ΚΕΙΜΕΝΟΝ 18 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 26 Μαΐ 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 1 Ιουν 2022

1
Συ φωτισμός Ιησού μου νοός μου συ σωτηρία της απεγνωσμένης ψυχής μου Σωτήρ. Συ Ιησού μου της κολάσεως ρύσαι και γεένης εμέ κραυγάζοντας Σώσαν Ιησού μου εμέ τον άθλιον.
Ο υλικός θάνατος νοείται ως χωρισμός του θνητού σώματος εκ της ψυχής όστις θεωρείται ως αποτέλεσμα του πνευματικού θανάτου. Τούτο βεβαιούται εκ της προρρήσεως του Θεού προς τους πρωτόπλαστους ότι καθ’ ην ημέραν θα έτρωγον καρπούς εκ του απηγορευμένου δένδρου θα απόθνησκον ενοών ο Θεός τον πνευματικόν θάνατον των πρωτόπλαστων που προήλθε εκ του υλικού θανάτου.
Ο υλικός θάνατος δια του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο θάνατος αυτός απώλεσε τον φρικώδη και τραγικόν αυτού χαρακτήρα ον είχε προ της ελεύσεως του Κυρίου εις τον κόσμον. Ο πνευματικός θάνατος είναι η διακοπή της σχέσεως και επικοινωνίας ανθρώπου και Θεού και η αμάκρηνσης του πρώτου από του δεύτερου. Η τρίτη μορφή του θανάτου είναι ο αιώνιος θάνατος ήτοι η αιώνια απομάκρυνσής και ο αιώνιος χωρισμός του ανθρώπου από του Θεού αδιάκοπος και ατελεύτητος.
Ο Αδάμ ελεήθη υπό του Θεού διότι επίστευσεν και εμετανόησεν εν τω Άδη από το κήρυγμα του Κυρίου εις την Άδου κάθοδο. Ο Αδάμ μετανοών και πιστεύοντος εις το κήρυγμα του Κυρίου οδηγήθη εις τον πνευματικόν παράδεισον πλησίον του Θείου. Ο Θεός απομακρύνει του πρωτόπλαστους εκ του Παραδείσου για να μη λάβει και φάγει από τους καρπούς του δένδρου της ζωής. Στο εξής το δένδρο της ζωής έως του κατακλυσμού του Νώε το εφύλασσον Χερουβείμ. Ανεξάρτητα από αυτά τα οποία παραμένουν ως μια απλή υπόθεση, ο Κύριος δια της υπ’ αυτού επιτελευθήσης απολυτρώσεως επανήγαγε την πεσούσαν ανθρωπότητα εις την αρχέγονον μακαριότητα την οποίαν δύναται ο άνθρωπος δι’ εκούσιας βουλήσεως να προσοικειωθεί τη βοηθεία της Θείας χάριτος.
Το μέγεθος όμως και η βαρύτης του προπατορικού αμαρτήματος ήτο μεγάλης σημασίας καθώς και η προσβολή της Θείας Μεγαλιότητος ήτο τόσο μεγάλη ώστε προς ικανοποίησιν της θείας δικαιοσύνης να είναι αναγκαία η ενανθρώπισις του Θείου Λόγου, περί του οποίου θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Απολέσας ο άνθρωπος την μακαριότητα εν τω Παραδείσω και την κοινωνία μετά του Θεού ο άνθρωπος δίκαια και αναπόφευκτα εισήλθε εις οδό της κακοδαιμονίας οδεύοντας προς τον θάνατο.
2
Ο άνθρωπος έριψεν εαυτόν εις κατάσταση που ήτο αδύνατον δια ιδίων δυνάμεων να επανέλθει εις την προπτώσεως κατάσταση μετά την επανάσταση κατά του Θεού και της Θείας Αυτού τάξεως. Ο άνθρωπος όμως δεν αποτελεί τυφλόν και τυχαίον δημιούργημα απρόσωπου δυνάμεως οπότε να μην υπάρχει δυνατότητα και ελπίδα βελτιώσεως από την θλιβερή κατάσταση που εβρίσκετο. Ο άνθρωπος είναι προϊόν αγάπης μιας υπέρτατης προσωπικής παρουσίας. Η υλική δημιουργία του ανθρώπου προήλθεν εκ της θείας αγάπης και πανσοφίας, τούτο αποδεικνύεται δια το κατ’ εικόνα και ομοίωσίν Θεού πλασθέντα άνθρωπον του οποίου η δημιουργία συνετελέσθη δι’ απείρου και υπερφυούς εκδηλώσεως της Θείας αγάπης.
Ο εξ απείρου αγάπης προελθών και δι’ υπέροχων προσόντων κεκοσμημένος άνθρωπος εκπεσών της μακαριότητος και της αποκοπής της σχέσεως του με τον Θεόν, αντιδικήσας προς τον Δημιουργόν Του εβρέθει γεγυμνωμένος των χαριτών της θείας βουλήσεως και της αγάπης και ετιμωρήθη μεν δια τον εγωισμόν αυτού την έπαρσιν την κατά της αγιότητος και μεγαλιότητος του Θεού. Εβρέθη εκτός του μακαρίου νυμφώνος και απομακρυνθείς του Θεού σκοπού και προορισμού δι’ ον επλάσθη. Ο Θεός είναι αναλλοίωτος, η δε ουσία Αυτού ως ήδη έχωμε πει ταυτίζεται προς την αγάπην. Αναλλοίωτου όντος του Θεού, αναλλοίωτος παραμένει και η αγάπη Αυτού προς τον εκπεσόντα άνθρωπον είτε ούτος ήμαρτεν είτε όχι.
Ο αναλλοίωτος τον άνθρωπον αγαπών Θεός ηυδόκυσε ίνα επαναγάγει το πλάσμα των χειρών Αυτού εις το αρχαίον αξίωμα. Μη μπορώντας να βλέπει το δημιούργημα της Αγάπης Αυτού εν ταλαιπωρία και αθλιότητι και υπό της αμαρτίας και του διαβόλου ταλανιζόμενος. Δεδομένου ότι η έξοδος του ανθρώπου εκ της καταστάσεως ταύτης της θλίψεως δεν ηδύνατο να παρέλθει εξ αυτού ουδέ εκ τινός άλλου λογικού όντος. Αλλά επεβάλετο η παρέμβαση της θεότητος δια την απελευθέρωση του ανθρώπου εκ του θανάτου και του διαβόλου.
Είναι σωστή η παρατήρηση ότι και αν ακόμη το σύνολον του ανθρώπινου γένους εθυσιάζετο δεν ήτο δυνατό να ικανοποιηθεί η προσβολή που είχε γίνει από τον άνθρωπο προς της Θείας μεγαλιότητας. Τούτο εξηγείται ότι η Θεία δικαιοσύνη δια την εξιλέωσίν της προσβληθείσης θείας και απείρου δόξης, απαιτεί απείρου αξίας θυσία την οποίαν πεπερασμενον ον δύναται να προσφέρει. Ένεκα τούτου ο άπειρος και πανάγαθος Θεός ηυδόκισε όπως αποστείλει τον Μονογενή Αυτού Υιόν εις τον κόσμον ίνα περιβληθεί ανθρώπινην σάρκα και ταύτην θυσιάσας να δυνηθεί να εξιλεώσει την προσβληθείσαν θείαν δικαιοσύνην.
3
Θείος Λόγος ήλθεν εις τον κόσμον σαρκωθείς την συνεργεία Αγίου Πνεύματος εις την αειπαρθένον Μαρία. Ως τέλειος Θεός και ως τέλειος άνθρωπος θυσιάσας εαυτόν δια σταυρικού θανάτου. Αναστάς εκ του τάφου και την εις Άδου κάθοδο καταλήσας τον θάνατον. Δίνοντας εις τον άνθρωπο δια ιδίων ενεργειών να απελευθερωθεί εκ του θανάτου και της φθοράς από τη δουλεία της αμαρτίας. Αναληφθείς εις τους ουρανούς ο Ιησούς έδωσε στην ανθρωπότητα δια της βοηθείας του Αγίου Πνεύματος την δυνατότητα στον πεπτωκοτά άνθρωπο να επανέλθει εις το αρχέγονο κάλος εις την αρχέγονον δικαιοσύνη και μακαριότητα.
Η βουλή και το σχέδιο του Θεού προς επίτευξη της απολυτρώσεως υπήρχεν εξ αϊδίου εν τω Θεώ. Η εκτέλεσις όμως και η εξωτερική τούτου εκδήλωσις έλαβε χώρα εν χρόνω και εις μεν τους ανθρώπους τους εν τω χρόνω ζώντας και σκεπτόμενους. Φαίνεται λογική η υπόθεσις καθ’ ην προηγείται η απόφασις του Θεού περί δημιουργίας τούτου ανθρώπου μετά δε την πτώσιν επακολουθεί η απόφασις περί της λυτρώσεως τούτου εκ του θανάτου και του διαβόλου. Τούτο όμως δεν δύναται να γίνει αποδεχτό η τάξις του χρόνου που προβάλουν ορισμένοι. Διότι πρόκειται περί του απείρου και αναλλοίωτου Θεού εν τω οποίω ουδεμία δύναται να γίνει διάκρισις μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος παρά τω Θεώ ισχύει ένα αιώνιο παρών ως προς τον χρόνο.
Δέον να τονισθεί ότι η εκλογή υπό του Θεού του τρόπου τούτου της λυτρώσεως του ανθρώπινου γένους αποτελεί δείγμα ιδιαιτέρας αγάπης και εύνοιας δια τον απολωλότα άνθρωπον. Ο Θεός έλαβε σάρκα ίνα της σαρκός αυτού θυλαζόμενης κατέστη δυνατή η σωτηρία του ανθρώπινου σώματος δυνάμενου μετά της ψυχής να κληρονομήσει τα επαγγελθέντα αγαθά ή κακά αναλόγως <<προς α δια του σώματος έπραξεν>> (Β’ Κορινθ. 5-10). Το μέγεθος και την σημασία του Χριστολογικού δόγματος αντιλαμβάνεται κανείς εκ της σπουδαιότητας και βαρύτητας που κέκτηται δια την ανθρωπότητα ολόκληρον το πρόσωπον και το έργον του Κυρίου.
Η κεφαλαιώδης και πρωτεύουσα σημασία ην έχει δια πάντα άνθρωπον ο Κύριος ως διδάσκαλος και ως Λυτρωτής προσδίδει εις το διαπραγματευόμενον το πρόσωπον του Κυρίου δόγμα ιδιάζουσαν και θεμελιώδη σημασία και αξίαν. Το επιτελεσθέν υπό του Κυρίου έργον δια την σωτηρίαν του ανθρώπου χαρακτηρίζεται ως οικονομία ή Απολύτρωσις εν αντικειμενική έννοια διακρινόμενη εφ’ έκαστου των ανθρώπων της καλούμενης υποκειμενικής απολυτρώσεως. Παν ότι επετέλεσεν ο άνθρωπος εν αντικειμενική έννοια προσοικειούμενος εις τας εντολάς του Κυρίου ο άνθρωπος απαλλάσσει τούτον εκ του θανάτου και του διαβόλου. Λαμβάνει δε εν αυτώ ο άνθρωπος τον αγιασμόν των τέκνων του Θεού και οδηγείται υπ΄ Αυτού εις την κατάστασιν της δικαιώσεως.
4
Μεταξύ του δόγματος της προπτωτικής και μεταπτωτικής καταστάσεως του ανθρώπου και του χριστολογικού υπάρχει αντιστοιχία. Δεδομένου ότι δια μεν του πρώτου διδάσκεται η εκούσια φθορά και διαστροφή και απομάκρυνσις του ανθρώπου από τον Θεό. Δια δε του δευτέρου η επαναγωγή, επανόρθωσις και αποκατάστασις της ερειπωθείσης ανθρώπινης φύσεως εις την αρχαίαν αίγλην και μακαριότητα.
Την δυνατότητα δια την πραγμάτωσιν και επανάκτησίν της απολεσθείσης λαμπρότητας προσέφερεν εις τον άνθρωπον η έλευσις του Θείου Λόγου εις τον κόσμον και η είσοδος Αυτού εν τω χρόνω και εν τη ανθρώπινη ιστορία. Μη όντος του Κυρίου δια μόνον του απλού ανθρώπου δεν ήτο δυνατόν να διδάξει την ύψιστην ηθικήν και πνευματικήν διδασκαλίαν ήτις επρόκειτο ποτέ να ακουσθεί υπό λογικών όντων ως και να επιτελέσει το υπερφυές και καταληπτόν μυστήριον της ενσάρκου Θείας Οικονομίας να θυσιάσει επί του Σταυρού την ανθρώπινην Αυτού φύσιν δια την λύτρωσιν των ανθρώπων. Ήτο απαραίτητος προυπόθεσις της προπαρασκευής της ανθρωπότητος δια το μέγιστον τούτο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας.
Η προπαρασκευή της ανθρωπότητος δια την υποδοχήν του Μεσσίου δι ην συνειργάσθησαν ο ουρανός και η γη ήτο απαραίτητος λόγω του ηθικού σκότους. Της διαφθοράς ένεκα της αμαρτίας και του διαβόλου περιλαμβάνει δε τόσον τον εθνικόν κόσμον τον εις την ύλην της αμαρτίας την ανθρώπινην φύσιν μολύνοντα και φθείροντα όσον τους εθνικούς αλλά και τον υπερούσιον καόν του Θεού τον Ισραήλ. Όστις θα αποτελεί το φυτώριόν εντός του οποίου θα εβλάσταινε και θα ηυξάνετο ο βλαστός ο εκ της ρίζης του Ιεσαι προερχόμενος δια την σωτηρίαν πάντων των ανθρώπων όλων των αιώνων.
Και εις μεν τους Εθνικούς προπαρασκεύασεν ο Θεός την έλευσιν του Κυρίου δια του εις πάντα άνθρωπον ενυπάρχοντος έμφυτου ηθικού νόμου δια του οποίου οι άνθρωποι λαμβάνουν μαρτυρίαν περί του ηθικού μεγαλείου του Θεού τείνοντες προς Αυτόν. Δύνανται δε κατά την διδασκαλίαν του Παύλου εις την προς Ρωμαίους επιστολήν να κατειδούν τας Θείας τελειότητας και το Θείον μεγαλείον μέσω των Θείων δημιουργημάτων. Και της τάξεως και της σκοπιμότητος ες εν αυτοίς παρατηρούμενης λαμβάνοντες τον φωτισμόν του Θεού ως ρητώς μαρτυρεί ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος εις το προοίμιον του Ευαγγελίου του.
5
Της αληθείας ταύτης επιβεβαίωσιν αποτελεί η μαρτυρία εκκλησιαστικών συγγραφέων ομιλούντων περί των προ Χριστού φιλοσόφων ως περί προ Χριστού Χριστιανών. Ως και περί λόγου υπό του Θεού εις τους προ Χριστού φιλοσόφους εν σπέραμτι αποκελυπτόμενου (σπερματικός λόγος). Οι Αλεξανδρινοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς ως ο Ωριγένης και λοιποί διδάσκουν ότι οι προ Χριστού φιλόσοφοι ως ο Πλάτωνας εγνώριζον την Παλαιά Διαθήκη. Εξ ης πολλάς αληθείας ηνέλησαν πάντων τούτων εξηγούμενων εκ του γεγονότος ότι οι λαοί διέσωσαν στοιχεία της αρχαιοτάτης παναθρώπινης θεογνωσίας. Μεταβάλλοντες το περιεχόμενον ταύτης αναλόγως των ηθικών και κοινωνικών καταστάσεων εν εβρίσκοντο.
Εάν δια τους Εθνικούς η προπαρασκευή της ανθρωπότητος προς εμφάνησιν του Λυτρωτού δεν υπήρξε τόσον έντονος και σαφής εις τον Ισραηλιτικόν λαόν έλαβε χώραν εις όλην αυτής την έκτασιν και έκφασιν. Τοιουτοτρόπως διδάσκεται εν τη Γεννέσει ότι ο Θεός αμέσως μετά την τιμωρίαν των πρωτόπλαστων απεκάλυψε την Θείαν αυτού βούληση περί σωτηρίας των ανθρώπων και συντριβής της κεφαλής του διαβόλου. Όπως λέγεται το Πρωτοευαγγέλιον (Γεν. 3-15) <<Και έχθραν θέλω στήσει ανάμεσον σου και της γυναικός και ανάμεσον του σπέρματος σου και του σπέρματος αυτής αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού>>.
Αυτού ο λόγος του Θεού αποτελεί την πρώτην παρήγορον φωνήν δια τους ανθρώπους μέσα εις την έρημον της απογνώσεως και της εγκαταλείψεως των πρωτόπλαστων υπό του Θεού. Προ δε της εμφανίσεως του Αβραάμ όστις θα αποτελεί τον γενάρχην του περιουσίου Αυτού λόγου. Απεκαλύφθησαν εις τους ανθρώπους πολάκις παρηγορεί επαγγελίαι δι ων ανθρωπότης ενισχύετο αναμένουσα τον χρόνον της λυτρώσεως εκ των δεινών.
Δια του Αβραάμ δε και των Πατριαρχών αφενός και δια του Μωυσέως και των Προφητών αφετέρου ο Θεός πάνσοφος και μυστηριωδώς απεκάλυψε πολλάς Θείας αληθείας δι ων επαιδαγώγησεν τον λαόν Του προς υποδοχήν του Μεσσίου. Η όλο βαίνουσα επί το χειρών βαίνουσα ηθική κατάπτωσις και κλήσις των ανθρώπων και η συναίσθησις της ανθρώπινης αδυναμίας να υπερνικήσει την ιδίαν αυτής κακοδαιμονίαν κατέστησε πανανθρώπινον αίτημα την έλευσιν ενός Μεσσία σωτήρα. Όστις θα ελύτρωνε την πεπτωκυίαν ανθρωπότητα από των δεινών. Οσον αφορά εις την παρατήρησιν ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον μετά μικρόν διάστημα από της πτώσεως του ανθρώπου.
Οι πατέρες της Εκκλησίας απάντησαν ότι ο Κύριος ήλθεν εις τον κόσμον ούτε συντόμως, ούτε βραδέως δια να λυτρώσει τους ανθρώπους αλλά σύμφωνα με την μαρτυρίαν της Γραφής <<ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου>>. Την διδασκαλίαν ταύτην γενικώς και περί της ανάγκης της λυτρώσεως των ανθρώπων δια της ελεύσεως του Κυρίου και περί της προπαρασκευής της ανθρωπότητος δια την υποδοχήν και αποδοχή του Μεσσίου διδάσκεται εμφανέστατα εις την Αγίαν Γραφήν.
Την ανάγκην της Λυτρώσεως καταδεικνύει η Καινή Διαθήκη εις μέγαν αριθμόν χωρίων. Ρωμ. 2-8 <<συνίστησεν δε την εαυτού αγάπης εις ημάς ο Θεός ότι έτι αμαρτίαι ημών Χριστός υπέρ ημών πεθανεν>> (Λουκά 5-31) <<Και απεκρίθεις ο Ιησούς είπεν προς αυτούς ου χρειάν έχουσιν οι υγιαίνοντες ιατρού αλλά οι κακώς έχοντες>> (Εφες. 2-4). <<Ο δε Θεός πλούσιος ων εν ελέει δια την πολλήν αγάπην αυτού ην ηγάπησεν ημάς>>. Περί της ελεύσεως του Κυρίου εις τον κόσμον διδάσκουν τα χωρία Γαλάτας 4-4,5 <<ότε δε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός γενόμενον υπό νόμον ίνα τους υπό νόμων εξαγοράσει ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν>>.
6
Περί της σημασίας της ελεύσεως του Κυρίου εις τον κόσμον η Καινή Διαθήκη διδάσκει εις το χωρίον Τϊτου 3-5 <<ουκ εξ έργων των εν δικαιοσύνη η ου εποιήσαμεν ημείς αλλά κατά το αυτού έλεος έσωσεν ημάς δια λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως πνεύματος Αγίου>>. Προς τούτους είναι σκόπιμο να μνημονευθούν χωρία που μιλούν σαφώς περί της εξ ιδίου εν τω Θεώ βουλής. Δια την αποστολήν εις τον κόσμον του Μεσσίου προς σωτηρίαν και απολύτρωσιν του ανθρώπου. Ένα εκ των χωρίων είναι Β’ Τιμ. 1-9 <<του σώσαντος ημάς και καλέσαντος κλήσει αγία κατά τα έργα ημών αλλά κατά ιδίαν πρόθεσιν και χάριν την δοθείσαν ημίν εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων>>.
Εάν όμως την αξίαν και σημασίν ως και τον σκοπόν του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου εξαίρει μόνον η Καινή Διαθήκη διότι το δόγμα της Θείας ενανθρωπίσεως είναι καθαρώς καινό διαθηκικόν περί της προπαρασκευής της ανθρωπότητος δια την έλευσιν του Μεσσίου μαρτυρούν αμφότεραι αι Διαθήκαι Παλαιά τε και Καινή. Της Παλαιάς ουδέν έτερον αποτελούσης ειμη προαπιδείαν και προπαρασκευήν της ανθρωπότητος δια την έλευσιν Εκείνου. Όστις θα την ελύτρωνε εκ της κακοδαιμονίας και της καταδίκης. Ήδη από αυτής της πτώσεως των πρωτόπλαστων ο Θεός παραμυθεί την ανθρωπότητα και προαγγέλει την μέλλουσαν έλευσιν Εκείνου.
Όστις θα επανέφερεν τον άνθρωπον εις την απολεσθείσαν μακαριότητα. Η πρώτη αυτή παρήγορος αγγελία η ονομασθείσα προτευαγγέλιον δεν ήτο η μοναδική. Αλλά ο Θεός δια μέσου αιώνων προετοίμασε την ανθρωπότητα και προπαρασκεύασε την οδόν δι ης ο Λυτρωτής επρόκειτο να διέλθει. Την προπαρασκευήν της ανθρωπότητος προς την υποδοχή και αποδοχή του Λυτρωτού εβρίσκουμε διδασκόμενοι από της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Η διδασκαλία όμως περί της προπαρασκευής της ανθρωπότητος δια την έλευσιν του Μεσσίου διδάσκεται περιτράνως εν τη Καινή Διαθήκη χωρίων Γαλατάς 3-24 <<ώστε ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν ίνα εκ πίστεως δικαιωθόμεν>>. Α’ Πέτρου 1-10 <<περί της σωτηρίας εξεζήτησαν και εξηρεύνησαν προφήται οι περί της εις ημάς χάριτος προφητεύσαντες>>. Χωρία επ’ αυτού του θέματος. Γενεσ. 12-3 / 18-18 / 26-4 / Ησαΐου Κεφάλαια 49ον / 50ον / 53ον / 55ον / Ιεξ. Κ’ 37-26-28/ Ιωήλ 2,28-29 / Ιωάννου 8-56 / Πράξ. 1-17.
Αφού υπό του πάνσοφου και φιλεύσπλαχνου Θεού προπαρασκευάσας την ανθρωπότητα υπερφυών και μη τη ανθρώπινη κατάληψη προσιτών μεθόδων και ενεργειών ελθόντος του πληρώματος του χρόνου. Ο Υιός και Λόγος του Θεού κατήλθεν επι της γης αναλαβών ανθρώπινην φύσιν εκ Πνεύματος Αγίου επισκηνούσαντος της αειπαρθένου Μαρίας. Η εν ανθρώπησις του Κυρίου εκ των αγνών αιμάτων της εκ του προπατορικού αμαρτήματος καθαρεισθείσης Μαρίας έλαβε χώραν τη ενεργεία και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Του Αγίου Πνεύματος και επισκιάσοντος την θεοτόκον του Πατρός συνευδοκούντος και του Υιού σαρκόμενου.
7
Η γέννησις του Κυρίου κατά ταύτα εγένετο υπερφυσικώς και ουχί φυσικώς αιρούμενων των νόμων της φυσικής τάξεως. Το υπερφυσικόν της γεννήσεως του Κυρίου δηλούν ένθεν μεν η άσπορος του Κυρίου σύλληψις εν τη νηδηϊ της Παρθένου ένθεν δε η αειπαρθενία της Θεοτόκου. Ο Κύριος είναι ο μόνος άνθρωπος όστις εγεννήθη εν τω κόσμω τούτω άνευ σπέρματος ανδρός, η δε Θεοτόκος Μαρία είναι η μόνη εξ όλων των γυναικών της ανθρωπότητος ήτις εγέννησεν Υιόν παραμείνασα αείποτε αειπαρθένος. Ο Θείος Λόγος έλαβε συνεπώς σώμα ανθρώπου ουχί όμως μόνο σώμα αλλά και πνευματικήν ανθρώπινην ψυχήν ήτοι πλήρη άνθρωπον.
Ονομάζεται δε Θεάνθρωπος καθότι είναι πράγματι και τη αληθεία τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Απηλαγμένος του κληροδοτήματος του προπατορικού αμαρτήματος. Καθότι θείο δίκαιο δια τέλειου ανθρώπου εισήλθε η αμαρτία στην ανθρωπότητα. Και δια της θυσίας ενός τέλειου ανθρώπου η απολύτρωσις. Ο Ιησούς Χριστός κατά τον ανθρώπινον βίον του δεν έπαψε ούτε στιγμή να μην είναι τέλειος Θεός. Απορρίπτεται συνεπώς πάσα κακόδοξος αντίληψις καθ’ ην είτε ο Κύριος φαινομενικώς η κατά δόκησιν ενηνθρώπησεν είτε ότι ήτο άνθρωπος χρισθείς υπό του Αγίου Πνεύματος εν τω Ιορδάνη ποταμώ κατά την ώραν της βαπτίσεως και ονομασθείς Υιός του Θεού.
Εις αντίθεσιν ωσαύτος προς την χριστιανικήν θρησκείαν εβρίσκετο ο Μοναρχινισμός ο δεχόμενος τον Θεόν μόνον ως εν πρόσωπον απορρίπτον κατά ταύτα το θεμελιωδέστερον των δογμάτων το Τριαδικόν δόγμα. Τον Μοναρχινισμόν αντεπροσώπευεν εκτός των άλλων και η αίρεσις του Αρείου η υπό της πρώτης οικουμενικής Συνόδου καταδικασθείσα και αναθεματισθείσα. Εκτός όμως τούτων η Ορθόδοξος Εκκλησία κατεδίκασε και την αίρεσιν του Απολλιναρίου του θέσαντος εν αμφιβόλω της ύπαρξιν του πνεύματος η νοός εν τω Χριστώ. Απόβλητος είναι ωσαύτος και η αιρετική κακοδοξία του Κηρύνθου και των Εβιωνιτών των μη τι αειπαρθένον της Θεοτόκου αποδεχθέντων.
Εναντίων τούτων η Χριστιανική Εκκλησία υπεστήριξεν την αειπαρθενίαν της Θεοτόκου προ και μετά την του Κυρίου γέννησιν μη δυνάμενης να θεωρηθεί ως φυσική αλλ’ υπερφυσική. Μόλις είναι ανάγκη να πούμε ότι η υπό της Θείας φύσεως προσληφθείσα ανθρώπινη φύσις και μετ’ αυτής ενωθείσα δεν προυπήρχεν ούτε κατά το πνευματικόν αυτής μέρος εν τω άλλω κόσμω. Αγνή και αμόλυντος διατηρηθείσα προς της ελεύσεως αυτής ενταύθα ως κακόδοξος εδίδαξεν ο Ωριγένης ούτε κατά το υλικόν και σωματικόν αυτής μέρος όπερ έλαβε αρχήν εν τη υπάρξει της Παρθένου.
Δόξα Κυρίω τω απρόσητω. Δόξα το μόνω παντοδύναμω.
Συνέχεια στο επόμενο.


Σχόλια