ΚΕΙΜΕΝΟΝ 21 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 16 Ιουν 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 23 Ιουν 2022

1
Ιησού μου Χριστέ πολυέλεε εξομολογούμενου δέξαι μη δέσποτα. Ω Ιησού μου σώσον με και φθοράς Ιησού με εξάρπασον.
Ο Ιησούς Χριστός ως Θεάνθρωπος δια της Θείας Αυτού και υπερφυούς διδασκαλίας εδίδαξε παρουσιασθής ως ο ανυπέρβλητος διδάσκαλος και ο εξοχότερος πάντων των Προφητών. Ο μόνος κατεξοχήν διδάσκαλος και Προφήτης όστις υπομείνας πάντα εξευτελισμών και τον ατιμοτικόν του σταυρού θάνατον γευθείς. Κατέστη αναμφιβόλως ο μόνος και κατ’ ουσίαν Αρχιερεύς. Προσένεγκων εις τον Θεόν χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων ουχί αίμα αλόγων ζώων ή έτεραν αναιμάκτων ή αιματηρόν θυσίαν. Αλλ’ εθυσίασεν αυτήν ταύτην την ανθρώπινην Αυτού ζωήν εξελιώνων την υβρισθείσαν και θιγείσαν θείαν δικαιοσύνην. Τέλος δε αφού κατενίκησε και συνέτριψε το κύρος του διαβόλου δια του Σταυρού και του θανάτου ίδρυσεν την βασιλείαν Αυτού εις ην εισήγαγε τον πεσόντα δια της αμαρτίας και εξ αυτής ελευθεροθέντα δια της θυσίας Του άνθρωπον.
Υποταγείσης εις Αυτόν πάσης αρχής και εξουσίας εν ουρανώ επί γης και εν τοις καταχθονίοις. Η υπό του Κυρίου εξ απείρου αγάπης προσενεχθείσα απολύτρωσις προσεφέρθη εφ’ άπαξ αλλ’ η δύναμις αυτής εξίκνειται και εις πάσαν αμαρτίαν προπατορικήν και προσωπικήν και επί τους ανθρώπους πάντων των αιώνων από των πρωτόπλαστων μέχρι και του τελευταίου όστις θα ζήσει επί της γης. Η άπειρος αξία και ισχύς της θείας απολυτρώσεως είναι τοιαύτη δεδομένου ότι προσηνέχθη υπό του απείρου Θεού και δύναται συνεπώς να περιλάβει την ανθρώπινη απειρία όσον και των αμαρτιών.
Ήδη δια της πρώτης πράξεως της απολυτρώσεως των ανθρώπων υπό του Κυρίου δια της ενανθρωπήσεως Αυτού εξυψούται η ανθρώπινη φύσις. Καθαίρεται ο άνθρωπος και εννούται μετά της θείας φύσεως λαμβάνουσα θείαν ζωήν δημιουργούμενης δια της ενανθρωπήσεως της προϋποθέσεως δια την πραγμάτωσιν και επιτέλεσιν των κατ’ εξοχίν λυτρωτικών πράξεων του Κυρίου.
Ότε ως Προφήτης απευθύνθη ο Κύριος προς την ανθρωπότητα παρουσίασε μίαν ανυπέρβλητου αίγλης και κάλους διδασκαλίαν. Όμοιαν της οποίας ουδέποτε η ανθρωπότης ήκουσε νομοθετήσας και διδάξας την νέαν εντολή της αγάπης καταστάς ο μέγιστος των διδασκάλων την καλονην εικόνα του οποίου ουδείς ποτέ θα δυνηθεί πλήρως να μιμηθεί. Αφού δια του Σταυρού ως κατ’ εξοχήν Αρχιερεύς εξιλέωσε τον άνθρωπον έναντι του Θεού και κατήλλαξε τούτον μετά του πλαστού ανέστη εκ νεκρών συναναστήσας την πεσούσαν ανθρωπότητα εκ της φθοράς εις την αφθαρσίαν. Ιδρύσας ως βασιλεύς πνευματικήν βασιλείαν εξακολουθών δι’ αυτής το έργο της απολυτρώσεως των ανθρώπων βασιλεύων και κυβερνών αοράτως.
2
Το απολυτρωτικόν έργον του Κυρίου κατά ταύτα άρχεται αφ’ ης στιγμής τελεσιουργείται το μέγα μυστήριον της σαρκώσεως του Θείου Λόγου. Και δια του βασιλικού αξιώματος του Κυρίου αοράτως δια της Εκκλησίας. Η επιτελεσθείσα υπό του Κυρίου απολύτρωσις καλείται αντικειμενική απολυτρώσεως υπό του Κυρίου επιτελεσθείσης απολυτρώσεως. Την εκ αντικειμένου απολυτρώσεως διαπραγματεύεται η δογματική κατ’ εξοχήν εις τα τρία αξιώματα του Κυρίου περί δε της υποκειμενικής απολυτρώσεως γίνεται λόγος υπό της δογματικής εις την σωτηριολογίαν περί ο λόγος περί θείας χάριτος και μυστηρίων.
Τέλος να σημειώσουμε ότι η πλήρη διάκρισις μεταξύ των τριών του Κυρίου αξιωμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ορθή μη δυνάμενης πλήρως να διακριθεί της ζωής του Κυρίου η διδασκαλία και τα θαύματα Αυτού. Μόνο προς χάρη επιστημονικών λόγων γίνεται διάκρισις μεταξύ των τριών του Κυρίου αξιωμάτων. Ενώ αληθώς συνυφαίνονται και τα τρία αξιώματα ενωμένα αδιάσπαστα. Ο Κύριος ως προφήτης είναι συγχρόνως και βασιλεύς ενώ όταν εδίδασκεν εθεράπευεν ασθενείς και ανέστηνε νεκρούς.
Η ότε ενώ κατά την ημέραν εδίδασκε τους όχλους και τους μαθητάς Αυτού κατά την νύκτα διενυκτέρευεν ως Αρχιερεύς εν τη προσευχή προς τον Θεόν. Ενώ ον εβρίσκετο επί του Σταυρού οδηγεί τον ληστήν ως Βασιλεύς εις τον παράδεισον διδάσκων τους σταυρωτάς Του δια της όλης αντιμετωπίσεως των πόνων και των οδυνών του Σταυρού. Εις την μετά την ανάσταση Του εις την εκ δεξιών του Πατρός του καθέδραν εξακολουθεί ως Αρχιερεύς να εντυγχάνει υπέρ ημών τω Πατρί βεβαίως δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ανωτερότητάς η υπεροχή του ενός αξιώματος υπέρ των άλλων.
Επειδή όμως δια του αρχιερατικού αξιώματος κορυφούται η απολύτρωσις εβρίσκεται εις τούτο το κέντρον και τον πυρήνα της ενώσεως. Δικαίως λέγεται ότι το συνδέων και το συνεχών τα δύο έτερα αξιώματα το προφητικόν και το βασιλικόν είναι το αρχιερατικόν αξίωμα. Αρχόμεθα της εξετάσεως των τριών του Κυρίου αξιωμάτων από του προφητικού αξιώματος διερευνώντες το διδακτικόν και νομοθετικόν του Κυρίου έργον. Αλλά και διότι προκρίνεται η εξέτασις του θεανθρώπου ως διδασκάλου έπεται δε ως αρχιερεύς και βασιλεύς.
Ο ιερός Χρυσόστομος περί των τριών του Κυρίου αξιωμάτων λέγει <<ει δε μέγας Θεός και μέγας Κύριος μέγας και βασιλεύς, βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Μέγας Προφήτης ότε γαρ εποίει τα θαύματα ο Ιησούς έλεγον οι όχλοι ότι μέγας προφήτης εγείρεται εν ημίν ούτω πάλιν και ιερεύς μέγας πόθεν τούτο Λέγει Παύλος έχοντες ούν αρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τους ουρανούς>>. Ο δε ο ιστορικός Ευσέβιος επί του αυτού θέματος γράφει <<μόνος Αρχιερεύς των όλων και μόνος απάσης της κτίσεως Βασιλεύς και μόνος προφητών αρχιπροφήτης του Πατρός τυγχάνων>>.
Ο λόγος περί του προφητικού αξιώματος του Κυρίου σημαίνει την προσπάθειαν ημών προς διαπραγμάτευσιν της προσωπικότητος του Κυρίου ως του κατ’ εξοχήν και μοναδικού Προφήτου όστις ανεφάνη ποτέ εν τω κόσμω. Ως ήδη προηγουμένως εσημειώσαμεν το αξίωμα του Κυρίου ως προφήτου αποτελεί την πραγμάτωσιν εκείνου ως προδιετυπώθη εν τη Παλαιά Διαθήκη δια του Μωυσέως και των προφητών. Οι προφήτες ήσαν οι διαγγελείς εκείνοι της θείας βουλήσεως οι τας αποφάσεις του Θεού εις τους ανθρώπους εξαγγέλοντες οι τας ανομίας και τας αδικίας του λαού ελέγχοντες. Την επιβράβευσιν ή την τιμωρία των ανθρώπων αναλόγως της συμμορφώσεως τούτων προς τον ηθικών Νόμον διακηρύσσοντες περί του προσώπου δε του Λυτρωτού.
3
Εάν οι Προφήται εξ ονόματος του Κυρίου λαλούντες εστηρίζοντο επί της Θείας αυθεντίας και δια τούτο ομιλούν μετά δυνάμεως και κύρους, τούτο ίσχυσε κατά τρόπον ασυγκρίτως υπεροχότερον και εις βαθμόν άπειρον δια εκείνου που όστις υπό των προφητών προκατηγγέλθη. Ο Κύριος αποτελεί το αγλάισμα πάντων των διδασκάλων της ανθρωπότητος τούτο δε οφείλεται εις την υποστατικήν ένωσιν Αυτού ως ανθρώπου μετά της θεότητος. Ένεκα ακριβώς τούτου καθίσταται περιττή πάσα σύγκρισις μεταξύ Κυρίου και ανθρώπων.
Μεταξύ των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και του μοναδικού προφήτου της ανθρωπότητος του Κυρίου λόγω ακρίβειας της αβυσσώδους αποστάσεως της υφιστάμενης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ως διδάσκαλος της ανθρωπότητος ο Κύριος υπήρξε ακαταγώνιστος και μοναδικός καθηγητής και νομοθέτης. Ο αποκαλύψας εις την ανθρωπότητα τον νέον και τέλειον νόμον της αγάπης. Κατηργήθη εν μέρει ο υπό του Μωυσέως θεσπισθείς Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης.
Και το μεν τελετουργικόν και ποινικόν τμήμα του Μωσαικού Νόμου κατηργήθη δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου. Ενώ το ηθικών τμήμα του Μωσαϊκού Νόμου συνεπληρώθη και ετελειώθη υπό της νέας εντολής της αγάπης. Ο Ιησούς Χριστός υπήρξεν ο πνευματικός εκείνος διδάσκαλος και καθοδηγός ο κατά διαφόρων τρόπων και αναλόγως των περιστάσεων προς τα πλήθη απευθυνόμενος και άλλην γλώσσαν χρησιμοποιών δια τους φαρισαίους έτεραν δε δια τους αμαρτωλούς άλλην μέθοδον διδασκαλίας προς τους μαθητάς Του εφαρμόζων και έτερα γλώσσα προς τους απιστούντας προς Αυτόν Ιουδαίους.
Άλλος διαλεγόμενος μετά του Νικόδημου και άλλος μετά της Σαμαρείτιδος, άλλος προς τον Πιλάτον και άλλος προς τον Καϊάφαν. Ομιλεί πάντοτε εκ του προχείρου χωρίς καμίαν δυσκολίαν ως ο αυθεντικός και μόνος της οικουμένης. Περί της σαρκώσεως του Θείου Λόγου του οποίου την δόξαν και την υπερφυά αίγλην που ηξιώθησαν αν απολαύσουν δια της οράσεως οι Άγιοι Απόστολοι. Ο Κύριος είναι εκείνος όστις γνωρίζει καλώς το περιεχόμενον της εξ αποκαλύψεως διδασκαλίας Του.
Διότι είναι ο ίδιος η πηγή του λέγει προς τον Νικόδημο <<αμήν αμήν λέγωσοι ότι ο οίδαμεν λαλούμεν και ο επράκαμεν μαρτυρούμεν και την μαρτυρείαν ημών ού λαμβάνετε>>. Ομιλών δε περί εαυτού στη συνέχεια λέγει <<ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς ο Υιός του ανθρώπου ο ων εκ τω ουρανώ>> (Ιωάνν. 3-11-14). Είναι Εκείνος όστις δίδει το ύδωρ το ζων εκ του οποίου πας οπίνων <<ου μη διφύσει εις τον αιώνα αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ γεννήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον>> (Ιωάνν. 4-14).
Ο Κύριος είναι ο υποσχεθείς εις τους ανθρώπους ότι <<εάν τις τον εμόν λόγον τηρήσει, θάνατον ου μη θεωρήσει εις τον αιώνα>> (Ιωάνν. 8-15). Ο Απόστολος Πέτρος απαντών εις την παρατήρησιν του Κυρίου λέγει <<Κύριε προς είναι απελευσόμεθα ρήματα ζωής αιωνίου έχεις και ειμίς πεπίστευκα μεν και εγνώκαμεν ότι σε εί ο άγιος του Θεού>> (Ιωάνν. 6-68-69).
4
Ο Μέγας Διδάσκαλος προσευχόμενος προς τον Πατέρα Του εν τη αρχιερατική Του προσευχή λέγει <<Και νυν δόξασον με συ πάτερ παρά σε αυτώ τη δόξα η είχον του τον κόσμον είναι παρά Σοι>> (Ιωάνν. 17-5). Υπό των συμπορευόμενων μετά του Ιησού μαθητών Λουκά και Κλέοπα εις Εμμαούς χαρακτηρίζεται ο Κύριος ως προφήτης <<οι δε είπον αυτώ τα περί Ιησού του Ναζαρηνού ως εγένετο ανήρ προφήτης δυνατός εν έργω και λόγω εναντίων του Θεού και παντός του λαού>> (Λουκά 24-19).
Εν τοις πρόσθεν έχει ήδη καταδειχθεί η αναμαρτησία του Κυρίου και συνεπώς πας λόγος περί αυτής εν ταύθα θεωρείται ταυτολογία. Τούτο μόνον λέγομεν ότι η πλήρης συμμόρφωσις βίου και θεωρίας παρά τω Κυρίω αποτελεί καθολικόν δίδαγμα της Αγίας Γραφής του Κυρίου διδάσκοντος τους ανθρώπους όπως μιμηθούν τον βίον Του. <<Υπόδειγμα γαρ έδωκα ημίν ίνα καθώς εγώ εποίησα ημίν και ημείς ποιείτε>> (Ιωάνν. 13-15) και τούτο διότι <<όν απέστειλεν ο Θεός τα ρήματα του Θεού λαλεί>> (Ιωάννου 3-34).
Ο δε Απόστολος Πέτρος ομιλών περί του Κυρίου ως υπογραμου λέγει ότι <<Χριστός έπαθεν υπέρ ημών, υμίν υπό λιμπάνων υπογραμμών ίνα επακολουθήσετε τοις ίχνεσιν αυτού>> (Α’ Πέτρου 2-21). Το κύρος και την αυθεντίαν μεθ’ ης ο Κύριος εδίδασκε καταδεικνύουν πλείστα χωρία εν οις και το χωρίον Ματθαίου 7-29 <<ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι γραμματείς αυτών>>. Το χωρίον επίσης Μάρκου 1-22 λέγει ότι <<εξεπλήσοντο επό τη διδαχή αυτού ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων και ούχ ως οι γραμματείς>>. Το χωρίον Μάρκου 1-27 λέγει <<Και εθάμβησαν άπαντες ώστε λέγοντες τι εστίν τούτο, διδαχή καινή κατ’ εξουσίαν και τοις πνεύμασι τοις ακάθαρτοις επιτάσσει και υπακούσιν αυτώ>>.
Το κάλος και η βαθύτις των εννοιών τας οποίας εχρησιμοποίει εις το κήρυγμα Του ηνάγκαζον τους ακροατάς Του Ιουδαίους να αναγνωρίζουν την θείαν Αυτού υπεροχήν και το αξίωμα Του ως του κατ’ εξοχήν προφήτου. <<Οι δε όχλοι έλεγον αυτός εστίν ο προφήτης Ιησούς ο από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας>> (Ματθ. 21-11, Ματθ. 22-36, Μάρκου 1-21-22, Ιωάννου 3-2-6-14,7-40). Τον τίτλον του Κυρίου ως διδασκάλου και καθηγητού αποδέχεται ο Κύριος απονεμόμενον εις Αυτόν υπό των μαθητών Του λέγων <<ημείς φωνείτε με ο διδάσκαλος και ο Κύριος και καλώς λέγεται ειμί γαρ (Ιωάννου 13-13). Παραγγέλλει όμως εις τους μαθητάς Του όπως μη χρησιμοποιήσουν δι’ εαυτούς τον τίτλον του καθηγητού <<μηδέ κληθείτε καθηγηταί ότι καθηγητής ημών εις εστίν ο Χριστός>> (Ματθ. 23-10).
Την διδασκαλίαν περί του προφητικού αξιώματος του Κυρίου διδάσκει και η Ιερά Παράδοσις περί του Κυρίου ως προφήτου ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει <<Το αψευδές στόμα εν ω ο πατήρ ελάλησεν ελάλησεν αληθώς>> (Β.Ε.Π. 2-276). Επί του αυτού θέματος ο Παμφίλου Ευσέβιος σημειοί <<Μόνος Αρχιερεύς των όλων και μόνος απάσης της κτίσεως Βασιλεύς και μόνος προφητών αρχιπροφήτης του Πατρός τυγχάνων>>. Το Αρχιερατικό αξίωμα που έχει αποδοθεί στον Κύριο προς χάρην προσωπικών συμπαθειών όπως γίνεται συνήθως. Το Αρχιερατικό αξίωμα ο Κύριος δικαίως το κατέστησε με την προσφορά του στην υπηρεσία της Σωτηρίας της ανθρωπότητας Αξίως και Δικαίως απενεμήθη στον Κύριο το Αρχιερατικόν Αξίωμα.
5
Λέγοντες Αρχιερατικόν Αξίωμα εννοούμε παν ότι ο θεάνθρωπος Ιησούς έπαθεν ταπεινώσας Εαυτόν γενόμενος άνθρωπος κατά την επίγεια ζωή Του. Από την στιγμή της συλλήψεως Του εις την αειπαρθένο Μαρία έως τον θάνατο Του επί του Σταυρού δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Το αρχιερατικόν αξίωμα περίκλειε μια σειρά δράσεων του Κυρίου που Θείω Δικαίω είχαν προγραμματιστεί πριν γνωστοποιηθεί το απ’ αιώνων σεσιγημένον άγγελμα της σωτηρίας των ανθρώπων. Λαμβάνει προσωρινό τέλος δια του θανάτου του Κυρίου. Συνεχίζεται όμως διηνεκώς ευδικίσαντος του Θεού τόσον επί της γης όσον και εν τοις ουρανοίς.
Ως ήδη προελέχθη αποτελούσα η Παλαιά Διαθήκη σκιάν και προτύπωσιν των μελλόντων κατά την εποχήν της Καινής Διαθήκης να συμβούν, προεικόνισε και το αξίωμα του Αρχιερέως. Υπαρχούσης πανανθρωπίνως της συνειδήσεως της αμαρτίας και της ενοχής συνυπήρχε και η προσπάθεια των ανθρώπων δια την εξαγωγή των εκ της καταστάσεως της θλίψεως και της ηθικής κακοδαιμονίας. Και εις μεν τας εθνικάς θρησκείας αίτινες αποτελούν έκφανσιν της εσπιλωμένης Θείας Ιδέας εις τους ανθρώπους, έχουμε την ύπαρξιν ιερέων και αρχιερέων προσφερόντων θυσίας είτε προς εξευμενισμόν τον ποικίλων και πνεόντων κατά των ανθρώπων προς κάποια θεότητα, είτε προς επίκληση οιασδήποτε θείας βοηθείας. Κυρίως όμως αι θυσίαι είχαν τον σκοπόν της καταπραΰνσεως και του εξευμενισμού των εθνικών θεοτήτων.
Παρά το Ισραήλ, θεία ενέργεια και επέμβαση, η παράστασις και η ιδέα του Θεού διετηρήθη κεκαθαρμένη από τα μυθεύματα της ειδωλολατρίας έχουμε το φαινόμενον της υπάρξεως αρχιερεώς και ιερέων αίτινες προσφέροντες καθημερινώς θυσίας εις τον αληθή Θεό. Επεκαλούντο την ευσπλαχνίαν Του δια την συγχώρησιν των αμαρτιών των ανθρώπων και ταυτοχρόνως την βοήθειαν Του δια τας διαφόρους ανάγκας των. Η ευχαριστούσαν και εδοξολογούσαν Αυτόν εκφράζοντες τα ευγνώμονα συναισθήματα των προς τον ευεργέτη Θεόν. Αι Ιλαστήριαι εις τον Θεόν προσφερόμεναι θυσίαι των Ισραηλιτών είχον την έννοιαν της αντιπροσωπευτικής θυσίας. Αισθανόμενος ο Ιουδαίος την ενοχήν δια την καταπατηθείσαν θείαν βουλήν μη δυνάμενος δε να θυσιάσει εαυτόν, πράγμα που ο Θεός δεν ήθελε εθυσιάζε ένα ζώο.
Η ζωή του οποίου τοιουτοτρόπως προσεφέρετο θυσία εις τον Θεόν εκφραζόμενη και εμφαινόμενη εις την έκχυσιν του αίματος του ζώου. Δια της τοιαύτης θυσίας των ζώων επίστευων τοι Ισραηλίται ότι εξιλεώνοντο ενώπιων του Θεού δια τας αμαρτίας των, γεγονός δια το οποίον και την θείαν βοηθείαν και ευσπλαχνίαν επεκαλούντο.
Η προδιατύπωσις όμως κυρίως της θυσίας του Κυρίου παρίσταται κατά την ημέραν του εξιλασμού ότε ο Αρχιερεύς τον προσφερόμενον εις αυτόν τράγον χρησιμοποιών ως μέσον εξιλασμού ελάμβανε. Έθετε τας χείρας του επ’ αυτόν επικαλούμενος τον Θεόν όπως δεχθεί και αι αμαρτίαι ολοκλήρου της Ιουδαϊκής κοινότητας επιτεθούν επί του ζώου τούτου.
6
Ακολούθως δε παρέδιδε τούτον εις τους άλλους ανθρώπους οίτινες τον καταδίωκων αναγκάζοντας αυτόν να έβρει τον θάνατον εις την έρημον (το λαϊκό λεγόμενον αποδιοπομπαίος τράγος). Τον χαρακτήρα επίσης της εξιλαστηρίου θυσίας έχει και η κατά την αυτήν ημέραν του εξελισμού η είσοδος του αρχιερέως εις τα Αγία των Αγίων όπου εράντιζε με το αίμα θυσιασθέντων ζώων τα εις τα Αγία των Αγίων εβρισκόμενα Ιερά αντικείμενα επικαλούμενος την θείαν ευσπαλχνίαν και συγχώρησιν των αμαρτιών των Ιουδαίων.
Ο Ιουδαίος αυτός Αρχιερεύς αποτελούσε την προδιατύπωσιν και προεικόνησιν του ύψιστου μέγιστου αληθούς και μόνου Αρχιερέως Ιησού Χριστού. Όστις κατελθών επί της γης και μορφήν δούλου λαβών προπηλακησθείς, εμπαιχθείς, διασυρθείς και συκοφαντηθείς δια εμπτησμού υπό των ανθρώπων εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου δε δια σταυρού. Και οι μεν Αρχιερείς των Ιουδαίων ήσαν πολλοί και αι υπ’ αυτών προσφερόμεναι θυσίαι δια την εξιλέωσιν των ανθρώπινων αμαρτίων ήσαν αναρίθμητοι των αρχιερέων κατά την τάξιν του Άαρων.
Η θυσία του Κυρίου Ιησού Χριστού εγένετο μη κληρονομήσαντος το αρχιερατικόν αξίωμα κατά την διαδοχήν ως συνέβαινε με τους Αρχιερείς των Ιουδαίων. Του Κυρίου γενομένου Αρχιερέως κατά την τάξιν Μελχισεδέκ αρχιερέως και βασιλέως Σαλήμ, όστις εξεικονίζεται εν τη Παλαιά Διαθήκη ως απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος ως συμβαίνει και με τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν τον απάτωρα εκ μητρός και αμήτωρ εκ πατρός κατά την πατερική διατύπωση. Η διαφορά επίσης μεταξύ Ιουδαίου Αρχιερέως και Αρχιερέως Ιησού Χριστού μέγιστη.
Μέγιστο επίσης διαφοράς είναι και το ότι οι μεν θυσίαι της Παλαιάς Διαθήκης ήσαν μεν αιματηραί, αλλ’ ήσαν θυσίαι ζώων, ενώ η θυσία του Κυρίου ήτο προσφορά της ιδίας Αυτού ζωής δια της οποίας κατέστη δυνατή αληθώς η εξιλέωσις του ανθρώπου ενώπιων του Θεού. Η γενόμενη κατά του Θεού προσβολή δια της προπατορικής αμαρτίας δεν ήτο δυνατόν να εξιλεωθεί δια της θυσίας απείρου αριθμού ζώων. Ακόμη και ανθρώπων δοθέντος ότι η προσβολή εγένετο κατά του απείρου και παναγίου Θεού ως τοιαύτη δε προς ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης απαιτούσε θυσίαν όντος άπειρον αξίαν έχοντος. Διότι η προσφορά της ζωής ανθρώπου έστω και αν ήτο πάσα η ανθρωπότις καθότι έχουσα πεπερασμένη αξίαν δεν θα ήτο επαρκής δια την εξιλέωσιν των ανθρώπων προ του προσβληθέντος απείρου θείου μεγαλείου.
7
Ένεκα τούτου ηυδόκισεν ο Θεός ίνα αποστείλει τον Μονογενή Αυτού Υιόν εις τον κόσμον όστις ενούμενος μετά της ανθρώπινης φύσεως θα ηδύνατο να προσφέρει θυσίαν την ανθρώπινην αυτού φύσιν της θείας ούσης απαθούς. Ήτις είχε άπειρον αξίαν λόγω της υποστατικής ενώσεως της ανθρώπινης μετά της θείας φύσεως. Δια της θυσίας Αυτού ο Κύριος εκπροσωπών ως άνθρωπος ολόκληρον το ανθρώπινον γεγονός έσωσε την ανθρωπότητα εκ της καταδίκης του αιωνίου θανάτου και του διαβόλου, απαλλάξας τον πεσόντα και προσβάλοντα την θεία μεγαλειότητα άνθρωπον μετά του Θεού, επαναγάγων τούτον εις την αρχέγονον μακαριότητα, όχι μόνον δια της σταυρικής Αυτού θυσίας αλλά και της Αναστάσεως Του.
Πιστεύων ο άνθρωπος εις το έργον του Κυρίου και βαπτιζόμενος μπορεί και πάλι να ανακτήσει την προ της πτώσεως υπάρχουσα αρχέγονον δικαιοσύνην και να καταστεί υιός Θεού και κληρονόμος της θείας βουλήσεως. Είναι περιττό να πούμε ότι το κίνητρο της ελεύσεως του Κυρίο εις τον κόσμο είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο κατά τρόπον προς τον άνθρωπον άγνωστον και ακατάληπτον δια των ενεργειών της ιδιότητος της αγάπης ικανοποίησε το αίτημα της απολυτρώσεως του ανθρώπου ικανοποιήσας την ιδιότητα της Θείας Δικαιοσύνης.
Δια της θυσίας του Κυρίου ήρθη η ενοχή και η αμαρτία των ανθρώπων όχι μόνον η προπατορική αλλά και πάσα άλλη ή κατ’ ελεύθερον βούλησιν προσωπική αμαρτία. Του ανθρώπου λυτρωθέντος και Υιού του Θεού καταστάντος εννοείται βεβαίως ότι δια ταύτα προϋποτίθεται η ελευθέρα υποκειμενική προσοικείωσις του ανθρώπου προς την απολύτρωσιν.
Δόξα τοις ανθρώποις τον παράδεισον δόντι. Δόξα πάση τοις ζώοις τω την γην δεδιοκότι.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια