις αυτάς έβλεπον την μίαν φύσιν ήτο πάντοτε το αυτό δόγμα της Τριάδος ομολογουμένως υπό της καθολικής χριστιανοσύνης προ του σχήσματος.


6


Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ενώνει τας δύο απόψεις λέγων <<Θεού δε όταν ειπώ, ενί φωτί περιεστραφθήτε και τρίσι και τρίσι μεν κατά τας ιδιότητας ειτούν υποστάσεις ει τείνι φίλον καλείν είτε πρόσωπα (ουδέν γαρ περί των ονομάτων ζυγομαχήσομεν, έως αν προς την αυτήν έννοιαν αι συλλαβαί φέρωσιν) ενί δε κατά τον τα ουσίας λόγον ειτούν θεότητος. Διαιρείται γαρ αδιαίρετος είν ούτως είπω και συνάπτεται διηρημένος. Εν γαρ εν τρίσιν η Θεότις και τα τρία εν τα εννοίς η θεότις ητο ακριβέστερον είπεν α η θεότις>> και εις μίαν άλλην ομιλίαν ούτος, διακρίνων τους υποστατικούς χαρακτήρας <<αυτό δε το μη γεγένησθαι και το γεγένησθαι και το εκπορεύεσθαι τον μεν Πατέρα, τον δε Υιόν, το δε όπερ λέγεται.


Πνεύμα Άγιον προσηγορεύσεν ίνα το ασύγχυτον σώζεται των τριών υποστάσεων εν τη μία φύση και αξία της θεότητος. Ούτε γαρ ο Υιός Πατήρ (εις γαρ ο Πατήρ) αλλά ο Πατήρ. Ούτε το πνεύμα Υιός ότι εκ του Θεού (εις γαρ ο Μονογενής) αλλά ο Υιός εν τα τρία τη θεότητι και το εν τρία ται ιδιότησιν, μήτε τα τρία της πονηράς νύν διαιρέσεως.


Καθαρθείσα εκ του αριστοτελικού περιεχομένου της, η θεολογική έννοια της υποστάσεως εις την σκέψιν των Πατέρων της ανατολής σημαίνει ολιγότερον άτομον και περισσότερον πρόσωπο. Κατά την νεώτεραν σημασίαν της λέξεως, πράγματι η ιδέα την οποίαν έχομεν δια την ανθρώπινην προσωπικότητα, δι’ αυτό το προσωπικόν το οποίο καθιστά έκαστον άνθρωπο, όν μοναδικόν εις τον κόσμον, τελείως ασύγκριτον αμείωτον έναντι των άλλων χαρακτήρων, η ιδέα του προσώπου έρχεται σε εμάς από την χριστιανική θεολογίαν. Η φιλοσοφία της αρχαιότητος δεν εγνώριζε, ειμή μόνον τα ανθρώπινα άτομα. Το πρόσωπον δεν δύναται να εκφρασθεί δι’ ιδίον, διαφεύγει παντώς λογικού ορισμού πάσης περιγραφής διότι όλαι αι ιδιότηται δια των οποίων θα ήθελε τις να χαρακτηρίσει αυτό, δύνανται να εβρεθούν εις άλλα άτομα. Το πρόσωπο δύναται μόνο να νοηθεί εν τη ζωή δια μίας απευθείας γνώσεως ήνα ερμηνευθεί δι ενός έργου τέχνης. Όταν λέμε ότι αυτό το έργο είναι του τάδε, εβρισκόμεθα πάντοτε εις ένα προσωπικό κόσμον, ο οποίος δεν έχει τον αντίστοιχον του, εν ουδενί ετέρω.


<<Ούδε γαρ αι υποστάσεις εν αλλήλαις είσιν κατά τον λόγον του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού – Ιδία δε έκαστη και ανα μέρος ήγουν καθ’ εαυτήν κεχωρισταί>>. Εν τούτοις, κατά τον αυτόν Άγιον <<ούτε τοπικήν διάστασιν, ως εφ’ ημών δυνάμεθα επί της απερίγραπτου λέγειν θεότητος εν αλλήλοις γαρ αι υποστάσεις είσιν>>. Τα έργα των ανθρωπίνων προσώπων είναι διακεκριμένα, τα έργα των θείων προσώπων όμως όχι, διότι τα τρία, μη έχοντα παρά μίαν μόνον φύσιν, έχουν και μίαν μόνην θέλησιν, μία μόνην δύναμιν, μία μόνην ενέργειαν <<Τα πρόσωπα>>, λέγει ο ίδιος Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ενούνται ουχι ώστε συχγείσθαι, αλλ’ ώστε έχεσθαι αλλήλων. Και την εν αλλήλοις περιχώρησιν έχουσι δίχως πάσης συνάληψης και συμφύρσεως ουδέ εξισταμένων.


7


Αμέριστος γαρ εν μεμερισμένος ει δει συντόμως ειπείν η Θεότις και οιόν εν ηλίοις τρίσιν εχόμενης αλλήλων και αδιάστατοις ούσι, μία του φωτός σύγκρασις τε και συνάφεια>>.Εν γαρ έκαστον πρόσωπο αυτών έχει προς το έτερον, ούχ ήτον προς ευατόν. Πράγματι έκαστη των τριών υποστάσεων περιλαμβάνει την ενότητα την μίαν φύσιν κατά τρόπον ιδιάζοντα, ο οποίος ενώ διακρίνει την μίαν φύσιν κατά τρόπον ιδιάζοντα ο οποίος ενώ διακρίνει την μίαν των δύο άλλων. Συγχρόνως απαιτεί τον ίδιον αχώριστον σύνδεσμον, ο οποίος ενώνει τας τρείς. <<Πλήν της αγεννησίας και της γεννήσεως και εκπορεύσεως. Εν ταύταις γαρ μόναις ταις υποστατικές ιδιότητες διαφέρουσι αλλήλων αι Αγίαι τρείς υποστάσεις. Ουκ ουσία το δε χαρακτηριστικό της ίδιας υποστάσεως αδιαιρέτως διαιρούμενοι>> λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.


Εν είσιν ο Πατήρ και ο Υιός και τον Άγιον Πνεύμα, πλην της αγεννησίας και της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Το μόνο χαρακτηριστικό των υποστάσεων το οποίον θα ηδυνάμεθα να εκφράσωμαι ως αποκλειστικώς ίδιον έκαστως και το οποίο ουδόλως θα ανεβρίσκετο εις τα άλλας δυνάμε του ομοουσίου του, θα ήτο η σχέσις αρχής.


Εν τούτοις η σχέση αυτή πρέπει να νοηθεί εν την αποφατικήν έννοια. Είναι κυρίως μία άρνησις δεικνύουσα σε εμάς ότι ο Πατήρ δεν είναι ο Υιός, ούτε το Άγιον Πνεύμα. Ότι ο Υιός δεν είναι ο Πατήρ, ούτε το Άγιον Πνεύμα, ότι το Άγιον Πνεύμα δεν είναι ούτε ο Πατήρ ούτε ο Υιός. Πάσα άλλη θεώρησις θα ήτο ως να υπετάσσομεν την Αγία Τριάδα εις μία κατηγορία, την κατηγορία της αναλογίας.


Δόξα κρηπίς της γαίας απάσης. Δόξα του πόλου η στερεότις.



*************************************

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


8


Ιλάσθητι μοι Τριάς ως φιλοικτίρμων ως εύσπλαχνος ιλασθήτι δυσωπώ, καιρύ σαι παντοίων με συμφορών και θλίψεων και πειρατήρων αναιδώς επιτιθέμενων μοι.


Εξυπακούεται βεβαίως η αρχική σχέσις η οποία επισημαίνει την διαφορά η οποία όμως δεν ερμηνεύει <<το πώς>> των Θείων Προόδων <<Του τρόπου της γεννήσεως και της εκπορεύσεως ακαταλήπτου υπάρχοντος>> λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός <<και ότι μεν εστί διαφορά γεννήσεως και εκπορεύσεως μεμαθήκαμεν τις δε ο τρόπος της διαφοράς ουδαμός>>. Ήδη ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εχρειάσθει να απορρίψει τας γενομένας απόπειρας, δια να προσδιορίσει τον τρόπο των Θείων προόδων <<Τις ουν η εκπόρευσις είπε σε την αναγγενησία του Πατρός και εγώ την γέννησιν του Υιού φυσιολογήσω και την εκπόρευσιν του Πνεύματος και παραπληκτίσομεν άμφω εις Θεού μυστήρια παρακύπτοντες>> <<Ακού εις γέννησιν, το πώς μη περιεργάζον. Ακού εις ότι το Πνεύμα προϊόν εκ του Πατρός; Το πώς μη πολυπραγμώνει>>.


Πράγματι, εάν αι σχέσεις αρχής, το αγέννητον ή υιότης και η εκπόρευσις μας βοηθούν να διακρίνωμεν τας τρείς υποστάσεις, επαναφέρουν την σκέψιν μας εις την μοναδικήν πηγήν του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, την <<πηγαίαν Θεότητα>>. Τον Πατέρα πηγήν της Θεότητας δεν εγκαθιστούν μιαν ιδιαίτεραν σχέσιν μεταξύ Υιού και Αγίου Πνεύματος. Τα δύο ταύτα πρόσωπα διακρίνονται εκ του διαφόρου τρόπου της αρχής των: ο Υιός γεννάται και το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός, τούτο αρκεί δια την διάκρισιν των.


Η αντίδρασις του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού δεικνύει ότι η Τριαδική Θεωρία μη ικανοποιούμενη εκ της διατυπώσεως της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος <<δια του Υιού>> η <<εν αναφορά προς τον Υιόν>> εκφράσεως η οποία απαντά εις τους Πατέρας και η οποία ως επί το πλείστον δεικνύει την αποστολήν του Αγίου Πνεύματος εν τω κόσμω δια της μεσιτείας του Υιού – επεδίωκε να καθορίσει μίαν σχέσιν μεταξύ του Υιού και Αγίου Πνεύματος όσον αφορά εις τας υποστατικάς των αρχάς.


Η σχέσις αυτή μεταξύ των δύο προσώπων τα οποία έχουν την αρχήν των εις τον Πατέρα, καθορίσθει δια του δυτικού δόγματος της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ των δύο συγχρόνως προσώπων του Πατρός και του Υιού.


Υπήρξεν η μόνη δογματική αιτία, η αρχική αιτία της διαιρέσεως Ανατολής και Δύσεως, ενώ αι άλλαι δογματικαί έριδες υπήρξαν συνέπεια αυτού.


9


Δια να εννοήσει τις αυτό το οποίον οι ανατολικοί ήθελαν να υπερασπίσουν διαμαρτυρόμενοι κατά της δυτικής διατυπώσεως, αρκεί να συγκρίνει τας δύο τριαδικάς αντιλήψεις, ως αύται εβρίσκοντο αντιμέτωποι περί το μέσον του 9ου αιώνος.


Ως είπαμε ήδη, η δυτική σκέψις εις την έκθεσιν του τριαδικού δόγματος, εξεκινούσε ως επί το πλείστον εκ της μίας φύσεως δια να θεωρήσει ακολούθως τα τρία πρόσωπα, ενώ οι Έλληνες Πατέρες ηκολούθουν την αντίθετον οδό – εκ των τριών προσώπων προς την μίαν φύσιν.


Ο Άγιος Βασίλειος προετοίμα την τελευταίαν αυτήν οδόν έχων ως σημείον εκκινήσεως το συγκεκριμένον, συμφώνως προς την Αγίαν Γραφήν και τον τύπον του Βαπτίσματος που αναφέρεται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η σκέψις δεν εκινδύνευε να πλανηθεί, μεταβαίνουσα εκ της θεωρήσεως των τριών προσώπων εις την θεώρησιν της κοινής φύσεως. Εν τούτοις αι δύο οδοί ήσαν εξ ίσου ορθαί τοσαύτο μάλλον καθ’ όσον δεν υπενόουν εις μεν την πρώτην περίπτωσιν την υπεροχήν της μιας ουσίας επί των τριών προσώπων επί της μιας κοινής φύσεως. Πράγματι ως έχομεν ιδεί, οι Πατέρες εχρησιμοποίησαν δύο συνώνυμα (ουσία και υπόστασις), δια να στηρίξουν την διάκρισιν μεταξύ φύσεως και προσώπων, χωρίς να τονίσουν ούτε το εν ούτε το άλλο.


Όταν τίθενται τα πρόσωπα (ή το πρόσωπον) τίθεται ταυτοχρόνως και η φύσις και αντιθέτως η φύσις είναι ακατανόητος εκτός των προσώπων ή προ των τριών προσώπων, τούτο γίνεται μόνον κατά λογικήν τάξιν. Εάν κλίνει τις προς την μίαν ή την άλλην έννοιαν, η ισορροπία αυτής της αντινομίας μεταξύ φύσεως και προσώπων απολύτως ομοίων και συγχρόνως απολύτως διαφόρων τείνει προς τον μοναρχιανισμόν.


Οι Έλληνες Πατέρες είδον εις τον τύπον της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και του Υιού μίαν τάσιν υπερτονισμού της ενότητος της φύσεως προς ζημίαν της αληθούς διακρίσεως των προσώπων. Αι σχέσεις αρχής αι οποίαι δεν αναφέρουν αμέσως τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα εις την μοναδικήν πηγήν. Τον Πατέρα τον μεν ως γεννηθέντα το δε ως εκπορευόμενον καθίστανται σύστημα σχέσεων εν τη μία ουσία, είδος της λογικώς ύστερον της ουσίας. Πράγματι κατά την δυτικήν θεωρίαν ο Πατήρ και ο Υιός εκπορεύουν το Άγιον Πνεύμα ως έχοντες την μίαν φύσιν. Το Άγιον Πνεύμα πάλιν το οποίον δια τους δυτικούς θεολόγους είναι <<ο σύνδεσμος του Πατρός και του Υιού δηλοί αυτήν την φυσικήν ενότητα μεταξύ των δύο πρώτων προσώπων. Οι υποστατικοί χαρακτήρες (πατρότης, γέννησις, εκπόρευσις) εβρίσκονται κατά το μάλλον ή ήτον απορροφημένοι εν τη φύση ή την ουσία η οποία καθίσταται η αρχή της ενότητας εν τη Τριάδι. Διακρινόμενη εκ των σχέσεων, αναφερόμενη τόσον εις τον Υιόν όσον και εις τον Πατέρα, εις το Πνεύμα το Άγιον όσον και εις τον Πατέρα και τον Υιόν. Αι σχέσεις αντί να είναι χαρακτηριστικά των υποστάσεων ταυτίζονται προς αυτάς. Ο Άγιος Θωμάς θα το ειπεί αργότερα <<το όνομα του προσώπου σημαίνει την σχέσιν>> σχέση εσωτερική της ουσίας την οποία διαφοροποιεί.


Δεν δύναται τις να αρνηθεί την διαφοράν, η οποία υφίσταται μεταξύ αυτής της Τριαδικής Θεωρίας και εκείνης του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού <<τρίσιν αγιασμοίς εις μίαν συνιούσι κυριότητα και θεότητα>>.


10


Η λατινική φιλοσοφία εξετάζει εν πρώτοις την φύσιν καθ΄ εαυτή και επιζητεί το πρόσωπον. Οι Έλληνες Πατέρες εξετάζουν καταρχήν το πρόσωπον και εν συνεχεία εισδύει εν αυτώ δια να ανέβρει την φύσιν. Οι Λατίνοι θεωρούν την προσωπικότητα ως τρόπον της φύσεως. Οι Έλληνες Πατέρες θεωρούν την φύσιν ως περιεχόμενον του προσώπου.


Οι Έλληνες Πατέρες εβεβαίωναν πάντοτε ότι η αρχή της ενότητας εν τη Αγία Τριάδα ήτο το πρόσωπον του Πατρός.


Αρχή των δύο άλλων προσώπων ως εκ τούτου ο Πατήρ είναι επίσης η κατάληξις των σχέσεων, εξ ων αι υποστάσεις δέχονται τους διακεκριμένους χαρακτήρας των προάγων τα πρόσωπα θέτει τας αρχικάς των σχέσεις – γέννησιν και εκπρόρευσιν – προς την μοναδικήν αρχήν της θεότητος. Για τον λόγον αυτόν η Ανατολή αντετέθει εις τον τύπον των Λατίνων ο οποίος εφαίνετο μειώνων την μοναρχίαν του Πατρός, θα έπρεπε να καταργηθεί η ενότης και να αναγνωρισθούν δύο αρχαί θεότητος ή θα έπρεπε να στηριχθεί η ενότης κυρίως επί της κοινής φύσεως η οποία θα ήρχετο εις πρώτην θέσιν μεταβάλλουσα τα πρόσωπα εις σχέση εν τη ενότητι της ουσίας.


Δια τους δυτικούς αι σχέσεις ποικίλουν την αρχικήν ενότητα δια τους ανατολικούς δηλούν συγχρόνως την διαφοράν και την ενότητα διότι αναφέρονται εις τον Πατέρα ο οποίος είναι τόσον η αρχή όσον και η συγκεφαλαίωσις της Τριάδος. Με την έννοιαν ταύτην ο Άγιος Αθανάσιος δέχεται τον λόγο του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας. <<Ημείς εις τε την Τριάδα την μονάδα πλατύνομεν αδιαίρετον. Και την Τριάδα πάλιν αμείωτων εις την μονάδα συγκεφαλαιούμεθα>>. Και αλλού διακηρύττει <<μίαν αρχή θεότητος και ου δύο αρχαί όθεν κυρίως και μοναρχία εστίν>> <<εις Θεός διότι εις Πατήρ>>. Σύμφωνα με τους Έλληνες Πατέρες, τα πρόσωπα και η φύσις τίθενται συγχρόνως χωρίς η μία να προηγείται λογικώς των άλλων.


Ο Πατήρ, πηγαία θεότης εν τη Τριάδι προάγει τον Υιόν και τον Άγιον Πνεύμα απονέμων αυτοίς την φύσιν του, η οποία παραμένει μία και αδιαίρετως, απαράλακτος καθ’ ευατήν και εις τα τρείς υποστάσεις. Η ομολογία της ενότητος της φύσεως είναι για τους Έλληνες Πατέρες η αναγνώρισις του Πατρός ως μοναδικής πηγής των προσώπων τα οποία δέχονται εξ αυτού την κοινήν αυτήν φύσιν. <<Τηρείτο διαν ως ο εμός λόγος λέγει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εις μεν ο Θεός εις εν αίτιον και Υιού και Πνεύματος αναφερόμενον ου συντιθεμένων ουδέ συναλειφομένων και κατά το εν και τούτο της θεότητος ίνα ούτως ονομάσω κίνημα και βούλημα και την της ουσίας ταυτότητα>> σε άλλη ομιλία του λέγει <<Ημήν εις Θεός ότι μία θεότης και προς εν τα εξαυτού την αναφοράν έχει και τρία πισταίβηται. Όταν μεν ούν προς την Θεότητα βλεψωμεν και την πρώτην αιτίαν και την μοναρχίαν εν ημίν το φανταζόμενον όταν δε προς τα εν οις η θεότης και τα εκ της πρώτης αιτίας αχρόνως εκείθεν όντα και ομοδόξως τρία τα προσκυνούμενα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός φέρει τόσο πλησίον την Θεότητα και το πρόσωπον του Πατρός ώστε θα ηδύνατο τις να πιστέψει ότι τα συγχέει. Αλλού προσδιορίζει την σκέψιν του λέγων <<φύσις δε τοις τρίσι μία, Θεός Ενώσεως δε, ο Πατήρ εξού και προς ον ανάγεται τα εξής ουχώς συναλείφεσθαι αλλ’ως έχεσθαι, μήτε χρόνου διειργούντος, μήτε θελήματος μήτε δυνάμεως>>.


11


Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκφράζει την αυτήν σκέψη με την χαρακτηρίζουσαν αυτόν δογματικήν ακρίβειαν <<ο μεν γαρ Πατήρ αναίτιος και αγέννητος ου γαρ εκ τινός εξ εαυτού γαρ το είναι έχει ουδέ τι των όσα περ έχει εξ ετέρον έχει αυτός δε μάλλον εστίν αρχή και αιτία του πως είναι φυσικώς τοις πάσιν πάντα ουν όσα έχει ο Υιός και το Πνεύμα εκ του Πατρός έχει και αυτώ είναι και ειμή ο Πατήρ εστίν, ουδέ ο Υιός εστίν, ουδέ το Πνεύμα και δια τον Πατέρα τουτέστι δια το είναι τον Πατέρα, εστείν ο Υιός. Και το Πνεύμα και δια τον Πατέρα έχει ο Υιός και το Πνεύμα πάντα έχει, τουτέστι δια το τον Πατέρα έχειν αυτά. Όταν μεν ούν προς την θεότητα βλέψωμεν και την πρώτην αιτία και την μοναρχίαν εν ημίν το φανταζομένων. Όταν δε προς τα εν εις η Θεότης η το γε ακριβέστερον ειπείν α η θεότης και τα εκ της πρώτης αιτίας αχρόνως εκείθεν όντα τουτέστιν τας υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος τρία τα προσκηνούμενα>>.


Ο Πατήρ διακρίνει τας υποστάσεις <<αχρόνως και αγαπητικώς>> κατά τον λόγον του Αγίου Μαξίμου, απονέμει την μίαν φύσιν αυτού εξίσου εις τον Υιόν και εις το Άγιον Πνεύμα, εν εις παραμένει μια και αδιαίρετως μη μεριζόμενη έστω και εάν απονέμεται διαφόρως διότι η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός δεν είναι όμοια προς την γέννησιν του Υιού εκ του ιδίου Πατρός. Φανερούμενον δια του Υιού και μετά του Υιού, το Άγιον Πνεύμα υπάρχει ως Θείον πρόσωπον εκ του Πατρός εκπορευόμενον, ως σαφώς διατυπώνει τούτο ο Άγιος Βασίλειος <<εκ γαρ του Πατρός ο Υιός, δι ου τα πάντα ω πάντοτε το Πνεύμα το Άγιον αχωρίστος συνεπινοείται ου γαρ εστίν εν περίνοια του Υιού γενέσθαι, μη προκαταυγασθέντα τω Πνεύματι επειδή τείνειν το Άγιον Πνεύμα αφού πάσα επί την κτίσιν η των αγαθών χορηγία πηγάζει του Υιού μεν ήρτηται ω αδιάστατος συγκαταλαμβάνεται τη δε του Πατρός αιτίας εξήμενον έχει το είναι όθεν και εκπορεύεται τούτο γνωριστικόν της κατά την υπόστασιν ιδιότητας σημείον έχει, το μετά τον Υιόν και συν αυτώ γνωρίζεσθαι και το εκ του Πατρός υφεστάναι. Ο δε Υιός ότε εκ του Πατρός εκπορευόμενον Πνεύμα δι εαυτού και μεθ’ εαυτού γνωρίζων μόνος μονογενώς εκ του αγέννητου φωτός εκλάμψας, ουδεμία και το ιδιάζον των γνωρισμάτων, την κοινωνία έχει προς τον Πατέρα ή προς το Πνεύμα το Άγιον αλλά τοις ειρημένοις σημείοις μόνον γνωρίζεται. Ο δε επί παντών Θεός εξαίρετον το γνώρισμα της εαυτού υποστάσεως, το Πατήρ είναι και εκ μηδεμιάς αιτίας υποστήναι μόνος έχει και δια τούτου πάλιν του σημείου και αυτός ιδιάζοντως επιγιγνώσκεται>>.


Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκφράζεται με όχι ολιγότεραν ακρίβειαν, διακρίνων τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας χωρίς να κατατάσσει αυτά εις την κατηγορίαν της σχέσεως <<χρη δε γιγνώσκειν –λέγει- ότι τον Πατέρα ου λέγομε εκ τινός λεγόμενον δε αυτόν του Υιού Πατέρα. Τον Υιόν ου λέγομεν αίτιο ουδέ Πατέρα λεγόμενον δε αυτόν και εκ του Πατρός και Υιόν του Πατρός. Το δε Πνεύμα το Άγιον και εκ του Πατρός λέγομεν και Πνεύμα Πατρός ονομάζομεν εκ του Υιού δε το Πνεύμα ου λέγομεν Πνεύμα δε Υιού ονομάζομεν>>.


Ο λόγος και τον Πνεύμα, δύο ακτίνες του ιδίου ηλίου ή μάλλον δύο κοινοί ήλιοι είναι αχώριστοι εις την αποκαλυπτικήν ενέργειαν του Πατρός και εν τούτοις διακρίνονται αφράστως ως δύο πρόσωπα προερχόμενα εκ του ιδίου Πατρός. Η μοναρχία του Πατρός, η προσωπική αυτή σχέσις η δημιουργούσα την ενότητα και συγχρόνως την Τριάδα.


12


Εάν συνέλαβε κάποιος τον ιδιαίτερο τόνον των δύο τριαδικών διδασκαλιών, θα εννοήσει γιατί οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι Πατέρες υπεράσπισαν πάντοτε τον άφατον, τον αποφατικόν χαρακτήρα. Της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός μοναδικής πηγής των προσώπων εναντίων μιας διδασκαλίας περισσότερον ορθολογιστικής η οποία σχηματίζουσα εκ του Πατρός και του Υιού μίαν κοινή αρχή. Του Αγίου Πνεύματος έθετε το κοινόν υπεράνω του προσωπικού διδασκαλίας η οποία έτεινε να μειώσει τας υποστάσεις συγχέουσα τα πρόσωπα Πατρός και Υιού εις την φυσικήν ενέργεια της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, δημιουργού εκ του προσώπου του Αγίου Πνεύματος ένα σύνδεσμον μεταξύ των δύο.


Εμμένοντες επί της μοναρχίας του Πατρός μοναδικής πηγής Θεότητος και αρχής της ενότητος των τριών, οι Ανατολικοί Πατέρες υπεράσπισαν μίαν Τριαδικήν διδασκαλίαν την οποίαν εθεώρουν πλέον συγκεκριμένην πλέον προσωπικήν.


Εν τούτοις διερωτάται τις μήπως η Τριλογία αυτή πίπτει εις υπερβολήν αντίθετον εκείνης την οποίαν οι Έλληνες απέδιδον εις τους Λατίνους, μήπως θέτει τα πρόσωπα προ της φύσεως; Τούτο θα συνέβαινε εάν η φύσις εδέχετο τον χαρακτήρα μιας κοινής αποκαλύψεως των προσώπων όπως είναι η περίπτωσις της φιλοσοφίας νεώτερου Ρώσου θεολόγου του οποίου η θεωρία εδέχετο τον Θεόν ως πρόσωπον με τρεις υποστάσεις αποκαλυπτόμενον εν τη ουσία σοφία.


Αλλά η Ορθόδοξος παράδοσις είναι μακράν τόσον της ανατολικής αυτής υπερβολής όσον και της δυτικής αντιθέσεως. Πράγματι ως είδομεν, τα πρόσωπα υπάρχουν ακριβώς επειδή έχουν την φύσιν αυτή καθ’ εαυτήν η πρόοδος των συνίσταται εις την αποδοχή της φύσεως του Πατρός. Μια άλλη παρατήρησις είναι δυνατόν να φανεί βασιμότερα. Η μοναρχία αυτή του Πατρός δεν θα ήτο μία έκφρασις υποταγής.


Ο Πατήρ μοναδική πηγή δεν δέχεται υπό την άποψη αυτή τον χαρακτήρα του κατεξοχήν Θείου προσώπου.


Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προέβλεψε αυτήν την δυσκολίαν <<θέλω τον Πατέρα μείζω ειπείν εξ ου και το ίσοις είναι τοις ίσοις εστί και το είναι και δέδηκα την αρχήν μη ελαττώνον αρχήν ποιήσω και καθυβρίσω δια της προτιμήσεως ου γαρ δόξα τω εξ ου ή των εξ αυτού ταπείνωσις>> Την μίαν θεότητα ούτε αυξανόμενη ή μειούμενην υπερβολές και η φύσις πάντοθεν ισήν, την αυτήν πάντοθεν, ως εν ουρανού καλός και μέγεθος τριών απείρων συμφυίαν, Θεόν έκαστον καθ’ εαυτό θεωρούμενον, ως Πατέρα και Υιόν ως Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, φυλασσόμενης έκαστο της ιδιότητας. Θεόν τα τρία συν αλλήλοις νοούμενα εκείνο δια την ομοουσιότητα τούτο δια την μοναρχία. Ούτως η αποφατική σκέψις των Πατέρων σχηματίζουσα το Τριαδικόν δόγμα, εγνώριζε να φυλλάτει εν τη διάκριση μεταξύ της φύσεως και των υποστάσεων την μυστηριώδη αυτών ισοτιμίαν ο Θεός είναι κατά τον λόγον του Αγίου Μαξίμου <<αμερής και αδιαίρετος, η αυτή μονάς και τριάς>> είναι η κατάληξις της ατελεύτου οδού, το τέλος της ατέρμονος ανόδου.


13


Ο Άγνωστος αποκαλύπτεται δια της αγνωσίας, διότι η αγνωσία του συνίσταται εις το ότι ο Θεός δεν είναι μόνον φύσις αλλά και τρία πρόσωπα, διότι η άγνωστος ουσία είναι τοι αύτη, ταυτοχρόνως ουσία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.


Θεός μη δυνάμενος να γνωσθεί καθ’ ο Τριάς αλλά επίσης αποκαλυπτόμενος εν Τριάδι. Ιδού η κατάληξις του αποφατισμού, η αποκάλυψις της Αγίας Τριάδος, ως αρχικόν γεγονός απόλυτος πραγματηκότις, δεδομένον αναφαίρετον, ηρμηνευμένη η αποκαλυφθήσα εξ αφορμής μιάς άλλης αληθείας διότι ουδέν υπάρχει προ αυτής. Η αποφατική σκέψις η οποία αρνείται παν έρεισμα, εβρίσκει τούτο εις τον Θεόν του οποίου η αγνωσία παρουσιάζεται ως Τριάς. Εδώ η σκέψις αποκτά μιάν ακλόνητον σταθερότητα, η Θεολογία εβρίσκει το θεμέλιον της, η αγνωσία γίνεται γνώσις. Δια την Εκκλησίαν της Ανατολής, όταν ομιλεί τις περί Θεού πρόκειται πάντοτε περί συγκεκριμένου <<ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός του Ιησού Χριστού>> είναι πάντοτε η Τριάς – Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα.


Αντιθέτως όταν η κοινή φύσις έρχεται εις πρώτη θέσιν εν τη θεωρία του Τριαδικού δόγματος, είναι αναπόφευκτον η απόλυτος αλήθεια του Θεού- Τριάδος να επισκιάζεται μέχρις ενός σημείου υπό της φιλοσοφίας της ουσίας. Η ιδέα μάλιστα της μακαριότητας θα δεχθεί εις την Δύσιν ένα νοητικόν πως χαρακτήρα, παρουσιαζόμενη ως μία Θεά της ουσίας του Θεού. Η προοπτική σχέσις του ανθρώπου μετά του ζώντος Θεού δεν θα απευθύνεται πλέον προς την Αγία Τριάδα, αλλά θα έχει περισσότερον ως αντικείμενο το πρόσωπον του Χριστού ο οποίος αποκαλύπτει την Θείαν ουσία.


Η σκέψις και η χριστιανική ζωή θα γίνουν χριστοκεντρικαί προσιλωμέναι κυρίως εις την ανθρώπινη φύσιν του σαρκοθέντος Λόγου και δύναται τις να ειπεί ότι αυτό θα είναι η άγκυρα της σωτηρίας. Πράγματι, εις τας θεωρητικάς προυποθέσις της Δύσεως, πάσα θεωρία καθαρώς θεοκεντρική θα εκινδύνευε να δεχθεί την ουσίαν προ των προσώπων, να γίνει εις μυστικισμός της <<Θείας αβύσσου>>.


Εις απρόσωπος αποφατισμός της Θεότητος – χάους, η οποία θα προηγείτο της Τριάδος, θα επανήρχετο τις δια μιας παραδόξου στροφής μέσω του χριστιανισμού εις τον νέο πλατωνικόν μυστικισμό.


14


Στην παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας δεν υπάρχει περιθώριον δια μιαν θεολογίαν και πολύ ολιγότερον δι ένα μυστικισμόν της θείας ουσίας.


Δια την πνευματικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας το έσχατον τέλος, η μακαριότις της ουρανίου βασιλείας δεν είναι η θεωρία της θείας ουσίας. Αλλά κυρίως η συμμετοχή εις την θείαν ζωήν της Αγίας Τριάδος, η κατάστασις της θεώσεως <<των συγκληρονόμων της θείας φύσεως>> των κτιστών Θεών μετά των Άκτιστων Θεών, οι οποίοι κατέχουν κατά χάριν παν ότι η Αγία Τριάς κατέχει εκ φύσεως.


Η Αγία Τριάς δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν είναι το αδιάσειστον θεμέλιον πάσης θρησκευτικής σκέψις πάσης ευσεβείας, πάσης πνευματικής ζωής, πάσης εμπειρίας. Ταύτην αναζητεί η χριστιανική ψυχή όταν αναζητά τον Θεόν να ζητεί το πλήρωμα του είναι την έννοιαν και τον σκοπόν της υπάρξεως.


Η Αγία Τριάς αρχική αποκάλυψις και πηγή πάσης αποκαλύψεως ως και παντός όντος επιβάλλεται εις την θρησκευτικής μας συνείδηση. Πρέπει να την παραδεχθώμεν ως εν γεγονός του οποίου το έκδηλον και το αναγκαίον στηρίζονται επ’ αυτού του ιδίου.


Σύμφωνα με την άποψη πολλών επωνύμων Πατέρων αλλά και ανωνύμων (δύσκολο για να αναφερθούμε σε όλους ονομαστικά), δεν θα υπάρξει άλλη διέξοδος δια την ανθρώπινην σκέψιν ειμή να δεχθεί την τριαδικήν αντινομία δια να έβρει μιαν απόλυτον σταθερότητα.


Ο απορρίπτων την Αγία Τριάδα ως μοναδικόν θεμέλιον πάσης πραγματικότητας, πάσης σκέψεως, είναι καταδικασμένος εις εν αδιέξοδον, καταλήγει εις παραφροσύνης στον σπαραγμό του είναι εις τον πνευματικόν θάνατον.


Μεταξύ της Αγίας Τριάδας και της κολάσεως δεν υπάρχει άλλη εκλογή. Πρόκειται περί ενός σταυρικού κατά κυριολεξίαν θέματος. Το τριαδικόν δόγμα είναι σταυρός δια την ανθρώπινην σκέψιν. Η αποφατική άνοδος είναι μια ανάβασις εις τον Γολγοθά. Δια τον λόγον αυτόν ουδεμία φιλοσοφική θεωρία επέτυχε ποτέ ν’ανυψωθεί μέχρι του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος. Δια τον λόγον αυτόν επίσης τα ανθρώπινα πνεύματα δεν ηδυνήθησαν να δεχθούν αυτήν την πλήρη αποκάλυψιν της Θεότητος ειμή μετά τον Σταυρό του Χριστού, ο οποίος ενίκησε τον θάνατον και τας αβύσσους της κολάσεως. Δια το λόγον αυτόν τέλος η αποκάλυψις της Αγίας Τριάδος εμφανίζεται εν τη Εκκλησία ως ακριβές δεδομένο, ως η κατ’ εξοχήν καθολική αλήθεια.


Δόξα των Αγγέλων η θεία ευπρέπεια. Δόξα Αρχαγγέλων η άφραστος εύκλεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page