top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 22 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 23 Ιουν 2022
  • διαβάστηκε 11 λεπτά

ree

1


Ιησού μου ού γέγονεν έτερος άσωτος ουδείς ως εγώ ο ταλαίπωρος. Ω Ιησού μου φιλάνθρωπε αλλά συ Ιησού με διάσωσον.


Η θυσία του Κυρίου είναι θυσία εξιλαστήριος προς τον άνθρωπον υπό του ακάκου και αναμάρτητου Ιησού. Όστις αναλαβών πάσας τας ανθρώπινας αμαρτίας και τας ακολουθίας αυτών εγένετο κατάρα για να απολυτρώσει τον άνθρωπο. Τον χαρακτήρα τούτον της θυσίας του Κυρίου ως εξιλαστήριου καταδεικνύουν αι υπό της Αγίας Γραφής χρησιμοποιούμεναι εκφράσεις δι’ ων αυτή ομιλούσα περί του Κυρίου χαρακτηρίζει τούτον ως ιλασμόν λύτρον αντί πολλών ιλαστηρίων.


Ως τον αμνόν τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου όστις αναμάρτητος έγινε αμαρτία και κατάρα υπέρ ημών ή να εξαγοράσει ημάς εκ της κατάρας. Είναι ακατανόητος εις την ανθρώπινην διάνοιαν η ύπαρξις εν τω Θεώ ιδιοτήτων χρίζουσων εξελιώσεως ως η παράστασις του Θεού μη δυνάμενου να συγχωρήσει άνευ ικανοποιήσεως. Ως είναι επιπλέον ακατανόητον εις τον άνθρωπον η θυσία αθώου μη έχοντος εν εαυτώ εκ της αμαρτίας προελθόν συναίσθημα της ενοχής αντί των αμαρτωλών και ένοχων ανθρώπων. Εκτός της μη ενοχοποιήσεως του δικαίου και αναμάρτητου Ιησού ιδιαιτέρας σημασίας αξία είναι και η υπακοή του ανθρώπου Ιησού εις την εντολήν του πατρός Αυτού δια τον σταυρικόν Αυτού θάνατον.


Προσδίδεται μέγιστη και άπειρον αξία εις την θυσίαν της ζωής του Ιησού ως ανθρώπου. Το κυρίως βάρος εις την άπειρον αξίαν της θυσίας του Λυτρωτού αποδίδεται επί της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων του Κυρίου. Η άπειρος αξίας της θυσίας του θεανθρώπου ήτο τοιαύτης εμβέλειας ώστε να εκτείνεται επί πασών των αμαρτιών των ανθρώπων και επί πάντων των ανθρώπων πασών των εποχών από του Αδάμ μέχρι και του τελευταίου ανθρώπου.


2


Όπως η αμαρτία του Αδάμ αντιπροσωπεύοντας την στιγμήν εκείνην ολόκληρον το ανθρώπινο γένος και επέφερε την κατάραν και την καταδίκην εφ’ ολόκληρον το γένος των ανθρώπων. Το αυτό και η θυσία του αναμάρτητου Ιησού αντιπροσωπεύοντος ως ανθρώπου ολόκληρον το γένος των ανθρώπων αποκατήλαξε την ανθρωπότητα ενώπιων του Θεού προσφέροντας την λύτρωσιν την σωτηρίαν και την υιοθεσίαν εις τους ανθρώπους.


Ένεκα ακριβώς της θυσίας ταύτης του ανθρώπου Ιησού ομιλεί η Αγία Γραφή περί ανυψώσεως του Κυρίου υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας. Καθέδρας Αυτού εν ουρανοίς εν δεξιά του Πατρός υποταγής υπό τας πόδας Αυτού πάντων και αποδόσεως εις Αυτόν υπό του Θεού του ονόματος εκείνου όπερ ετέθη υπέρ πάν έτερον όνομα υπό το οποίον οφείλει να κλίνει γόνυ πάσα επίγειος, επουράνια και καταχθόνια ύπαρξις.


Η τιμή αυτή του Κυρίου ως ανθρώπου υπό του Θεού δεν αποτελεί μόνον ως ήδη ελέχθη φυσικήν ακολουθία της υποστατική ενώσεως των δύο φύσεων, αλλά και θετικήν του Κυρίου αμοιβήν επιτελέσαντος εκουσίως το έργον της σωτηρίας του κόσμου και θυσιάσαντος εαυτόν επί του Σταυρού. Ως προς το μέγεθος και την αξίαν της υπό του Ιησού επιτελεσθείσης λυτρωτικής θυσίας εν συγκρίσει προς την έκτασιν και βαρύτητα της προπατορικής αμαρτίας του Αδάμ. Η Αγία Γραφή δεν αντιθέτει και συγκρίνει την αμαρτίαν προς την λύτρωσιν αλλά διδάσκει ότι η προσενεχθείσα υπό του Κυρίου θυσία προσέφερε την σωτηρίαν εις τους ανθρώπους.


Λόγω απείρου αξίας της θυσίας του Κυρίου δυνάμεθα δε επιπλέον να είπωμεν ότι η εκ της θυσίας ταύτης απορρεύσασα χάρις υπερεπερίσσευσε και εξήλειψε παν ίχνος αμαρτίας ικανοποιήσασα πλήρως την προσβληθείσαν θείαν δικαιοσύνην. Την διδασκαλίαν ταύτην της Αγίας Γραφής παραλάβουσα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ομιλούσε περί περισσευσούσης αξιομισθίας του Κυρίου δημιουργήσασα τον μύθον των παπικών αφέσεων διαλόγους καθαρώς χρηματισμού.


Δεν είναι συνεπώς ορθόν να ομιλώμεν περί περισσεύματος ή μη αξιομισθίων εκ του θανάτου του Κυρίου, προελθουσών αλλά περί πλήρους ικανοποιήσεως της προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης και εξιλεώσεως δια του Χριστού πάσης αμαρτίας. Περί αξιομισθίων ομίλησε η Παπική Εκκλησία στηριχθείσα κυρίως επί του χωρίου του Παύλου <<ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτη τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσεν>> (Ρωμ. 5.15).


3


Εκ του χωρίου όμως τούτου δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν την κακοδοξίαν περί αξιομισθίων και αφέσεων των εκ της θυσίας του Κυρίου προελθουσών. Διότι ενταύθα ο Απόστολος Παύλος λέγει μόνον ότι η ικανοποίησις η υπό του Κυρίου εις τον Θεόν προσενεχθείσα είναι μεγαλύτερα από την προσβολήν του ανθρώπου κατά του Θεού. Εξαίρεται δηλαδή κατά ταύτα εις το χωρίον του Παύλου το μέγεθος και η αξία της προσενεσθείσης ικανοποιήσεως υπέρ την βαρύτητα της προσβολής και ύβρεως της υπό του ανθρώπου κατά του Θεού προσγενόμενης. Η προσενεχθείσα υπό του Κυρίου προς τον Θεόν Πατέρα θυσία εφ’ άπαξ εν τω κόσμω τούτω συντελεσθείσα δεν έπαυσε μέχρι σήμερον ενεργός και δρώσα.


Το αρχιερατικόν του Κυρίου αξίωμα τοιουτοτρόπως συνεχίζεται τόσον επί της γης όσον και εν τοις ουρανοίς. Και επί μεν της γης συνεχίζεται υπό των τελετουργών ιερέων και αρχιερέων εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας ως θα δούμε στη συνέχεια δεν είναι απλή ή συμβολική αναπαράστασις της επί Γολγοθά πραγματοποιηθείσης Σταυρικής του Κυρίου θυσίας αλλά πραγματική θυσία τελούμενη δια την υποκειμενικήν προσοικείωσιν των αγαθών της απολυτρώσεως και την ένωσιν και συσσωμάτωσίν των ανθρώπων μετά του Θεού.


Η δε εν τοις ουρανοίς συνέχισις του Αρχιερατικού αξιώματος του Κυρίου συνίσταται εις την έντευξιν υπέρ των ανθρώπων του Κυρίου Ιησού. Ως τούτο ρητώς εκφαίνεται και μαρτυρείται υπό της προς Εβραίους επιστολής χωρίς να είναι εις ημάς γνωστόν εις τι συνίσταται η έντευξις αυτή. Η πλέον πιθανή περί τούτου γνώμη είναι ότι η προσευχή του Κυρίου εν ουρανοίς προς τον Πατέρα υπέρ των ανθρώπων είναι όμοια εκείνης την οποίαν απεύθυνε ο Ιησούς ζων εν τω κόσμω τούτω.


Προς κατανόησιν και ερμηνείαν ως και γνώσιν της σημασίας της επί του Σταυρού τελεσθείσης αρχιερατικής θυσίας διετυπώθησαν κατά καιρούς υποθέσεις ή θεωρίαι αποτελούσαι απλήν προσπάθειαν του ανθρώπινου πνεύματος να διεισδύσει εις το μυστήριο της απολυτρώσεως. Και κατ’ αρχήν μεν διετυπώθη η άποψις ότι ο άνθρωπος ένεκα της παραβάσεως του θείου θελήματος απομακρυνθείς του Θεού κατέστη υποχείριος του διαβόλου όστις έλαβε πλήρη επ’ αυτού εξουσίαν. Ένεκα τούτου η προσενεχθείσα θυσία του Κυρίου απεσκόπει εις την απελευθέρωσιν των ανθρώπων εκ της εξουσίας του διαβόλου δοθέντος ως ανταλλάγματος εις τον διάβολον του θανάτου του Κυρίου.


4


Την θεωρίαν διετύπωσε κυρίως ο Ωριγένης ομιλήσας περί απάτης του διαβόλου μη δυνηθέντος να κρατήσει υπό την εξουσίαν του τον αποθανόντα Ιησού. Ο οποίος δια της αναστάσεως Του κατεπάτησε τον θάνατον και συνέτριψε τον διάβολον και το κράτος αυτού απολέσαντος δε πάσαν επί των ανθρώπων εξουσίαν. Έτεροι ερμηνευταί ομίλησαν περί αγκίστρου το οποίον εκαλύπτετο υπό της ανθρώπινης φύσεως δια του αγκίστρου δε τούτου ήχθη ο διάβολος εις την καταστροφήν του. Η θεωρία αυτή ονομαζόμενη θεωρία της εξαγοράς ή κίστα δύναται να θεωρηθεί ως αληθής.


Δοθέντος ότι συμφώνως και προς την διδασκαλίαν Ιωάννου του Δαμασκηνού ουδεμία εξουσίαν δύναται να έχει ο διάβολος επί του ανθρώπου και ουδέν επ’ αυτού δικαίωμα του λύτρου οφειλόμενου να δοθεί εις τον Θεόν και ουχί εις τον διάβολον. Έτερα θεωρία μετά την της εξαγοράς είναι η θεωρία της αντιπροσωπευτικής θυσίας κατά την οποίαν ο Κύριος εθυσίασεν εαυτόν ως αντιπρόσωπος ολόκληρου του ανθρώπινου γένους το οποίον και δια της θυσίας ταύτης επανήγαγεν εις την αρχέγονον μακαριότητα. Η θεωρία αυτή απαντά κυρίως και κατ’ αρχήν παρά τω Αποστόλω Παύλω.


Επαναλαμβάνεται δε υπό πολλών Πατέρων της Εκκλησίας και λαμβάνει υπ’ όψιν της την ενοχήν της εκ αμαρτίας προελθούσαν ουχί δε και τας άλλας συνέπειας της προπατορικής αμαρτίας. Δεν δυνάμεθα ταύτην την θεωρίαν να θεωρήσομεν ως απόβλητον δεδομένου ότι αυτή είναι η περισσοτέρα προς την αλήθειαν της προσιδιάζουσας θεωρίας. Έτερα προσπάθεια ερμηνείας της ιλαστηρίου του Κυρίου θυσίας είναι η θεωρία της ικανοποιήσεως ήτις διετυπώθη υπό του Ανσέλμου του Καντερβουρίας και του Νικολάου του Μεθώνης. Και ο μεν Νικόλαος Μεθώνης όλως αυτοτελώς και μη εκ του Ανσέλμου εξαρτώμενος εδίδαξε ότι δια της αμαρτίας η ανθρωπότις οδήγησε εαυτήν εις τον θάνατον και τον διάβολον.


Δια την απαλλαγήν εκ τούτων δεν ήτο δυνατόν να εξαρκέσει θυσία ανθρώπων διότι απόγονοι όντες του Αδάμ και φέροντες το προπατορικόν αμάρτημα δια της θυσίας τον μόνον εαυτούς θα ηδύνατον να σώσουν όχι όμως και τους άλλους. Ένεκα τούτου ήτο αναγκαία η θυσία αναμάρτητου όντος του Θεού δια τούτο προείδοντος και προνοήσαντος εν αγάπη την θυσίαν του θεανθρώπου Υιού δια να απαλλάξει τους ανθρώπους εκ του θανάτου και του διαβόλου.


Ο Νικόλαος Μεθώνης εθεώρησεν υποχρεωτικήν την έλευσιν εις τον κόσμον του Θεανθρώπου και την θυσίαν Αυτού, διότι το θείον στοιχείον θα προσέδιδεν άπειρον κύρος και αξίαν εις την θυσίαν μη δυνάμενου δε τούτου να πάθει λόγω του απαθούς της θεότητος όφειλε να πάθει και να αποθάνει το ανθρώπινο στοιχείον ηνωμένον μετά της θεότητος. Η παράδοξος αυτή αντίληψις του Μεθώνης παριστά τον Θεόν υποχρεούμενον και υπό ανάγκης βιαζόμενον να εφεύρει ως μόνην λύσιν την εμφάνισιν εις τον κόσμον του θεανθρώπου και τον θάνατον Αυτού.


5


Κατά ταύτα η θεωρία αυτή μεταποιούσα τον ελεύθερον Θεόν εις Θεόν ανάγκης περιορίζει δε τας θείας δυνατότητας προς σωτηρίαν του ανθρώπου. Συγγενής προς την θεωρίαν του Νικολάου του Μεθώνης υπήρξε και η θεωρία Ανσέλμου του Καντερβουρίας ο οποίος κατά τον 11ον μετά Χριστού αιώνα πατήρ της σχολαστικής Θεολογίας διετύπωσε την άποψιν ότι η αμαρτία είναι προ πάντων μια διαταραχή της τάξεως του δικαίου και προσβολή της τιμής του Θεού.


Η προσβολή της θείας τιμής απαιτούσε ικανοποίησιν συνισταμένην εις την τιμωρίαν των ανθρώπων δι’ αιωνίου καταδίκης ή εις την σωτηρίαν αυτών δια προσφοράς ικανοποιήσεως εις την θείαν δικαιοσύνην. Ήδη δια του τρόπου τούτου διατυπώσεως ευκόλως δύναται τις να συμπεράνει ότι πρόκειται περί θεωρίας διατυπωθείσης υπό την επήρειαν των διατάξεων του Ρωμαϊκού και του Γερμανικού δικαίου.


Ο άνθρωπος κατά τον Άνσελμον δεν ηδύνατο να προσκομίσει την ικανοποίησιν ταύτην εις την θείαν δικαιοσύνην, διότι πεπερασμένος ων ούτος ήτο αδύνατον να εξιλεώσει και να ικανοποιήσει τον άπειρον Θεόν. Ένεκα τούτου ήτο ανάγκη θείον ον να προσφέρει την ικανοποίησιν ταύτην ενούμενον μετά της ανθρωπότητος την οποίαν και θα εθυσίαζεν απαθούσης της θείας φύσεως. Ο Άνσελμος περαιτέρω είπε ότι η απλή υποταγή του θεανθρώπου εις τον Θεόν δεν ήτο δυνατόν να επαρκέσει δια να ικανοποιήσει την αφαιρεθήσαν δια της αμαρτίας θείαν τιμήν αλλ’ όφειλε να μεταβληθεί εις θάνατον.


Ο θάνατος του θεανθρώπου κατά ταύτα έχει άπειρον αξίαν και ικανοποιεί πλήρως την θείαν δικαιοσύνην διότι υπακοήν μεν οφείλουν πάντες οι άνθρωποι εις τον Θεόν. Ο θεάνθρωπος όμως δεν όφειλε να θυσιάσει εαυτόν αφενός μεν διότι ήτο φύσει αναμάρτητος, αφετέρου δε διότι ήτο παντοδύναμος. Ούτος ο Κύριος προσέφερεν εαυτόν θυσίαν εις τον Θεόν δι’ ης όχι μόνο ικανοποίησε την θείαν δικαιοσύνην αλλά προσέφερε περίσσειαν ικανοποίηση δια της οποίας υπερεπικαλύπτονται πάσαι αμαρτίαι των ανθρώπων. Η ικανοποίησις αυτή συνίσταται εις την ενσάρκωσιν, διδασκαλίαν, πάθος προ πάντων όμως εις τον σταυρικόν θάνατον του θεανθρώπου.


Ένεκα του επιτεύγματος τούτου του θεανθρώπου ως ανενδεούς μεταβιβαζόμενων εις τους ανθρώπους, η θεωρία του Ανσέλμον έχει βεβαίως ορισμένας υπερβολάς λόγω της υπερτονίσεως της αυστηράς δικαιοσύνης και τιμωρίας του Θεού ένεκα της προσβολής της τιμής Αυτού. Παραθεωρούσα τα ιδιώματα της αγιότητος και της Αγάπης του Θεού ενέχει στοιχεία αληθείας τα οποία δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Δεχόμεθα και ημείς την ανάγκην ικανοποιήσεως της προσβληθείσης θείας τιμής θεωρούμεν όμως ως κίνητρον της σταυρικής θυσίας όχι την ικανοποίησιν αλλά την αγάπην του Θεού. Όστις ηθέλησε να σώσει τον άνθρωπον εκ του διαβόλου και του θανάτου δια της θυσίας του Υιού Αυτού κατόπιν σχεδίου αϊδίως εν τω Θεώ υπάρξαντος.


6


Εκτός όμως της θεωρίας Νικολάου του Μεθώνης και Ανσέλμου Καντερβουρίας, οι Γνωστικοί αιρετικοί προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την σταυρικήν θυσίαν επί τη βάση πάντοτε των θεμελιωδών αυτών κακοδοξιών περί ανταγωνισμού μεταξύ ύλης και πνεύματος. Κακοδοξίας τας οποίας παρέλαβον από του Πλάτωνος και εν γένει της φιλοσοφίας. Κατά την άποψιν των Γνωστικών αιρετικών ως και των Μανιχαίων η απολύτρωση, η υπό του Κυρίου προσενεχθείσα, απεσκόπει εις την απελευθέρωσιν του Πνεύματος εκ του κακού του εν τη υλική φύσει εμφωλεύοντος.


Ότι τοιαύται αντιλήψεις και δοξασίαι αποτελούν κατασκευάσματα αυθαίρετων συλλογισμών και φαντασιών μη δυνάμενα να έβρουν έρεισμα ούτε εις την Αγίαν Γραφήν ούτε εις την Ιεράν Παράδοσιν μόλις είναι ανάγκη και να πούμε. Σκόπιμον κρίνομε να πούμε επίσης ότι ο Πανθεϊσμός επιχείρησε να δώσει μίαν απάντησιν λογική εις το πρόβλημα της απολυτρώσεως δεχθείς ότι η απολύτρωσις απεσκόπει όχι εις την απαλλαγήν εκ του θανάτου και της αμαρτίας, αλλ’ εις την ανάγκην απολυτρώσεως ήτις παύει να υφίσταται όταν ο άνθρωπος δι’ ατομικής εξελίξεως και προόδου αναχθεί και ταυτισθεί προς το απόλυτον πνεύμα του παντός.


Τούτο λέγων και αι πανθεϊσταί ότι επετέλεσαι και ο Ιησούς Χριστός όστις έχων συνείδησιν απηυθύνθη και εδίδαξεν προς τους ανθρώπους την αλήθειαν Του. Τα λογικά ταύτα ατοπήματα των πανθεϊστών δεν είναι καν ανάγκη να ελέγξωμεν διότι αι αρχαί του Πανθεϊσμού περί ταυτίσεως παντός και Θεού και συγχύσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπων των ανθρώπων αποτελούντων τμήμα της Θεότητος.


Είναι άκρως αντίθετοι και ασυμβίβαστοι προς τον Χριστιανισμόν και συνεπώς ουδέ καν είναι ανάγκη να προσπαθήσωμεν να αναιρέσωμεν αντιχριστιανικήν και πλήρως εσφαλμένην κοσμοθεωρίαν. Δια δε τον Πελαγιανισμόν αποδεχθέντα την απολύτρωσιν όχι ως αναγκαίαν αλλά θεωρήσαντα ταύτην ως σκοπόν της καθόδου του Κυρίου επί της γης ως και την διδασκαλίαν των ανθρώπων. Και την καθοδήγησιν αυτών εις την οδόν της αρετής τη επιδράσει του παραδείγματος του θεανθρώπου λέγομεν ότι ήλθε βεβαίως εις την γην ο Κύριος δια να διδάξει τους ανθρώπους, κυρίως όμως δια να τους ελευθερώσει εκ του θανάτου και του διαβόλου.


Η ανάγκη αυτή της λυτρώσεως των ανθρώπων οφείλεται εις την διαφθοράν του ανθρώπινου γένους δια της αμαρτίας που προέκυψεν η αναγκαιότις της θυσίας του θεανθρώπου. Εάν επίσης η αμαρτία των πρωτόπλαστων δεν θα είχεν ουδεμίαν συνέπειαν εις ημάς ει μη μόνον ως κακόν παράδειγμα ως εκακοδόξουν οι Πελαγιανισταί. Τότε θα μπορούσε ο Θεός να διδάξει τους ανθρώπους όπως αποστείλει ένα εξ ημών άνθρωπον προς επιτέλεσιν του έργου τούτου.


7


Θα ήτο περιττή η ίδρυση της Εκκλησίας και η ύπαρξις των μυστηρίων δια των οποίων ελευθερούμεθα από της προπατορικής ως και πάσης άλλης αμαρτίας προσωπικής ενούμενοι μετά του Θεού. Την διδασκαλίαν ταύτην περί του αρχιερατικού του Κυρίου αξιώματος διδάσκει τόσον η Αγία Γραφή, όσον και η Ιερά Παράδοσις. Και μεν τη Παλαιά Διαθήκη χωρία αναφερόμενα εις το αρχιερατικόν αξίωμα του Κυρίου είναι τα εξής Ψαλμ. 109-4 <<ώμοσε Κύριος και ου μεταμεληθήσεται συ Ιερείς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ>>. Ολόκληρον το 53ον κεφάλαιον του Ησαϊου και Ψαλμοί 5-7-10-7.


Εκεί που το αρχιερατικό αξίωμα του Κυρίου ρητώς εμφαίνεται και μαρτυρείται είναι η Καινή Διαθήκη. Και περί μεν της συμβολικής θυσίας ην προσέφερεν ο Ιουδαίος αρχιερεύς και ήτις απετέλει προτύπωσιν και της προεικόνισμα της πραγματικής του Κυρίου θυσίας, ομιλεί σαφώς η προς Εβραίους επιστολή ούτος εν τω χωρίω Εβρ. 5-1 λέγεται <<Πας γαρ Αρχιερεύς εξ ανθρώπων λαμβανόμενος υπέρ ανθρώπων καθίσταται τα προς τον Θεόν ίνα προσφέρει δώρα τε και θυσίας υπέρ αμαρτιών>>.


Επί του αυτού θέματος το χωρίον Εβρ. 8-3 λέγει <<πας γαρ αρχιερεύς εις το προσφέρειν δώρα τε και θυσίας καθίσταται όθεν αναγκαίον έχειν τι και τούτον ο προσενέγκη>>. Το αδύνατον της λυτρώσεως υπό του Ιουδαίου αρχιερέως των ανθρώπων καταδεικνύει η αυτή επιστολή λέγουσι <<Αδύνατον γαρ αίμα ταύρων και τράγων να αφαιρείν αμαρτίας>> (Εβρ. 10-4, Εβρ. 9-12-14). Το δόγμα όμως της δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου τελεσθείσης απολυτρώσεως της ανθρωπότητος εβρίσκεται πλήρως διατετυπωμένον εις τα χωρία της Καινής Διαθήκης μερικά των οποίων μνημονεύομεν.


Ο αυτός ο Απόστολος Παύλος εν τω χωρίω Φιλιπ. 2, 6-8 λέγει <<ο Υιός εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ αλλά εαυτόν εκκένωσεν μορφήν δούλου λαβών εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι εβρεθής ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού>>. Ο αυτός Απόστολος εν τη προς Κολοσσαείς επιστολή 2-13-14 γράφει <<Και ημάς νεκρούς όντας τους παραπτώμασιν και τη ακροβυστία της σαρκός ημών συνεζωοποίησεν ημάς συν αυτώ χαρισάμενος ημίν πάντα τα παραπτώματα. Εξαλείψας τα καθ’ ημών χειρόγραφον τοις δόγμασιν ο ην υπεναντίων ημίν και αυτό ήρκεν εκ του μέσου προσηλώσας αυτώ τω σταυρώ>>.


8


Ο δε Ευαγγελιστής Ιωάννης εις την Α’ Ιωάννου 2-2 λέγει <<Και αυτός ιλασμός εστίν περί των αμαρτίων ημών ου περί των ημετέρων δε μόνον αλλά και περί όλου του κόσμου>>. Το αρχιερατικόν αξίωμα του Κυρίου και το μοναδικόν του μεγαλείου του Κυρίου ως αρχιερέως εν συγκρίσει προς τον Ιουδαίον Αρχιερέα παριστά το χωρίον Εβραίους 4-14-15 << Έχοντες ουν αρχιερέα μέγαν διεληλυθότα του ουρανούς Ιησού τον Υιόν του Θεού κρατόμεν της ομολογίας ου γαρ έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον συμπαθήσαι τας ασθενίες ημών πεπειρασμένον δε κατά πάντα καθ’ ομοιότητα χωρίς αμαρτίας>>.


Ο Απόστολος Πέτρος σαφώς περί της λυτρώσεως ημών γράφει <<Ειδότες ότι ου φθαρτοίς αργυρίω ή χρυσίω ελυτρωθήται εκ της ματαίας ημών αναστροφής πατροπαράδοτου αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού>> (Α’ Πέτρου 1-18-19). Την προφητείαν του Ησαϊου περί της αποστολής του Κυρίου ως αμνού προς σφαγήν χάριν της ημετέρας σωτηρίας. Εκτός όμως της Αγίας Γραφής, η Ιερά Παράδοσις δια του στόματος τόσον των οικουμενικών συνόδων όσον και των Πατέρων της Εκκλησίας μαρτυρεί ομοφώνως περί της διδασκαλίας του αρχιερατικού του Κυρίου αξιώματος.


Η Τρίτη οικουμενική Σύνοδος με το χριστολογικόν δόγμα ασχοληθήσα διετύπωσε αλαθήτως την διδασκαλίαν δια τον Κύριον ως <<αρχιερέα και απόστολον της ομολογίας ημών γεγένησθαι Χριστόν η Θεία Γραφή λέγει προσεκόμησε δε υπέρ ημών εαυτόν εις οσμήν ευωδίας τω Θεώ και Πατρί ότε γέγονε σαρξ και καθ’ ημάς άνθρωπος>>. Ο εμπνεύσας τους μεγαλύτερους Πατέρες Ωριγένης περί Κυρίου γράφει <<ούτος ο αμνός σφαγείς κάθαρσιν γέγονε του όλου κόσμου>>. Ο δε Επιφάνειος Κωσταντίας Κύπρου παριστά τον Κύριον ως προσφέροντα <<την ιεροσύνην τω Πατρί εξ ανθρωπότητος το φύραμα λαβών ίνα υπέρ ημών ιερεύς καταστεί κατά την τάξιν Μελχισεδέκ την μη έχουσαν διαδοχήν>>.


Ο δε Ιερός Χρυσόστομος λέγει <<άγιος και αμώμητος ο Χριστός και αρετής εμπλέως Ιερός και Ευώδης ολοκαύτωμα νοητόν και σωτήριος υπέρ ημών θυσίαν και δέδωκεν εαυτόν υπέρ πάντων εις άπαντα άξιος>>. Το αντιπροσωπευτικόν της θυσίας του Κυρίου αφενός και αφετέρου το απόλυτον και καθολικόν αυτής δια πάσαν την ανθρωπότητα ισχυούσης εξαιρεί ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας λέγων ότι ο Ιησούς <<εσταυρώθη υπέρ πάντων και δια πάντας ίνα ενός υπέρ πάντων αποτεθνικόντος οι πάντες ζήσωμεν εν αυτώ>>.


Δόξα το παν χειρί περιφέροντι. Δόξα τη άκρα ση αγαθότητι.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page