top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 9 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 9 Μαρ 2022
  • διαβάστηκε 12 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 17 Μαρ 2022


ree

1


Ιησού γλυκύτατε Χριστέ Ιησού διάνοιξον της μετανοίας μου πύλας φιλάνθρωπε Ιησού και δέξαι με σοι προσπίπτοντα και θερμός εξαιτούμενον Ιησού Σωτήρ μου των πλημμελημάτων μου την συγχώρησιν ζητώ.


Ως ήδη προελέχθη το δόγμα της Αγίας Τριάδος δεν διδάσκεται σαφώς εν τη Παλαιά Διαθήκη αλλά μόνον υπαινιγμούς εν αυτή εβρίσκουμε. Τούτο δύναται να λεχθή και περί της θεότητος του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα εν τη Παλαιά Διαθήκη παρίσταται ως απρόσωπον και αόρατος δύναμις του Θεού <<επιφερόμενο επάνω του ύδατος>> (Γεν. 1-2).


Εν τη αυτή έννοια της απρόσωπου ενέργειας και δυνάμεως του Θεού παρίσταται επίσης το Άγιον Πνεύμα εις τον ψαλμόν 32-6 <<τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτών πάσα η δύναμις αυτών>>. Επίσης σε πολλά άλλα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης υποδηλούται το Άγιον Πνεύμα ως <<Πνεύμα Θεού>>, <<Πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας>> που καθιστά τους εκλεγμένους υπ’ αυτού άνδρας ικανούς προς επιτέλεσιν Θείων σκοπών είτε δια να κυβερνούν τον Ισραήλ είτε να προφητεύσουν εις αυτόν υπό του Θεού απεσταλμένοι, είτε για να εξαγγείλουν τας Θείας Βουλάς. (Γεν. 41-38 / Α’ Βασιλ.10-10 / Ψαλμοί 50-12 / Ησαΐου 59-21 / Δευτερ. 34-9 / Μιχ. 3-8 και άλλα.


Εις πάντα ταύτα τα χωρία, το Άγιον Πνεύμα δεν παρουσιάζεται ως Θείον ιδιαίτερον Πρόσωπον αλλά ως δύναμις ή ενέργεια του Θεού. Διδόμενη υπ’ εκείνου εις τα Θεία δημιουργήματα συμφώνως προς τους σκοπούς της Θείας Προνοίας. Εν τη Παλαιά Διαθήκη επίσης γίνεται λόγος περί πνεύματος εν τω άνθρωπω όπερ ταυτίζεται προς την ανθρώπινην ψυχήν ως επίσης και περί πνεύματος ταυτιζόμενον προς τον άνεμον ως και περί πνευμάτων τα οποία δηλούν τους Αγγέλους (Ψαλμ. 145-4) περί ψυχής του ανθρώπου (Ψαλμ. 103-4) περί αγγέλων (Ψαλμ. 148-8).


2


Εάν όμως η Παλαιά Διαθήκη δεν ομιλεί ρητώς αλλά μόνον δι’ υπαινιγμών και σκιωδώς περί του Αγίου Πνεύματος. Η Καινή Διαθήκη διδάσκει σαφώς την προσωπικότητα, την θεότητα και την ισοτιμίαν του Αγίου Πνεύματος προς τα έτερα δύο Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Ο Κύριος ομιλών περί του Αγίου Πνεύματος εχρησιμοποίησε αρσενικόν Πρόσωπο και ουχί ουδέτερον ώστε να μη δύναται να θεωρηθεί η έκφρασις εν ουδετέρω γένει περί του Αγίου Πνεύματος ως κώλυμα δια την αποδοχήν την προσωπικής υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος.


Το πνεύμα το Άγιον επενήργησεν δια την γέννεσιν του Προδρόμου, την γέννησιν του Κυρίου επί της Θεοτόκου εις τον Ευαγγελισμόν δια την γέννησιν του Κυρίου. Το Πνεύμα το Άγιον παρουσιάσθη εν τω Ιορδάνη εν ειδή περιστεράς κατά την Βάπτιση του Κυρίου. Το Πνεύμα το Άγιον κατήλθε επί τους Αποστόλους κατά την ημέραν της Πεντηκοστής φωτίσας αυτούς ως φλόγα πυρός (Λουκά 1-15-41-67 / Ματθ. 3-16 / Πράξεις 2-1 / Λουκά 1-35, 2-27). Η προσωπικότις όμως και η θεότις του Παναγίου Πνεύματος εκφαίνεται εις τα χωρία (Λουκά 12-10-12) <<Και ποιος αίρει λόγον εις τον Υιόν του ανθρώπου αφηθήσεται αυτώ τω δε εις το Άγιον Πνεύμα βλασφημήσαντι ουκ αφεθήσεται.


Όταν δε εισφέρουσιν ημάς επί τας συναγωγάς και τας αρχάς και τας εξουσίας μη μεριμνήσετε πως ή τι απολογείσθε ή τι είπετε. Το γαρ Άγιον Πνεύμα διδάξει ημάς εν αυτή τη ώρα άδει ειπείν>>. Επίσης εις το χωρίον Ιωάννου 14-16 <<Και γω ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει ημίν ίνα μεθ’ ημών εις τον αιώνα το πνεύμα της αληθείας. Εις το χωρίο Ιωάννου 14-26 <<Ο δε παράκλητος το πνεύμα το άγιον οπέμψειο Πατήρ εν τω ονόματι μου Εκείνος ημάς διδάξει πάντα και υπομνήσει ημάς πάντα α είπον ημίν εγώ>> ως και το χωρίο Ιωάννου 16-13-14 <<όταν έλθει εκείνος το πνεύμα της αληθείας οδηγήσει ημάς εις την αλήθειαν πάσαν ου γαρ λαλήσει εφ αυτού αλλά όσα ακούσει λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγείλει ημίν>>.


Το χωρίον ωσαύτος Ιωάννου 15-16 μαρτυρεί όχι απλώς την προσωπικότητα του Αγίου Πνεύματος αλλά εις πείσμα της παπικής Εκκλησίας της κακοδοξούσης θέσει ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού. Το χωρίο αυτό μαρτυρεί σαφέστατα την εκ μόνου του Πατρός εκπόρευσιν <<Όταν έλθει ο Παράκλητος ον εγώ μέμψω ημίν παρά του Πατρός το πνεύμα της αληθείας ο παρά του Πατρός εκπορεύεται εκείνος μαρτυρήσει περί εμού>>. Εκ πάντων τούτων των χωρίων συνάγεται αναντιλέκτως ότι το Άγιον Πνεύμα είναι προσωπική ύπαρξις. Προσώπου συναΐδιον και συνάναρχον του Πατρός και του Υιού διακρινόμενου σαφώς εκείνον.


3


Το ότι το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός διδάσκεται προσέτι υπό του χωρίου Α’ Κορ. 2-10 <<το γαρ πνεύμα πάντα ερευνά και υα βάθη του Θεού>>. Εάν το Άγιον Πνεύμα δεν ήτο Θεός συναΐδιος του Πατρός και του Υιού δεν θα ηδύνατο να ερευνά την άπειρον και απερίγραπτον της θεότητος ουσίαν. Η προσωπικότις του Αγίου Πνεύματος εκτός των άλλων χωρίων μαρτυρείται και υπό του Απ. Παύλου (Α’ Κορινθ. 3-16) <<ουκ είδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού εν ημίν οικεί>>. Ένθα γίνεται σαφής διάκρισις μεταξύ Αγίου Πνεύματος και των άλλων δύο Προσώπων της Αγίας Τριάδος ως και υπό του Α’ Κορ. 12-11 <<πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό πνεύμα διαιρούν ιδία έκαστω καθώς βούλεται>>.


Μόνον προσωπική ύπαρξις δύναται να έχει βούληση και μάλιστα απόλυτον ως το τρίτον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος. Την αϊδιότητα και προσωπικότητα του Αγίου Πνεύματος διδάσκει η Ορθόδοξος Εκκλησία δια της δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου εν Κωνσταντινούπολη <<Πιστεύω…. και εις το Πνεύμα το Άγιον….>>. Ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί ότι <<το μέγιστον τεκμήριον της προς τον Πατέρα και Υιόν του Πνεύματος συνάφειας εστί ότι ούτος έχειν λέγεται προς Θεόν ως προς έκαστον έχει το Πνεύμα το εν ημίν>>.


Συγκεφαλαιούντες τα ανωτέρω λέγομεν ότι το Άγιον Πνεύμα εν με τη Παλαιά Διαθήκη ως Πρόσωπον ασαφώς υποδηλώμενον μαρτυρείται σαφέστατα τόσον εν τη Κ. Διαθήκη όσον και εν τη Ιερά Παράδοση ότι είναι Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος συνάναρχον και συναΐδιον προς τα έτερα δύο Πρόσωπα. Σαφώς διακρινόμενον τούτον χωρίς και να αποτελεί ιδίαν ουσίαν αλλά την αυτήν ουσίαν μετά του Πατρός και του Υιού έχων. Ερευνώντες το δόγμα της Αγίας Τριάδος ειδικότερον κατά την ομόφωνον διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως προβαίνομεν εν τοις εφεξής εις την ανάπτυξιν βασικών αληθειών του εν λόγω δόγματος. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η πλήρης κατανόησις του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος υπό του ανθρώπου είναι αδύνατος ως υπερβαίνουσα τας δυνατότητας της ανθρώπινης αντιλήψεως.


Παρά ταύτα μπορεί ο ανθρώπινος νους εν μέρει στηριζόμενος επί της Θείας αποκαλύψεως και ενισχυόμενος υπό της Θείας χάριτος να σχηματίσει αμυδράν τινά εικόνα περί της ύψιστης ταύτης δογματικής αλήθειας. Ως ήδη προελέχθη η ουσία του Θεού είναι απλή και αδιαίρετος και άπειρος και τέλεια. Ο Χριστιανισμός δε είναι κατ’ εξοχήν θρησκεία μονοθεΐας, ενώ ουδείς δύναται να γίνει λόγος περί πολυθεΐας ή πολυαρχίας. Η μία αρχή και ουσία εν τω Χριστιανισμό ταυτίζεται προς τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος τα οποία αν και είναι τρία διαφορετικά Πρόσωπα, η υπόστασις είναι αδιάσπαστος μετ’ αλλήλων συνηνώμενα. Αποτελούντα και τα τρία ομού την μιαν θείαν ουσία έχουν δε κοινότητα ουσίας ιδιοτήτων και Ενεργείας.


4


Η ουσία έκαστου των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος δεν δύναται να διακριθεί από της του ετέρου Προσώπου δοθέντος ότι και τα τρία Πρόσωπα αποτελούν την αυτήν Θείαν ουσίαν. Η Θεία ουσία απλή και αδιαίρετος δεν δύναται να διακριθεί και να υπαχθεί εις τα επί μέρους Πρόσωπα της Αγία Τριάδος και συνεπώς έκαστον Πρόσωπον έχει σύνολον την Θείαν ουσίαν εν εαυτώ. Και τα τρία Πρόσωπα όντα ομοούσια είναι συνάναρχα και συναΐδια και συναιώνια και δεν μπορεί να γίνει λόγος περί υπεροχής ή ανωτερότητος χρονικώς ή λογικώς του ενός υπέρ του άλλου. Έχον έκαστον των τριών Προσώπων σύνολον την Θείαν ουσίαν είναι όλος Θεός μη δυνάμενον να διακριθεί κατά την ουσίαν του ετέρου Προσώπου.


Αλλά χωρίς τούτο να σημαίνει ούτε ότι τα τρία Πρόσωπα δεν διακρίνονται απ’ αλλήλων, ούτε ότι είναι απ’ αλλήλων ανεξάρτητα και ξένα και αυτοτελή. Τούτο δεν δύναται να γίνει αποδεκτόν δοθείσης της ομοουσιότητος των Προσώπων αφενός και αφετέρου λόγω του ότι έκαστον των τριών Προσώπων αποτελεί προσωπική Θείαν ελευθερίαν και τέλειαν ύπαρξιν. Ο τρόπος ούτος της εκφράσεως του Τριαδικού δόγματος δεν μπορεί να έχει ουδεμίαν σχέσιν προς τας εκφραστικάς μορφάς και σχήματα του παρόντος κόσμου. Δια τούτο η διδασκαλία αυτή δεν είναι προσιτή εις την ανθρώπινην διάνοιαν. Μεταξύ όμως των τρίτων Προσώπων υπάρχει η κοινότις ιδιοτήτων.


Η ταυτότις αυτή των Θείων ιδιωμάτων είναι υποχρεωτική και αναγκαία ουχί βεβαίως εν τη έννοια της υποχρεωτικότητας ή της αρχής αίτιου και αιτιατού. Αλλ’ εν πνευματική και υπερφυσική έννοια και μόνον ένεκα της ατέλειας των ανθρωπίνων τρόπων εκφράσεως. Εφόσον αι Θείαι ιδιότηται ταυτίζονται προς την Θείαν ουσίαν ούσαν απλή και αδιαίρετον κατά συνέπειαν αυταί είναι κοιναί και δια τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος όντα της αυτής Θείας ουσίας. Ούτως όταν αποδίδωμεν εις το πρώτον Πρόσωπον τον Πατέρα την ιδιότητα της αγάπης προς εαυτόν και προς τα εκτός του Θεού δημιουργήματα αποδίδομεν ταύτην και εις τον Υιόν και εις το Άγιον Πνεύμα.


5


Ο Θεός Πατήρ αγαπά την Θείαν ουσίαν και τα εκτός Εαυτού δημιουργήματα όπως ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Εάν επίσης λέγωμεν ότι το Άγιον Πνεύμα ερευνά τα βάθη του Θεού το αυτό ισχύει και δια τον Πατέρα και τον Υιόν. Δια δε την κοινότητα ενεργείας των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος σύμφωνος πάντοτε προς την Αγίαν Γραφήν και την Ιεράν Παράδοσιν. Λέγομεν επίσης ότι ότι ποιεί ο Πατήρ το αυτό ποιεί και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και τούτο ένεκα του ομοούσιου των τριών Προσώπων. Τούτο διδάσκει και η Αγία Γραφή εκτός των άλλων χωρίων και εις το χωρίον Ιωάννου 5-19 <<ου δύναται ο Υιός ποιείν αφ’ εαυτού ουδέν αν μη τι βλέπει τον Πατέρα ποιούντα ω γάρ αν Εκείνος ποιεί ταύτα και ο Υιός ομοίως ποιεί>>.


Εκτός της κοινότητος της ενέργειας τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν και κοινότητα θελήσεως έκαστον δε των τριών Προσώπων έχει ιδίαν βούλησιν απόλυτον και τέλειαν ταυτιζόμενιν προς την βούλησιν των δύο έτερων Προσώπων. Μόνον απρόσωπαι υπάρξεις στερούνται βουλήσεως όντα όμως τα Πρόσωπα της Θεότητος ελεύθεραι και προσωπικαί υπάρξεις βούλονται ελευθέρως της βουλήσεως όμως αυτών ταυτιζόμενης λόγω του ομοούσιου της θεότητος. Ως προς την ενέργειαν του Θεού ήτις είναι προϊόν της θελήσεως αυτού οφείλωμεν να είπωμεν ότι αυτή είναι μια και η αυτή εν τη θεότητι. Ο δημιουργός του κόσμου εκ του μηδενός εις το είναι αυτόν παραγάγων συνέλαβε δε προαιωνίως το σχέδιον της Απολυτρώσεως και της σωτηρίας των ανθρώπων.


Ο Υιός είναι Εκείνος δια του οποίου εδημιουργήθησαν τα σύμπαντα και ο πραγματοποιήσας την απολύτρωσιν ταύτην. Το Άγιον Πνεύμα αποτελεί την αρχήν του Υιού προπαρασκευάζον την Απολύτρωσιν και οικοιοποίουν εις τους ανθρώπους τα από του Σταυρού απορεύσαντα αγαθά συνδέων τους ανθρώπους διηνεκώς μετά της θεότητος. Η τοιαύτη ενέργεια έκαστου των τριών Προσώπων δεν δύναται να θεωρηθεί ως κεχωρισμένη και μεμονωμένη, καθόσον πάντα τα εκτός της Θείας ουσίας επιτελούμενα έργα αποτελούν προϊόν κοινής Θείας βουλήσεως.


Μόνον ο τρόπος συμμετοχής των τριών Προσώπων εις την ενέργειαν αυτήν διαφορετικώς. Ο Μ. Αθανάσιος παρατηρεί και διατυπώνει κατά τον πιο άριστον τρόπον την διαφορά του τρόπου ενέργειας προς τα εκτός της Θείας ουσίας των τριών Προσώπων <<Ο Πατήρ δι Υιού εν Πνεύματι Αγίω ποιεί τα πάντα>>. Ο Μ. Αθανάσιος σε επιστολή του προς Σεραπίωνα (1.28) τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ως ομοούσια ήτοι ως έχοντα την αυτήν Θείαν ουσίαν συνάπτονται προς άλληλα αναποσπάστως αποτελούν δε τρία διαφορετικά και διακεκριμένα απ’ αλλήλων Πρόσωπα.


6


Τα τρία Πρόσωπα δεν συνδέονται μόνον ένεκα της ταυτότητος της Θείας ουσίας αλλά και λόγω της περιχωρήσεως των Προσώπων εν αλλήλους. Περιχώρησις καλείται η εσώτατη ενοίκησις και ενύπαρξις των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος εν αλλήλοις. Αυτή νοείται ως ενύπαρξις του Πατρος εν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι του Υιού εν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι και του Αγίου Πνεύματος εν τω Πατρί και τω Υιώ. Ο μεν Πατήρ είναι όλος εν τοις έτεροις δύσι Προσώποις περιχωρών εν αυτοίς. Ο Υιός όλος εν τοις άλλοις δύσι Προσώποις περιχωρών εν αυτοίς, ομοίως δε και το Άγιον Πνεύμα.


Η περιχώρησις όμως αυτή των τριών Προσώπων δεν σημαίνει σύγχυσις αλλά ένωσιν αυτών αποτελούντον ένα και μόνον Θεόν έχοντα την αυτήν ουσίαν, την αυτήν θέλησιν, την αυτήν ενέργειαν, την αυτήν δύναμιν. Αι τρείς υποστάσεις της μιας Θεότητος λόγω της ενυπάρξεως και κινήσεως εν αλλήλοις επιδρούν επ’ αλλήλας αποτελούσαι την μιαν και ενιαίαν ουσίαν της θεότητος. Τούτο μαρτυρείται υπό της Αγία Γραφής λέγουσης <<ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί>> (Ιωάν. 14-10), <<ίνα γνώτε και πιστεύσητε ότι εν εμοί ο Πατήρ και εγώ εν αυτώ>> (Ιωάν. 10-38).


Εάν δια της κοινότητος της Θείας ουσίας και της περιχωρήσεως των τριών Προσώπων εν αλλήλοις συνάπτονται και συνδέονται οι τρείς υποστάσεις της θεότητος δια των υποστατικών αυτών ιδιωμάτων, διακρίνονται και διαιρούνται απ’ αλλήλων. Υποστατικά ιδιώματα λέγοντες εννοούμεν τους αϊδίους τρόπους τους προσιδιάζοντας εις έκαστον των Προσώπων Της Αγίας Τριάδος καθ’ όσον αφορά εις την αρχήν αυτών και ύπαρξιν. Το Προσωπικό ιδίωμα του Πατρός είναι η πατρότις και η αγεννησία του Υιού ή υιότις και η γέννησις και του Αγίου Πνεύματος ή εκπόρευσις.


Τοιουτοτρόπως ο Πατήρ είναι αγέννητος ως έχων εν εαυτώ την αιτίαν της υπάρξεως Του ήτοι έχει την αγεννησίαν και πατρότητα. Ο δε Υιός γεννάται αϊδιώς εκ της ουσίας του Πατρός την αιτίαν έχων εν τω Πατρί ήτοι έχει την υιότητα και το γεννητόν. Το δε Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται αϊδιώς εκ μόνου του Πατρός πεμπόμενον δια του Υιού εν χρόνω εις τον κόσμον ήτοι έχει το εκπόρευτον. Η διατύπωσις ούτως του Τριαδικού δόγματος καθ’ ην αίτιος τόσον του Υιού όσον και του Αγίου Πνεύματος είναι ο Πατήρ. Δεν δύναται να εννοηθεί εν τη έννοια της υποτιμήσεως ή της υποταγής του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εις τον Πατέρα. Διότι και τα τρία Πρόσωπα ομού ως ομοούσια είναι συναΐδια, συναιώνια, συνάναρχα, ισοδύναμα, ισότιμα.


7


Εν τούτω ακριβώς έγκειται η δυσκολία της συλλήψεως της σχέσεως των τριών Προσώπων προς άλληλα και προς την Θείαν ουσίαν. Πως όμως συμβαίνει ενώ αρχή της θεότητος και πηγή των δύο άλλων Προσώπων να είναι ο Πατήρ και ταυτοχρόνως και τα τρία Πρόσωπα να είναι συνάναρχα και συναΐδια και της αυτής ουσίας, τούτο αποτελεί μυστήριον υπερβαίνον την ανθρώπινη κατάληψιν. Πάντος σημασία έχει το γεγονός ότι εν τη Θεότητι μία μόνον υπάρχει αρχή, ο Πατήρ. Πως δε του Πατρός όντος αρχή εν τη Θεότητι τα έτερα δύο Πρόσωπα είναι συναΐδια και συνάναρχα προς την πηγήν της θεότητος τον Πατέρα, αποτελεί υπερφυές και Θείον μυστήριον κατανοούμενον μόνο δια της Πίστεως. Εννοείται ότι πάσα σκέψις υποτάξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εις τον Πατέρα είναι κακόδοξος και απόβλητος.


Η δε τάξις καθ’ ην αναφέρονται τα τρία Πρόσωπα πρώτον όντος του Πατρός, δεύτερον του Υιού και τρίτον του Αγίου Πνεύματος δεν εμφαίνει υπεροχήν κατά την αξίαν ή μεταφυσικώς ή εν χρόνω. Δεδομένης της συναϊδιότητας και ομουσιότητας των τριών Προσώπων όντος της αυτής δυνάμεως και μεγαλειότητος. Πρέπει ωσαύτος να σημειωθεί ότι η σχέσις των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος προς άλληλα και προς την Θείαν ουσίαν δεν δύναται δι’ ουδεμίας εγκοσμίου εικόνος και δι’ ουδενός παραλληλισμού να εκφρασθεί. Αποτελεί δε ανεπιτυχές απόβλητον και βλάσφημον εγχείρημα η προσπάθεια εκείνων οίτινες προς κατανόησιν του δόγματος τούτου προέβησαν εις συσχετισμόν και παραλληλισμόν τούτου προς ανθρώπινες εικόνες και μορφές.


Κάποιοι εκ της αγάπης της υπάρχουσης μεταξύ Πατρός και Υιού ηθέλησαν και απεικόνισαν το τρισυπόσταστον της θεότητος δίνοντας ανθρώπινη μορφή εις το ασχημάτιστον. Καθότι πάσα αναλογία και σχέσις υφιστάμενη εις τον ανθρώπινον κόσμον δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εις την μεταφυσικήν σφαίρα. Πολλώ δε μάλλον εκ της ανθρώπινης σφαίρας να παραχθεί η μεταξύ των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος υφιστάμενη σχέσις διότι ως ήδη παρατηρεί και ο κύριος Χρήστος Ανδρούτσος εν τοιαύτη περιπτώσει θα έπρεπε να υπάρχει σχέσις αγάπης κυρίως και κατεξοχήν μεταξύ αγαπόντος και αγαπόμενου ήτοι Πατρός και Υιού, ουχί όμως και του Αγίου Πνεύματος.


Η αναλογία συνεπώς αυτή των ανθρώπινων σχέσεων αναγόμενη εις την υπερβατικήν Τριάδα είναι πανταπάση απόβλητος, ανεπίτρεπτος και βλάσφημος ως και πάσα αναλογία και σχέσις. Ούτο διατυπωθέν το δόγμα της Αγίας Τριαδικότητος του Θεού αφενός μεν αποκλείει πάσαν σκέψιν πολυθεΐας ή τριθεΐας, αφετέρου δε πάσαν δυνατότητα την υπάρχουσαν εν τη θεότητι μονοθεΐαν και μοναρχίαν να μεταβάλωμεν εις διαρχίαν αγιογραφικώς. Προσωπικόν ιδίωμα του Πατρός ως έχουμε πει είναι η Πατρότις, αγεννησία και εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος. Είναι αποκλειστικόν ιδίωμα του Πατρός μη κοινοποιήσιμον και εις τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.


8


Εάν αποδεχθώμεν την αιρετικήν διδασκαλία καθ’ ην το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται ουχί μόνον εκ του Πατρός αλλά και εκ του Υιού, τότε κινδυνεύομεν να εισαγάγωμεν διαρχία αντί μοναρχίας εν τη Θεότητι. Και ναι μεν οι αιρετικοί αποδεχόμενοι την κακοδοξίαν του Filiogue που διδάσκει ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού ως υπό μιας αρχής. Τούτο δεν μπορεί να αποτρέψει από του κινδύνου να εισαχθεί δυαρχία εν τη θεότητι και να υποτιμήσωμεν το τρίτον Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Το Άγιον Πνεύμα ως υποδεέστερον των δύο άλλων Προσώπων ως υπ’ αμφότερον εκπορευόμενον. Η κακοδοξία του Filiogue εκτός των προαναφερθέντων λόγων της απορρίψεως της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ορθή διότι το μοναρχικόν της θεότητος δεν επιδέχεται δύο αρχάς ή πηγάς εξ ων να προέρχεται η ουσία του Αγίου Πνεύματος.


Το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός αϊδιώς και αχρόνως πέμπεται δε εν χρόνω εις τον κόσμον υπό του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος προς καθαγιασμόν των ανθρώπων. Η πέμψις και η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος είναι δύο διάφοραι απ’ αλλήλων έννοιαι μη δυνάμεναι επ’ ουδενί να ταυτιστούν της μιας δηλούσης προσωπικόν αΐδιον ιδίωμα του πρώτου προσώπου. Της δε άλλης εν χρόνω αποστολήν του εκπορευόμενου εκ του Πατρός εις τον κόσμον. Ή τοιαύτη διάκρισις των δύο τούτων εννοιών λεπτή εις την ελληνική γλώσσα αλλά δεν γίνεται σαφώς αντιληπτή από άλλες γλώσσες.


Αν η κακοδοξία του Filioque είναι λογικώς και μεταφυσικώς απόβλητος δεν βρίσκει ουδέν έρεισμα τόσο εν τη Αγία Γραφή όσον εν τη Ιερά Παράδοση. Η Αγία Γραφή μαρτυρεί ρητώς και κατηγορηματικώς ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός αποκλειόμενης πάσης υπόνοιας περί του Υιού ως δεύτερος πηγή και αιτίας του Αγίου Πνεύματος. Το χωρίο Ιωάννου 15-26 λέγει <<Όταν δε έλθει ο Παράκλητος ον εγώ πέμψω ημίν παρά του Πατρός το Πνεύμα της αληθείας ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού>>. Εις ουδέν έτερον χωρίον της Αγίας Γραφής γίνεται λόγος περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού κάτι που ομολογούν και Λατίνοι θεολόγοι.


9


Η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος αποκλειόμενου παντός δογματικού σφάλματος. Δεν είναι δυνατόν εάν το Άγιον Πνεύμα εξεπορεύετο και εκ του Υιού να μην αναφέρεται η τοιαύτη διδασκαλία ρητώς εν τη Αγία Γραφή. Συνεπώς το δόγμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός διδάσκεται ρητώς υπό της Αγίας Γραφής. Την αυτή διδασκαλία μαρτυρεί και η Ιερά Παράδοση. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας γράφει <<Ει γαρ και προεισιν εκ Πατρός το Πνεύμα το Άγιον αλλά έρχεται δι Υιού και ιδίον εστίν αυτού>>. Ο Επιφάνειος Κωσταντίας της Κύπρου μαρτυρεί λέγων <<Εις τείνει παρά του Πατρός εκπορεύεται και εκ του εμού ουδέ τον Υιόν ειμή.


Ο Πατήρ ούτω τολμώ λέγειν ότι δεν το Πνεύμα ειμή ο Υιός εξ ου λαμβάνει και ο Πατήρ παρ’ ου εκπορεύεται>>. Ο Θεοδώρητος Κύρου γράφει <<Ίδιον το Πνεύμα του Υιού ειμέν ως ομοφυές και εκ Πατρός εκπορευόμενον έφη συνομολογήσωμεν και ως ευσεβή δεξόμεθα την φωνήν εις δε ως εξ Υιού ή δι’ Υιού την ύπαρξιν έχων βλασφημιών τούτο και ως δυσεβές απορρίψομεν>>. Ο Ιερός Δαμασκηνός διδάσκει ότι <<Το Πνεύμα το Άγιον και εκ Πατρός λέγομεν και Πνεύμα Πατρός ονομάζομεν εκ του Υιού δε το Πνεύμα ολέγομεν Πνεύμα δε Υιού ονομάζομεν εκ του Υιού πεφανερώσθαι και μεταδιδόσθαι ημίν ομολογούμεν>>.


Εκ των ανωτέρω χωρίων προκύπτει εν σχέσει προς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως οι Ορθόδοξοι της Εκκλησίας Πατέρες ως και εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία διδασκόμενη αλήθεια χρησιμοποιεί την φράσιν <<δι’ Υιού>>.


Δόξα τω προάναρχο εγέννητο γέννετη. Δόξα τω συνάναρχω εκ Πατρός γεννηθέντα.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page