top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 19 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 1 Ιουν 2022
  • διαβάστηκε 11 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 15 Ιουν 2022


ree

1


Ολοσχερώς Ιησού μου προς πάθη της ατιμίας καταβεβλημένος ήδη κραυγάζω Σύ Ιησού μου βοηθείας μοι χείρα καταπέμψας εκπασόν κράζοντα Σώσον με Ιησού μου.


Σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν στα προηγούμενα ο θεάνθρωπος συνεπώς δεν δύναται να ονομασθεί άνθρωπος θεοποιηθείς ως εδέχοντο οι δυναμικοί Μοναρχιανοί ως δύναται να συμπεριληφθεί και ο Άρειος. Η Χριστιανική Εκκλησία διδάσκει ότι Θεός ενανθρωπίσας πιστεύοντες ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αφενός μεν τέλειος Θεός, αφετέρου δε τέλειος άνθρωπος. Σύμπασαν την ανθρώπινην φύσιν αναλαβών, εξαιρούμεν Αυτόν του προπατορικού αμαρτήματος ως και πάσης άλλης προσωπικής αμαρτίας.


Διότι δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος η Θεοτόκος απεκαθάρθη του κατακρίματος του Αδάμ, ικανή να γεννήσει τον μόνον αναμάρτητον αφενός και αφετέρου διότι ενωθείσης της θεότητος μετά της ανθρωπότητος έπαυσεν η ανθρώπινη φύσις να έχει οιανδήποτε σχέσιν προς την αμαρτίαν και το κακόν. Δεχόμενοι ότι ο Θείος Λόγος προσέλαβε πλήρη ανθρώπινην φύσιν, πιστεύομεν Αυτόν αληθώς και κατ’ ουσίαν άνθρωπο, έχοντα πάσας τας της ανθρώπινης φύσης συμπαρομαρτυρούσας ατέλειας και έλλειψης εννοείται βέβαια άνευ του αμαρτητικού χαρακτήρος. Η ανθρώπινη φύσις του Κυρίου εκτός της αμαρτίας ήτο κατά πάντα όμοια προς την ημετέραν, υπόκειτο δηλαδή εις τα σωματικά και ψυχικά πάθη της ανθρώπινης φύσεως.


Τα αδιάβλητα καλούμενα πάθη ήτοι τα μη φέροντα ειμή προϋποτιθέμενα χαρακτήρα αμαρτίας πάθη τοιαύτα της σαρκός του Κυρίου ως και πάσης σαρκός ανθρώπινης είναι παραδείγματος χάρη ο κάματος, ο ιδρώτας, ο ύπνος, η λήψη φαγητού, ποτού και άλλα. Ψυχικά δε αδιάβλητα πάθη είναι η θλίψις, η χαρά, η αγάπη και παν έτερον ψυχικόν πάθος όπως εις πάντα άνθρωπον υπάρχον. Το ότι τοιαύτα ψυχικά πάθη είχε και ο Θεάνθρωπος επιβεβαιώνονται εις ολόκληρον την Καινή Διαθήκη. Η ανθρώπινη φύσις του Κυρίου πλην της αμαρτίας ηνώθει μετά του Θείου Λόγου, την ένωσιν δε ταύτην καλούμε υποστατικήν ένωσιν ήτοι την ένωσιν Θείας και ανθρώπινης φύσεως εν τω πρόσωπω του Θείου Λόγου.


Ο τρόπος αυτός της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων εν τω πρόσωπω του Θείου Λόγου απετέλεσεν ανά τους αιώνες αντικείμενον θεολογικών ερίδων και αγωνιών. Το πρόβλημα έγκειται κατ’ ουσίαν εις τρόπον της υποστατικής ενώσεως χωρίς να υποστεί ουδεμίαν τροπήν ή μεταβολήν εκάτερα των φύσεων. Υποστατική ένωσις είναι συνεπώς το υπερφυές γεγονός καθ’ ο υπό το πρόσωπον ή την υπόστασιν του Θείου Λόγου ηνόθησαν η θεία και η ανθρώπινη φύσις του προσώπου παραμένοντες ενός και του αυτού ήτοι έχομε εν πρόσωπον εν δύσει, φύσει. Λέγοντες ανθρώπινην φύσιν δεν εννοούμε σύμπασαν την ανθρώπινην φύσιν εν γένει, αλλά ατομικώς μίαν ανθρώπινην συγκεκριμένη φύσιν μετά της οποίας ηνώθει ο Θείος Λόγος.


2


Η συνάφεια της ανθρώπινης φύσεως προς την Θείαν δεν είναι εξωτερική, ούτε μόνον ηθική, δεν είναι δε ούτε η σύγχυσις, η σύγκρασιν, η ανάκρασιν ως εδέχοντο οι Μονοφυσιταί αλλά είναι κατά σύνθεσιν άτρεπτος, ασύγχυτος, αναλλοίωτος και αδιαίρετος. Και οι μεν Νεστοριανοί ετόνιζον το γεγονός των δύο φύσεων εν τω πρόσωπω του Θείου Λόγου παραθεωρούντες την σύνθεσιν τούτων υπό το εν πρόσωπω του Θείου Λόγου. Αντιθέτως δε οι Μονοφυσίται επερετόνιζον την ενότητα του προσώπου και παραεθέρουν την ανθρώπινην φύσιν, θεωρούντες ταύτην ως απορροφηθείσα υπό της Θείας.


Το αυτό συνέβη και με τους Μονοθελητάς και Μονοενεργητάς τους εκ της αιρέσεως κατά τους οποίους ο Ιησούς Χριστός είχε μόνον μίαν θέλησιν και μίαν ενεργείαν την θείαν ήτις είχεν απορροφήσει την ανθρώπινην θέλησιν και ενέργειαν. Η χριστιανική Εκκλησία απορρίπτει τα ανώτερα και διδάσκει ότι εν τω πρόσωπω του Θείου Λόγου, δύο φύσεις θείαν και ανθρώπινην δεχόμεθα ωσαύτος και δύο φυσικά αυτεξούσια το θείο και το ανθρώπινο. Ο Κύριος ως Θεός θέλει και ενεργεί αυτεξουσίως, ομοουσίως προς τον Πατέρα ως άνθρωπος θέλει επίσης και ενεργεί αυτεξουσίως, ομοουσίως ως προς ημάς κατά την ανθρωπότητα χωρίς αμαρτία.


Εξ Αυτού συνεπώς προέρχονται τα θαύματα, ο ίδιος δε υφίσταται και τα παθήματα τα μεν θαύματα ποιεί ως Θεός, τα δε παθήματα πάσχει ως άνθρωπος. Έχει συνεπώς ο Ιησούς Χριστός πάντα όσα έχει ο Θεός Πατήρ εκτός των υποστατικών ιδιωμάτων άτινα ανήκουν εις τον Πατέρα, πάντα δε όσα έχει ο άνθρωπος εκτός της αμαρτίας. Αι δύο θελήσεις και οι δύο ενέργειαι αι εν τω Κυρίω Ιησού υπάρχουσαι επ’ ουδενί λόγω δύναται να σημαίνουν ανταγωνισμόν ή αντίθεσιν ή εναντίωσιν προς αλλήλας. Αλλά λόγω της απείρου υπεροχής της Θείας φύσεως υπέρ την ανθρώπινην ή θεία εντέλλεται, η δε ανθρώπινη υποτάσσεται ως γνωστόν αντιθέτως προς την ως άνω διατυπωθείσαν ορθήν διδασκαλίαν.


Ο μονοφυσιτισμός απεδέχετο ως πλήρη υπόταξιν και εξαφάνησιν της ανθρώπινης φύσεως υπό της Θείας εν αντιθέσει προς τας ετεροδιδασκαλίας ταύτας η Ορθόδοξος Εκκλησία διδάσκει ότι αι δύο φύσεις ενωθείσαι υπό το πρόσωπον του Θεού Λόγου δεν μετέβαλον φυσικάς ιδιότητας, ουδέ ηλοιώθησαν, ούτε εξετράπησαν εκάστη εκ των ιδίων ορίων και ιδιοτήτων αλλ’ έκαστη διεφύλαξε και διετήρησε τας ανήκουσας αυτή ιδιότητας άνευ τροπής ή μεταβολής. Ομιλούντες περί τροπής ή μεταβολής των δύο φύσεων εννοούμεν μόνο την ανθρώπινην φύσιν διότι η Θεία φύσις παραμένει πάντοτε αναλλοίωτος και άτρεπτος. Εάν όμως η Θεία φύσις ως ανενδεής παραμένει αμετάβλητος υπό την έννοιαν της φυσικής φθοράς ως μη υποκείμενη εις τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου.


Εις ως υπόκεινται πάσαι αι πεπερασμέναι φύσεις η ανθρώπινη φύσις παρέμεινεν ωσαύτος αμετάβλητος ουχί υπό την έννοιαν του αναλλοίωτου, διότι πρόκειται περί πεπερασμένης φύσεως, αλλ’ υπό την έννοιαν του αμετάβλητου αυτής εν σχέσει προς την απώλειαν των φυσικών αυτής ιδιοτήτων. Τοιουτοτρόπως ο Ιησούς Χριστός είναι αληθής Θεός, είναι αληθής άνθρωπος και έχει εν και μόνον πρόσωπον υπό το οποίον συνηνώθησαν αι δύο φύσεις. Η ένωσις των δύο τούτων φύσεων ήρχισεν ουχί κατά την στιγμήν της γεννήσεως του Κυρίου αλλά της συλλήψεως Αυτού εν τη ύπαρξει της Παρθένου τη επενέργειά του Αγίου Πνεύματος του. Αυτήν επισκιάσαντος κατά την στιγμήν του Ευαγγελισμού.


3


Την ενδοτάτην ενοίκησην των δύο φύσεων εν τω πρόσωπο του Θείου Λόγου καλούμε περιχώρησιν των δύο φύσεων συμφώνως προς την επικράτησιν ορολογίαν του Ιερού Δαμασκηνού. Παρά την εκπεφρασμένην γνώμη κατά την οποίαν η περιχώρησις αποτελεί ακολουθίαν της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων εν τω ενί πρόσωπο του Θείου Λόγου, η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται ότι δεν πρόκειται περί ακολουθίας της υποστατικής ενώσεως αλλά περί της ετέρας όψεως της υποστατικής ενώσεως της εκφραζούσης τας δύο φύσεις και το ενούν αυτάς θείον πρόσωπον.


Εννοείται ότι η περιχώρησις των δύο φύσεων εν αλλήλαις είναι θεμελιώδης δόγμα της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων, διότι δια ταύτης διατηρείται τόσον η ανθρώπινη φύσις περιχωρούσα εν τη Θεία όσον και η Θεία περιχωρούσα εν τη ανθρώπινη. Λόγω της ατέλειας της ανθρώπινης φύσεως ο λόγος περί περιχωρήσεως των δύο φύσεων έχει θέσιν κυρίως εις την Θείαν φύσιν περιχωρούσαν απολύτως την ανθρώπινην ήτις είναι ατελής και πεπερασμένη. Ενώ το αντίθετον δεν δύναται να συμβεί δοθέντος του ανεξερεύνητου και άπειρου της Θεία φύσεως μη δυνάμενης να περιχωρηθεί υπό της ανθρώπινης ως ατελούς και πεπερασμένης.


Πρέπει να τονισθεί ότι η βάσις δια την περιχώρησιν των δύο φύσεων είναι το εν πρόσωπον του Θείου Λόγου δια του οποίου και μόνο κατέστη δυνατή η ένωσις δύο διάφορων και άνισων φύσεων. Η ένωσις των δύο φύσεων εν τω πρόσωπω του Χριστού δεν αποτελεί προσωρινήν κατάστασιν αλλά μόνιμον και αιωνίαν. Πρόκειται δηλαδή περί ενώσεως αρρήκτου την οποίαν ο Ιερός Δαμασκηνός ονόμασεν <<αδιάσπαστον ένωσιν>>. Η ένωσις αυτή δεν διερράγη ούτε κατά τον θάνατον του Κυρίου επί του Σταυρού, ότε το σώμα του θεανθρώπου αποχωρισθέν από της ψυχής τεθείς επί τριήμερον εν τω τάφω του Θείου Λόγου.


Παραμείναντος ανά πάσαν στιγμήν ηνωμένου υπερφυσικώς τόσον μετά του σώματος όσον και μετά της ψυχής της εν τω Αδάμ κατελθούσης. Ούτος είναι ακριβώς ο λόγος ένεκα του οποίου το σώμα του Κυρίου παρέμεινεν επί τριήμερον άφθαρτον εν τω τάφω ήτοι η υποστατική αυτού ένωσις μετά του Θείου Λόγου. Μετά την ανάστασιν του Κυρίου το λαμπρυθέν του Ιησού σώμα ηνωμένον πάντοτε μετά της ψυχής και της Θείας φύσεως ανελήφθη εν τω ουρανώ, εν τη αυτή δε κατάσταση θα επανέλθει κατά την δευτέραν παρουσίαν δια να κρίνει σύμπασαν την ανθρώπινην φύσιν. Αναγκαία καθίσταται και η παρατήρησις περί της συμμετοχής των δύο έτερων προσώπων της Αγίας Τριάδος εις την ενανθρώπιση του Θείου Λόγου.


όσον ο Πατήρ όσον και το Άγιον Πνεύμα δεν θεωρούνται μεν πρόσωπα ξένα και αμέτοχα προς το υπερφυές μυστήριον της σαρκώσεως του Θείου Λόγου. Δεν θεωρούνται ως συνεργήσαντα και συμμετάσχοντα ενεργώς εις την ενανθρώπισιν ταύτην ειμή μόνο κατ΄ ευδοκίαν και βούλησιν. Δια την διατύπωσιν του Χριστολογικού δόγματος δια μέσου των αιώνιων εχρειάσθει πρότερον να λυθεί το πρόβλημα, πως ενώ ο Θείος Λόγος προσέλαβεν ολόκληρον ανθρώπινιν φύσιν δεν συνέβη ώστε να υπάρχουν μετά την ένωσιν δύο πρόσωπα; Τούτο δικαιολογείται δια του εξής συλλογισμού. Ο άνθρωπος αποτελείται εκ σώματος και ψυχής.


4


Η πνευματική ουσία του ανθρώπου εις ην ο άνθρωπος οφείλει την προσωπικότητα αυτού είναι ο νους και η βούλησις ή το νοερόν και το αυτεξούσιον. Εφόσον ο Κύριος προσέλαβε πλήρη πνευματικήν και σωματικήν ανθρώπινην ουσίαν θα έδει κατά ανάγκη να έχει δύο πρόσωπα, ήτοι το πρόσωπον του Θείου Λόγου και το πρόσωπον του ανθρώπου Ιησού. Ο τοιούτος συλλογισμός εγένετο υπό του ριζοσπαστικού της αρχαίας Εκκλησίας θεολόγου του Θεόδωρου του Μόψου (εστία), όστις ομιλεί περί <<δύο υιών>>.


Δεδομένου ότι εις την σφαίραν του υπερφυσικού δεν έχει πλήρη εφαρμογήν η ανθρώπινη λογική και ότι πάσα μυστηριακή διδασκαλία δεν δύναται να έβρει λογικήν εξήγησιν υπό του ανθρώπου, θεωρείται ανεπιτυχής η προσπάθεια των ανθρώπων να λογικοποιήσουν πάσαν υπερφυσικήν αλήθειαν. Η Ορθόδοξος Εκκλησία κατά ταύτα δέχεται και διδάσκει ότι ο Θείος Λόγος προσέλαβε μεν πλήρη ανθρώπινην ουσίαν μη λαβούσα ιδίαν προσωπικότητα, αλλά υπό το πρόσωπον του Θείου Λόγου μετά της Θείας φύσεως ενωθείσαν.


Ως δε εξήγησις δια την τοιαύτην υποστατικήν ένωσιν διετυπώθη ήδη η άποψις ότι ναι μεν πρόσωπον και υπόστασις ταυτίζονται, αλλά δεν διακρίνονται αλλήλων λόγω της πνευματικής φύσεως του προσώπου. Εάν η ανθρώπινη φύσις έχει ως γνωρίσματα αυτής το λογικόν και το αυτεξούσιον, ταύτα είναι έμμεσα γνωρίσματα του προσώπου, άμεσα δε της φύσεως εξ ης και το πρόσωπον λαμβάνει ταύτα. Η φύσις δεν δύναται να θεωρηθεί αυθύπαρκτος αλλ’ υπάγεται εις πρόσωπον το οποίον κατά συνέπειαν δύναται να έχει περισσότερα της μίας φύσεως.


Τούτο ακριβώς συνέβη με το πρόσωπον του Θείου Λόγου υπό το οποίον ηνώθησαν δύο φύσεις, η Θεία και η ανθρώπινη. Η ανθρώπινη φύσις του Κυρίου αν και δεν είχεν ιδίον πρόσωπον άριστα δύναται να θεωρηθεί πλήρης και τέλεια, άλλωστε δεν παρέμεινεν απρόσωπος αλλ’ ως πρόσωπον της είχε αυτό του Θείου Λόγου. Η δογματική διδασκαλία περί των δύο φύσεων του θεανθρώπου διδάσκεται τόσον υπό της Αγίας Γραφής όσον και υπό της Ιεράς Παραδόσεως.


Και εις μεν την Παλαιάν Διαθήκην πλείστα χωρία μαρτυρούν περί της προσδοκίας της ελεύσεως του Μεσσίου θεωρούμενου υπερφυσικού και Θείου προσώπου ως εις το χωρίον Ησαΐου 9-6 <<ότι εγενήθη ημίν υιός και εδόθη ημίν ου η αρχή εγενήθη επί του ομού αυτού και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος θαυμαστός σύμβουλός, Θεός ισχυρός εξουσιαστής άρχον ειρήνης. Πατήρ του μέλλοντος αιώνος εγώ γαρ άξω ειρήνην επί τους άρχοντος ειρήνην και υγείαν αυτών>>. Αλλού ο αυτός Προφήτης ονομάζει τον εκ της Παρθένου τεχθέντα Εμμανουήλ (Ησαΐου 7-14 και 8-8-10).


Επίσης το χωρίο ψαλμός 2-7 ομιλούν περί του Μεσσίου μαρτυρεί <<υιός μου εισύ εγώ σήμερον γεγεννήκασε>>. Την θεότητα του Κυρίου διδάσκει και το χωρίον ψαλμ. 88-27 <<αυτός επικαλέσεται με πατήρ μου εισύ, Θεός μου και αντιλήπτωρ της σωτηρίας μου>>. Το αυτό διδάσκει και το χωρίον Β’ Βασίλ. 7-14 <<Εγώ έσομαι αυτώ εις Πατέρα και αυτός έσαι μου εις υιόν και εάν έλθει η αδικία αυτού και ελέγξω αυτόν εν ράβδω ανδρών και εν άφαις υιών ανθρωπον>>, και άλλα χωρία.


5


Εν τη Καινή Διαθήκη διδάσκεται ιδιαιτέρως η διδασκαλία περί της Θεανδρικότητας του Κυρίου και κατ’ αρχήν πρέπει να πούμε ότι τα καλούμενα συνοπτικά ευαγγέλια εκθειάζουν και τονίζουν κυρίως την ανθρωπότητα του Κυρίου χωρίς να παραθεωρούν την θεότητα Αυτού. Ενώ αντιθέτως το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο το καλούμενον πνευματικόν τονίζει κυρίως την θεότητα χωρίς να παραθεωρεί την ανθρωπότητα του Κυρίου. Ο Μεσσίας εν τη Καινή Διαθήκη ταυτίζεται προς τον Ιησού Χριστόν όστις είναι ο Υιός του Θεού, είναι ο Θείος Λόγος. Όστις κατά τον Ιωάννην <<σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν ημίν και θεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός πλήρης χάριτος και αληθείας>> (Ιωάνν. 1-14).


Ο Ιησούς Χριστός είναι ο πληρώσας τον νόμον της Παλαιάς Διαθήκης (Ματθ. 75-17). Εκείνος περί του οποίου έγραψαν οι Προφήται (Ματθ. 11-3-5 και Μάρκου 14-21) <<Ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού>>. Ο Κύριος είναι εκείνος περί του οποίου ομίλησαν οι Προφήται και του οποίου επεθύμησαν να ειδούν την παρουσίαν επί της γης και τα υπερφυσικά Αυτού θαύματα άτινα εμαρτύρουν περί της Θεότητος αυτού <<αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφύται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέπεται και ουκ είδαν και ακούσαι α ακούτε και ουκ ήκουσαν>> (Ματθ. 13-17) (Λουκά 10-24).


Την θεότητα του Κυρίου μαρτυρούν οι ομιλούντες περί της Μεταμορφώσεως Αυτού εν τω ορεί Θαβώρ, ότε εφάνη εις τους αυτόπτας μάρτυρας Μαθητάς η υπερφυής δόξα του Κυρίου. Και εδόθη εις αυτούς η εντολή να σιωπήσουν δια το υπερφυσικόν θέαμα της μεταμορφώσεως όπερ είδαν ,έχρι της εκ νεκρών αναστάσεως Του (Ματθ. 17-9, Λουκά 9-36). Σημαντικής αξίας είναι επίσης η μαρτυρία του Πέτρου όστις ομολογεί περί του Κυρίου περιτράνως εξ ονόματος και των άλλων Μαθητών του Κυρίου λέγων προς τον Ιησούν <<σύ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος>> (Ματθ. 16-17).


Τον χαρακτηρισμόν του Κυρίου ως Μεσσίου ομολογεί ο Ιουδαϊκός λαός κατά την είσοδον του Ιησού εις τα Ιεροσόλυμα. Εβρισκόμενος ο Κύριος προ του Αρχιερέως Καϊάφα και ερωτώμενος εάν είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, ομολόγησε μεθ’ όρκου λέγων <<συ είπας πλήν λέγω ημίν απ’ άρτι αφέχθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού>> (Ματθ. 26-63-64). Το χωρίον Ματθαίου λέγει 11-27 <<πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου και ουδείς επιγιγνώσκει τον υιόν η μη ο Πατήρ ουδέ τον πατέρα τις επιγιγνώσκει ει μη ο υιός και ω αν βούλεται ο υιός αποκαλύψαι>>.


6


Το χωρίο αυτό δηλώνει σαφώς την θεότητα του Κυρίου όντος της αυτής ουσίας προς τον Πατέρα μόνου του Υιού δυνάμενου να γνωρίζει τον Πατέρα. Την ιδιότητα του Κυρίου ως Μεσσίου δηλεί και το χωρίον Ιωάννου 4-25-26, ο Κύριος ομολογεί την ταυτότητα του ρητώς, λέγει αυτώ η γυνή <<είδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός όταν έλθει εκείνος αναγγέλλει ημίν άπαντα αυτή ο Ιησούς εγώ ειμί ο λαλών σοι>>.


Ενώπιων του Πιλάτου επίσης εβρισκόμενος ο Κύριος δέχεται τον τίτλον του Βασιλέως, Βασιλέως βεβαίως ουρανίου και αοράτου. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος επίσης ρητώς μαρτυρεί περί του Κυρίου ως περί του υπό του Πατρός απεσταλμένου και υπό του οποίου ο ίδιος αισθάνεται την ανάγκην να βαπτισθεί. Το χωρίον Ιωάννου 3-16-17 λέγει <<ούτως γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον υιόν αυτού τον Μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απολείται αλλά έχει ζωήν αιώνιον ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνει τον κόσμον αλλ’ ίνα σωθεί ο κόσμος δι’ αυτού>>.


Την θεότητα του Κυρίου μαρτυρεί και το χωρίο Ιωάννου 5,19 <<απεκρίνατο ούν ο Ιησούς και έλεγεν αυτοίς αμήν αμήν λέγω ημίν ου δύναται ο υιός ποιείν αφ’ εαυτού ουδέν αν μη τι βλέπει τον Πατέρα ποιούντα α γαρ εκείνος ποιεί ταύτα και ο Υιός ο μοι ως ποιεί>> <<Ιωάννου 10-30 εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν>> Ιωάννου 16-28 μαρτυρεί <<εξήλθεν εκ του πατρός και ελήλυθα εις τον κόσμον πάλιν αφίημι τον κόσμον και πορεύομαι προς τον πατέρα>>. Ο Ιωάννης ο Θεολόγος συγκεφαλαιών το περί της θεότητας του Κυρίου δόγμα γράφει <<ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύητε ότι Ιησούς εστίν ο Χριστός, ο υιός του Θεού και ίνα πιστέυοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού 20-31>>.


Την μαρτυρίαν δε ταύτην περί της θεότητος του Κυρίου χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα του Ευαγγελίου Του ο Ιωάννης. Ο Ιησούς Χριστός διδάσκεται ως φύσιν υιός του Θεού ο ενανθρωπήσας Θείος Λόγος συναιώνιος και συναΐδιος προς τον Πατέρα. Οι Ιουδαίοι εζήτησαν να λιθοβολήσουν τον Κύριον διότι εταύτιζεν εαυτόν προς τον Θεόν όπερ δια τους Ιουδαίους τους μη πιστεύοντας εις την Θεότητα και την αποστολήν του Κυρίου απετέλει βλασφημίαν <<περί καλού έργου ου λιθάζομεν σε άλλα περί βλασφημίας και ότι συ άνθρωπος ων ποιείς σε αυτόν Θεόν>> (Ιωάννου 10-33).


Ομιλών ρητώς περί Κυρίου ως Θεόν ο Κύριος είναι ο μόνος αναμάρτητος όστις ηρώτησε <<τις εξ ημών ελέγχει με περί αμαρτίας>> (Ιωάννου 8-46). Δεν μπόρεσε κανείς να δώσει απάντησην διότι κατά την προς Εβραίους επιστολήν 4-15 ο Απόστολος Παύλος γράφει <<Ο Κύριος είναι ο μόνος Αρχιερεύς όστις δεν φέρει εν εαυτό αμαρτίαν έτερα επιβεβαίωσης περί της θεότητας του Κυρίου είναι το μέγα πλήθος των θαυμάτων αυτού. Των αναφερόμενων εις τε την ανθρώπινην και την υλικήν κτίσιν ως και εις την υπερνίκηση αυτού τούτου του θανάτου. Περί των ανωτέρω πλειάδα μαρτυριών εβρίσκομεν εις πάντα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης.


7


Την αυτήν διδασκαλίαν διδάσκουν άπασαι οι επιστολαί του Απόστολου Παύλου αλλά και εμφανώς πανταχού εν τη Καινή Διαθήκη πλειάδα χωρίων. Αναντιρρήτως και περιφανώς διδάσκεται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αυτός ούτος ο Θείος Λόγος. Ομοούσιος προς τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα ο μόνος αναμάρτητος ο δια την ανθρώπινην σωτηρίαν σάρκα φορέσας ίνα λυτρώσει ημάς εκ του διαβόλου και της αμαρτίας. Αλλ’ ο Θεός Ιησούς Χριστός ήτο ταυτοχρόνως και άνθρωπος όμοιος προς ημάς εκτός μόνον της αμαρτίας τούτου ως ήδη ελέχθη ιδιαιτέρως εις συλλαμβάνεται ως άνθρωπος εν της Αγίας Παρθένου ως μαρτυρεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς.


Γεννάται ως αβοήθητον νήπιον εν τω σπηλαίω της Βηθλεέμ, διώκεται υπό του Ηρώδου την ζωήν αυτού επιβουλευόμενου. Μεταβαίνει κατ’ έτος εις Ιεροσόλυμα μετά της μητρός Αυτού Μαρίας της Θεοτόκου και του θετού αυτού Πατρός Ιωσήφ του μνήστορος. Δωδεκαετής ων ομιλεί μετά των γραμματέων και νομοδιδασκάλων εν τω οίκω του Πατρός Του εις Ιεροσόλυμα. Δε τριακονταετής βαπτίζεται ως άνθρωπος εν τω Ιορδάνη υπό Ιωάννου του Προδρόμου και δέχεται ως άνθρωπος τον πειρασμόν του διαβόλου μετά την τεσσαρακονθήμερον νηστείαν Αυτού εν τη ερήμω.


Ο ίδιος ονομάζει εαυτόν Υιόν του ανθρώπου εις πλείστας περιπτώσεις της ζωής Του. Πλειάδα χωρίων εν τη Καινή Διαθήκη που επιβεβαιώνουν τα όσα έως τώρα ελέχθησαν (Ματθαίου 8-20-9,6 , Μάρκου 2,10 , Λουκά 9,58-5,24 , Ματθ. 10-23 , Λουκά 7,34 , Ματθαίου 12,32 , Πράξεις 7,56 , Ιωάν. 1,15-12,23,13,31 και άλλα πολλά.


Δόξα την γνώσιν εν λόγω εκ χέοντι. Δόξα τω πνοή τα εν λόγω σημαίνοντι.


Συνέχεια στο επόμενο.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page