ΚΕΙΜΕΝΟΝ 26 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 25 Αυγ 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 2 Σεπ 2022

1
Χριστέ Ιησού εν τω φόβω σου βοώ, καθήλοσον με ω Ιησού μου και κυβέρνησον νυν προς λιμένα τον ευδιον όπως Ιησού μου οικτήρμον μελωδών σοι σωζόμενος ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ημών.
Στο παρόν κείμενο θα μιλήσουμε περί δικαιώσεως και την διαδικασία αυτής κατά την εφαρμογή της, ανεξαρτήτως των βαθμίδων και των σταδίων καθ’ αυτή επιτυγχάνεται. Εννοούμεν τους υποκειμενικούς εκείνους και προσωπικούς όρους και παράγοντας οίτινες είναι απαραίτητοι να συμβάλλουν εις την υπό της θείας χάριτος δωρεάν παρεχόμενη εις τους ανθρώπους δικαίωσιν. Όροι για την δικαίωσιν δεν είναι άλλοι ει μη η προσωπική έκαστου των ανθρώπων συμβολή ανεξαρτήτως του θείου παράγοντος δια τον εξαγιασμόν και την ηθικήν αναγέννησιν των ανθρώπων.
Οι όροι της δικαιώσεως είναι δύο, η πίστις συνοδευόμενη με εμπιστοσύνη και τα αγαθά έργα. Και υπό μεν τον όρον πίστις δεν εννοούμεν απλώς το γνωσιολογικόν περιεχόμενον της πεποιθήσεως περί της αληθείας της θείας αποκαλύψεως, αλλά πολλώ μάλλον την ακράδαντον πεποίθησιν και εμπιστοσύνην και αφοσίωσιν εις τον Θεόν και τας εντολάς Αυτού. Ο όρος πάλιν αφοσίωσις δεν δύναται να περιορισθεί μόνον εις μίαν ανθρώπινην νοητικήν λειτουργίαν, αλλά εκτείνεται εφ’ ολοκλήρου του ανθρώπινου βίου συνδεόμενος αναποσπάστως προς την έμπρακτον συμόρφωσιν και υπακοήν εις τον αποτελούντα αντικείμενον της ημετέρας πεποιθήσεως Θείον Νόμον.
Το ότι η υπακοή και η συμμόρφωσις αυτής του ανθρώπου προς το περιεχόμενον της Θείας Αποκαλύψεως δεν δύναται να αποτελεί απλώς και μόνον νοητικήν λειτουργίαν του εγκεφάλου αλλά πολύ περισσότερον έκφρασιν σύμπασης της ανθρώπινης υπάρξεως προ του Θείου Νόμου ευρισκόμενης να καταστεί σαφές. Η τοιαύτη συνεπώς πίστις ως ο πρώτος όρος της δικαιώσεως του ανθρώπου συνδέεται αρρήκτως και αναποσπάστως μετά του δευτέρου όρου της δικαιώσεως ήτοι των αγαθών έργων. Αγαθά δε έργα λέγοντες εννοούμε πάσα πράξη του ανθρώπου συμφωνούσα προς τον ηθικό νόμο και υπ’ αυτού επιτασσόμενη. Δοθέντος ότι η συνείδηση αποτελεί θείον εν τω ανθρώπω τεθέντα Νόμο και συνεπώς ταυτίζεται προς το Νόμο της θείας αποκαλύψεως, πάσα πράξις συμφωνούσα προς την υγεία συνείδησιν ή και υπ’ αυτής επιβαλλόμενη θεωρείται αγαθό έργο.
2
Υπό τον όρο αγαθά έργα εννοούμε όχι τα προς την συνείδηση του ανθρώπου συμφωνούντα, ουδέ επίσης τα υπό του Μωσαϊκού Νόμου επιβαλλόμενα και τα οποία ως εδέχοντο και επρέσβευον οι Ιουδαίοι όντα καθ’ εαυτά αξιόμισθα νομιζώμενα υποχρέωναν τον Θεόν να ανταμείψει και να βραβεύσει ταύτα. Ο Θεός υπ’ ουδενός δεν υποχρεώνεται και για τίποτα η Θεία Χάρη του παραχωρείται τη απείρω αγάπη του προς το δημιούργημα του. Τα επιτελούντα από τον άνθρωπο έργα ευρισκόμενος εν τη καταστάσει της αμαρτίας αδυνατεί ον αμαρτωλός και μη την απολύτρωση του Κυρίου υποκειμενικώς προσοικειωθείς, αδυνατεί να επιτελέσει αγαθόν έργον σε βαθμό αξιομισθίας.
Δια τούτων δεν εννοούμεν ότι οι Εθνικοί και οι Ιουδαίοι και πάντες όσοι δεν εδικαιώθησαν δια του αίματος του Χριστού ουδέν έργον επιτέλεσαν διότι τοιούτον τι αντίκειται προς την διδασκαλία της Αγίας Γραφής διδασκούσης δια του στόματος του Αποστόλου Παύλου ότι τα έθνη επιτελούν αγαθά έργα επί τη βάσει της συνειδήσεως αυτών η οποία αποκαλύπτει εις τούτους τη βοήθεια της υλικής κτίσεως τας δυνατόν εις τους ανθρώπους να γνωσθώσι θείας τελειότητας απόβλητος εξάλλου υπήρξε η Ιουδαϊκή απαίτηση περί υποχρεώσεως του Θεού να σώσει τους τα έργα του Μωσαϊκού Νόμου επιτελούντας τούτο δε διότι ο Μωσαϊκός Νόμος ως η Αγία Γραφή διδάσκει ιδία δε προς Εβραίους επιστολή δεν ηδύνατο να απαλλάξει τον άνθρωπο της ενοχής και της κατάρας της εκ της αμαρτίας των πρωτοπλάστων προελθούσης. Αγαθά έργα κατά ταύτα δεν δύνανται επίσης να θεωρηθούν τα κατά το στάδιον της κλήσεως ως έχουμε πει η προ του Σταδίου τούτου επιτελούμενα έργα.
Ταύτα δεν είναι απαραίτητα, θεωρούνται ως προετοιμασία για τούτο και δεν συνδέονται με την έννοια της αξιομισθίας. Τη Θεία Χάρη τα έργα τα αγαθά τυγχάνουν αμοιβής και βραβείου από τον Θεόν ήτοι αξιόμισθα. Ο Θεός διδάσκει τους ανθρώπους εν τη Αγία Γραφή ότι εάν ούτοι επιτελέσουν παν καθήκον και πληρώσουν τας εντολάς του Νομού, να θεωρούν τούτο ως απλήν πλήρωσιν καθηκόντων. Υποχρεώμενων τούτων προς τον Κύριον των πάντων ουδεμίαν δε απαίτηση ή αξίωση δικαιούμενων να εγείρουν προς αμοιβή των δια την πλήρωση των καθηκόντων τούτων.
Δεδομένο ότι ο άνθρωπος ύβρισε και περιεφρόνησε τον άπειρον Θεόν και δημιουργόν του, απείρως συνεπώς αμαρτήσας κατ’ ουδένα τρόπον δικαιούται αμοιβής, έστω και αν έχει εκτελέσει πάντα τα έργα τα επιβαλλόμενα υπό του ηθικού Νόμου. Δεν υπάρχουν συνεπώς αγαθά έργα καθ’ εαυτά αξιόμισθα λόγω της προσβολής υπό του ανθρώπου της Θείας Μεγαλειότητας. Κατά συνέπεια δεν θεωρείται απόβλητος πάσα ανθρώπινη καύχησις προερχόμενη εκ της επιτελέσεως των αγαθών έργων. Εάν όμως τα αγαθά έργα καθ’ εαυτά λαμβανόμενα δεν δύναται να τύχουν αξιομισθίας, δεν σημαίνει τούτο ότι ταύτα παραθεωρούνται παντάπασιν υπό του Θεού και είναι πλήρως αναξιόμισθα, αλλά είναι σχετικώς αξιόμισθα. Η σχετική δε τούτων αξιομισθία λαμβάνεται υπόψιν υπό του Θεού, επιτελούμενη μετά την δια του βαπτίσματος αναγέννησιν.
Προϊόν και εξωτερική εκδήλωσης της ενεργού πίστεως των ανθρώπων εις το στάδιο της δικαιώσεως προάγουσα και συντελούσα τα μέγιστα εις τον εξαγιασμόν αυτού υπό της Θείας Χαρίτος. Αγαθά έργα επίσης δυνάμεθα να θεωρήσουμε εκείνα τα οποία τελούν υπό την επήρεια της Θείας Χάριτος κατά το πρώτο στάδιο της δικαιώσεως άτινα δεν παραθεωρούνται υπό του Θεού και συντελούν εις την δια της Θείας Χαρίτος δικαίωση. Η δικαίωσις κατά συνέπεια απαιτεί προπαρασκευή χωρίς τούτο και πάλι να σημαίνει ότι ο Θεός δεν δύναται άνευ προπαρασκευής να λυτρώσει τον άνθρωπο, ως συμβαίνει με τα νήπια τα οποία άνευ προπαρασκευής και εν μια στιγμή καθίστανται δια της Θείας Χαρίτος δίκαια ενώπιον του Θεού.
3
Περί της αναγκαιότητος της προπαρασκευής δια την δικαίωση του ανθρώπου είναι απαραίτητος η εκτέλεση των αγαθών έργων ως εδίδαξε ημάς η Αγία Γραφή του Προδρόμου και του Κυρίου προσκαλεσάντων των λαών εις μετάνοια και επιστροφή από των κακών αυτών έργων και συνεπώς εις επιτέλεσιν αγαθών ακολούθως δε λαβούσης χώραν της περαιτέρω πνευματικής και ηθικής ανοδικής πορείας. Τούτο συνέβη ακριβώς και με τον Απόστολο Παύλο ο οποίος προπαρασκευασθής δια της Θείας Χάριτος εδέχθη εν τη πορεία αυτού προς Δαμασκόν την άνωθεν δικαίωσιν. Αναντιρρήτως συνεπώς τυγχάνει η διδασκαλία της ημετέρας Εκκλησίας περί της υπάρξεως δύο όρων αναγκαίων δια την σωτηρία του ανθρώπου της πίστεως και των αγαθών έργων ως ήδη εσημειώθη.
Πρέπει ωσαύτως να λεχθεί ότι εκεί ένθα δεν υπάρχουν οι δυνατότητες και η αφορμή προς εξωτερική έκφανσιν των αγαθών έργων εφόσον προϋπάρχει και προϋποτίθεται η αγαθή προς ταύτα διάθεσις του ανθρώπου. Θεωρούνται ταύτα ως ήδη τελεσθέντα, η ηθική δε αυτών αξία παραμένει απαραμείωτος. Θα μπορούμε να πούμε περί δικαιώσεως πραγματοποιούμενης δια της εν αγάπη πίστεως ή δια της πίστεως της δι’ αγάπης ενεργουμένης λαμβανομένου υπόψιν ως ελέχθη του άρρηκτου μεταξύ των δύο τούτων παραγόντων της δικαιώσεως συνδέσμου. Τα αγαθά έργα προέρχονται εκ πίστεως είναι προϊόντα ταύτης είναι δεν το αποτέλεσμα ολοκλήρου της πνευματικής και υλικής φύσεως των έργων ουδέ έργα άνευ της πίστεως, καθότι ταύτα είναι οι φυσικοί της αγάπης και πίστεως καρποί. Ως δε διδάσκει σαφώς η Καινή Διαθήκη, δεν δυνάμεθα να ομιλούμε περί αγαθών έργων με ελλιπή πίστη, ουδέ περί πιστεύοντος ανθρώπου ο οποίος δεν δύναται να παρουσιάσει αγαθά έργα.
Τούτο ακριβώς αποτελεί θεμελιώδη διδάγματα της Αγίας Γραφής διδασκούσης δια του Αδελφόθεου Αποστόλου Ιακώβου (Καθολική επιστολή 2-26) ότι <<ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν εστί ούτως και η πίστις χωρίς έργων νεκρά εστί>>. Ελέχθη προηγουμένως ότι αγαθά έργα θεωρούμε εκείνα τα οποία ο άνθρωπος επιτελεί υπό την ροπή της αγιαζούσης Θείας Χάριτος ευρισκόμενος τα αγαθά έργα θεωρούνται σχετικώς αξιόμισθα. Προκειμένου περί των ανθρώπων που δεν εγνώρισαν την χριστιανική αλήθεια μπορούμε να μιλάμε περί αγαθών έργων υπαγορευόμενων εις αυτούς υπό της συνειδήσεως.
Εν την Καινή Διαθήκη παρουσιάζεται μία φαινομενική αντίθεσης περί δικαιώσεως διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου και της του Αδελφόθεου Ιακώβου. Ο μεν Ιάκωβος διδάσκει εμφανώς το αδύνατον της δικαιώσεως και ευαρεστήσεως ενώπιον του Θεού άνευ επιτελέσεως αγαθών έργων, ο δε Απόστολος Παύλος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή ομιλεί περί δικαιώσεως εκ μόνης της πίστεως. Η φαινομενική αυτή διαφορά μεταξύ των Ιερών συγγραφέων αίρεται παντελώς όταν καταστεί σαφές η έννοια των έργων παρά τω ενί και παρά τω ετέρω. Και παρά μεν τω Αδελφοθέω Ιακώβω πρόκειται όντως περί των αγαθών έργων των εκ της πίστεως απορρεόντων και προερχομένων εις τρόπον ώστε να μπορούμε άριστα να στηριχθώμε επί του Ιακώβου για την διδασκαλία περί της δικαιώσεως.
Ομιλών ο Απόστολος Παύλος περί των έργων, δεν εννοεί ότι και ο Ιάκωβος, αλλά μιλεί περί του Μωσαϊκού Νόμου τα οποία οι Ιουδαίοι υποχρεούντο να τηρήσουν προκειμένου να εβρίσκεται εις αγαθάς σχέσεις προς τον Θεόν, ήτοι περί των νηστειών καθάρσεων, νουμηνιών, Σαββάτων, περιτομής και λοιπών διατάξεων του Μωσαϊκού νόμου εκ της τηρήσεως των οποίων εξαρτήτο ολοκληρωτικώς η σωτηρία του Ιουδαίου. Η τήρησις δε τούτων & συναρτήσει προς την κατά σάρκα καταγωγή των Ιουδαίων εκ του Πατριάρχου Αβραάμ εθεώρουν υπόχρεον το Θεό όπως δικαίωσει αυτούς.
4
Πάντα δε μη Ιουδαίον ως ακάθαρτον και μη τας διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου τηρεί απωλέσει και καταδικάσει αυτούς. Κατά συνέπεια έχομεν εν τω Ιουδαϊσμό το μονοπώλιον της Σωτηρίας παντός ετέρου προορισμένου εις απώλειαν και καταστροφή. Την εσφαλμένη ταύτην αντίληψη των Ιουδαίων ακριβώς καταπολεμών ο Παύλος διδάσκει ότι τα έργα ταύτα του νόμου ήδη δια της ελεύσεως του Κυρίου καταργηθέντα, ουδεμία αξία δύναται να έχουν, ουδέ συμβάλλουν ποσώς εις την σωτηρίαν. Εάν διά των έργων του Μωσαϊκού Νόμου θα μπορούσε να παρασχεθεί εις τους ανθρώπους η σωτηρία, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη να έρθει ο Κύριος στον κόσμο, εάν η Σωτηρία και η δικαίωση των ανθρώπων ήτο εξασφαλισμένη.
Εκτός τούτων οι Ιουδαίοι είχαν την πεποίθηση να πιστεύουν και να εκδέχονται τον θεόν ως υποχρεούμενον να αμείψει τα έργα ταύτα του Νόμου ως καθ’ αυτά αξιόμισθα και να οδηγήσει τούτους εν τους κόλπους του Γενάρχου του Αβραάμ. Ο Παύλος ελέγχων την αδυναμία του Μωσαϊκού Νόμου διακηρύσσει την κατάργηση του νόμου αυτού δια της τελεσθείσης σταυρικής του Κυρίου Θυσίας, ως εκπληρώσαντα τον παιδαγωγικόν αυτόν σκοπόν και χαρακτήρα της Χάριτος δια της Θυσίας του κυρίου ελθούσης και εξαλειψάσης τον χαρακτήρα της κατακρίσεως της εκ του νόμου προερχόμενης και ελευθέρως την δικαιοσύνη και Σωτηρία δια της Θείας Χαρίτος εις τους ανθρώπους παρασχούσης.
Ο Απόστολος Παύλος κατά συνέπεια δεν δύναται να έρχεται σε αντίθεση ούτε προς την διδασκαλίαν του Αδελφόθεου Ιακώβου, ούτε προς την της λοιπής Αγίας Γραφής ομιλούσης περί της αναγκαιότητας και της υψίστης σημασίας των αγαθών έργων αλλά καταδικάζων την Ιουδαϊκήν μωρία καταφέρεται κατά των ήδη καταργηθέντων έργων του Μωσαϊκού Νόμου. Διακηρύσσων τη δωρεάν εις τους ανθρώπους παρεχόμενη χάρην δι΄ ης τελεσιουργείται η δικαίωσις και ο αγιασμός των ανθρώπων. Κατόπιν τούτων και γνωστής ούσης της αρρήκτου σχέσεως μεταξύ αγαθών έργων και πίστεως ότε ο Απόστολος Παύλος ομιλεί περί πίστεως. Συνέπεια της οποίας δικαιούται ο άνθρωπος περιλαμβάνει εν αυτή τα αγαθά έργα. Όχι Βεβαίως τα έργα του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά τα έργα τα απορρέοντα εκ της πίστεως εις τον Χριστόν.
Τούτο ακριβώς το νόημα περί της δι αγάπης ενεργούμενης πίστεως εκφράζει ο Απόστολος εις το χωρίον Γαλάτας 5-6 <<εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβιστία, αλλά πίστις δι αγάπης ενεργουμένης>>. Εις το δε χωριό Ρωμαίους 1-8 ομιλεί περί καταγγελίας της πίστεως των χριστιανών της Ρώμης παντί τω κόσμω, όπερ δεν δύναται να εκληφθεί νοησιαρχικώς ουδέ να σημαίνει την απλή θεωρητική πίστη. Εις τα αλήθειας της θείας αποκαλύψεως αλλά την δι’ αγάπης ενεργούμενην. Εάν εις την αυτήν επιστολή υπερτονίζει ο Παύλος την εκ μόνης της πίστεως δικαίωσιν, πράττει τούτο αντιτιθέμενος, ρητώς και απεριφράστως κατά την Ιουδαϊκής περί δικαιώσεως αντιλήψεως προϋποτιθέμενος άμα τα έργα της πίστεως ταύτης.
5
Το αυτό διδάσκει ο Απόστολος εις την Α’ Κορινιθ. 13-2 ένθα λέγει ότι <<καν έχω πάσαν την πίστιν ώστε όρη μεθίσταναι αγάπη που δε μη έχω ουδέν ειμί>>. Ο Παύλος εις την προς Ρωμαίους επιστολή συμφωνών κατά ταύτα πλήρως προς τη διδασκαλία του Ιακώβου λέγοντας <<Εάν πίστιν λέγει τις έχειν έργα δε μη έχει, μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν>>και αλλού λέγει <<ούτως και η πίστις εάν μη έχει έργα νεκρά εστίν καθ’ εαυτήν>> και προσθέτει <<η πίστις χωρίς των έργων αργεί εστίν>>. Ο Απόστολος Παύλος δεν αποκλείει, ουδέ απορρίπτει τα απορρέοντα εκ της πίστεως αγαθά έργα αλλά προϋποθέτει ταύτα, αλλά αντιτίθεται απλώς προς τα έργα του Μωσαϊκού Νόμου.
Τα αγαθά έργα ανεξαρτήτως της στενής σχέσεως αυτών προς την πίστιν επιβάλλονται υπό της Αγίας Γραφής και θεωρούνται υπ’ αυτής ως μέτρον κρίσεως τόσον κατά την πρόσκαιρον, όσον και κατά την τελική κρίση ως εξάγεται εκ της περικοπής της μελλούσης κρίσεως (Ματθ. 25-34) <<Τότε ο Βασιλεύς θέλει ειπεί προς τους εκ δεξιών αυτού έλθετε ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένη εις εσάς βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Διότι επείνασα και μοι εδώκατε να φάω, εδίψασα και με ποτίσατε, ξένος ημίν και με φιλοξενήσατε, γυμνός και με ενδύσατε, ησθένησα και με επισκεφτήκατε, εν φυλακή ημίν και έλθετε προς εμέ>> και πλήθος άλλων χωριών, Λουκά 12-33, Ρωμ. 2-6, Α’ Κορινθ. 3-8, Κολ. 3-24, Β’ Τιμ 25-5-4-8). Εν αντιθέσει προς την Ορθόδοξον ταύτην διδασκαλία, οι διαμαρτυρόμενοι απεδέχθησαν κακοδόξως ότι δια την δικαίωσιν του ανθρώπου απαιτείται μόνον η πίστις.
Δι ης δικαιεί ο Θεός τον άνθρωπο, των αγαθών έργων ουδόλως προς την δικαίωσιν των ανθρώπων συμβαλλομένων. Η διδασκαλία αυτή ως συνάγεται εξ όσων μέχρι του περί δικαιώσεως, είπαμε ουδόλως δύναται να συμφωνεί προς την Αγία Γραφή και την ημετέραν Ορθόδοξον άποψιν. Εάν ο Θεός αμείβει τα αγαθά έργα και τούτο είναι ακριβώς το νόημα της αξιομισθίας, οφείλεται ως έχει ήδη τονισθεί εις τον αδιάρηκτον σύνδεσμον μεταξύ αγιότητος και μακαριότητος, μη δυνάμενης της μακαριότητας να χωριστεί της ευδαιμονίας, αλλά ακολουθούσης ταύτην ένεκα της οποίας γίνεται λόγος εις την Αγία Γραφή πολλάκις περί μισθαποδοσίας, αμοιβής, ανταμοιβής, ειρήνης, κληρονομίας, ουρανίου ζωής, μακαριότητας, βασιλείας του Θεού και πολλών άλλων.
Ομιλούσα η Αγία Γραφή περί ανταμοιβής και ανταποδόσεως είτε εν τω παρόντι, είτε εν τω μελλόντι κόσμω ουδόλως προδίδει οφελιμηστικόν χαρακτήρα, αλλά είναι αναγκαία ακολουθία του στενού συνδέσμου μεταξύ αγιασμού και μακαριότητας. Επίσης δέον να ειπώμεν ότι ο Απόστολος Παύλος ουδόλως αναιρεί και απορρίπτει τα αγαθά έργα όπως έχουμε τονίσει αλλά ομιλεί περί της δι’ αγάπης ενεργούμενης πίστεως. Ταυτιζόμενων των διδασκαλιών Ιακώβου και Παύλου εν αντιθέσει προς τους διαμαρτυρόμενους οίτινες εκτρέποντες της Ορθόδοξου διδασκαλίας απεμακρήνθησαν της ορθής οδού της πίστεως.
6
Η Παπική Εκκλησία ομίλησε όχι μόνο περί αξιομισθιών καθ’ αυτών έργων αλλά και περί θησαυρού των αξιομισθιών των Αγίων όστις διατίθεται υπό του αρχηγού της Καθολικής Εκκλησίας κατά το δοκούν. Παρά ταύτα η Εκκλησία απαντά εν πρώτοις ότι λόγω της αμαρτωλότητος των ανθρώπων και της απειρομεγέθου προσβολής υπό αυτών προς τη Θεία μεγαλειότητά δεν δικαιούται ο χριστιανός να αξιώσει αμοιβή οιουδήποτε μεγέθους και σημασίας. Έστω κι αν είναι τα υπ’ αυτού επιτελεσθέντα έργα πολλά και μεγάλα συμφώνως επίσης και προς τα μνημονευθέντα χωρία τα περί του ζητήματος τούτου ομιλούντα.
Εκτός όμως τούτου τα υφ’ εκάστου των ανθρώπων τελούμενα αγαθά έργα λόγω της προσωπικής εκάστου ευθύνης έναντι του Θεού και του ιδιαίτερου προσωπικού χαρακτήρος και ατομικότητας εκάστου παραμένουν αμεταβίβαστα και αμέθεκτα υπ’ άλλων κατά συνέπεια δε ουδέ όμως δυνάμεθα να ομιλώμεν περισσευούσης δικαιοσύνης. Επιτελούμενης υπό των μεν χαριζομένης δε και χορηγούμενης εις τους δε διότι εν τοιαύτη περιπτώσει άριστα θα ηδυνάμεθα να πούμε ότι και υπό των αμαρτωλών επιτελούμεναι μικραί ή μεγάλαι παραβάσεις του ηθικού Νόμου δύναται να παραβλάψουν και να μειώσουν την αγιότητα των αγαθών ανθρώπων.
Τουναντίον οι δίκαιοι και οι άγιοι ενώπιον του Θεού παριστάμενοι να μεσιτεύουν υπέρ ημών των αμαρτωλών και να δέονται όπως ο Θεός ευδόκησε και χάρισε εις ημάς την σωτηρία και την απαλλαγή εκ των δεσμών του διαβόλου <<πολλοί ισχύει δέησις δικαίου>>. Τα έργα όμως τα υπό τούτων επιτελούμενα τυγχάνοντα προσωπικά είναι κατά συνέπεια αμεταβίβαστα και ακοινοποίητα. Απορριπτώμενης εξ’ ολοκλήρου ως αιρετικής και κακοδόξου της διδασκαλίας της Παπικής Εκκλησίας περί περισσευούσης της αξιομισθίας των Αγίων και της Θεοτόκου και μεταβιβάσεως ταύτης εις τους αμαρτωλούς και αναξίους σωτηρίας.
Έκαστος σώζεται ως η Μητέρα Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει όχι της αγιότητας του ετέρου μεταλαμβάνων αλλά υπό του Θεού μόνον αναγεννώμενος και καθαγιαζόμενος συντελούντων προς τούτο των υπό του Κυρίου τη συγκατάθεση της ανθρώπινης βουλήσεως επιτελούμενων αγαθών έργων. Οφείλουμε να προσθέσουμε ότι είναι ωσαύτως απόβλητος και απορριπτέα η άποψη κατά την οποία γίνεται διάκριση μεταξύ δικαιώσεως εκ πίστεως και δικαιώσεως εκ πίστεως και έργων. Την δικαίωση εκ πίστεως και εξ έργων διδάσκει σαφώς τόσο η Αγία Γραφή όσο και η Ιερά Παράδοση.
7
Αναφέρομεν δε εκ της Αγίας Γραφής χωρία που γίνεται λόγος περί της υψίστης σημασίας δόγματος τούτου είναι <<επιστρέψατε προς με λέγει Κύριος των δυνάμεων και επιστραφήσομαι προς ημάς>> (Ζαχ. 1-3). <<Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, οφείλεται τας πονηρίας από των ψυχών ημών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηρών ημών, μάθετε καλόν ποείν, εκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε αδικούμενον, κρίνατε ορφανώ και δικαιώσατε χήραν>> (Ησαϊου 1-16-17). <<Τάδε λέγει Κύριος φυλάσσεται κρίσιν και ποιήσατε δικαιοσύνη ήγγικε γαρ το σωτήριον μου παραγίνεσθαι και το έλεος μου αποκαλυφθήναι μακάριος ανήρ. Ο ποιών ταύτα και άνθρωπος ο αντεχόμενος αυτών και φυλλάσων τας χείρας αυτού μη ποιείν άδικα>> (Ησαϊου 56-1-2).
Εκ της Καινής Διαθήκης παραθέτομαι εύρυθμα χωρία ομιλούντα περί δικαιώσεως εκ πίστεως και έργων <<Λουκά 12-33>>, ολόκληρος η περικοπή Ματθαίου25-31-46, Ρωμ. 2-6 <<ως αποδώσει εκάστως κατά τα έργα αυτού>>. (Αποκαλ. 2-19) <<είδα σου τα έργα και την αγάπην και την πίστιν και την διακονίαν και την υπομονήν σου και τα έργα σου τα έσχατα πλείονα των πρώτων>>, (Αποκαλ.) <<Ιδού έρχομαι ταχύ και ο μισθός μου μετ’ εμού αποδούναι έκαστω εις το έργον εστίν αυτού>> (Ιωαν. 14-12) <<Ο πιστεύων εις εμέ τα έργα εγώ ποιώ και εκείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει>>.
Εκ της Ιεράς Παραδόσεως ο Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει <<ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόσδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ο Θεός>>. Ο Αλεξανδρείας Κύριλλος εξαίρων την αναγκαιότητα των έργων λέγει <<Το ειδέναι τον Θεόν τον ένα και φύσει και ομοιογενή αδόλως τε και αληθώς τούτο εστί πίστις, αλλά και τούτο νεκρόν μη παραμένει αυτώ της εξ έργων φαιδρότητος>>.
Δόξα το ευεργεντήσαντι τον παράδεισον οικείν. Δόξα τω καταξιώσαντι του αρχή ην πάσης γης.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια