top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 28 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 11 Σεπ 2022
  • διαβάστηκε 12 λεπτά

ree

1


Σε Ιησού μου δυσωπώ ως την πόρνην Ιησού μου ελύτρωσω των πολλών εγκλημάτων ούτω κάμε Ιησού Χριστέ μου λυτρώσαι και κάθαρον την ρερυπωμένην ψυχήν μου Ιησού μου.



Όπως ο Κύριος εχρημάτισεν ανυπερβλήτως και κατ’ εξοχήν των ανθρώπων διδάσκαλος αποκαλύψας τας ύψιστας τω θείων αληθειών, ούτω και οι διάδοχοι του Κυρίου ως συνεχισταί του προφητικού του Κυρίου αξιώματος μεταδίδουν εις έκαστην γενεάν των ανθρώπων την εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοση αλώβητος και απαρασάλευτος διαφυλασσόμενην αλήθειαν. Οδηγούντες τους ανθρώπους εις αποδοχήν ταύτης και δι’ αυτής εις μετάνοιαν και επιστροφήν και εσωτερικήν αίσθησιν της ανάγκης προς αναγέννησιν και αγιασμόν. Το διδακτικόν τούτο έργον δύναται η Εκκλησία και μόνον απροσκόπως να επιτελεί δοθείσης της παρουσίας εν αυτή του εις πάσαν την αλήθειαν οδηγούντος αυτήν υπό του Αγίου Πνεύματος (Ιωάννου 16-13).


Η χάρις όμως του Αγίου Πνεύματος η εν της Εκκλησία παρούσα και δι’ αυτής δρώσα προσδέχεται τον εκ της αμαρτίας και της πλάνης επιστρέφοντα άνθρωπον μετά χαράς. Και μεταβάλλει τούτον εις φορέα της χάριτος ταύτης και ως καινήν και αγιασθείσα φύσιν δυνάμει της απολυτρωτικής θυσίας του Γολγοθά. Ανάμνηση της οποίας μετά χαρακτήρος αληθούς θυσίας καθ’ έκαστην επιτελεί δια της θυσίας δε ταύτης, καθίσταται δυνατή η μυστική εκάστου πιστού μετά του Κυρίου ένωσις.


Επεικονίζουσα πλήρως την μυστικήν της Εκκλησίας μετά του Κυρίου ένωσιν. Το δε βασιλικόν του Κυρίου αξίωμα συνεχίζουσα η Εκκλησία κυβερνά τα μέλη αυτής καθοδηγούσα και περιβάλουσα ταύτα από της γεννήσεως μέχρι και του θανάτου. Μετά στοργής και αγάπης προς τον τελικό αυτών σταθμόν και σκοπόν ήτοι την κληρονομίαν της αιωνίου ζωής. Το θέμα είναι το αν τα όργανα της Εκκλησίας τα επαιρέροντα ότι κατέχουν την νόμιμον διαδοχή εν έχουν την ικανότητα και τη διάθεση στο να επιτελούν το καθήκον τους. Η γενική εικόνα είναι πολύ αρνητική ως προς το αποτέλεσμα της ασκήσεως των καθηκόντων τους.


2


Συνεχίζουσα ούτως η Εκκλησία το τρίσσον του Κυρίου αξίωμα είναι ως εχαρακτηρίσθης ο σαρκωθής Λόγος του Θεού ο εις αιώνας των αιώνων παρατεινόμενος και μεθ’ ημών αναστρεφόμενος. Την εξουσίαν προς επιτέλεσιν του έργου της η Εκκλησία έλαβεν από τον θεάνθρωπον ιδρυτήν της ο οποίος έδωσε την εντολήν εις τους Αποστόλους και εις τους διαδόχους τούτων. Αφενός μεν να κηρύξουν το Ιερόν Ευαγγέλιον εις πάντα τα έθνη (Ματ. 28-19), αφετέρου δε χορηγήσας εις τούτους το κύρος και την αυθεντίαν προς επιτέλεσιν των θείων μυστηρίων. Δι’ ώ καθίσταται δυνατός ο καθαγιασμός των μελών της Εκκλησίας και η κληρονομία υπό τούτων της αιωνίου ζωής.


Δια της Εκκλησία και μόνο καθίσταται δυνατή η απόκτησις της βεβαιότητος δια την αληθείαν των υπό του Κυρίου δεδιδαγμένων υπό των πιστών μελών αυτής οι οποίοι μόνον δια της Εκκλησίας δύνανται να έχουν την βεβαιότητα και το εχέγγυον της σωτηρίας αυτών. Την πεποίθησιν ταύτην τόσον περί της αληθείας της του Κυρίου διδασκαλίας όσον και περί της βεβαιότητος της σωτηρίας που κατέχει η Εκκλησία, διδάσκουσα ανά τους αιώνας ότι αυτή αποτελεί την Ταμειούχον της θείας χάριτος και τον αλάθητον ερμηνέα και διδάσκαλον των θείων της αποκαλύψεως αληθειών ως καθοδηγούμενη υπό του εαυτής Αγίου Πνεύματος. Μη δυνάμενη ως υπερφυσική ύπαρξις να μεταβάλλει υφήν εν τη ροή του χρόνου ως και τρόπον ερμηνείας των υπό του Κυρίου αυτή παραδοθέντων.


Η υπό του Κυρίου ιδρυθείσα Εκκλησία ταυτίζεται πλήρως προς την βασιλείαν του Θεού η οποία δια της ιδρύσεως της έλαβεν αρχήν εν τω παρόντι κόσμω. Μέλει δε να τελειωθεί εν τω άλλω κόσμω κατά την τελικήν των ανθρώπων κρίσιν, ουχί βεβαίως πλέον ως ορατή και επίγειος βασιλεία, αλλά ως επουράνιος, αόρατος και πνευματική τοιαύτη. Ότε και θα πραγματοποιηθεί πλήρως η διάκρισις και ο διαχωρισμός των αγαθών από των κακών στοιχείων των αποτελούντων το επίγειον και ορατόν αυτής τμήμα εν τω παρόντι κόσμω. Το δια των προμνημονευθεισών του Κυρίου παραβολών της σαγήνης και των γάμων του Υιού του βασιλέως παρασταθέν, την βεβαιότητα και την ασφάλειαν κατά ταύτα των πιστών μελών της Εκκλησίας.


Τόσον περί την υπό του Κυρίου δεδιδαγμένων όσον και περί της σωτηρίας και κληρονομίας των επηγγελμένων αγαθών δύναται μόνον η Εκκλησία να παράσχει ως η μόνη αλάθητος διερμηνεύς της θείας αποκαλύψεως και ως ο μόνος χορηγός των δώρων της θείας χάριτος. Και ως προς το αόρατον και ορατόν της Εκκλησίας χαρακτήρα έχομεν ήδη τα δέοντα εν είπαι ως επίσης και περί του στενού και μυστικού συνδέσμου του υφιστάμενου μεταξύ του ιδρυτού και κεφαλής της Εκκλησίας και των μελών αυτής των αποτελούντων το μυστικόν του Κυρίου σώμα περιττεύει δε συνεπώς πάσα ανάπτυξις εν τη παρούση παράγραφο.


3


Ως προς δε τον σκοπόν δι’ ον η Εκκλησία ιδρυθεί λέγομεν ότι γενικώς μεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως η εσωτερική ένωσις των μελών της Εκκλησίας μετά του ιδρυτού αυτής. Ειδικότερον δε επί τη βάσει του τρισσού του Κυρίου αξιωμάτων διακρίνεται η ένωσις αυτής εις την διδασκαλίαν των θείων αληθειών εις τους πιστούς και εις την διατύπωσιν των δογμάτων αλαθήτως στον τρόπο ζωής. Δεύτερον, εις αγιασμόν των πιστών δια των μυστηρίων προς μυστικήν μετά του Χριστού ένωσιν και τρίτον η κυβέρνησις των πιστών και η χειραγώγησις αυτών προς την αιώνιον μακαριότητα. Τούτο ακριβώς εκφράζει ο Απόστολος Παύλος γράφων ότι σκοπός και έργον της Εκκλησίας είναι <<ο καταρτισμός των αγίων εις έργον διακονίας εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Θεού>> (Εφεσ. 4-12-13).


Επειδή όμως το έργον τούτο μόνον το επίγειον και ορατόν τμήμα της Εκκλησίας δύναται να επιτελέσει, είναι αναγκαιοτάτη η ύπαρξις του τμήματος τούτου δικαιολογουμένης της μυστικής μετά του Κυρίου ενώσεως της Εκκλησίας αφενός και αφετέρου δυνάμενης να επιτευχθεί εν τω ορατώ τούτο τμήματι της μεταβολής των ανθρώπων από αμαρτωλών εις αγαθούς και δικαίους μέλλοντας κληρονόμους της αιωνίου ζωής. Η Εκκλησία κατά ταύτα είναι η φιλόστοργος εκείνη μήτηρ ως ορθώς εχαρακτηρίσθει, η συντρέχουσα εις τα ανάγκας των πιστών αυτής τέκνων και η μεριμνώσα δια ταύτα από της στιγμής της γεννήσεως των μέχρι και του θανάτου των.


Συνοδεύουσα και παρακολουθούσα αυτά δια βίου αγρυπνούσα υπέρ αυτών, θάλπουσα ταύτα αι πληγάς και εν αμαρτίαις εβρισκόμενα μετάγουσα δε από της παρούσης πρόσκαιρου εις την μόνιμον και αιώνιον και μακαριστήν αυτών πατρίδα την αιώνιον ζωήν. Η Εκκλησία είναι η άμπελος εκείνη ως ο ίδιος ο Κύριος αυτήν εξεικόνισε (Ιωάννου 15-1) εκ οποίας απομακρυνόμενον παν κλίμα ήτοι παν μέλος αυτής ουδένα καρπόν δύναται να φέρει ουδέ να ζήσει δύναται. Λόγω της ελλείψεως των κατάλληλων εκείνων ζωογόνων συνθηκών υπό τας οποίας και μόνον εβρισκόμενα τα μέλη αυτής βιούν εν τω κόσμω προστατεύονται από των παγίδων του διαβόλου και ανάγονται προς τον αιώνιον αυτών πατέρα τον δια την ευτυχίαν τούτων άρρητον μακαριότητα προετοιμάσαντα αυτήν ο ουράνιος Πατέρας από καταβολής κόσμου.


Εντός της Εκκλησίας καλλιεργείται το θρησκευτικόν και ηθικόν συναίσθημα του ανθρώπου όπερ μόνον εν μία ζώση και ορατή ανθρώπινη κοινωνία δύναται να καλλιεργηθεί, καλλιεργείται δε και αναπτύσσεται ο προς πάντας τους ανθρώπους σύνδεσμος και η αδελφική αγάπη. (Κάτι άγνωστο και ανύπαρκτο εν τη σήμερον ημέρα). Σαράντα και πλέον χρόνια κινούμενος στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτή την αγάπη δεν την συνάντησα. Λαμπρύνεται εμπράκτως ασκούμενη δια των αγαθών έργων άτινα ως ελέχθη αποτελούν απαραίτητον όρον της σωτηρίας. Η Εκκλησία εκτός της συνεχίσεως του προφητικού του Κυρίου αξιώματος είναι η την εξουσίαν και την αυθεντίαν του Κυρίου λαβούσα μήτηρ.


Η κατέχοντες διαδοχίν των θείων Αποστόλων επιβάλλεται να δύνανται δια των Θεοϊδρυτών τελετών των μυστηρίων διαχειριζόμενη την θείαν χάρη του Αγίου Πνεύματος να μεταδίδουν ταύτην εις τος πιστούς αναγενώσα και δικαιούσα τούτους και καθιστώσα τους πιστούς άξιους μετόχους των αιώνιων αγαθών. Εάν δε ως έχει παρατηρηθεί των μυστηρίων δυνατόν να μεταλαμβάνουν όχι μόνο οι προς τούτο άξιοι, ουδόλως δια τούτου μειούται ο μυστηριώδης και θείος τούτων χαρακτήρ. Απλώς ο σκοπός της μεταλήψεως των μυστηρίων υπό των αναξίων η μυστική αυτών μετά του Κυρίου ένωσις δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω της ελλείψεως κατάλληλων συνθηκών.


4


Ήτοι της εσωτερικής προπαρασκευής των ανθρώπων το ότι την χάριν του Αγίου Πνεύματος την των αδίκων εις δίκαιον μεταβάλλουσαν ο άνθρωπος μπορεί μόνο εν τη Εκκλησία να έβρει. Και εν τη Εκκλησία μπορεί μόνο να τύχει της ευσπλαχνίας και τούτο διότι κατά την εντολήν του Θεανθρώπου ιδρυτού της Εκκλησίας, η Εκκλησία είναι η μόνη αλάθητος πηγή της θείας αποκαλύψεως. Η μόνη που δύναται να συγχωρεί και να καθαιρεί πάντα άνθρωπον εκ της αμαρτίας δημιουργούσα τας προϋποθέσεις του εξαγιασμού και της κληρονομίας της αιωνίου του Θεού βασιλείας. Κατά συνέπεια πας άνθρωπος αν και εξ αγνοίας μη μέλος της Εκκλησίας είτε εις αίρεσιν εκπεσών, είτε σχισματικός και από της Εκκλησίας απεμποληθής δεν είναι δυνατόν να τύχει υπό του Θεού της διδομένης εις τους ανθρώπους δικαιώσεως και σωτηρίας.


Ήδη υπό πολλών εκκλησιαστικών Πατέρων και συγγραφέων της Γραφής διερμηνευσάντων εδιδάχθη ότι εκτός της Εκκλησίας ο άνθρωπος δεν δύναται να έβρει την σωτηρίαν. Οι αιρετικοί συνεπώς, οι σχισματικοί και πας ο από της Εκκλησίας μακράν εβρισκόμενος δεν δύναται να ελπίζει εις την εν Χριστώ σωτηρίαν. Η αίρεσις και το σχίσμα ως ήδη αλλού ετονίσθη δεν αποτελούν μέσα δυνάμενα να οδηγήσουν εις την δικαίωσιν και την σωτηρίαν, καθώς εβρίσκονται εις κακέκτυπους μορφάς και νοσηρούς οργανισμούς υποσχόμενη την σωτηρίαν αλλά είναι αδύνατον να εγγυηθούν και να παράσχουν σωτηρία εις τα ανήκοντα εις τον αυτόν οργανισμόν μέλη. Διότι και το κύρος και την αυθεντία προς το αλάθητον ερμηνεία της Αγίας Γραφής δεν κατέχουν.


Κατ’ ουδένα δε λόγον δύνανται να θεωρηθούν ως ταμειούχοι της θείας χάριτος, προνομίων μόνον εις την ΕΚκλησίαν και μόνο ανήκει. Αι αιρετικαί και σχισματικαί Εκκλησίαι ως και πάντες οι εις ταύτας ανήκοντες είναι οι υπό του Απόστολου Παύλου ως <<πλανώντες και πλανώμενοι>> χαρακτηρισθέντες (Β’ Τιμ. 3-13) δια τους οποίους ο αυτός Απόστολος παρήγγειλε την απομάκρυνσιν αυτών και αποκοπήν από της Εκκλησίας παράδοσιν δε αυτόν εις τον Σατανά (Τϊτου 3-10-11, Α’ Κορ. 5-5) αποκλειώμενης συνεπώς πάσης ελπίδος σωτηρίας αυτών. Ομιλούντες περί της μιας Αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας ως της μόνης πηγής του αγιασμού και της σωτηρίας των ανθρώπων κατά την ρήσην εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία.


Δεν πρέπει να παραθεωρούμε τα άγνωστα προς εμάς μυστηριώδη μέσα δια των οποίων ο Θεός δύναται ακόμη και τους αιρετικούς και τους σχισματικούς να οδηγήσει εις την δικαίωσιν και τον αγιασμόν. Παραμένουσης εις ημάς αγνώστου της μορφής της προσωπικής σχέσεως έκαστους προς τον Θεόν και των δυνατών του Θεού τρόπων. Δι’ ων δύναται να επέλθη η σωτηρία περί ης η δογματική δεν δύναται να παρέχει εκτενέστερον λόγον. Και ως προς μεν τους εξ αγνοίας μακράν της Εκκλησίας εβρισκόμενους ήτοις τους χαρακτηριζόμενους εθνικούς, για τους οποίους προ και μετά την έλευσιν του Κυρίου βιώσαντας έχει εφαρμογή τα υπό του Απόστολου Παύλου εις την προς Ρωμαίους επιστολήν ην δίδαγμα.


Ούτοι θα κριθούν όχι βεβαίως βάση του νόμου της θείας αποκαλύψεως τον οποίον αγνοούν αλλά επί τη βάση του έμφυτου ηθικού Νόμου της συνειδήσεως. Ήτις και θα αποτελέσει και το μοναδικό κριτήριον της σωτηρίας αυτών ή της καταδίκης (Ρωμ. 2-14). Εις την κατηγορίαν ταύτην δύνανται άριστα να καταταγούν και οι εις παν έτερον θρήσκευμα ανήκοντες άνθρωποι οίτινες θα κριθούν. Αφενός μεν επί τη βάση του νόμου της συνειδήσεως, αφετέρου δε του εξωτερικού γραπτού νόμου της θρησκείας εις ην ανήκουν. Δια δε τους σχισματικούς ως συμβαίνει με τους Παπικούς, Διαμαρτυρόμενους, Κόπτας, Αβυσσυνίους, Αρμενίους και πάρα πολλούς άλλους.


5


Ως ελέχθη προηγουμένως αγνοούμε τας οδούς της θείας ευσπλαχνίας της επιθυμούσης την σωτηρίαν πάντων των ανθρώπων και την έλευσιν αυτών εις επίγνωσιν της αληθείας (Α’ Τιμ. 2-4). Εννοείται ότι τα υπό των αιρετικών ή σχισματικών γενόμενα τέκνα και εν τω σχίσματι η εν τη αίρεση αυξανόμενα ή διαβιούντα δεν δύνανται αυθαιρέτως και κατά τρόπο δεικνύοντα πλήρη έλλειψη αγάπης και πνεύμα Χριστού δύνανται να θεωρηθούν ως ξένα και αμέτοχα της εν Χριστώ σωτηρίας. Αφού όχι μόνον δι’ ημάς τους Ορθοδόξους αλλά και δι’ έναν έκαστον εξ αυτών των αιρετικών σχισματικών και άλλων <<Χριστός απέθανε>> (Α’ Κορ. 8-11, Β’ Κορ. 5-15, Α’ Τιμ. 5-10, Α’ Πέτρου 3-18).


Η διατυπωθείσα περί αιρετικών και σχισματικών διδασκαλία δεν μπορεί να θεωρηθεί υπό μυωπικώς θεολογούντων ως αντιφάσκουσα. Συμφώνως και προς όσα ο αείμνηστος Ανδρούτσος εδίδαξε σημαίνει απλώς <<ότι ο τακτικός και διατεταγμένος φορεύς των της σωτηρίας όρων είναι η Εκκλησία όπου ο λυτρωτής εν απέθηκαι τα της μακαριότητος μέσα, καθότι οι αιρέσεις, τα σχίσματα και παν Χριστιανικόν σχήμα εκτός της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας δεν είναι εργαστήρια σωτηρίας υπό του Θεού διαταχθέντα. Αλλά κατά παραχώρησιν Θεού υφιστάμενα ως δε τοιαύτα όχι οδοί άγουσαι ασφαλώς εις τον Χριστόν και εις την αιώνιον ζωήν (Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας σελ. 2-67).


Η ρήσις αυτή συνεπώς δεν μπορεί να έχει απόλυτον χαρακτήρα και κύρος ως ήδη έχει αναδειχθεί. Την ανωτέρω εκτεθείσαν διδασκαλίαν περί της συστάσεως και του σκοπού της Εκκλησίας εκτός της Θεοπνεύστου Αγίας Γραφής της οποίας χωρία ήδη κατεχωρήθησαν. Την Θεόπνευστον θέση της Αγίας Γραφής βρίσκομε διατυπωμένη και εν τη Ιερά Παράδοση. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας ομιλών περί του ιδρυτού και θεμελιωτή της Εκκλησίας του Θεανθρώπου Ιησού γράφει <<Λίθος εκλεκτός ο Χριστός ως και τελείσθαι λέγεται παρά του Θεού και πατρός εις τα θεμέλια της Σιών. Τουτ΄ έστει της Εκκλησίας Αυτό γαρ επερηρείσμεθα και δια πίστεως εποικοδομούμεθα οίκος πνευματικός εις ναόν άγιον εις κατοικητήριον του Θεού τω πνεύματι, λίθος δε μετ’ αυτόν ονομάζοντο σφόδρα οι διακηρύττοντες αυτόν ανά πάσαν την γην. Ανέχουσι αυτών συγγράμματα προς εδραιότητα και βεβαίωσιν εν τη πίστη και αληθεία>>.


Περί του ακατάλυτου χαρακτήρος της Εκκλησίας και αμεταβλήτου και αναλλοίωτου αυτής δια μέσου των αιώνων ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει <<Ουδέν Εκκλησίας δυνατότερον Άνθρωπε Άνθρωπον εάν πολέμης η ενίκησας ή ενικήθης Εκκλησιάς δε εάν πολεμής νικήσαισε αμήχανον ο Θεός γαρ εστίν ο πάντων ισχυρότερος ο Θεός έπηξε τις επιχειρεί σαλεύειν. Οκ αίσθα αυτού την δύναμιν. Επιβλέπει επί την γην και ποιεί αυτήν τρέμειν κελεύει και τα σαλευόμενα εδράζεται. Πολλώ μάλλον την Εκκλησίαν στήσαι δύναται. Η Εκκλησία ουρανού ισχυροτέρα. Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι μου ου μη παρελθώσει, ποιοι λόγοι Σύ εις Πέτρος και επί ταύτης τη Πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και Πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής>>.


6


Ο δε Μέγας Αθανάσιος ομιλών περί της Εκκλησίας λέγει <<Θρόνον Χριστού εννοεί την Εκκλησίαν επαναπαύεται γαρ αυτή έσται ούν φύσιν η Εκκλησία Χριστού καταστράπτουσα και φωτίζουσα την υπ’ ουράνιον και μένουσα διηνεκώς ως ο ήλιος και η σελήνη>>. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Οικουμενικών Συνόδων αποδοθείσαν εις την Εκκλησία ιδιότητες. Οι δογματολόγοι ασχολούμενοι τα εκκλησιαστικά θέματα έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή περί τριών ιδιοτήτων της Εκκλησίας που θεωρούνται πιο χαρακτηριστικές και μείζονος αξιολογήσεως. Ήτοι περί της ενότητος, αγιότητος, καθολικότητος εις την αποστολικότητα της Εκκλησίας.


Εις την ιδιότητα της ενότητος έχει δοθεί ιδιαίτερη σημασία διότι είναι το βασικό στοιχείο για την λειτουργία της Εκκλησίας. Όπου δεν υπάρχει ενότις δεν μπορούμε να μιλάμε για Εκκλησία. (Το διαίρει και βασίλευέ δεν μπορεί να υπάρχει στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία αν και σήμερα λειτουργεί σε όλο του το μεγαλείο σε όλα τα επίπεδα, από τα κατώτατα έως τα ανώτερα επίπεδα το διαίρει το χρησιμοποιούν όλοι αυτοί που βρέθηκαν σε λάθος θέση για να μπορέσουν να επιβιώσουν). Ο σκοπός του θεανθρώπου επί της γης ελθόντος προς διαιώνισίν και συνέχισίν του απολυτρωτικού Αυτού έργου δεν ήτο η δημιουργία πολλών Εκκλησιών αλλά μιας και μόνης.


Είναι δε κατά συνέπεια η Εκκλησία μια και αδιαίρετος γενομένης αποδεκτής της απόψεως. Καθ’ ην δια των αιρέσεων και σχισμάτων δημιουργούνται πλείονες της μιας Εκκλησίας. Οπότε θα έπρεπε να γίνεται λόγος όχι περί ενός σώματος και μιας κεφαλής αλλά περί πολλών σωμάτων εχόντων μια και την αυτήν κεφαλήν. Τοιαύτην όμως εικόνα είναι εικόνα τέρατος. Εις την Αγία Γραφή υπάρχουν πολλά χωρία που ομιλούν σαφώς περί μίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας, μίαν έχουσαν κεφαλήν και ένα σώμα, τον Ιδρυτήν Αυτής τον θεάνθρωπον Ιησού Χριστόν. Καθοδηγούμενη και ζωοποιούμενη υπό του ενός και του Αυτού Αγίου Πνεύματος, παριστάμενη δε δια της εικόνος της μίας ποίμνης (Ιωάννου 10-16) ή μιας νύμφης (Εφεσ. 5-27) ή <<ως του ενός του Κυρίου σώματος>> (Ρωμ. 12-5).


Σκοπούσα η Εκκλησία να ανταποκριθεί εις τον υπό του ιδρυτού Αυτής τεθέντα σκοπόν δεν δύναται αυτή να αποτελέσει εκ πολλών τμημάτων, ουδέ να είναι πολυμερής αλλά είναι μια και ενιαία ως τοιαύτη δύναται να πραγματοποιήσει τον σκοπό της ιδρύσεως της. Η ενότις εν τη Εκκλησία εκφαίνεται εν τοις δόγμασοι τη λατρεία και τη διοικήσει. Η δογματική ενότις εν τη Εκκλησία είναι θεμελιώδης βάσις επί της οποίας συνδέονται οι πιστοί μεταξύ τους αλλά αλλήλους προς τον Σωτήρα Χριστόν. Εξωτερικώς η ενότις αυτή ενδείκνυται εν τη αυτή ομολογία και εν τη αποδοχή της αυτής διδασκαλίας.


7


Πας όστις ανακαλύπτεται υπό της Εκκλησίας ως διαφωνών και μη την υπ’ αυτής διδασκόμενης αληθείαν αποδεχόμενος αποκόπτεται εκ της Εκκλησίας ως νοσούν μέλος χαρακτηριζόμενον ως αιρετικό άτομο. Τούτο άλλωστε έπραξε η Εκκλησία δια μέσου των αιώνων τηρώντας πιστά την αποστολική παράδοση και τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Λαμβάνουσα δε ως ορθόν μέτρον την απομάκρυνσίν αυτών από την Εκκλησία. Σήμερα δυστυχώς αυτό δεν τηρείται. Αρκετοί που συμμετέχουν σε ετερόδοξα ή σχισματικές ομάδες κατά καιρούς προσέρχονται στους Ορθόδοξους Ναούς και υποκλέπτουν την Θεία Κοινωνία. Το θλιβερό είναι ότι οι Ιερείς το γνωρίζουν αλλά δεν αρνούνται να τους δώσουν την Θεία Κοινωνία.


Η ενότις εν τη Εκκλησία ενδείκνυται εν τη λατρεία της Εκκλησίας περί της οποίας δυνάμεθα να πούμε ότι η λατρεία στηρίζεται επί της δογματικής ενότητος. Διότι αι δογματικαί διαφοραί εκφράζονται αναγκαίως εν τη λατρεία ήτις δεν δύναται να είναι ενιαία εάν δεν προϋποθέτει η δογματική ενότις. Τέλος η ενότητα της Εκκλησίας εκφράζεται εν τη ενότητι της διοικήσεως εις την οποίαν την Ιεραρχίαν δηλωνότι οφείλουν πάντες οι πιστοί υπακοήν και υποταγήν ως εις κανονικήν νόμιμον και εκκλησιαστικήν αρχήν. Έχουσαν εν εαυτή την του Κυρίου αυθεντίαν και το κύρος παντός δε μη υπατασσόμενου εις αυτήν αποπεμπόμενου υπό της Εκκλησίας και αποσχιζόμενου ταύτης χαρακτηριζόμενου ως σχισματικού.


Τόσον οι αιρετικοί όσον και οι σχισματικοί θεωρούνται υπό της Εκκλησίας ως σαπρά και νοσούντα μέλη ως τοιαύτα δε αποκόπτονται εκ του σώματος της Εκκλησίας. Το μέτρο τούτο λαμβάνει η Εκκλησία τόσον προς μετάνοια και επιστροφή τούτων όσον και προς προστασία των λοιπών μελών της αιρέσεως και της ανυπακοής. Η αποπομπή και απόσχισις των σαπρών μελών εκ της Εκκλησία εφαρμογή λαβούσα εν τη πρώτη χριστιανική εποχή δια τον Απόστολον Παύλον, εσήμαινε παράδοση αυτών εις τον Σατανά. Χωρίς αυτό να σημαίνει την άρσιν της ισχύος κατά την οποίαν ο Θεός <<πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν>> (Α’ Τιμ. 2-4).


Αποβαλλόμενων των νοσούντων τούτων μελών παραμένει μια ενιαία και αδιαίρετος η Εκκλησία διότι εις είναι ο εν Τριάδι Θεός, εις είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς. Ο εν Αγίω Πνεύματι και τη του Πατρός ευδοκία δημιουργός της Εκκλησίας ο εις και ο αυτός και εις τους αιώνας αναλλοίωτος και μη μεριζόμενος η κεφαλή της Εκκλησίας. Την περί ενότητος του Θεού και της Εκκλησίας διδασκαλίαν άριστα διατύπωνε ο Απόστολος Παύλος εις το χωρίον Εφεσίους 4-4-6 <<Εν σώμα και εν πνεύμα καθώς και εκλήθητε εν μία ελπίδι την ημίν Εις Κύριος, μια πίστις, εν βάπτισμα, εις Θεός και Πατήρ πάντων ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάση>>.


Δόξα Πατρί τω κτίσιν ποιήσαντι. Δόξα Υιώ τω κόσμω συνεχόντι.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page