ΚΕΙΜΕΝΟΝ 3 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 26 Ιαν 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά

1
Ύπαρξις ούχ εβρέθει εκ των ζώων ομοία, του είναι βοηθόν τω ανθρώπω δύο έκστασιν θεία επ’ αυτών και λαβών πλευράν την εξ αυτού επλάσας γυναίκα του αυξάνειν και πλυθήνεσθαι και ψάλειν σοι τω πλάστη.
Θεοπνευστία καλείται η έκτακτος και υπερφυσική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος επί τους Ιερούς συγγραφείς της Αγίας Γραφής. Μεταδίδοντας εις αυτούς Θείας Αληθείας και ικανόνοντας αυτούς εις ορθήν έκθεσιν και διατύπωσιν των υπερφυσικών αληθειών κατά την ιδιοφυίαν έκαστου. Ο Απόστολος Παύλος στην Β’ προς Τιμόθεο επιστολή (3.16 γραφή) <<Πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν προς ελειγμόν προς επανόρθωσίν προς την παιδία την εν δικαιοσύνη>>. Εν τη αυτή εννοία περί θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής ομιλεί και ο Απόστολος Πέτρος <<Πάσα προφητεία γραφής ιδίας επιλύσεως ού γίνεται. Ού γαρ θελήματι ανθρώπου ηνέχθη προφητεία ποτέ αλλά υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενη ελάλησαν από Θεού άνθρωποι>> (Β’ Πέτρου 1-20-21).
Το αυτό εκφράζει και το χωρίον του Ιωάννου στην Αποκάλυψη 1-10 <<εγενόμην εν πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα και ήκουσα οπίσω μου φωνήν μεγάλην ως σάλπιγγος λεγούσης>>. Ομοίως και εν τη Παλαιά Διαθήκη γίνεται λόγος περί της κατ’ εντολήν Θεού γραπτής εκθέσεως των θείων Αληθειών <<Λάβε σε αυτώ τόμον καινού μεγάλου και γράψον εις αυτόν γραφίδι ανθρώπου>> (Ησαΐου 8-1) και (Ιεξεκιήλ 24-2). <<Υιέ ανθρώπου γράψον σε αυτώ εις ημέραν από της ημέρας ταύτης αφ’ η απηρήσατο βασιλεύς βαβυλώνος επί Ιερουσαλήμ κ.λ.π.>>.
Ο δε Ευαγγελιστής Ματθαίος ομιλών περί του Θεοπνεύστου της Αγίας Γραφής, γράφει <<πας ουν Δαυίδ εν πνεύματι καλεί αυτόν Κύριον λέγων>> (Ματθ. 22-43). Πάντα ταύτα τα χωρία ως και πολλά άλλα περί του Θεοπνεύστου της Αγίας Γραφής ομιλούντα διδάσκουν ημάς ότι η Αγία Γραφή δεν δύναται να αποτελεί βιβλίον ως τα συνήθη ανθρώπινα συγγράμματα. Εξ ανθρώπινης μόνον πρωτοβουλίας συγγραφέντα αλλά βιβλίον εκθείας πρωτοβουλίας και εμπνεύσεως και υπό την επιστασίαν του Αγίου Πνεύματος. Συγγραφέν κατά ταύτα δε ασυγκρίτως διαφέρουν και υπερέχουν των κατασκευασμάτων της ανθρώπινης σκέψεως.
2
Περί του θέματος της Θεοπνευστίας διετυπώθησαν κατά καιρούς αι εξής θεωρίαι.
Α) Η κατά γράμμα ή μηχανική θεωρία καθ’ ην ο ιερός συγγραφεύς τελών υπό την έμπευσιν του Αγίου Πνεύματος μεταβάλλεται εις τυφλόν και παθητικόν όργανον Αυτού. Γράφουν καθ’ υπαγόρευσιν του Αγίου Πνεύματος εξαφανιζόμενης πλήρως της αυτενέργειας και αυτοσυνειδήσεως αυτού περιπίπτων αυτούς εις έκστασιν. Την θεωρίαν αυτήν διετύπωσεν ο Ιουδαίος φιλόσοφος Φίλον. Μετέφερον δε αυτήν εις τον Χριστιανισμόν ο Ιουστίνος ο Αθηναγόρας ο Θεόφιλος Αντιόχειας και άλλοι ομιλήσαντες περί αΰλου και αυλήτου η περί κιθάρας ή λύρας. Ήτοι συνέκρινον τον Ιερόν συγγραφέα προς μουσικόν όργανον του οποίου τα πλήκτρα έκρουε το Άγιον Πνεύμα. Η θεωρία αυτή απερρίφθη υπό της Ορθόδοξου Εκκλησίας ως εσφαλμένη και απαράδεκτος διότι αίρει την προσωπικότητα και την αυτενέργειαν των Ιερών συγγρεαφέων περί ης ρητώς αναφέρει η Αγία Γραφή (Ιερεμίου κεφ. 35ον Λουκά 1-1, Ιωάννου 18,15-16/19-27). Διότι το αυτό γεγονός εκθέτουσι διαφόρως οι ιεροί συγγραφείς και διότι εάν ήτο αληθής η θεωρία θα καθίστατο ανέφικτος και ανεπίτρεπτος οποιαδήποτε ερμηνεία της Αγίας Γραφής.
Β)Η φυσική και ηθική θεωρία καθήν οι ιεροί συγγραφείς εισελθόντες εις τον νούν του Κυρίου και ως εκ τούτου αγιότεροι των άλλων ανθρώπων καθιστάμενοι ανεδείχθησαν εις τα καταλληλότερα όργανα του Αγίου Πνεύματος εις τρόπον ώστε η επιστασία επ’ αυτών του Αγίου Πνεύματος να μην διαφέρει ουσιωδώς του φωτισμού ον δέχεται πας Χριστιανός διαφέρουσα δε μόνον κατά βαθμόν ουχί δε και κατά ποιόν. Την θεωρίαν ταύτην διετύπωσαν διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει και αυτήν την θεωρίαν ως πανταπάσιν αντίθετον προς την περί Θεωπνευστίας άποψιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και τούτο διότι αυτή υστερεί τους ιερούς συγγραφείς της ειδικής χάριτος του Αγίου Πνεύματος υποβιβάζουσα τα ιερά βιβλία εις την βαθμίδα των συνήθων βιβλίων των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Όποτε παύουν να θεωρούνται ως περιέχοντα των αποκεκαλυμμένων Θείων Λόγων και αποστερούνται του αυθεντικού λόγου και αλάθητου αυτών κύρους.
Γ)Ως τρίτην και ορθήν μνημονεύομεν την υπερφυσικήν ή δυναμικήν ή κατ’ έννοιαν περί Θεοπνευστίας θεωρίαν. Κατ’ αυτήν οι ιεροί συγγραφείς της Αγίας Γραφής εμποτίζονται και πληρούνται δε εκτάκτου και μοναδικής χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Ήτις μη καταργούσα την ανεξαρτησίαν και αυτενέργειαν τούτων εξυψώνει και καθιστά ικανώς τούτους όπως γινόμενοι όργανα και συνεργοί του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα ουσιωδώς διεισδύει εις την όλην προσωπικότητα των Ιερών συγγραφέων ήν εξαίρει, λαμπραίνει και φωτίζει.
3
Οι ιεροί της Ορθοδόξου Εκκλησίας δια της εκτάκτου ταύτης ενενεργείας του Αγίου Πνεύματος κατά τον Ωριγένη <<διορατικότεροι τε τον νουν εγένοντο και την ψυχήν λαμπρότεροι>>. Κατά τον αυτόν τρόπον εκφράζεται περί Θεοπνευστίας και ο ιερός Χρυσόστομος εις την ερμηνείαν της Α’ Καρινθ. ομιλία. Κατά τα ανωτέρω μπορούμε να είπωμεν ότι κατά την συγγραφήν των Ιερών Βιβλίων της Αγίας Γραφής δύο παράγοντες συνήργησαν, ο θείος και ο ανθρώπινος. Ηγούμενου του θείου παράγοντος επομένου δε του ανθρωπίνου μη μεταβαλλόμενου όμως του ιερού συγγραφέως εις νεκρόν και ενενέρητον όργανον του Αγίου Πνεύματος.
Η επενέργεια του Αγίου Πνεύματος επί τους αγίους συνίσταται εις τον φωτισμόν του νοός προς πλήρη κατανόησιν του περιεχομένου της θείας αληθείας. Και εις την υποκίνησην της θελήσεως προς γραπτήν έκθεση των θείων αληθειών ως και εις την επιστασίαν. Κατά την έκθεσιν αυτήν προς αποφυγήν σφαλμάτων κατά την διατύπωσιν των θείων αληθειών. Η θεοπνευστία φέρει θεανθρώπινον χαρακτήρα, επεκτείνεται δε αυτή εφ’ άπασης της Αγίας Γραφής μάλιστα δε επί των δογματικών και ηθικών αληθειών. Ιερά Παράδοσις είναι το σύνολον των θείων αληθειών δογματικών τε και ηθικών υπό του Κυρίου και των αγίων Αποστόλων προφορικώς παραδοθείσων. Ομολογουμένων δε και διδασκόμενων πάντοτε υπό της Εκκλησίας υπό την καθοδήγησιν του Αγίου Πνεύματος.
Δοθέντος ότι αι ηθικαί διδασκαλίαι έχουν ως βάσιν και πηγή τις δογματικές αρχές αι σχέσεις δε αμφότερων είναι στεναί. Η Ιερά Παράδοσις συνεπώς δεν δύναται να περιλαμβάνει μόνον τας δογματικάς αλλά και τας ηθικάς αληθείας. Η Ιερά Παράδοσις αποτελεί ταύτα την άγραφον διδασκαλίαν των Κυρίου και των Αποστόλων ήτις δια ζώσης φωνής παρεδόθη εις την Εκκλησίαν και διετυπώθει αυθεντικώς εις τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων φέρεται δε εις τα συγγράμματα των Πατέρων εν τη πράξη και τη λατρεία εν γένει της Εκκλησίας. Φρουρός και φορεύς της Ιεράς Παραδόσεως είναι η Εκκλησία που διαφύλαξε την Παράδοση αδιάφθορον και αμετάβλητον.
Η Ιερά Παράδοσις περιλαμβάνει και την Αγία Γραφή καθότι στο σύνολο της η καταγραφή ήτο αδύνατος σύμφωνα με τα χωρία του Ιωάννου 21-25 <<Εστί δε και άλλα πολλά εποίησεν ο Ιησούς άτινα εάν γραφή τε καθ’ εν ουδ’ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία>> και στην Β’ Ιωάννου στ. 12 <<Πολλά έχων υμίν γραφείν ούκ εβουλήθην διαχαρτου και μελανός αλλά ελπίζω γεννέσθαι προς ημάς και στόμα προς στόμα λαλήσαι>>. Επί είκοσι περίπου έτη η Ιερά Παράδοσις εκυκλοφόρει δια ζώσης φωνής και μόνο από το μέσον του πρώτου Μ.Χ. αιώνα άρχισε η συγγραφή των πρώτων βιβλίων. Της Καινής Διαθήκης υπό των Αποστόλων που συνέγραψαν παν ότι εδιδάχθησαν υπό του Κυρίου. Να σημειωθεί ότι ο Χριστός δεν έγραψε ουδέν.
4
Οι Προτεστάντες απορρίπτουν την Ιερά Παράδοση ως πηγή της δογματικής δεχόμενοι ως μόνην πηγήν της πίστεως την Αγίαν Γραφήν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία φρώνει ότι δεν είναι δυνατόν η Αγία Γραφή να είναι αυτάρκης ταμειούχως του Θείου Λόγου. Το αναγκαίον και απαραίτητο της Ιεράς Παραδόσεως διδάσκει και ο Απόστολος Παύλος στην Ρωμ. 10-17 <<άρα η πίστις εξ ακοής>> ως επίσης και εν τη Β. Θεσσαλονίκης 2.15 <<άρα ουν αδελφοί στήκετε και κρατείται τας παραδόσεις ως εδιδαχθείτε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής ημών>>. Εις τον Επίσκοπο Τιμόθεον εντέλεται ίνα την εμπιστευόμενην αυτώ Θείαν Αληθείαν παράδοση <<πιστούς ανθρώπους οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι>> (Β. Τμ.2-2). Το αυτό νόημα εκφράζει και η παράγραφος (Α΄Κορ. 15-3) ο Απόστολος διδάσκει το καθήκον της παραδόσεως και εις ετέρους των αληθειών ως και ο ίδιος υπό του Κυρίου παρέλαβε (προβλ. Β. Τιμ. 1-14, Α’ Κορ. 4-17/ 7-17 Ρωμ. 6-17. Κολ. 2-6 Ιούδα στ.3).
Σε αυτό τω πνεύματι περί Ιεράς Παραδόσεως ομιλεί και ο Μ. Βασίλειος εις το έργον του περί Αγίου Πνεύματος κεφ.27). Η Ιερά Παράδοσις διαιρείται από μερικούς ερευνητές εις Αποστολική και εκκλησιαστικήν. Αποστολική λέγοντες εννοούμενην την υπό των Αγίων Αποστόλων παραδόθεισαν και μη εν τη Καινή Διαθήκη. Εκκλησιαστική δε παράδοσιν λέγοντες εννοούμεν πάσαν Ιερά Παράδοσιν φερόμενην εν τη Εκκλησία κατά τους οκτώ πρώτους αιώνας και υπό των Οικουμενικών Συνόδων. Διατυπώθηκαν υπό των Πατέρων της Εκκλησίας μπορούμε να πούμε ότι και η Αγία Γραφή περιλαμβάνεται εν τη Ιερά Παράδοση.
Η Αποστολική Παράδοσις περιέχεται εν τη εκκλησιαστική παράδοση με τη διαφορά ότι η Αποστολική Παράδοσις λόγω της αρχαιότητας αυτής και του μοναδικού κύρους των Αγίων Αποστόλων μπορεί κεχωρισμένα να ερευνηθεί και να μελετηθεί. Η αρχαιότητα της άρα αποτελεί ουστιαστικόν στοιχείον και γνωρίσματα πάσης αληθούς παραδόσεως. Πάσα παράδοσις κατάγεται εκ του Κυρίου και των Αποστόλων παραδοθείσα παρ’ Αυτών εις πάσας τας Εκκλησίας. Έπεται ότι αυτή πρέπει να απαντά αμετάβλητος εις πάσαν την Εκκλησίαν. Πάσα παράδοσις μη αναγόμενη εις τους χρόνους του Κυρίου και των Αποστόλων δεν δύναται να αποτελεί μέρος της γνήσια Ιεράς Παραδόσεως που ισχύει των παραδόσεων. Των οικουμενικών και τοπικών Συνόδων και τα συγγράμματα των Πατέρων γνώμη περί διδασκαλίας.
5
Η ομόφωνος των Πατέρων γνώμη δεν σημαίνει ότι όλοι οι Πατέρες πρέπει να συμφωνούν επί ενός θέματος, αλλά εκ των επιφανεστέρων εφόσον επ’ αυτού δεν αντιτίθεται η Αγία Γραφή και η λοιπή Ιερά Παράδοσις. Να σημειωθεί ότι μέρος της γνήσιας Ιερά Παραδόσεως ενεσωματώθει εις την Θείαν Λατρείαν. Υμνολογία, κατήχησιν, κήρυγμα και έθιμα της Εκκλησίας. Ιδιαιτέρως δε εις την Θείαν Λειτουργίαν διδάσκουσα τούτου αυθεντικόν μέρος της Ιεράς Παραδόσεως. Τούτο δεν σημαίνει ότι η Ορθόδοξος δογματική δύναται να στηρίζεται απολύτως επί της Θείας Λατρείας της Εκκλησίας, δεδομένου ότι εν αυτή βρίσκονται πολλαί ρητορηκαί εκφράσεις και δραματικαί απεικονίσεις ποιητικαί. Συνεπώς δεν δύναται η δογματική να εκλαμβάνει αυτήν κατά γράμμα.
Η Ιερά Παράδοσις είναι ο αλάθητος ερμηνευτής της Αγίας Γραφής και το αληθές ταύτης συμπλήρωμα. Άνευ δε της Ιεράς Παραδόσεως δεν δύναται ορθώς να διατυπωθεί το περιεχόμενον της Αγίας Γραφής. Διότι θα περιέλθωμεν εις αλληλοσυγκρουόμενας γνώμας και αντιφάσεις και εις ερμηνευτικόν αδιέξοδον ως συμβαίνει με τους Διαμαρτυρόμενους. Είναι περιττόν να τονισθεί ότι η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις δεν δύνανται να διαφωνούν μεταξύ τους, διότι η μία συμπληρώνει την άλλη αλλά ιδιαιτέρως διότι και στις δύο ελάλησε το ίδιο Άγιο Πνέυμα. Σύμφωνα με την γνώμη του αείμνηστου Χρήστου Ανδρούτσου μόνο <<εν τω φωτί της Ιεράς Παραδόσεως ερευνώμενη η Αγία Γραφή αποβαίνει αυτάρκης και πλήρης ταμειούχως των χριστιανικών αληθειών>>.
Όσον αφορά εις τα σχέσεις Ιεράς Παραδόσεως και Αγίας Γραφής οφείλομε να σημειώσουμε ότι η Αγία Γραφή πλεονεκτεί Ιεράς Παράδοσεως. Διότι η Αγία Γραφή υπάρχει γραπτή οπότε δεν υπόκειται εις μεταβολήν και εις νοθείαν, κάτι που μπορεί να συμβεί στην Ιερά Παράδοση. Τα ανώτερα ομολογούν την μέγιστη αξία και σημασία της γνώσεως της Δογματικής, η οποία και αποτελεί το κέντρον βάρους της όλης θεολογικής επιστήμης. Τούτο προκύπτει εκ του γεγονότος ότι εφόσον η δογματική διδάσκει ορθώς και συστηματικώς τας αποκαλειφθήσας Θείας Αληθείας, ο χριστιανός παίρνει το περιεχόμενον της πίστεως του από την δογματικήν.
Συνεπώς η σημασία της δογματικής δεν περιορίζεται μόνον εις τον Θεολόγον αλλά και εις πάντα επιθυμόντα να γνωρίσει τας πιστευτάς αληθείας. Εάν δε δια πάντα πιστόν είναι απαραίτητος η γνώσις της δογματικής, τούτο κατά μείζονα λόγον θεωρείται αναγκαίον δια τους Ιεροσπουδαστάς και τους κληρικούς οι οποίοι υποχρεούνται να γνωρίσωσιν εις το Χριστεπόνυμον πλήρωμα τον ορθόν τρόπο της Σωτηρίας πάντοτε επί τη βάση των διδαγμάτων της δογματικής. Ως προς την διαίρεσιν της δογματικής παρατηρούμεν ότι οι κατά καιρούς δογματολόγοι διήρεσαν την δογματικήν.
6
Κάποιοι προέτειναν την εις δύο μέρη διαίρεσιν που ακολούθησε και ο Χρήστος Ανδούτσος όστις ονόμασεν τα δύο ταύτα τμήματα Α) Προυπόθεσις την εν Χριστώ απολυτρώσεως. Β) Η εν Χριστώ απολύτρωσις. Άλλοι ακολούθησαν διαφορετική διαίρεση, την πενταμερή, ως και ο καθηγητής κ. Ιωάννης Καρμίρης. Τα πέντε αυτά τμήματα της δογματικής είναι. Α)Θεολογία Β)Κοσμολογία Γ)Χριστολογία Δ)Σωτηριολογία και Ε)Εσχατολογία. Η διαίρεση αυτή θεωρείται ως η πλέον επιτυχής και πρόσφορος δια των θεολογικών και εκκλησιαστικών σχολών ταύτη ακολουθείται και ως σήμερον. Μιλώντας περί διαιρέσεως, τίποτα δεν τεμαχίστηκε απλώς χαρακτηριστικώς κάποιοι τομείς που χρίζουν την ανάγκη εξειδικευμένης γνώσης.
Όλοι αυτοί οι τομείς μας κάνουν εν όλο. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ότι γίνεται τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος δεν τεμαχίζεται, δεν διαιρείται. Το ότι αρκετοί ιερωμένοι όχι απλώς ιερείς αλλά και επίσκοποι τεμαχίζουν τον Κύριο, αυτό είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα για την πνευματική γύμνια που υπάρχει στην Στείρα Ιεραρχία. Η γνώσις της ουσίας του Θεού υπό του ανθρώπου είναι ανέφικτος. Ο άνθρωπος δύναται να γνωρίσει τα όντα αφενός μεν δια της νοήσεως του, αφετέρου δια των επιστημονικών μεθόδων και μέσων. Καθόσον δε ο Θεός <<οικεί εν απροσίτω φωτί και ουδείς δύναται Αυτόν ιδείν>> (Α. Τιμ. 6-16). Είναι αδύνατος η υπό του ανθρώπου γνώσις του Θεού δια της διανοίας και της επιστήμης.
Εάν ο Θεός ήτο δυνατόν να γνωσθεί πλήρως και να θεαθεί από των ανθρώπων ή ο άνθρωπος θα καθίστατο Θεός ή ο Θεός θα έπαυε να είναι αυτό που είναι. Λόγω της απείρου διαφοράς και αποστάσεως ήτις υφίσταται μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου. Μεταξύ απείρου και πεπερασμένου, δημιουργού και δημιουργήματος. Είναι αδύνατος η υπό του πεπερασμένου γνώσις και κατάληψις του απείρου. Δι’ επιστημονικών μεθόδων και τρόπων δυνάμεθα να γνωρίσωμεν παν ότι ο ανθρώπινος νους δύναται να προσεγγίσει και να κατανοήσει. Ο άνθρωπος αδυνατεί να εννοήσει πλήρως της άπειρον προσωπικήν παρουσία του Θεού. Εάν όμως αρνούμεθα παντελώς το εφικτόν της γνώσεως του Θεού θα περιπέσουμε εις τον δυισμό όπου δέχεται τον Θεόν ως απολύτως υπερβατικόν και αρνείται πάσαν προσέγγισιν Αυτού υπό του ανθρώπου.
7
Απορριπτέα όμως είναι και η άκρως αντίθετος προς τον δυισμό άποψις καθ’ ην ο Θεός είναι γνωστός απολύτως εις τον άνθρωπον ο οποίος αποτελεί τμήμα της Θεότητος. Καίτοι ο Θεός είναι απρόσιτος πανταπάσιν την ανθρώπινη διάνοια και η γνώσις αυτού αδύνατος υπό του ανθρώπου. Εν τούτοις ο Θεός <<ουκ αμαρτυρον αυτόν άφηκε>> (Πράξ. 14-17), αλλά εφανέρωσεν και απεκάλυψεν εαυτόν ενώ μέτρο Εκείνος εξέλεξε σύμφωνα με την δεκτική ικανότητα και ωφέλειαν του ανθρώπου. Η γνώσις αυτή του Θεού υπό του ανθρώπου σημειωτέων ουδέποτε δύναται να φθάσει την τελειότητα και πληρότητα του περιεχομένου της ουσίας του Θεού είναι <<γνώσις εκ μέρους>> (Α. Κορ. 13-12).
Μέλλουσα εν τη μεταθανάτια ζωή να καταστεί άμεσος και πλήρης το να δούμε τον Θεόν όχι <<δι’ εσοπτρου εν αινίγματος>> αλλά <<πρόσωπον προς πρόσωπον>> (Α’ Κορ.). Η γνώσις αυτή του Θεού υπό του ανθρώπου διακρίνεται εις φυσικήν και υπερφυσικήν. Φυσικώς απεκάλυψεν ο Θεός Εαυτόν εν τη δημιουργία και τη κυβέρνηση του κόσμου εξ αντικειμένου ως και εν τη συνείδηση του ανθρώπου εκ υποκειμένου, υπερφυσικώς δε εν τη υπερφυσική Θεία Αποκάλυψη. Παρά τας δύο ταύτας αυτοαποκαλύψεις του Θεού η γνώσις της ουσίας Αυτού υπό του ανθρώπου παραμένει αδύνατος. Περί του αυτού μαρτυρεί ο Πατήρ της δογματικής Ιωάννης ο Δαμασκηνός. <<Άπειρον το Θείον και ακατάπτον και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν η απειρία και η ακαταληψία>>.
Περί του απροσίτου της θείας ουσίας μαρτυρούν και τα χωρία Εξόδου 33-20 <<Ου δυνήσει ιδείν το πρόσωπον μου, ου γαρ μη ιδεί άνθρωπος το πρόσωπον μου και ζήσεται>>. <<Θεόν ουδείς εόρακεν πώποτε ο μονογενής Θεός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός εκείνος εξηγήσατο>> (Ιωάνν. 1-18), <<Ουχί ότι τον Πατέρα εόρακεν τις ειμή ο ων παρά του Θεού ούτος εόρακε τον Πατέρα>> (Ιωάνν. 6-46), <<Πάντα παραδόθησαν εις εμέ από του Πατρός μου και ουδείς γινώσκει τον Υιόν ειμή ο Πατήρ ουδέ τον Πατέρα γινώσκει τις ειμί ο Υιός και εις όντινα θέλει ο Υιός να αποκαλύψει αυτόν>> (Ματθ. 11-27). Ερμηνεύοντες τα χωρία αυτά οι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν ότι ο Θεός είναι ακατάλυπτος καθ’ εαυτόν και αόρατος εις τον άνθρωπο.
8
Ο Μέγας Αθανάσιος χαρακτηρίζει τον Θεόν ως <<υπερέκεινα πάσης ουσίας και ανθρώπινης επινοίας>> (Λόγος κατά Ελλήνων Ε.Π. 25-5). Εν τω αυτώ πνεύματι γράφει ο Μέγας Βασίλειος <<Ει την ουσίαν του Θεού αγνοείς ο μη γινώσκεις σεβεις… Εγώ δε ότι μεν εστίν οίδα τίδε η ουσία υπέρ διανοίαν τίθεμαι είδησις άρα της θείας ουσίας οι αισθήσεις αυτού της ακαταληψίας και σεπτόν ου το καταληφθέν τις η ουσία αλλ’ ότι εστίν η ουσία (Μέγας Βασίλειος Επιστολή 234 Ε.Π. 32,869).
Κατά ταύτα ο άνθρωπος ούτε πληροί την τέλεια γνώσιν της ουσίας του Θεού έχει ούτε παντελή Αυτού αγνωσίαν αλλά η γνώσις του ανθρώπου περί του Θεού τυγχάνει ατελής και περιορισμένη. Ομιλούντες περί της φυσικής γνώσεως του Θεού εννοούμε την γνωστικήν εκείνη ικανότητα του πεπτοκοτός ανθρώπου μέσω της δημιουργίας και της κυβερνήσεως αυτής ως και της ανθρώπινης συνειδήσεως να ανάγεται εις την ιδέαν και την κατά το δυνατόν γνώσιν του Θεού. Η γνώσις αυτή του Θεού είναι έμμεσος δεδομένου ότι ο άνθρωπος προσπορίζεται ταύτην ουχί απευθείας αλλά εμμέσως. Εις την γνώσιν του Θεού ανάγεται ο άνθρωπος δε εμφύτου παρορμήσεως και ροπής προς τον Θεόν ητίς είναι μεν έμφυτος αλλα ουχί πλήρως αποτετελεσμένη. Και τούτο διότι ο άνθρωπος αισθάνεται εαυτόν εξηρτημένον εκ της Θείας ουσίας. Δυνάμεθα να ονομάσωμεν την κλίσην και ροπήν του ανθρώπου προς τον Θεόν έμφυτον.
Ο βαθμός της τελειότητας της εμφύτου αυτής έννοιας ποικίλει αναλόγως της ατομικότητας του ανθρώπου και του πολιτιστικού επιπέδου. Την έμφυτον αυτήν ιδέαν περί Θεού εκτός της εμμέσου της φυσικής γνώσεως του Θεού, ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους αδυνατεί να κατανοήσει την άπειρον και τέλειαν ουσίαν του Θεού. Την γνώσιν αυτήν μπορούμε να ονομάσωμεν ανάλογον διότι η ανθρώπινη διάνοια αποφαίνεται περί του Θεού ορμόμενη εκ των δημιουργημάτων των οποίων τα ιδιότητας τελειοποίησις αποδίδει εις τον Θεόν. Η αναλογία τελειότητος μεταξύ δημιουργημάτων και Θεού δεν είναι δυνατόν να είναι πλήρως αληθής, διότι αι ιδιότητες των δημιουργημάτων εν τελειοτάτω βαθμόν εις τον Θεόν δεν μπορούν να εκφράσουν και να ερμηνεύσουν την θείαν φύσην και ουσίαν.
Ως ελέχθη η γνώσις του Θεού υπό του ανθρώπου δεν δύναται να είναι άμεσος. Ο άνθρωπος ηναγκάσθει να ακολουθήσει ορισμένας τεθλασμένας οδούς προκειμένου να φθάσει εις την γνώσιν του Θεού. Η Σχολαστική Θεολογία στην προσπάθεια της να αναχθεί εις την Θείαν γνώσιν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος αρνείται εν τω θεώ πάσαν ατέλεια. Θεωρούμεν τον Θεόν ως υψίστη αιτία παντός φαινομένου εν τω κόσμω και απόδιδε στον Θεό πάσαν τελειότητα και πάν αγαθόν. Τέλος ο Θεός εκλαμβάνεται ως ο κεκτημένος πάσαν τελειότητα εις άπειρον βαθμό και ότι υπερέχει κατά πολύ από την τελειότητα των δημιουργημάτων του.
Δόξα τω σω παναιτίω θελήματι. Δόξα τω σω αληθείω θεσπίσματι.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια