ΚΕΙΜΕΝΟΝ 5 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 9 Φεβ 2022
- διαβάστηκε 12 λεπτά

1
Χάριτος σου της θείας εγυμνώθει εξαίφνης της φύσις των βροτών παραβάσει και της του παραδείσου τρυφής εξωσθείσα θάνατον πικρόν έλαβε σε γαρ κάτι τι ασάτο μη γνούσα του βοάν και ψάλειν.
Η διδασκαλία της Αγίας Γραφής <<καθ ην οι δίκαιοι εν τη μελλούση ζωή θα θεωρήσει τον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον Α’ Κορ. 13-12), δεν σημαίνει ότι ούτοι θα λάβουν πλήρη γνώση της ουσίας του Θεού, διότι εν τη θεωρία ακριβώς ταύτη θα αντιληφθούν το ακατατάληπτον του Θεού.
Το δόγμα τούτο του ακαταλήπτου της ουσίας του Θεού επιμαρτυρεί υπό της Αγίας Γραφής η οποία δεν παρουσιάζει τον Θεόν διδάσκοντα. Ότι είναι ακατάληπτος αλλά ομιλούντα και ενεργούντα ούτως ώστε να καταστεί αντιληπτόν ότι είναι ακατάληπτος. Εν τη Π. Διαθήκη ο Θεός δεν απεκάλυψεν Εαυτόν εξ αρχής εφάπαξ εις τους ανθρώπους αλλά βαθμιδόν και κατ’ ολίγον συμφώνως προς το παιδαγωγικόν σχέδιον της θείας προνοίας. Ούτω κατά την αρχέγονον και συγκεκριμένως προμωσαϊκήν περίοδον της ανθρώπινης ιστορίας ο Θεός αυτοαποκαλύπτεται ως δημιουργός του κόσμου.
Ως πάνσοφος και ύψιστος ρυθμιστής και νομοθέτης, κυβερνήτης και προνοητής του σύμπαντος ως άναρχος και αιώνιος Θεός ο οποίος παρήγαγε εκ του μη όντος τα πάντα εις το είναι. Ο δημιουργός του ανθρώπου, ο πλάσας αυτόν <<κατ’ εικόνα Αυτού και καθ’ ομοίωσιν>>. Ο δίκαιος και μισθαποδότης Θεός όστις τιμωρεί και αποστρέφεται το κακόν, βραβεύει δε και επαινεί το αγαθόν. Παρίστατο ως πλήρης αγάπης προς τον άνθρωπον ένεκα της αμαρτίας του οποίου προέρχεται εις την απόφασιν της εκλογής και αναδείξεως του Ισραήλ εις περιούσιον λαόν, δι’ ου μελλοντικώς θα απειργάζετο την λύτρωσιν ολοκλήρου της πεπτοκυΐας της ανθρωπότητος.
2
Κατά την Μωσαϊκή εποχή ο πανάγαθος Θεός λυτρώνει εκ της δουλείας των Αιγυπτίων τον Ισραήλ, δίδει επί του Θεοβαδίστου όρους Σινά εγγράφως τον Θεόν Νόμο παριστάμενος ως εις και άγιος μόνος αόρατος Θεός (Λευιτ. 20-26/29-31). Κατά την περίοδον των Προφητών έχομε εξύψωση και εμβάθυνση της ιδέας του Θεού παρά τω Ισραήλ, αναγωγή δε του Θεού του υπερούσιου λαού εις παγκόσμιο Θεό και νομοθέτη.
Κατά την περίοδον ταύτην εξαιρούνται υπό των προφητών αι θείαι ιδιότητες της δικαιοσύνης του Θεού (Ιεξεκ. 18-25/ Εξ. 33-17/ Αμως 5-24, της παγγνωσίας Ιερεμ. 17-10, του ανεξερεύνητου του Θεού Ησαΐα 45-15, της Αγιότητος του Θεού Ησαΐου 6-3/ 17-7/ 29-23 και 40-25). Κατά την μεταιχμαλωσιακήν εποχήν οι Ιουδαίοι με την επίδραση και του Ελληνισμού εξέπεσαν της έννοιας του Θεού της υπό των Προφητών διατυπωθείσης ως Θεού παγκοσμίου (Επιστρέφοντας εις την ιδέαν του Θεού ως Θεού μόνον του Ισραήλ). Αντιθέτως οι Ιουδαίοι της διασποράς σημείωναν έξαρσιν πνευματικότητος και υπερβατικότητας του Θεού.
Σε σύγκριση προς την ιδέαν που είχαν περί Θεού οι ειδωλολατρικοί λαοί ήτο ανωτέρα και ασυγκρίτως τελειοτέρα. Εν τη Καινή Διαθήκη η έννοια του Θεού αποκαθαίρεται, ανυψούται και τελειοποιείται δια της Εν Χριστώ Ιησού Θείας Αποκαλύψεως. Οι ιδιότητες του Θεού που διατυπώνονται εν τη Π. Διαθήκη επιβεβαιώνονται υπό της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποδεικνύει ότι η Καινή Διαθήκη είναι η συμπλήρωσις της Παλαιάς Διαθήκης ως και ο ίδιος ο Κύριος εδίδαξεν <<ουκ ήλθον καταλύσαι τον Νόμον ή τους Προφήτες, ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι>> (Ματθ. 5-17).
Αι νέαι ιδιότητες του Θεού που διδάσκονται υπό της Καινής Διαθήκης και προστίθενται εις τας υπό της Παλαιάς Διαθήκης, οι αποκαλυφθείσαι ιδιότητες είναι η Πατρότις, Αγάπη, Καθολικότις. Αποκαλύπτεται δε υπό της Καινής Διαθήκης η ύψιστη των δογματικών αληθειών, η Τριαδικότητας του Θεού. Η ουσία του εν Τριάδι Θεού ορίζεται ως αγάπη <<Ο Θεός αγάπη εστίν>> (Α’ Ιωάν. 4-8) ως φως <<Ο Θεός φως εστίν>> (Α’ Ιωάνν. 1-5), ως ζωή, οδός και αλήθεια <<Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή>> (Ιωάνν. 14-6), ως πνεύμα <<Πνεύμα ο Θεός>> (Ιωάνν. 4-24). Οι Πατέρες της Εκκλησίας και συγγραφείς απαντούν περί της ουσίας του Θεού ως απείρου και ακατάληπτου.
3
Ο Κλήμης ο Αλεξανδεύς λέγει ότι ο Θεός <<ων αεί εστί παντή δε ων πάντοτε μηδαμή περιεχόμενος>>. Ο Μέγας Αθανάσιος ομιλών περί της ουσίας του Θεού γράφει ότι αυτή είναι <<απλή ουσία εν η ουκ ενί ποσότις>>. Ο Επιφάνειος ο Κωσταντίας της Κύπρου ονομάζει τον Θεόν <<Πνεύμα υπέρ παν πνεύμα αεί ασώματον>>. Εν των προλεγόμενων συνάγεται ότι ο λόγος περί της ουσίας του Θεού είναι λόγος περί του ακατάληπτου του υψίστου και τέλειου όντος. Συνεπώς δε παν πεπερασμένον ον αδυνατεί να εισέλθει εις τον γνόφον της θείας φύσεως και ουσίας. Είπαμε ότι ο Θεός είναι αδύνατον να περιγραφεί δι΄ ανθρωπίνων εννοιών και λέξεων.
Διότι αι έννοιαι και το όργανον επικοινωνίας των ανθρώπων προς αλλήλους δεν δύνανται να ανυψωθούν εις τον υπεραίσθητον κόσμον και να κατανοήσουν τα της θείας φύσεως και ουσίας. Ο Θεός όμως αποκαλύπτον εαυτόν εις τους ανθρώπους υπερφυσικώς κατέλειπεν ίχνη της θείας υπάρξεως δι ων ο ανθρώπινος νους δύναται να σχηματίσει αμυδράν ιδέαν της θεότητος. Εικόνα περί της ουσίας του Θεού σχηματιζόμενη δια των λεγόμενων ιδιοτήτων του Θεού καλούνται και ιδιώματα, προσόντα, αξιώματα, επίνοιαι, επινοήματα και άλλα. Δεν μπορεί συνεπώς αι ιδιότητες του Θεού να αποτελούν απλά κατασκευάσματα της ανθρώπινης διανοίας, μηδεμιά σχέσιν έχοντα προς την θείαν ουσίαν.
Ο δε πατήρ της Δογματικής Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει <<το θείον απλούν εστίν και ασύνθετον>>. Το δι εκ πολλών και διάφορων συγκειμένων σύνθετον εστί. Ει άκτιστον και άναρχον και ασώματον και αθάνατον και αιώνιον και αγαθόν και δημιουργικόν και τοιαύτα>>. Το ότι αι ιδιότητες του Θεού δεν δύνανται να αποτελούν πραγματικάς διακρίσεις εν τη θεία ουσία. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι ο Θεός είναι απλώς <<μη εξ ανομοιόμερον συγκείμενος>>. Το ότι αι ιδιότητες του Θεού διεκρίθησαν κυρίως υπό των Πατέρων της Εκκλησίας του τέταρτου μετά Χριστού αιώνος εις θετικάς και αρνητικάς διακρίσεις που προέρχονται εκ της υπάρχουσης ομοιότητος μεταξύ Θεού και δημιουργημάτων εν σχέση προς τας τελειότητας του Θεού.
Όσαι γνωρίζονται καταφατικώς ως και εκ της ανομοιότητος και διακρίσεως μεταξύ Θείου όντος και δημιουργημάτων. Της διαπιστώσεως υπάρξεως αντιθέσεων μεταξύ δημιουργού και δημιουργημάτων. Έτερα διαίρεσις των θείων ιδιοτήτων διακρίνει ταύτας εις μεταβατικάς και εις εμμονοίς. Μεταβατικαί είναι οι δυνάμεναι να μεταδοθώσιν και εις τα όντα σχετικώς. Παραδείγματος χάρη δικαιοσύνη, αγιότις, τελειότις και άλλες. Και εμμονοί αι μη δυνάμεναι να μεταδοθώσιν παραδείγματος χάρη η πανταχού παρουσία, αναλλοίωτον και άλλα.
4
Άλλη διάκρισις των θείων ιδιοτήτων είναι η εις ήρεμους και ενεργούς. Υπό τας ήρεμους εννοούνται όσαι αναφέρονται εις την καθ΄εαυτόν ζωήν και ύπαρξιν του Θεού, υπό δε τας ενεργούς όσαι σχετίζονται με τας προς τας έξω της ουσίας του Θεού ενεργείας. Αλλά και η διαίρεσις αυτή κρίνεται ως μη πλήρως επιτυχής διότι έχομεν θείας ιδιότητας ως είναι αγιότις, δικαιοσύνη, αγάπη, οίτινες ανήκουν τόσον εις τας ήρεμους, όσον και εις τας ενεργούς ιδιότητας.
Απόλυτοι θεωρούνται μόνο αι τω Θεώ προσιδιάζουσαι και μη εις τα όντα. Η ενότις του Θεού, το ενιαίον του Θεού ποτέ δεν εδιδάχθει από την Εκκλησία αν και αποτελεί βασικό και θεμελιώδες δόγμα της πίστεως. Η ιδιότις αυτή του Θεού σημαίνει την ύπαρξιν ενός μονον Θεού αποκλειόμενης της υπάρξεως παντός ετέρου. Η παράστασις πολλών τέλειων και απεριορίστων όντων ουσιαστικώς οδηγεί εις την ύπαρξιν ενός τέλειου και απείρου όντος συνεπώς δεν δυνάμεθα λογικώς να δεχθούμε συνύπαρξειν πολλών τέλειων και απεριορίστων όντων.
Η ενότις των ιδιοτήτων του Θεού διδάσκεται εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοση. Εν τη Π. Διαθήκη το ενιαίον του Θεού διδάσκεται υπό πολλών χωρίων εν εις <<Δευτερονόμιο 6.4 Άκουε Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις εστίν>>. Επίσης Δευτερονόμιο 32-39 <<είδετε είδετε ότι εγώ ειμί και ουκ εστί Θεός πλην εμού>>. Ησαΐου 44-6 <<εγώ πρώτος και εγώ μετά ταύτα πλην εμού ουκ εστί Θεός>>. Εν δε τη Κ. Διαθήκη η ενότις του Θεού διδάσκεται εξίσου κατηγορηματικώς απ’ αυτού Κυρίου <<Απεκρίθη ο Ιησούς ότι πρώτη εστίν άκουε Ισραήλ. Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις εστίν>> (Μάρκου 12-29). Επίσης το χωρίον Ιωάννου 17-3 <<αυτή δε εστίν η αιώνιος ζωή ίνα γινωσκώσισε τον μόνον αληθινόν Θεόν.
Το αυτό διδάσκει και ο Απόστολος Παύλος <<ότι ουδέν είδωλον εν κόσμω και ότι ουδείς Θεός ειμή εις>> (Α’ Κορινθ. 8-4). Εκ των Πατέρων της Εκκλησίας ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός περί της ενότητος του Θεού λέγει. <<Εις τείνον εστί Θεός τέλειος, απερίγραπτος, του παντός ποιητής, συνεχεύς τε και κυβερνήτης υπερτελής και υπερτέλειος πρις δε και φυσική ανάγκη μονάδα είναι δυάδας αρχή>> πνευματικού και υλικού κόσμου. Η ουσία του Θεού είναι απλή μη σύνθετος ούτε κατά φυσικήν ούτε κατά μεταφυσικήν έννοιαν. Τα φυσικά όντα είναι σύνθετα συγκείμενα εξ ύλης και μορφής ως συμβαίνει με τον άνθρωπον ο οποίος είναι σύνθετος εκ σώματος και ψυχής, της ψυχής της μορφοποιού, δυνάμεως του σώματος.
5
Εάν ο Θεός ήτο σύνθετος κατά φυσικήν έννοιαν θα όφειλε να ήτο σωματικός θεατός και φθαρτός αλλά ο Θεός μη έχων τη αυτήν ουσίαν ων δε πνεύμα είναι απολύτως απλώς κατά μεταφυσικήν έννοιαν ο Θεός είναι απλώς καθόσον δεν σύγκειται εκ διαφόρων εσωτερικών αιτιών φύσεως. Δεν μπορούμε εν τω Θεώ μα διακρίνωμεν μεταξύ φύσεως και ουσίας φύσεως και ιδιοτήτων, προσόντων και ενεργειών υπάρξεως, δυνάμεως και άλλα. Εν τω Θεώ δεν υφίσταται διαφορά γένους και είδους. Εν Αυτώ υπάρχουν άλλαι αι τελειότητες δυνάμει του είδους της ουσίας Του, φέρουν δε αυταί τον χαρακτήρα της ουσίας.
Η διάκρισις εν τω Θεώ προσόντος και πράξεως είναι αδιανόητος. Δεν μπορούμε λόγου χάρη να θεωρήσουμε την ιδιότητα της Αγάπης ως μη έχουσα σχέσιν προς τας ενεργείας του Θεού αλλά μόνον προς την ουσία του διότι ο Θεός είναι η πλήρωσις της αγάπης Του. Η αγάπη του είναι καθαρά ενέργεια. Το αυτό μπορούμε να παρατηρήσωμεν εν σχέσει προς το ιδίωμα της δικαιοσύνης. Ο Θεός είναι το πλήρωμα της δικαιοσύνης Του και μιας έκαστης θείας πράξεως. Εάν ο Θεός ήτο σύνθετος θα εξαρτάτο εκ των μερών, θα ενετίθετο πράγμα απόβλητον. Διότι ο Θεός δεν εξαρτάται εκ τινός ετέρου, ουδέ έχει την αιτία Του εις έτερον τι. Ο Θεός ων ανεξάρτητος και αυθύπαρκτος και δημιουργός παντών αιτία.
Εάν ήτο ο Θεός σύνθετος, θα έπρεπε να έχωμεν την διάκρισιν εν Αυτώ μεταξύ ενέργειας και δυνάμεως καθώς συμβαίνει εις τα άλλα όντα. Τουναντίον ο Θεός είναι απλώς ων καθαρά ενέργεια, η διδασκαλία περί της απλότητος του Θεού διδάσκεται εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοση. Εν τη Π. Διαθήκη παρίσταται ο Θεός ανθρωπομορφικώς έχων χείρας και πόδας, περιπατών εν τω Παραδείσω, οφθαλμούς ίνα βλέπει, στόμα δι’ ου ενεφύσισε πνοή ζωήν εις τους πρωτόπλαστους. Ώτα ίνα ακούει, ψυχήν οικτίρμονα, καρδίαν αγαπώσαν και γενικώς παν είδος ανθρωπομορφικής συνθέσεως ήτις κατά γράμμα εκλαμβανόμενη οδηγεί εις την άρσιν της έννοιας της απλότητος εν τω Θεώ.
Εν τη Π. Διαθήκη Θεοφανείαι εις τους Πατριάρχας δεν σημαίνουν την άμμεσον θέαν του Θεού υπό τούτων, αλλά Θεοφανείας τη μεσολάβηση ενός υπό του Θεού μορφοθέντος σώματος το οποίον είτε ο ίδιος έλαβεν είτε εις απεσταλμένος Αυτού. Το δημιούργημα τούτο το μεσολαβούν δεν είναι έκφρασις του Θεού, αλλ’ αποτελεί τον μάρτυρα της γειτνίασης του Θείου της παρουσίας του Θεού. Και τούτο διότι ων αθέατος ο Θεός δεν δύναται να θεαθεί υπ’ ουδενός δημιουργήματος ως και ο θεόπτης Μωυσής διδάσκει εν τη Εξόδω 33-20 <<και είπεν ου δυνήσει ιδείν το πρόσωπον μου ου γαρ μη ιδεί άνθρωπος το πρόσωπον μου και ζήσετε>>.
6
Από της εποχής των Προφητών έπαυσαν υφιστάμεναι αι περί Θεού ανθρωπομορφικαί εκφράσεις. Ο Θεός των Προφητών είναι ο απλούς Θεός <<ο ων>> δια παντός ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος και ακατάληπτος. Εν τη Κ. Διαθήκη σαφέστερον διδάσκεται η απλότις εν τω Θεώ εν Ιωάν. 4-24, ο Θεός παρίσταται ως πνεύμα <<πνεύμα ο Θεός>>. Δηλώνει την έλλειψιν παντός υλικού και σωματικού στοιχείου εν τω Θεώ και συνεπώς και πάσης συνθέσεως. Την αυτήν έννοιαν εκφράζει και το χωρίον Β’ Κορ. 3-17 <<ο δε Κύριος το πνεύμα εστίν>>. Της ουσίας του Θεού ούσης απλώς αναγκαία ακολουθία είναι ως ελέχθη και το αθέατον της ουσίας του Θεού.
Τούτο μαρτυρεί μεταξύ άλλων και το χωρίον Α’ Τιμοθ. 6-16<< ο μόνος έχων αθανασίαν φως οικών απρόσιτον ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ειδείν δύναται>> Εκ δε των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων ο μεν Ειρηναίος σαφώς διδάσκει το απλούν εν τω Θεώ, ο δε Ωριγένης αποκαλεί τον Θεόν φύσιν πνευματικήν απλήν. Κατά ταύτα η ιδιότις της απλότητος εν τω Θεώ καταδεικνύεται αφενός μεν δια της πνευματικότητος εν τω θεώ, αφετέρου δε δια του αοράτου Αυτού και δεικνύει την απουσίαν πάσης συνθέσεως είτε κατά φυσικήν είτε κατά μεταφυσικήν έννοια.
Η αιωνιότις του Θεού είναι η ιδιότις του Θεού καθ’ ην ούτος μη περιοριζόμενος υπό του χρόνου αλλ’ εβρισκόμενος εκτός παντός χρόνου, πληροί τούτον, δημιουργός ων αυτού. Ο χρόνος συνεδέθη υπό του Πλάτωνος μετά της δημιουργίας του κόσμου. Θεωρείται δε υπ’ αυτού ως λαβών αρχήν συγχρόνως με την δημιουργία του κόσμου <<χρόνος μετ’ ουρανού γέγονε>>. Την φιλοσοφική αυτή έννοιαν του χρόνου από τον Πλάτωνα είχε υπόψιν του ο μαθητής του Αριστοτέλης. Όστις διετύπωσεν επιστημονικώς και προτύπως εδίδαξε ότι <<τούτο δ’ εστί χρόνος, αριθμός κινήσεως κατά το πρότερον και ύστερον>>. Εμφαίνεται ότι ο χρόνος συνδέεται αναποσπάστως μετά της κινήσεως.
Η κίνησις όμως δεν είναι νοηταί άνευ της δημιουργίας. Η έννοια του χρόνου συνδεθείσα κατά την προχριστιανικήν αρχαιότητα μετά της κινήσεως των υλικών σωμάτων δεν δύναται να σχετίζεται προς τα υπερφυσικά και υπεραίσθητα. Αι υλικαί αυταί απόψεις περί του υλικού κόσμου δεν δύναται να έχουν αναφορά προς τον άυλον κόσμο, επομένως ήδη εν τη κλασική αρχαιότητα ανεβρέθει υπό της ανθρώπινης διανοίας το μέγα αξίωμα, ότι παν το υπερκόσμιον και υπερφυσικόν είναι εκτός χρόνου. Την έννοιαν ταύτην του χρόνου παρέλαβε βραδύτερον ο ιερός Αυγουστίνος προσθέτοντας στην έννοια του χρόνου το στοιχείο μεταβλητότητας.
7
Εις το 10ον βιβλίον των εξομολογήσεων του ομιλεί διεξοδικώς περί του χρόνου διερευνήσας και διατυπώσας το νόημα του χρόνου υπό χριστιανική άποψιν. Η Αυγουστίνιος έννοια του χρόνου θεωρείται η επιτυχεστέρα εκ όσων ηδυνήθη τότε το ανθρώπινον πνεύμα να διατυπώσει. Η Αυγουστίνιος έννοια του χρόνου συνδέει τούτον προς την κίνησην των υλικών σωμάτων και την μεταβολήν αυτών. Η σκέψις δε του υπερφυσικού και κατά συνέπεια το ότι ο Θεός δεν δύνανται να βρίσκονται εις ουδεμία σχέσιν και αναφοράν προς τον χρόνον. Χρόνος και αιωνιότις είναι δύο έννοιαι παράλληλαι φιλοσοφικώς, όμως αυταί διαφέρουν πλήρως μεταξύ τους.
Ο χρόνος προϋποθέτει κίνησην, ύλην και μεταβλητότητα, η δε αιωνιότις το αναλοίωτον, το άυλον. Ουδεμία σχέσιν προς την διάρκεια ή την διέλευσιν έχουν. Επειδή όμως ο κόσμος εδημιουργήθη υπό αιωνίου όντος, σχετίζομε προς τον χρόνον κίνηση και μεταβολή. Μπορούμε να πούμε ότι ο χρόνος είναι έννοια παράλληλος, έννοια της αιωνιότητος. Αιωνιότις είναι η συγκέντρωσις παντός είναι και πάσης ζωής εις εν σημείον. Κατά ταύτα η έννοια της αιωνιότητος περιλαμβάνει την έλλειψιν πάσης διαδοχής καταστάσεων, περιεχόμενων ή ενεργειών εν τω Θεώ δια τούτο οι άνθρωποι παρατηρούντες την παρουσιαζόμενην ζωήν του Θεού, ζώντες εν τω χρόνω οι άνθρωποι ονομάζουν τον Θεόν άναρχον και ατελεύτητον.
Η αιωνιότις του Θεού είναι εν ανεξερεύνητον μυστήριον καθ’ ο ο Θεός υπάρχει κατά τον τρόπον της αιωνιότητος. Και μπορεί να σκέπτεται, να θέλει, να αγαπά και να συνεχή τον κόσμον όπου υπάρχει εν τρόπω του χρόνου. Ο Θεός κατά ταύτα κατέχει άπασαν την απείρως τέλειαν ύπαρξιν και ζωήν άνευ ουδεμία μεταβολή και εν πάση στιγμή της αιωνίου αυτού υπάρξεως. Η διηνεκής στιγμή του τρόπου της υπάρξεως του Θεού ήτις δεν γνωρίζει ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον. Την ιδιότητα της αιωνιότητος του Θεού διδάσκει η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση. Εν τη Παλαιά Διαθήκη Γενεσ. 21-23 ο Αβραάμ ονομάζει τον Θεόν αιώνιον <<Και επεκαλέσατο εκεί το όνομα Κυρίου Θεός αιώνιος>>.
Το αυτό νόημα έχει και ο στίχος Εξόδου 15-18 Κύριος Βασιλεύον τον αιώνα και επ’ αιώνα και έτη>>. Ομοίως το χωρίο Τωβίτ 13-1 <<Ευλογητός ο Θεός ο ζων εις τους αιώνας και η Βασιλεία αυτού ουκ έσται τέλος>>. Επίσης το χωρίον Ιώβ 36-26 <<ιδού ο ισχυρός πολύς και ου γνωσόμεθα αριθμός ετών αυτού και απέραντος>>. Επίσης πολλά εδάφια εις τους ψαλμούς και αλλού όπου επιβεβαιώνουν το άναρχο και αιώνιο του Θεού. Μέγιστης σημασίας μαρτυρία δια την αιωνιότητα του Θεού είναι και το κλασικόν χωρίον του ψαλμ. 89 ΣΤ. 2-4. <<Προ του όρη γεννηθήναι και πλασθήναι την γην και την οικουμένην και από του αιώνος και έως του αιώνος συ ει… Ότι χίλια έτη εν οφθαμοίς σου ως η ημέρα ή εχθές ήτις διήλθε και φυλακή εν νυκτί>>.
8
Γενικώς τόσον εν τη Παλαιά όσον και εν τη Καινή Διαθήκη και μάλιστα παρά τω Απόστολω Παύλω ο πολλάκις επαναλαμβανόμενος δοξολογικός τύπος <<Εις αιώνας αιώνων>> μαρτυρεί την αιωνιότητα του Θεού εν τη Καινή Διαθήκη βασικής και θεμελιώδους σημασίας δια την αιωνιότητα του Θεού είναι πάρα πολλά τα χωρία. <<Αμήν αμήν λέγω ημίν πριν Αβραάμ γένεσθαι εγώ ειμί Ιωάνν. 8-58>> και άλλα πολλά. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς εξαιρώντες το αΐδιον του Θεού διδάσκουν σαφώς περί της αιωνιότητος του Θεού. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς γράφει <<η δύναμις του Θεού παρέστιν αεί της εποπτικής, ευεργετικής, παιδευτικής, απτόμενη ημών δυνάμει ου γαρ εν γνόφω ή τόπω ο Θεός αλλά υπεράνω και τόπου και χρόνου.
Ο Ιερός Αυγουστίνος Γρηγόριος Νύσσης και άλλοι ορθώς αρνούνται την διάκρισιν εν τω Θεώ παρελθόντος και μέλλοντος, δεχόμενοι ως ήδη ελέχθη την αιωνιότητα του Θεού ως εν διαρκές παρόν. Η αιωνιότις όμως του Θεού προϋποθέτει και την έλειψιν μεταβολής ήτοι το αναλλοίωτον του Θεού. Ο Θεός ως καθαρόν και άπειρον πνεύμα είναι εκτός χώρου και χρόνου μη υποκείμενος εις τους περιορισμούς τούτων, δημιουργός ων αυτών. Η απουσία πάσης σχέσεως μεταξύ του αιωνίου Θεού και της δημιουργηθείσης ύλης και κατά συνέπειαν και του χρόνου προϋποθέτει ως εδίδαξεν ο Ιερός Αυγουστίνος έλληψιν μεταβολής και αλλοιώσεως παρά τω Θεώ. Και μόνο το γεγονός ότι ο Θεός δεν είναι υλική ύπαρξις αρκεί δια να καταδείξει την ιδιότητα του αναλλοίωτου εν τω Θεώ.
Ο Θεός αναλλοίωτος κατά την ουσίαν αυτού είναι απηλαγμένος πάσης εσωτερικής μεταβολής της ουσίας Αυτού, αυτή διαμένει εις τον αιώνα αμετάβλητος. Μεταβολή σημαίνει μετάβασιν εκ της μιας καταστάσεως εις την άλλην δια προσλήψεως ή δια αφαιρέσεως ουσιωδών ή δευτερευουσών μορφών στοιχείων ή γνωρισμάτων. Παρά τω Θεώ δεν υφίσταται ουδεμία γένεσις, διέλευσις, διαρροή, προσθήκη ή ανάπτυξη αλλά ούτε αποτελεί την εν Εαυτώ αμετάβλητον πνευματικήν τελειότητα. Ενώ τα πάντα παρέχονται και μεταβάλλονται, μόνον εις παραμένει αναλλοίωτος και αμετάβλητος, ο Θεός.
9
Η ιδιότις του αναλλοίωτου του Θεού εν σχέση προς την μεταβλητότητα των όντων παρουσιάζει μιαν δυσκολίαν κατανοήσεως. Λαμβανόμενου υπόψιν ότι αι ανθρωποπαθείς αι εν τη Αγία Γραφή περί Θεού, διαλαμβανόμενοι δεν δύνανται να ερμηνεύονται κατά γράμμα. Απηχούσαι και εκφράζουσαι μόνον το μεταβλητόν των ανθρωπίνων σχέσεων προς τον Θεόν και τας βουλάς αυτού. Η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον Θεόν οργιζόμενον δια τας αμαρτίας των ανθρώπων ή μετανοούντα επί τη κακία και μη τιμωρούντα αυτήν. Δεν σημαίνει τούτο μεταβολή των θείων αποφάσεων αλλά των ανθρωπίνων καταστάσεων και αποφάσεων εν σχέση προς τον αναλλοίωτον Θεόν.
Ότι ο Θεός απεφάσισε να καταστρέψει το ανθρώπινον γένος δια του κατακλυσμού αναφέρεται εν τη Γένεση 6-7 λέγων <<απαλείψω τον άνθρωπον ον εποιήσα από πρόσωπο της γης από ανθρώπου εως κτήνους και από ερπετόν εως πετεινόν ου ουρανού ότι μετεμελήθιν ότι εποίησα αυτούς>>. Το χωρίον τούτο δεν σημαίνει μεταβολήν της θείας αποφάσεως δια την δημιουργία αλλ’ αφενός μεν αϊδίον πρόγνωσιν των γεγονότων υπό του Θεού και αφετέρου εξωτερικήν εν χρόνω εκδήλωσιν της θείας δικαιοσύνης δι’ ης ο Θεός ετιμώρησε δια καταστροφής το γένος των ανθρώπων. Να ειπωθεί ότι ο Θεός όταν παρεμβαίνει δια τέτοιων παρεμβάσεων παρεμβαίνει σε περιπτώσεις που οι άνθρωποι έχουν παρεκκλίνει κατά πολύ από τους Θείους Νόμους. Έτερον απορία παρουσιάζει η εν χρόνω γενόμενη ενσάρκωσης του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος.
Το μέγα τούτο μυστήριον της θείας ενσαρκώσεως δεν δύναται να αντιτίθεται προς το αναλλοίωτον του Θεού. Δοθέντος ότι το σχέδιον τούτο της θείας οικονομίας προς σωτηρίαν της ανθρωπότητος υπήρχεν αϊδίως εν τω Θεώ εκδηλωθέν μόνον εν χρόνω. Ο δε Υιός του Θεού λαβών σάρκα ουδεμίαν μεταβολή ή τροπήν ή παραλλαγήν κατά την θείαν Αυτού φύσιν υπέστη προσλαβών προς χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων υλικόν σώμα. Αι εν χρόνω ενέργηαι του Θεού δεν δύνανται να μαρτυρούν τι το αντίθετο προς την Θείαν αμεταβλητότητα, αλλά είναι ελεύθεραι ενέργηαι της θείας και αμετάβλητου βουλής καθιστάμεναι μόνον γνωστοί εν χρόνω.
Δόξα το μόνω Θεώ των όλων. Δόξα τω μόνω ακατάληπτω.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια