ΚΕΙΜΕΝΟΝ 30 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20
- 28 Σεπ 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 5 Οκτ 2022

1
Περιπεσών ώ Ιησού ψυχοφθόρους εν λησταίς απεγυμνώθην την στολήν Ιησού μου. Την Θεοΰφαντον νυν καίκειμαι μωλώψι καταστικτός ελαίον Χριστέ μου επίχεε και αίνον.
Σύμφωνα με τα όσα είπαμε στα προηγούμενα, αποστολικότις σημαίνει της καταγωγής εκ των Αποστόλων της αποστολικής διδασκαλίας την δι’ αδιακόπου διαδοχής αναγωγίν εις τους αποστόλους της Ιερατικής εξουσίας των ποιμένων της Εκκλησίας. Αποστολική διαδοχή σημαίνει εκτός της πνευματικής εξουσίας και άλλα όπως την υποχρέωση να αναγάγουν εαυτούς εις το πνευματικό εκείνο επίπεδο των Αγίων Αποστόλων. Να είναι φορείς θείας χάρης και όχι αχθοφόροι. Αποστολική διαδοχή σημαίνει επίσης ο τρόπος ζωής να εναρμονίζεται με εκείνον των Αγίων Αποστόλων. Αποστολική διαδοχή σημαίνει επίσης κόπος, μόχθος και πόνος δια την διασφάλιση των ψυχών εκείνων που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός να μην της φάει ο λύκος και αρκετά άλλα. Ανεξάρτητα από τα κριτήρια των σημερινών εκλεγμένων επισκόπων είναι πολύ μακράν από εκείνα που ορίζει η Εκκλησία.
Οι σήμερον διακονούντες επίσκοποι την Εκκλησία εχειρηροτονήθησαν κανονικώς υπό ετέρων ούτοι δε υπ’ άλλων και ούτω καθεξής μέχρι της αναγωγής του επισκοπικού τούτου αξιώματος εις τους πρώτους χειροτονήσαντες. Ήτοι εις τους Αποστόλους οι οποίοι κατεστάθησαν Οικουμενικοί Επίσκοποι υπό του Ιδρυτού της Εκκλησίας Θεανθρώπου Ιησού. Κατά συνέπειαν η αδιάκοπος αποστολική διαδοχή συνεδέθη αρχαίοθεν αναποσπάστως μετά της αποστολικής παραδόσεως και διδασκαλίας. Εις τρόπον ώστε αποστολικότητα της Εκκλησίας λέγοντες να εννοούμε την συνυφασμένην εις εν διδασκαλίαν και επισκοπική εξουσία και υποχρεώσεων εκ των Αποστόλων προερχόμενην.
Την διδασκαλία περί αποστολικότητας ως θεμελιώδους της Εκκλησίας ιδιότητος ευρίσκουμε διατυπωμένην εν τη Καινή Διαθήκη και εις τας ποιμενικάς επιστολάς εις τα χωρία Α’ Τιμοθέου 1-3,4,12-13-5,22 Β’ Τιμοθέου 1-6,4 Τίτου 1,5 Πράξεις 6,6 και άλλα που γίνεται λόγος περί του αξιώματος της Ιεροσύνης του διδομένου υπό των Αποστόλων δια της επιθέσεως των χειρών επί τους χειροτονούμενους Επισκόπους. Εκτός της Αγίας Γραφής και η Ιερά Παράδοση ομιλεί περί αποστολικότητας. Η Εκκλησία αποτελείται εκ δύο τμημάτων τόσον εκ του ορατού, όσον και εκ του αοράτου. Το αόρατο τμήμα περιλαμβάνει σεσωσμένους και δεδικαιομένους εν ουρανοίς πιστούς και συγκαταριθμούνται και αγαθαί αγγελικαί δυνάμεις.
2
Το δε ορατόν της Εκκλησίας τμήμα αποτελείται εκ των ορθοδόξως εις Χριστόν πιστευόντων και εν τη παρούσει ζωή βιώντων πιστών. Διακρίνονται εις ποιμαίνοντας και ποιμενόμενους. Οι μεν ποιμένοντες αποτελούν τον κλήρον, οι δε ποιμενόμενοι τον λαόν. Έργον κατ’ εξοχίν των ποιμένων είναι η συνέχισις του τρισσού του Χριστού αξιώματος, ήτοι η διδασκαλία, η τέλεσις των μυστηρίων, η διοίκηση των πιστών και η μέριμνα να μέριμνα, να μην τους φάνε οι λύκοι. Ούτως είναι ο σκοπός της υπάρξεως της Ιεραρχίας ως ο Κύριος απ’ αρχής εν πράξει εδίδαξε.
Καταστήσας δι’ εκλογής τους δώδεκα και τους εβδομήκοντα μαθητάς. Ως όργανα προς καθαγισασμόν των πιστών και την προπαρασκευή αυτών δια την κληρονομίαν της μελλούσης ζωής. Κατασταθέντες οι Απόστολοι δια του Κυρίου και της χάριτος του Αγίου Πνεύματος οι θεμέλιοι της Εκκλησίας λίθοι. Μετέδωσαν δι’ επιθέσεως των χειρών των τη χάριν του Αγίου Πνεύματος. Ως κατάλληλα εκλεγέντα πρόσωπα να καταστούν τα μελλοντικά όργανα του Θεού να μετοχεύσουν εις τα λοιπά μέλη της Εκκλησίας τα δώρα και την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Περί τούτου μαρτυρεί σύμπασα η Καινή Διαθήκη σε πάρα πολλά χωρία.
Ως γίνεται λόγος περί χειροτονίας υπό των Αποστόλων εκλεκτών ανδρών καταλλήλων όπως χρησιμοποιηθούν ως δοχεία του Αγίου Πνεύματος προς οικοδομίν και αγιασμόν των της Εκκλησίας μελών. Δια τους Αγίους Αποστόλους είναι γνωστό δεν ήρκησεν η αυθεντία και το κύρος του Κυρίου δια την εκλογήν αυτών. Αλλά επενήργησε επ’ αυτών η χάρις του Αγίου Πνεύματος κατελθόντος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Έκτοτε δε παραμένοντος εν τη Εκκλησία αγιάζοντας τα μέλης αυτής και καθοδηγούντας αυτήν εις πάσαν την αληθεία. Την χάρη του Αγίου Πνεύματος επικαλούμενοι πλέον οι Απόστολοι μετέδιδον την Ιεροσύνιν της οποίας εκ της Καινής Διαθήκης γνωρίζομεν τρείς βαθμούς ήτοι τον βαθμόν του Επισκόπου, του Πρεσβύτερου και του Διακόνου.
Περί των τριών τούτων βαθμών της Ιεροσύνης μαρτυρεί όχι μόνον η Καινή Διαθήκη αλλά σύμπασα η χωρεία των αμέσως προς την Καινή Διαθήκην συνδεόμενων χρονικώς Πατέρων. Όπως ο Άγιος Ιγνάτιος και έτεροι Αποστολικοί Πατέρες ενώ ο Κύριος και οι Απόστολοι μόνον πρεσβυτέρους εχειροτόνησαν, όχι επισκόπους. Περί του επισκοπικού αξιώματος εβρίσκομε μνεία εις πλείστα της Αγίας Γραφής χωρία (Πράξεις 20-28 / Φιλιπ. 1-1 / Α’ Τιμοθ. 3-1-2) και άλλα. Κατόπι της πολεμικής των προτεστάντων κατά της αποδοχής του επισκοπικού αξιώματος. Εις τας χριστιανικάς κοινότητας του Απόστολου Παύλου γίνεται λόγος περί Επισκόπων υπονοώντας τιτς πρεσβύτερους έτσι εναλλάσσεται η έννοια του Επισκόπου με την του Πρεσβυτέρου.
Εις τας ποιμενικάς επιστολάς γίνεται λόγος περί Επισκόπου για κανένα λόγο δεν μπορεί να θεωρηθούν ως Πρεσβύτεροι οι υπό του Παύλου εις Έφεσον και Κρήτη κατασταθέντεν Επίσκοποι Τιμόθεος και Τίτος. Το επισκοπικό αξίωμα εν τη Καινή Διαθήκη μνημονεύεται ρητώς και εκπεφρασμένως. Εν συνεχεία οι Αποστολικοί Πατέρες Ιγνάτιος και Πολύκαρπος απεριφράστως εκφράζονται περί του Επισκοπικού αξιώματος. Ως υπό των Αποστόλων χειροτονημένων η δε άμεσος προς την Αγίαν Γραφήν συνδεόμενη η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας έχει τον θεσμόν των διακόνων ως σταθερό και μόνιμον της Εκκλησίας ιερατικόν αξίωμα.
Οι διάκονοι είναι οι υπηρετούντες τους ποιμένας εις την επιτέλεσιν των ιερατικών καθηκόντων μη δικαιούμενοι να τελέσουν μυστήρια. Δεύτερος βαθμός ιεροσύνης συνδεόμενος με τον του Διακόνου είναι ο βαθμός του πρεσβυτέρου. Εν τη Καινή Διαθήκη λόγος περί του βαθμού των Πρεσβυτέρων ομιλούν τα χωρία (Πράξ. 11-30, 14-23-20-17 / 15-2-4-6-22-23 /Α’ Τιμοθ. 5-17-19 / Τϊτου 1-5 / Ιακώβου 514). Οι Πρεσβύτεροι λαμβάνουν παρά του Επισκόπου την πνευματικήν αυτών εξουσίαν να τελούν τα μυστήρια της Εκκλησίας εξαιρουμένων της Ιεροσύνης και του Αγίου Μύρου τα οποία τελούνται μόνο από τον Επίσκοπο. Ο τρίτος βαθμός Ιεροσύνης του Επισκόπου είναι ο ύπατος της Ιεροσύνης βαθμός, συνδέεται δε αμέσως προς τους δύο ετέρους βαθμούς αποτελών την συμπερίληψη τούτων.
3
Μεταδιδόμενος δι’ ειδικής του Αγίου Πνεύματος χάρης καθιστά δε τον χειροτονηθέντα Επίσκοπον όπως συνεχίζει και τα τρία του Κυρίου αξιώματα, το Προφητικόν, το Αρχιερατικόν και Βασιλικόν και καθίσταται το κατ’ εξοχίν του Θεού όργανο προς τέλεσιν πάντων των μυστηρίων και τελετών της Εκκλησίας. Έχει δε επιπλέον το αξίωμα του διοικείν την Εκκλησία και ποδειγετείν αυτήν εις εκπλήρωσιν του σκοπού της Εκκλησίας ως οργάνου βεβαίως του Θεού ήτοι της προπαρασκευής των μελών της Εκκλησίας δια την κληρονομίαν της Μελλούσης μακαριότητος. Ο Επίσκοπος κατά την διατυπωθείσαν ήδη διδασκαλία είναι η κεφαλή της κατά τόπους Εκκλησίας, η πηγή, αγαθόν, η αρχή του Ιερατικού αξιώματος, πνευματικό κέντρο της Εκκλησίας.
Η διαφορά μεταξύ των Αποστόλων και των Επισκόπων είναι ότι οι μεν Απόστολοι ως μετά του Κυρίου επί τριετίαν όλην διαμείναντες και αναστραφέντες έλαβον την χάριν του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Κατασταθέντες γενικοί Επίσκοποι ολοκλήρου της Εκκλησίας και αλάθητοι της πίστεως και των δογμάτων, θεματοφύλακες διαφέροντες εν τούτο από τους Επισκόπους. Οι οποίοι εχειροτονήθησαν Επίσκοποι ορισμένων χριστιανικών κοινοτήτων ηστερούμενοι πάσης μορφής εξ ιδίας εξουσίας.
Ως προς δε την μετάδοσιν του Επισκοπικού αξιώματος κατά το κανονικόν δίκαιον μεταδίδεται υπό ενός μεν αρχιερέως τη επικλήσει του Αγίου Πνεύματος. Η παρουσία περισσότερων Επισκόπων εμφαίνεται ότι επιλέγει ο καταλληλότερος ως δοχείο του Αγίου Πνεύματος προς ανάληψιν του Αρχιερατικού αξιώματος. Οι Επίσκοποι μεταξύ των είναι απολύτως ίσοι μηδεμιάς υπαρχούσης διαφοράς μεταξύ των διαφόρων τίτλων των απονεμομένων εις το αρχιερατικόν αξίωμα, του Μητροπολίτου, του Αρχιεπισκόπου, του Πατριάρχου. Τα οποία αποτελούν κοσμικούς τιμητικούς τίτλους απονεμόμενοι εις τους Επισκόπους μεγάλων πόλεων ή πρωτευουσών κρατών και αυτοκρατοριών.
Η πολιτική σημασία και η αίγλη μιας πόλεως προσδίδουν εις τον Επίσκοπον ιδιαίτερα προνόμια (κοσμικά) έναντι των άλλων Επισκόπων που κατά την τέλεση των αρχιερατικών αυτών καθηκόντων θεωρούνται πρώτοι μεταξύ ίσων. Όπως συμβαίνει με την Εκκλησία της Ελλάδας, της Κύπρου και άλλων. Όταν ακόμη η Εκκλησία ήτο ηνωμένη και αδιαίρετος ήτοι μέχρι του σχίσματος. Οι πατριάρχαι των Εκκλησιών ήσαν πέντε έχοντες πρεσβεία τιμής ως επίσκοποι πρωτευουσών του Ρωμαϊκού κράτους ή μεγάλων γεωγραφικών διαμερισμάτων.
Πρώτου θεωρούμενου τότε του Επισκόπου Ρώμης ως του Επισκόπου της πρώτης πρωτευούσης του Ρωμαϊκού κράτους. Δευτέρου της Κωνσταντινουπόλεως ως Επισκόπου της νέας πρωτευούσης του Ρωμαϊκού κράτους. Δια του 28ου κανόνος της τέταρτης εν Χαλκιδόνι Οικουμενικής Συνόδου λαμβάνει ίσα προς τον Ρώμης Επίσκοπο πρεσβεία τιμής. Τρίτου στην τάξη ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας, τετάρτου του Αντιοχείας και πέμπτου του Ιεροσολύμων. Και ενώ θα έπρεπε ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων ως Επίσκοπος της Μητρός πάσων των Εκκλησιών να εθεωρείτο ο πρώτος τη τάξει, τούτο δεν εγένετο. Αυτό διότι τα κριτήρια δια την απονομήν πρεσβειών τιμής εις τους Ιεράρχας ήταν πολιτικά.
Αυτή η απαράδεκτη κατάσταση επικρατεί ως σήμερα. Ως προς την διοίκηση της Εκκλησίας, είναι μεν ο Επίσκοπος έκαστης τοπικής εκκλησίας Θείω Δικαίω μονάρχης να διαχειρίζεται την πνευματική και εκκλησιαστική παιδεία του ποιμνίου του, κεφαλή όμως ολοκλήρου της ορατής Εκκλησίας εξαιρέσει του Θεανθρώπου όστις είναι η πραγματική κεφαλή ορατής και αοράτου Εκκλησίας. Δεν είναι μόνον είς Επίσκοπος υπεύθυνος δια την εκάστοτε επισκοπή, αλλά το σύνολον των Επισκόπων συνερχόμενων εν Οικουμενικές Συνόδους και αλαθήτως δια την διδασκαλίαν και την διοίκησιν. Η αποσχισθήσα της μιας του Χριστού Εκκλησίας Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία που καταχριστικώς ονομάσθη Εκκλησία όχι δε κατ’ αληθείαν.
4
Δια της συνελθούσης Συνόδου το 1870 μετέβαλε τας Οικουμενικάς Συνόδους εν Παπική εννοία. Υποκατάστατα του Πάπα ανακήρυξαν τον εκάστοτε Πάπαν αλάθητον εις ζητήματα πίστεως αποφαινόμενου εξ καθέδρας ενσωματούντα εν τω προσώπω του αυθεντικώς την πίστιν ολοκλήρου της Παπικής Εκκλησίας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία οσάκις συγκαλεί επαρχιακάς ή πανορθόδοξους Συνόδους μετά τα σχίσματα των Εκκλησιών, οι οποίαι ποτέ δεν εθεωρήθησαν αλάθηται τίθεται το πρόβλημα στην Σύνοδο και επικηρούμενη η απάντηση λαμβάνει υποχρεωτικόν και αυθεντικόν χαρακτήρα. Εννοείται βεβαίως ότι Οικουμενική Σύνοδος εν απολύτω εννοία δεν δύναται να συνέλθει εάν δεν προηγηθεί η των Εκκλησιών ένωσις.
Σε ότι μας αφορά σαν Ορθόδοξους μπορεί να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδο να μελετηθούν τα τεράστια προβλήματα που ταλανίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά αυτό δεν το θέλουν οι διοικούντες και ο διάβολος καλά κρατεί. Σήμερον ως και εις το παρελθόν η διοίκηση της Εκκλησίας ασκείται υπό του συνοδικού συστήματος έκαστης αυτοκέφαλου Εκκλησίας ή Πατριαρχείου εν τοπικές συνόδους συνερχόμενης και τα εκάστοτε αναφυόμενα ζητήματα, ως προς την διαχείρηση διοικητικών προβλημάτων όχι για θέματα πίστεως, θέματα πνευματικά.
Είπαμε προηγουμένως ότι η συνέχισις του τρισσού του Κυρίου αξιώματος επιτελείται δια του προς τούτο την αδιάκοπον διαδοχίν των Αποστόλων φέροντος Ιερατίου ήτοι δια του κλήρου. Ως το έτερον και μεγαλύτερον τμήμα της Εκκλησίας, το λαϊκό να υποχρεούται να παραμένει απλώς θεατής και να υπακούει εις τα κελεύσματα του Ιερατίου χωρίς την δυνατότητα να φέρει γνώμη εις τα της Εκκλησίας θέματα, ώστε να επικρατεί δια επιβολής από το Ιερατείο ότι οι τάξεις των κληρικών αποτελούν την Εκκλησία. Μέγα λάθος και ψεύδος η αυτή γνώμη επικρατεί λόγω της άγνοιας των λαϊκών περί των δικαιωμάτων τους στα θέματα της Εκκλησίας.
Λόγω της υπερφίαλου αξίωσιν των Ιερωμένων να έχουν υποταγμένους τους λαϊκούς δουλικούς κατακυριεύοντες επί τη πίστη αυτών. Ήδη από της Παλαιάς Διαθήκης και την Καινή Διαθήκη υφίστατο η διάκρισις μεταξύ λαού και Ιερατείου. Στην Παλαιά Διαθήκη αναγνωρίζοντο στο λαϊκό σώμα το δικαίωμα του Ιερατεύειν κατά την τάξιν του Άαρων μη επιτρέποντας εις τους υπόλοιπους Ιουδαίους να εισέλθουν εις την Ιερατικήν τάξιν (Αριθ. 16,32 Β. παρλ 26-19). Ελέχθη ήδη ότι το σήμερον υπάρχον Ιερατείον έλκει την καταγωγίν αυτού δι’ αδιακόπου διαδοχής από των Αποστόλων συνεπώς η σκιά της Π. Διαθήκης εβρήκε πλήρη πραγμάτωσιν εν τη Καινή Διαθήκη χωρίς να μπορεί να γίνει λόγος περί του αντιθέτου.
Το λαϊκό στοιχείο εν τη Εκκλησία είναι ζων και ενεργών τμήμα της Εκκλησίας άνευ της υπάρξεως του είναι αδύνατος η ύπαρξη Ιερατείου. Μόνον όταν υπάρχει ποίμνιον είναι δυνατόν να χειροτονηθεί Ποιμενάρχης με εξαίρεση τον μοναχικόν βίον και την πρώτην της Εκκλησίας περιόδου. Οι Απόστολοι μη όντας ακόμη ποιμνίου δια του κηρύγματος εδημιούργησαν ως απαρχάς των καρπών τους πρώτους της Εκκλησίας πιστούς δημιούργησαν την πρώτη χριστιανική κοινότητα. Όχι μόνο είναι αδύνατος η ύπαρξη Ιερατείου άνευ ποιμνίου αλλά είναι απαραίτητος η σύμπραξη του λαϊκού στοιχείου δια την εκλογήν των Ιερομένων για όλες τις βαθμίδες.
5
Είναι αντικανονική η επικρατούσα τάξις εν τη ημετέρα Εκκλησία ο διορισμός των Ιερομένων μόνο με την εκλογή των υπάρχοντων ποιμένων οι οποίοι και αυτοί δεν είναι εκλεγμένοι αλλά διορισμένοι με πλήρη παραμερισμόν του λαϊκού στοιχείου ως περιττού. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που οι διορισμένοι ποιμένες δεν έχουν γίνει αποδεχτοί όχι μόνο από το λαϊκό στοιχείο αλλά και από τον υφιστάμενο κατώτερο κλήρο. Και για να εδρεώσουν την θέση τους αναγκάζονται να περνούν αθέμιτα μέτρα και να επιβάλλονται δια της απειλής μετατρέποντας εαυτούς σε δυνάστες.
Όλοι αυτοί ανεξαρτήτου βαθμού για την Εκκλησία είναι απόβλητοι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνουν φορείς Θείας Χάρης. Εις τα Πράξεις των Αποστόλων για την εκλογή του Ματθαίου λέγεται ότι οι Απόστολοι παρά το κύρος και την μοναδικήν αυθεντίαν η υπό του Θεανθρώπου επροικίσθησαν δεν κατακυρίευσαν της πίστεως των Χριστιανών και δεν παραμέρισαν το πλήρωμα της Εκκλησίας δια την εκλογήν του Ματθία. Η εκλογή εγένετο τόσον υπό των Αποστόλων όσον και υπό των πιστών. Οι δε Απόστολοι δια της εξουσίας των κατέστησαν τον Ματθία Απόστολον εις την θέση του εκπεσόντος Ιούδα.
Η αυτή τάξις επεκράτησε και δια την εκλογήν των επτά διακόνων οίτινες εξελέγησαν ουχί υπό των Αποστόλων, αλλά υπό της κοινότητος των πιστών. Οι δε Απόστολοι επέθηκαν επ’ αυτών τας χείρας καταστήσαντες τούτους ικανούς προς εκπλήρωσιν της παρουσιασθείσης εκκλησιαστικής ανάγκης. Εκ της εκλογής των επτά διακόνων εμφαίνεται ότι ο λαός εξέλεξε και οι Απόστολοι εχειροτόνησαν. Εν τη Αποστολική ωσαύτως συνόδω ότε ανεφυή το ζήτημα της αποδοχής εν τη Εκκλησία των Εθνικών συνήχθη πάσα η χριστιανική κοινότις και συνεζήτησε το εκκλησιαστικό τούτο πρόβλημα μηδόλως παραμερισθείσης της μερίδος των λαϊκών.
Εκ πάντων τούτων συνάγομεν ότι η επικρατούσα παρ’ ημών τάξις εκλογής των κληρικών κυρίως δε και βασικώς των Επισκόπων είναι πάντη απόβλητος και αντικανονική αντιτιθέμενη προς την Αγίαν Γραφήν και την Ιεράν Παράδοσιν. Εκ της οποίας διδασκόμεθα τον θεμελιώδη και σημαντικόν ρόλον τον οποίον διεδραμάτισεν αείποτε το λαϊκόν στοιχείον δια της εκλογής των ποιμεναρχών του πλείστα δε παραδείγματα μας διδάσκουν. Όχι βεβαίως πάντοτε αλλά πολλάκις οι Ποιμενάρχαι εξελέγοντο και ανεκηρύσοντο υφ’ ολοκλήρου του πληρώματος ως συνέβη. Με τον Ιωάννην τον Χρυστόστομον, Μέγαν Βασίλειον, Γρηγόριον τον Θεολόγον, Συνέσιον Πτολεμαΐδος, Μέγαν Αθανάσιον και πλείστους άλλους.
Οίτινες δεν εξελέγησαν Επίσκοποι εν κρυπτώ υπό μιας μικράς πλειοψηφίας Ιεραρχών άνευ ουδεμίας γνώμης του ποιμνίου αντιδρώντας τούτου μάλιστα ποικιλοτρόπως εις την εκλογήν αυτών και ενθρόνησιν. Περιττόν είναι να σημειώσουμε ότι τους ποιμένας δεν είναι δυνατόν να εκλέγει η πολιτική αρχή, τούτο αντιτίθεται εις το δίκαιον της Εκκλησίας ήτις εθέσπισεν και ειδικούς κανόνας κατά της παρεμβάσεως της πολιτικής εξουσίας δια την εκλογήν κληρικών. Ως είναι οι Κανόνες 12ος της εν Αντιοχεία Συνόδου, ο 30ος Αποστολικός Κανόν και ο 3ος της Ζ’ Οικουμενικής (προβλ. Στεφανίδου Εκκλησιαστική Ιστορία σελ. 138).
6
Η σημασία και αξία του λαϊκού στοιχείου εν τη Εκκλησία είναι μέγιστη χειροτονία άνευ υπάρξεως ποιμνίου απαγορεύεται. Παρόλα αυτά οι παρεμβάσεις της πολιτείας πολλάκις είναι καθοριστικές. Το θεμέλιον και το υπόβαθρον της ιδιότητος του κληρικού συνιστά την γενικήν ή πνευματικήν Ιεροσύνη της οποίας αξιούνται υπό του Θεού πάντες οι πιστοί ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις όπως να είναι βαπτισμένοι, να έχουν πνευματική κατάρτιση και βίο αγνό θεάρεστο και να μην υπάρχουν διάφορα άλλα κολλήματα.
Ως εχαρακτηρίσθη της οποίας αξιούνται υπό του Θεού πάντες οι πιστοί ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού όχι βεβαίως εν προτεσταντική εννοία, αλλά εν τη εννοία της ισότητος πάντων των μελών της Εκκλησίας προ του Θεού κληρικών και λαϊκών. Μια κατά ταύτα είναι η Ιεροσύνη και αδιαίρετος, όχι δύο μια των λαϊκών και ετέρα των κληρικών αλλά μια και μόνο συνδεόμενη αδιασπάστως προς τους διαφόρους αυτής βαθμούς. Κληρικοί και λαϊκοί αποτελούν το εν τη Γραφή μαρτυρούμενον <<Βασίλειον Ιεράτευμα και έθνος άγιον και λαόν εις περιποίησιν>> (Εξόδου 19,6 /23-22, Ησαΐου 43-20, Α' Πέτρου 2-9).
Δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η σημασία εν τη Εκκλησία του λαϊκού στοιχείου το οποίον αποτελεί υγιαίνοντα και άγιον οργανισμόν έχοντα την πνευματικήν ή καθολική Ιεροσύνη υπό Ορθόδοξον έννοια. Με όλας τας προνομίας και δικαιοδοσίας τας οποίας εις όλα τα πιστά μέλη της Εκκλησίας ο Κύριος εδωρήσαντο. Με την συμμετοχήν εις την λατρείαν την διδασκαλίαν και την διοίκησιν της Εκκλησίας με τη διαφορά ότι το στοιχείο τούτο του λαού υστερείται τον ιδικόν της Ιεροσύνης βαθμόν.
7
Δεν δικαιούται της τελέσεως των θείων μυστηρίων ως και της κατοχής της εκκλησιαστικής αυθεντίας την οποίαν κέκτηνται οι κληρικοί ιδία δε ο Επίσκοπος. Και όπως ο διάκονος είναι κάτοχος του πρώτου βαθμού της Ιεροσύνης περιορίζεται εις διακονία των ποιμένων αν και είναι κατ’ ουσίαν κληρικός υστερείται του δικαιώματος του τελετουργείαν όπως συμβαίνει και με το λαϊκό στοιχείο. Ως συνέβη με τον Ωριγένη και με τον Κλημέντα τον Αλεξανδρεία διδάσκοντες μη όντας Ιερωμένοι. Εις το διοικητικόν έργον της Εκκλησίας επιβάλλεται η ενεργώς συμμετοχή του λαού όπως μετά του κλήρου εκλέγουν τους Ποιμένας και τους βοηθούς αυτών.
Η συμμετοχή του λαού αληθεί ουδόλως αντιτίθεται προς την ανώτατην αυθεντία και εξουσία εν τη Εκκλησία του Επισκόπου η συμμετοχή του λαού σε όλους τους τομείς της Εκκλησίας είναι δικαίωμα του λαού. Παρά το ότι σήμερον οι ποιμένες διορίζονται υπό μιας ομάδας κληρικών. Θα έπρεπε να αποδέχονται τον λαό στη διοίκηση και άλλες δραστηριότητες. Φτάνουν στο άλλο άκρον και κατακυριεύουν της πίστεως του λαού, παραθεωρούν τα δικαιώματα του οι Ιεράρχαι έχοντες το γενικό πνευματικό και διοικητικό πρόσταγμα ως να είναι στρατάρχες. Η μονομερής αντικανονική και αλαζονική συμπεριφορά των Ιεραρχών έναντι του λαού δηλητηριάζει τη σχέση μεταξύ τους και ζημιώνει την Εκκλησία τα μέγιστα.
Δόξα πατρί μου τω φιλάνθρωπω. Δόξα Θεώ μου τω φελέσπλαχνω.
Στο επόμενο η συνέχεια.
Σχόλια