top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 33 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 19 Οκτ 2022
  • διαβάστηκε 10 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 23 Οκτ 2022


ree

1


Τους εξ αδαμ Ιησού μου αμαρτήσαντος παντας προ νόμου και εν νόμω Ιησού και μετά νόμων ο άθλιος Ιησου μου και χάριν νενίκηκα τοις πεπιθέσιν οίκτρο αλλα συ Ιησου μου ταις κρίμασι σου σώσον με.

Μέσα στο σώμα της Εκκλησίας μεταξύ των μελών ον και όλοι ο ίδιος ενώπιων του Θεού υπάρχει μια ιδιαιτερότητα αυτή της Ιεροσύνης.

Η Ιεροσύνη είναι το μυστήριων δι ου τη επιθέσει των χειρών του Επισκόπου και τη επίκληση τη θειας χάριτος κατέρχεται επί τον χειροτονούμενων η χάρις του Αγίου Πνεύματος αναδεικνύουν αυτόν κατοχον εις των έναν εκ των τριών της Ιεροσύνης βαθμών.


Περί των βαθμών τη Ιεροσύνης μαρτυρούν τόσο η Αγία Γραφή όσον και η Ιερά Παράδοσις. Ήδη εν τη Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος περί των τριών βαθμών της Ιεραρχίας του διακόνου και του πρεσβυτέρου αλλά και του Επισκόπου. Περί διακόνου ομιλούν οι Πράξεις των Αποστόλων εις το γνωστό χωρίον εις ο λόγος περί χειροτονίας των επτά διακόνων. Περί των πρεσβυτέρων και των επισκόπων έχουμε μαρτυρίας εκ των Πράξεων των Αποστόλων και εκ των ποιμαντικών και των άλλων όπως του Παύλου επιστολή ως επίσης και εκ της Αποκαλύψεως του Ιωάννου. Όπου γίνεται λόγος περί των επτά αγγέλων των Εκκλησιών οίτινες ταυτίζονται προς τους επισκόπους των Εκκλησιών.


Εκτός όμως της Αγίας Γραφής ρητός περί τον της Ιεροσύνης βαθμό μαρτυρούν ο Ιγνάτιος και ο Πολύκαρπος ως και οι μετά τους αποστολικούς τούτους πατέρες ιεροί τη Εκκλησίας συγγραφείς και πατέρες. Ο Ιερομάρτης Ιγνάτιος αναφερών εις την επιστολή του προς Φιλαδελφείς τους τρεις βαθμούς της Ιεροσύνης λέγει «μια σαρξ του Κυρίου εν ποτήριον εις ενώσεων του αίματος αύτου εν θυσιαστήριον ως εις επίσκοπος άμα το πρεσβείτερω και διάκονο» Β.Ε.Π. 2-277). Ως προς την επιθέσιν των χειρών του επισκόπου δια την ανάδειξη εις ένα εκ των βαθμών της Ιεροσύνης του χειροτονουμένου μαρτυρεί σαφώς η Αγία Γραφή. Κατ' αρχήν εις το περί της χειροτονίας των επτά διακόνων χωρίον εν θα λέγετε ότι οι Απόστολοι «προζευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας (Πραξ. 6,6).


Δια τη επιθέσεως δε των χειρών τον Αποστόλων και της επικλήσεως της θείας χάριτος αν εδέχθησαν οι χειροτονούμενοι εις κατάλληλα δοχεία τους Αγίου Πνεύματος. Δι ων επενεργεί η εν αυτοίς μεταδοθείσα θεία χάρις αφού βεβαίως προηγουμένως της χειροτονίας τουτων προηγήθη η εκλογη τούτων ύπο του λαού (Πραξ. 6.1-6). Την εκλογή δε ταύτην ηκολούθησεν η υπό των Αποστόλων γενόμενη χειροτονία. Το αυτό συνέβη και βραδύτερον εις τας εκκλησιαστηκάς κοινότητας υπό του Παύλου ιδρυθείσας. Ο Απόστολος Παύλος εχειροτόνει επισκόπους κα πρεσβυτέρους μαρτυρούμενους δια την προς τούτο καταλληλότητα τούτων υπό παντός του πλήθους ως συνέβη ωσαύτης και με τους επισκόπους Εφέσου και Κρήτης. Τιμόθεο και Τίτον (πραξ. 14-23 Α΄ Τιμοθ. 4-14-5-22 Β Τιμόθεον 1-6 και Τίτου 1-5).


2


Η επίθεση των χειρών δεν αποτελεί διάταξη του Κυρίου επί τους χειροτονούμενους αλλά των Αποστόλων. Του Κυρίου καλέσαντος εις το αποστολικό αξίωμα τους δώδεκα και τους εβδομήκοντα απλώς και μόνο δια του λόγου. Επειδή οι Απόστολοι ενέργησαν επί τη βάσει των εντολών του Θεανθρώπου, η πράξης αυτή των Αποστόλων θεωρείτε θεόθεν οικονομηθείσα και επιβληθείσα. Σχετικόν είναι και το γνωστόν χωρίον των Πράξεων 20-28 το διδάσκον ότι «το Άγιο Πνεύμα έθετο αύτοις επισκόπους πρεσβητέρας διακόνους ποιμένον της εκκλησίας του θεού». Ο Ιερός Χρυσόστομος Μέγας της Ιεράς Παραδόσεως μάρτης και διδάσκαλος αναφερόμενος εις την εν ταις πράξεις αναγραφόμενην χειροτονία των επτά διακόνων λέγει «εχειροτονήθεισαν δια προσευχής οι επτά διάκονοι τους πλήθους εκλεγμένοι τούτο γαρ η χειροτονία εστίν» Η χειρ επίκειται του ανδρός το δε πάνω θεός εργάζεται και η αυτού χείρ εστίν η απτομένη τη κεφαλής του χειροτονουμένου» (ερμηνεία εις τας πράξεις του Ιερού Πατρός. Εκτός όμως των τριών της Ιεροσύνης βαθμών υπάρχουν εν τη αρχαία Εκκλησία και έτεροι βαθμοί εν τω κλήρω.


Τοιουτοι δε ήσον του υποδιακόνου αναγνώστου ψάλτου και άλλων διακονοιμάτων. Τα εις των κατώτατο κλήρο ανήκοντα υπουργήματα καθερώθησαν από της Εκκλησία προς εκπλήρωση τότε ορισμένων υπαρχουσών απαραίτητων αναγκών. Σήμερα διατηρούνται μόνο τα υπουργήματα του υποδιακόνου και του αναγνώστου του δευτέρου ταυτιζόμενου και προς το του ψάλτου. Ως εν τω περί ιεραρχίας κεφάλαιο εξεθέσαμε το μυστήριο της Ιεροσύνης μεταδίδεται εις τους αξίους και τους αναξίους.


Δεν εξαρτάται από το ηθικό των χειροτονούντων ποίον διότι εν εναντία περίπτωση θα ευρισκόμεθα προ αδιεξόδου μη δυνάμενοι να είμεθα βέβαιοι εάν ο τελέσας το μυστήριον ιερέας ή αρχίερευς είχε την εξουσίαν του τελείν έγκυρα μυστήρια. Η διδασκαλία περί Βασιλείου Ιερατεύματος ουδόλως αντιστρατεύεται προς την περί Ιεροσύνης ότι η πρώτη ως καθολική πάντων των μελών της Εκκλησίας Ιεροσύνη υπάρχει δύναμη. Ενώ δια του μυστηρίου της Ιεροσύνης μεταδίδεται ειδική θεία χάρις εις τον χειροτονούμενον προς τέλεσιν των μυστηρίων της βασιλείας του θεού.


Περί της μεταδιδόμενης εν των μυστηρίω της Ιεροσύνης θείας χάριτος μαρτυρεί η Αγία Γραφή. Γίνεται λόγος περί χειροτονίας υπό των Αποστόλων των της Εκκλησίας μονίμων λειτουργών οίτινες καθίστανται ικανοί όπως μεταβιβάσουν μονίμων λειτουργών. Οίτινες καθίστανται ικανοί όπως μεταβιβάσουν τα δώρα του Αγίου Πνεύματος εις τους χειροτονούμενους. Ως συνέβη μεταξύ άλλων και με τον πρωτομάρτυρα Στέφανο τον οποίον ο Ιερός Λουκάς χαρακτηρίζει ως «άνδρα πλήρη πίστεως και πνεύματος αγίου και λέγει περί αυτού ότι ετέλει «σημεία και τέρατα μεγάλα νε των λαό» (Πράξη 6.8).


3


Τούτο ακριβώς εκθειάζων ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει μεταξύ άλλων «προ τούτου ουκ εποίει σημεία ίνα δεχθεί ότι ουκ αρκεί μόνη η χάρις αλλά και χειροτονία ώστε προσθήκη πνεύματος.» ο αυτός της Εκκλησιάς Ιερός Πατήρ περί του χαρίσματος του υπό του Παύλου προς τον Τιμόθεο δοθέντος γράφει «τουτέστι την χάριν του πνεύματος ην έλαβες εις προστασίαν της Εκκλησίας εις σημεία εις λατρείαν άπασαν εν ημίν γαρ εστί και σβέσαι και αναται τούτο. Υπό μεν γαρ ακηδίας και ραθυμίας σβέννηται υπό δε νήψεως και προσευχής διεγείρεται». Την θείαν του μυστηρίου χάριν καταδεικνύων ο Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει, «υπάρχουν κατά το φαινόμενον εκείνος τις ην αοράτω την δυνάμει και χάριτη την αοράτων ψυχή μεταμορφούνται προς το βέλτιον».


Το ότι η μετάδοσις της χάριτος κατ ούδενα λόγον δύναται να συμβιβάζεται προς τα χρήματα ή τα προνόμια είναι της πασίγνωστον. Όταν ο Σίμων ομογος ήθελησε να προσφερει χρηματικό ποσόν εις τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη εινα μεταδοθεί και εως τούτον η χάρις του Αγίου Πνευματος καταδικάσθει εις απώλεια υπό των Αποστόλον είποντες προς αυτόν «το αργύριον σου σοι είη εις απώλειαν ότι την δωρεάν του θεού ενόμισας δια χρημάτων κτάσθαι ουκ έστιν σοι μερίς ουδέ κλήρος εν τω λόγω τούτω η γαρ καρδία σου ουκ έστιν ευθεία έναντι του θεού». (πράξεις 8-20).


Το δίδαγμα τούτο της καινής διαθήκης δι' ου απαγορεύεται η μετάδοσης των χρισμάτων του Αγίου Πνεύματος δια χρημάτων. Το αυτό εδίδαξεν και η Ιερά Παράδοσης ονομασθέντων σιμωνικών πάντων εκείνων είτε χειροτονούν λαμβάνοντες χρήματα είτε προσφέρουν χρήματα εις τους χειροτονούντας δια να λάβουν την χάριν της Ιεροσύνης. Ο 29ος Αποστολικός Κανών ο 2ος της εν Χαλκηδών τέταρτης Οικουμενικής Συνόδου ως και ο 5ος της Ζ Οικουμενικής Συνόδου επιτάσουν καθαίρεσιν του χειροτονούντος και του χειροτονούμενου.


Εφ' όσον είτε ο πρώτος έλαβε είτε ο δεύτερος πρόσφερε χρήματα προς χειροτονία εν τω 5ου κανόνα αναγράφεται «Ει δε τις επί χειροτονία φανεί ποτέ γινέσθω». Κατά τον 29ο Αποστολικό Κανόνα τον λέγοντα ει τις επίσκοπο δια χρημάτων της αξίας ταύτης εγκρατής γέννηται ή πρεσβύτερος ή διάκονος καθαιρείσθω και αυτός και ο χειροτονήσας». Εννοείται βεβαίως ότι τα υπό των Σιμωνιακώς τελεσθέντα μυστήρια ως συμβαίνει και με την περίπτωσιν των αναξίως εις την Ιεροσύνη προσερχομένων είναι έγκυρα χωρίς να εξαρτάται το κύρος αυτών από της ποιότητος των τελούντων τούτα. Ως εις το περί ιεραρχίας κεφάλαιο είδομεν η αναγκαιότητα της Ιεροσύνης είναι προφανείς δοθέντος ότι λόγω του ορατού της Εκκλησίας χαρακτήρα αυτή έχει ανάγκην ποιμένων κανονικώς χειροτονουμένων.


Προς διαποίμανσιν και καθοδηγίαν εν τη αλήθεια των πιστών μελών του πληρώματος της Εκκλησίας. Κατά τον καθηγητή Π. Τρεμπελον (δογματική 3ος τόμος σελ. 305) παραθέτονται τα χωρία του Ιερού Χρυσοστόμου «πάντας ο θεός ου χειροτονεί δια πόντων δι ενεργεί». (ο Θεός αποδοκιμάζει μεν τούτους τους αναξίως εις την Ιεροσύνη προσερχομένους) μη γινόμενος σύμφωνος τοις αναξίως χειροτονούσιν ενεργεί και δια τούτων τα μυστήρια προς χάριν των αγιαζομένων πιστών». Ωσαυτός δε χαρακτηρίζεται η δια της χειροτονίας χορηγούμενη θεία χάρις ως η πνευματική εξουσία προς επιτελέσιν των Ιερατικών καθηκόντων συνοδευομένη εν τω αξίως Ιερουμένω υπό ειδικής παρά του θεού αντιλήψεως.


4


Εις θεάρεστον μεν εκτελέσει των Ιερατικών ακολουθιών εις Ιεροπρεπή δε και ενάρετο βίο. Και ως προς τον ανάξιο εις την Ιεροσύνη εισβάλοντα και τα ιερά και όσια καπηλευόμενον για κανένα λόγο δεν δυνάμεθα να είπωμεν ότι ο τοιούτος καθαίρεται και εξαγιάζεται υπό του θεού δια της φύσεως του μυστηρίου της Ιεροσύνης αλλά παραμένει άχρειον και ανόσιον όργανον δι ου μεταδίδεται η θεία χάρις η τους αυτής μεταλαμβάνοντας πιστούς αγιάζουσα αγιάζονται. Τουτον δε εις αιωνίων κατακρίσιν κι απώλειαν καταδικάζουσα και ταύτα μεν ισχύουν δια τον βέβηλον. Τον ορθώς σήμερον ουρανοκάπηλον καλούμενον ως δε προς τον εαυτόν κεκαθαρμένον έχοντα και την καλήν έσωθεν και έξωθεν μαρτυρίου κεκτημένον.


Ισχύουν οι λόγοι Γρηγορίου του Νύσσης του λέγοντος «η αυτή δε του λόγου δύναμις και τον Ιερέα ποιεί σεμνόν και τίμιον τη κοινότητα της ευλογίας προς τους πολλούς κοινότητας χωριζόμενων. Του ποιμνίου του αποδεικνύεται καθ ηγεμών πρόεδρος διδασκαλίας ευσεβείας μυστηρίων μυσταγωγίας και ταύτα ποιεί μηδέ του σώματος ή της μορφής αμειφθείς. Αλλά υπάρχων κατά το φαινόμενο εκείνος ως ην αοράτω τινί δυνάμει και χάριτι την αόρατων ψυχή μεταμορφωθείς προς το βέλτιον. Ως προς το ανεπανάληπτο του μυστηρίου της Ιεροσύνης ισχύουν όσα περί του βαπτίσματος ελέχθησαν. Συμμαρτυρούντος επίσης του 68ου κανόνας των Αποστόλων λέγοντες «ει της επίσκοπος ή πρεσβυτέρους ή διακόνους δεύτερον χειροτονία δέξηται καθερίσθω και αυτός και ο χειροτονήσας».


Εκτός των διοικητικών προσόντων που παραχωρούνται στον επίσκοπο (με βασική προϋπόθεση ότι λειτουργεί και διοικεί με γνώμονα θείο δίκαιον άμεμπτος και ακριβοδίκαιος στοιχεία που σήμερα είναι ανύπαρκτα το προσόν που επικρατεί είναι να κουνούν το δάκτυλο λέγοντας εγώ κάνω κουμάντο». Σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας εξαιρουμένως των δύο έτερων της ιεροσύνης κέκτηται αύτων. Κατά τους Πατέρας διαφέρει κυρίως και κατά βάση διότι μόνον εις τον επίσκοπον απενεμήθη το δικαίωμα του χειροτονεί όχι τις τους δύο έτερους βαθμούς της Ιεροσύνης.


Την διδασκαλίαν τούτην στήριξε ή Ιερά Παράδοσης επί χωρίον της Καινής Διαθήκης μαρτυρούντων περί της επιθέσεως των χειρών του εις τον επίσκοπον Εφέσου Τιμόθεο. Ως επίσης και εν τη επιθέσει των χειρών των Αποστόλων προς χειροτονίαν των επτά διακόνων (Α Τιμοθ 4-14 Πραξ 6-6/14-23 προβλεπόμενα 1ου αποστολικού κανόνα). Ο Ιερός Χρυσόστομος ομιλών περί της διαφοράς του βαθμού του επισκόπου από των δύο ετέρων βαθμόν ως προς το ότι μόνον οι επίσκοποι δύνανται να χειροτονούν, παρατηρεί ότι οι επίσκοποι «τη χειροτονία μόνη υπερβεβήκασι κι τούτο μόνο δόκουσι πλεονεκτειν τοις πρεσβυτέροις (ομιλία ως προς την πρώτη προς Τιμόθεο επιστολή 4-14/11-23 1ον αποστολικό κανόνα).


5


Την διακρισιν και υπεροχή του επισκοπικου αξιώματος υπερ τους άλλους δυο βαθμούς διδάσκει και ο Μέγας Αθανάσιος και ο Κωνσταντίας της Κύπρου Επιφάνειος καταφερόμενος κατά της υπό τίνος εκφρασθείσης γνώμης περί ισοτιμίας και των τριών της Ιεροσύνης βαθμών. Ως προς το γάμο των κληρικών είναι γνωστή η αντίδρασης του άγαμου και ασκητού επισκόπου Πανφοντιου εν τη Α΄ Οικουμενική Σύνοδο η τις και απέρριψε την καταναγκαστική αγαμία του κλήρου. Ως προς τον γάμου των επισκόπων υπάρχουν παραδείγματα εγγάμων επισκόπων κατά τοις πρώτους αιώνας του χριστιανισμού. Έως τη αντιθέτου αποφάσεως υπό της Πενθέκτης Συνόδου ητις και επέτρεψε να γίνονται επίσκοποι μόνον οι άγαμοι ή οι εν χηρεία διατελούντες.


Υπό της αυτής Συνόδου εθεσπιστεί και το πρόβλημα του γάμου των κληρικών μετά την χειροτονία. Μετά την χειροτονία δια του έκτου κανόνος της συνόδου ταύτης ως και δια του 26ου αποστολικού κανόνος απαγορεύθει ο γάμος. Να σημειώσουμε ότι εις τον κλήρο μπορούν να προσέλθουν μόνον χριστιανοί ορθόδοξοι βαπτισμένοι. Εν αντιθέσει προς τας αποφάσεις της Πενθέκτης Συνόδου εις την Δύσιν έχουμε από του τετάρτου και πέμπτου αιώνα τάσεις για γενικής επιβολής καθολικής αγαμίας εις τον κλήρον. Η τάσεις αύται ανανεώθηκαν εν τη εν Τολέδο Σύνοδο (531) και βραδύτερον δια πολλών Παπών επεβλήθη αντιπαραδοσιακού θεσμού επεβλήθη και επικρατεί εως σήμερα.


Επειδή μιλήσαμε περί γάμου καλό είναι να πούμε με δύο λόγια για το μέγα αυτό μυστήριο αυτό σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Αποστόλου Παύλου. Γάμος είναι το θεοσύστατον μυστήριον εν ω δια των ευχών του ιερέως ή Αρχιερέως κατέρχεται η θεία χάρης εξαγιάζουσα τον ελευθέρος μεταξύ ανδρός και γυναικός σύνδεσμον. Και εξηψούσα την φυσικήν ταύτην ένωσην προς πραγμάτωση των εκ αυτής απορεόντων σκοπό. Η ένωσης ανδρός και γυναικός υφίστατο ήδη απ' αυτής της δημιουργίας των πρωτόπλαστων ως ο θεός δημιούργησε εν φυσική και θεία μετ’ άλλη των ένωση δι ης παρείχετο εις τούτους η δυνατότης αφ ενός μεν ευζωίας και αλληλοβοηθείας αφ’ έτερου δε συνεχείας και διαιώνισης του ανθρωπίνου γένους επί της γης.


Οι λόγοι του Αδάμ επί της θέα της γυναικός αυτού Εύας «τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου, αυτή κληθήσεται γυνή ότι εκ του ανδρός αυτή ελήφθη. «ένεκεν τούτου εγκαταλείψει άνθρωπος τον Πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και προσκοληθήσεται προς την γυναίκα αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μιαν» (Γενέσεως 2-23-24). Η κατά θείαν πρόρρηση και θείον φωτισμόν λεχθέντες αποτελούν ήδη από της δημιουργίας του ανθρώπου θεμελιώδους σημασίας μαρτυρίαν περί του αδιάσπαστου μεταξύ ανδρός και γυναικός φυσικού συνδέσμου. Εμφαινομένου επίσης και εξ της περιγραφής της Γενέσεως περί τη δημιουργίας της γυναίκας εκ τη πλευράς του ανδρός.


6


Εκ του συνδέσμου του τον του ήδη εν τη Παλαιά Διαθήκη απαντώντος δηλούται το αδιάλυτον και αδιάρρηκτον του γάμου αποκλείεται δε κατά συνέπεια πάσα παραφθορά και διαστροφή του νοήματος της ενώσεως ανδρός και γυναικός. Δεδομένου επίσης σύμφωνος και προς την εν τη Γενέσει διετετυπομενη παράστασιν της δημιουργίας της γυναικός ως εκ του ανδρός ειλημμένης και κατά συνέπεια εν σώμα μετ' αυτού αποτελούσης. Ότι ανήρ και γυνή αποτελούν πλήρη άνθρωπον. Ο σύνδεσμος ανδρός και γυναικός θεωρείται αυτονόητος τούτο δε συνάγεται και εκ τη ανθρώπινης εμπειρίας εφόσον εις την ανθρώπινη διανόηση και ζωήν δεν έχει παρεισδύσει η διαφθορά και η διαστροφή.


Επί τη ενώσεως ταύτης ακριβώς στηριχθείς ο θεάνθρωπος εξύψωσε ταύτη τη μυστήριον εν τη Κ. Διαθήκη και καθαγιάσας θείο δικαίω. Δια τούτο δε επανοίγαγε την ανθρωπότητα εις την προ της πτώσεως χαραχθείσαν πορεία του ανθρωπίνου γένους και αποκαθάρε την θεάρεστον από την αμαρτίαν ανθρώπινην φύσιν. Και ανέκοψε προς το κακόν και την διαστρέβλωσιν του θείου του τον θεσμού εις πολυγαμίαν και πολυανδρεία εκπεσόντες. Κατά την μαρτηρίαν Ιωάννου του Ευαγγελιστού το πρώτο θαύμα ετέλεσεν ο θεάνθρωπος ή μεταβολή του ύδατος εις οίνον καθ ον χρονον ο Ιησούς παρήστατο εις τον εν Κανά γάμον (Ιωάννου κεφ 2ον).


Ο ίδιος επίσης ο θεάνθρωπος αυθεντικώς επισφράγιζων τον χαρακτήρα της ενώσεως ανδρός και γυναικός επανέλαβε τους εν τη Γένεσει αναφερομένου λόγους καταδεικνύον τον ενιαίον σύνδεσμο Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Και εξειψών εν τη Παλαιά Διαθήκη θεσμόν εις μυστήριον. Ήδη ο Απόστολος Παύλος προς παράστασιν του δεσμού μεταξύ ανδρός και γυναικός εξεικονίζεται η ένωση αυτή δια τη μυστική ενώσεως της Εκκλησιάς μετά του Χριστού. Όπως ο Χριστός εξ απείρου Αγάπης προς την Εκλλησίαν κινούμενος «περιποιήσατο αύτην δια του ιδίου αίματος» (Πραξ. 20-28).


Ούτω και ο άνηρ οφείλει να αγαπά την εαυτόν γυναίκα αποτελούσαν εν αυτώ μέρος του σώματος αυτού εκ των οστέων και εκ τις σαρκός αυτού. Τον σύνδεσμο μεταξύ ανδρός και γυναικός ως και την υπακοή της γυναικός εις τον άνδρα και την αγάπη δε του ανδρός προς την γυναίκα εκφράζει το χωρίον του Παύλου Εφεσίους 5-22-33. Εις το χωρίον τούτο ο Απόστολος Παύλος τον δεσμό ανδρός και γυναικός ονομάζει ως μυστήριο μέγα. Κάτι που καθιστά αναμφίβολο τον χαρακτήρα του θεοσύστατου χαρακτήρα αυτού του γεγονότος. Και μόνο η ονομασία του Απόστολου Παύλου ως μέγα μυστήριο είναι αρκετό για να χαρακτηριστεί το μυστήριο του γάμου θεοσύστατο.


Το συμπέρασμα ότι η Καινή Διαθήκη ενισχύει τη θέση του Αποστόλου Παύλου ότι το μυστήριο του γάμου είναι υπό την ροπή της θείας χάριτος βεβαιώνεται και εκ των χωρίων (Α΄ Πέτρου 3-7, Α΄ Κορινθίους 7-10-14 Κολοσαεις 3-18, Α΄ Τιμοθέου 2-15). Το περί του Μυστήριου του Γάμου το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής διατυπώνει σαφώς και αλάθητως ερμηνεύς της Αγίας Γραφής. Η Ιερά Παράδοσης δια των Πατέρων και εκκλησιαστικων συγγραφέων αποσαφήνιζε τα εν τη γραφή τα περιεχόμενα διδάγματα. Παραδόσασα μέχρι σήμερα εις ειμας αλώβητα απαραχάρακτα την του μυστηρίου του γάμου αλήθεια.


Δόξα οικονομία τη αρρήτο και θεία. Δόξα τη σωτηρία τη ανθρώπων ουσίας.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page