top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 31 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 5 Οκτ 2022
  • διαβάστηκε 10 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 19 Οκτ 2022


ree

1


Τον Μανασήν Ιησού μου, τον Τελώνην, την πόρνην, τον Άσωτον οικτήρμον Ιησού και το ληστήν υπερβέβηκα και Ιησού μου ενεργός και άτοπος Ιησού αλλά συ Ιησού μου προφθάσας με διάσωσον.


Η Εκκλησία είναι η ταμειούχος της Θείας Χάριτος εν η μετοχετεύονται δια της εωχής του Ιερατείου τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος εις τους πιστούς. Εκτός όμως της Θείας Χάριτος της δια της Εκκλησίας εις τους πιστούς δωρούμενης και χορηγούμενης, η Εκκλησία είναι επίσης ο φύλαξ και ο αλάθητος ερμηνεύς της Θείας Αποκαλύψεως.


Ως έχει σημειωθεί και από νεότερους επιστημονικούς διδασκάλους σε διεθνή θεολογικά συνέδρια, η μαρτυρία της Εκκλησίας βεβαιοί ημάς τόσον περί της Αγίας Γραφής, όσον και περί της Ιεράς Παραδόσεως. Και περί μεν της Αγίας Γραφής διδασκόμεθα εκ της Εκκλησίας πόσα και ποια είναι τα κανονικά αυτής βιβλία, πότε και υπό τίνων εγράφησαν. Διότι άνευ της μαρτυρίας της Εκκλησίας θα υπήρχε σύγχυσις και έλλειψις βεβαιότητος και αστάθεια. Το αυτό δέον να λεχθή και δια την Ιεράν Παράδοσιν, αυτή ηνδρώθη και διετυπώθη και διεφυλάχθη εντός της Εκκλησίας. Άνευ δε της Εκκλησίας δεν θα ηδυνάμεθα να έχωμεν Ιεράν Παράδοσιν.


Εκτός όμως της ύψιστης σπουδαιότητος της αυτής υπηρεσίας της Εκκλησίας, αύτη είναι ως ελέχθη ο αλάθητος ερμηνεύς και φύλαξ της Θείας Αποκαλύψεως. Ομιλούντες περί αλαθήτου της Εκκλησίας δεν εννοούμεν το αλάθητον εις τας της λατρείας και της διοικήσεως της Εκκλησίας διότι τα τοιαύτα δεν χρίζουν αλαθήτου ως υποκείμενα εις εξωτερικές μεταβολές. Εννοείται βεβαίως ότι τόσο εις την λατρείαν, όσο και εις την διοίκησιν ο εσωτερικός δογματικός πυρήν εννοείται ότι δεν μεταβάλλεται. Η έννοια του αλάθητου κατά ταύτα αφορά μόνον ότι αφορά τα δόγματα.


Αποφαίνεται δε περί αυτών ο αλάθητος, ούτε μόνον ο λαός, ούτε μόνον ο κλήρος, αλλά από κοινού κλήρος και λαός αίτινες είναι οι θεματοφύλακες και οι φρουροί των της Ορθοδοξίας αληθειών. Όργανον του αλάθητου της Εκκλησίας κατά την ημετέραν ορθόδοξον άποψιν είναι μόνον αι Οικουμενικαί Σύνοδοι. Προ του σχίσματος μεταξύ της Ανατολής και Δύσεως επεδέχετο τούτο και η Παπική Εκκλησία εκτραπήσα μετά το σχίσμα δια μέσου των αιώνων εις διαφόρους καινοτομίας αντιτιθέμενας άκρως προς την αρχαίαν και ανόθευτον της Εκκλησίας Παράδοσιν. Υποκατέστησε δε από του παρελθόντος αιώνος το κύρος των Οικουμενικών Συνόδων εισάγουσα το αλάθητο του Πάπα καινοφανές δόγμα.


2


Εν αντιθέσει προς ταύτα η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται ότι προκειμένου περί δογματικών και ηθικών αληθειών αποφαίνεται αλαθήτως η Εκκλησία δια των αντιπροσώπων αυτής Αρχιερέων συνερχόμενων εν Οικουμενικές Συνόδους της καθοδήγηση και έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Ψυχή της Οικουμενικής Συνόδου κατά ταύτα και συνοδός και σύμβουλος αυτής είναι το Άγιον Πνεύμα, το οποίον δεν επενεργεί επί των Ιεραρχών εις την περίπτωση που δεν έχουν καθαράς καρδίας και δεν διακατέχονται από αγάπη προς την αλήθεια και στο να γίνει το θέλημα του Κυρίου.


Αλλά κατέχοντες από υστεροβουλία και ιδιοτέλεια, προσέρχονται προς εξέτασιν διαφόρων θεμάτων. Εν τη τοιαύτη περιπτώσει στερούνται της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Επενεργεί συνεπώς το Άγιον Πνεύμα και καθαγιάζει την Ιεράν Σύναξιν δια της παρουσίας Του. Τούτο πραγματοποιείται μόνο όταν οι αποτελούντες αυτήν την Σύνοδο κέκτηνται καρδίαν ειλικρινή και καθαράν και πρόθυμον να ερευνήσει και να εύρει την αλήθειαν απιλαγμένη παθών και ανθρώπινων μικροτήτων.


Η χάρη του Αγίου Πνεύματος εις την Οικουμενικήν Σύνοδον δια της παρουσίας της λαμπρύνει την Σύνοδο, αλλά δεν μετοχετεύει και δεν αποκαλύπτει νέας αλήθειας εις τους μετέχοντας Ιεράρχας της Συνόδου, ουδέ επιβάλει επί των βουλήσεων αυτών Θείας Αποφάσεις προς τα οποίας αντίκειται η ανθρώπινη θέλησις εις εξαναγκασμόν και βίαν. Αλλά επενεργεί προς ερμηνεία και κατανόησιν των ήδη εν τη Αγία Γραφή περιεχομένων Θείων Αληθειών και διατύπωση τούτων αλαθήτως εις τα δόγματα.


Σύμφωνα και προς τα περί θεοπνευστίας λεχθέντα η χάρις του Αγίου Πνεύματος μη παρακωλύουσα την ελεύθερον λειτουργίαν των δυνάμεων της ψυχής του ανθρώπου, εξαιρεί, ενδυναμώνει και αποκαθαίρει ταύτας προς εύρεσιν του αληθούς και ορθόδοξου νοήματος των Γραφών. Προς τούτο απαιτείται η ελευθέρα του ανθρώπου έρευνα και η λειτουργία των πνευματικών αυτών δυνάμεων προς διατύπωσιν αλαθήτως της ευρεθείσης θείας αλήθειας. Ουδεμία Οικουμενική Σύνοδος δύναται να αποφανθεί ότι είναι οικουμενική με το πέρας των εργασιών της, λόγω του πρόσφατου της διατυπώσεως των αληθειών, διότι δεν δύναται το εκκλησιαστικό πλήρωμα να αποφανθεί επί των αποφασισθέντων υπό της Συνόδου ταύτης, μη δυνάμενων να καταστούν συνείδηση του λαού εντός βραχέως χρονικού διαστήματος.


3


Για να επιβεβαιωθεί το αλάθητον τούτων επί τη βάσει της Αγίας Γραφής, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενον να συγκληθούν Σύνοδοι επί σκοπό αλάθητων θείων αληθειών ήτοι ως Οικουμενικαί και εθεώρησαν ως ληστρικαί. Ως παράδειγμα η εν Εφέσσω Σύνοδος του 449 η συγκληθείσα ως Οικουμενική βραδύτερων συμπάσης της Εκκλησίας αποβληθείσα και παραμένει ως σήμερα ως ληστρική. Έχει συμβεί και το αντίθετον, συγκληθείσαι Σύνοδοι ως μη Οικουμενικαί να τύχουν αναγνωρίσεως υπό παντός του πληρώματος καταταγήσαι μεταξύ των οικουμενικών. Ως η δεύτερα Οικουμενική Σύνοδος του 382 εν Κωνσταντινούπολη.


Για τον χαρακτηρισμό μιας Συνόδου ως Οικουμενική δεν είναι προϋπόθεση μέγας αριθμός συμμετεχόντων Επισκόπων. Ως συμβαίνει με τας δευτέραν και πέμπτην Οικουμενικάς Συνόδους των οποίων ο αριθμός των συμμετεχόντων Επισκόπων εκυμαίνετο περί τους 150. Αλλά και η εν Κωνσταντινούπολη συνελθούσα Σύνοδος το 879 αν και συμμετείχαν 383 Επίσκοποι δεν ανεγνωρίσθη υπό της Εκκλησίας ως Οικουμενική, ως και του 861 Σύνοδος, η προς την Α’ Οικουμενική παραλληλίσασα και πρωτοδεύτερα αυτονομασθείσα της οποίας οι συμμετέχοντες Επίσκοποι ανήλθαν εις τους 300. Κριτήριο Οικουμενικότητάς μιας Συνόδου δεν είναι ο μέγας αριθμός συμμετεχόντων εις αυτήν, ουδέ η επιβολή των αποφάσεων δια του εξαναγκασμού.


Αλλά η αναγνώρισις του αλάθητου κύρους των αποφάσεων αυτής υπό του εκκλησιαστικού πληρώματος που είναι ο φύλαξ και ο φρουρός του αλάθητου και της αληθείας εν τη Εκκλησία. Ως ελέχθη αν και συνέρχονται εν συνόδους διατυπούντες την εκκλησιαστικήν διδασκαλίαν Θείω Δικαίω τα υπ’ ούτων θεσπιζόμενα και διατυπούμενα δεν δύνανται να θεωρηθούν αφ’ εαυτών ως αλάθητα και ορθά εάν δεν τύχουν της επιδοκιμασίας ολόκληρου του εκκλησιαστικού πληρώματος.


Καθότι ναι μεν μιλούν ως εκπρόσωποι του λαού αλλά δεν μπορούν να θεωρηθούν εντολοδόχοι και φερέφωνα του ποιμνίου καθότι δεν επιλέγησαν από το πλήρωμα, αλλά διορίστηκαν από μια ομάδα ιερέων κατά παράβαση όλων των ηθικών αρχών και κριτηρίων που ζητάει η Εκκλησία. Κατά ταύτα το αλάθητον της Εκκλησίας διατυπούται και διαφυλάσσεται υπό του πληρώματος της Εκκλησίας, όχι μόνο των Ιεραρχών. Εννοείται ότι οι μετέχοντες εις τας Συνόδους Ιεράρχαι εκπροσωπούν το ποίμνιον με την προϋπόθεση το ποίμνιο συμμετείχε στην εκλογή τους.


4


Η παραθεώρησις του αυθεντικού δικαιώματος των λαϊκών από μερίδα Ιεραρχών, το να αποκλείουν το δικαίωμα που έχουν ή λαϊκό θείω δικαίω να μετέχουν σε όλες τις αποφάσεις της Εκκλησίας τόσο στην εκλογή του Ιερατείου, όσο και εις την διοίκησιν, δεν είναι μια απλή καταπάτηση δικαιωμάτων που έχουν παραχωρηθεί θείω δικαίω αλλά έχει τεράστιες πνευματικές και δογματικές διαστάσεις. Δεν επιτρέπει στη θεία χάρη να εκδηλωθεί, καθιστά την ομάδα αυτή απόβλητη από το θείο σώμα της Εκκλησίας. Οι πατέρες λένε οτιδήποτε γίνεται εκτός των ορισμών της Εκκλησίας και αν ακόμη είναι δίκαιο και σωστό δεν είναι αποδεχτό από την Εκκλησία. Δεν έχει ευλογία, δεν λειτουργεί η Θεία Χάρη, θεωρείται αποστασία κατά της Εκκλησίας.


Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ορατή και αόρατος αποτελούμενη εκ δύο τμημάτων της στρατευόμενης και της θριαμβεβούσης. Τόσον η στρατευόμενη, όσον και η θριαμβεβούσα εννούνται αδιάσπαστος και αποτελούν εν ενιαίον όλον, ευρίσκονται δε μεταξύ των εις στενάς σχέσεις. Του φαινομένου τούτου χαρακτηριζόμενου ως κοινωνίας αγίων λόγω του ότι οι πρώτοι Χριστιανοί εκαλούντο μεταξύ των άγιοι.


Εκ τούτου συμπεραίνεται ότι η κοινωνία των αγίων είναι σύμπασα η Εκκλησία, περιλαμβάνουσα πάντας τους Χριστιανούς όλων των εποχών και των αιώνων, τους τε ζώντας και τους κεκοιμημένους οίτινες επίστευσαν και πιστεύουν εις τον Ιησού Χριστόν ως Θεόν και Σωτήρα. Εφόσον εξεικονίζεται εν τη Αγία Γραφή η εν τη Εκκλησία σχέσις του Ιδρυτού αυτής Θεανθρώπου προς τους ζώντας και τεθνώντας ανθρώπους τους εις Αυτόν πιστεύσαντας. Ως σχέσις κεφαλής προς μέλη του ενός σώματος δυνάμεθα να ομιλούμεν και περί της κοινωνίας των αγίων ως εχόντων άρρηκτους δεσμούς προς αλλήλους, καθότι αποτελούν μέλη του ενός σώματος του Κυρίου.


Συνεπώς, λέγοντες κοινωνία αγίων ομιλούμεν περί των σχέσεων οίτινες υφίστανται μεταξύ των μελών της Εκκλησίας προς άλληλα και προς την μίαν κεφαλήν πάντων των αγίων, ήτοι τον Θεάνθρωπον Ιησού Χριστόν, προϋποθέτουμε την συμμετοχήν πάντων των πιστών εις το σώμα του Κυρίου. Δια του Αγίου Πνεύματος καθαγιαζομένων λαμβάνεται δε υπόψιν η πάντων δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος καθαγίασις τη συμμετοχή εις τα αυτά μέσα της σωτηρίας. Ήδη εις την περί Εκκλησίας εισαγωγικήν παράγραφο παρετέθησαν χωρία (Κολοσ. 1-18,22 Εφεσ. 4-15,16 Α’ Κορινθ. 12-27) που εξεικονίζουν τας σχέσεις των πιστών προς άλληλα και προς την κεφαλήν αυτών.


5


Τα χωρία ταύτα ως και έτερα εν συνδυασμώ προς την διδασκαλίαν της ημετέρας Εκκλησίας λαμβανόμενα μαρτυρούν περί του αδιασπάστου συνδέσμου, όστις υφίσταται μεταξύ των μελών της Εκκλησίας. Των οποίων ο θάνατος δεν δύναται να διαλύσει των δεσμών αυτών εις τρόπον ώστε ούτε ημείς οι ζώντες δυνάμεθα να λησμονήσωμεν τους προ ημών εν πίστει τελειωθέντας, ήδη δε την μακαριότητα προ απολαύοντας. Ουδέ ούτοι ημάς του επί γης ευρισκόμενους και τους κατά του διαβόλου και της αμαρτίας αγωνιζόμενους. Μεταξύ των τετελειωμένων δικαίων περιλαμβάνονται πάντες οι του Ισραήλ Πατριάρχαι και οι αυτών εν οσιότητι βίου ζήσαντες και εις Χριστόν πίστεως πρόδρομοι γεγονότες.


Οι άγιοι και οι μάρτυρες, οι δια Χριστόν μαρτυρήσαντες προ των οποίων κατατάσσονται οι Απόστολοι και η Άχραντος του Κυρίου Μητήρ Θεοτόκος Δέσποινα και οι Άγγελοι οι των Θεών εν ουρανοίς αδιακόπως δοξολογούντες τα έργα Αυτού και ημάς προστατεύοντες. Πάντες οι ουρανοπολίται συνδέονται μεθ’ ημών δια της αυτής πίστεως, αγάπης, συμπάθειας δι’ ημάς και φροντίδας. Προς πάντας δε τούτους η στρατευόμενη Εκκλησία στρεφόμενη κατά τον νουν και την βούλησιν ύψωσε χείρας ικετήριους όπως ούτοι μεσιτεύουν υπέρ ημών και καταστήσουν το φορτίον της θλίψεως και του αγώνος του βίου τούτου ελαφρόν.


Εάν όμως ημείς επικαλούμεθα την βοήθειαν και προστασίαν των απ’ αιώνος τω Θεώ ευαρεστησάντων, οι άγιοι ούτοι εκδηλούντες τα αυτά αισθήματα αγάπης και πνευματικής προς ημάς κοινωνίας μεσιτεύουν και πρεσβεύουν εις τον Θεόν υπέρ ημών. Δι’ ακαταπαύστων δεήσεων χωρίς αυτό να είναι δυνάμενο να επηρεάσει το έργο του Κυρίου ως του μόνο μεταξύ Θεού και ανθρώπου μεσίτης ως άνθρωπος ακατάπαυστος δέεται υπέρ, ημών δωρούμενος ημίν τα όσα χρειαζόμαστε αγαθά. Ενώ οι εν ουρανοίς άγιοι ως πεπερασμένα όντα δια της Θείας Χάριτος απλώς μεσιτεύουν προς τον Θεόν υπέρ ημών. Είναι δε υπό της ημετέρας Εκκλησίας λελυμένον το πρόβλημα κατά πόσον δύναται οι άγγελοι και οι άγιοι πεπερασμέναι υπάρξεις να γνωρίζουν τας ανάγκας των ανθρώπων ως και την πνευματικήν αυτών μεταβολήν είτε προς το κακόν είτε προς το αγαθόν.


Η στρατευόμενη όμως Εκκλησία επικαλείται τας πρεσβείας και τας ικεσίας των εν ουρανοίς τω Θεώ ευαρεστησάντων αδελφών μας. Λόγω της άγνοιας που έχομε οι στρατευόμενοι περί της μελλοντικής καταστάσεως των εξ ημών αιωνίους μονάς απελθόντων αδελφών μας. Απευθύνομεν προς τον Θεόν ικεσίας και δεήσεις όπως ανακουφίσει τας ψυχάς αυτών, αν τυγχάνουν δοκιμαζόμενοι εν κακοίς καταστάσεως και οδηγήσει ταύτας εις τόπον χλοερόν και αναψύξεως. Περί των ευχών και πρεσβειών των αγίων και δικαίων υπέρ ημών, η αιτιολόγηση των δογματολόγων εβρίσκεται εις το Β’ Μακκαβαίων 15-12 που ο αρχιερέας Ονείου και ο Προφήτης Ιερεμίας ετελούσαν δεήσεις εις τον Θεόν υπέρ του Ισραήλ.


6


Περί δεήσεων των δικαίων και αγίων υπέρ ημών μιλούν αρκετά χωρία της Αγίας Γραφής (Ζαχαρ. 1-12 / Αποκαλ. 8-4 / Τωβιτ. 12-12) ομιλούν περί ενδιαφέροντος και της φροντίδας των αγγέλων υπέρ ημών ως και τα χωρία (Ιακωβ 5,16 Α’ Θεσσαλ. 5-25 Φιλιπ. 1-4 Ρωμ. 15-30) γίνεται λόγος περί πρεσβειών των επί γης ζώντων προς τον Θεόν υπέρ των αδελφών μας. Η Εκκλησία αποδέχεται ότι οι άγιοι είναι ανίσχυροι να βοηθήσουν ημάς, μεσιτεύουν απλώς εις τον Θεόν. Η Εκκλησία μας δέχεται ανεπιφύλακτα ότι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει και να σώσει ημάς είναι ο Ιησούς Χριστός. Των δε αγίων και δικαίων αποκαλούμενων αναγνώριζε απλώς το ότι ικετεύουν και πρεσβεύουν προς τον Θεόν και μόνο αποκλείοντας την δυνατότητα της μεσιτείας.


Η μεσιτεία προς τον Θεόν υπέρ ημών ανήκει αποκλειστικά στον Κύριο Ιησού Χριστό. Επικαλούμεθα μόνον την βοήθεια των διότι ως παριστάμενοι παρά τω Θεώ έχουν παρρισεία που τους επιτρέπει να απευθύνουν δεήσεις υπέρ ημών. Η Εκκλησία δε δεν επικαλείται μόνο την βοήθεια τους και τας πρεσβείας των προς τον Θεόν αλλά τιμά και προσκυνεί τούτους τιμητικώς και μόνο έχοντας αυτούς ως πρότυπα δια την στρατευόμενη Εκκλησία.


Η Εκκλησία καθορίζει πολύ επιμελώς ότι δόξαν αίνον και λατρευτική προσκύνηση αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο εις τον Θεόν. Όστις είναι δημιουργός των πάντων και δικαίως και κυρίαρχος των πάντων, όστις είναι και η αιτία και η πηγή της ευδαιμονίας των τε αγίων και ημών πάντων. Η απονεμόμενη υπό των επί γης ζώντων Χριστιανών εις του αγίους και δικαίους τιμή, ναι μεν συνδέεται αμέσως προς την μετ’ αυτών ημετέραν πνευματικήν κοινωνίαν, αλλά οφείλεται κυρίως εις το γεγονός ότι τα πρόσωπα ταύτα διεκρίθησαν δια την αρετήν αυτών ή τας δια Χριστόν πράξεις και δια της Ορθοδόξου διδασκαλίας και πίστεως που ένεκα τούτων απολαμβάνουν της Θείας μακαριότητος και ευδαιμονίας.


Η Εκκλησία προς τιμήν των ιερών τούτων προσώπων καθιέρωσε κατ’ έτος τελετές εις μνήμη αυτών συνιστώντας στο λαό να τους έχουν ως παράδειγμα στη ζωή τους. Αφιέρωσε εν τω όνομα τους Ναούς εν των οποίων δοξάζεται ο Θεός εν τους Αγίους Αυτού. Τον σεβασμόν και την επίκλησιν των πρεσβειών των αγίων προς τον Θεόν στηρίζει η Ορθόδοξος δογματική διδασκαλία επί χωρίων της Αγίας Γραφής (Εβρ. 11-4 Σοφία Σειραχ 44-1 Γ’ Βασιλέων 18-7 Βασιλέων 1-13 Γένες. 1-2-19-1-3).


7

Η Εκκλησία τιμά και τους αγγέλους και επικαλείται την βοήθεια αυτών και την ουρανόθεν προστασία μη απονέμουσα εις αυτούς προσκύνησιν απαγορευόμενην υπό της Αγίας Γραφής ως διδάσκουν τα χωρία (Αποκ. 19-10 / 22-8-9). Τους αγίους ετίμησε η Εκκλησία γεγονός που συνάγεται εκ των εις τας κατακόμβας υπαρχουσών επιταφίων επιγραφών επί των τάφων των μαρτύρων το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Διαδήλωναν την πεποίθησιν ότι η Εκκλησία εδράζεται και στηρίζεται επί του αίματος των προσφέροντας τα προς χάριν του Κυρίου δια του μαρτυρίου.


Επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κατά την περίοδο της Εικονομαχίας όπου πλήθος καταχρήσεων και υπερβολών ανάγκασε την Εκκλησίαν να αποφανθεί αλαθήτως δια της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ομιλούσα περί της διατυπώσεως του αλαθήτου περί τιμητικής προσκυνήσεως των εικόνων. Παρόλα αυτά παρουσιάσθησαν φαινόμενα εν τη λατρευτική της Εκκλησίας πράξη ειδωλολατρικών φαινομένων και εκδηλώσεων. Η δε προσπάθεια της αυτοκρατορίας προς βελτίωσιν και διόρθωση των κακώς εχόντων οδήγησαν εις το έτερον άκρον εις την απομάκρυνση των εικόνων εκ των Ιερών Ναών.


Η έβδομη Οικουμενική Σύνοδος στηριχθείσα κυρίως επί της διδασκαλίας του Ιερού Δαμασκηνού απεφάνθη ότι εις τα εικόνας να απονέμεται μόνον τιμητική προσκύνηση ήτις και διαβαίνει αυτών ουχί λατρευτικώς. Πάσα λατρεία ανήκει μόνον εις τον Θεόν αλλά τιμητικώς προσκυνούμε τους Αγίους διότι δια της προσκυνήσεως ταύτης λατρεύομεν αληθώς και προσκυνούμεν πραγματικώς τον πάντων Θεόν. Δια τους δοξάζοντες αγίους αποδίδομαι πάσα τιμή δόξα και λατρεία εις τον πάντων και μόνον αληθινό τριαδικό Θεό.


Δείγμα της τιμής της υπό της Εκκλησίας απονεμομένης εις τα ιερά των αγίων λείψανα αποτελεί η τελετή των εγκαινίων ναών τοποθετούμενα εις την Αγία Τράπεζα και παραμένουν δια παντός. Η διδασκαλία της Εκκλησίας στηρίζει την επί του αίματος των Μαρτύρων και Αγίων της πίστεως, αποτελεί δε υπόλειμμά της επί των τάφων των Μαρτύρων εν ταις κατακόμβας τελέσεως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Άριστη μαρτυρία περί της τιμής εις τα λείψανα των μαρτύρων και των Αγίων αποδιδόμενης αποτελεί η πληροφορία περί της περισυλλογής μετά σεβασμού των ιερών λειψάνων του Αγίου Ιγνατίου και δια τούτων τελέσεως θαυμάτων και πλήθος πολλών άλλων παρόμοιων περιπτώσεων.


8


Την διδασκαλία της Εκκλησίας μας περί του αρρήκτου συνδέσμου μεταξύ της στρατευόμενης και θριαμβευούσης Εκκλησίας ευρίσκομεν διατετυπωμένην και στηρίζουσα και εν τη Ιερά Παράδοση. Ο Ωριγένης περί της πρεσβείας των αγίων προς τον Θεόν υπέρ ημών γράφει <<Και αυτοί ευμενείς γίνονται και συνέχονται και συναξίουσιν ώστε τολμάν ημάς λέγει ότι ανθρώπους μετά προαιρέσεως προτιθέμενοι τα κρείττονα ευχόμενους τω Θεώ μυρίαι όσαι άκληται δυνάμεις συνεύχονται ιερείς>>. Περί των αγίων η ομολογία του Μητροφάνους Κριτόπουλου γράφει <<το λέγειν τους αγίους έχειν τίνα ακριβοδίκαια παρά τω Θεώ δι’ ων δύνανται πολλαίς αμαρτωλούς σώσαι>>.


Ο αυτός Πατριάρχης Κριτόπουλος εις την ομολογίαν του γράφει περί των αγίων των παρά του Θεού τιμής και δόξης αξιουμένων. <<Αλλ’ ουδέ κατά δίκαιον οφειλήν του Θεού προς αυτούς η κατά αξιομισθίαν αυτών παρά τω Θεώ αλλά κατά παρρησίαν ην ο Θεός αυτοίς εδωρήσατο κατά το έλεος του Θεού>>. Η έβδομη Οικουμενική Σύνοδος περί του δόγματος περί της τιμής των αγίων εικόνων διατυπώσασα απεφάνθη <<Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την εικόνα προσκυνεί εν αυτή του εγγεγραμμένου την υπόστασιν>>.


Τέλος ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ομιλών περί της αναγκαιότητος εις τας εικόνας απονεμομένης τιμής λέγει ότι ασπαζόμεθα τας εικόνας των αγίων αίτινες δια τους αγράμματους αποτελούν υπόδειγμα προς μίμησιν. Όπως τούτων απάντων αναθεωρούντες την πολιτείαν ζηλώσομε την πίστιν, την αγάπην, την ελπίδα, τον ζήλον, τον βίον, την καρτερίαν, των παθημάτων, την υπομονήν μέχρις αίματος. Τέλος η Εκκλησία δικαίως την εικονογραφία την έχει ονομάσει Θεολογία της ωραιότητας.


Δόξα τω Υιώ τω εμέ αναπλάσαντι. Δόξα εξ αγνής σώσασθαι με τω μέλλοντι.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page