top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 4 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 2 Φεβ 2022
  • διαβάστηκε 11 λεπτά

ree

1


Φα εσίμβροτον δόξαν ην βροτεία ουσία παράσχος ω αλάστωρ μη φέρων φρονιμότατων όψιν εισδύς γυναικί τεθεώσαι ιόν έχετε και ανδρι μετέδωκε λαθόντι σε υμνείν και λέγειν.


Το δυνατόν της γνώσεως του Θεού συνδέεται αναποσπάστως προς την περί υπάρξεως του Θεού. Μερικοί εκ των δογματολόγων ουδεμία διάκρισιν ποιούνται μεταξύ γνώσεως και υπάρξεως του Θεού. Είναι όμως αναγκαίον όπως προς πληρέστερον κατανόησιν του θέματος όπως διακριθεί η εξέτασις της γνώσεως από την της υπάρξεως του Θεού.


Δεδομένου ότι προηγείται το δυνατόν της γνώσεως του Θεού και έπεται η αναγωγή του ανθρώπου εις την ύπαρξιν και ουσίαν Αυτού. Έχων ο άνθρωπος εν εαυτώ έμφυτον την κλήσιν προς τον Θεόν και τελειοποιών αυτήν ανάγεται δια της φυσικής γνώσεως εις την θείαν ύπαρξιν και ουσίαν. Αυτή όμως ως ατελής και ελλιπής συμπληρούται υπό της υπερφυσικής γνώσεως. Δια ταύτης αποκαθαίρεται και εξυψούται η φυσική γνώσις εις τρόπον ώστε να καταστεί κατά το δυνατόν εφικτή η γνώσις της υπάρξεως και της ουσίας του Θεού. Το ότι η γνώσις αυτή δεν δύναται να είναι όμοια της επιστημονικής αντιλαμβάνεται πας ότι μη αποτελούσα η θεία φύσις και ουσία αντικείμενον του επιστητού, δεν δύναται να αποδειχθεί επιστημονικώς.


Εάν ηδύνατο να αποδειχθεί επιστημονικώς ως έχει ήδη παρατηρηθεί τότε η πίστις θα ήτο κάτι το περιττόν ή παροδικόν. Το δυνατόν της αναγωγής του ανθρώπου εις την θείαν ουσίαν και ύπαρξιν διδάσκουν η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις. Εν τη Παλαιά Διαθήκη, εν τη Βίβλω της Σοφίας του Σολομώντος κεφ. 13-1-5 διδάσκεται ή δια της φυσικής γνώσεως του Θεού αναγωγή του ανθρώπου εις την ύπαρξιν και ουσία του Θεού. <<Μάταιοι μεν γαρ πάντες άνθρωποι φύσει, εις παρήν Θεού αγνωσία και εκ των ορόμενων αγαθών ουκ ίσχυσαν ειδέναι τον όντα ούτε τοις έργοις πρόσχοντες επέγνωσαν τον τεχνίτην. Αλλ’ ή πυρ ή πνεύμα ή τάχινον. Ο γαρ του κάλλους γενεσιάρχης έκτισεν αυταί. Οι δε δύναμειν και ενέργειαν εκπλαγέντες νοησάτωσαν απ’ αυτών πόσω ο κατασκευάσας αυτάς δυνατότερος εστίν εκ γαρ μεγέθους καλλονής κτισμάτων αναλόγως ο γενεσιουργός αυτών θεωρείται>>.


2


Εν τω αυτό πνεύμα εκφράζεται και ο ψαλμωδός (ψαλμός 18.2) <<οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού ποιήσιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα>>. Την δια της φυσικής γνώσεως ύπαρξιν του Θεού μαρτυρεί και το χωρίο Ιωβ. 12-7 <<αλλά δη ερώτησον τετράποδα εάν σοι ειπώσιν πετεινά δε ουρανού εάν σοι απαγγείλωσιν>> και άλλα πολλά χωρία. Την ύπαρξιν του Θεού στην καινή διαθήκη μαρτυρεί το χωρίο (Ματθ. 6-26-32) <<εμβλέψαται εις τα πετεινά του ουρανού>>. Ομοίως και εις την Ιεράν Βίβλον των Πράξεων των Αποστόλων μαρτυρείται εμφανώς η δια της φυσικής γνώσεως ύπαρξις του Θεού.


Ο Απόστολος Παύλος απευθυνόμενος προς τους Εθνικούς των Λύστρων συμβουλεύει του ίνα επιστρέψωσιν <<επί Θεόν ζώντα ως εποίησεν τον Ουρανόν και την γην και την θάλασσα και πάντα τα εν αυτοίς ως εν ταις παρωχημέναις γενεές ίασαι πάντα τα έθνη πορεύεσθεσαι ταις οδοίς αυτών καίτοι ουκ αμαρτύριτον αυτόν άφηκεν αγαθουργόν ουράνοθεν ημών υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους εμπίπλων τροφής και εφροσύνης τας καρδίας ημών>> Αποτεινόμενος ο αυτός Απόστολος προς τους Αθηναίους επί του Αρείου Πάγου διετύπωσε την αληθείαν ότι ο άγνωστος Θεός ον καίτοι μη γνωρίζοντες ελάτρευον και εσέβοντο οι Αθηναίοι. Είναι ο Θεός, ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ ούτος ουρανού και της γης υπάρχων Κύριος. Εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και έσμεν (Πράξ. 17-24-28).


Προς δε τους Ρωμαίους γράφων λέγει <<Το γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμους τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότις>> (Ρωμ. 1-20). Ως επίσης και εις το χωρίο 2-14-16 λέγει <<όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιώσιν, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισίν νόμος. Οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών συμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων. Εν η ημέρα κρίνει ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων κατά το Ευαγγέλιον μου δια Χριστόν Ιησού.


Η ύπαρξις και ουσία του Θεού δεν μαρτυρείται μόνον υπό της Θεοπνεύστου Γραφής αλλά επίσης και υπό της Ιεράς Παραδόσεως. Ως γνωστόν οι Απολογηταί ιδία δε ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς ωμίλησαν περί του <<σπερματικού λόγου>>. Όστις αποτελεί την καλυτέραν εκδήλωσιν της εν τω κόσμω αποτυπωθείσης εννοίας του Θεού και του Θείου Λόγου (Ιουστίνος Απολογία Α.18-20 και Β.10-13).


3


Επίσης Αθηναγόρου <<Πρεσβεία περί Χριστιανών>> (5-8), Ο δε Θεόφιλος Αντιόχειας γράφει <<τον Θεόν μη δύνασθαι οραθήναι υπό οφθαλμών ανθρωπίνων δια δε της προνοίας και των έργων αυτού βλέπεται και νοείται. Ον τρόπον γαρ και πλοίον θεασάμενος τις εν θαλάσση κατηρτισμένον και τρέχον και κατερχόμενον εις διμένα δηλών ότι ηγήσεται. Είναι εν αυτώ κυβερνήτην τον κυβερνώντα αυτό ούτος δει νοείν είναι τον Θεόν. Κυβερνήτην των όλων ει και ου θεωρείται οφθαλμοίς σαρκίνοις δια το αυτόν αχώρητον είναι (Θεοφίλου Αντιόχειας προς Αυτόκλυκον Α.1-5 Β.Ε.Π. 5-15).


Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός διδάσκει ότι ο εκ Θεού λόγος και πάση σύμφυτος και πρώτος εν ημίν νόμος και πάση συννημένος επί Θεόν ημάς ανήγαγεν εκ των ορωμένων (Γρηγ. Ναζ. Λόγος 28-16). Περί της αποκαλύψεως των μυστηρίων του Θεού εις τους ανθρώπους διδάσκων ο Ιερός Δαμασκηνός λέγει. <<Και δια Νόμου και Προφητών πρότερων έπειτα δε δια του Μονογενούς αυτού Υιού Κύριε δε του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά το εφικτόν της εαυτού εφανέρωσε φύσιν>>.


Η αποκάλυψις της υπάρξεως και ουσίας του Θεού, η δια της φυσικής γνώσεως γενόμενη συμπληρούται και τελειούται υπό της υπερφυσικής γνώσεως του Θεού. Η υπερφυσική όμως γνώσις της ουσίας και υπάρξεως του Θεού μη δυνάμενη να καταστεί αντιληπτή υπό του ανθρώπινου λόγου διαγινώσκεται δια της πίστεως ήτις αποτελεί το συναίσθημα δι ου ο άνθρωπος ανάγεται εις την παρουσίαν και την ύπαρξιν του Θεού. Δεδομένου ότι το συναίσθημα αποτελεί συστατικόν της ανθρώπινης φύσεως αναγκαίως υπάρχον εις πάντα άνθρωπον, η πίστις αυτή εις τον Θεόν είναι απαραίτητος για όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο για τους Χριστιανούς.


Τούτο επιμαρτυρεί και ο συγγραφέας της προς Εβραίους Επιστολής εις τον ορισμόν της πίστεως <<εστίν δε πιστής ελπιζόμενον υπόστασις πραγμάτων έλεγχος ού βλεπόμενον (Εβρ. 11-1) και αν μεν παρά τους άλλους ανθρώπους η πίστις αυτή εις τον Θεόν είναι αναγκαία και απαραίτητος εις τους Χριστιανούς καθερόμενοι και ζωογονούμενοι, υπό της Θείας χάριτος καθίσταται βέβαια και αυθεντική αποβαίνει δε δύναμις ζωοποιός του θρησκευτικού και ηθικού βίου. Η γνώσις άρα της ουσίας και υπάρξεως του Θεού ενεργεί αφενός μεν επί της φυσικής γνώσεως, αφετέρου δε επί της υπερφυσικής. Την υπερφυσικήν ύπαρξιν και ουσίαν του Θεού φανερώνει εις τους Χριστιανούς η θεία Αποκάλυψις, την δε φυσική η Δημιουργία και κυβέρνησις του κόσμου ως και η συνείδησις του ανθρώπου.


4


Τα δύο ταύτα στοιχεία χρησιμοποιών ο ανθρώπινος λόγος ήχθη εις την προσπάθειαν να αποδείξει την ύπαρξιν και την παρουσίαν του Θεού. Οι ομιλούντες περί των αποδείξεων της υπάρξεως του Θεού δέον να έχωμεν υπόψιν ότι αυταί δεν δύνανται να νοούνται ως επιστημονικαί περί του Θεού αποδείξεις. Επί της παρατηρήσεως και του πειράματος στηριζόμεναι διότι ο Θεός ούτε αντικείμενον επιστημονικής παρατηρήσεως, ούτε και δια περάματος μπορεί να λογιστεί, λόγω του απείρου και της υπερβατικότητας του.


Εάν η ύπαρξις του υπέρτατου όντος και της απείρου Αυτού ουσίας ετύγχανεν αποδεκτή προς επιστημονική ανάλυση, τότε ο Θεός θα έπαυε να είναι υπερβατικός ως υποκείμενος εις την ανθρώπινην εμπειρίαν και θα μετεβάλετο εις αντικείμενον ερεύνης. Οιασδήποτε επιστήμης ο δε θεραπεύον της Ιεράς επιστήμης δεν θα διέφερε του απλού φυσιοδίφου ή μαθηματικού ή ιατρού. Όστις θα ηδύνατο να εισαγάγει το υπό έρευναν αντικείμενον εις το επιστημονικόν εργαστήριον, ο δε Θεός θα έπαυε να είναι Θεός. Λόγω όμως του ότι το ανθρώπινον πνεύμα ανέκαθεν εξήτησε να έβρει την πρώτην αιτίαν της συστάσεως και υπάρξεως των όντων και την αιτιώδη συνάφειαν αυτών και σχέσιν, να εξασφαλίσει την γνώσιν εκ τινός υπέρτατης ουσίας και αρχής οδηγηθεί εις την έβρεσιν των ενδείξεων τούτων της υπάρξεως του Θεού.


Αι αποδείξεις όμως αυταί δεν δύνανται να θεωρηθούν ως παράγουσαι την πίστην. Πολλώ δε μάλλον δεν δύναται να γίνει λόγος περί αναγωγής της πίστεως της μη υπό τούτων παραγόμενης εις γνώσιν. Διότι αι αποδείξεις αυταί δεν δύνανται να παράγουν την πίστην, έχει ήδη καταδειχθεί. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυταί είναι πανταπάσιν απόβληται και άχρησται αν μη και ασεβείς, ως υποστήριξεν ο Λατίνος συγγραφέας Αρνόβιος. Δι’ εκείνους όμως των ανθρώπων οίτινες πιστεύουν ήδη εις τον Θεόν, αι αποδείξεις αυταί τυγχάνουν τα μέγιστα ωφέλιμοι, αποδεικνύουσαι την εις Θεόν πίστιν. Ως λογικώς δικαιολογημένην δε και ενισχύουσαι ταύτην μεταποιούν εις πίστιν κατ’ επίγνωσιν.


Η συστηματική έκθεσις των αποδείξεων περί της υπάρξεως του Θεού είναι κατ’ εξοχήν έργον της απολογητικής, λόγω όμως της αδιαμφισβητήτου αξίας και σημασίας. Τούτο εθεωρήθει καλόν να αναφερθεί και εδώ ως ενισχύουσαι την πίστιν προς τον Θεόν του Χριστιανού. Ο Γερμανός φιλόσοφος Κάντιος εστράφη κατά των αποδείξεων τούτων, υποστηρίζει ότι το ανθρώπινον πνεύμα ματαίως προσπαθεί να εξέλθει των ορίων του αισθητού και να κατανοήσει το υπεραισθητόν ως και ότι αι ιδέαι τας οποίας ο νους νοεί δεν είναι και αναγκαίως και αντικειμενικώς αληθείς.


5


Εναντίων των απόψεων του ετάχθησαν πολλοί διαμαρτυρόμενοι Θεολόγοι ως και αρκετοί των Ορθόδοξων και Παπικών. Η απόδειξις αυτή περί της υπάρξεως του Θεού αφορμάται από του συλλογισμού ότι πάντα τα εν τω κόσμω όταν μεταβλητά κινούμενα, ενδεχόμενα και τυχαία δεν οφείλουν εις εαυτά την κίνησην. Μεταβολήν η αιτία, η αρχή αυτών αλλ’ εις έτερον τι. Η κίνησις παραδείγματος χάρη ενός όντως οφείλεται εις μίαν άλλην κινούσα αιτίαν, η δε άλλη εις έτερον και ούτοκαθεξις.

Τούτο όμως δεν δύναται να διαιωνισθεί επ’ άπειρον διότι εν τη αύτη περιπτώση δεν θα είχομεν εν πρώτον κινούν. Το πρώτον τούτον κινούν διδάσκει η απόδειξις αυτή είναι ο Θεός.


Άλλος τρόπος διατυπώσεως της αποδείξεως ταύτης είναι εκείνος καθ’ όν πάντα τα όντα του κόσμου τούτου είναι μεταβλητά. Λόγω της μεταβλητότητος όμως ταύτης δεν δύνανται ταύτα να έχουν εν αυτοίς την αιτίαν της υπάρξεως των δοθέντος ότι παν μεταβλητόν είναι και ατελές. Το ατελές όμως δεν δύναται να δημιουργήσει έτερον ατελές, ούτε εις τούτο να αναγάγει την αιτίαν της υπάρξεως του, συνεπώς κατ’ ανάγκη οδηγούμεθα εις μιαν πρώτην αρχήν αμετάβλητον και τελείαν ήτις είναι ο Θεός.


Τον αυτόν τρόπον συλλογισμού ακολουθεί η κοσμολογική απόδειξις ορμώμενη εκ του τυχαίου και του ενδεχομένου των εν τω κόσμω όντων. Την απόδειξιν ταύτην κατεπολέμησεν ο Κάντιος ειπών ότι αυτή δεν αποδεικνύει την ύπαρξιν του Θεού εκ της εμπειρίας, αλλά εκ της νοήσεως. Ως γνωστό όμως την απόδειξιν ταύτην την εχρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης φυσικά και μεταφυσικά. Ο Απόστολος Παύλος εις την προς (Ρωμαίους Επιστολή, 1-18-23 γράφει) <<Διότι οργή Θεού αποκαλύπτεται απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικείαν άνθρωπον, οίτινες κατακράτουσι την αλήθεια εν αδικία.


Επειδή ότι δύναται να γνωσθεί περί Θεού είναι φανερόν εν αυτοίς διότι ο Θεός εφανέρωσε τούτο προς αυτούς. Επειδή το αόρατο αυτού βλέπονται φανερώς από κτίσεως κόσμου νοούμενα δια των ποιημάτων η τε αϊδίως αυτού δύναμις και η θειότις ώστε αυτοί είναι αναπολόγητοι. Διότι γνωρίσαντες τον Θεόν δεν εδόξασαν ως Θεόν ουδέ ευχαρίστησαν αλλ’ εματαιώθησαν εν διαλογισμίοις αυτών και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία. Λέγοντες ότι είναι σοφοί εμωράνθησαν και άλλαξαν την δόξαν του άφθαρτου Θεού εις ομοίωμα εικόνας φθαρτού Θεού, εις ομοίωμα εικόνας φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετράποδων και ερπετών>>.


6


Περί της κοσμολογικής αποδείξεως ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ευστοχότατα παρατηρεί. <<Τα δε λοιπά κατά τε γένεσιν και φθοράν, αύξησιν τε και μείωσιν και την κατά ποιότητα μεταβολήν και την τοπικήν κίνηση τρεπτά όντα παντώς και κτιστά κτιστά δε όντα πάντως υπό τινός εδημιουργήθησαν δει δε των δημιουργών ακτίστων είναι Άκτιστος ουν ο δημιουργός παντώς και άτρεπτος εστίν>>. Η απόδειξις αυτή δεν παρέχει ακλόνητον βεβαιότητα περί της υπάρξεως του Θεού εξ αντιθέτου όμως δεν δύναται να θεωρηθεί και ως σόφισμα ή ως έλλειψη του ζητούμενου όπως εγράφη εις το παρελθόν αλλά επινοεί ικανώς την πεποίθησην του Χριστιανού εις την ύπαρξιν του Θεού.


Εν τω κόσμω τούτω διακρίνει πας την θαυμαστήν αρμονίαν και τάξιν προδιατεταγμένην ήτις αποβλέπει εις μίαν καθολικήν σκοπιμότητα. Η σκοπιμότις αυτή παρατηρείται τόσον επί των αποτελέστερων όσον και επί των τελειότερων όντων της δημιουργίας. Ένεκα της υπάρξεως της σκοπιμότητος ταύτης, αφενός μεν αποκλείεται το τυχαίον εν τη δημιουργία, αφετέρου δε άγεται η ανθρώπινη διάνοια εις την ύπαρξιν ενός υψίστου νου και καλλιτέχνου, ενός προδιατεταγμένου σκοπού. Ο ύψιστος αυτός νομοθέτης και πάνσοφος καλλιτέχνης είναι ο Θεός. Την απόδειξιν ταύτην εβρίσκομε εν τη Αγία Γραφή, εις τους ψαλμούς, εις την προς Ρωμαίους επιστολή και αλλού.


Πάντες όσοι ωμίλησαν περί των πολιτισμών των διαφόρων λαών από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον. Εγνώρισαν σε εμάς ότι ουδείς λαός υπήρξεν από του οποίου να απουσίαζεν η τάσις αυτού προς τον Θεόν ουδείς λαός υπήρξεν μη θρησκεύων. Και ουδείς λαός εβρέθει από καταβολής κόσμου που να μην πιστεύει εις την μετά το θάνατο ζωή. Το καθολικόν τούτο φαινόμενον της θρησκευτικότητας των ανθρώπων ήγαγε την ανθρώπινην διάνοιαν εις το συμπέρασμα ότι εάν δεν υπήρχεν ο Θεός δεν θα ήτο δυνατόν οι άνθρωποι να εξαρτούν την ύπαρξιν των εκ υπέρτατης δυνάμεως προς την οποίαν να απονέμουν σεβασμόν και λατρείαν.


Το γεγονός τούτο αποδεικνύει την ύπαρξιν του Θεού. Ενστερνιζόμενοι της αποδείξεως ταύτης προσάγεται το επιχείρημα ότι έστω και αν αποδειχθεί η θρησκεία ως καθολικόν φαινόμενον, τούτο δύναται μόνον να καταδείξει την τάσιν του ανθρώπου προς την ιδέαν του Θεού. Μη εβρίσκοντες την αντίρρησην ταύτην ως δεόντως τεκμηριωμένην, λέγομεν ότι η στάσις και η κλήσις του εσωτερικού ανθρώπου προς την ιδέαν του Θεού δεν αρκεί δια να μεταβληθεί εις θρησκείαν εάν όντως δεν υπάρχει το αντικείμενον της πίστεως.


7


Τόσο εις την Παλαιά, όσο και εις την Καινή Διαθήκη, οι Ιεροί Συγγραφείς κάνουν αναφορά για διάφορα ονόματα του Θεού, τα οποία αμυδρά την εικόνα της θείας μεγαλειότητας εκφράζουν. Η προσωνυμία κατ’ αρχήν Θεός δύναται κατά τους Πατέρας της Ορθοδόξου Εκκλησίας να προέρχεται είτε εκ του ρήματος τίθημι, ονομασθέντος ως δημιουργού του κόσμου, είτε εκ του ρήματος Θεώ (τρέχω) εκ του ότι ο Θεός περιτρέχει και πληροί το σύμπαν, είτε εκ του ρήματος αϊθείν (καίειν) ως πυρός και όντος πάσαν κακίαν και αμαρτίαν, είτε τέλος. Εκ του ρήματος θεάσθαι δηλούντος ότι ο Θεός θεάται τα πάντα ακόμη και προ της δημιουργίας αυτών.


Όταν ο Μωυσής εβρισκόμενος εν Χωρήβ ηρώτησε τον Θεόν είπων <<Ιδού εγώ εξελεύσομαι προς τους ιούς Ισραήλ και έρω προς ημάς ερωτήσου σοι με τι όνομα αυτώ;>> απάντησεν εις αυτόν ο Θεός απονείμας εις Εαυτόν της προσφυεστέραν των ονομασιών Του <<Εγώ ειμί ο ων>> (Έξοδος 3.14). Τούτο σημαίνει εγώ είμαι ο υπάρχων, το ον το απόλυτον, το εις Εαυτό την ύπαρξιν Αυτού οφείλον. Μη υποκείμενον εις επηρεασμόν ή εις περιορισμόν τινα μη δε δεόμενον τινός, εξ ου παρήχθησαν τα πάντα. Η ονομασία ουτέστιν <<όων>> υποδηλεί τα ιδιώματα της αυθυπαρξίας, αυτούσιας, αυτοτέλειας, αυθυποστάσεως, αιωνιότητος. Του ανενδεούς παντοδυναμίας πανταχού παρουσίας και άλλα.


Εις την Εβραικήν διάλεκτο απαντώμεν το όνομα Γιαχβέ όπου αποτελεί και την επίσημον παρ’ Εβραίους ονομασία του Θεού. Την οποίαν απαγορεύετο αυστηρώς να χρησιμοποιούν αντί αυτής εχρησιμοποιούσαν τα ονόματα: Ελ (Ισχυρός παντοκράτωρ), Ελοχίμ (Ισχυρός), Αδονάϊ (Κύριος), Σαβάθ (Παντοκράτωρ κύριος των δυνάμεων), Σαδάϊ (Παντοκράτωρ), Ελιών (Ύψιστος), Καδάϊ (Άγιος). Εν τη Καινή Διαθήκη ο Κύριος απέδωσεν εις τον Θεόν την ονομασία Πνεύμα σημαίνουσαν ον απλούν, αδιαίρετον, ασώματον και άυλον και ως εκ τούτου ακατάληπτον.


Το τοιούτον πνεύμα δεν δύναται να εκληφθεί εν πανθεϊστική έννοια μήδε να διακριθεί εν αυτώ το αντικειμενικόν από του υποκειμενικού πνεύματος. Εν τη έννοια του προσωπικού απολύτου, απείρου, τελείου και αγαθού συνεπώς όντος. Αι δύο προωρηθήσαι ονομασίαι του Θεού, ο ων και το Πνεύμα θεωρούνται ως αι προσφυέστερον αποδοθήσαι, αυτωπροσδιορίζουσαι την φύσιν και ουσία του Θεού. Η γνώσις και η θεωρία της ουσίας του Θεού τόσον εν τω παρόντι όσον και εν τω μέλλοντι κόσμω παραμένει δια πάντα τα δημιουργήματα του Θεού αδύνατον και εν αδιαπέραστον μυστήριον. Ο πλούτος της ουσίας και της ζωής του Θεού δεν δύναται υπό ουδεμίας δημιουργηθείσης γνωστικής δυνάμεως να κατανοηθεί και υπ’ ουδενός ανθρωπίνου λόγου και έννοια να εκφρασθεί.


8


Ο Θεός είναι μεγαλύτερος από το πνεύμα και την καρδίαν του ανθρώπου (Α΄Ιωάννου 3-20), αποτελεί δε δι ημάς εν ακατάληπτον μυστήριον. Είναι το ύψιστον ον πέραν και υψηλότερον του οποίου ουδέν άλλο δύναται να νοηθεί. Τούτο σημαίνει ότι ο Θεός δέον να νοείται προπάντων των όντων εξ ου τα πάντα εγένοντο. Δεδομένου δε ότι τα πάντα προέρχονται εκ του Θεού παραμένουν εν Αυτώ και αποκαλύπτουν Αυτόν. Το ότι ο Θεός ως δημιουργός της κτίσεως αγαπά ταύτην, θεωρείται αυτονόητον. Εάν ομιλώμεν περί του υπερφυσικού και ακατάληπτου του Θεού, δυνάμεθα να κατανοήσωμεν τούτο καλύτερον εάν συγκρίνωμεν τον άνθρωπο προς τον Θεόν. Γνωρίζομε ότι έκαστος εξ ημών αποτελεί εν αδιαπέραστον προσωπικόν μυστήριον. Δυνάμεθα να γνωρίσωμεν τον άλλον μόνον ένα αυτός αποκαλύψει ελευθέρως εαυτόν εις ημάς, πράξις δια τον αποκαλυπτόμενον είναι οδυνηρά.


Εάν ο πεπερασμένος και ατελής άνθρωπος αποτελεί δια τον συνάνθρωπον του μυστήριον, δυνάμεθα να εννοήσωμεν πόσο δυσχερές είναι να κατανοήσωμεν τον τέλειον και άπειρον Θεόν, ο οποίος κατευθύνει την ζωήν των ανθρώπων, συνδέει τα νήματα της ανθρώπινης ιστορίας και ζει μίαν υπέροχος μακαρίαν και πλούσιαν ζωήν, υπερβαίνουσαν την ανθρώπινην κατάληψιν. Η αιτία της ακαταληψίας του Θεού συνίσταται εις το γεγονός ότι ο Θεός είναι προσωπικός κατά διάφορον τρόπον από εκείνον παντός ανθρώπου.


Η αιτία επίσης του ακατάληπτου του Θεού οφείλεται και εις το τρισυπόστατον του Θεού ως έκφρασις και μορφή υπάρξεως της απείρου ζωής Αυτού, η οποία είναι βαθύτατον ακατάληπτον και αΐδιον μυστήριον. Αιτία προς τούτους του ακατάληπτου του Θεού είναι το άπειρον Αυτού το οποίον δεν δύναται να εκφραστεί δι’ ανθρώπινων λέξεων και εννοιών. Ο εν Χριστώ αποκαλυφθείς ζων Θεός είναι ακατάληπτος αφενός και κυρίως λόγω του τρισυπόστατου Αυτού, αφετέρου δε λόγω του απείρου το οποίον εξεικονίζεται εν τη τρισυπόστατω ύπαρξη. Η Θεία αποκάλυψις κατά ταύτα η φανερούσα εις ημάς τον Θεόν, δεν αποκαλύπτει το μυστήριον της ουσίας του Θεού αλλά θέτει τούτο εις το φώς.


Δόξα τη ση παγκοσμίω ποίηση. Δόξα τη ση παντουργία βούληση.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page