ΚΕΙΜΕΝΟΝ 25 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 13 Ιουλ 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά

1
Ιησού Χριστέ μου ουδείς ήμαρτεν εν γη εκ του αιώνος, ω Ιησού μου ώσπερ ήμαρτον εγώ ο τάλας και άσωτος όθεν Ιησού μου βοώσοι Μελωδούντα με οικτίρον Ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ημών.
Δια να οδηγηθεί ο άνθρωπος εις την απόφαση να απαρνηθεί το κακόν και να αλλάξει τρόπο ζωής προϋποτίθεται η εμπιστοσύνη αυτού προς τον Θείον Νόμο και τα σωτηρειώδη μέσα της Θείας Χάριτος. Η δε πεποίθησις αυτή του ανθρώπου και η βεβαιότις αυτού δια το δυνατόν της συγχωρήσεως των αμαρτιών είναι ως εδίδαξεν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αποτέλεσμα της Θείας Χάριτος (Ιωάννου 1-9, 6-44).
Ο άνθρωπος κατά το πρώτο στάδιον της δικαιώσεως μετανοών δια τας αμαρτωλάς αυτού πράξεις αποστρέφεται την αμαρτίαν, συναισθάνεται την θείαν δικαιοσύνην και στρέφεται προς το αγαθόν. Και δια της εφέσεως των αμαρτιών αποβλέπει στην σωτηρία αφού ο άνθρωπος απεδέχθη την προκαταρκτικήν ταύτην χάρη, διαχέεται εντός αυτού ο καρπός των τριών υπερφυσικών αρετών πίστεως, ελπίδος και αγάπης και κηρύσσεται εν αυτώ η έναρξις της σωτηρίας και της κατά Θεόν προκοπής.
Το ότι της αποδοχής της ανάγκης της σωτηρίας δείγμα είναι η μετάνοια, τούτο δεν δύναται η σύγχρονος πράξη της Εκκλησίας δια του νηπιοβαπτισμού να αποδείξει αν και τούτο συνάγεται εκ της αρχαίας παραδόσεως της Εκκλησίας και της Αγίας Γραφής ότι προ του βαπτίσματος προηγείτο η μετάνοια και η συναίσθηση της ανάγκης της σωτηρίας καθότι η μετάνοια αποτελεί την προϋπόθεσιν και την βάσιν της σωτηρίας. Εδώ πρέπει να πούμε κάποια πράγματα για την Εκκλησία. Ο νηπιοβαπτισμός δεν είναι κανόνας.
Η Εκκλησία επέτρεψε τον νηπιοβαπτισμό υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ήτοι οι γονείς να είναι ευσεβείς και να βιώνουν το πρόγραμμα της Εκκλησίας και επί της εγγυήσεως των γονέων έθεσε και δεύτερο πρόσωπο ως εγγυητή για την Εκκλησία ότι θα ζει σύμφωνα με την Εκκλησία και εγγυάται για την πνευματική κατάρτιση του παιδιού και ότι το παιδί θα διαπαιδαγωγηθεί σύμφωνα με τις αρχές της Εκκλησίας. Εσήμερα από όλα αυτά δεν τηρείται τίποτα.
2
Οι πλειονότις των γονέων δεν έχει καμία σχέση με την Εκκλησία ειμή της εθιμοτυπικής κουλτούρας και όσο για τους αναδόχους σπανίως να βρεθεί κάποιος που να ξέρει το Πιστεύω και η σχέση του με το παιδί από εκεί και μετά είναι αμφίβολη ακόμα και σε κοινωνικό επίπεδο. Όσο για τους Ιερείς μας, πέραν του ότι δεν ελέγχουν όλα τα εχέγκεια που αναφέραμε, αυτοβούλως έχουν καταργήσει τις τρείς εν ύδασει καταδύσεις. Με λίγα λόγια ο νηπιοβαπτισμός σήμερα είναι πλήρως έξω από τα εκκλησιαστικά πλαίσια και έχει μετατραπεί σε εκδήλωση κοσμοκοινωνικής κουλτούρας. Οι ιθύνοντες σφυρίζουν αδιάφοροι. Το μόνο που τους απασχολεί είναι να έχουν οπαδούς και όχι πιστούς. Κατά τα άλλα για όλα φταίνε οι άλλοι.
Εννοείται ότι κατά τα άνωθεν ταύτα, το στάδιον της σωτηρίας δε πραγματοποιείται συγχώρεση των αμαρτιών κατά το στάδιο της μετάνοιας αλλά επιτελείται μόνον η προπαρασκευή κλήσις. Επομένως δεν αποτελεί αξιόμισθον πράξιν ως ήδη ελέχθη αλλά μόνον αναγκαία προϋπόθεσιν δια την υποδοχήν της ελευσσόμενης δικαιούσης θείας χάριτος. Περί του πρώτου σταδίου της κλήσεως μαρτυρούν τα χωρία Ματθαίου 22-14 <<Πολλοί γαρ εισίν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί>>. Ιωάννου 6-44 <<ουδείς δύναται έλθειν προς με εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν>>(Α’ Κορινθ. 1-8-9, Β’ Τιμοθ. 1-9, Πράξεις 16-14-2-37-38).
Ως δεύτερο μετά την κλήσιν πορεία προς την σωτηρίαν του ανθρώπου θεωρούμεν το στάδιον της δικαιώσεως ήτις είναι η υπερφυσική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος δια της οποίας ο κληθείς εις επιστροφήν και σωτηρίαν αμαρτωλός άνθρωπος δια του μυστηρίου του βαπτίσματος απαλλάσσεται πάσης αμαρτίας και ενοχής. Αναγεννημένος πνευματικώς καθίσταται δικαίως Άγιος Υιός δε Θεού κατά χάριν λαμβάνων τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Κατακυριευθείς ο άνθρωπος υπό της ανάγκης της μετάνοιας και την οριστικήν αυτού εις Θεόν επιστροφήν αποφασίσας μετανοεί δια τας υπ’ αυτού τελεσθείσας προσωπικάς αμαρτίας.
Αφού δε πιστεύσει εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου προσέρχεται εις το μυστήριον του βαπτίσματος ενώ ως θα δούμε αποσβήνεται πάσα αμαρτία και ενοχή του αμαρτωλού ανθρώπου, επιτελείται δε η αναγέννησις και η δικαίωσις αυτού. Το υπερφυσικόν τούτο γεγονός απορρέει εκ της αξιομισθίας της σταυρικής θυσίας του Κυρίου δι’ ης σύμπαν το ανθρώπινον γένος κατ’ αλλαγή μετά του Θεού και προσεπορίσθημεν την εν Χριστώ απολύτρωσιν. Ο πρώην αμαρτωλός ων άδικος ενώπιων του Θεού καθίσταται δίκαιος επιτελούμενης της πραγματικής εξαλείψεως των αμαρτιών αυτού δια ριζικής εσωτερικής ανακαινίσεως και του αγιασμού αυτού καθιστάμενους τούτους μετόχους καινής κτίσεως.
3
Ο άνθρωπος δια του μυστηρίου του βαπτίσματος κηρύσσεται και καθίσταται δίκαιος ενώπιων του Θεού, όχι βεβαίως εν τη έννοια της δικαστικής αποφάσεως, οιωνεί εξωτερικώς μεταβαλλόμενος και καθιστάμενος δικαίως ενώ κατ’ ουσίαν δεν είναι τοιούτος, αλλά τω όντι και τη αληθεία δικαίως καθιστάμενος η πραγματοποιηθείσα αυτή του ανθρώπου δικαίωσις ως πάσα παρά Θεού χάρις απονέμεται δωρεάν. Αποτελεί δώρον της αγιαζούσης και σωζούσης θείας χάριτος, ουδεμία σχέσιν έχουσα προ τα υπό του ανθρώπου δυνάμενα να εκτελεσθείσιν έργα.
Ο ανθρώπινος συνεπώς παράγον εις το μυστήριον της ανθρώπινης δικαιώσεως περιορίζεται εις την έκφρασιν της επιθυμίας της απαλλαγής από της αμαρτίας και της πραγματικής μετάνοιας, έργον κατ’ εξοχήν επιτελούντος εκ του θείου παράγοντος δια την δικαίωσιν του ανθρώπου. Η μετάνοια και επιστροφή του ανθρώπου βάση θείου δικαίου είναι αναγκαία προϋπόθεσις και βάσις δια την έλευσιν της σωτηρίας και της δικαιώσεως, το δε πραγματικόν της μετάνοιας και της εσωτερικής διαθέσεως προς σωτηρίαν αποτελεί εν τη αρχή της δικαιώσεως την συμβολήν του ανθρώπινου παράγοντος προς την αποκατάστασιν αυτού.
Ο δια του βαπτίσματος δικαιωθείς άνθρωπος γίνεται κληρονόμος της αιωνίου ζωής εν τη θεία χάριτι. Και αν δεν εκπέσει ταύτης δια της αμαρτίας τόσον η δικαίωσις, όσον και η αναγέννησις του ανθρώπου τελεσιουργείται συγχρόνως εν τω μυστηρίω του βαπτίσματος. Μεταξύ αναγεννήσεως και δικαιώσεως ουδέν χρονικόν κόλλημα δύναται να παρεμβληθεί αμφότερον, αφενός μεν αποτελούντων έκφρασιν ενός και του αυτού υπερφυσικού γεγονότος, αφετέρου δε της δικαιώσεως προϋποτιθέμενης την αναγέννησιν και αντιστρόφως του χρόνου, μη δυνάμενου να παρεμβληθεί.
Πάσα αμαρτωλή υπό του ανθρώπου τελεσθείσα πράξις δεν δύναται να παύσει να θεωρείται ως γενόμενη αφού έγινε. Αι συνέπειαι εκ της πράξεως ταύτης δύνανται δια της θείας χάριτος πραγματικώς και κατ’ ουσίαν να εξαλειφθούν. Όχι κατά το ανθρώπινο δίκαιον, αλλά υπό της θείας χάριτος εξαλείφεται παντελώς η ρίζα και η αρχή της αμαρτίας ήτις είναι η διεστραμμένη του ανθρώπου βούλησις ενώ ο άνθρωπος αναγεννώμενος θέλει και επιθυμεί το αγαθόν. Φέρεται δε προς τον Θεόν και τον θείον Αυτού Νόμον της κλήσεως της παραμενούσης εν τω ανθρώπω προς αμαρτίαν, μη εχούσης πλέον αμαρτηκόν χαρακτήρα. Αποτελούσης δε κίνητρον και έδαφος εν δύναται να βλαστήσει ο αγιασμός και εις το αγαθόν και την αρετήν πρόοδο.
Ως προς δε την παρατήρησιν ότι η αμαρτία δύναται υπό του Θεού άρδην να εξαλειφθεί και να αποσβεσθεί, τούτο θεωρείται αυτονόητον διότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και συνεπώς δύναται να επιτελέσει πάντα όσα βούλεται. Και αγαθός είναι ως αντιτίθεται προς την αμαρτίαν, θέλει δε κατά συνέπειαν να εξαλείψει παν αυτής ίχνος. Τόσον η αμαρτία, όσον και η δικαίωσις ουδεμία δύναται να έχουν σχέσιν προς την εξωτερικήν φύσιν του ανθρώπου. Αλλά προς τον έσω άνθρωπον ήτοι προς το πνευματικόν αυτού στοιχείον του υλικού στοιχείου συμμετέχοντος εξωτερικώς εις την αμαρτίαν και την δικαίωσιν μόνον καθότι τούτο αποτελεί όργανον της βουλήσεως του πνευματικού στοιχείου του ανθρώπου και δια την ένωσιν των δύο στοιχείων εν τω ανθρώπω.
4
Τούτο ακριβώς εννοεί ο Απόστολος Παύλος ομιλών περί της βαθμιαίας ανακαινίσεως του έσω ανθρώπου το γεγονός της πραγματικής αντιστοιχίας μεταξύ αμαρτίας και δικαιώσεως ως και μεταξύ των αποτελεσμάτων. Ότι δια μεν της παραβάσεως των πρωτόπλαστων απήλθε μεν η από του Θεού έκπτωσις και κατάκρισις του ανθρώπου, δια δε της απολυτρωτικής θυσίας του Ιησού Χριστού και της των ανθρώπων προσοικειώσεως, επήλθε η δικαίωση και η σωτηρία.
Το δίδαγμα τούτο περί δικαιώσεως και ανακαινίσεως του πεσόντος ανθρώπου δια του βαπτίσματος διδάσκει σαφώς η Αγία Γραφή και ιδία ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιούμενων προς του πλήθους χωρίων Εφεσ. 4-22-24 <<Απόθεσθαι ημάς κατά την πρότεραν αναστροφήν τον παλαιών ανθρώπων των φθειρόμενων κατά τας επιθυμίας της απάτης ανανεούσθαι δε τω πνεύματι του νοός ημών και ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνης και οσιότητι της αληθείας>> Τίτου 3-5 <<Αλλά κατά το αυτού έλεος έσωσεν ημάς δια λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως πνεύματος αγίου>> Ρωμ. 3-5 <<ει γαρ εχθροί όντες κατηλαγμένον τω Θεώ δια του θανάτου του Υιού αυτού πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού>> Ρωμ. 3-24 <<δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού>> Και πλήθος άλλων χωρίων (Γαλ. 3-11, Β’ Κορινθ. 5-19, Ρωμ. 5-9, Εβρ. 9-22-10-17, Ρωμ. 8-11, Α’ Κορινθ. 6-16, Γαλ. 3-21, Β’ Κορινθ. 4-16). Κολοσ. 1-13-14 <<Ως ερύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εν τη βασιλείαν του Υιού της αγάπης αυτού εν ω έχομεν την απολύτρωσιν την άφεσιν των αμαρτιών>>.
Ως τελευταίο στάδιον δικαιώσεως χαρακτηρίζομεν τον αγιασμόν και την δόξαν δια των οποίων εννοούμεν την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος δια της οποίας ο αναγεννηθείς και δικαιωθείς άνθρωπος βοηθούμενος υπό της εν αυτώ διαμένουσης θείας χάριτος προάγεται εν τη πίστη και τη αγάπη, τελειούμενος ηθικώς και φερόμενος αδιακόπως και συνεχώς προς το αγαθόν χαίρων εν τη επιτελέσει τούτου ενούμενος μυστικώς μετά του Θεού και υπ’ Αυτού δοξαζόμενος.
Όπως προϋπόθεσιν της δικαιώσεως αποτελεί η κλήση του ανθρώπου, ούτω και η δικαίωσις αποτελεί προϋπόθεσιν του αγιασμού και της δόξης. Ο δικαιωθείς υπό του Θεού άνθρωπος δεχόμενος την χάριν του Αγίου Πνεύματος την εν αυτώ και μένουσαν, εξαγιάζεται υπ’ αυτής προαγόμενος εν τη κατά Θεόν φορά αυτού και ροπή. Χαίρων ουχί πλέον και μόνο δια την μακαρίαν αυτού κατάστασιν εν η εβρίσκεται, αλλά ιδιαιτέρως δια την επιτέλεσιν και την έμπρακτον άσκησιν του αγαθού και της αρετής γεγονός βεβαίως το οποίον συμβάλλεται εις την αύξησιν της εσωτερικής τούτου χαράς.
5
Δια της βοηθείας της θείας χάριτος και κατόπιν της αποφάσεως του ανθρώπου να παραμείνει και να εδραιωθεί εν τη θεία υιοθεσία, καθίσταται εις τούτον δυνατόν να κατανικήσει τας αμαρτωλάς ορμάς και εφέσεις της σαρκός προς το κακόν. Αποβάλει δε το υπό της Γραφής χαρακτηρισθέν σαρκικόν φρόνημα του παλαιού ανθρώπου, προοδεύων εν τη αρετή και εν τω αγαθώ ανερχόμενος τας βαθμίδας της ηθικής και πνευματικής τελειώσεως. Απονεκρώσας ο άνθρωπος δια της δικαιώσεως και της αναγεννήσεως τα ενοχλούντα και μαστίζοντα αυτόν πάθη, τελειούται ηθικώς δια του αγιασμού.
Και προάγεται εν τη αρετή όχι βεβαίως από της πρώτης στιγμής καθιστάμενος δικαίως πλήρως και άγιος αλλά τιθέμενος εις την πρώτην βαθμίδαν της δικαιώσεως και προαγόμενος εν τη εμπράκτω άσκηση της αγάπης και των αρετών. Από δυνάμεως εις δύναμιν και από δόξης εις δόξαν καρπός του αγιασμού των ανθρώπων είναι αι υπερφυσικαί και χριστιανικαί αρεταί ως απαριθμεί ο Απόστολος Παύλος σε πολλά σημεία των επιστολών του. Εις το χωρίον Γαλάτας 5-22 <<Ο δε καρπός του πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χριστότις, αγαθοσύνη, πίστης, πραότις, εγκράτεια>>. Δια του αγιασμού ο άνθρωπος μεταβάλλεται εις καινήν κτίσιν του σώματος νεκρούμενου κατά την αμαρτίαν χορηγούμενη εν τω ανθρώπω υπό του Αγίου Πνεύματος καινής ζωής και τελειότητας.
Η νέα αρχή ήτις δεσπόζει και κυβερνά τον εσωτερικόν άνθρωπον, δεν είναι πλέον η αρχή της αμαρτίας και της σαρκός αλλά ηθική πνευματική αρχή, η οποία παρεβλήθη υπό του Κυρίου προς πηγήν ύδατος <<Αλλόμενου εις ζωήν αιώνιον>> (Ιωάννου 4-14). Ο ηγιασμένος υπό της θείας χάριτος άνθρωπος διαμένει πλέον μονίμως εν τω Θεώ, ταυτίζει το ιδίον θέλημα προς το θείον θέλημα υποτασσόμενος πλήρως εις τας θείας βουλάς. Ζει εσωτερικώς την άνωθεν καταπεμπομένην πνευματικήν ζωήν και ενούται εις μυστικήν μετά του Κυρίου ένωσιν και κοινωνίαν.
Η κληρονομία της αιωνίου ζωής υπό του ηγιασμένου και δεδικαιωμένου ανθρώπου είναι βέβαια και εξασφαλισμένη. Υπό την προϋπόθεσιν ότι ο δεδικαιωμένος πρέπει να παραμείνει εν διαρκή ένωση και κοινωνία μετά του Θεού και να μη εκπέσει της θείας χάριτος και της υιοθεσίας. Έκπτωσις από της μετά του Θεού κοινωνίας συμβαίνει ένεκα αμαρτίας της οποίας η διάκρισις τις θανάσιμους και συγνωστάς εις το υπό έρευναν αντικείμενον διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλον. Διότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει άνθρωπος όστις τύχων της δικαιώσεως και του αγιασμού, παύει πλέον να αμαρτάνει.
6
Δοθέντος ότι κατά την Αγίαν Γραφήν ουδείς δύναται να είναι αμέτοχος αμαρτίας όσο βρίσκεται εις την εδώ ζωή. Κατά συνέπεια δε και ο ηγιασμένος άνθρωπος υποπίπτει καθ΄ ημέραν εις αμαρτίας. Υποτίθεται βεβαίως ότι αι διαπραττόμεναι υπό των δεδικαιωμένων αμαρτίαι να μην είναι θανάσιμοι, ως σύγγνωσται δε να τύχουν συγχωρήσεως υπό του πνευματικού εν τω μυστηρίω της μετανοίας. Το ότι δια της μετανοίας αποκαθίσταται πλήρως ο άνθρωπος είναι αναντίρρητον δίδαγμα της Αγίας Γραφής εν η εκτίθεται μέγας αριθμός προσώπου αμαρτήσαντων και δια της μετανοίας αποκαταστάθησαν πλήρως ενώπιων του Θεού.
Ως συμβαίνει κυρίως με τον Δαυίδ, τον Απόστολον Παύλον και άλλους άμεσα προς τον αγιασμόν είναι συνδεδεμένη η δόξα την οποίαν παρέχει ο Θεός εις τους του αγιασμού τυχόντας ανθρώπους. Λόγω της έννοιας του όρου δόξα να πούμε ότι αυτή αναφέρεται ουσιωδώς και κυρίως εις την επίκεινα του τάφου ζωήν. Αποτελούσα υπερφυά αίγλην και λαμπρότητα την οποίαν θα αποδώσει ο Κύριος εις τους δικαίους όταν έλθει εν τη δόξη Αυτού <<Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών (Ματθ. 13-14).
Ομιλούντες περί δόξας των δικαίων και Αγίων δεν δυνάμεθα να περιορίσωμεν ταύτην μόνον εις τον μέλλοντα κόσμον αλλά δεχόμεθα αρχόμενην ταύτην ήδη από του παρόντος κόσμου. Όπως η δια της τηρήσεως του θείου θελήματος εσωτερική ειρήνη και χαρά αρχίζει από του παρόντος κόσμου. Συνεχίζεται δε και τελειούται εις τον μέλλοντα όπως αντιθέτως και η παράβασις του θείου νόμου ακολουθείται από εσωτερικήν κακοδαιμονίαν και θλίψιν. Ούτω και η δόξα αρχίζει μεν εν τω παρόντι κόσμω, συνεχίζεται δε και αυξάνει και τελειούται εν τω μέλλοντι. Περί της δόξης ταύτης ομιλεί εις πολλά σημεία η Αγία Γραφή εις το χωρίον Ιωάννου 1-14 που ο λόγος περί της Θεάς της θείας δόξης ης ηξιώθησαν οι Απόστολοι.
Ως επίσης και τα χωρία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου τα οποία ομιλούν περί της δόξης του Θεού που περιέλαμψε τους τρείς μαθητάς επί του Θαβωρείου όρους αποτελούσα πρόγευσιν και προαπόλαυσιν της μελλούσης δόξης. Το αυτό νόημα περί της δόξης των ανθρώπων της υπό του Θεού διδόμενης εκφράζει το χωρίον Α’ Κοριν. 2-7 <<ην προόρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών>>. Περί δε των βαθμίδων της δόξης αι οποίαι εξαρτώνται από τον βαθμόν της τελειώσεως και αγιότητος και της συμμορφώσεως της διαγωγής ενός εκάστου των ανθρώπων προς τας θείας εντολάς.
7
Ομιλεί το χωρίον Α’ Κορινθίας 10-40-41 <<αλλά έτερα μεν η των επουρανίων δόξα έτερα δε η των επιγείων, άλλη δόξα ηλίου και άλλη δόξα σελήνης και άλλη δόξα αστέρων, αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη>>. Περί του αιωνίου βάρους της δόξης των δεδικαιωμένων το οποίον εν τη μελλούση ζωή θα αποτελέσει το αντιστάθμισμα των ελαφρών θλίψεων της παρούσης ζωής, ομιλεί ο Απόστολος Παύλος εις το χωρίον Β’ Κορινθ. 4-17 <<το γαρ παραύτικα ελαφρόν της θλίψεως καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν και άλλα χωρία (Μαρκ. 10-17, Λουκά 2-32, Ιωαν. 11-40, Πραξ. 7-55, Ρωμ. 2-7, 10-3-23, 8-18, Β’ Κορινθ. 6-8) και άλλα πολλά.
Εάν η Αγία Γραφή ομιλεί εμφανώς περί της δόξης την οποίαν θα απολαύσουν οι δίκαιοι, σαφώς επίσης ομιλεί και αποφαίνεται ωσαύτος περί του αγιασμού των ανθρώπων εις πλείστα χωρία. Ως παραδείγματος χάρη εις το Ματθ. 27-52 ο λόγος περί των ηγιασμένων και εν τω άλλω κόσμω βιούντων ανθρώπων. <<Πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη>>.
Ο Απόστολος Πέτρος εις το χωρίον Α’ Πέτρου 1-15-16 συνιστά εις τους ανθρώπους όπως το παράδειγμα της αγιότητος του Κυρίου ακολουθούντες καταστούν και αυτού άγιοι. <<Αλλά κατά τον καλέσαντα ημάς άγιον και αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή γεννηθείτε διότι γέγραπται ότι άγιοι έσεσθε ότι εγώ άγιος>>. Ωσαύτος ο Απόστολος Παύλος πολλάχου ομιλεί περί των Χριστιανών του πρώτου χριστιανικού αιώνος ως περί αγίων ήτοι κεχωρισμένων της αμαρτίας και του διαβόλου εις τα χωρία Α’ Κορινθ. 1-2, Β’ Κορινθ. 1-1, Εφεσ. 1-1, Φιλ. 1-1, Κολ. 1-2, Ρωμ. 12-13, 15-25 και άλλα πολλά. Ομιλεί επίσης περί αυτών που <<εις διακονίαν τοις αγίοις έταξαν εαυτούς>> (Α’ Κορ. 16-15).
8
Εγκωμιάζει δε ο αυτός Απόστολος τους χριστιανούς δια την αγάπην που εχαρακτήριζεν αυτούς (Εφεσ. 1-15, Κολ. 1-4). Χαρακτηρίζει δε αυτούς ως συμπολίτας των αγίων και οικείους του Θεού (Εφεσ. 2-19). Αποφαίνεται δε περί αυτών ως περί εκλεκτών του Θεού αγίων και ηγιασμένων (Κολ. 3-12). Λέγει δε εις τα χωρία Α’ Θεσσαλ. 1-10 ότι θα έλθει ο Κύριος εν τη παρουσία Αυτού <<Μετά πάντων των Αγίων αυτού>> και θα ενδοξασθεί <<εν τοις αγίοις αυτού>>.
Την ανωτέρω διδασκαλίαν της ημετέρας Εκκλησίας διδάσκουν ομοφώνως και οι Ιεροί Πατέρες, εν ο Θεοδώρητος ο Κύρου περί της κλήσεως της υπό του Αγίου Πνεύματος προς έκαστον των ανθρώπων απευθυνόμενης λέγει <<Του της κλήσεως αξιωθέντος της εικόνος του Υιού σύμμορφους ονόμασε τουτέστι του σώματος του Υιού>>. Περί των γραφθέντων υπό του Απόστολου Παύλου εις την προς Ρωμαίους επιστολή, ο Ιερός Χρυσόστομος περί του αυτού σταδίου σωτηρίας και της Θεόδεν αυτού προελεύσεως και ενάρξεως ομιλών γράφει <<το κληθίναι ουκ από της αξίας γέγονεν αλλά από της χάριτος>> (Β.Ε.Π. 82-141). Ομιλών περί των χωρίων εις το κατά Ματθ.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι το βάπτισμα <<της πρώτης γενέσεως επικουρία τυγχάνων καινούς αντί παλαιών και θεοειδή αντί ων νυν όντων εργάζεται χωρίς πυρός αναχωνεύον και ανακτίζον δίχα συντρίψεως>> (Β.Ε.Π. 36-368). Ο δε Ιερός Δαμασκηνός επί του αυτού θέματος γράφει <<Επειδή διπλούς ο άνθρωπος εκ ψυχής τε και σώματος διπλήν έδωκε και την κάθαρσιν δι ύδατος τε και πνεύματος του μεν πνεύματος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν εν ημίν ανακαινίζοντος του δε ύδατος δια της του πνεύματος χάριτος καθαίροντος το σώμα της αμαρτίας και της φθοράς απαλλάτοντας>> (Εκδ. Ορθοδ. Πιστ. Δ,9).
Δόξα εκ ουκ όντων τα σύμπαντα φέροντι. Δόξα τω χερσί σου τον άνθρωπον πλάσαντι.
Η συνέχεια στις 23 Αυγούστου λόγω θερινών διακοπών.
Καλό καλοκαίρι!


Σχόλια