top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 27 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 2 Σεπ 2022
  • διαβάστηκε 11 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 11 Σεπ 2022


ree

1


Χριστέ Ιησού μυριάκις υπεσχεθήν σοι ο τάλας ω Ιησού μου την μετανοίαν αλλ’ εφευσάμην ο άθλιος όθεν Ιησού μου βοώσοι την αναίσθητον μένουσα ψυχήν μου, φώτισον Χριστέ ο των Πατέρων Θεός.


Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στα προηγούμενα για το έργο του Κυρίου επί της γης, βγαίνει το συμπέρασμα ότι συνέβαλε τα μέγιστα για την ίδρυση της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ο όρος Εκκλησία καταγόμενος εκ της προχριστιανικής αρχαιότητος και εν τη εννοία της συνελεύσεως του λαού χρησιμοποιηθείς, έλαβε εν τω Χριστιανισμό ειδικήν θρησκευτικήν έννοιαν, συσχετιθείς προς το σύνολον των εις Χριστόν πιστευόντων και ως Θεόν και Σωτήρα αυτών ομολογούντων.


Ομιλούντες σήμερον περί Εκκλησίας συνδέομε τον όρον τούτον αναπόσπαστον σύνδεσμον μετά της Χριστιανικής θρησκείας της οποίας έκφανσις και εκδήλωσις είναι αυτή η Εκκλησία. Συνεπώς είναι το σύνολον των ανθρώπων οίτινες πιστεύουν ορθοδόξως εις τον Χριστόν ως Θεάνθρωπον και Λυτρωτήν συμμετεχόντων κατά τον αυτόν τρόπον εις τα αυτά μυστήρια ως ένα σώμα εις δύο κατηγορίες Ποιμένες και Ποιμενόμενοι. Οι Ποιμένες κανονικώς χειροτονηθέντας και ανάγοντας την χειροτονίαν των δι’ αδιακόπου διαδοχής εις τους Αποστόλους και μέσω τούτων εις τον Θεάνθρωπο.


Οι δύο αυτές κατηγορίες, Ποιμένες και Ποιμενόμενοι ενωμένοι με τον θεάνθρωπον δια των Μυστηρίων της Εκκλησίας αποτελών ισότιμα το σώμα της Εκκλησίας. Εκκλησία ίσων σώμα Ιησού Χριστού. Μεταξύ Ποιμένων και Ποιμενόμενων η μόνη διαφορά που υπάρχει είναι τα διαφορετικά διακονήματα, κατά τ’ άλλα είναι ίδιοι. Εκ του ορισμού τούτου συνάγομε αδιασείστως ότι πας όστις ονομάζει εαυτόν Χριστιανόν, εάν δεν πιστεύει εις τον Χριστόν ορθόδοξως, ουδέ και εις τα μυστήρια της ημετέρας Εκκλησίας κανονικώς, συμμετέχει ως αιρετικός ή ως σχισματικός. Έχει ήδη γίνει πνευματικά απόβλητος από την Εκκλησία και έχει παραδοθεί στον Σατανά.


2


Κατά συνέπειαν δεν δύναται να θεωρείται μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. Η έννοια εκδέχεται και κατανοεί τον ως άνω όρον η ημετέρα Εκκλησία. Δύναται βεβαίως υπό ορισμένων ελευθεροφρονούντων και μη δογματικώς κατ’ ακρίβειαν αποφαινομένων να προβληθεί η ένστασις, ότι ο ορισμός αυτός της Εκκλησίας αντιτίθεται προς την αλήθειαν ως αποκλείων εκ της Εκκλησίας μέγα πλήθος Χριστιανών αιρετικών ή σχισματικών, οι οποίοι δικαιούνται να ονομάζονται Χριστιανοί και να συγκαταλέγονται εις το πλήθος των την Εκκλησίαν αποτελούντων.


Ως έχει ήδη παρατηρηθεί όμως και είναι ορθόν η αποκοπή από της Εκκλησίας ενός τμήματος αυτής και ο χαρακτηρισμός αυτού ως αιρετικού ή σχισματικού τοιούτου, κατ’ ουσίαν αποτελεί παράδοσιν εις τον διάβολον και συνεπώς αποκοπήν εκ του σώματος της Εκκλησίας ήτις κατ’ ουδένα λόγο δύναται να περιλαμβάνει τοίς εις τον διάβολον παραδοθέντας. Η Παπική σχισματική και αιρετική Εκκλησία την αυτήν αξίωσιν περί της εννοίας της Εκκλησίας υποστηρίζουσα και ημάς τους ορθοδόξους της εννοίας της Εκκλησίας υπό παπικόν νόημα αποκλείει.


Μπορούμε άριστα να αντιλογίσωμεν και να πούμε ότι η μόνη Εκκλησία η δυνάμενη δι’ εαυτήν να ισχυρισθεί ότι ευρίσκεται εν τη αληθεία είναι η ημετέρα Ορθόδοξος Εκκλησία. Δυνάμενη δι’ εαυτήν να ισχυρισθεί ότι ευρίσκεται εν τη αληθεία είναι η ημετέρα δοθέντος ότι δια μέσω των αιώνων ουδεμίαν νεοφανή ή κακόδοξον διδασκαλίαν διετύπωσεν. Ακολουθείσασα πιστώς και απαρεγκλίτως την αρχέγονον και πρωταρχικήν παράδοσιν. Εν αντιθέσει προς την Παπικήν Εκκλησίαν ήτις πολλάς κακόδοξος και αιρετικάς διδασκαλίας εισαγάγουσα παρεχάραξε και διέφθειρε την Ορθόδοξον υφ’ ημών διατηρηθήσαν και ως αμώμητον αποστολικήν παράδοσιν διαφυλαχθείσα πίστην. Δικαίως συνεπώς δύναται να χαρακτηρισθεί ως αιρετική και σχισματική η Παπική Εκκλησία αποκλειόμενη εν Ορθοδόξω έννοια του δικαιώματος της θεωρήσεως αυτής ως υγιούς μέλους της Εκκλησίας.


Εκτός όμως τούτου εκ του προδιατυπωθέντος περί της Εκκλησίας ορισμού εξάγεται ότι η Εκκλησία αποτελείται εκ δύο μερών, αφενός του λαού όστις αποτελεί την ποιμενόμενην Εκκλησίαν και αφετέρου του κλήρου του ποιμενόντος και δικαιούντος ταύτην. Ένεκα του καθολικού φαινομένου του θανάτου των ανθρώπων τα εις την άλλην ζωήν μεθιστάμενα μέλη της Εκκλησίας δεν αποτελείται μόνο εκ των επί γης ζώντων, αλλά και εκ των ψυχών των εις την άλλην ζωήν βιουσών ότι εκείναι μεν εξ αυτών αίτινες το κακόν επί τη γης ταύτης εξέλεξαν κατατυραννούνται εις την άλλην ζωήν υπό του διαβόλου. Παύουν δε να αποτελούν μέλη της Εκκλησίας ως εξ αυτής τελειωτικώς απομακρυθέντα και εις τον διάβολον παραδοθέντα.


3


Εκτός όμως τούτου εκ του προδιατυπωθέντος περί της Εκκλησίας περιλαμβάνονται οι εν τη άλλη ζωή δεδικαιωμένοι και σεσωσμένοι Χριστιανοί αφενός και αφετέρου οι άγιοι και αγαθοί άγγελοι οι φύλακες και προστάται των ανθρώπων οίτινες μετά των δικαίων και των αγίων, εις τους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι Άγιοι Απόστολοι και η Παρθένος Θεοτόκος, η μεσίτρια και προστάτης του ανθρώπινου γένους. Αποτελούν το τμήμα της θριαμβευούσης εν ουρανοίς Εκκλησία. Το έτερον τμήμα των επί γης ζώντων Ορθοδόξων Χριστιανών χαρακτηρίζεται ως η στατευόμενη και αγωνιζόμενη κατά του κακού και του διαβόλου Εκκλησία, ήτις περιλαμβάνει δικαίους τε και αδίκους.


Η ύπαρξις των αδίκων και αμαρτωλών εν τη στρατευόμενη Εκκλησία δεν παραβλάπτει τον χαρακτήρα της Εκκλησίας ως Θεοϊδρυτού και Αγίου καθιδρύματος αλλα αντιθέτως ο χαρακτήρ ούτος της Εκκλησίας διαλαμβάνει την ύπαρξιν τούτων με σκοπόν τον εξαγιασμόν και την ηθικοποίησιν των αδίκων και αμαρτωλών, μεταβολήν δε τούτων εις αγίους και δικαίους. Δύο κατά ταύτα είναι τα μέρη της Εκκλησίας, το επί της γης ζων και τον αγιασμόν των ανθρώπων επιδιώκων και το εν τοις ουρανοίς εν κοινωνία και αγάπη μετά του Θεού διάγον μέρος των ηγιασμένων ανθρώπων και των αγαθών αγγελικών δυνάμεων. Εκτός όμως των δύο τμημάτων εξ ων σύγκειται η Εκκλησία αυτή ως Θεοΐδρυτος, έχει μεν αφενός τον ορατόν, αφετέρου δε τον αόρατον χαρακτήρα.


Η διδασκαλία των ετερόδοξων καθώς η Εκκλησία έχει είτε μόνον ορατόν, είτε μόνον αόρατον χαρακτήρα ελέγχεται ως πεπλανημένη δοθέντος ότι ο Ιδρυτής Αυτής ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι ορατός ως άνθρωπος, αόρατος δε ως Θεός. Ούτω και η Εκκλησία, το μέγα τούτο θείον δημιούργημα είναι αόρατος μεν ως έχουσα αόρατον κεφαλήν αόρατος ενοικεί εν αυτήν το Άγιον Πνεύμα και αόρατος μεταδίδεται εις τους πιστούς η θεία χάρις. Είναι δε ταυτοχρόνως και ορατή διότι έχει εξωτερικήν οργάνωσιν ποιμενόντων και ποιμενόμενων, αγαθούς και αμαρτωλούς, μεταδίδεται δε εν αυτή δι’ αισθητών και ορατών σημείων η θεία χάρις.


Τόσον εν τη Αγία Γραφή, όσον και εν τη Ιερά Παράδοση εξεικονίζεται άριστα δια της εικόνος κεφαλής και σώματος η σχέσις η υφισταμένη μεταξύ της κεφαλής της Εκκλησίας και των μελών αυτής. Ως δεν δύναται να νοηθεί πλήρης άνθρωπος άνευ κεφαλής ή άνευ σώματος, ούτος ακριβώς δεν δύναται να θεωρηθεί ύπαρξις Εκκλησίας άνευ του αρχηγού αυτής ή άνευ των το σώμα αυτής από αποτελούντων μελών. Η εικών αυτή του σώματος και της κεφαλής παριστά ωσαύτος την στενήν σχέσιν, ήτις υφίσταται μεταξύ των δύο τούτων στοιχείων, ήτοι την σχέσιν αρχηγού και κεφαλής της Εκκλησίας αφενός και των μελών αυτής αφετέρου. Οι άνθρωποι συνδέονται μετά του Χριστού εν μυστική και ακαταλήπτω ένωση με σκοπόν την συνέργειαν δια την αύξησιν της πίστεως και της δι' έργων ενεργουμένης αγάπης ολοκλήρου της Εκκλησίας του της Εκκλησίας σώματος.


4


Η ενότις αυτής της κεφαλής και των μελών της Εκκλησίας είναι εσωτερική, τέλεια και οργανική του Χριστού ζωοποιούντος το της Εκκλησίας σώμα δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Των μελών δε της Εκκλησία γενόμενων σύμφυτων τω Χριστώ και τούτους ουρανόθεν καταπεμπομένων των θείων χαρισμάτων. Ως μέλη της Εκκλησία οι Χριστιανοί λαμβάνουν μεν πάντες τα αυτά, αλλά αναλόγως της ιδίας έκαστου δεκτικότητος και ικανότητος εις τρόπον ώστε δια της συνενώσεως πάντων των χαρισμάτων να επέρχεται η θεία αρμονία η εις τον θεανθρώπινον τούτον οργανισμόν προσιδιάζουσα και εμπρέπουσα.


Λαμβάνοντα τα μέλη της Εκκλησίας κατ’ αρχήν δια του μυστηρίου του βαπτίσματος την αναγέννησιν και την δικαίωσιν δυνάμει της απολυτρωτικής θυσίας του Γολγοθά, ενσωματούνται ως μέλη εις το σώμα του Χριστού. Καθίστανται κοινωνοί των παθημάτων και της Αναστάσεως του Χριστού, παραμένοντες δε εν τω αγαθώ δια της εν αγάπη εκδηλούμενης ενεργού πίστεως. Κληρονομούν την ητοιμασμένην του Θεού Βασιλείαν και την ουράνιον ευδαιμονίαν και μακαριότητα. Διττός κατά ταύτα είναι και ο χαρακτήρ της Εκκλησίας ένθεν με ως εξαγιαστικού καθιδρύματος, ως Ορθοδόξου Κοινωνίας εν ή επιτελείται και πραγματοποιείται ο σκοπός της ιδρύσεως της Εκκλησίας ο εκφραζόμενος δια του αγιαστικού Αυτής χαρακτήρος.


Όταν λέγωμεν ότι εν τη στρατευόμενη Εκκλησία περιλαμβάνονται όχι μόνον οι δίκαιοι αλλά και οι άδικοι, εννοούμεν ακριβώς δια τούτου τον χαρακτήρα και τον σκοπόν της Εκκλησίας. Όστις είναι ο αγιασμός των ανθρώπων, παρασταθείς υπό του Κυρίου δια της παραβολής της ζύμης, ήτις αν και μικρά κατά το μέγεθος δύναται να μεταβάλει ολόκληρον την ποσότητα του αλεύρου εις κατάλληλον τοιαύτην δι’ αρτοποίησιν. Ως και η Εκκλησία εν τη οποία δια των αγιαστικών μέσων της Θείας Χάριτος οι άδικοι μεταβάλλονται εις αγαθούς και ενάρετους μέλλοντας κληρονόμους της του Χριστού Βασιλείας. Την Εκκλησίαν παρέλαβεν επίσης ο Κύριος προς την σαγηνήν και προς τον πλήρη ζιζανίων και σίτου εν τω αγρώ ως και προς το πλήθος των συνδετυμώνων κατά τους γάμους του Υιού του Βασιλέως.


Δια των τριών τούτων παραβολών, κατεδεικνύεται αφενός μεν ότι η επί γης στρατευόμενη Εκκλησία περιλαμβάνει δικαίους τε και αδίκους, ασεβείς και ενάρετους με σκοπόν τον αγιασμόν και την δικαίωσιν των αδίκων και αμαρτωλών, μη παραβλαπτόμενου ούτω του χαρακτήρος της Εκκλησίας ως Θεόδμητου και Αγίου οργανισμού εν τω οποίω πολλοί άδικοι ως μέλη συμμετέχουν, αφετέρου δε ότι εν τη παρούση ζωή δεν δύναται να γίνει διάκρισις μεταξύ αγαθών και κακών, ήτις θα λάβει χώραν εν τη μελλούση ζωή. Μόνον οι δίκαιοι και οι σεσωσμένοι θα αξιωθούν της συμμετοχής αυτών ως μελών εις την θριαμβεύουσαν εν ουρανοίς Εκκλησίαν. Και των αδίκων και αμετανόητων μεταβαινόντων εις την χώραν του σκότους και του διαβόλου. Τόσον τον ανθρώπινον της Εκκλησίας χαρακτήρα, όσον και τον στενόν και άρρηκτον σύνδεσμον μεταξύ των μελών και της κεφαλής της Εκκλησίας μαρτυρεί σαφώς εις πλείστα χωρία η Καινή Διαθήκη.


5


Το χωρίον Εφεσίους 1-22 λέγεται <<Και πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού και αυτόν έδωκεν κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία>>. Το χωρίον Κολοσσαείς 1-18 λέγει <<και αυτός εστίν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας>>. Εφεσ. 5-23 μαρτυρεί περί του Κυρίου ως κεφαλή λέγει <<ως και ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας>>. Χάρην της οποίας και παρέδωκεν εαυτόν εις θάνατον ως διδάσκει ο Παύλος λέγων <<Καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν την Εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής ίνα αυτήν αγιάσει καθαρήσας τω λουτρώ του ύδατος εν ρήματι ίνα παραστήσει αυτός εαυτώ ένδοξον την Εκκλησίαν μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ήτι των τοιούτων αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος>> (Εφεσ. 5-25-27).


Το επόμενον οσαύτος χωρίον του Απόστολου Παύλου ομιλεί τόσον περί του Κυρίου ως κεφαλή της Εκκλησίας, όσον και περί του στενού συνδέσμου του υφιστάμενου μεταξύ του σώματος και της κεφαλής <<Αληθεύοντες δε εν αγάπη, αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα ως εστίν η κεφαλή Χριστός εξ΄ ου παν σώμα συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμενον δια πάσης αφής της επιχορηγίας κατ’ ενέργειαν εν μέτρω ενός εκάστου μέρους την αύξησιν του σώματος ποείται εις οικοδομήν εαυτού εν αγάπη Εφεσ. 4-15-16).


Το αυτό νόημα εκφράζει και το χωρίο <<Καθάπερ γαρ το σώμα εστίν και μέλη πολλά έχει, πάντα δε τα μέλη του σώματος πολλά όντα εν εστίν σώμα, ούτως και ο Χριστός>> (Κολ. 2-19) τονίζει τον στενόν σύνδεσμον μεταξύ μελών της Εκκλησίας και κεφαλής αυτής μαρτυρεί <<εξ’ ου παν το σώμα δια των αφών και συνδέσμων επιχορηγούμενων και συμβιβαζόμενων αύξει την αύξησιν του Θεού>>. Περί του ενοικούντος εν τη Εκκλησία Αγίου Πνεύματος του καθοδηγούντος αυτήν εις πάσαν την αλήθειαν δι’ ου εμφαίνεται ο αόρατος της Εκκλησίας χαρακτήρα μαρτυρεί το χωρίον Ιωάννου 16-13 <<το πνεύμα της αλήθειας οδηγήσει ημάς εις την αλήθειαν πάσαν>>. Επίσης το χωρίο Αποκαλ. 2-7 λέγει <<Ακούσατω τι το Πνεύμα λέγει ταίς Εκκλησίαις>>.


Εκτός όμως της Αγίας Γραφής, η Ιερά Παράδοσις δια πολλών Πατέρων της Εκκλησίας ομιλεί περί της Εκκλησίας ως παραδείγματος δια του Ιερού Χρυσόστομου διδάσκοντος την καταγωγήν της Εκκλησίας εκ του Θεανθρώπου γράφει <<ώσπερ μέρος εγένετο του Αδάμ η γυνή εκ των οστών αυτού και εκ της σαρκός αυτού ληφθείσα, ούτω και ημείς του δεσποτικού σώματος έσμεν μέλη ώσπερ εκ της σαρκός αυτού και εκ των όστεων αυτού γεγόνοτες>>. Ο αυτός Πατήρ περί της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία και τον αόρατον αυτής χαρακτήρα εμφαίνον διακηρύττει <<ειμή πνεύμα πάρειν ουκ αν συνεστή η Εκκλησία, ει δε συνίσταται η Εκκλησία εύδηλον ότι Πνεύμα παρέστη>>.


Περί δε των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος των δια του βαπτίσματος εις τα μέλη της Εκκλησίας χορηγουμένων κυρίως όμως περί της ισότητος απάντων προς άλληλα και περί των αυτών δώρων άτινα δωρείται εις πάντα τα μέλη γράφει ο αυτός Ιερός Πατήρ. <<Και ουδέν ετέρω απένειμεν πλέον του ετέρου αλλά πάση αθανασίαν αλλά πάση ζωήν αιώνιον, πάση δόξαν αθάνατον, πάση αδελφότητα, πάση κληρονομίαν εχαρίσατο πάντας συνήγειρεν και συνεκάθησεν και τα πάντων κεφαλαιωδέστερα καινά πάντων εστίν το βάπτισμα το δια πίστεως σωθήναι το τον Θεόν έχειν πατέρα, το του αυτού Πνεύματος άπαντες μετέχεν>>.


6


Η Εκκλησία, ο θεανθρώπινος ούτος και θεόδμητος οργανισμός, δεν υπήρξεν απ’ αρχής, ουδέ είναι αυθύπαρκτος και αυθυπόστατον καθίδρυμα. Ιδρυτής της Εκκλησίας είναι ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ο άναρχος και αιώνιος Βασιλεύς και κυβερνήτης του παντός όστις ως κεφαλή της Εκκλησίας διαφέρει από αυτήν και κατά τούτο. Καθότι εκείνη η Εκκλησία είναι εν χρόνω δημιούργημα ενώ ο ιδρυτής αυτής είναι ο άναρχος Θεός. Και όπως δια την έλευσιν του Κυρίου εις τον κόσμον επί μακράς αιώνας προητοιμάσθη η ανθρωπότητα δια την υποδοχήν Του, κυρίως και κατ’ εξοχήν εν τω Ιουδαϊκώ περιβάλοντι, ούτω και εν τη αυτή περιοχή προητοιμάσθη η δημιουργία της Εκκλησίας υπό του Θεανθρώπου αναφανέντων πολλούς αιώνας πρότερον.


Εν τω Ισραήλ προεκύριξαν και προείπον οι προφήτες την ίδρυσιν και την σύστασιν της Εκκλησίας του Χριστού. Ο Ησαΐας στο χωρίο 2-2 προλέγει την εμφάνησιν εν τω κόσμω της Εκκλησίας γράφει <<ότι έσται εν ταις εσχάταις ημέραις εμφανές το όρος Κυρίου και ο οίκος του Θεού επ’ άκρων των ορέων και υψοθήσεται υπεράνω των βουνών και ήξουσιν επ’ αυτώ πάντα τα έθνη>>. Ο αυτός προφήτης εις το χωρίο 54-1 προφητεύει <<Ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον η της εχούσης τον άνδρα>>.


Εκτός όμως του προφήτου Ησαΐα περιφανή προφητεία περί της ιδρύσεως της Εκκλησίας εγράφει παρά τω Προφήτη Δανιήλ λέγοντι <<Και εν ταις ημέραις των Βασιλέων εκείνων αναστήσει ο Θεός του ουρανού Βασιλείαν ήτις εις τους αιώνας ου διαφθαρήσεται και η Βασιλεία αυτού λαώ ετέρω ούχ υποληφθείσεται λεπτώνει και λικμήσει πάσας τα Βασιλείας και αυτή αναστήσεται εις τους αιώνας>> (Δανηίλ 2-44). Τα χωρία ταύτα εφ’ όλων των δογματολόγων παρατιθέμενα ομιλούν αναμφιβόλως προφητικώς περί της ιδρύσεως υπό του Κυρίου της Εκκλησίας δια την σύστασιν της οποίας προπαρασκεύασεν ο Θεός τα κατάλληλα πρόσωπα, τα μέλλοντα το μέγα έργον της συνεχίσεως των τριών του Κυρίου αξιωμάτων να επιτελέσουν.


7


Εκλέξας ταύτα τα μέλη μεταξύ ασήμων κατά κόσμον και <<αγραμμάτων, ιδιωτών, Ιουδαΐων>> (Πράξ. 4-13). Οι οποίοι προπαρασκευασθέντες εν τριετή μετά του θεανθρώπου αναστροφή απέβησαν δια της καθόδου του Αγίου Πνεύματος κατά την γενέθλιον ημέραν της Εκκλησίας την Πεντηκοστήν. Οι διαπρύσιοι εκείνοι των θείων αληθειών κήρυκες οι προσέλκησαν κατά την πρώτην αυτήν ημέραν εις τον θεοϊδρυτον οργανισμόν τρείς χιλιάδας ανθρώπων ως μέλη της Εκκλησίας. Οι οποίοι και απετέλεσαν τον πυρήνα του νεοπαγούς τούτου θείου καθιδρύματος του μέλλοντος εις πάσαν την οικουμένη εις τους κόλπους αυτού να περιλάβει. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος προ της συστάσεως της Εκκλησίας εκήρυξεν εγγίζουσα την βασιλείαν του Θεού δια της γνωστής φράσεως <<Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η Βασιλεία των ουρανών>> (Ματθ. 3-2).


Το αυτό επανέλαβε βραδύτερον ο Θεάνθρωπος καταδεικνύων δια τούτου εγγίζουσαν την έλευσιν της επί γης του Θεού Βασιλείας, ήτοι της Εκκλησίας, ήτις κατά την ημέραν της Πεντηκοστής ιδρύεται επισήμως δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος κατελθόντος επί τους Αποστόλους και παραμένοντος έκτοτε εν τη Εκκλησία δια παντός καθοδηγούντος δε αυτήν εις πάσαν την αλήθειαν. Ιδρύσας ο Κύριος την Εκκλησίαν ενέθηκεν εν αυτή την δύναμιν του ακατάλυτου μυστηριωδώς και υπερφυσικώς θεμελιώσας αυτήν επί την πέτραν την πίστεως. Ως τούτο προς τον Απόστολον Πέτρον διεκηρύχθη, κατέστη δε ταύτην άτρωτον από την φθοράν και τας εν χρόνω μεταβολάς, κυρίως δε από την επιβουλήν των δυνάμεων του σκότους οι οποίες ηθέλησαν και διακαώς επεθύμησαν την αυτής. Ουδέν δυνήθεισαν να επιτελέσουν διότι κατά την μαρτυρίαν του Κυρίου <<πύλαι Άδου ού κατισχύουσιν αυτής>> (Ματθ. 16-18).


Η Εκκλησία ως έχουσα εν εαυτή την οδηγούσαν και ποδηγετούσαν χάριν του Αγίου Πνεύματος είναι η ταμειούχος της εν Χριστώ αποκεκαλυμμένης θείας αληθείας χαρακτηρισθείσα κατά την Αγίαν Γραφήν <<στύλος και εδραίωμα της αληθείας Α’ Τιμ. 3-15). Ιδρυθείσα η Εκκλησία του Χριστού δια των Αποστόλων δεν διεκρίνετο κατ’ αρχάς σαφώς σαν κάτι το ξεχωριστό από τον Ιουδαϊσμό σαν μικρό τμήμα αυτού με καινοφανή διδασκαλία. Διεκρίθη όμως εν τη πάροδω του χρόνου αποσπασθείσα εξ αυτού και εις πλήρη αντίθεσιν και εις ιδεολογικήν απομάκρινσιν από αυτού.


Και ενώ ο Ιουδαϊσμός ιδρύθη κατ’ εντολήν Θεού και ανεπτύχθη δια πολλών προσώπων γενάρχου όντος του Πατριάρχου Αβραάμ, Ιδρυτής και θεμελιωτής της Εκκλησίας είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς ο <<Ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας Εφεσ. 2-20>> επί του οποίου κατά την της Γραφής παράστασιν εποικοδόμησαν οι Απόστολοι. Και όστις λίθος <<λικμήσει>> πάντα ο οποίος θα θελήσει να αντιταχθεί προς αυτόν μέλλει δε να συνθλάσει πας ο επιπίπτων επί τον λίθον τούτου (Ματθ. 21-44, Λουκά 20-18). Ο ακατάλυπτος χαρακτήρ της Εκκλησίας ο υπό του Κυρίου εις αυτήν δοθείς οφείλεται αφενός μεν εις το ουράνιον και άπειρον του Θείου Ιδρυτού της αφετέρου δε εις την άπειρον στοργήν και αγάπην του ιδρύσαντος ταύτην. Όστις <<περιενοιήσατοι αυτήν δια του αίματος του ιδίου>> (Πράξ. 20-28). Προς συνέχισιν του απολυτρωτικού Αυτού έργου ίδρυσεν ο Κύριος επί της γης ως όργανον Τούτην Εκκλησίαν.


Όπως ακριβώς η υπό του Κυρίου αντικειμενικώς επιτελεσθείσα απολύτρωσις επραγματοποιήθη δια των τριών Αυτού αξιωμάτων, του προφήτου, του Αρχιερέως και του Βασιλέως ούτω και η Εκκλησία ήτο έργο του Κυρίου δια μέσου των αιώνων συνεχίζουσα επιτελεί τούτο μεταδίδουσα δια των εκπροσώπων της εις τους πιστούς τας θείας αληθείας. Αναγεννώσα και εξαγιάζουσα τούτους δια της εν τοις μυστηρίους αγιαστικής θείας χάριτος κυβερνώσα δε τούτους και οδηγούσα εις την αιώνιον ζωήν. Το έργον ακριβώς τούτο επιτελεί η Εκκλησία δια των τριών του Κυρίου αξιωμάτων, ευρίσκεται δε μετ’ αυτών εν αδιασπάστω ενότητι.


Δόξα τω παντός ξύλου εντρυφά δεδοκότι. Δόξα γνώσεως ξύλου του φαγείν απέποντι.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page