top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 7 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 23 Φεβ 2022
  • διαβάστηκε 12 λεπτά

ree

1


Ω Τριάς Παναγία Πάτερ Λόγε και Πνεύμα η μίαν των απάντων θεότις τους πλασθέντας χερσί σου πιστοίς εκ παντίας βλάβης του εχθρού λύτρωσε και αιωνίου δόξης σου αξίωσεν τύχειν και ψάλειν.


Εν εκ των ηθικών προσώντων του Θεού είναι η αγιότις Του. Η αγιότις είναι το ιδίωμα εκείνο της θεότητος όπερ εκφράζεται δια του ταυτισμού θείας θελήσεως και αγαθού. Όταν ομιλούμε περί αγαθού εν τω Θεώ δεν ενοούμεν κάτι το εξωτερικόν και εκτός της θείας ουσίας εβρισκόμενον αλλά προς αυτήν ταυτιζόμενον. Η λέξις άγιος σημαίνει την απομάκρυνση εκ του κοσμικού πνεύματος σύμφωνα με την έννοια που χρησιμοποιεί αυτήν ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εις τον Θεόν αφοσιωμένον. Τούτο όμως ισχύει δια τους ανθρώπους το αυτό πράττοντες καλούνται άγιοι πάντοτε βεβαίως με την έννοια του ατελούς και ελλιπούς.


Η αγιότις του Θεού νοείται εν τη απολύτω αυτής έννοια ταυτιζόμενη προς το αγαθόν που πάλι ταυτίζεται προς την ουσίαν του Θεού. Κατά ταύτα η αγιότις του Θεού είναι ουσιαστική, πλήρης και τέλεια μη έχουσα ουδέν κοινόν και ανάλογον προς την ανθρώπινην αγιότητα. Η αγιότις του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της αγιαζούσης χάριτος του Θεού που καθιστά τον άνθρωπον άγιον την μεταδιδόμενη χάρη και αγιάζων αυτόν. Ο Θεός ως απόλυτος άγιος αποστρέφεται το κακόν και την αμαρτίαν. Αγαπά δε και αγιάζει τους τω Θεώ αξίους.


Η αγιότις του Θεού αφενός μεν ταυτίζεται μετά της Θείας ουσίας, αφετέρου δε τη προς τον κόσμο σχέση αυτής εκδηλούμενη επιτελεί και προάγει παν ότι δίκαιον και αγαθόν εν τω κόσμω αποστρέφεται σε το κακόν. Της αγιότητος του Θεού νοούμενης οφείλομεν να αποκλείσουμε εξ αυτής παν κακό και την προσέλευση τούτου από το Θεό. Το κακό έχει αποκλειστική προέλευση εκ του ανθρώπου αποδίδοντες τούτο εις ελευθερίαν της βούλησης εις τον άνθρωπον. Η ελευθερία του ανθρώπου γίνεται σεβαστή από το Θεό και δεν αίρεται απ’ αυτόν, συνεπώς παν κακό προερχόμενον εκ της κακής χρήσεως της ελευθέρας βουλήσεως γίνεται ανεκτόν από τον Θεόν λόγω του δώρου του αυτεξουσίου.


2


Το λεχθέν υπό Δυτικού Θεολόγων του Μεσαίωνος ότι ο Θεός θέλει το αγαθόν επειδή είναι αγαθόν. Ή το ότι ο Θεός θέλει το αγαθόν δια τούτο είναι αγαθόν είναι εν και το αυτό πράγμα διότι ο Θεός εις αγαθός κατ’ ουσία δεν δύναται να θέλει παρά μόνον το αγαθόν. Και συνεπώς είτε ο Θεός το θέλει επειδή είναι αγαθόν είτε είναι αγαθόν δια τούτο θέλει αυτό ο Θεός είναι αυτολογία. Επειδή το αγαθόν ταυτίζεται μετά της ουσίας του Θεού παν ότι αντιτίθεται προς το αγαθόν και συνεπώς προς την ουσίαν του Θεού δεν είναι δυνατόν να θέλει ο Θεός. Δια τούτο και ο θεός αποστρέφεται την κακίαν και την αμαρτίαν ως αντιτιθέμενος προς την Θείαν ουσίαν. Η ανωτέρα διδασκαλία διδάσκεται σαφώς υπό της Αγίας Γραφής. Όταν οι άνθρωποι εξέλεξαν το κακό αντί του αγαθού και διεστράφησαν λαβόντες ροπήν προς το κακόν απεμάκρυναν εαυτούς από του Θεού.


Εξωσθέντες του Παραδείσου τιμωρούμενοι δε κατά την περαιτέρω διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας ως προσβάλοντες την ουσίαν του Θεού. Την αγιότητα του Θεού και την εντολήν προς τον άνθρωπον προς μίμησιν της Θείας αγιότητος διδάσκει το χωρίο Λευίτη 11-45 <<Και έσεσθε άγιοι ότι άγιος ειμί εγώ ο Κύριος>>. Εις δε τον Ησαΐαν 6-3 ο Θεός εξυμνείται υπό των αγγέλων ως ο Πανάγιος <<Άγιος άγιος άγιος Κύριος Σαβαώθ>>. Ο Θεός δε χαρακτηρίζεται υπό του αυτού Προφήτου ως ο Άγιος του Ισραήλ (Ησαία 1-4). Την αποστροφήν του Θεού προς το κακόν και φαύλον διδάσκουν οι ψαλμοί (5, 5-7/ 18-8/ 10, 6-8/ 76, 14-97) <<ότι ουχί ο Θεός έλεον ανομία συ ει ου παροικήσει σοι πονηρευόμενος ουδέ διαμένουσι παράνομοι κατέναντοι των οφθαλμώσουν εμίσησας πάντας τοις εργαζομένοις την ανομίαν>>.


Εν τη Καινή Διαθήκη το δόγμα της αγιότητος του Θεού κηρύσσεται εις πολλά χωρία. Ματ. 5-48 η λέξις τέλειος χρησιμοποιείται εν τη έννοια του αγίου <<Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι ως ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τέλειος εστίν>>. Α’ Πέτρου 1-16 <<άγιοι έστε ότι εγώ άγιος>> Ιωάννου 17, 11-19 <<Πάτερ άγιε αγίασον εν τη αληθεία σου υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν ίνα ώσιν και αυτοί ηγιασμένοι εν αληθεία>>, Ιακώβου 1,13-15 <<Μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεού πειράζομαι ο γαρ Θεός απείραστος εστίν κακών πειράζει δε αυτός ουδένα έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος είτα η επιθυμία συλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον>> (Πέτρου 2,19/ Ματθ. 6,9/ Ρωμ 7-11-12/ Εφεσ. 4,24 και άλλα). Μετά του ιδιώματος της αγιότητος του Θεού σχετίζεται άμεσα και το ιδίωμα της δικαιοσύνης του Θεού.


Δικαιοσύνη του Θεού είναι το ιδίωμα εκείνο καθ’ ο Θεός συγκρατεί και την υπ’ αυτού εν τω κόσμω τάξιν τιμωρών μεν το κακό αλλά αμοίβων το αγαθό. Η τιμωρία του κακού υπό του Θεού προέρχεται εκ του ότι το κακόν αντιτίθεται προς την αγιότητα του Θεού, αντιθέτως δε συμβαίνει με το αγαθόν. Ο σύνδεσμος μεταξύ αγιότητος και δικαιοσύνης του Θεού είναι στενός. Ο άγιος εδημιούργησεν ο Θεός την τάξιν εν τω κόσμω νομοθετήσας ως δίκαιος δε γκρατεί την τάξιν ταύτην δια της ανταποδόσεως οδηγών τα πάντα εις επιτέλεσιν του υψίστου αυτών σκοπού. Ο Θεός είναι ο φρουρός της ηθικής τάξεως ο οποίος τους μεν παραβαίνοντας και καταπατούντας την τάξιν τιμωρεί, τους δε συμορφούμενους προς την τάξιν αμείβει.


3


Σημειωτέων ότι η δικαιοσύνη του Θεού σχετίζεται μόνον προς τα λόγικά όντα και ουχί προς τα άλογα και την υλικήν κτίση. Όταν ομιλούμε περί αμοιβής του δικαίου δεν σημαίνει ότι ο δίκαιος δικαιούται αμοιβή, αλλά λόγω της υπό του Θεού τεθείσης ταυτότητος μεταξύ μακαριότητας και αγαθότητος το αγαθόν βραβεύεται δια της μακαριότητος, το δε κακόν τιμωρείται δια της κακοδιαμονίας. Εννοείται ότι η κακοδαιμονία αυτή άλλοτε λαμβάνει χώραν εν τη παρούση ζωή και άλλοτε εν τη μελλούση. Η εν τη μελλούση ζωή κακοδαιμονία έχει οριστικόν χαρακτήρα εν τη παρούση παρουσιάζεται ως τιμωρία ένεκα αμαρτίας που αποτελεί παιδαγωγικό μέσον της Θείας χάριτος προς δοκιμασίαν του ευσεβούς. Ασθένεια ή τυχόν άλλη κακοδαιμονία δύναται να ερμηνευθεί ως τιμωρία ή ως δοκιμασία κατάστασις αδύνατον να διαγνωσθεί υπό των ανθρώπων.


Εν τούτο ισχύει το γραφικόν <<ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι οι οδοί αυτού>> (Ρμ 11-13). Εν τη Π. Διαθήκη ο Θεός παρίσταται ως Θεός τιμωρός αυστηρός και δίκαιος. Εν δε τη Κ. Διαθήκη Κύριος ως Θεός της αγάπης παρίσταται επίσης ως Θεός οργιζόμενος. Κάτι το οποίο δεν δυνάμεθα να εκλάβωμεν εν κυριολεξία διότι αν οργίζεται ο Θεός τότε θα ήτο ατελής. Ο Θεός ως τέλειος και αναλλοίωτος δεν δύναται να οργίζεται αλλά η παράβασις της ηθικής τάξεως υπό του ανθρώπου προκαλεί την εκδήλωσιν της του Θεού τιμωρούντος τον παραβάτην άνθρωπο. Παριστά δε τον Θεόν ανθρωπομορφικώς ως οργιζόμενον.


Το ότι εν τη Παλαιά Διαθήκη τονίζεται η δικαιοσύνη του Θεού εν δε τη Καινή Διαθήκη, η αγάπη του Θεού τούτο δεν δύναται να οδηγήσει εις την αλλήλων διάκρισιν ως εάν η δικαιοσύνη αίρει την αγάπην και αντιστρόφως. Ο Θεός βλέπων καταπατούμενην την ηθικήν τάξιν παρά την αγάπην που τρέφει προς τα πλάσματα του δεν δύναται παρά να κολάζει τους πταίοντας διότι Θεός μη αμείβων το αγαθόν και μη τιμωρών το κακόν δεν θα ήτο δίκαιος Θεός. Η δικαιοσύνη του Θεού θα εκδηλωθεί πλήρως εν τη μελλούση ζωή ότε θα αποδοθεί έκαστο κατά τα έργα αυτού δια του εν δόξη ελευσόμενου Μονογενούς Αυτού Υιού εις ον <<την κρίσιν πάσαν δέδωκεν>> (Ιωανν. 5-22). Και το ιδίωμα τούτο διδάσκεται σαφώς εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοση.


Εν τη Παλαιά Διαθήκη σαφώς εκφαίνεται η τιμωρητική ενέργεια του Θεού εν τω πρόσωπω των γεναρχών οίτινες λόγου της αμαρτίας των εξώσθησαν του Παραδείσου. Επίσης εν τω πρόσωπω του Κάιν του φονεύσαντος τον αδελφόν του Άβελ εν τω πρόσωπω του Βασιλεύς Σαούλ του παραβάντος τας Θείας εντολάς του Δαυίδ και άλλων. Η Θεία δικαιοσύνη η αμείβουσα το αγαθόν καταφαίνεται εν τη αμοιβή της αγαθότητος και της πίστεως του Νώε της μεγάλης πίστεως του Αβραάμ, της πεποιθήσεως και υπομονής του πολύπαθου Ιώβ της σεμνότητος Ιωσήφ, της σεμνότητος του Παγκάλου του Θεοπτού Μωύσεως και πολλάν άλλων. Εν δε τη Καινή Διαθήκη ο Θεός τιμωρεί δια του Απόστ. Παύλου τον Μέγαν Ελυμάν το ζεύγος Ανανίου και Σαπφείρης δια του Απόστολου Πέτρου τον προδότη Ιούδα αμείβει δε τον δίκαιον Συμεών τον Θεόδοχον, Άνναν την Προφίτιδα, τον Ιωσήφ τον Μνήστορα και πολλούς άλλους.


4


Μεταξύ τω πολλών χωρίων περίτρανος διδάσκεται η δικαιοσύνη του Θεού είναι τα χωρία Ματθ. 16-27 <<Και τότε αποδώσει έκαστω κατά την πράξιν αυτού>>. Επίσης Ιωάννου 17-25 <<Πάτερ δίκαιε>> Β’ Τιμ. 4-8 ο δίκαιος Κρήτης, Α’ Ιωάννου 1-9 <<Πιστός εστίν και δίκαιος>>, Ρώμ 2-16 <<εν ημέρα κρίνει ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων>>, Β’ Κορινθ. 5-10 <<Τους γαρ πάντας ημών φανερωθήναι δε έμπροσθεν του βήματος του Χριστού ίνα κομίσεται έκαστος τα δια του σώματος προς α έπραξε είτε αγαθόν είτε φαύλον>>, Εβραίους 1-9 <<ηγαπήσας δικαιοσύνη και εμίσισας ανομίαν>>, ψαλμ. 7-10 – 10-8/ 144 – 17-18 – 7-10, Ματθ. 13-43, Λουκά 14-14, Πράξεις 24-15, Ιωάννου 5-30, Β’ Τιμ. 1-5-6, Αποκαλύψ. 15-3 μερικά από τα χωρία που υποστηρίζουν την δικαιοσύνη του Θεού. Και όχι μόνο την ιδιότητα της δικαιοσύνης του Θεού διδάσκουν και οι Πατέρες και οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς ένας εξ αυτών Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει <<ων και το μόνον δίκαιον μέτρον μετρεί τε πάντα και σταθμάται οιωνεί τρυτανη τη δικαιοσύνη την των όλων αρείπως περιλαμβάνων και ανέχων ώσιν>> (Κλ. Αλεξανδρεύς 69 Β.Ε.Π. 7.52-53).


Μια εκ των ιδιοτήτων του Θεού που έχει μεγάλη σημασία για τον άνθρωπο είναι η Αγάπη. Η Αγάπη είναι το ιδίωμα εκείνο του Θεού κατά το οποίον ο Θεός μεταδίδει τα αγαθά του εις τον κόσμον και τους ανθρώπους καθιστών τούτους μετόχους της Θείας Μακαριότητος. Ο τρόπος της εκδηλώσεως της θείας αγάπης είναι διάφορος και ανάλογος εις τα διάφορα δημιουργήματα. Καθόσον μεν η αγάπη του Θεού εκδηλούμενη προς τα άλογα όντα καλείται αγαθό της. Εκδηλούμενη δε αυτή προς τους ανθρώπους καλείται αγάπη.


Η αγάπη είναι το αντίθετον της φιλαυτίας ή του εγωισμού σημαίνοντος την συγκέντρωσιν παντός ενδιαφέροντος και φροντίδος μόνον προς Εαυτόν. Εν αντιθέσει προς αγάπην ήτις αποτελεί την αγαθήν θέλησιν του Θεού προς μετάδοση παντός αγαθού και προς τους άλλους. Και ενώ η Θεία δικαιοσύνη συνιστά το Θείον εκείνο ιδίωμα το αναφερόμενον μόνον προς τον κόσμο και τα εκτός του Θεού όντα. Η αγάπη του Θεού αφορά τόσον εις αυτόν τον ίδιο τον Θεόν, όσον και εις τα υπό του Θεού δημιουργηθέντα όντα. Ο Θεός αγαπά πρωτίστως ευατόν και την Θείαν ουσίαν ήτοι τας τρείς υποστάσεις του ενός Θεού κατ’ εξοχήν δε και ιδιαιτέρως το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος τον Υιόν αυτού. Όστις αποτελεί το κυριότερον αντικείμενον της Θείας αγάπης. Η αγάπη όμως του Θεού διαχέεται και προς τα λογικά όντα λαμβάνουσα εκάστοτε και αναλόγως της καταστάσεως των διαφόρων έκφρασιν.


5


Η υπό του Θεού προς τους Χριστιανούς εκδηλούμενη αγάπη συνδέεται προς το γεγονός της Θείας ενανθρωπήσεως και της σωτηρίας και μεταδίδεται εις τούτους υπό την μορφήν διαφόρων πνευματικών αγαθών. Και δια μεν τους αμαρτάνοντας η αγάπη του Θεού καλείται χάρις ως επιείκεια και Θεία συγνώμη και συγχώρησις των αμαρτιών ως επίσης ευσπλαχνία και έλεος δια τον ταλαίπωρον και δυστηχήν αμαρτωλόν. Ο πλήρης αγάπης προς τον αμαρτάνοντα ο Θεός δεν τιμωρεί τούτον αμέσως αλλά αναμένων την ηθικήν αυτού επιστροφήν και βελτίωσιν αναβάλει την απόδοση δικαιοσύνης. Η αναβολή αυτή της επιβολής της Θείας δικαιοσύνης προιόν της Θείας αγάπης καλείται μακροθυμία, ανοχή, υπομονή, ηπιότις και άλλα.


Η υπό του Θεού εκδηλούμενη αγάπη προς τα πλάσματα αυτού είναι προιον ελεύθερας ενέργειας του Θεού και ενεργείται κατά διάφορον βαθμόν αναλόγως της Θείας θελήσεως αφενός και της δεκτικότητας των δημιουργημάτων αφετέρου διαφόρου βαθμού αγάπην εκδηλώνει ο Θεός προς τα φυτά και τα ζώα έτεραν προς τους ειδωλολάτρας και άλλην προς τους Χριστιανούς, ιδιαίτεραν δε όλους προς τους αγίους και μάρτηρας της πίστεως. Η προς τους Χριστιανούς εκδηλούμενη αγάπη του Θεού καθιστά αυτούς τέκνα Θεού κατά χάριν εις μεταδίδεται ουρανόθεν πάσα χάρις αγαθή και Θείον δώρημα. Καθίστανται δε μέτοχοι της Θείας μακαριότητος κατά το δυνατόν μεν εν τω παρόντι κόσμω πλήρως δε εν τη μελλούση ζωή.


Η έννοια της αγάπης δεν είχε απήχηση εν τη προχριστιανική αρχαιότητα αποτελούσα κατ’ εξοχήν χριστιανικήν και υπερφυσικήν αρετήν. Δοθέντος ότι ο Θεός του Χριστιανισμού είναι Κύριος ο Θεός της αγάπης όστις εξ αυτής και μόνον κινούμενος δια να λυτρώσει τους ανθρώπους από της κυριαρχίας του διαβόλου και της αμαρτίας απέστειλε τον Υιόν Του τον μονογενή ίνα εκουσίως θυσιασθεί και ικανοποιήσει ούτω την προεβληθείσαν Θείαν δικαιοσύνην να καταστήσει τους ανθρώπους άξιους μετοχής εις την Θείαν αυτού μακαριότητα. Το ιδίωμα της Θείας αγάπης θεωρείται <<σύνδεσμος της τελειότητος>> όλων των άλλων ιδιωμάτων που καταλήγουν πάντα τα άλλα και το οποίον συνάπτει ταύτα και διοικεί δια τούτων.


6


Ταύτα λέγοντες δεν ενοούμεν ότι το ιδίωμα της αγάπης υπερέχει οιουδήποτε ιδιώματος του Θεού καθότι δεν δυνάμεθα να διακρίνωμεν μεταξύ των Θείων ιδιωμάτων κατ’ ουσίαν ως ήδη ελέχθη αλλά ταύτα ταυτίζονται προς την Θείαν ουσίαν. Δια τούτο και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ταυτίζει τον Θεόν προς την αγάπην <<ο Θεός αγάπη εστίν>> (Α’ Ιωάννου 4-8). Αλλού δε εν τη Καινή Διαθήκη ο Θεός εντέλεται εις τους ανθρώπους να αγαπούν αλλήλους. Της ιδιότητος ταύτης της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων ως συνδέσμου της τελειότητος και ως της ύψιστης των αρετών υπό του Απόστολου Παύλου χαρακτηριζόμενης ο Θεός ως αγάπη κατ’ ουσίαν αποτελεί την πηγήν και την αρχήν εξ ης προέρχεται πάσα ανθρώπινη αγάπη τόσον προς τον Θεόν όσον και προς αλλήλους.


Η Χριστιανική διδασκαλία δέχεται τον κόσμον υπό του Θεού δημιουργηθέντα σχετικώς τέλειον εις ων υπό του κατ’ ουσίαν αγαθού Θεού μεταδίδεται παν αγαθόν και πάσαν χάρις. Το ιδίωμα της αγάπης και αγαθότητος του Θεού διδάσκεται εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη. Εν τη Παλαιά Διαθήκη ο Θεός μεταδίδει δια της αγαθότητος Αυτού δημιουργών τον κόσμον όστις χαρακτηρίζεται <<λίαν καλός>> (Γεν. 1-31). Καταδεικνύεται δε η Θεία αγαθότις εν τη δημιουργία του κόσμου ως μαρτυρεί το χωρίο Σοφ. Σιολ. 11-14 <<αγαπάς γαρ τα όντα πάντα και ου δεν βδελύσση ων εποιήσας ούδε γαρ και αν σεμίσει>>. Την Θείαν ευσπλαχνίαν και μακροθυμίαν εκδήλωσης ούσης της Θείας αγάπης διδάσκει και το χωρίον ψαλμ. 85-15 και συ Κύριε ο Θεός μου εικτήρμων και ελεήμων μακροθύμος και πολυέλεος και αληθινός>>.


Η Καινή Διαθήκη όμως μαρτυρεί πλέον ή σαφώς περί του Θείου ιδιώματος της αγάπης και των εκδηλώσεων ταύτης. Η αγάπη του Θεού προς τα πλάσματα αυτού μαρτυρείται εν Α’ Ιωάνν. 4-9 ένθα καταδεικνύεται η άπειρος αγάπη προς τον άνθρωπον δια της αποστολής του Υιού του Θεού εις τον κόσμον <<Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλε ο Θεός εις τον κόσμο ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού>> Το αυτό διδάσκει και το χωρίον Ιωάννου 15-12-14 όπου μαρτυρείται η εντολή του Θεού προς τους ανθρώπους <<Αυτή εστίν η εντολή η εμη ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα ημάς μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού>>.

7


Την ταύτισιν της Θείας ουσίας μετά του αγαθού διδάσκει το χωρίον Μάρκου 10-18 <<Ουδείς αγαθός ειμή εις ο Θεός>> Β’ Κορινθ. <<Ο πατήρ των οικτηρμών και πάσης παρακλήσεως>> και άλλα πολλά χωρία. Το βασικότερον και θεμελιωδέστερον δόγμα της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας είναι το Τριαδικόν δόγμα. Το δόγμα τούτο διδάσκει ότι ο Θεός ων άπειρος και υπερφυσική ουσία είναι τριαδικός εις τας υποστάσεις ή τα πρόσωπα.


Τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα αποτελούν τον ένα Θεόν του Χριστιανισμού, δεν δύνανται δενα θεωρηθούν ήνα εκληφθούν ως μορφαί ή ως όψεις ή εκφράσεις της μιας και της αυτής Θείας ουσίας. Η διδασκαλία αυτή αντιτίθεται προς την κακοδοξίαν του Σαβελλίου όπου εδέχετο ότι ο Θεός εις ων λόγω της ανθρώπινης σωτηρίας προσέλαβε κατά διάφορους χρόνους διάφορα ονόματα. Ως πατήρ μεν κατά την δημιουργίαν, ως Υιός χάριν της απολυτρώσεως, ως Άγιον Πνεύμα δε χάριν του αγιασμού των Χριστιανών εν τη Εκκλησία. Ανεξαρτήτως όμως της κακοδοξίας ταύτης του Σαβελλίου, τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ομοούσια και ομοδύναμα και ισότιμα μη συνιστώντα τρείς διαφορετικάς ουσίας. Αλλά μιαν και την αύτην έκαστον δε εξ αυτών κατέχει την όλην Θείαν ουσίαν χωρίς τούτο να σημαίνει ότι επειδή έκαστον Θείον Πρόσωπον κατέχει σύνολον την Θείαν ουσίαν δημιουργείται τριθεΐα αλλά και τα τρία ομοούΘεια Πρόσωπα αποτελούν την μίαν Θείαν ουσίαν.


Η διδασκαλία των ομοουσιανών καθ’ ην η ουσία του Πατρός ήτο όμοια ως κακόδοξος και αντί ταύτης απεφάνθη αλάθητος περί της ταυτότητος της ουσίας των τριών Προσώπων, θεμελιώσασα το δόγμα του ομοούσιου εν τη Θεότητι όπερ εκφράζεται και εις το Σύμβολον της Πίστεως Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως. Λόγω της ταυτότητος της ουσίας των τριών Προσώπων πάσα ιδιότις αποδιδόμενη εις το εν Πρόσωπον αποδίδεται κατ’ ανάγκην και εις τα έτερα δύο. Εάν αποδίδεται εις το Άγιον Πνεύμα η ιδιότις του Αγίου, την ιδιότητα ταύτην κέκτηνται συνεπώς τόσον ο Πατήρ όσον και ο Υιός. Λόγω της ταυτότητος της Θείας ουσίας των τριών Προσώπων έτερα ακολουθία είναι η μία και η αυτή ενεργεία των τριών Προσώπων εν σχέση πάντοτε προς τον κόσμον και όχι προς την θεότητα καθ’ εαυτήν.


Εάν λέγωμεν ότι το Άγιον Πνεύμα ενεργεί τον αγιασμόν των ανθρώπων, τούτο δεν σημαίνει ότι ο Πατήρ και ο Υιός παραμένουν απαθείς θεαταί του γινόμενου αλλά συνεργούν μετά του Αγίου Πνεύματος λόγω της ομοουσιότητος εν τη Θεότητι. Όσον όμως αφορά εις τας σχέσεις των τριών Προσώπων προς άλληλα, ο μεν Πατήρ γεννά αϊδιώς τον Υιόν και εκπορεύει ωσαύτος αϊδιώς το Άγιον Πνεύμα, ο Υιός γεννάται αϊδιώς εξ του Πατρός και πεμπει εν χρόνω εις τον κόσμον το Άγιον Πνεύμα. Το δε Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός αϊδιός. Ούτος η πατρότις της και η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος συνιστούν τα προσωπικά ιδιώματα του πρώτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος.


8


Η Γέννησις και η Υιότις αποτελούν τα προσωπικά ιδιώματα του δευτέρου Προσώπου της

Αγίας Τριάδος. Του δε Αγίου Πνεύματος είναι το εκπόρευτον Αυτού εκ μόνου του Πατρός. Τα τρία Πρόσωπα της θεότητος κατά την επικρατούσαν ορολογίαν της δογματικής είναι τρόποι της αϊδίου υπάρξεως του ενός Θεού δι ων διακρίνεται και συνάπτεται η θεότις. Τα τρία Πρόσωπα της Θεότητος ενυπάρχουν και περιχωρούν εν αλλήλοις ασυγχύτως. Ο μεν Πατήρ εν τω Υιώ και το Αγίω Πνεύματι. Ο Υιός εν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι και το Άγιον Πνεύμα εν τω Πατρί και τω Υιώ.


Κατά ταύτα ο υπό της Ορθοδόξου ημών πίστεως λατρευόμενος Θεός είναι εις και τριάς. Τριάς μεν κατά τας υποστάσεις ή πρόσωπα, εις δε κατά την ουσίαν και φυσικώς και το εν χρήσει σύμβολον της πίστεως διδάσκει. Σημειωτέων ότι η σήμερον επικρατούσα ταύτισις προσώπων και υποστάσεων εν τη θεότητι δεν υπήρχεν απ’ αρχής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ήσαν επιφυλακτικοί έναντι του όρου προσώπων. Τελικώς επεκράτησεν η ταύτισις υποστάσεως και προσώπου.


Το μέγιστον τούτο και βασικότερον δόγμα της πίστεως δεν είναι προιόν αυθαίρετων νοητικών κατασκευασμάτων ή φιλοσοφικών συλλογισμών, διότι η πεπερασμένη ανθρώπινη νοητική και γνωστική ικανότις δεν δύναται να ανέλθει εις τοιούτον ύψος και να κατανοήσει έστω και αμυδρώς την Θείαν ουσίαν άπειρον και ακατάλυπτον. Το τριαδικόν δόγμα κατά ταύτα διδάσκεται όχι υπό της φυσικής αλλά υπό της υπερφυσικής αποκαλύψεως τόσον υπό της Παλαιάς (έστω και σκιωδώς), όσο και υπό της Καινής Διαθήκης αλλά και υπό αυτής της Ιεράς Παραδόσεως.


Δόξα σοι Τριάς εν μονάδι Θεότητος. Δόξα σοι μονάς εν τρισίν υποστάσεων.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page