top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 29 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 18 Σεπ 2022
  • διαβάστηκε 10 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 25 Σεπ 2022


ree

1


Καθυποκύψας Ιησού ταίς αλόγοις ήδοναις αλόγας ώφθην και τοις κτηνεσιν όντως ω Ιησού μου οικτρώς ο τάλας Σωτήρ αφωμοίωμαι όθεν Ιησού με της αλογίας ρύσαι.


Σύμφωνα με όσα είπαμε στα προηγούμενα περί της μιας και ενιαίας του Χριστού Εκκλησίας, ιδιαιτέρας σημασίας είναι το χωριό του Ιωάννου όπου ο κύριος ως άνθρωπος παρακαλεί τον Πατέρα Του, όπως ευδοκήσει και παραμείνει μία αδιαίρετος η Εκκλησία, όπως εις και αδιαίρετος είναι ο Πατήρ και ο Υιός λέγων <<Ίνα πάντες εν ώσιν καθώς συ Πάτερ εν εμοί και γω εν σοί ίνα και αυτοί εν ημίν ώσιν ίνα ο κόσμος πιστεύει ότι συ με απέστειλας και γω την δόξην ήν δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί ίνα ώσιν τετελειωμένοι εις εν ίνα γίνωσκη ο κόσμος ότι σε με απέστειλας και ηγάπησας αυτοίς καθώς εμέ ηγάπησας>> (Ιωάννου 20, 21-23). Εκ του χωρίου τούτου συνάγεται ότι όχι μόνο η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετος αλλά και η Θεία του Κυρίου επιθυμία αντιτίθεται προς τους θέλοντας ένεκα διαφόρων λόγων υποκειμενικών ή αντικειμενικών να διασπάσουν την ενότητα ταύτην.


Δυστυχώς όλοι αυτοί και σήμερα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος αλλά αυτό δεν απασχολεί κανέναν και κατά καιρούς έχουμε μικρά κρούσματα αποστασιοποιήσεως που δημιουργούν διαιρέσεις ως προς την αλήθεια του πνεύματος αλλά παραμένουν έννομοι ως προς τα συμφέροντά. Περί της μίας του Χριστού Εκκλησίας διδάσκομεν επί τη βάσει της Ορθοδόξου ημών παραδόσεως ότι μία Εκκλησία δεν δύναται να είναι ούτε η Παπική, ούτε η Προτεσταντική ή οι Διαμαρτυρόμενοι και άλλες πολλές παραφιάδες αυτών. Μόνο η Ορθόδοξος Εκκλησία η την πίστιν απαρασαλεύτως και αλωβήτως δια μέσου των αιώνων διατηρήσασα την πάσαν αλήθεια αν και αυτή η Ορθόδοξος Εκκλησία σήμερα έχει χωριστεί σε χίλια κομμάτια.


Το βασικό συστατικό για την ύπαρξη της, η ενότητα, ούτε στα λόγια δεν υπάρχει. Μετά τη διαίρεση της Χριστιανικής Εκκλησίας τόσο η Παπική ή Διαμαρτυρόμενοι και άλλοι διέστρεψαν και διέφθειραν δια τον καινοτόμον την Ορθόδοξον διδασκαλία σε αντίθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησία που παρέμεινε πίστη στις αρχές της, τις οποίες τηρούσε από την ίδρυση της η Χριστιανική Εκκλησία. Η αυτή άποψις δεν είναι βεβαίως εις όλα αλάθητος, κάτι που μόνο μία Οικουμενική Σύνοδος θα μπορούσε να επιλύσει, αλλά ώσπου να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος το θέμα μένει μεταξύ των θεολογουμένων της πίστεως ζητημάτων.


2


Ισχύει πάντως το πρόβλημα ως προς το θέμα σωτηρίας Παπικών, Διαμαρτυρούμενων και άλλων σχετικά με όσα είπαμε στα προηγούμενα. Ως προς την άποψη εις τα θεμελιώδη της πίστεως δόγματα προς ημάς μη διαφωνούντες αλλά εις τας δευτερευούσης σημασίας και αξίας διδασκαλίας αφ’ ημών διαφέροντες δύναται να αξιωθούν της διακρίσεως ως μελών της Εκκλησίας και συνεπώς τυγχάνουν άξιοι σωτηρίας και δικαιώσεως παρά του Θεού. Περί τούτου οι Ρωμαιοκαθολικοί διατύπωσαν ότι οι διδασκαλίαι και οι αλήθειαι είναι ίδιες περί του προκειμένου περί της απόψεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας διατυπώσεως. Και διαφοραί υπάρχουν ως προς την ερμηνεία και πώς εφαρμόζονται τα διδασκόμενα.


Όπως έχουμε πει και σε προηγούμενες εργασίες, δεν είναι ορθή η διάκρισις μεταξύ θεμελιωδών και επουσιωδών του Χριστιανισμού διδασκαλιών, διότι πάσαι αι της πίστεως αλήθειαι αποτελούν εν ενιαίον και αδιαίρετον όλον μη δυνάμεναι να διακριθούν κατ’ αξίαν απ’ αλλήλων. Πας δε όστις αρνείται μίαν αλήθεια εκπίπτει πασών της πίστεως αληθειών ως συνήθως μεταξύ των ανθρώπων παρατηρείται. Δεν δυνάμεθα συνεπώς να ποιήσωμεν διάκρισιν μεταξύ πρωτευούσης και δευτερευούσης σημασίας δογματικών αληθειών.


Ως εκ τούτου δε οι ετερόδοξοι και οι σχισματικοί, οι μακράν της Ορθοδόξου Εκκλησίας κείμενοι πρέπει να χαρακτηρίζονται ως αιρετικοί ως είναι οι Ρωμαιοκαθολικοί, Διαμαρτυρόμενοι, Προτεστάνται, Ευαγγελισταί και άλλοι. Όστις δυνατόν τούτους μεν να δικαιώσει ο Θεός ετέρους δε ορθοδόξως φρονούντας και διά την ορθόδοξον αυτών σεμνυνομένους και επαιρόμενους να καταδικάσει και να κατακρίνει απομακρύνουν αυτούς εξ’ Αυτού. Εκτός όμως της Αγίας Γραφής η οποία την ως άνω διατυπωθείσαν διδασκαλίαν σαφώς μαρτυρεί και η Ιερά Παράδοση επιμαρτυρεί ταύτην δια αρκετών Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Εν οίς Κύριλλος ο Αλεξανδρείας περί ενότητας της Εκκλησίας ομιλών γράφει <<Μία η Εκκλησία καθά και πάλαι ο Ναός μία δε και η σκηνή της Εκκλησίας το κάλλος ως εν τύποις έτι προαναφέρουσα>>.


Ο δε Ιερός Χρυσόστομος περί της μίας Εκκλησίας διδάσκων λέγει <<Σώμα Χριστού ουχί σώματα πολλά αλλά σώμα εν καθάπερ γαρ ο άρτος εκ πολλών συγκείμενος κόκκων ήνωται ως μηδαμού χαίνεσθαι τους κόκκους αλλ’ είναι μεν αυτούς αδήλον δε αυτών είναι την διαφοράν τη συναφεία ούτω και αλλήλους και τω Χριστώ συναπτόμεθα>>. Τέλος Επιφάνειος ο Κωσταντίας της Κύπρου γράφει <<Ταύτην την πίστιν η Εκκλησία και περ εν όλω τω κόσμω διεσπαρμένη επιμελώς φυλάσει ως ένα οίκον οίκουσα και ομοίως πιστεύει τούτους ως μία ψυχήν και την αυτήν έχουσα καρδίαν και συμφώνως ταύτα και κηρύσσει και διδάσκει και παραδίδωσιν ως εν σώμα κεκτημένη>> (Επιφανείου κατά Αιρέσεων λόγος).


Ως προς την δεύτερα ιδιότητα της Εκκλησίας προσδιορίζουν την Αγιότητα ήτις αναφέρται εν τω Σύμβολο της πίστεως του εν Νικαία και Κωνσταντινουπόλεως αναφερόμενη είναι η αγιότις αυτής. Εκ της έννοιας του όρου άγιος σημαίνοντος τον μακράν της αμαρτίας εβρισκόμενον και εις τον Θεόν αφιερωθέντα, συνάγεται δε και η έννοια της αγιότητος εν σχετική βεβαίως έννοια εν συγκρίσει πάντοτε προς την απόλυτον του Κυρίου αγιότητα περί της οποίας έχομαι σημειώσει σε προηγούμενα κείμενα.


3


Ο χαρακτήρ της Εκκλησίας ως αγίας συνάγεται αφενός μεν εκ του ιδρυτού και της κεφαλής αυτής του θεανθρώπου Ιησού. Όστις είναι ο μόνος άγιος και του Αγίου Πνεύματος του εν τη Εκκλησία ενοικούντος και αυτήν εις την αλήθεια καθοδηγούντος αφετέρου δε εκ του σκοπού δι’ ον ιδρυθεί η Εκκλησία. Όστις συντελείται η αγιοποίησις των μελών αυτής ωσαύτος δε εκ των μέσων δια την σωτηρίαν των μελών αυτής χρησιμοποιουμένων είναι η θείας χάρις και η θεία διδασκαλία.


Προστιθέμενου επιπλέον του παραδείγματος της αγιότητος των μελών της Εκκλησίας τα οποία ως δικαιωθέντα και αγιασθέντα και μακράν της αμαρτίας και του διαβόλου διαβιούντα είναι άγια. Άγιοι ονομάζονται ως η Καινή Διαθήκη διδάσκει οι πρώτοι Χριστιανοί (Εφεσ. 1,1, Ρωμ. 1,7, Πράξεις 9,32) μακράν του ειδωλολατρικού κόσμου και της αμαρτίας βιούντες και την χάριν του Αγίου Πνεύματος δια του μυστηρίου του βαπτίσματος και των άλλων μυστηρίων δεχθέντες. Εκ των ανωτέρω συνεπώς λόγων εμφαίνεται σαφώς ο χαρακτήρ της αγιότητος των οποίων ενέχει η Εκκλησία ως τοιαύτη δε ιδρυθεί υπό του θεανθρώπου. Μεταδίδοντας εις του εκκλησιαστικούς αυτής ποιμένας την δύναμιν προς εξαγιασμόν των μελών αυτής <<Προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού>>.


Ο Απόστολος Παύλος εις το χωρίον Εφεσ. 4-12 διετύπωσε τον χαρακτήρα της Εκκλησίας ως αγίου καθ’ ιδρύματος εκφράζει εις την αυτήν επιστολήν του λέγων ότι <<Ο Χριστός ηγάπησε την ΕΚκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής ίνα αυτήν αγιάσει καθαρίσας το λουτρό του ύδατος εν ρήματι ίνα παραστήσει αυτός ένδοξον την Εκκλησίαν μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ήτι των τοιούτων αλλ’ ίνα η Αγία και άμωμος>> (Εφεσ. 5,25-27). Ως ήδη περί της Εκκλησίας έχωμε παρατηρήσει εν τω επιγείω αυτής τμήματι δεν περιλαμβάνονται μόνον μέλη αγία και δίκαια ως τούτο συμβαίνει εν τη θριαμβεύουσα εν ουρανοίς Εκκλησία. Αλλά και μέλη αδιάφορος τυχόν προς την σωτηρίαν και την δικαίωσιν κείμενα και τα οποία με τα των δικαίων και αγίων ανήκουν από κοινού εις την μίαν του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν.


Τα αδιάφορα και μη δικαιωθέντα μέλη για κανέναν λόγο δεν μπορούν να παραβλάψουν και να αμαυρώσουν τον άγιον της Εκκλησίας χαρακτήρα. Αφ’ ενός μεν διότι την αγιοποίησιν των μελών αυτών σκοπεί και επιδιώκει η Εκκλησία και συνεπώς εν τη παρόδω του χρόνου δυνατόν και ταύτα να καταστούν άξια δικαιώσεως και του αγιασμόυ. Αφ΄ ετέρου δε διότι η διάκρισις των αδιαφόρως προς την Εκκλησίαν εχόντων μελών από των ηγιασμένων και δεδικαιωμένων θα πραγματοποιηθεί κατά την τελικήν του Κυρίου κρίσιν.


Όταν θα διακριθούν τα ζιζάνια από του σίτου και τα πρόβατα από τα ερίφια κατά τας γνωστάς του Κυρίου παραβολάς. Το ότι κατά ταύτα μέλημα ουσιώδες και επανάγκες της Εκκλησίας είναι ο και τούτων των μελών καθαγιασμός και δικαίωσις ώστε να αποβούν κατά τον Απόστολον Παύλο <<γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα έθνος άγιον λαός εις περιποίησιν>> (Α’ Πέτρου 2,9).


Για την επίτευξη της επιστροφής αυτών στην Εκκλησία και τον αγιασμό αυτών είναι συγκεκριμένες και επουσιώδες ο προσωπικός ρόλος των ποιμένων. Ας σταματήσουν πια να κρύβονται πίσω από το ανώνυμο Εκκλησία. Αν και θα έπρεπε να είναι περιττό να αναφερόμαστε σε αυτό, θεωρείται απαραίτητο να το τονίζουμε. Την διδασκαλίαν ταύτην της ημετέρας Εκκλησίας την υπό της Αγίας Γραφής Διδασκόμενην, διδάσκει επίσης και η Ιερά Παράδοσις. Ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας επί του θέματος τούτου γράφει ότι η Εκκλησία είναι <<υψηλή όντως και σκοπευτήριον αληθώς αγία δε προς τούτοις παρέστιν οίκος και πόλις του παναγίου Θεού>>.


4


Επί του αυτού θέματος ο Κύριλλος ο Ιεροσολύμων λέγει ότι η Εκκλησία του Χριστού καλείται καθολική και δι’ άλλους λόγους αλλά και <δια το καθολικώς λατρεύειν και θεραπεύειν άπαν το των αμαρτημάτων είδος. Κέκτησθαι δε εν αυτή πάσαν ιδέαν ονομαζόμενης αρετής εν έργοις και λόγοις και πνευματικοίς παντοίοις χαρίσμασιν>>. Η τρίτη κατά σειρά ιδιότις της Εκκλησίας επί τη βάσει του συμβόλου της Ορθοδόξου πίστεως είναι η καθολικότις. Καθολική χαρακτηρίζομε την Εκκλησία διότι αυτή περιλαμβάνει πάντας τους Ορθοδόξους πιστεύοντας πάντων των αιώνων από της ιδρύσεως αυτής μέχρι της συντέλειας των αιώνων. Αυτή η έννοια της καθολικότητος χρονικώς και τοπικώς λαμβανόμενη. Οι Ιεροί Κανόνες και οι Άγιοι Πατέρες υποστηρίζουν ότι αυτός που διαφοροποιείται από το τυπικό της ημετέρας Εκκλησίας θέτει αυτοβούλως ευατόν εκτός Εκκλησίας.


Και ενώ η Ιουδαϊκή θρησκεία περιορίσθη εις τα στενά του Ιουδαϊσμού όρια έχουσα ως κέντρον τον ναόν των Ιεροσολύμων και διεκρίθη σαφώς από παντώς έτερου έθνους και από πάσης άλλης θρησκείας προς την οποία ρητώς αντιτίθεται και τους οπαδούς της οποίας εχαρακτήριζε ως βέβηλους και ακάθαρτους. Η Εκκλησία του Χριστού απ’ αρχής έθεσε ως σκοπό την συμμετοχή πάντων των εθνών εις αυτήν. Συμφώνως προς την εντολήν του Θεανθρώπου Ιδρυτού της προς τους Αποστόλους <<πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτοίς>> (Ματθ. 28-19).


Τούτο ακριβώς το έργον επετέλεσαν οι Άγιοι Απόστολοι και οι τούτων διάδοχοι διαδώσαντες τον χριστιανισμόν εις πάντα τα έθνη και οδηγήσαντες εις την εις Χριστόν πίστη. Μυριάδας ανθρώπων πάσης φυλής και γλώσσης τη χάρητι και τη βοηθεία του Θεανθρώπου Ιδρυτού της Εκκλησίας (Μάρκου 16,20). Εις τρόπον ώστε δια του σήμερον παρατηρούμενου φαινομένου του Χριστιανισμού να επικυρούται αναντιλέκτως η ιδιότις της καθολικότητας. Εκτός όμως της καθολικότητας της Εκκλησίας σε τοπική και χρονική έννοια διηκριβώθη υπό των δογματολόγων ο όρος αυτός και υπό τροποποιημένην έννοια. Κατά την αυτή έννοια η Εκκλησία του Χριστού εδίδαξεν εις πάντας τους λαούς και εις πάσαν εποχήν την μίαν και ανόθευτον διδασκαλίαν της θείας αποκαλύψεως ομοιομόρφως και αμετάβλητον.


Τόσον εις τοις δόγμασοι και εν τη λατρεία, όσον και εν τη διοικήσει της Εκκλησίας. Πάντες οι την διδασκαλίαν ταύτην της καθολικής Εκκλησίας επιδιώξαντες να μεταβάλουν και να παραχαράξουν η εις την ιεραρχίαν αυτής η μη υπακούσαντες. Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες επιβάλλεται να απομακρυνθούν και να αποβληθούν της Εκκλησίας είτε ως αιρετικοί, είτε ως σχισματικοί μη δυνάμενοι ως τοιούτοι να θεωρούνται μέλη της καθολικής Εκκλησίας κατά συνέπειαν ο όρος καθολικός εν συναρτήσει προς την ενότητα και το ενιαίον της Εκκλησίας ταυτίζεται προς τον όρον Ορθόδοξος.


5


Εφόσον μόνον η Ορθόδοξος Εκκλησία διετήρησεν ανα τους αιώνας αμετάβλητον και αναλλοίωτον και απαραχάρακτον την μίαν του Χριστού πίστιν και εδίδαξεν αυτήν εις πάντας τους λαούς καθ’ όμοιον τρόπον και άνευ ουδεμίας μετατροπής και καινοτομίας διδάξασα το σύνολον των της πίστεως αληθειών δικαιούνται μόνον αυτή να φέρει την ιδιότητα την καθολικότητας ήτοι της Ορθοδοξίας. Έκαστη επί μέρους Εκκλησία δυνάμενη επίσης να χαρακτηρισθεί ως τοπική Εκκλησία αποτελεί τμήμα της Καθολικής Εκκλησίας, πάσαι δε επιμέρους Εκκλησίαι αι ορθοδόξως την πίστιν διδάσκουσαι και ορθοτομούσαι τον λόγο αποτελούν τμήματα της μιας αγίας και καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εγένετο ωσαύτως διάκρισις μεταξύ δυνάμει και ενεργεία καθολικότητας της Εκκλησίας.


Προς την διάκρισιν αυτήν μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τροπικώς κατ’ ουσίαν και πραγματικώς ουδέποτε η Εκκλησία του Χριστού έπαυσε να είναι Καθολική ως το σύνολον των ορθοτομούμενων θείων αληθειών διδάσκουσα ανεξαρτήτως του αριθμού των μελών αυτής. Η δυνάμει και ενεργεία διάκρισις της καθολικότητας της Εκκλησίας ισχύει μόνον εν τοπική και χρονική εννοία αλλά και πάλι όχι απολύτως. Διότι εις πάντα τον κόσμον και εις πάντας τους λαούς και φυλάς της γης δεν θεωρείται βεβαία η εξαγγελία του κηρύγματος του Χριστού.


Η Καινή Διαθήκη εκτός του προμνημονευθέντος χωρίου του Ματθαίου που γίνεται λόγος περί του κηρύγματος του Ευαγγελίου εις πάντα τα έθνη, δεν αναφέρει την ιδιότητα της καθολικότητας αλλά αυτήν βρίσκομε εις τας Πράξεις των Αποστόλων και εις τας επιστολάς του Παύλου διαβεβαιούμενην την διάδοσιν του Θείου Λόγου εις πάντας τους λαούς. Της καθολικότητος εις την Εκκλησίαν αποδοθείσης εκτός του Κυρίου, κυρίως και κατ’ εξοχίν υπό του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, όστις ορθώς θεωρείται ο αποδόσας τον χαρακτήρα της παγκοσμιότητος εις τον Χριστιανισμόν. Δεν θεωρείται άστοχος η χρησιμοποίησις χωρίων της Π. Διαθήκης εις το περί της εννοίας της Εκκλησίας κεφάλαιον καταχωριθέντα τα οποία όντως καταδεικνύουν την ιδιότητα της καθολικότητας της Εκκλησίας. Εκτός της Αγίας Γραφής την καθολικότητα της Εκκλησίας εδίδαξε και η Ιερά Παράδοσις.


6


Ο Ιερός Ιγνάτιος χρησιμοποιών πρώτος τον όρον καθολική Εκκλησία λέγει ότι <<ώσπου αν ή Χριστός Ιησούς εκεί και η Καθολική Εκκλησία>>. Την αυτήν προσωνυμίαν απονέμει εις την Εκκλησίαν και ο αποστολικός Πατήρ Πολύκαρπος ονομάζων τον Ιησού Χριστό <<Ποιμένα της κατά την οικουμένην Καθολικής Εκκλησίας>>. Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων καταδεικνύων την ουσίαν της καθολικότητας της Εκκλησίας, όχι υπό χρονικήν ή τοπικήν έννοιαν λέγει <<Δια το διδάσκειν καθολικώς και ανελλιπώς άπαντα τα εις γνώσιν ανθρώπων έλθειν οφειλόντα δόγματα περί ορατών και αοράτων πραγμάτων επουρανίων και επιγείων. Την έννοια της καθολικότητος της Εκκλησίας εν τοπική και χρονική έννοια καταδεικνύει και ο Ιερός Χρυσόστομος γράφων <<ού πανταχού της οικουμένης εκταθήσεται μόνον αλλά και πανταχού του αιώνος>>.


Κλείνοντας το θέμα της καθολικότητος προχωράμε στο θέμα περί της αποστολικότητος της Εκκλησίας. Ως τελευταία ως προς την σειρά ιδιότητα της Εκκλησία <<Εις μίαν Αγίαν καθολικήν και αποστολική Εκκλησία>>. Μνημονεύοντας την αποστολικότητα της Εκκλησίας από την έννοια της λέξεως εξάγεται το νόημα του αποστολικού χαρακτήρα του έργου της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δια των Αποστόλων του Κυρίου Ιδρυτή, κατά συνέπεια παν έτερο καθίδρυμα μη έλκων την καταγωγή και προέλευσιν αυτού παρά των Αποστόλων ουδεμία προς την έννοιαν της Εκκλησίας μπορεί να έχει σχέση. Την καταγωγή και προέλευση της Εκκλησίας εκ των Αποστόλων διδάσκει ο Θείος Παύλος.


Ομιλών περί της Θείας Οικοδομής ήτοι της Εκκλησίας χαρακτηρίζει δε τους Αποστόλους ως θεμέλιον αυτής τον δε θεάνθρωπον Ιδρυτήν αυτής ως ακρογωνιαίον λίθον <<Άραρ ούν ουκέτι έσται ξένοι και πάροικοι αλλά έσται συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού επικοιδομηθέντες επί τω θεμελίω των Αποστόλων και Προφητών όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού εν ώ πάσα οικοδομή συναρμολογούμενη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω>>. Εκτός της προελεύσεως της Εκκλησίας και της καταγωγής αυτής παρά των Αποστόλων ώπερ και αποτελεί θεμελιώδη της Εκκλησίας ιδιότητα. Αποστολικότις σημαίνει επίσης την καταγωγήν της διδασκαλίας εκ της αρχέγονου αποστολικής Εκκλησίας και την συμφωνίαν εν τοις δόγμασοι τη λατρεία και τη διοικήσει της Εκκλησίας προς τα υπό των Αποστόλων θεσπισθέντα.


Τούτο δεν μπορεί να σημαίνει απαρεγκλίτως το αμετάβλητον κατά την μορφήν εξωτερικώς των αληθειών της πίστεως και της λατρείας. Δυνατόν υπό της Εκκλησίας ως ζώντος οργανισμού διατηρούμενου του πυρήνος αυτών και της ουσίας αμεταβλήτου, να τύχουν δια κανονικών εκκλησιαστικών αποφάσεων εξωτερικής μεταβολής κατά την μορφήν και την διατύπωσιν. Χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος δια των εξωτερικών τούτων μεταβολών να απολεσθεί δια την Εκκλησίαν η ουσία της ιδιότης της αποστολικότητος. Γι’ αυτό και οι Απόστολοι, ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος και η Ιεροί Πατέρες σε αυστηρό τόνο επαναλαμβάνουν <<κατηραμένος όστις αφαιρέσει ή προσθέσει εν ίωτα ως προς την διατύπωσιν>>.


Δόξα πνοή πάντα τηρείται. Δόξα μια θεαρχία Τριάδι.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page