top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 23 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 30 Ιουν 2022
  • διαβάστηκε 11 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 7 Ιουλ 2022


ree

1


Ιησού μου και πόρνην και άσωτον και τον Μανασίν και τελώνιν νενίκηκα ω Ιησού μου παθέσι και ληστήν Ιησού Νινευΐτας τε.


Το βασιλικό του Κυρίου αξίωμα παρουσιάζει το πρόσωπο του Ιησού Χριστού ως Πρόσωπον Βασιλέως. Η Βασιλική εξουσία του Ιησού υπήρχε παρ’ αυτώ φύσει και κατ’ ουσίαν εντός τούτου Υιού του Θεού. Αποτελεί όμως εν ταύτω την συνέχισιν και το αποτέλεσμα των δύο προηγούμενων αξιωμάτων αυτού ως προφήτου και ως Αρχιερέως. Ανεξαρτήτως της φυσικής εκ του Θεού καταγωγής, ο Κύριος είναι και ως άνθρωπος βασιλεύς, λαβών την εξουσίαν ταύτην κατόπιν δοκιμασίας και αφού εθυσίασεν Εαυτόν δια να επαναφέρει τον πεπτοκωτά άνθρωπον μετά του Αγίου Θεού όστις την μεγαλοσύνη ο άνθρωπος δια της παρακοής προσέβαλεν.


Ο Κύριος δεν υπήρξε κοσμικός βασιλεύς, η βασιλεία δε την οποίαν θα ίδρυε δεν θα έχει σχέσιν προς εγκοσμίους δόξας και τιμάς ή προς τας στρατιωτικάς δυνάμεις δια τη αντιμετώπιση παντός εχθρού. Τούτο εδήλωσε ρητώς ο Κύριος προς τον Πιλάτο παριστάμενος όταν ηρωτήθη εάν ήτο Βασιλεύς. <<Η Βασιλεία η εμή ουκ εστίν εκ του κόσμου τούτου>> (Ιωάνν. 18-36). Διεκήρυξεν δε ο Ιησούς ότι αν συνέβαινε το αντίθετον θα ηδύνατο να αποσταλούν δώδεκα λεγεώνες αγγέλων δια να υπεραμυνθούν υπέρ Αυτού εάν εβρίσκετο σε κίνδυνο (Ματ. 26-53).


Η Βασιλεία συνεπώς του Κυρίου είναι Βασιλεία πνευματική. Τούτο ακριβώς δεν εγνώριζον οι Ιουδαίοι οι οποίοι ανέμενον μεν τον Μεσσίαν και Λυτρωτήν των, αλλ’ εδέχοντο τούτον ως πρόσωπον κοσμικού βασιλέως ο οποίος θα ήρχετο εις τον κόσμον δια να επανιδρύσει την Βασιλείαν του Δαυίδ ήτις θα εκυριάρχη εφ’ ολοκλήρου της οικουμένης. Αι πεποιθήσεις αυταί των Ιουδαίων απετέλεσαν μια των αιτιών της απιστίας τούτων εις το κήρυγμα του Κυρίου.

Η βασιλεία του Θεού την οποίαν ίδρυσεν ο Κύριος είναι πνευματική και ουράνια βασιλεία. Πολίται δε αυτής και τέκνα είναι πάντες οι άνθρωποι.


2


Οι οποίοι πιστεύουν εμπράκτως εις το πρόσωπον του Ιησού Χριστού ως Υιού του Θεού και Σωτήρος του κόσμου. Ένεκα τούτου η βασιλεία του Κυρίου είναι επίγειος αλλά και επουράνιος περιλαμβάνουσα ζώντας και τεθνεώντας. Περιττόν είναι να πούμε ότι η βασιλεία του Κυρίου ταυτίζεται προς την Εκκλησίαν του Θεού ιδρυθείσαν υπό του Κυρίου και των Αγίων Αποστόλων. Και συνεχίζουσαν το έργον αυτής μέχρι της τελειώσεως και πληρώσεως του έργου του Κυρίου κατά την δευτέραν αυτού ένδοξον Παρουσία ενώπιων των ανθρώπων και των αγγέλων.


Όπως εις την Παλαιά Διαθήκη προεικονίζεται το προφητικόν και αρχιερατικόν του Κυρίου αξίωμα, ούτω προδιετυπώθη εν αυτή και το πρόσωπον του Κυρίου ως βασιλέως. Εάν όμως η Παλαιά Διαθήκη παρουσίασε τον Μεσσίαν ως τον ελευσόμενον βασιλέα του Ισραήλ. Η Καινή Διαθήκη δεικνύει πασιφανώς και ρητώς παν ότι η Παλαιά Διαθήκη εν σκιά προδιετύπωσε.

Και κατ’ αρχήν τα θαύματα του Κυρίου δεν αποτελούν παρά δημιουργικήν έκφανσιν του βασιλικού Αυτού αξιώματος.


Εάν δε μετατεθώμεν εις την εποχήν της συλλήψεως του Κυρίου εν τη Παρθένω, θα ειδώμεν τον Θεό δια του αρχαγγέλου Γαβριήλ να αποφαίνεται περί του Κυρίου ως περί βασιλέως μέλλοντος να ιδρύσει την βασιλείαν του πατρός αυτού Δαυίδ, ήτις δεν θα έχει τέλος. Το αυτό προσέτι παρουσιάζει η εμφάνησις των Μάγων οι οποίοι απευθυνόμενοι προς τους Ιουδαίους και τον Ηρώδην ζητούν να πληροφορηθούν που εγεννήθη ο βασιλεύς του Ισραήλ. Ως βασιλέα των Ιουδαίων καταδιώκει τον Κύριον και ο βασιλεύς Ηρώδης. Ως βασιλέα δε, προσεκύνησαν Τούτον και οι ποιμένες κατά την νύκτα της γεννήσεως Του. Το αξίωμα του βασιλέως εδέχθη και ο ίδιος ο Κύριος ως ήδη έχουμε σημειώσει. Βασιλέα δε αποκαλεί Τούτον και ο Απόστολος Παύλος ονομάζων Αυτόν <<Βασιλέα των Βασιλέων και Κύριον των Κυρίων>> (Α’ Τιμ. 6-15).


Ο Κύριος όμως είναι βασιλεύς ουχί μόνον διότι ούτος ονομάσθη αλλά την βασιλικήν Αυτού εξουσίαν συνάγομεν εκ των εκδηλώσεων αυτής αλλά και εκ της ιδρυθείσης υπ’ αυτού βασιλείας. Αφού ενίκησεν ο Κύριος δια του σταυρικού Αυτού θανάτου τον διάβολον και διέσπασε τας απ΄ αιώνων κεκλεισμένας πύλας του Παραδείσου ίδρυσε την πνευματικήν Αυτού βασιλείαν λαβών παρά του Πατρός Αυτού ως άνθρωπος εξουσίαν τόσον επί της γης όσον και εν τοις ουρανοίς. Ο Κύριος ως αιώνιος και άναρχος βασιλεύς ιδρύσας την βασιλείαν Αυτού ως αυτής η κεφαλή κυβερνά και κατευθύνει ταύτην εις τον τελικόν αυτής σκοπόν. Οδηγών τους ανθρώπους εις αυτήν εν τη οποία ούτοι εβρίσκουν την σωτηρίαν και την απαλλαγήν από παντός κακού εκ της αμαρτίας των πρωτόπλαστων.


3


Δια το έργον της σωτηρίας των ανθρώπων εν τη Εκκλησία συμβάλει ο Κύριος τόσον ως προφήτης όσον και ως αρχιερεύς. Και ως προφήτης μεν ο Κύριος διδάσκει του πιστούς εν τη Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος, οδηγών τους ανθρώπους εις την αληθή γνώσιν ως αρχιερεύς δε επιτελεί το μυστήριον της θείας ευχαριστίας θυσιάζων Εαυτόν και καθιστών δυνατήν την προσοικείωσιν της εν Χριστώ απολυτρώσεως εις τους τηρώντας τας θείας αυτού εντολάς. Δια τούτο ως ελέχθη και εν αρχή της εξετάσεως των τριών του Κυρίου αξιωμάτων είναι αδιανόητος η ουσιαστική διάκρισις του ενός αξιώματος από των άλλων διότι έκαστο εκ των τριών προϋποθέτει τα έτερα δύο.


Εν αλληλεξάρτηση μετ’ αυτών εβρισκόμενων λόγω του επιγείου και του επουρανίου χαρακτήρος της βασιλείας του Θεού. Άλλοτε μεν παρουσιάζεται η βασιλεία αυτή ως παρουσία, άλλοτε δε ως μέλλουσα. Το μελλοντικόν στοιχείον της βασιλείας του Θεού ότε θα παύσει να υφίσταται ο χρόνος θα παύσει και τούτο υφιστάμενον του Κυρίου ως ανθρώπου υποταγόμενος τω Πατρί και ενός διαρκούς παρόντος βασιλεύοντος. Το βασιλικόν του Κυρίου αξίωμα ανεφάνη ιδιαιτέρως δια της καταργήσεως του θανάτου του Κυρίου θριαμβεύσαντος επί τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους και διαρρήξαντος τα αιώνια δεσμά του Άδου εν ω εφυλάσοντο οι απ’ αιώνων κεκοιμημένοι.


Η ανάστασης ωσαύτως του Κυρίου, η ανάληψις Αυτού και η εκ δεξιών του Θεού Πατρός καθέδρα εν τέλει δε η ένδοξος έλευσις του Κυρίου και η κρίσις της ανθρωπότητος, αποτελούν εκδήλωσις του βασιλικού του Κυρίου αξιώματος. Κεχωρισμένως εξετάζοντες έκαστην των σωτηριωδών ενεργειών του Κυρίου ως Βασιλέως λέγομεν κατ’ αρχήν περί της εις Άδου Αυτού καθόδου. Κατά την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας στοιχούσης τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοση ο Κύριος μετά την εκφώνησιν του τετέλεσται επί του Σταυρού.


Ηνωμένος κατά την θεότητα προς την αθάνατον και άυλον Αυτού ψυχήν, κατήλθεν εν τω Άδη ένθα αφενός μεν συνέτριψε το κράτος του θανάτου και του διαβόλου, αφετέρου δε ως προφήτης συνεχίζων το προφητικόν Αυτού αξίωμα εκήρυξεν εν τω Άδη τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους και οδήγησε τους μετανοήσαντος εκ τούτων και εις το έργον και την διδασκαλίαν του Κυρίου, πιστεύσαντος εις την σωτηρίαν και την απαλλαγήν εκ του αιωνίου θανάτου και του διαβόλου. Το δόγμα της εις Άδου καθόδου του Κυρίου διδάσκεται ρητώς εις τα χωρία Α’ Πέτρου 3-18-19 <<ότι και Χριστός άπαξ υπέρ αμαρτιών απέθανεν δικαίοις και υπέρ αδίκων ίνα ημάς προσαγάγει τω Θεώ. Θανατωθείς μεν εν σαρκί ζωοποιηθείς δε πνεύματι εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασιν πορευθείς εκήρυξεν>>. (Εφεσ. 4-9) <<Το δε ανέβη τι εστίν ειμή ότι και κατέβη εις τα κατώτερα μέρη της γης>>. (Πράξ. 2-27) <<ότι ουκ εγκατέλειψες την ψυχήν μου εις Άδην ουδέ δώσεις τον όσιον σου ιδείν διαφθοράν>>.


4


Εκ τω χωρίων τούτων της Καινής Διαθήκης και εκ της διδασκαλίας πολλών Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μαρτυρείται ότι η ημετέρα Εκκλησία επίστευσεν εις το δόγμα της εις Άδου καθόδου του Κυρίου. Και εις το επιτελεσθέν εν τω Άδη σωτηριώδες του Κυρίου έργον, η κάθοδος εις τον Άδη του Κυρίου ως Θεού ηνωμένου μετά της άυλου και αθανάτου Αυτού ψυχής. Είναι ελεύθερα και εκούσια πράξις του θεανθρώπου και ουχί αναγκαία κατάστασις ως συμβαίνει συνήθως εις τον χώρον της ανθρώπινης ζωής, ιδία δε εν τω θανάτω. Αποθνήσκοντες οι άνθρωποι κατ’ ανάγκην μεταβαίνομεν εις τον Άδην.


Εκουσίως υπέρ ημών ο θεάνθρωπος αποθανών μετέβη και εν τω Άδη προς συμπλήρωση του απολυτρωτικού Αυτού έργου επεκτεινόμενου και προς τους προ της ελεύσεως αυτού κεκοιμημένους. Ο χρόνος της καταβάσεως του Κυρίου εις τον Άδην δεν δύναται να είναι άλλος ειμή ο μεταξύ της εκφωνήσεως του τετέλεσθαι επί του Σταυρού και της Αναστάσεως. Κατελθών εις τα βασίλεια του Άδου ο Κύριος ως εξουσία εκήρυξε εβρισκόμενος παράσχων την εκ της σταυρικής θυσίας Αυτού αναβλύζουσαν σωτηρίαν προς τους εξ αυτών μετανοήσαντος εις το κήρυγμα του Ιησούς πιστεύοντας.


Δεν είναι βεβαίως ακριβώς γνωστόν το μέγεθος και η έκτασις του επιτελεσθέντος εν τω Άδη έργου του Κυρίου διότι περί τούτου σιγούν η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν γνωρίζομεν πόσοι εκ των ανθρώπων εσώθησαν εις τη συνίστατο η σωτηρία αυτή διότι είναι άγνωστος η επικρατούσα εν τω Άδη κατάστασις προς και μετά την έλευσιν του Κυρίου. Θεωρείται βεβαίως ασφαλές ότι δύο μερών εν τω Άδη υπάρχοντων ήτοι της καταστάσεως της ευδαιμονίας και της κακοδαιμονίας. Η κατάβασις του Κυρίου εν τω Άδη επραγματοποιήθη εις αμφότερα τούτα τα μέρη χωρίς να είναι εις ημάς ακριβώς γνωσταί αι ακολουθίαι του θείου κηρύγματος.


Να σημειώσομε ότι η εις τον Άδην του Κυρίου κάθοδος δεν αποτελεί τμήμα του αρχιερατικού αξιώματος ούτε είναι έκφανσις της ταπεινώσεως του Κυρίου ήτις παύει υφιστάμενη δια της εκφωνήσεως του τετέλεσθαι. Άρχεται δε δια της εις Άδου του Κυρίου καθόδου η κατάστασις της δόξης και της εξυψώσεως Αυτού δια της εις Άδου καθόδου εκτός της σωτηριώδους ενέργειας του Κυρίου εν τω Άδη προϋποτίθεται η πραγματικότις του θανάτου του Κυρίου. Αφενός και αφετέρου της υπάρξεως εν Αυτώ αθανάτου ψυχής μεθ’ ης ο θείος Λόγος κατήλθεν εν τω Άδη και επεξέτεινε το έργον της απολυτρώσεως και επί τους απ’ αιώνων κεκοιμημένους.


Αν και δεν είναι επακριβώς γνωστή η έκτασις της εν τω Άδη επιτελεσθείσης απολυτρώσεως, εν τούτοις η πιθανότερα γνώμη είναι ότι η απολύτρωσις αυτή συνίστατο εις την σωτηρίαν των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης ως και όλων των ευσεβών και δικαίων εκείνων ανδρών και γυναικών του εθνικού κόσμου. Οίτινες επίστευσαν εις το κήρυγμα του Ιησού Χριστού. Ταύτα επετέλεσεν το θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού, ηνωμένον μετά της αθανάτου και τεθεωμένης ήδη ψυχής του.


5


Καθ’ ον χρόνον το άχραντον σώμα του Κυρίου αποχωρισθέν της ψυχής εβρίσκετο εν τω τάφω, αμίαντο και άφθαρτο, ηνωμένον μετά του Θεού Ιησού λόγω της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων. Αφού ο Κύριος επεράτωσε το εν τω Άδη μεταξύ των κεκοιμημένων απολυτρωτικών Αυτού έργον και αφού συνεπληρώθη ο υπό του Θεού προκαθορισθής χρόνος. Ο Κύριος Ιησούς ανέστησε Εαυτόν καταργήσας και καταπατήσας τον θάνατον και συντρίψας το βασίλειον του διαβόλου. Και άλλοτε μεν εν τη Αγία Γραφή γίνεται λόγος περί Αναστάσεως του Υιού υπό του Πατρός, άλλοτε δε παρίσταται ο Ιησούς εαυτών ανιστών. Αι εκφράσεις αυταί είναι ταυτόσημαι διότι η μεν πρώτη ομιλεί περί του Ιησού ως ανθρώπου, η δε Δευτέρα ως Θεού.


Η Ανάστασις του Κυρίου επικυρώνει και επιβεβαιώνει την πεποίθησιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της αναστάσεως πάντων των ανθρώπων άνευ δε ταύτης τούτο θα καθίστατο αδύνατον. Η Ανάστασις συνεπώς του Κυρίου αποτελεί το προανάκρουσμα και την πρόγευσιν της καθολικής των ανθρώπων αναστάσεως, ως τοιαύτη δε υμνείται και εγκωμιάζεται υπό της Εκκλησίας ως η ύψιστη και σπουδαιότατη των εορτών της Ορθοδόξου πίστεως. Τούτο προέρχεται και εκ της διδασκαλίας του Απόστολου Παύλου διδάσκοντος ότι η πίστις εις τον Χριστόν μεταβάλλεται εις ματαιότητα εάν αφαιρέσωμεν εξ αυτής το δόγμα της αναστάσεως του Κυρίου.


Περί αυτής ως της ύψιστης των εορτών μαρτυρεί και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία των προτεσταντών αποτελούντων εξαίρεσιν και ομιλούντων περί της σταυρικής θυσίας ως της σπουδαιοτέρας εορτής και περί σταυρωσίμου Πάσχα. Αναστάς ο Κύριος εκ των νεκρών κατέδειξε την θείαν αυτού παντοδυναμίαν αφενός και αφετέρου την νίκην αυτού ως ανθρώπου κατά του κράτους της αμαρτίας και του διαβόλου. Συνέλαβε το εν τω τάφω διαμείνον αποδώσας εις τούτο θείαν δόξαν και καταστήσας αυτό σύμμορφον της θεότητος Αυτού μεταδούς εις τούτο εκ της θείας Αυτού αίγλης και λαμπρότητος.


Αφού ανέστη ο Κύριος εκ των νεκρών και συνανέστησε μετ’ Αυτού. Κατά την διδασκαλίαν των Ευαγγελίων ιδίοι όμματί εις Άδου Αυτού καθόδω πολλούς τεθνεώντας και αφού παρέμεινεν επί γης τεσάροντας ημέρας εν δόξη πολλάκις δε προς τους μαθητάς Αυτού. Επιφανείς και θαυματουργήσας δια της θείας Αυτού Παντοδυναμίας ανελήφθη αφ’ Εαυτού εις τον ουρανόν και εκάθισεν εν δεξιά της του Πατρός Αυτού καθέδρας. Και ναι μεν προς της σαρκώσεως Αυτού ο Θεός Λόγος υπήρχεν αϊδίως εν δεξιά του Πατρός και εν τω κόλπω Αυτού. Και ως αϊδίως και κατά φύσιν Υιός του Θεού η ανάληψις όμως Αυτού εν δόξη και εν δεξιά του Πατρός καθέδρα σημαίνει κυρίως την άνοδον της αποπνευματωθείσης ανθρώπινης φύσεως εις τον ουρανόν δοθέντος ότι ουδέ επί στιγμήν έπαυσε να εβρίσκεται ως Θεός εις τον κόλπον του Πατρός.


6


Ούτω συμπληροί και τελειοί ο Ιησούς Χριστός την ανατεθείσαν Αυτώ υπό του Πατρός θείαν αποστολήν προς απολύτρωσιν της ανθρωπότητος. Ένεκα της εκπληρώσεως της οποίας και δοξάζεται ως άνθρωπος υπό του Θεού δίδεται εις Αυτόν πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης υπό την οποίαν οφείλει να κάμψη γονεί. Πάσα έτερα εξουσία εν ονόματι δε του Ιησού Χριστού υποτάγη πάσα ύπαρξις απονέμουσα εις Αυτόν λατρευτικήν προσκύνησιν. Ο αναληφθείς και εν δεξιά του Πατρός καθήσας Ιησούς βασιλεύει και κυβερνά ως πνευματικός βασιλεύς και εξουσιαστής επί της επουρανίου και επιγείου Αυτού βασιλείας ζωογονών και εμψυχών αυτήν.


Ως αόρατος αυτής κεφαλή χορηγών εις αυτήν την χάριν του ζωοποιούντος αυτήν θείου Πνεύματος παρέχει δε εις το επίγειον τμήμα της βασιλείας Αυτού την δυνατότητα της προσωπικής οικειώσεως της απολυτρωτικής θυσίας δια των μυστηρίων. Αναληφθείς ο Κύριος εις τον ουρανόν προβαίνει ήδη μετά τίνα χρόνον εις την πραγματοποίησιν της επαγγελίας περί αποστολής του Παρακλήτου. Καταπέμψας το Πανάγιον Πνεύμα, δι’ ου καθοδηγεί έκτοτε και καθαγιάζει τα μέλη της πνευματικής Αυτού βασιλείας παραμένων η αόρατος αυτής κεφαλή.


Κρίνει δε ως βασιλεύς και κριτής στους ανθρώπους συμφώνως προς τας πράξεις αυτών επιτελών το έργον τούτο μέχρι της οριστικής και τελικής Αυτού κρίσεως ότε θα αποδώσει έκαστω κατά τα έργα αυτού. Ευδαιμονίαν και μακαριότητα εις τους αγαθούς, θλίψιν δε και κακοδαιμονίαν εις τους κακούς. Εννοείται ότι η τελευταία πράξις του βασιλικού αξιώματος του Κυρίου δεν επραγματοποιήθη αλλά μέλει να λάβει χώραν κατά την τελικήν των ανθρώπων κρίσιν παρά του Ιησού και την δευτέραν Αυτού παρουσίαν.


Ήτις και θα αποτελέσει και το αποκορύφωμα της θείας Αυτού δόξης ότε και θα περατωθεί το απολυτρωτικόν έργον του Κυρίου το δια των τριών Αυτού αξιωμάτων συντελεσθέν. Αυτού δε μέλλοντος να παραδώσει την βασιλείαν Αυτού εις τον Θεόν και Πατέρα με θι’ ου ως μονογενής Υιός θα συνυμνείται και θα συνδοξάζεται ατελευτήτως. Περί της Δευτέρας όμως του Κυρίου Παρουσίας και της τελικής κρίσεως θα πραγματευθώμεν εις το περί εσχατολογίας τμήμα της Δογματικής. Ίνα μη θεωρηθεί παράλειψις, σημαιώνομεν ότι εγένετο ήδη εις το παρελθόν υπό των Θεολόγων διάκρισις μεταξύ καταστάσεως δόξης και καταστάσεως ταπεινώσεως του Ιησού.


7


Και η μεν κατάστασις της ταπείνωσις περιλαμβάνει το προφητικό και αρχιερατικόν του Κυρίου αξίωμα, η δε της δόξης υψώσεως Αυτού ταυτίζεται προς το βασιλικόν Αυτού αξίωμα. Που άρχεται δια της Άδου καθόδου του Ιησού και συνεχίζεται εις την Ανάστασιν, την Ανάληψιν την εκ δεξιών του Πατρός καθέδραν και εις την εσχάτην κρίσιν. Και δια μεν την κατάστασιν της ταπεινώσεως λέγομεν ότι είναι όντως τοιαύτη δεδομένης της αληθείας ότι ο Κύριος εκέκτητο θείαν δόξαν παρά τω Θεώ Πατρί προς της σαρκώσεως Αυτού της καταστάσεως της δόξης και της επανόδου προς τον Θεόν χαρακτηρισθείς. Καθότι ανερχόμενος ο Κύριος εις τον ουρανόν εν δόξη ανέλαβε και ως άνθρωπος την δόξαν ηδύνατο να έχει εκουσίως ταπεινώσας εαυτόν και αυτοθυσιασθείς δια την ημετέραν απολύτρωσιν. Την διδασκαλίαν περί του βασιλικού του Κυρίου αξιώματος εβρίσκομεν διετυπωμένην εν τε τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοσει.


Εν μεν τη Παλαιά Διαθήκη προδιετυπώθη ήδη ως ελέχθη το βασιλικόν του Κυρίου αξίωμα εις πλείστα όσα χωρία εν οις και εις τα χωρία ψαλμ. 2-6 <<Εγώ δε κατεστάθην βασιλεύς υπ’ αυτού επί Σιών ορός το άγιον αυτού>>. Ψαλμ 44-7 <<Ο θρόνος σου, ο Θεός εις τον αιώνα του αιώνος ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου>>. Ψαλμ 109-1-2 <<Είπεν ο Κύριος τω Κυρίως μου καθού εκ δεξιών μου έως αν θω τους εχθρούς σου υπό ποδιών των πόδων σου ράβδος δυνάμεως εξαποστείλει σοι Κύριος εκ Σιών και κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου>>. Ησαΐου 9,6-7 <<ότι πεδιών γεννήθη ημίν υιός και εδόθη ημίν ου η αρχή εγεννήθη επί του ώμου αυτού και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος.


Θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός εξουσιαστής άρχων ειρήνης πατήρ του μέλλοντος αιώνος εγώ γαρ άξω ειρήνην επί του άρχοντος ειρήνην και υγείαν αυτώ μεγάλη η αρχή αυτού και της ειρήνης αυτού ουκ εστίν όριον επί τον θρόνον Δαυίδ και την βασιλείαν αυτού κατορθώσαι αυτήν και αντιλαβέσθαι αυτής εν κρίματι και εν δικαιοσύνη από του νυν και εις τον αιώνα ο ζήλος Κυρίου Σαβαώθ ποιήσει ταύτα>>. Δανιήλ 7-14 <<Και ούτω εδόθη η αρχή και η τιμή και η βασιλεία και πάντες οι λαοί φυλαΐ γλώσσαι αυτώ δουλεύσουσιν η εξουσία αυτού εξουσία αιώνος ήτις ου παρελεύσεται και η βασιλεία αυτού ου διαφθαρήσεται>>.


Εν τη Καινή Διαθήκη υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ η προαιώνιος βασιλεία του Κυρίου <<Και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος>> (Λουκά 1-33). Και πλειάδα άλλων χωρίων υπέρ της βασιλέως του Κυρίου (Ματθ. 2-2, Ματθ. 28-18, Α’ Κορ. 15-25, Αποκ. 19-16, Κολοσ. 1-13, Ματθ. 25-34, Ρωμ. 14-17, Α’ Τιμ. 6-15, Πραξ. 2-27) και πάρα πολλών άλλων περί δε της αναλήψεως του Κυρίου και της εκ δεξιών Αυτού καθέδρας ομιλούν οι Άγιοι Απόστολοι εις τας Πράξεις (1-2-11 Α’ Πέτρου 3-22 Εφεσ. 4-10, Α’ Τιμ. 3-16, Εβραίους 10-12, Πράξ. 2-33/34-7-55) και άλλων πολλών. Περί δε της εσχάτης κρίσεως και δευτέρας παρουσίας ομιλούν τα χωρία (Ματθαίου 26-24, Α’ Κορινθ. 15,24-28).


8


Την ανωτέρω εκτεθείσαν διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής διδάσκει ομοφώνως και η Ιερά Παράδοσις. Η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος διδάξασα αλαθήτως και το δόγμα τούτο λέγει ότι <<Ο Λόγος του Θεού σαρκωθείς σαρκί εμψυχωμένη ψυχή λογική νοερά κατελήλυθεν εις τον Άδην και πάλιν εις τον ουρανόν ο αυτός αναβέβηκεν. Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος περί της καταργήσεως του θανάτου και του Άδη δια της καθόδου του Κυρίου εδίδαξεν ότι ομολογούμεν τον Χριστόν <<Τον Άδην σκυλεύσαντα και τας απ’ αιώνος δεσμίους ελευθερώσαντα>>.


Ο Ιουστίνος φιλόσοφος και μάρτης λέγει ότι <<Ο Κύριος είναι βασιλεύς και ιερεύς και Θεός και Κύριος και άγγελος και άνθρωπος και αρχιστράτηγος και λίθος και πεδίον γεννώμενον και παθητός γενόμενος πρώτον εις τα του ουρανού ανερχόμενος και πάλιν παραγινόμενος μετά δόξης και αιώνιον την βασιλείαν έχων κεκύρηκαι>> (Β.Ε.Π. 3-237). Περί της εν Άδου καθόδου του Κυρίου ο Ειρηναίος αναφέρει <<εμνήσθη δε ο Κύριος ο Θεός άγιος Ισραήλ των νεκρών αυτού των κεκοιμημένων εις γην χώματος και κατέβη προς αυτού ευαγγελίσασθαι αυτοίς το σωτήριον αυτού>>.


Εκ της Παλαιάς Διαθήκης διδάσκει βεβαιούμενην την εις Άδου του Κυρίου κάθοδον. Τέλος ο Ιερός Δαμασκηνός ομιλών περί του Βασιλικού του Κυρίου Αξιώματος διδάσκει <<Κατείσιν εις Άδην ψυχή τεθεωμένη ίνα ώσπερ τοις εν γη ο της δικαιοσύνης ανέτειλεν ήλιος αυτώ και τοις υπό γην εν σκότει και σκοτία καθήμενοι επιλάμψη το φως και ούτω τους απ’ αιώνων λύσας πεπηδημένους αυθύες εκ νεκρών ανεφοίτησεν οδοποιήσας ημίν την ανάστασιν>> (Ιωάνν. Δαμασκηνού Εκδόσεις Ορθοδόξου Πίστεως 3-29).


Δόξα τη ση του παντός θεαρχία. Δόξα τη ση θεϊκή δυναστεία.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page