top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 2 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 19 Ιαν 2022
  • διαβάστηκε 10 λεπτά

ree

1


Ρητορεύουσα γλώσσα ου δυνήσεται πάσα ποιήματα, τα σα ευφημήσαι, εποιήσας ημέρες εν εξ έβδομη πάνταν εκ αυτών επαύσας και ταύτην ευλογή σας καθηγιάσας δι ω βοώμεν.


Ο εν τη Παλαιά Διαθήκη αποκαλυφθείς λόγος του Θεού αποτελεί σκιάν και τύπον της εν τη Καινή Διαθήκη αποκαλυφθείσης και την ουσίαν αποτελούσης Θείας Αλήθειας. Αι υπό Θεόπνευστων ανδρών εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη διαλαμβανόμενων Θείαι Αλήθειαι, διατηρηθείσαι αλώβηται και απαραχάρακται εν τη Εκκλησία διετυπώθησαν αυθεντικώς υπό του οργάνου της Εκκλησίας δια οικουμενικής Συνόδου. Εν Αγίω Πνεύματι συνερχομένης και αλαθήτως διατυπούσης και συστηματικώς αναπτυσούσης τας Θείας Αληθείας. Εκ των προαναφερόμενων γίνεται φανερόν ότι η υπερφυσική Θεία αποκάλυψις περιλαμβάνει τον γραπτόν και άγραφον Θείον Λόγον. Τον εν τη Αγία Γραφή και την Ιερά παράδοση περιλαμβανόμενον.


Ο Θεός σημειωτέον αποκαλυπτών Εαυτόν υπερφυσικώς εις τους ανθρώπους ότε μεν τούτο με λόγο αλλά και με έργο. Βεβαίως οι δύο ούτοι τρόποι αποκαλύψεως του Θεού δεν δύνανται να διακριθώσιν πλήρως απ’ αλλήλων καθόσον συνδέονται στενότατα. Ο Θεός ενεργών εν τη αποκάλυψη δημιουργεί την ιστορίαν της σωτηρίας. Η ιστορία αυτή ελευθέρως διαμορφούμενης προφυλάσσει τους θεράποντας αυτής από της πλάνης και των παθών και οδηγεί τούτους εις το βασίλειον της αληθείας και της αγάπης.


Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι η κατανόηση των δια της υπερφυσικής αποκαλύψεως φανερωμένων Θείων Αληθειών καθίσταται αδύνατος δια των γνωστικών ικανοτήτων του ανθρώπου, διότι ο άνθρωπος ως πεπερασμένον ον αδυνατεί δια των ιδίων δυνάμεων να αναχθεί εις κατανόηση του απείρου όντος. Την αδυναμίαν ταύτην του ανθρώπου αναπληρεί η πίστις προς τον Θεόν. Ήτις το δια της πίστεως καταυγάζον τον άνθρωπον Θείον Φώς καθιστά τούτον ικανόν εις κατανόηση των υπερφυσικών αληθειών (ον και το λεγόμενον η Ορθοδοξία αποκαλύπτεται, δεν διδάσκεται). Αι δύο αυταί πηγαί, η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις αποτελούσε το περιεχόμενον της υπερφυσικής Θείας αποκαλύψεως. Έχουν το ίδιο και το αυτό κύρος και αυθεντία.


2


Για την θεολογία από τον εικοστό αιώνα έχει δοθεί και επιστημονικώς ο όρος. Επιστήμη θεωρείται η συστηματική διαπραγμάτευση και ανάλυση μιας κάποιας περιοχής (αυτόνομης, υλικής ή ιδεολογικής, πνευματικής εν τη περίπτωση ταύτη). Ανάλυση επί του επιστητού επί την βάση αρχών και αξιωμάτων παραγωγικώς, επαγωγικώς αποκτώνται δια συμπεράσματος νέαι γνώσεις αι οποίαι να αποτελούν ένα ενιαίο όλον. Ο ορισμός της επιστήμης δύναται να χρησιμοποιηθεί και δια την θεολογίαν με την διαφοράν ότι εν τη θεολογία το προς εξέτασιν και συστηματικήν έρευνα αντικείμενο δεν ανήκει εις την περιοχήν του επιστητού αλλά στην περιοχή του υπεραισθητού.


Ο Απόστολος Παύλος διδάσκει ότι ο υπό του Αγίου Πνεύματος πεπληρωμένος πιστός δύναται να αντιληφθεί την Θείαν Σοφίαν την κεκρυμένη εν τω μυστηρίω της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Σύμφωνα με τα Θεία αποκαλυφθέντα σκοπός τους είναι η Θεία απολύτρωση του ανθρώπου. Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού δεν ανέκυψε ευθύς εξαρχής θέμα βαθύτερης έρευνας των Θείων Αληθειών. Στον τρέχοντα χρόνο του δεύτερου και τρίτου αιώνα λόγω των τότε εθνικών θρησκευτικών αναγκών προέκυψε η ανάγκη μιας πληρέστερης έρευνας των Θείων Αληθειών. Επί του αυτού θέματος ασχολήθη ο Κλήμης ο Αλεξάνδρειας και ο Ωριγένης.


Σύμφωνα με κάποιους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, η εθνική φιλοσοφία αποτελεί προστάδιον της αληθούς διδασκαλίας. Κατά τον Ιερόν Αυγουστίνον η γνώσις του φθαρτού καλείται επιστήμη, η θέα δε του άφθαρτου αποτελεί την σοφία. Κατά ταύτα η επιστήμη θεωρείται ως η προβαθμίς της σοφίας που είναι εντεταγμένη εν τη αιωνιότητα. Το συμπέρασμα που βγαίνει στην πορεία του χρόνου, η προσπάθεια προς απόκτηση της αληθινής γνώσεως είναι πλέον επιτυχής όσο περισσότερο ο άνθρωπος απολευθερούται από την αμαρτία. Κατά τους νεότερους χρόνους η έννοια της θεολογίας ως επιστήμη κατωχυρούται πλήρως εκ του γεγονότος ότι τόσον η θεολογία, όσον και αι λοιπαί επιστίμαι πρόσκονται γνώσεις δια των αυτών μεθόδων της λογικής διανοήσεως και χρησιμοποιούν τας αυτάς αρχάς και αξιώματα επί των οποίων οικοδομούνται αι νέαι γνώσεις.


Προς ταύτους θα ηδύνατο να λεχθεί ότι μεταξύ των επιστημών και της θεολογίας υπάρχει βασική διαφορά ως προς την αυθεντία. Ήτις δια μεν τα άλλας επιστήμας είναι τα διδάγματα και τα πορίσματα των προγενέστερων θεραπόντων και ερευνητών τούτων ενώ δια την θεολογίαν αυθεντία είναι Αυτός Ούτος ο αλάθητος Θεός. Και ναι μεν είναι αληθές ότι το αντικείμενον της θεολογικής επιστήμης είναι αι υπερφυσικαί αλήθειαι μη δυνάμεναι ως τοιαύται να κατανοηθώσι πλήρως υπό του ανθρώπου, πλην όμως το λογικόν του πιστού καταυγάζεται υπό της πίστεως μη δουλούμενον και αποτυφλωμένο υπό αυτής εις τρόπον ώστε κατά τον καθηγητή κ. Τρεμπέλαν <<οσονδήποτε και αν υπέρκεινται της κατανοήσεως ημών αι θεωρητικαί της θεολογίας αλήθειαι προσλαμβανόμεναι όμως δια της πίστεως μεταδιδούσιν εις εμάς θρησκευτικάς γνώσεις αντικειμενικώς αληθείς>> (Π. Τρέμπελα Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας Αθήναι 1964 Σελ. 141).


3


Ενώ αι φυσικαί και θεωρητικαί επιστήμαι παρέχουν εις τον άνθρωπον σαφή βεβαιότητα περί του υπ’ αυτών ερευνώμενου αντικειμένο, η θεολογική επιστήμη διασαφηνίζει και διατυπώνει συστηματικώς τας υπερφυσικάς αληθείας, καθιστώσα αυτάς εν τω μέτρω του δυνατού κατανοητάς ότι αυταί είναι μεν υπέρ την ανθρώπινην κατάληψιν, δεν αντιτίθεται όμως προς τον ανθρώπινον λόγον. Δυνάμεθα πλήρως ητιολογημένων να κατατάξωμεν την θεολογίαν εις την χορείαν των επιστημών. Ενώ αι άλλαι επιστήμαι αντλούν τας αρχάς και αξιώματα των εκ της υψίστης των επιστημών φιλοσοφίας, η θεολογία έχει ως αρχάς και αξιώματα τα δόγματα της πίστεως. Η σημασία της θεολογίας είναι μέγιστη εκ του γεγονότος ότι εν μέγα μέρος της ανθρωπότητος ομολογεί την εις Χριστόν πίστη και επιθυμεί να ζει και να πλουτεί εις Χριστόν, εις τρόπον ώστε και εις αυτόν τον αρνούμενον της πίστη ταύτην να είναι υποχρεωτική η παραδοχή της θεολογίας ως επιστήμη.


Ο θεράπων της επιστήμης ταύτης ουδεμία σχέση δύναται να έχει προς τον θεράποντα αι οποιασδήποτε άλλης θρησκείας. Διότι ο πρώτος εβρίσκεται προ των διδασκαλιών του χριστιανισμού ως προ αληθειών που ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτει τα μυστήρια Εαυτού για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η θεολογία υπό την προϋπόθεση ταύτην αντλεί το περιεχόμενον της πίστεως από τας πηγάς της Θείας Αποκαλύψεως. Αγίαν Γραφήν και Ιεράν Παράδοσιν προσδοκώντας δε δι’ επιστημονικού τρόπου από τας δεδομένας πηγάς να αντλήσει νέες γνώσεις. Ζητούσα να διαφωτίσει μεταδίδοντας ταύτας εις μια συστηματική ενότητα το ότι κατά το παρελθόν υπό των εχθρών της Ορθοδοξίας επολεμήθη η ένταξη της θεολογίας εις την χορεία των επιστημών, τούτο ανήκει πλέον εις την ιστορία.


Σήμερον ουδείς αμφισβητεί την αυτοτέλειαν και αυτάρκειαν της θεολογίας ως επιστήμη. Δια των επιστημονικών εργασιών πολλών φιλοσόφων και θεολόγων μάλιστα ότι το θρησκευτικόν συναίσθημα είναι εν εκ των πλέον θεμελιωδών στοιχείων του ανθρώπινου είναι. Δεδομένου δε ότι η θεολογία είναι η επιστημονική διαπραγμάτευσις της ύψιστης και τελειότατης Θεία Αποκαλύψεως ήτοι του χριστιανισμού, δικαίως λαμβάνει περίοπτον θέσιν εις την χορείαν των επιστημών παρά το γεγονός ότι επί εν ικανώς μέγα χρονικόν διάστημα είχε περιφρονηθεί υπό πολλών και ίδια υπό των οπαδών του διαφωτισμού.


Τούτο καταδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι η θεολογία δύναται να χρησιμοποιήσει άριστα πάντα τα μέσα και τας μεθόδους τας χρησιμοποιούμενας και υπό των άλλων επιστημόνων. Η διαφορά που υπάρχει της θεολογικής επιστήμης που και την καθιστά ιδιαίτερη είναι ότι τα οφέλη από την επιστημονική έρευνα δεν είναι για όλους ίδια αλλά ποικίλει η αποδοχή της γνώσεως αυτής κατά την πιστή έκαστου. Αυτό είναι επιβεβαίωση ότι η Ορθοδοξία δεν διδάσκεται, κατακτάται μέσα από τον τρόπο ζωής μας. Στους άλλους τομείς τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών μπορούν να γίνουν κτήμα πάντων. Η παρουσίαση όλων των προαναφερόμενων σκοπό έχουν να αναδείξουν τον αγώνα των πατέρων διαχρονικά έως τον προηγούμενο αιώνα για να αντικρούσουν τα ιδεολογήματα της άρνησης.


4


Οι σημερινοί ηγέτες τα έχουν αφήσει όλα στην τύχη τους. Εάν πάσα επιστήμη είναι αναγκαία δια τον άνθρωπο ως υποβοηθούσα εις την εκπλήρωση των σκοπών της ζωής του ανθρώπου, η θεολογική επιστήμη εκτός των σκοπών τούτων επιτελεί και έτερον έργο ασυγκρίτως υψηλοτέρας σπουδαιότητας. Ήτοι υποβοηθεί τον άνθρωπο να έβρει την ασφαλή οδόν της Σωτηρίας Του. Η θεολογία ασκεί διπλούν έργον ενδιαφερόμενη για την παρούσα ζωή αλλά και για την συνέχεια μετά από αυτή της εδώ ζωής. Η έμφυτος εις τον άνθρωπο έφεση προς συστηματικήν έρευνα της αληθείας και προς διασάφησιν , εμβάθυνση και πλουτισμόν των ανθρωπίνων γνώσεων. Αυτό αποτελεί το ελατήριον προς δημιουργίαν πάσης επιστήμης.


Η θεολογική επιστήμη μεταξύ των αλληλοσυγκρουόμενων γνωμών επιτυγχάνει την εύρεση της ορθής οδού προς την Θεία Αλήθεια. Επειδή ο άνθρωπος δύναται να πλανηθεί λόγω της αδυναμίας του ανθρώπινου λογικού, η θεολογική επιστήμη συμβάλει τα μέγιστα στο να προφυλάσσει τον άνθρωπο από την πλάνη δια της αποκεκαλυμμένης και εξακριβωμένης αληθείας της πίστεως του. Η θεολογία εις την σφαίρα του υπερφυσικού διακονούσα δικαίως κατέχει την εμπρέπουσα θέσιν εις την χορείαν των άλλων επιστημών και μάλιστα ορθώς έχει χαρακτηρισθεί ως η κορωνίς των επιστημών κατέχουσα το προβάδισμα. Ίσως θα πρέπει να τονισθεί ότι ο ενασχολούμενος με την θεραπείαν της ιεράς επιστήμης να είναι άνθρωπος διακεκριμένος δια την απόλυτον βεβαιότητα του εις το περιεχόμενο της πίστεως του.


Έτερον σημείον χρίζον ιδιαιτέρας προσοχής είναι ότι ο θεράπων της ιεράς επιστήμης δεν δύναται να χρησιμοποιήσει εν τη ερεύνη του το εσφαλμένον δίδαγμα, επιστήμη δια την επιστήμη και το η τέχνη δια την τέχνη, αλλά να θέσει την επιστήμην εις την υπηρεσία της σωτηρίας των ανθρώπων και της Βασιλείας του Θεού λόγω της απολύτου ιερότητος του αντικειμένου. Ο θεράπων της θεολογίας θεωρείται αυτονόητο ότι δεν δύναται να είναι μόνον ψυχρός ερευνητής επιστήμης αλλά ταυτοχρόνως και απαραιτήτως ο διδάσκαλος και ο ερευνητής των υπερφυσικών Θείων Αληθειών. Κατεξοχήν δε ο μεταποιών ταύτας εις βίωμα και έμπρακτον άσκησιν της κατά Χριστόν αρετής και ζωής. Ως ταπεινός και γνήσιος της θείας επιστήμης θεράπων επιβάλλεται να υπηρετεί εις την προαγωγίν και ευόδωσιν του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων και της δόξης του Θεού.


5


Εκ πάντων τούτων συνάγομεν ότι ο ρόλος της προσωπικότητος του θεράποντος της ιεράς επιστήμης δια την προαγωγίν και εξύψωση ταύτης είναι βασικώς και θεμελιώδης. Δια τον θεράποντα της θεολογίας προϋπόθεσις είναι ακράδαντος πεποίθησης εις τας υπ’ αυτού ερευνώμενας θείας αληθείας και η έμπρακτος αυτών εφαρμογή εις τον βίον του. Κατόπιν των ανωτέρω δυνάμεθα να ορίσομεν την δογματικήν ως την επιστήμην της θεολογίας ήτις συστηματικώς εκθέτει τας δογματικάς αληθείας της Ορθοδόξου πίστεως αι οποίαι περιέχονται εν τη Αγία Γραφή και εν τη Ιερά Παράδοση εν οργανική ενότητα.


Η δογματική μη ανήκουσα ούτε εις τον ερμηνευτικόν ούτε εις τον ιστορικόν και εις τον πρακτικόν της θεολογίας κλάδον, ανήκει εις τον συστηματικόν αυτόν τρόπο. Δεδομένου ότι ο Χριστιανός το περιεχόμενο της πίστεως του δύναται αυθεντικώς να πληροφορηθεί υπό της δογματικής, είναι πρόδηλος η σημασία της μέγιστης αξίας αυτής δια πάντα Χριστιανό. Τούτο ισχύει και όσον αφορά εις τας σχέσεις προς τας διδασκαλίας των ετερόδοξων. Γνωστό της πάση ότι μόνον ο γνωρίζων πλήρως και ορθώς την πίστιν του, δύναται να μην επηρεάζεται και παρασύρεται από τους ετερόδοξους περί πίστεως πιστεύοντας. Ο μη γνωρίζων σαφώς το περιεχόμενο της Ορθοδόξου πίστεως του εύκολα παγιδεύεται στα δίχτυα της ετερόδοξου προπαγάνδας και απομακρύνεται από των σωτηριωδών αληθειών της αμωμήτου Ορθοδόξου πίστεως.


Εις τούτο ακριβώς έγκειται η ύψιστη σημασία της Ορθοδόξου δογματικής ήτις δικαίως έχει χαρακτηρισθεί η σπονδυλική στήλη των θεολογικών μαθημάτων, παρότι από τον προηγούμενο αιώνα είχαν αρχίσει στον τόπο μας να ανθούν αρκετές ετερόδοξες δοξασίες με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να παρατηρείται ραγδαία αποχώρηση από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι υπεραίροντες ως κάτοχοι της Αποστολικής και Πατερικής διαδοχής αρνούνται πεισματικά να μεταδώσουν τις Θείες Αλήθειες στον λαό του Θεού. Σεβαστοί Ιεράρχες, η διαδοχή των Αγίων Αποστόλων δεν είναι μόνο προνόμιο αλλά περιέχει και υποχρεώσεις, αυτό μην το ξεχνάτε.


Η θεολογία αποτελεί ενιαίον και οργανικώς συνδεδεμένον όλον αναφερόμενον εις σωτηρία του ανθρώπου και την δόξαν του Θεού του. Αι βάσεις είναι η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση. Και εάν η δογματική θεωρείται κορωνίς κέντρον το αλάτι της ζωής, τούτο δεν σημαίνει ότι δύναται να υπάρχει ανεξάρτητος αλλά σε στενάς σχέσεις προς τα άλλα της θεολογίας μαθήματα. Αι σχέσεις της δογματικής προς το έτερον του συστηματικού κλάδου το μάθημα της ηθικής είναι στενόταται μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα η δογματική μετά της ηθικής εβρίσκοντο συνενωμέναι. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός διαπραγματεύθει εις το έργον του <<Εκδόσεις Ορθοδόξου πίστεως>> αμφότερας τας επιστήμας ταύτας.


6


Το αυτό συνέβαινε και με τους σχολαστικούς θεολόγους οίτινες εις τα έργα των περιελάμβανον τα δόγματα. Τον δέκατο όγδοο αιώνα με πρώτον ο Λουθηρανός Θεολόγος Γεωργίας Κάλιξτος διεχώρησε τα δύο επιστήμας, έκτοτε επεκράτησεν ο διαχωρισμός αυτός. Η μεν δογματική διδάσκει τι έπραξεν ο Θεός δια τον άνθρωπον, η δε ηθική τι οφείλει να πράξει ο άνθρωπος δια τον Θεόν. Αλλά και οι σχέσεις της δογματικής προς το έτερον μάθημα του συστηματικού κλάδου την Απολογητικήν είναι μεγάλη καθόσον ότι η δογματική διατυπώνει συστηματικώς, κατοχυρούται υπό της Απολογητικής εναντίων των εκάστοτε προβαλλόμενων ενστάσεων και αντιρρήσεων. Αλλά η δογματική σχετίζεται και προς την θρησκειολογίαν. Όχι βεβαίως προς πάσων των θρησκειακών λόγων αλλά προς το τμήμα το διαπραγματευόμενον γενικώς, το φαινόμενο της θρησκείας. Δοθέντος ότι η Χριστιανική θρησκεία είναι τελειοτέρα πάσων των θρησκειών, συστηματικήν δε έκθεσιν των αληθειών αυτής επιτελεί η δογματική.


Η δογματική εκτός των ανωτέρω εκτεθεισών σχέσεων της συνδέεται προς τα μαθήματα του ιστορικού κλάδου της Θεολογίας και ειδικά προς την πατρολογίαν και την Εκκλησιαστικήν ιστορία, καθότι τα διδάγματα της πίστεως εβιώθησαν και εδιδάχθησαν και διετυπώθησαν υπό των Πατέρων της Εκκλησίας, των οποίων τας διδασκαλίας δεν δύναται να αγνοεί η δογματική ήτις συνδέεται και προς την ιστορία των δογμάτων και την συμβολικήν, εξ ων αντλεί το δογματικόν της υλικόν βοηθούμενη. Η δογματική εβρίσκεται εις σχέσιν και προς τον ερμηνευτικόν της θεολογίας κλάδον προς την εισαγωγή και ερμηνείαν της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Καθότι από τας δύο ταύτας επιστήμας (εποπτεύει) η δογματική των ορθώς ερμηνευόμενων γραπτών λόγων του Θεού. Όστις μετά της Ιεράς παραδόσεως αποτελεί την βάσιν και το περιεχόμενον της δογματικής.


Η σχέση της Δογματικής προς τον Πρακτικό κλάδον της Θεολογίας είναι ωσαύτος αναντίρρητος. Η σχέση της Δογματικής προς την λειτουργικήν είναι μεγάλη καθότι αποτελούσα αυτή την ζώσαν έκφρασιν της πίστεως της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται υπό της δογματικής ως πηγή δια τα δόγματα εκείνα τα οποία δεν διετυπώθησαν εισέτι εν συνόδοις υπό της Εκκλησίας. Προς την Ομιλητικήν συνδέεται η Δογματική δεδομένου ότι τα ομιλητικά παραδείγματα των Πατέρων της Εκκλησίας περιέχουν δογματικόν υλικόν. Και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να παραθεωρηθώσιν υπό των θεραπόντων της Δογματικής.


Αι πηγαί της Δογματικής είναι δύο α) η Αγία Γραφή και β) Η Ιερά Παράδοσις. Αυταί δε αποτελούν την γραπτήν και άγραφον Θείαν Αποκάλυψις. Τας πηγάς ταύτας της Δογματικής ουδείς δύναται να ερμηνεύσει αυθαιρέτως και αυτοβούλως ως εσφαλμένως πρεσβεύει η προτεσταντική θεολογία αλλά ερμηνεύς αυτών, φύλαξ και γνώμον είναι η υπό του Αγίου Πνεύματος καθοδηγούμενη Εκκλησία. Η Χριστιανική Εκκλησία συνερχόμενη εν Οικουμενικοίς Συνόδοις υπό την καθοδήγησιν του Αγίου Πνεύματος αποφαίνεται αυθεντικώς και αλαθήτως διατυπώνουσα εις δόγματα τας διδασκαλίας της Ορθοδόξου πίστεως άτινα κέκτηνται αυθεντικόν και απόλυτον κύρος υποχρεωτικά δια πάντα Χριστιανών.


7


Η Ιερά παράδοσις ως πηγή της δογματικής εκφράζεται εις το σύμβολον της πίστεως εις τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Και εκείνους των τοπικών τοιούτων οίτινες επικυρώθησαν υπό των οικουμενικών. Η τοιαύτη έκφρασις του περιεχομένου της Ιεράς Παραδόσεως μετά της αυθεντικώς υπό της Εκκλησίας ερμηνευόμενης Αγίας Γραφής, συνιστούν την κύριαν πηγήν της δογματικής. Δευτερεύουσαι πηγαί της δογματικής είναι οι αποφάσεις των τοπικών Συνόδων που δεν επικυρώθησαν υπό οικουμενικών αλλά το δογματικόν των περιεχόμενο δεν εβρίσκεται εις αντίθεσιν προς την επίσημον δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας. Τοιαύται επίσης θεωρούνται αι κατά τον 17ον αιώνα εμφανισθήσαι εξ αφορμής εις τας δευτερεύουσας πηγάς της δογματικής που υπάγονται και τα συγγράμματα των Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αι συγγραφαί των Πατέρων δεν αποτελούν υλικό αντιβαίνον προς την επίσημο δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το αυτό ισχύει και περί της Θείας λατρείας εν τη οποία εμπεριέχει τεθησαυρησμένον τμήμα της Ιεράς Παραδόσεως.


Η Αγία Γραφή είναι το σύνολον των υπό θεόπνευστών ανδρών συγγραφέντων των Ιερών βιβλίων που περιέχονται θείαι αποκαλύψεις. Κατά την Ορθόδοξον πίστη η Αγία Γραφή αποτελείται εκ της Παλαιάς Διαθήκης αποτελούμενη εκ 49 βιβλίων και της Καινής Διαθήκης από 27 βιβλίων. Και εις μεν την Καινή Διαθήκη δεν έχομεν ουδεμία διάκρισιν μεταξύ των διαφόρων αυτής βιβλίων. Εις την Παλαιά Διαθήκη όμως διακρίνομε τα βιβλία αυτής εις πρωτοκανονικά και εις δευτεροκανονικά. Περί των δευτεροκανονικών βιβλίων άτινα ονομάζονται. Δεν έχομεν κοινην μαρτυρίαν πάντων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εν τούτοις ταύτα θεωρούνται ως καλά και ενάρετα και κατάλληλα προς ανάγνωσιν υπό των πιστών, ισόκυρα και ισότιμα προς τα πρωτοκανονικά βιβλία.


Το σύνολον των θεόπνευστων βιβλίων των απαρτιζόντων των κανόνα και τον γνώμονα της αληθείας και της πίστεως δεν συνεκρωτήθει εξ αρχής υπό της Εκκλησίας εν όλη αυτού την έκταση αλλά βαθμίδον και κατ’ ολίγον και αναλόγως προς τας εμφανισθήσης περίστασης. Πάντα τα βιβλία Παλαιάς και Καινής Διαθήκης αποτελούν την μίαν εκ των κύριων πληγών της δογματικής. Οφείλομεν επίσης να τονίσωμεν ότι μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης υπάρχει σχέσις. Η Παλαιά Διαθήκη πρέπει να ερμηνεύεται και μελετάται πάντοτε υπό το φώς της Καινής Διαθήκης. Κατά ταύτα η Καινή Διαθήκη ως πηγή της δογματικής κέκτηται μείζονα αξία και σημασίαν. Η Παλαιά Διαθήκη αποτελεί την προέκθεσιν και προδιατύπωσιν της εν Χριστώ Γενομένης Σωτηρίας.


Δόξα σοι τω αναδείξαντι εκ γεώδους ζώον παν. Δόξα τω κατά πληρώσαντι πάσαν γην ψυχών ζώσων.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page