top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 6 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 16 Φεβ 2022
  • διαβάστηκε 12 λεπτά

ree

1


Ψυχο σωτείρα λόγου εκ Πατρός τον τεχθέντα και Πνεύματι αεί τον σύνοντα, εναπεφήνας μόνη Τριάς. Κατέλθειν και σάρκα εξ άγνης λήψεσθαι διο ζωήν ονόμασε την Εύαν ο Αδάμ σι κράζων.


Η διδασκαλία περί του αναλλοίωτου εν τω Θεώ σαφώς διδάσκεται εν τη Αγία Γραφή καθώς είπαμε και την Ιερά Παράδοση. Εν τη Π. Διαθήκη διδάσκεται το αναλλοίωτον του Θεού εμφανώς εις πολλά χωρία εν οις <<ούχ ως άνθρωπος ο Θεός διαρτηθήναι ουδ’ ως υιός ανθρώπου απειληθήναι αυτός είπας ουχί ποιήσει, λαλήσει και ουχί εμμένει>> (Αριθμ. 23-19) <<και ουκ αποστρέψει ουδέ μετανοήσει ότι ούχ ως άνθρωπος εστί του μετανθήσαι αυτός>> (Α’ Βασιλ. 15-19). Το χωρίον τούτο ακριβώς μαρτυρεί ότι οι ανθρωποπαθείς εκφράσεις περί της μετανοίας του Θεού δεν σημαίνει απουσία του αναλλοίωτου του Θεού. Αλλά την μεταβολήν της ανθρώπινης διαθέσεως ένεκα της οποίας συμφώνος και προς τας άλλας ανθρωπίνης διαθέσεως ένεκα της οποίας συμφώνως και προς τας άλλας ανθρωπομορφικάς εκφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζεται ο Θεός μεταβάλων απόφασιν.


Επίσης το αμετάβλητον των βουλών του Θεού οι οποίες είναι προαιώνιοι και αϊδιοι ως η ουσία του Θεού μαρτυρεί και το χωρίον <<η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα μένει. Λογισμοί της καρδίας αυτού εις γενεάν και γενεάν (ψαλμ. 32-11). Και άλλες πολλές αναφορές, αναφορές για το αμετάβλητο του Θεού και στην Παλαιά αλλά και στην Καινή Διαθήκη. Ο Θεός ως άπειρος πνευματική και προσωπική ουσία δεν δύναται να εβρίσκεται εις σχέσειν προς τον χώρο πέραν και υπεράνω παντός χώρου υπάρχων. Εάν ο Θεός θα υπήρχεν εν χώρω τότε θα έπρεπε να είναι υλικός ή η πνευματική του ουσία θα εκέκτιτο υλικότητα.


Θα έπρεπε επίσης να μην αιώνιος δεδομένου ότι η σχέσις μεταξύ ύλης και χρόνου που ήδη κατεδείχθη είναι αδιάρηκτος και αναπόσπαστος. Ων όμως ο Θεός άπειρον και άυλον πνεύμα ως διδάσκει η Αγία Γραφή <<πνεύμα ο Θεός>> (Ιωάνν. 4-24) δεν δύναται να υπάρχει εν χώρο ούτε να ταυτίζεται ουδέ να εξαρτάται εξ αυτού. Όπως η αιωνιότις του Θεού αποτελεί τον άχρονον τρόπο υπάρξεως αυτού ούτω και το άχωρον ή αχόρητον του Θεού αποτελεί τον εκτός χώρου τρόπον υπάρξεως Αυτού. Τούτο χαρακτηρίζεται υπό της δογματικής ως η ιδιότις του άχωρου ή αχώριτου του Θεού.


2


Ενώ όμως ο Θεός κείται πέραν και εκτός παντός χώρου επειδή είναι δημιουργός αυτού έρχεται εις σχέσιν προς αυτόν πληρών και παριστάμενος εν τούτω εν όλοις αυτού τοις μέρεσι και συγχρόνως εν τω παντί. Τούτο αποτελεί το συγγενές προς το αχώρητον του Θεού ιδίωμα Αυτού της πανταχού παρουσίας του Θεού. Η πανταχού παρουσία του Θεού είναι μυστήριον ακατανόητον εις την ανθρώπινην κατάληψιν διδάσκων ότι ο άπειρος και αχώρητος Θεός είναι ταυτοχρόνως παρών κατά την ουσίαν και ενέργειαν αυτότι. Αφενός εν παντί τω σύμπαντι αφετέρου δε εν εκάστω των επί μέρους όντων.


Από κάποιους εγένετο διάκρισις μεταξύ παρουσίας της ουσίας και της ενέργειας του Θεού εν τω κόσμω ως εάν ήτο άλλη η παρουσία της ουσίας του Θεού εν τω κόσμω και άλλη ή της ενέργειας Αυτού. Μη δυνάμενοι να ποιήσωμεν τοι αύτην διάκρισιν μεταξύ ουσίας και ενέργειας του Θεού δεχόμεθα ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών και κατά την ενέργειαν και κατά την ουσίαν Αυτού. Η νοούμενη πανταχού παρουσία του Θεού δεν αποκλείει την συνύπαρξιν άλλων όντων εν τω αυτό χώρω και τόπω δοθέντος ότι ο Θεός πληροί πάντα τόπον και παρέχει την ύπαρξιν εις πάντα τα όντα εις αδίδει την δύναμιν Αυτού και ενέργεια.


Θα πρέπει να διακριθεί ο τρόπος υπάρξεως του Θεού εις τα διάφορα όντα διότι ο Θεός διαφόρως υπάρχει εν τω ουρανώ διαφόρως εν τη γη αλλιώς εν τοις πνευματικοίς, αλλιώς εν τοις σωματικής, διαφόρως εις τας ψυχάς των ευσεβών, διαφόρως εις τα των ασεβών οι οποίοι εκουσίως απομακρύνουν εαυτούς από το Θεό. Όλως δε ιδιαιτέρως και εξαιρετικώς παρίσταται ο Θεός εν τω Ιησού Χριστώ εν ω επραγματοποιήθη η ένωσις της θείας και ανθρώπινης φύσεως εν τω πρόσωπω του Θείου Λόγου. Αι ιδιότητες αυταί του Θεού διδάσκονται εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοση.


Εν τη Παλαιά Διαθήκη το αχώριτον και η πανταχού παρουσία του Θεού διδάσκονται σε αρκετά χωρία. Ιδια δε εις τα χωρία <<ο ουρανός και ο ουρανός του ουρανού ουκ αρκεσούσι σοι πλην και ο οίκος ούτος ον οικοδόμησα τω ονόματισου>> (Γ. Βασιλ 8-27), <<εάν ανάβω εις τον ουρανόν συ εκεί εια εάν καταβώ εις τον άδην πάρει εάν αναλάβοι μοι τας πτέρυγας μου κατ’ ορθόν και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με και ποιος καθέξει με ή δεξιά σου (ψαλμ. 138, 8-10), <<ο ουρανός μοι θρόνος, η δε γη υποπόδιον των πόδων μου ποιόν οίκον οικοδομήσετε μοι και τόπος της καταπαύσεως μου>> (Ησαϊου 66-1-2) και αρκετά άλλα χωρία (Ιερεμ. 23-23-24), Δευτερονόμιο (4-39), Ιώβ (11-7-8), Σοφία Σολομών (1-7-8-1) και άλλα. Εν τη Καινή Διαθήκη εξαίρεται το αχώρητον και η πανταχού παρουσία του Θεού (Πράξ. 17-27), (Εβρ. 1-3), (Εβρ. 4-13).


3


Τέλος δε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρέχει την ακόλουθον συνοπτικήν διδασκαλίαν <<Ο μεν ουν Θεός άυλος ων και απερίγραπτος εν τόπω ουκ έστιν αυτός γαρ εαυτού τόπος εστίν τα πάντα πληρών και υπέρ τα πάντα ων και αυτός συνεχών τα πάντα. Λέγεται δε και εν τόπω είναι και λέγεται τόπος Θεού ενθα έκδηλος η ενέργεια αυτού γίνεται. Αυτός γαρ δια παντών αμιγώς διοικεί. Ιστέον δε ότι το θείον αμερές εστίν όλον ολικώς πανταχού ον και ου μέρος εν μέρει σωματικώς διαιρούμενον αλλ’ όλον εν πάση και όλον υπέρ το παν.


Κατά ταύτα συνοψίζοντες λέγομεν ότι ο Θεός ων άπειρον προσωπικόν και απολύτως άυλον πνεύμα. Αφενός μεν εβρίσκεται εκτός και υπεράνω παντώς χώρο, αφετέρου δε δημιουργηθήσας τον χωρίον πληροί του τον εν τοις μέρεσιν αυτού και εν συνόλω. Μη αποκλείων την ταυτόχρονον ύπαρξιν των άλλων όντων εν τω χώρω ήτοι είναι αχώρητος άμα και πανταχού παρών. Εφόσον ο Θεός είναι ον τέλειον, η τελειότις αυτού αναγκαίως κινείται προς την θέλησιν Αυτού και δύναμιν. Η τελειότις της Θείας δυνάμεως και της Θείας θελήσεως συνδέονται αναποσπάστως με τα της θείας ουσίας μεθ ης και ταυτίζονται. Δια τούτο και δεν δυνάμεθα να ομιλώμεν περί της θείας δυνάμεως μη συνδέοντες ταύτην μετά της θείας θελήσεως.


Είναι εσφαλμένον να δεχθώμεν ότι η θέλησις του Θεού είναι μεγαλυτέρα της θείας δυνάμεως δεδομένου ότι αμφότεραι ως τέλειαι ιδιότητες εν τω Θεώ είναι άπειρον. Η διαφορά έγκειται εν τούτω ότι η Θεία δύναμις κατ’ ανθρώπινηνέννοιαν περιορίζεται υπό της Θείας Θελήσεως εις τρόπον ώστε να ενεργεί ο Θεός συμφώνως προς την Θείαν Αυτού δύναμιν μόνον όσα βούλεται. Ο νοούμενος περιορισμός της θείας δυνάμεως δεν δύναται να θεωρηθεί ως έλλειψις τελειότητος του θείου τούτου ιδιώματος. Διότι εφόσον παν ότι ο Θεός πράττει, επιτελεί τούτο τη απολύτω συμφωνία της Θείας Θελήσεως έπεται ότι η Θεία Αυτού Θέλησις ηθέλησεν κατά τρόπον τέλειον συμφωνούντα προς την θείαν ουσίαν.


Ο Θεός κατά ταύτα πράττει παν ότι θέλει ουχί όμως παν ότι δεν θέλει. Τούτο αποτελεί ακριβώς τον κατά την ανθρώπινην αντίληψην περιορισμόν της θείας παντοδυναμίας. Ο περιορισμός όμως ούτος είναι φαινομενικώς μη υποδηλών ή υπονοών ύπαρξιν κάποιας ατέλειας εν τη θεία παντοδυναμία. Η θεία θέλησις αποτελεί ιδίωμα εσωτερικόν της ουσίας καθεαυτήν του Θεού ενώ η θεία παντοδυναμία εκφαίνει. Ιδίωμα σχετιζόμενον προς τα εκτός Εαυτού ενεργείας του Θεού ήτοι προς τον κόσμον χωρίς να παύει να είναι και εσωτερική αρχή ταυτιζόμενη ως τοιαύτη με τα της Θείας ουσίας. Η ανθρώπινη νόηση θέλει το Θεό ως παντοδύναμος να πράττει τα πάντα αλλά ο Θεός πράττει όσα θέλει. Και αυτό προέρχεται εκ του εσωτερικού αυτοπροορισμού της θείας βουλήσεως και παντοδυναμίας αι οποίαι ταυτίζονται μετά της θείας ουσίας.


4


Η θεία παντοδυναμία εξεδηλώθη εν τη δημιουργία του πνευματικού και υλικού κόσμου εκ του μηδενός εν τη συντηρήσει και κυβερνήσει του κόσμου εν τη σωτηρία των ανθρώπων θαύμασι ιδρύσει εκκλησίας θείους μυστηρίους. Η ιδιότις αυτής της θείας παντοδυναμίας διδάσκεται σαφώς εις πληθύ χωρίων Παλαιάς τε και Καινής Διαθήκης ως και της Ιεράς Παραδόσεως. Ο Θεός αποκαλείται Παντοδύναμος, Παντοκράτωρ, Ισχυρός, Φοβερός, Κύριος των δυνάμεων, Θεός των Θεών, Κύριος Κυρίων, ο μόνος Δεσπότης και άλλα πολλά ονόματα.


Εν τη Παλαιά Διαθήκη ο Θεός αποκαλείται <<Θεός των Θεών και Κύριος των Κυρίων, ο Θεός ο Μέγας και Ισχυρός και φοβερός>> (Δεύτερ. 10-17). <<Ζει ο Θεός ως ούτω με κέκρικε και ο Παντοκράτωρ ο πικράνας μου την ψυχήν>> (Ιωβ 27-2), πλήθος χωρίων (ψαλμ. 134-6 / 103ος), (Ησαίου 46-10), (Δανιήλ 4-31-32), (Γέννηση 17-1-18-14), (Λουκά 1-37), (Ματθαίου 19-26), (Μαρκ. 14-36) και άλλα πολλά που μιλούν για την παντοδυναμία του Θεού. Εν τη Ιερά Παράδοση ομοίως εξαίρεται η θεία ιδιότις της παντοδυναμίας του Θεού υπό των εκκλησιαστικών Πατέρων και συγγραφέων.


Ο Ιερός Δαμάσκηνος ορθώς παρετήρησεν ότι <<ο Θεός μεν θέλει δύναται όσα δε δύναται θέλει δύναται να απολέσει τον κόσμο ου θέλει δε>>. Το ότι η θεία δύναμις παρουσιάζεται ως περιοριζόμενη δεν είναι δείγμα αδυναμίας αλλά τελειότητος. Τα αυτά διδάσκει και ο Ιερός Αυγουστίνος περί της Θείας Παντοδυναμίας επί τη βάση της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως λέγομεν. Ότι ο Θεός είναι η μόνη Παντοδυναμία απείρως προσωπική και απολύτως άυλος ουσία ήτις πράττει όσα βούλεται της βουλήσεως και της Παντοδυναμίας ταυτιζόμενης προς την θείαν ουσίαν.


Αποκλειόμενης της περιπτώσεως καθ’ ην ο Θεός θέλει το φυσικώς, ηθικώς και λογικώς αδύνατον και τούτο διότι η θεία βούλησις και Παντοδυναμία ως ταυτιζόμενη προς την θείαν ουσίαν αυτοορίζεται ενεργούσα και πράττουσα παν ότι είναι αγαθόν. Λόγω δε της μεταφυσικής ταυτίσεως αγαθού και τέλειου. Ο Θεός θέλει και επιτελεί πάντοτε το τέλειον εις την σφαίραν του οποίου αποκλείεται η ύπαρξις παντός ηθικώς, λογικώς και φυσικώς αδυνάτου. Πάσα ουσία μη προσωπική δεν δύναται να έχει γνωστικήν ικανότητα.


5


Ο άνθρωπος προσωπική ων ουσία δεν δύναται να γνωρίζει και να έχει γνώση λόγω του πεπερασμένου της ανθρώπινης φύσεως είναι περιορισμέναι και ατελείς. Ο Θεός όμως ως άπειρος προσωπική ουσία δύναται να γνωρίζει τελείως παν ότι αποτελεί αντικείμενον γνώσεως η τοιαύτη δε ιδιότις συνιστά την θείαν παγνωσίαν. Ο Θεός είναι ο άπειρος εκείνος νους ο οποίος γνωρίζει απολύτως αφενός Εαυτόν και την ουσίαν Του και αφετέρου παν ότι υπάρχει εκτός Εαυτού ήτοι παν ότι ο ίδιος εδημιούργησε είτε πνευματικόν είτε υλικόν.


Γνωρίζων ο Θεός την Εαυτού ουσίαν γνωρίζει αυτήν κατά τρόπον τέλειον καθότι η θεία αυτή γνώσις ταυτίζεται μετά της θείας ουσίας. Εάν ο Θεός δεν ήτο προσωπικός ως είναι ο Θεός του πανθεϊσμού, τότε θα έλειπε το βασικόν στοιχείον της αυτοσυνειδησίας εις ον δε το οποίον στερείται της προσωπικής αυτοσυνειδησίας ή γνώσης εαυτού είναι αδύνατος. Επειδή εν τω προσωπικό χριστιανικό Θεό η Θεία γνώσις ταυτίζεται μετά της θείας ουσίας δεν δύναται περί Αυτού να γίνει λόγος ως περί τίνος το οποίον γνωρίζει ως δια τινός γνωστικής δυνάμεως ως συμβαίνει με τον άνθρωπον όστις γνωρίζει δια των νοητικών λειτουργιών της ψυχής του αλλά όχι δια πάσης της ψυχής του.


Η γνώσις του Θεού της Θείας ουσίας Αυτού είναι ενεργός ως απόλυτος και τέλεια ταυτιζόμενη μετά της ουσίας Αυτού. Ο Θεός εκτός της εαυτού ουσίας γνωρίζει απολύτως παν ότι ο ίδιος εδημιούργησε τον πνευματικόν και υλικόν κόσμον. Λόγω της ταυτίσεως της θείας ουσίας και της θείας γνώσεως και δεδομένου ότι η ουσία του Θεού ως ήδη ελέχθη είναι απλή είναι και η γνώση του Θεού απλή. Και ενώ η ανθρώπινη γνώσις δημιουργείται κατόπιν σκέψεων, συλλογισμών, συμπερασμάτων, κρίσεων, παραστάσεων, αναμνήσεων και άλλα.


Η θεία γνώσις είναι απλή κατανοούμενη ως μια ιδέα εν η περιέχονται πάσαι αι άλλαι ιδέαι, λόγω της απλότητος της Θείας γνώσεως και δεδομένου ότι η Θεία ουσία που ταυτίζεται η Θεία γνώσις. Επειδή η Θεία ουσία εβρίσκεται εκτός και υπεράνω πάσης μεταβολής και παντός χρόνου γι’ αυτό η Θεία γνώσις είναι εν τούτω άχρονος και αμετάβλητος. Παρά τω Θεώ δεν δυνάμεθα να διακρίνωμεν μεταξύ διαφορών χρονικώς ήτοι η διαίρεση του χρόνου παρελθόν, παρόν και μέλλον. Κατανοούμε κατά το δυνατόν την Θείαν γνώση ως απόλυτον και άμεσον αποπτεία του παρόντος. Το ότι η τοιαύτη γνώσις του Θεού είναι αλάθητος, είναι ανάγκη να πούμε διότι ταυτίζεται μετά της άπειρης και τέλειας Θείας ουσίας ως υποκείμενη εις του περιορισμούς του χώρου και του χρόνου είναι αναμφιβόλως αλάθητος.


6


Η γνώσις του Θεού ως προς τον δεν περιορίζεται μόνον εις ότι πραγματικώς υπάρχει και επιτελείται και θα επιτελείται. Αλλά επίσης και εις το ότι δυνατόν να υπάρχει ως και εις ότι είναι δυνατόν οι άνθρωποι να σκεφτούν και να είχαν σκεφτεί ως επίσης και εις παν ότι είναι αδύνατον να υπάρχει. Την γνώσιν του Θεού διήρεσαν οι δογματολόγοι εις δύο τμήματα εις την φυσικήν και εις ελευθέραν. Φυσική είναι η γνώσις εκείνη ήτις είναι αναγκαία ως περιλαμβάνουσα τον Θεόν καθ’ Εαυτόν και παν ότι δυνατόν να υπάρχει εν τη ιδέα του Θεού.


Η ελευθέρα γνώσις του Θεού περιλαμβάνει πάντα τα πραγματικά όντα άτινα ως δημιουργηθέντα ελευθέρως κατατάσσονται εις την ελευθέραν του Θεού γνώσιν. Κατά τον προηγούμενο αιώνα υπό της υπαρξιακής φιλοσοφίας διατυπωθέν δίδαγμα ότι ο Θεός δεν δύναται να γνωρίζει εις είναι ύλη της γνώσεως του Θεού θεωρούμενης ως ανάξια. Αυτή η ιδέα δεν έγινε από πολλούς δεκτή. Απορρίφτηκε ως εσφαλμένη διότι δεν είναι δυνατόν ο δημιουργός της ύλης να μη γνωρίζει αυτήν κατά την ουσίαν.


Εάν η γνώσις της ύλης υπό του Θεού είναι ανάξια τούτου, τότε κατά λογικήν συνέπειαν πάσα αμαρτωλή πράξις υπό των ανθρώπων και του διαβόλου επιτελούμενη να είναι ανάξια υπό τον Θεόν γνώσιν. Εάν η γνώσις του Θεού περιορίζετο μόνον εις ότι οι άνθρωποι θεωρούν άξιον να γνωρίζει ο Θεός, τότε η γνώσις του Θεού θα έπαυε να είναι τέλεια διότι ως τέλεια περιλαμβάνει τόσον την άξιον όσον και την ανάξιον του Θεού γνώσιν. Οφείλωμεν επίσης να σημειώσουμεν ότι η γνώσις παντός κακού και πάσης πράξεως υπό του Θεού δεν δύναται να έχει σχέσιν προς την γνωστικήν ενέργειαν του Θεού κατ’ ουσίαν και συνεπώς ουδέ προς την Θείαν ουσίαν.


Η Θεία γνώσις άρα διαφέρει πλήρως και ουδόλως δύναται να ταυτισθεί μετά του περιεχομένου αυτής εις τρόπον ώστε η γνώσις παντός κακού ως μέρος του περιεχομένου της γνώσεως να εβρίσκεται εκτός πάσης σχέσεως προς την Θείαν γνώσιν και ουσίαν. Το ιδίωμα όμως της Θείας παγνωσίας σχετίζεται και συνδέεται αμέσως προς την Θείαν παγνωσίαν. Εφόσον ο Θεός γνωρίζει τα πάντα απείρως και τελείως τόσον Εαυτόν όσον και παν ότι εδημιούργησεν. Η γνώσις δε αυτή εβρισκόμενη εκτός παντός χρόνου εκτείνεται και εις το μέλλον σημαίνει ότι ο Θεός γνωρίζει προηγουμένως εις τέλειον βαθμόν παν ότι πρόκειται να πραγματοποιηθεί τόσον υπό του ιδίου όσο και υπό των ανθρώπων.


Η πρόγνωσις αυτή του Θεού δημιουργεί μίαν δυσκολίαν συνυπάρξεως Θείας πρόγνωσης και ανθρώπινης ελευθερίας. Εφόσον ο Θεός προγιγνώσκει πάσαν πράξιν των ανθρώπων πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι να ενεργούν ελευθέρως; Άρα εκ πρώτης όψεως η πρόγνωσις του Θεού αίρει φαινομενικώς την ελευθερίαν του ανθρώπου. Και κατ’ άλλους η ελευθερία του ανθρώπου είναι αυταπάτη κατ’ άλλους δε η πρόγνωσις του Θεού περιορίζεται μη δυνάμενη να γνωρίζει το ελευθέρως υπό των ανθρώπων εκλεγησόμενον. Το ότι το θέμα τούτο συνδέεται προς την κακοδοξίαν περί του απολύτου προορισμού είναι περιττόν να τονίσωμεν.


7


Η άποψις καθ’ ην επί φιλοσοφικού πεδίου, οι οπαδοί της ετεραρχίας απέρριψαν την ανθρώπινη ελευθερίαν δια να περισώσουν την πρόγνωσιν του Θεού είναι εσφαλμένη, διότι οι φιλόσοφοι ούτοι ερευνήσαντες το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου δεν εξήτασαν τούτο εν συσχετισμό προς την Θείαν πρόγνωσιν αλλά αυτοτελώς ως πρόβλημα φιλοσοφικόν αφενός και αφετέρου εν σχέση προς την προέλευσιν του κακού και τας εν γένει κοσμοθεωριακάς αντιλήψεις. Το πρόβλημα όμως του συμβιβασμού ανθρώπινης ελευθερίας και Θείας προγνώσεως έλυσεν ο χριστιανισμός διδάξας ότι η ελευθερία του ανθρώπου ουδόλως αίρεται λόγω της Θείας προγνώσεως δεδομένου ότι πράτων ο άνθρωπος ελευθέρως δεν κωλύεται υπό του Θεού προς τούτο.


Ο δε Θεός λόγω της τελειότητος αυτού και της απείρου Θείας γνώσεως γνωρίζει εκ των προτέρων τι οι άνθρωποι θα εκλέξουν. Ρυθμίζει δε και κατευθύνει ούτω πως τα πράγματα ώστε ο άνθρωπος ελευθέρως πράτων να αχθεί εις την πλήρωσιν του τελικού σχεδίου του κόσμου. Εις την πραγμάτωσιν του οποίου η ανθρώπινη ελευθερία δεν δύναται να παρεμβάλει προσκόματα. Τούτο ακριβώς είναι η ορθή αντιμετώπισις του προβλήματος του κακού. Προεγνώριζε μεν ο Θεός την κακήν χρήσιν της ανθρώπινης ελευθερίας, δεν εμπόδισε όμως ταύτην να εκδηλωθεί. Διότι δεν θα υπήρχε η τοιαύτη ελευθερία και θα εταυτίζετο προς την υλικήν αναγκαιότητα.


Η εκδήλωσις όμως της ελευθέρας αποφάσεως του ανθρώπου ουδόλως ηδύνατο να παρεμποδίσει την εκπλήρωση του Θείου δημιουργικού σχεδίου. Ήτοι η σωτηρία των ανθρώπων και δια ταύτης η δόξα του Θεού. Έπραξαν μεν οι άνθρωποι το κακόν, ο Θεός όμως εν τη απείρω αυτού πρόγνωση παραοδήγησε και οδηγεί τούτους εις πλήρωσιν του Θείου Του σχεδίου. Την διδασκαλίαν αυτή περί της παγνωσίας και της προγνώσεως του Θεού διδάσκει τόσον η Ιερά Παράδοσις.


Εν τη Παλαιά Διαθήκη απαντούς μεταξύ άλλων τα κάτωθι χωρία. Σοφία Σειραχ. 17/6-7 <<διαβούλιον και γλώσσαν και οφθαλμούς, ώτα και καρδίαν έδωκε διανοείσθε αυτοίς επιστήμην συνέσεως ενέπλησεν αυτούς και αγαθά και κακά υπέδειξεν αυτοίς>>. Ησαΐου 46-9 <<ότι εγώ ειμί ο Θεός και ουκ εστίν έτι πλην εμού αναγγέλων προτερον τα έσχατα πριν αυτά γενέσθαι και άμα συνετελέσθη>> (Ιερεμίου 1-5 / Σοφία Σεραχ 23-19-20/ ψαλμούς 93-11/ 138ος 146-5) και άλλα πολλά.


8


Εν τη Καινή Διαθήκη διδάσκονται εμφανώς αμφότεραι αι Θείαι ιδιότητες σε πάρα πολλά χωρία. Ρωμ. 11,33-34 <<Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίασται αι οδοί αυτού τις γαρ έγνωνουν Κυρίου, ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο>> (Κολ. 2,3/ Πράξεις 1,24 /Εβρ. 4-13 /Λουκά 16-15/ Ματθ. 6-4) και άλλα πολλά. Εκ των Πατέρων της Εκκλησίας ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει σαφώς τα περί παγνωσίας και προγνώσεως του Θεού ιδιώματα λέγων.


Συγκεφαλαιούντες όθεν τα προειπόμενα λέγομεν <<ότι η θεία γνώσις ταυτιζόμενη προς την Θείαν ουσίαν κείται εκτός παντός περιορισμού περιλαμβάνουσα την τε Θείαν ουσίαν. Και τα εκτός Αυτής δημιουργήματα ως και ότι η Θεία πρόγνωσις δεν αντίκειται προς την ανθρώπινην ελευθερίαν ουδέ αίρει αυτήν>>. Το ιδίωμα της πανσοφίας του Θεού συνδέεται προς το ιδίωμα της Θείας παγνωσίας και προγνώσεως είναι δε Θεία πανσοφία η ιδιότις του Θεού.


Ο Θεός γνωρίζει τελείως τα άριστα μέσα προς επίτευξιν των αρίστων σκοπών που δυνάμεθα την Θείαν πανσοφίαν να ορίσωμεν. Είναι η γνώσις εκείνη περί της πραγματικότητας ήτις διαβλέπει τα μεμονομένα πράγματα και γεγονότα εν τη πληρότητα των εν τη έννοια της οικοδομής του όλου. Κατά τον Χρ. Ανδρούτσο (εκκλησιαστικός συγγραφέας), αν και η Θεία πανσοφία είναι νοητική ιδιότις του Θεού, η πραγμάτωσις των υπό της Θείας σοφίας νοούμενων αποτελεί έργον της Θείας θελήσεως και δυνάμεως.


9


Εάν ο άνθρωπος είναι σοφός και γνωρίζει τα άριστα των μέσων δι ων δύναται να αχθεί εις την επιτέλεσιν των σκοπών του. Δυνάμεθα να σχηματίσωμεν μιαν εικόνα της Θείας πανσοφίας ήτις οδήγησε και οδηγεί την ανθρώπινην και εν γένει παγκόσμιον ιστορία προς τον τελικόν αυτής σκοπό, πάντοτε συνυπαρχούσης και μη αιρόμενης της ανθρώπινης ελευθερίας. Τούτο ιδιαιτέρως διαπιστούται εν τω προαιώνιο σχέδιο της Θείας πανσοφίας προς σωτηρίαν του ανθρώπου. Η Θεία όμως πανσοφία εκφαίνεται εις πάντα τα όντα τα πνευματικά και υλικά, γεγονός όπερ μαρτυρείται εκ τοις εν τοις έσχατοις χρόνοις αλματώδους εξελίξεων και προόδου των φυσικών επιστημών. Ότε διεπιστώθησαν και ανεκαλύφθησαν τεράστιαι δυνάμεις εγκεκλεισμέναι εις ελαχιστότατα σωμάτια ως επίσης και εκ του ότι ακόμη και εις τα πλέον ασήμαντα και μικρότατα μόρια ζωής.


Παρατηρείται η πάνσοφως εις αυτά υπό του δημιουργού εντεθειμένη τάξις και σκοπομότις ίνα μη αναφέρωμεν την τάξιν και σκοπιμότητα του απειρομέγεθους σύμπαντος. Δέον να σημειωθεί ότι έκαστον των όντων ως έχει παρατηρηθεί δεν αποτελεί μόνον αυτοσκοπόν αλλά και προϋπόθεσιν και βάσιν. Προς επίτευξιν υψηλότερου σκοπού ούτος δε αποτελεί βάθρον δι έτι υψηλότερον σκοπόν και καθ’ εξης εις τρόπον ώστε πάντα τα όντα άγονται πανσόφως υπό του Θεού προς εκτέλεσιν του γενικού σκοπού που εδημιουργήθησαν και όστις παραμένει ακατάληπτος και άγνωστος εις την ανθρωπινην διάνοιαν. Την πανσοφίαν του Θεού διδάσκει τόσον η Παλαιά όσον και η Καινή Διαθήκη.


Η Παλαιά Διαθήκη εξαιρούσα την Θείαν πανσοφίαν εις πολλά χωρία διδάσκει Παροιμ. 3-19 <<Ο Θεός την σοφία εθεμελίωσε την γην, ητοίμασε σε ουρανούς φρονήσει>>, Παρ. 8-22 <<Κύριος έκτισεν με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού>>, Ιωβ 9.4/12-13/ Ιερεμίου 10-12/ Δανιήλ 2-20/ Ψαλμ. 8-1 και άλλα πολλά. Η Καινή Διαθήκη ομοίως διδάσκει περί της Θείας πανσοφίας Ρωμ. 11-33 <<Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού>>, Εφεσ. 3-10 <<Ίνα γνωρισθή δια της Εκκλησίας η πολυποίκιλος σοφία του Θεού>>, Αποκ. 7-12 <<Η ευλογία και η δόξα και η σοφία τω Θεώ ημών>> Α’ Κορ. 1-25/ Ιακώβου 1-5/ Λουκά 21-15/ Α. Κορ. 3-19-2-5-7 και άλλα πολλά. Ο δε Θεοφύλακτος Βουλγαρίας εξαίρων το πολυποίκιλον και ανξερεύνητον της Θείας σοφίας λέγει ότι αι μεθόδοι και αι κρίσεις αυτής ου δύνανται γνωσθήναι αλλ’ ουδέ ίχνος αυτών φανήναι>>.


Δόξα Τριάς εν μονάδι Θεότητος. Δόξα μονάς εν τρισίν υποστάσεσιν

.

Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page