ΚΕΙΜΕΝΟΝ 20 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 9 Ιουν 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά

1
Βέβηλον νούν Ιησού περιφέρων αναβοώσοι καθαρόν του ρύπου με των πταισμάτων και λυτρώσουμε τον εις βάθη κακίας εξ αγνοίας κατολισθήσοντα Σωτέρ Ιησού μου σώσον με δέομαι.
Ως ελέχθη ρητώς στα προηγούμενα ο Ιωάννης εν τω προοιμίω του Ευαγγελίου του 1-14 μαρτυρεί περί της σαρκώσεως του Θείου Λόγου. Ο αυτός Ευαγγελιστής ομιλών εις την πρώτην καθολικήν επιστολήν του περί του Κυρίου εκθέτει την άμεσον εμπειρίαν. Ης έτυχεν ο ίδιος θεωρήσας ακούσας και είδων δια των ιδίων αυτού οφθαλμών και ψηλαφήσας δια των ιδίων αυτού χειρών τον θεάνθρωπο (Α’ Ιωάννου 1,1-2). Ως άνθρωπος ο Κύριος εν τη Καινή Διαθήκη παρίσταται ως έχων ανάγκην φαγητού και ποτού.
Μετά από σαρανταήμερον νηστείαν επείνασε (Ματθ. 4-2). Ο ομιλών περί εαυτού παριστά εαυτόν ως πεινόντα και τρωγόντα (Ματθ. 11,19, Ιωαν. 4,7 και 19,28). Παρίσταται δε ως καθεύδων εν τω πλοίω (Ματθ. 8,24) και αναπαυόμενος εκ των κόπων Αυτού. Το μέγα όμως και επιβεβαιωτικόν της ανθρώπινης αυτού φύσεως στοιχείων είναι ο υπό σύμπασης της Καινής Διαθήκης μαρτυρούμενος θάνατος Αυτού επί του Σταυρού.
Του σώματος αυτού χωρισθέντος δια του μαρτυρικού θανάτου εκ της ψυχής. Περί της ψυχής του Ιησού μαρτυρεί ότι αυτή υπόκειται εις τα ανθρώπινα πάθη της αγανακτήσεως και της οργής (Ιωάννου 2,15-17, Ματθ. 17, 17-23,13). Της υποταγής εις τον Πατέρα Του (Ιωάνν. 5-30-6-38) της προσευχής Του προς Αυτόν (Εβρ. 5-7 Ματθ. 11-25-14,23) της Αγάπης προς τους φίλους Του (Μάρκου 10-21 Ιωάνν. 11-35). Περί δε του παθητού του Κυρίου ως ανθρώπου εδίδαξεν ο ίδιος ο Κύριος εν τω χωρίω Λουκά 24-26 το αυτό δε διδάσκει και ο Απόστολος Πέτρος εις το χωρίο (Α’ Πέτρου 2-21 Α’ Κορινθ. 2-8, Πράξ. 3-15, Φιλιπ. 2-6, Α’ Τιμ. 2-5).
2
Το δόγμα περί της θεότητος του Κυρίου και της ανθρωπότητος Αυτού δεν διδάσκει μόνον η Αγία Γραφή αλλά και η Ιερά Παράδοσις. Αλαθήτως και Αυθεντικώς αποφανθείσα η Εκκλησία εν τη τρίτη Οικουμενική Σύνοδο εδίδαξεν. <<Ομολογούμεν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν τον Υιόν του Θεού τον Μονογενή Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον. Εκ ψυχής λογικής και σώματος ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα. Δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονε Δύο ένα Χριστόν, ένα Υιόν, ένα Κύριον ομολογούμεν. Κατά αυτήν την της ασυγχύτου ενώσεως έννοια ομολογούμεν την αγίαν Παρθένον θεοτόκον δια τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπήσαι και εξ αυτής της συλλήψεως ένωσαι εαυτώ τον εξ αυτής ληυθέντα ναόν>>.
Η τέταρτη οικουμενική Σύνοδος διατυπώσασα αλαθήτως το δόγμα της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων εν τω ενί Πρόσωπω του Θείου Λόγου απεφάνθη. <<Ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητη Θεόν αληθώς και άνθρωπον.
Αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος ομοούσιον τω Πατρί κατά την Θεότητα και ομοούσιον τον αυτόν ημίν κατά την ανθρωπότητα εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεότόκου (γενηθέντα) κατά την ανθρωπότητα ένα και τον αυτόν Χριστόν. Υιόν Κύριον Μονογενή εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον ουδαμού της των φύσεων διάφορας ανηρημένης δια την ένωσιν. Σωζόμενης δε μάλλον της ιδιότητος εκάτερας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης. Ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον>>.
Εκτός όμως της επισήμως διατυπωθείσης δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας εν Οικουμενικές Συνόδους ομιλών ο Ιερός Δαμασκηνός περί της πραγματικότητας της ενανθρωπήσεως του Κυρίου εκφαινόμενης δια της παρουσίας των αδιάβλητων λεγόμενων παθών λέγει ότι τοιαύτα είναι <<η πείνα, η δίψα, κόπος, πόνος, το δάκρυον, η φθορά, η του θανάτου παραίτησις, η δειλία, η αγωνία, εξ ης οι ιδρώτες, οι θρόμβοι του αίματος. Η δια το ασθενές της φύσεως υπό των αγγέλων βοηθεία και τα τοιαύτα άτινα πάσει τοις ανθρώποις φυσικώς ενυπαρχούσης>>.
Ο δε Κύριλλος ο Ιεροσολύμων αντεπεξερχόμενος κατά των Δοκητών περί του πραγματικού της του Κυρίου ενανθρωπήσεως ομιλών λέγει <<Καν αντιλέγουσιν οι ερετικοί προς την αλήθειαν ελέγξει αυτούς το Πνεύμα το Άγιον αγανακτήσει η δύναμις η επισκιάσασα της Παρθένω αντικαταστήσεται. Γαβριήλ αντιπρόσωπος εν ημέρα κρίσεως καταισχύνει αυτούς ο της φάτνης τόπος ο δεξάμενος τον Δεσπότην ποιμένες μαρτυρούσιν οι τότε ευαγγελισθέντες και η στρατιά των αγγέλων των αινούντων και υμνούντων>>.
3
Ο δε Γρηγόριος ο Νύσσης ομιλών περί της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου γράφει ότι αυτή <<ανακραθείσα προς το Θείον ουκέτι εν τοις εαυτοίς όρους τε και ιδιώμασι μένει αλλά προς το επικρατούν τε και υπέροχον αναλαμβάνεται>>. Ενωθείσης της Θείας και της ανθρώπινης φύσεως υπό το πρόσωπον του Θείου Λόγου προέκυψαν ορισμέναι δογματικαί ακολουθίαι εις την εξέτασιν των οποίων θα πούμε στη συνέχεια. Αι δογματικαί αυταί ακολουθίαι της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων είναι:
Α) αντίδοσις ή κοινοποίησις των ιδιωμάτων
Β) Θέωσις της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου
Γ) Ο Κύριος ως άνθρωπος κατά φύσιν Υιός του Θεού
Δ) Γνώσις και δύναμις του Κυρίου
Ε) Το αναμάρτητον του Κυρίου
ΣΤ) Μια προσκύνησις του Ιησού Χριστού
Ζ) Η Μαρία αληθής Θεοτόκος και αειπαρθένος
Η αντίδοσις ή η κοινοποίησις των ιδιωμάτων της Θείας φύσεως εις την ανθρώπινην και αντιστρόφως λόγω της ενότητος του προσώπου. Ένεκα της ανταποδόσεως ή κοινοποιήσεως των ιδιωμάτων του Θείου Λόγου απονέμονται εις τον Ιησού Χριστό ως Θεόν ιδιώματα της ανθρώπινης φύσεως Του. Ως άνθρωπον δε με ιδιώματα της θείας Αυτού φύσεως. Εννοείται ότι η αντίδοσις και μετάδοσις αυτή των ιδιωμάτων στηρίζεται και μόνον επί της ενότητας του προσώπου χωρίς να δύναται να λεχθεί ότι η αντίδοσις αυτή πραγματοποιείται επί εκατέρας φύσεως καθ’ εαυτήν αλλά γίνεται εν αναφορά προς το πρόσωπον του Θείου Λόγου μόνον. Λέγομεν κατά ταύτα ότι ο άνθρωπος Ιησούς έπαθεν όχι όμως και η Θεία Αυτού φύσις.
Ως Θεός ο Κύριος είναι πανταχού παρόν, δεν είναι όμως και η ανθρώπινη Αυτού φύσις πανταχού παρούσα. Τούτο ακριβώς δεν είχαν προσέξει οι Μονοφυσιταί και οδηγήθησαν εις την αντίδοσιν των ιδιωμάτων εκατέρας φύσεως προς την άλλην καθ’ εαυτήν όχι εν αναφορά προς το πρόσωπον του Θείου Λόγου. Αποδεχθέντες την κακοδοξίαν περί απορροφήσεως της ανθρώπινης φύσεως υπό της Θείας. Ο Θείος Λόγος λόγω της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων μεταδίδει εις την ανθρώπινην φύσιν τας καταστάσεις της θείας φύσεως και προσοικοιούται τας καταστάσεις και ιδιότητας της ανθρώπινης.
4
Ενεργών ως Θεός συμμετέχει των ανθρώπινων ενεργειών, ενεργών δε ως άνθρωπος συμμετέχει των θείων. Η τοιαύτη διδασκαλία ρητώς και κατηγορηματικώς αναπτύσσεται υπό του Ιερού Δαμασκηνού. <<Επί της υποστάσεως εκ των συναμφότερων ενός των μερών ταύτην ονομάσωμεν αμφότερων των φύσεων τα ιδιώματα αυτή επιτίθεμεν και γαρ ο Χριστός εστί το συναμφότερον και Θεός και άνθρωπος λέγεται και κτιστός και άκτιστος και παθητός και απαθής και όταν εξ ενός των μερών Υιός Θεού και Θεός ονομάζεται. Δέχεται τα της συνυφεστηκυίας φύσεως ιδιώματα ήτοι της σαρκός και κυρίως της δόξης εσταυρωμένος όχι ως Θεός αλλά ως άνθρωπος ο αυτός και Υιός ανθρώπου ονομάζεται.
Δέχεται τα της θείας φύσεως ιδιώματα και αυχήματα ως αϊδίον προαιώνιον άνθρωπος άναρχος και παιδιόν και άνθρωπος αλλά και Θεός ως προαιώνιος γέγονεν επ’ εσχάτων παιδίων και αυτός εστίν ο τρόπος της αντιδόσεως εκατέρας φύσεως αντιδιδούσης τη ετέρα τα ιδιά δια την της υποστάσεως ταυτότητα και την εις άλληλα αυτών περιχώρησιν. Κατά τούτου μπορούμε να πούμε περί Χριστού ούτος ο Θεός ημών επί της γης Όφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη και ο άνθρωπος ούτος <<άκτιστος εστί και απαθής και απερίγραπτος>> (Ιωάννου Δαμασκηνού).
Η αντίδοσις των ιδιωμάτων υπό των προσώπων του Θείου Λόγου διδάσκεται υπό της Αγίας Γραφής εμφανώς ως το χωρίον <<ουδείς ανέβηκεν εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς ο Υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ>> (Ιωάννου 3-13). Μαρτυρεί ότι ο μετά του Νικόδημου συνδιαλεγόμενος Κύριος άνθρωπος ων θεωρείται ο εκ του ουρανού καταβάς Κύριος. Εν τω χωρίω των Πράξεων 20-28 ο Απόστολος Παύλος διδάσκων την ως άνω διδασκαλίαν ομιλεί περί του Θεού του εκχύσαντος το Αίμα Αυτού χάριν της Εκκλησίας <<την Εκκλησίαν του Θεού ην περιεποιήσατο δια του ιδίου <<αίματος>>. Το αυτό νόημα εκφράζει και το χωρίον Α’ Κορινθ. 15-47 (ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος εξ ουρανού).
Ως έτερα ακολουθία της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων του Κυρίου υπό το πρόσωπον του Θείου Λόγου κατονομάζομεν την θέωσιν της ανθρώπινης Αυτού φύσεως. Λέγοντες θέωσιν της ανθρώπινης φύσεως ενοούμεν την ανάληψιν αυτής υπό της Θείας φύσεως και τον εμπλουτισμό αυτής εις ανώτεραν πληρότητα και ενέργειαν ένεκα της οποίας δυνάμεθα να ομιλούμεν περί της θεανδρικής ενέργειας του Κυρίου. Προυποτιθέμενων δύο θελήσεων και ενεργειών εν τω Κυρίω υπαρχουσών. Μόνο τούτο δυνάμεθα να γίνει λόγος περί θεανδρικών ενεργειών του Κυρίου του Ιερού Δαμασκηνού προς τούτο σημειούντος <<ουκ ανθρωπίνως έπραττε τα ανθρώπινα ου γαρ άνθρωπος μόνον αλλά και ο Θεός ουδέ θεϊκός ενεργεί τα θεία ου γαρ Θεός μόνον αλλά και άνθρωπος>>.
5
Η ανθρώπινη κατά ταύτα του Κυρίου φύσις ενωθείσα με τα της Θείας λαμβάνει παρ’ αυτής δώρα τινά άτινα εξυψούμεν την ανθρώπινη φύσιν. Η τελευταία όμως δεν μεταβάλλει ουσίαν και φύσιν ουδέ εκτρέπεται του πεπερασμένου αυτής χαρακτήρος αλλ’ ως η έκτη Οικουμενική Σύνοδος εδογμάτισε <<διαμένουσα εν τω ιδίω αυτής όρω τε και λόγω>>. Εις την περίπτωσιν παραδείγματος χάρη της εις Άδου καθόδου του Κυρίου η ανθρώπινη του Ιησού ψυχή όπως και το σώμα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πανταχού παρόντα. Αλλά λόγω του πεπερασμένου της φύσεως αυτών η μεν ψυχή του Κυρίου εβρίσκετο μόνον εν τω Άδη, το δε σώμα μόνον εν τω τάφω.
Εν αντιθέσει προς την Θείαν Αυτού φύσιν ήτις πανταχού παρούσα εβρίσκετο τόσον μετά του σώματος όσον και μετά της ψυχής αδιασπάστως ηνωμένη ως επίσης και εν τω παντί. Ο Ιερός Δαμασκηνός περί της θεώσεως της ανθρώπινης φύσεως προσφυώς παρατηρεί << των μεν οικείων αυχημάτων η θεότις τω σώματι μεταδίδοσει αυτή δε των της σαρκός παθών διαμένει αμέτοχος. Ου γαρ ώσπερ δια της σαρκός η Θεότις ενηργεί ούτω και δια της θεότητος η σαρξ αυτού έπασχεν. Όργανον γαρ η σαρξ της θεότητος εχρημάτησεν>>.
Η ακολουθία αυτή της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων του Κυρίου σημαίνει ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνον κατά φύσιν Υιός του Πατρός ως Θεός αλλά και κατά την ανθρώπινην Αυτού φύσιν τούτο λόγω της υποστατικής ενώσεως. Αποδίδομεν ούτως εις τον άνθρωπον Ιησού Χριστόν την κατά φύσιν υιοθεσίαν Αυτού εκ του Πατρός. Ουχί όμως και καθ’ εαυτήν εννοούμενην αλλά πάντοτε λόγω της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων. Η διδασκαλία αυτής της κατά φυσιν υιότητας του ανθρώπου Ιησού εκ του Θεού Πατρός αντιτίθεται άρδην προς την θεωρίαν των υιοθετιστών Μοναρχιανών. Κατά την οποίαν ο Ιησούς Χριστός υιοθετήθη υπό του Θεού Πατρός εν τω Ιορδάνη ποταμώ κατά την βάπτισην και ότι εγένετο θετός υιός του πατρός μη ων φυσικός τοιούτος.
Το ότι η κακοδοξία αυτή του υιοθετισμού καθ’ ην υπάρχουν δύο υιοί ο εις ο κατά φύση υιός και ο έτερος ο κατά χάριν. Αναιρείται υπό της Καινής Διαθήκης και της Ιεράς Παραδόσεως οίτινες ταυτίζουν τον Κύριον Ιησού Χριστό τον κατά σάρκαν απόγονον του Αβραάμ και του Δαυίδ. Του οποίου αι γενεολογίαι παρατίθενται εν τοις Ευαγγελίοις προς τον Θείον Λόγον σάρκα προσλαβόντα (Ιωάννου 1-14). Είναι ανάγκη να πούμε την διδασκαλίαν ταύτην περί της υιοθεσίας υπό του Θεού Πατρός του Ιησού Χριστού ως ανθρώπου ουχί βεβαίως της κατά χάριν. Αλλά την κατά φύσιν υιοθεσίας διδάσκουσα η Αγία Γραφή λέγει εις το χωρίον Ιωάννου 3,16 <<Ούτος γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απολήται αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον>>.
6
Εις την προς Ρωμαίους επιστολήν 8-32 ο Απόστολος Παύλος διδάσκει ότι ο Θεός πατήρ χάριν της απολυτρώσεως των ανθρώπων παρέδωσεν τις θάνατον τον κατά φύσιν μονογενή Αυτού Υιόν << Ως γε του ιδίου υιοήυ ουκ εφείσατο αλλά υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν πως και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται>>. Εκτός όμως της Αγίας Γραφής σαφώς διδασκούσης την ως άνω διδασκαλία και ο Ιερός Δαμασκηνός γράφει <<ένα υιόν του Θεού και μετά την ενανθρώπισιν και υιόν ανθρώπου τον αυτόν ένα Χριστόν ένα Κύριον τον μόνον Μονογενή υιόν και λόγον του Θεού>>.
Λέγοντες ότι η ανθρώπινη γνώσις, βούλησις και δύναμις λαμβάνει παρά της Θείας φύσεως του Κυρίου προσόντα υπέροχα και εξαίρεται δεν αποκλείομεν πάσαν εμπειρικήν διάταξιν και επέκτασιν της ανθρώπινης γνώσεως βουλήσεως και δυνάμεως της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου. Εκ παραλλήλου όμως προς την κατ’ εμπειρίαν αύξησιν και εξέλιξιν του ανθρώπου Ιησού <<Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώπους>> (Λουκά 2-52). Εκ της Θείας φύσεως συνέπεια της υποστατικής ενώσεως μεταδίδονται εις την ανθρώπινην φύσιν του Κυρίου εξαίρεται ιδιότητες και προσόντα τα οποία την γνώσιν και βούλησιν και την δύναμιν της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου καθιστούν υπεροχότερας και εξόχως ανεπτυγμένας. Χωρίς βεβαίως αυταί να μεταβάλουν φύσιν τρεπόμεναι λόγω της υποστατικής ενώσεως εκ της ιδίας αυτών φύσεως και ουσίας.
Τοιουτοτρόπως η γνώσις του ανθρώπου Ιησού και εμπειρικώς αυξάνεται προσδεχόμενη νέας γνώσης αλλά και λόγω της υποστατικής ενώσεως προσδέχεται υπερφυσικάς αποκαλύψεις. Ως είναι η γνώσις του μέλλοντος, παρόντος και παρελθόντος ως και των κρυφιών και αφανών πράξεων των ανθρώπων. Δεν δύναται να μεταβληθεί εις παγγνωσίαν όπερ αποτελεί ιδίωμα ακοινοποίητον της θείας φύσεως. Φωτίζεται και διευρύνεται η γνώσις του ανθρώπου Ιησού δια του φωτισμού της Θείας του Χριστού γνώσεως. Καθιστάμενου ούτω του Κυρίου ως ανθρώπου αμέτοχου πάσης πλάνης μη δυνάμενης όμως της παγνωσίας του Κυρίου να αναχθεί εις την ανθρωπότητα του Ιησού δεσχέρειαν βεβαίως παρουσιάζει ως έχει ήδη παρατηρηθεί το χωρίον Μάρκου 13-32 <<Περί δε της ημέρας εκείνης ή της ώρας ουδείς ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ ουδέ ο Υιός ειμή ο Πατήρ>>.
Παρουσιάζεται ο Ιησούς Χριστός μη γνωρίζων πάντα όσα γνωρίζει ο Πατήρ Αυτού. Η πιο αποδεχτή περίπτωση περί του χωρίου τούτου είναι εκείνη κατά την οποίαν η γνώσις περί εις ομιλεί το χωρίον αναφέρεται μόνον εις την ανθρώπινην φύσιν του Κυρίου και όχι εις την θείαν. Είναι αυτονόητον ότι δια την ανθρώπινην διάνοιαν παραμένει άλυτον το πρόβλημα του κύκλου της ανθρώπινης γνώσεως και των σχέσεων αυτής προς τον της θείας γνώσεως εν ω κινείται. Εκείνο που ελέχθη δια την γνώσιν του Κυρίου ισχύει και δια την βούλησιν και δύναμιν Αυτού της βουλήσεως και της δυνάμεως του ανθρώπου Ιησού μη δυνάμενης να μεταβληθεί εις παντοδυναμίαν. Ως αγιογραφικάς μαρτυρίας την άνωθεν εκτεθείσαν διδασκαλίαν μαρτυρούσας αναφέρομεν τα χωρία Ιωάννου 5-20 <<ο γαρ πατήρ φιλεί τον υιόν και πάντα δείκνυσιν αύτω ω αυτός ποιεί και μείζονα τούτων των δείξει έργα ίνα ημείς θαυμάζητε>>.
7
Το προμηνευθέν χωρίον του Μάρκου 13-32 σχολιάζων ο Μέγας Αθανάσιος γράφει <<την περί του πάντων τέλους ώραν ως μεν Λόγος γινώσκει ως δε άνθρωπος αγνοεί>>. Τα αυτά επαναλαμβάνει βραδύτερον ο ιερός Δαμασκηνός λέγων <<των μεν οικείων αυχημάτων η θεότις τω σώματι μεταδίδωσι αυτή δε των της σαρκός παθών διαμένει αμέτοχος ου γαρ ώσπερ δια της σαρκός η θεότις ενεργεί ούτω και δια της θεότητος η σαρξ αυτού έπασχεν. Όργανον γαρ η σαρξ της θεότητος εχρημάτησεν>>.
Μία εκ των βασικών ακολουθιών της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων υπό το πρόσωπον του Θείου Λόγου είναι η αναμαρτησία του Κυρίου. Το ότι ο Κύριος ήτο απηλαγμένος της προπατορικής αμαρτίας διδάσκει το χωρίο Λουκα 1,35 <<Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις ύψιστου επισκιάσει δύο και το γενόμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού>>. Εκτός της απαλλαγής του Κυρίου εκ της προπατορικής αμαρτίας την αναμαρτησίαν Του διατρανεί περιφάνως η Καινή Διαθήκη.
Ο Κύριος αποδεικνύων την αθωότητα και αναμαρτησίαν Αυτού ερωτά τον περί Αυτόν όχλον <<τις εξ ημών ελέχθει με περί αμαρτίας>> (Ιωάννου 8.46). Βραδύτερον ο θεάνθρωπος ομιλών περί της αναμαρτησίας εαυτού και των σχέσεων Του προς τον διάβολον λέγει <<έρχεται γαρ ο του κόσμου αρχήν και εν εμοί ουκ έχει ουδέν>> (Ιωάννου 14-30). Η Εκκλησία δια των Πατέρων αυτής εδίδαξε ότι ο Κύριος όχι μόνον είχε την τέλειαν αναμαρτησίαν αλλά δεν ηδύνατο ούτε και να αμαρτήσει λόγω της υποστατικής ενώσεως των δύο Αυτών φύσεων.
Περί της μίας προσκυνήσεως του Ιησού Χριστού εννοούμεν τον Ιησού ως Θεός και άνθρωπον απονεμόμενην λατρευτικήν προσκύνηση. Λατρεύομεν κατά ταύτα τον Ιησού Χριστόν όχι μόνον ως Θεόν αλλά και ως άνθρωπον ήτοι αποδίδομεν λατρευτικήν προσκύνησιν και εις την ανθρώπινην Αυτού φύσιν ουχί όμως καθ’ εαυτή και αυτοτελώς θεωρούμενη αλλ’ ένεκα της υποστατικής αυτής ενώσεως μετά της θείας φύσεως. Ο ιερός Δαμασκηνός παρατηρεί <<Εις εστίν ο Χριστός Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος ον προσκυνούμεν συν Πατρί και Πνεύματι μια προσκύνηση μετά της αχράντου αυτού σαρκός ουκ απροσκύνητον την σάρκα λέγοντες προσκυνήται γαρ εν τη μία του Λόγου υπόστασις ήτις αυτή υπόστασις γέγονεν>>.
8
Ο Κύριος χάριν της ανθρωπότητος αποκατάστησε την διακοπήσαν επικοινωνίαν του Παναγίου Θεού και του αμαρτωλού ανθρώπου. Κατέστησε τον άνθρωπον υιόν του Θεού και κληρονόμον των υπεσχημένων ουρανίων αγαθών. Εφώτισε τον νουν αυτού τον υπό της αμαρτίας εσκοτισμένον εκ της αμαρτίας και την εξασθενήσα θέληση προς το αγαθόν. Πάντα ταύτα επετέλεσεν ο Κύριος δια της όλης αυτού ζωής και διδασκαλίας.
Το έργο και η διδασκαλία του Κυρίου δεν μπορεί να διακριθεί κατά τμήματα για λόγους συστηματικούς. Γι’ αυτό του εδόθη ορισμός τριπλούν του Κυρίου αξίωμα του προφήτου ως αρχιερέως και ως βασιλέως. Η προτύπωσις των τριών του Κυρίου αξιωμάτων εβρίσκεται ήδη εν τη Παλαιά Διαθήκη εις τα χωρία Δευτερ. 18-15 <<Προφήτην εν τω αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου αυτού ακούσεσθαι>>. Περί του προφητικού αξιώματος του Κυρίου γίνεται λόγος εις τα χωρία Ησαΐου 24-1-4.
Περί του αρχιερατικού του Κυρίου αξιώματος μαρτυρούν τα χωρία Ψαλμός 109-4 <<ώμοσε Κύριος και ου μεταμεληθήσεται συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ>> και Ιεξεκιήλ 40-1. Περί του βασιλικού αξιώματος ομιλεί η Παλαιά Διαθήκη εις τα χωρία ψαλμών 2ος, 71ος, 109ος Μιχαία 2-13-5,2. Παλαιά Διαθήκη ομιλεί κατά προτύπωσιν και σκιωδώς περί των τριών του Κυρίου αξιωμάτων. Η Καινή Διαθήκη ομιλεί για την εκπλήρωσιν των αξιωμάτων του Κυρίου εις πάρα πολλά χωρία. Θα αναφερθούμε σε αυτά στην συνέχει καθώς θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά περί των τριών αξιωμάτων του Κυρίου.
Δόξα τω καθυποτάξαντι των άλογων των πληθών. Δόξα υπερυψώσαντι πάσαν φύσιν λογική.
Συνέχεια στο επόμενο.


Σχόλια