ΚΕΙΜΕΝΟΝ 24 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 7 Ιουλ 2022
- διαβάστηκε 10 λεπτά

1
Ιησού γλυκύτατε το φως του κόσμου της ψυχής μου φώτισον τοις οφθαλμοίς Υιέ Θεού τι θεαυγεί σου λαμπρότητι ίνα υμνώ σε το φως το ανέσπερον.
Στα προηγούμενα τμήματα της δογματικής είδαμε τα περί του προσώπου του Ιησού Χριστού και της επιτελέσεως της λυτρώσεως των ανθρώπων δια των τριών Αυτού αξιωμάτων, ήτοι του Προφήτου, του Αρχιερέως και του Βασιλέως. Αξιώματα που αφορούν άμεσα το ανθρώπινο γένος. Προχωρώντας στην εργασία ταύτην έχομαι φτάσει στο σημείο εκείνο που το πώς το έργο του Κυρίου καθίσταται δυνατόν να προσοικειωθεί έκαστος των ανθρώπων.
Ως και εν συνεχεία θα πούμε ο άνθρωπος δια των ιδίων αυτού δυνάμεων αδυνατεί να επιτύχει την απολύτρωσιν αυτού αλλά έχει απαραιτήτως την ανάγκην του θείου παράγοντος, της δυνάμεως εκείνης την οποίαν και καλούμε θεία χάρη. Υπό της θείας κατά ταύτα χάριτος βοηθούμενος ο άνθρωπος δρώσας εν τη Εκκλησία και δια των μυστηρίων, γίνεται δυνατή η υποκειμενική προσοικείωσις των εκ της σταυρικής θυσίας απορρευσάντων αγαθών. Το μέρος συνεπώς τούτο προσεχώς της δογματικής περιλαμβάνει τον λόγον περί χάριτος, περί Εκκλησίας και περί Μυστηρίων.
Περί των τριών τούτων θα αρχίσουμε την παρουσία της θείας χάρης. Την θείαν χάρην δυνάμεθα να ορίσωμεν ως την υπερφυσικήν θείαν ενέργειαν δια της οποίας ο Θεός καθιστά δυνατή εις τον άνθρωπον την υποκειμενικήν προσοικείωση της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Εντάσσοντας τον άνθρωπον εις την νέαν εν Χριστώ ζωήν προπαρασκεύαζων άμα τούτον δια την αιώνιον μακαριότητα. Ομιλούντες κατά ταύτα περί θείας χάριτος πρέπει να διακρίνωμεν μεταξύ του όρου αμοιβής και του όρου χάρης. Η μεν αμοιβή ως εδίδαξεν ο Απόστολος Παύλος παρέχεται κατ’ ωφέλημα (Ρωμ. 4,4). Δια τους εργαζομένους και δικαιούμενος της αμοιβής ταύτης η θεία χάρις όμως παρέχεται δωρεάν, ουδενός δυνάμενου να αξιώσει από του Θεού την χορήγηση της θείας χάρης.
2
Η θεία χάρη αποτελούσα συνεπώς προϊόν της θείας αγάπης και ευσπλαχνίας και αγάπης προς τον άνθρωπο απορρέει εξ ολοκλήρου εκ της προσενεχθείσης υπό του Ιησού απολύτρωσις. Ο Ιησούς Χριστός κατά την Ορθόδοξον άποψιν προσήνεγκε την σταυρικήν θυσίαν εξ ης την ευδοκία του Πατρός και δια του Αγίου Πνεύματος επιτελείται η προσωπική οικείωσις της απολυτρώσεως. Η θεία χάρις είναι η δωρεάν υπό του Αγίου Πνεύματος παρεχόμενη εις τους ανθρώπους δύναμις προς σωτηρίαν και εξαγιασμόν αυτών του Αγίου Πνεύματος προς τούτο αποστελόμενου εις τον κόσμον ήτοι ως ήδη εν τοίς ελέχθη. Εκπορευόμενου μεν εκ του Πατρός πεμπόμενου δε υπό του Υιού εν χρόνω εις τον κόσμον προς εξαγιασμόν και σωτηρίαν της ανθρωπότητος.
Είναι συνεπώς ο Χριστός η αιτία και η πηγή της απολυτρώσεως ταύτης. Οικειοποιείται ο άνθρωπος εν Αγίω Πνεύματι. Περί της αποστολής εις τον κόσμο του Παρακλήτου δια την σωτηρίαν του ανθρώπου είχε πολάκις ομιλήσει ο Ιησούς. Εις την αποστολήν ταύτην του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής οφείλεται η ίδρυσις της Εκκλησίας δια του κηρύγματος των Αποστόλων και τη του Αγίου Πνεύματος χάριτι ενεδυναμώθησαν και ενεπνεύσθησαν δια το μέγα έργον της εξαγγελίας του Ευαγγελίου. Παν ότι οι Απόστολοι και οι συνεχισταί του έργου των θα έπραττον οφείλεται και αποδίδεται υπό της Αγίας Γραφής εις την χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Ούτως ο αγιασμός των ανθρώπων ή απελευθέρωσις τούτων εκ του διαβόλου και της αμαρτίας ή ηθική δε ανακαίνισις και η δικαίωσις ούτων επιτελείται υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όχι δε υπό του ανθρώπου. Και διέκριναν μεν οι Θεολόγοι μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής χάριτος ως της εσωτερικής συνισταμένης εις τον εσωτερικόν φωτισμόν του ανθρώπου. Και εις την διέγερσιν της θελήσεως του προς σωτηρίαν της εξωτερικής δε ως της δια του θείου κηρύγματος και των υπερφυσικών γεγονότων επενεργούσης. Σημασία έχει ως ήδη παρετηρήθη ότι η θεία χάρις αποτελούσα υπερφυσικήν δύναμιν του Θεού δεν δύναται να ταυτισθεί ούτε προς το κήρυγμα, ούτε προς τας ηθικάς δυνάμεις του ανθρώπου. Ούτε ακόμη δύναται να θεωρηθεί ως το παράδειγμα του Κυρίου επιδρώντας δια την ηθικοποίησιν των ανθρώπων. Αφού ο Θεός ηθέλησε δια του Ιησού να σώσει πάντας τους ανθρώπους, θέλει επίσης και την υποκειμενικήν προσοικείωσιν της απολυτρώσεως δια πάντας τους ανθρώπους. Θέλων τούτο ο Θεός καλεί πρώτος προς τούτο τους ανθρώπους. Αυτός κατερχόμενος της σωτηρίας των ανθρώπων, ουχί ο άνθρωπος.
Η προς όλους τους ανθρώπους στρεφόμενη και δωρεάν παρεχόμενη αυτή θεία χάρις καλείται προηγούμενη δια της προηγούμενης χάριτος. Ο άνθρωπος καλείται υπό του Θεού να απαρνηθεί το κακόν και να προσκολληθεί προς το αγαθόν. Παρέχονται δε εις τον άνθρωπο αι ηθικαί δυνάμεις. Ο άνθρωπος δύναται την προηγούμενην ταύτην χάριν να απορρίψει και να αρνηθεί να προσοικειωθεί υποκειμενικώς την απολύτρωσιν. Εκείνος όμως ο οποίος θα δεχθεί ταύτην ενισχύεται εις την νέαν αυτού ζωήν δια της συνεργού ή συνοδευούσης θείας χάριτος. Μετά δε τον αγιασμόν αυτού, η επόμενη θεία χάρις αποτελεί αχώριστον αυτού συνοδόν και βοηθόν
3
Εννοείται ότι οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι δεν εγνώρισαν την αλήθεια, επεδόθησαν εις τα έργα της αρετής, κατέστησαν εαυτούς δεκτικότερους της επενεργείας της θείας χάριτος. Εν αντιθέσει προς τους όλως και πλήρως της ηθικότητος απομακρυθέντας ανθρώπους οι οποίοι δυσκολότερον επιδέχονται της σωτηριωδούς Αυτής επενεργείας. Το πρόβλημα όμως της σωτηρίας των ανθρώπων αν δηλαδή ο άνθρωπος σώζεται εξ εαυτού δια των αγαθών αυτού έργων ή υπό της θείας χάριτος. Αν του έργου της σωτηρίας κατέρχεται ο Θεός ή ο άνθρωπος ή αν δύναται ο άνθρωπος να απορρίψει την προσφερόμενην θείαν χάριν, είναι πρόβλημα που απασχόλησε παλαιότερα την Εκκλησία όπου κατέληξε στα κάτωθι συμπεράσματα.
Η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της ενέργειας δύο παραγόντων, του θείου και του ανθρώπινου. Ούτε μόνον δια του ανθρώπινου, ούτε πάλιν μόνον δια του θείου παράγοντος σώζεται ο άνθρωπος. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι δύο αυτοί παράγοντες είναι ισοδύναμοι διότι καθόσον η σωτηρία αφορά εις τον άνθρωπον και παρέχεται δωρεάν υπό της θεία χάριτος, πρωτεύοντα ρόλον διαδραματίζει πάντοτε ο θείος παράγων εκείνος που άρχεται της σωτηρίας του ανθρώπου, είναι ο Θεός. Ο Θεός εν τη απείρω Αυτού αγάπη να λυτρώσει πάντα άνθρωπον προσκαλεί πάντας τους ανθρώπους προς υποκειμενικήν προσοικείωσιν της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Ενώ ο άνθρωπος μπορεί να αποκρούσει και να μην αποδεχθεί την προσφοράν της θείας αγάπης και να καταστήσουν εαυτούς ανάξιους της θείας δωρεάς.
Η τοιαύτη διδασκαλία της ημετέρας Εκκλησίας είναι συνέπεια της δογματικής περί προπατορικής αμαρτίας διδασκαλίας ως και των συνεπειών αυτής. Και κατά την οποίαν ο Άνθρωπος απωλέσας την αρχέγονον αυτού δικαιοσύνη και κατά τον νουν και την βούληση αμαυρωθείς, δεν δύναται αφ’ εαυτού να οδηγηθεί εις την σωτηρίαν. Έχει ανάγκην της βοηθείας της θείας χάριτος. Την διδασκαλία αυτήν της Εκκλησίας αντέκρουσε ο αιρετικός Πελάγιος απορρίψας την διδασκαλίαν περί προπατορικής αμαρτίας και των συνεπειών αυτής. Και αποδοθείς την κακοδοξίαν περί του αμετάβλητου των ανθρώπων προ και μετά την προπατορικήν αμαρτίαν επιδρώσαν μόνον ως κακόν παράδειγμα.
Η εσφαλμένη αιρετική άποψη του Πελαγίου κατά την οποίαν ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκην της θεία χάριτος ήτις παρέχεται δια την ευκολότερα επιλογή του αγαθού και για να ενισχύσει τας ψυχικάς ανθρώπινας δυνάμεις, εννοείται ότι η διδασκαλία αυτή είναι αντιχριστιανική και πλήρως εσφαλμένη αντιβαίνουσα σε πολλά χωρία της Αγίας Γραφής εν οις και εις τα Φιλιπ. 2-13 <<Θεός γαρ εστίν ο ενεργών εν ημίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας>>, Ιωάννου 3-5 <<Αμήν αμήν λέγωσοι εάν μη τις γεννηθεί εκ ύδατος και πνεύματος ου δύναται εισέλθειν εις την βασιλείαν του Θεού>>, Ιωάννου 6-44 <<Ουδείς δύναται έλθειν προς με εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύσει αυτόν>>. Άκρως αντίθετος προς την θεωρία του Πελαγίου είναι η θεωρία του Ιερού Αυγουστίνου περί απολύτου προορισμού κατά την οποίαν ο Θεός απ’ αιώνος προόρισε τους ανθρώπους άλλους μεν εις σωτηρίαν αιώνιον, άλλους δε εις καταδίκην αιώνιον.
4
Την θεωρίαν ταύτην ο Αυγουστίνος εστήριξε κυρίως επί του ενάτου κεφαλαίου της προς Ρωμαίους επιστολής ως και εις τα χωρία Εφεσίους 1-4-11, Φιλιπ. 2-13, Α’ Κορινθ. 4-7 και άλλα πολλά. Τόσον όμως εκ των χωρίων τούτων, όσον και εκ του ενάτου κεφαλαίου της προς Ρωμαίους επιστολής, δεν συνάγεται ουδαμώς ο απόλυτος προορισμός δοθέντος ότι ταύτα εγράφησαν υπό του Απόστολου Παύλου δια να τονίσουν το ανεξάρτητον του Θεού υπεράνω των ανθρώπων εν όψει πάντοτε της παραλόγου και υπερβολικής αξιώσεως των Ιουδαίων οι οποίοι όντας τέκνα κατά σάρκα του Αβραάμ εθεώρουν τον Θεόν υποχρεωμένον να οδηγήσει αποκλειστικώς αυτούς εις την σωτηρίαν εξαιρουμένους αυτούς πάντων των εθνών.
Την Ιουδαϊκή υπερφίαλον ταύτην αντίληψιν ανέτρεψεν ο Κύριος και ο Απόστολος Παύλος διδάξαντες ότι τέκνα του Αβραάμ είναι όχι οι Ιουδαίοι, οι του Κυρίου και των προφητών φονευταί, αλλά οι πράττοντες τα έργα του Αβραάμ και πιστεύοντας όπως αυτός εις τον Θεόν κατά συνέπεια δε τέκνα του Αβραάμ δεν είναι πλέον οι Ιουδαίοι αλλ’ οι Εθνικοί οίτινες μετενόησαν πιστεύοντες εις τον Χριστόν και πράττουν αληθώς τα έργα του Αβραάμ. Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται ότι ο Θεός πάντοτε κατέρχεται του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων αποστέλουν εις αυτούς την προκαταρκτικήν θείαν χάριν του ανθρώπου δυνάμενου ή να αποδεχθεί ή να αποκρούσει την χάριν ταύτην
Το έργον της σωτηρίας των ανθρώπων προϋποθέτει μεν βεβαίως την συγκατάθεσιν του ανθρώπινου παράγοντος και της ανθρώπινης ελευθερίας, επιτελείται όμως αποκλειστικώς και μόνον υπό της θείας χάριτος. Καλούσης, συνεργούσης, ενισχύουσης, αναγένωσης, δικαιοσύνης και εξαγιαζούσης τον εφιεμένον της σωτηρίας ανθρώπων. Εάν δε εν τη Αγία Γραφή υπάρχουν εκφράσεις περί προορισμού των ανθρώπων υπό του Θεού εις την σωτηρίαν ή τιμωρία, αυταί εξηγούνται εκ της θείας και απείρου προγνώσεως βάση της οποίας προγνωρίζει ο Θεός τα πάντα ως και τας τύχας των ανθρώπων. Σέβεται σε πάντοτε την ανθρώπινη ελευθερίαν της οποίας πάσαν εκλογή προγνωρίζει. Κατά ταύτα η θεία χάρις είναι απολύτως αναγκαία άνευ αυτής δε είναι αδύνατον δια των ιδίων αυτού δυνάμεων να σωθεί ο άνθρωπος.
Η θεία χάρις είναι η απαραίτητος εκείνη προϋπόθεσις και το θεμέλιον της ανθρώπινης σωτηρίας συνοδεύουσα και ενισχύουσα τον άνθρωπον εις την προς την άνω πορείαν του. Άνευ αυτής είναι αδύνατον εις τον άνθρωπον να απαλλαγεί της προπατορικής αμαρτίας και του διαβόλου και να οδηγηθεί εις την μακαριότητα. Έτερον χαρακτηριστικόν γνώρισμα της θείας χάριτος αποτελεί ο χαρακτήρ αυτής ως δωρεάς του Θεού. Παν ότι δύναται να επιτελέσει ο άνθρωπος δεν καθιστά τούτον ικανόν δια την σωτηρίαν του και συνεπώς εάν μας παρέχεται η θεία χάρις, τούτο δεν γίνεται επειδή κατεστήσαμεν εαυτούς αξιόμισθους ενώπιων του Θεού, αλλά μας παρέχεται ένεκα της θείας αγάπης και ευσπλαχνίας. Το ότι η θεία χάρις φέρει τον χαρακτήρα της δωρεάς ως απορρέουσα εκ της εξ αγάπης τελεσθείσης θυσίας το έχομε ήδη τονίσει.
5
Ο Θεός ομοιάζει εν προκειμένω προς τον καλόν εκείνον Σαμαρείτην της παραβολής όστις δωρεάν και άνευ κέρδους και μετά κινδύνων ηλέησε και ευηργέτησε τον υπό του διαβόλου τραυματισθέντα και πληγωθέντα άνθρωπον. Όχι διότι όφειλε τούτο να πράξει αλλά διότι οδηγήθη υπό της θείας αγάπης και ευσπλαχνίας. Τρίτον χαρακτηριστικόν στοιχείον της θείας χάριτος είναι ο καθολικός Αυτής χαρακτήρ καθότι Αυτή προσφέρεται προς πάντας τους ανθρώπους πάντας καλούσα εις σωτηρίαν. Χωρίς τούτο να σημαίνει ότι και πάντες αποδέχονται την κλήσιν αυτήν. Εις το σημείο ακριβώς τούτο παρουσιάζεται η συνεργεία του ανθρώπινου παράγοντος δια την σωτηρίαν. Όστις δύναται άριστα ελευθέρως αποφασίζων να αποκρούσει την προσφοράν ταύτην της θείας δωρεάς. Πως τώρα συμβαίνει ενώ ο άπειρος και παντοδύναμος Θεός επιθυμεί την σωτηρίαν των ανθρώπων αυτή να δύναται να ματαιωθεί υπό του πεπερασμένου ανθρώπου;
Τούτο αποτελεί μυστήριον απρόσιτον εις την ανθρώπινην διάνοιαν άριστον παράδειγμα προς επικύρωσιν της διδασκαλίας ταύτης είναι ο Ιουδαϊκός λαός. Όστις διαμέσου των αιώνων πολλάκις κληθείς εις σωτηρίαν και εις υπακοήν εις τον θείον Νόμον ιδία δε υπό του Ιησού του Υιού του Θεού απεποιήθη την προσφοράν ταύτην της θείας αγάπης και εξέπεσε της σωτηρίας το αυτό συνέβη και με τον προδότην μαθητήν Ιούδα. Όστις μυριάκις υπό του Κυρίου ευεργετιθείς και εις σωτηρίαν και δικαίωσιν και αγιασμόν κληθείς εποίησε κακήν χρήσιν της ελευθερίας αυτού εκπέσων της σωτηρίας και οδηγήθει εις την αιώνια απώλεια.
Ένεκα τούτων η Ορθόδοξος Εκκλησία διδάσκει ότι είναι μεν η θεία χάρις καθολική, δεν είναι όμως και αναγκαστική. Καθολική ούσα η θεία χάρις δωρείται υπό του Θεού εφ΄ άπαντα τον χρόνον της ζωής του ανθρώπου συνοδεύουσα αυτόν μέχρι του τάφου αλλά και πέραν αυτού. Η διδασκαλία αυτή περί της ουσίας της θείας χάριτος διδάσκεται υπό της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Εις την προς Ρωμαίους επιστολή 5-15 λέγεται περί της θείας χάριτος. <<Πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσεν>>.
Επίσης Εφεσ. 2-8 <<Τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι δια της πίστεως και τούτο ουκ εξ ημών Θεού το δώρον>> και άλλα πολλά χωρία αναφερόμενα περί της θείας χάριτος. Εφεσίους 4-7 Ρωμ. 3-24, Β’ Κορινθ. 11-7, Β’ Πέτρου 1-3, Ιακώβ 1-17, Ά Κορινθ. 3-7-12-3 και το χωρίο Ρωμ. 9-16 λέγει <<άρα ουν του θέλοντος ούδε του τρέχοντος αλλά του ελεούντος Θεού>>. Τον καθολικό χαρακτήρα της θείας χάριτος μαρτυρεί η Αγία Γραφή δια πάρα πολλών χωρίων. Το αυτό επίσης υποστηρίζεται και από την Ιερά Παράδοση.
Ο άνθρωπος έχει άμεσον και απόλυτον ανάγκην της θείας χάριτος προκειμένου να μεταβεί εκ του θανάτου εις την ζωήν και εκ της αθλιότητος εις την ευδαιμονίαν. Ομιλούντες περί των ενεργειών της θείας χάριτος εννοούμε παν ότι η θεία χάρις δωρεάν επιτελεί σε σχέση μόνο προς τον άνθρωπο. Τόσον επί της γης όσον και εν τω ουρανώ άνευ της θείας χάριτος ο άνθρωπος αδυνατεί να αποβάλει τον παλαιόν άνθρωπον και να ελευθερωθεί της τυραννίας του διαβόλου.
6
Δια τούτο δε βοηθείται υπό της θείας χάριτος που καλεί αυτόν εις σωτηρίαν και συνοδεύουσα αυτόν δια βίου. Ευεργετικώς και σωτήριος επ’ αυτόν ενεργούσα αγιάζει και δικαιοί τον άνθρωπον καθιστώσα αυτόν ουρανοπολίτην. Η σωτήριος αυτή επίδρασις της θείας χάριτος είναι αναγκαιοτάτη αφενός μεν δια το πεπερασμένο του ανθρώπου μη δυνάμενου εφ’ εαυτού να πορισθεί την λύτρωσιν και την σωτηρίαν, αφετέρου δε δια το βάθος της πτώσεως και της ηθικής εξαθλιώσεως εν η ευρέθει δια της αμαρτίας η θεία χάρη αίρει την αδυναμίαν και αναγεννά τον άνθρωπον και τον εξαγιάζει αυτόν. Καθιστά δε αυτόν Υιόν του Θεού κατά χάριν και κληρονόμον των αιώνιων και άφθαρτων αγαθών.
Οι διάφοροι κατά καιρούς δογματολόγοι επί τη βάσει των μαρτυριών της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως εζήτησαν ερευνώντας το δόγμα τούτο της σωτηρίας να αναπτύξουν τούτο συστηματικώς. Και δια τούτο ομίλησαν περί διαφόρων βαθμίδων της ανθρώπινης δικαιώσεως και σωτηρίας. Επειδή η Αγία Γραφή, ιδία δε η Καινή Διαθήκη ομιλεί δια πολλών εκφράσεων δια τας ενέργειας της θείας χάριτος προς σωτηρίαν των ανθρώπων, πολλά υπήρξαν και τα ονόματα και χαρακτηρισμοί οι το δόγμα εκφράζεται. Τα στάδια της σωτηρίας είναι τρία. Προπαρασκευή, δικαίωσις και δόξα. Κατ’ άλλους τέσσερα, κλήσις, αναγέννησις, δικαίωσις και αγιασμός και δόξα κατ’ άλλους.
Η αναγέννησις ή ανακαίνησις του ανθρώπου δεν δύναται να διακριθεί της δικαιώσεως ως ήδη παρετηρήθη είναι αφ’ εαυτού φανερόν διότι δεν νοείται αναγέννησις άνευ δικαιώσεως και δικαίωση άνευ αναγεννήσεως. Παρατηρητέον επίσης είναι ότι μεταξύ των διαφόρων σταδίων ή βαθμίδων της ανθρώπινης δικαιώσεως δεν δύναται να τεθούν όρια μη δυνάμενου του ενός να διακριθεί πλήρως από του ετέρου. Ουδέ δυνάμενου επακριβώς να καθορισθεί του χρονικού ή λογικού σημείου που παύει να ενεργεί τον μεν και άρχεται το δε.
Ένεκα τούτου η διάκρισις των διαφόρων σταδίων της σωτηρίας του ανθρώπου αποτελεί μεθοδική ανάγκη προς σαφέστεραν και συστηματικότεραν έκθεσιν του δόγματος της σωτηρίας. Φρονούμε ότι τα στάδια της δικαιώσεως ανάγονται εις τρία. Του μεν πρώτου ταυτιζόμενου προς την προπαρασκευαστικώς διδόμενην υπό του Θεού χάριν δια την σωτηρίαν του ανθρώπου και να χαρακτηρισθεί ως κλήσις του δεύτερου οριζόμενου ως δικαίωσις ή αναγγένησις. Του τρίτου δε ως δόξα αποτελούν περεταίρω τελειότητα και κατά Θεόν πρόοδον. Και δια των τριών ομού σταδίων της σωτηρίας ο Θεός αποστέλων την χάριν Αυτού ενισχύει διαφωτίζει και ενδυναμώνει τας φυσικάς του ανθρώπου δυνάμεις ψυχικάς και σωματικάς.
7
Ανάγουσα αυτόν εκ της φυσικής αυτού ζωής εις την εν Χριστώ ζωήν δεδικαιωμένον και ηγιασμένον παρέχουσα δε εις ούτον το εχέγγυον και τη βεβαιότητα δια την κληρονομίαν της των ουρανών βασιλείας. Και περί του πρώτου σταδίου της σωτηρίας ομιλούντες λέγομε ότι η κλήσις είναι η ενέργεια εκείνη της θείας χάριτος η οποία καλεί τον άνθρωπον εις μετάνοια, ίσον αλλαγή τρόπου ζωής, αργά μεν σταθερά δε
Τη βοήθεια της προπαρασκευαστικής θείας χάρης η κλήσις θεωρείται ως το πρώτον στάδιον της σωτηρίας διότι δια ταύτης καλείται ο άνθρωπος να υπερνικήσει εαυτόν και το εν εαυτώ κακόν προς μετάβαση προς την εν Χριστώ ζωή. Υπό των δογματολόγων διεκρίθη η κλήσις εις εσωτερική και εξωτερική και υπό μεν την εξωτερική κλήσιν εννοείται το υπό των αμαρτωλών ακουόμενων κήρυγμα του Ευαγγελίου προς μετάνοιαν και κατεξοχήν. Δευτερευόντος η παρατήρησις υπερφυσικών αντιξοότις εν τω βίω δια των οποίων πάντων δίδεται η δυνατότις εις τον άνθρωπον να συναισθανθεί την αμαρτωλόν αυτού κατάστασιν.
Εν αντιθέσει προς το μεγαλείον της σύμμορφου τω θείω νόμω ζωής η συναίσθηση αυτή της εσωτερικής κακοδαιμονίας κυρίως δε η ανάγκη προς μετάνοιαν του έσω ανθρώπου κατανυσσόμενου και την λύτρωσιν διαρκώς επιζητούντων δια της απαρνήσεως του πρότερου βίου της αμαρτίας αποτελεί την εσωτερικήν κλήσιν. Δια να οδηγηθεί ο άνθρωπος εις την απόφασιν να απαρνηθεί το κακόν, τον αμαρτωλόν τρόπο ζωής του χρειάζονται δύο πράγματα. Να έχει παραδείγματα άλλων συνανθρώπων του, να τους έχει ως παράδειγμα αλλά και να επιλέξει και την δοξασία εκείνη που να του δίνει το αίσθημα εμπιστοσύνης ότι είναι σε σωστό δρόμο προς την αλήθεια.
Δόξα τω μόνω Θεώ τω όντι. Δόξα σοι μόνω τω αθάνατω.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια