ΚΕΙΜΕΝΟΝ 15 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 4 Μαΐ 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά

1
Θεράπευσον Ιησού μου ψυχής μου τα τραύματα Ιησού μου δέομαι και της χειρός με εξάρπασον Ιησού μου εύσπλαχνε του ψυχοφόρου βέλιαρ και διασώσον με.
Άπαν το ανθρώπινο γένος κατάγεται από του Θεού, ούτε εκ του πίθηκου δι’ εξελίξεως προέκυψεν, ούτε τυχαίον δημιούργημα της κινήσεως των υλικών μορίων είναι, αλλά προϊόν της υπέρτατης Θείας αγάπης διά παντοδύναμου, πάνσοφου, ιδιαιτέρας και άμεσος του Θεού ενέργειας. Ο Θεός εδημιούργησε το πρώτον ζεύγος των ανθρώπων εξ ου δια της φυσικής γεννήσεως προέκυψεν πάσαι οι φυλαί και πάντες οι λαοί οι επί της επιφανείας της γης κατοικούντες.
Πάσα άλλη διδασκαλία αντιτιθέμενη προς την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας απορρίπτεται ως κακόδοξος και πεπλανημένη. Είτε οι άνθρωποι είναι σοφότεροι ημεί, είτε το δέρμα των φέρει λευκόν, μαύρον, κίτρινον ή ερυθρόν χρώμα, είτε η χωρητικότις του κρανίου των είναι διάφορος, πάντες προήλθον εκ του ενός αρχέγονου και πρωταρχικού ανθρώπινου ζεύγους. Αι διαφοραί του χρώματος του δέρματος άριστα εξηγούνται εκ των κλιματολογικών συνθηκών υπό τας οποίας έζησαν οι άνθρωποι εκεί μεταδοθείσαι δε εις τους επιγιγνωμένους των εκληρονομήθησαν παραμένουν έως σήμερον.
Το αυτό ισχύει εν πολλοίς και δια τας διαφοράς κατά την χωρητικότητα του κρανίου και την οξύνοιαν των ανθρώπων, συνεπώς πάντες οι άνθρωποι είναι τέκνα Θεού. Η ενότις του ανθρώπινου γένους αποδεικνύεται και εκ των κοινών χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων τα οποία έχουν πάντες οι άνθρωποι όπως η γλώσσα εν γένει και πάσα διανοητική και πνευματική λειτουργία. Ακόμη και ο εις την κατωτάτην πνευματική βαθμίδα ευρισκόμενος και εν ημιάγρια κατάσταση διατελών άνθρωπος εάν τύχει καταλλήλου παιδαγωγίας ευκόλως επιδεικνύει επίδοσιν εξομοιωμένος προς του άλλους ανθρώπους.
2
Όσον αφορά εις την ποικιλίαν των γλωσσών, αυτοί προήλθον ως διδάσκει η γλωσσολογία εκ τριών μόνον γλωσσικών κλάδων, πλουτισθέντες και εξελιχθέντες οδήγησαν εις την διαφοροποίησιν αυτών και εις απόσχισιν παραφυάδων. Αφού η γλωσσολογία ανήγαγε εις τρείς κλάδους τας γλώσσας των ανθρώπων είναι εύκολον κατόπιν τούτου να αναχθώμε εις μια πρωταρχική γλώσσαν ην ομίλουν οι πρωτόπλαστοι. Το παλαιοδιαθητικό δίδαγμα περί καταγωγής του ανθρώπου εξ ενός ανθρώπινου ζεύγους και περί πρωταρχικής κοιτίδος αυτού εν Ασία, όχι μόνον δεν απορρίπτει η επιστήμη, αλλά νεότεραι έρευναι επιβεβαιώνουν την Αγιογραφική διδασκαλίαν.
Εάν απορριφθεί το περί ενότητος του ανθρώπινου γένους δόγμα, τότε είναι αδιανόητος η έλευσις του Κυρίου εις τον κόσμον όστις ήρθε να λυτρώσει τον υπ’ Αυτού δημιουργθέντα άνθρωπον. Το δόγμα απολυτρώσεως ως γνωστόν στηρίζεται επί του δόγματος της ενότητος του ανθρώπινου γένους. Το δίδαγμα τούτο περί ενότητος του ανθρώπινου γένους διδάσκεται τόσον υπό χωρίον της Γενέσεως που εξιστορείται η δημιουργία των πρωτόπλαστων εκ του Θεού, ως και άλλα χωρία του αυτού βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης. Ως επίσης και εις το Α’ Παραλειπομένων όπου γίνεται λόγος περί των γενεολογιών του ανθρώπου των εκ του Αδάμ και της Εύας προελθόντων δια της φυσικής γεννήσεως.
Το αυτό περί ενότητος του ανθρώπινου γένους δίδαγμα εβρίσκομεν και εις το χωρίον Σοφίας Σολομώντος 10,1-2 <<Αυτή πρωτόπλαστον πατέρα κόσμου μόνον κτισθέντα διεφύλαξε και αυτόν εκ παρά πτώματος ιδίου έδωκε τα αυτώ ισχύν κρατείσαι απάντων>>. Την αυτήν διδασκαλίαν ευρίσκομε και εις το χωρίον Ματθαίου 19-4 <<Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ ανέγνωτε ότι ο κτίσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς>>. Επίσης εις το χωρίον των Πράξεων 17-26 γίνεται λόγος περί καταγωγής του ανθρώπινου γένους εξ ενός ζεύγους <<Εποίησεν τε εξ ενός αίματος πάν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παντός προσώπου της γης>>.
Υψίστης σπουδαιότητος χωρίον διδάσκον το δόγμα περί ενότητος του ανθρωπίνου γένους εξ ενός ζεύγους ανθρώπων είναι και το χωρίον Ρωμ. 5-12 <<Δια τούτο ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθεν και δια της αμαρτίας ο θάνατος και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν εφ’ άπαντες ήμαρτον>>. Η Αγία Γραφή συνεπώς διδάσκει ομοφώνως και αναντιλέκτως το θεμελιώδες τούτο δόγμα της Ορθοδόξου πίστεως περί ενότητος και καταγωγής του ανθρώπινου γένους εξ ενός πρωταρχικού ανθρώπινου ζεύγους. Εάν τώρα το ζεύγος των ανθρώπων εδημιουργήθη προ δέκα ή εκατό ή 500 χιλιάδων ετών, τούτο είναι πρόβλημα άλυτον, τόσον δια την δογματικήν, όσον και δια τας επιστήμας.
3
Δημιουργηθείς ο άνθρωπος υπό του Θεού ηυξύνθη και επληθύνθη κατ’ αρχάς επιτραπείσης της συνάφειας των ετερόφυλων και μεταξύ στενών συγγενών. Εξηπλώθη από της Ασίας επί παν το πρόσωπον της γης και δια μεν τον τρόπο μεταδόσεως της υλικής και σωματικής φύσεως δεν υφίσταται ουδεμία αντιγνωμία εμφανέστατου όντος του γεγονότος ότι αυτή μεταδίδεται κληρονομικώς και φυσιολογικώς εκ των φυσικών γονέων προς τα τέκνα. Λόγω όμως του διφυούς της ανθρώπινης φύσεως ένα δια την μετάδοσιν της σωματικής φύσεως ουδεμία παρουσιάσθη διχογνωμία δια την μετάδοσιν του πνευματικού στοιχείου υφίστανται αντιθέσεις και παρουσιάσθησαν διάφοραι θεωρίαι που έδιναν διαφορετικές εξηγήσεις εις τον τρόπον της παρουσίας εν τω άνθρωπω του πνευματικού τούτου στοιχείου. Ως πρώτη θεωρία που επικράτησε έως της σήμερον και βρίσκει ακόμα οπαδούς είναι η θεωρία περί υπάρξεως των ψυχών.
Κατά την θεωρίαν αυτήν οι ψυχαί των ανθρώπων τόσον για τους τεθνένωντας όσον και εκείνων που πρόκειται να γεννηθούν εις το εγγύς και απώτερον μέλλον εδημιουργήθησαν απ’ αρχής υπό του Θεού παραμένουσαι εν το πνευματικό κόσμο. Λόγω της αμαρτίας αυτών πέμπονται υπό του Θεού εις τον κόσμον προσλαμβάνουσαι υλικά σώματα εις εγκλείονται προς τιμωρίαν άμα δε τη εκτίσει της ποινής των επανερχόντων εκεί όποθεν εξήλθον. Δεν εξετάζεται εδώ το δυνατόν της Μετενσαρκώσεως των ψυχών εις σώματα ανθρώπων, ζώων ή φυτών ως εις το παρελθόν υποστηριχθεί με φανατισμό και εξακολουθεί να στηρίζεται έως τη σήμερον.
Την θεωρίαν αυτήν την εισηγήθη ο Πλάτων και ακολούθησαν οι Πυθαγόρας και Φίλων καθώς και ο Ωριγένης και άλλοι. Εννοείται ότι έκαστος των αποδεχόμενων την θεωρίαν ταύτην δεν είχαν ακριβώς τας αυτάς δοξασίας μετά των άλλων ως συμβαίνει με τον Ωριγένη ο οποίος απεδέχετο ότι οι ψυχαί προϋπήρχαν ως πνεύματα, καθαρά και άυλα παρά το Θεώ, αμαρτήσαντα δε μετετράπησαν εις αγγέλοις, ψυχάς και δαίμονες. Την θεωρίαν αυτήν περί προϋπάρξεως των ψυχών καταδίκασεν η προπαρασκευαστική της Ε’ Οικουμενικής Συνόδου του 543 εν Κωνσταντινούπολη που καταδίκασε και αναθεμάτισε τον Ωριγένη.
Η διδασκαλία αυτή περί προϋπάρξεως των ψυχών αντίκειται προς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Η μεν Αγία Γραφή εις την Γένεσιν ρητώς μαρτυρούσης περί του Θείου εμφυσήματος του ζωογονήσαντος ανθρώπου, ως διδάσκει επίσης και το προμηνευθέν χωρίον Ρωμαίους 5-12 <<Ο άνθρωπος δεν απεστάλει εις τον κόσμον τούτον ίνα καθαρθεί δια πυρός και ύδατος η αμαρτήσασα αυτού ψυχή. Διότι ούτε εις χωρίον της Αγίας Γραφής γίνεται λόγος περί προϋπάρξεως των ψυχών και αμαρτίας αυτών εν τω Πνευματικώ κόσμω, ούτε είναι δυνατόν ο υπό του Θεού δημιουργηθείς και καλώς λίαν χαρακτηρισθείς υλικός κόσμος να θεωρηθεί ως τόπος τιμωρίας και καθάρσεως των ψυχών.
4
Της αμαρτίας συντελεσθείσης και έχων αρχήν, αίτιο, επίγειο και υλικό Παράδεισο ως αναγράφει η Παλαιά Διαθήκη δια του Αδάμ και της Εύας. Η αποδοχή της θεωρίας της προϋπάρξεως των ψυχών καθιστά αδιανόητον και αδικαιολόγητον την έλευση του Κυρίου επί γης δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και δη εις ένα κόσμο όστις χρησιμοποιείται ως τόπος τιμωρίας και καθάρσεως των ψυχών από της αμαρτίας. Δια ταύτα η θεωρία περί της προϋπάρξεως των ψυχών ως αντιτιθέμενη προς την Αγίαν Γραφή και υπό χριστιανική άποψη θεωρηθείς παράλογος κατεδικάσθη υπό της χριστιανικής Εκκλησίας και απερρίφθη.
Ως δεύτεραν θεωρίαν περί της καταγωγής της ψυχής μνημονεύομεν την θεωρίαν της δημιουργίας των ψυχών υπό του Θεού. Κατά την θεωρίαν ταύτην ο Θεός συνεργάζεται αμέσως μετά του ανθρώπου δημιουργών απ’ ευθείας εις έκαστον τον άνθρωπον την ψυχήν και ενθέτων αυτήν εν τω σώματι. Η τοιαύτη δε παραχώρησις της ψυχής εν τω σωματικώ άνθρωπω συντελείται υπό του Θεού. Κατά την άποψιν ορισμένων κατά την τεσσαρακοστήν ημέραν της κυοφορίας του εμβρύου εν της μητρός ως εδέχοντο οι σχολαστικοί θεολόγοι της φύσεως.
Σήμερα οι οπαδοί αυτής της θεωρίας δέχονται ότι η ψυχή παραχωρείται κατά την στιγμή της συλλήψεως. Εις την δογματική της Παπικής Εκκλησίας λέγεται <<ούτω παραμένει μίαν μόνον δυνατότις έκαστη μεμονωμένη ψυχή δημιουργείται υπό του Θεού τιθέμενη εντός της υπό των γονέων παρασκευασθείσης σωματικής ύλης. Τούτο είναι ασφαλής θεολογική διδασκαλία>>. Η διδασκαλία αυτή περί δημιουργίας εβρίσκει πιθανά αυτής στηρίγματα εις τα χωρία της Αγίας Γραφής <<Σοφ. Σολομώντος 15-11, Εκκλησιαστής 12-7, Β’ Μακ. 7-22, Ησαΐου 57-16, Ψαλμός 32-15-118-73, Ιώβ 10-12-33-4, Πράξεις 17-25, Εβρ. 12-9). Πάντα τα χωρία ταύτα δεν μαρτυρούν ρητώς και εκπεφρασμένως ότι η ψυχή του ανθρώπου δημιουργείται απ’ ευθείας από τον Θεόν αλλά ότι κατάγεται από τον Θεόν. Όστις όπως εκ των προαναφερθέντων χωρίων μαρτυρεί είναι ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός.
Εκ του Θεού όμως κατάγεται και το σώμα του ανθρώπου οπότε θα ηδυνάμεθα να πούμε ότι και το σώμα του ανθρώπου, οπότε η προλεγόμενη θεωρία δεν δύναται να εξηγήσει την μετάδοσιν της προπατορικής αμαρτίας εκ των πρωτόπλαστων εις τους εξ αυτών προελθόντας. Παριστά δε τον Θεόν συνεχίζοντα αδιαλείπτως το έργον της δημιουργίας και δημιουργούντα συνεχώς νέας ψυχάς. Λαμβανόμενης υπόψιν της προπατορικής αμαρτίας παριστά το ανθρώπινον σώμα ως ψυχή του κακού μολύνουσαν την πνευματική ψυχή. Θεωρεί τον Θεόν ως συνεργαζόμενον εις τας εξώγαμας και αθέμιτας συλλήψεις, δεν εξηγεί δε τας πνευματικάς και ψυχικάς διαφοράς μεταξύ γονέων και τέκνων. Συγκεφαλαιώνοντας ταύτα συμπεραίνομεν ότι η θεωρία της δημιουργίας έχει μεν στοιχεία αληθείας, διότι πάντα τα όντα έχουν ως πηγή και αρχή αυτών τον Θεόν.
5
Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως περί των πνευματικών όντων που μόνο η πνευματική και άπειρος ουσία δύναται να δημιουργήσει. Δεν έχει όμως η θεωρία αυτή πάσαν την αλήθεια ως εκ τούτου δε η ημετέρα Εκκλησία δεν απεδέχθη την θεωρίαν ταύτην ως ορθώς για την προέλευσιν της ψυχής. Τρίτη κατά σειράν θεωρίαν μνημονεύομε την θεωρία της μεταφυτεύσεως των ψυχών. Κατά την θεωρίαν ταύτην αι ψυχαί των ανθρώπων μεταδίδονται υπό των γονέων κατά την φυσικήν γέννησιν μετά του φυσικού σώματος, καθότι όταν ο Θεός εδημιούργησε τον πρώτον άνθρωπο και έδωσε σε αυτόν την δύναμη βάσει του δημιουργικού προστάγματος <<αυξάνεσθε και πληθύνεσθε>> εις τρόπον ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να μεταφυτεύσει εις τους εξ αυτού γενόμενους την ψυχήν όπως μεταδίδει και το υλικόν σώμα.
Η θεωρία της μεταφυτεύσεως των ψυχών εβρίσκει έρεισμα εν χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης Γεν. 5-3-5 <<έζησε δε Αδάμ εκατόν τριάκοντα έτη και εγέννησε κατά την ομοίωσιν αυτού και κατά την εικόνα αυτού και επονόμασε το όνομα αυτού Σηθ>> και έγιναν αι ημέραι του Αδάμ αφού εγέννησε τον Σηθ οκτακόσια έτη και εγέννησε υιούς και θυγατέρας και έγιναν πάσαι αι ημέραι του Αδάμ τας οποίας έζησεν εννιακόσια τριάκοντα έτη και απέθανεν>>. Εξηγεί δε καλύτερον τας ψυχικάς και πνευματικάς ομοιότητας μεταξύ γονέων και τέκνων ως και την μετάδοσιν της προπατορικής αμαρτίας.
Ο Χρήστος Ανδρούτσος, νεότερος εκκλησιαστικός συγγραφέας, παρουσιάζει το μειονέκτημα ότι τα ανώτερα παρουσιάζουν την αμαρτίαν των ανθρώπων ουχί ως αμαρτίαν του Αδάμ αλλά του γεννήτορος <<του Αδάμ δε κατά το ότι ο γεννήτωρ δια πολλών γενεών συνδέεται προς τον γενάρχη, καθόσον δε η φυσική κατάστασις των γονέων είναι διαφορετική, η κληρονομική αμαρτία δεν είναι η μία και ομόβαθμός αμαρτία του Αδάμ αλλά ποικίλλον κατά την αμαρτωλότητα των γονέων.
Αναγκαία συνέπεια της δοξασίας ταύτης είναι και η αποδοχή διαφόρου αμαρτολότητας των τέκνων σε αναλογικότητα με την αμαρτολότητα των γονέων. Περιττόν είναι και να πούμε ότι τοιούτον δίδαγμα είναι εσφαλμένον. Η θεωρία αυτή έχει την ορθήν άποψιν την εξαίρουσαν το μεγαλείον και την πανσοφίαν του Θεού τους δημιουργήσαντος τους πρωτόπλαστους. Δίνοντας εις αυτούς την δύναμιν της μεταδόσεως των ψυχών χωρίς να είναι ανάγκη εκάστοτε ο Θεός να δημιουργεί ταύτας, αλλά να προνοεί μόνον και να συντηρεί τα πάντα εν τη υπάρξει. Εάν αποδεχθούμε τούτο το δίδαγμα αναβιβάζωμεν τον άνθρωπο υψυλότερον και αυτών των πνευματικών όντων, δημιουργηθέντες δεν δύνανται να δημιουργήσουν εν αντιθέσει προς τον άνθρωπον. Το ότι επίσης ο άνθρωπος παρίσταται ως έχων την δύναμιν να δημιουργήσει και πνευματικάς ουσίας.
Παρά ταύτα η θεωρία αυτή θεωρείται ως η περισσότερον επιτυχώς βαδίσασα την οδόν προς λύσιν του προβλήματος της προελεύσεως των ψυχών. Υποστηρικταί της θεωρίας ταύτης είναι ο Τερτυλλιανός, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Γρηγόριος ο Νύσσης. Ο κυριότερος αντιπρόσωπος της θεωρίας της μεταφυτεύσεως ο Γρηγόριος ο Νύσσης γράφει <<ως μήτε ψυχήν προ του σώματος μήτε χωρίς ψυχή το σώμα αληθές είναι λέγειν αλλά μίαν αμφότερον αρχήν κατά μεν τον υψηλότερον λόγον εν το πρώτο του Θεού βουλίματι καταβληθείσαν κατά δε τον έτερον λόγον εν ταις της γεννήσεως αφορμάς συνισταμένην>> (Γρηγ. Νύσσης λόγος περί κατασκευής του ανθρώπου).
6
Ως τέταρτη θεωρία μνημονεύομεν απλώς την θεωρίαν της απορροής καθ’ ην αι ψυχαί των ανθρώπων προέρχονται εκ της ουσίας του θεωρίας. Εξ αυτής απορεύσασαι νοούμενης βεβαίως της ουσίας του Θεού πανθεϊστικώς. Την θεωρίαν ταύτην εξεπροσώπησαν παλαιότερον μεν οι Γνωστικοί αιρετικοί οι Μανιχαίοι και ο Νεοπλατωνισμός ως επίσης και ο πανθεϊσμός. Η θεωρία αυτή είναι απόβλητος και αντιχριστιανική αντιτίθεται δε προς τας ιδιότητας της θεότητος. Διότι εξ απλής και τελείας και απείρου θείας ουσίας δεν είναι δυνατόν να έχουμε απορροάς ως εάν επρόκειτο περί υλικών πραγμάτων εξ ων το εν απορρέει εκ του ετέρου.
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω λέμε ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία ναι μεν επισήμως δεν έχει αποφανθεί υπέρ της μιας ή της άλλης θεωρίας περί της προελεύσεως της ανθρώπινης ψυχής, θεωρείται όμως θεολογικώς ορθή η άποψις κατά την οποίαν η αλήθεια εβρίσκεται μεταξύ των δύο θεωριών της δημιουργίας και της μεταφυτεύσεως. Δεχόμεθα κατά κάποιο λόγο ότι αι ψυχαί μεταφυτεύονται μεν υπό των γονέων εις τα τέκνα εξ ου και η εξήγησις της ομοιότητος των ψυχικών γνωρισμάτων γονέων και τέκνων. Λόγω όμως του ότι ο υλικός άνθρωπος δεν δύναται να θεωρηθεί ως δημιουργός πνευματικής ουσίας αποδεχόμεθα και την συνεργίαν του θείου παράγοντος προς μετάδοσιν της πνευματικής ουσίας εν τω υλικώ άνθρωπω.
Προς το πρόβλημα της προελεύσεως της ανθρώπινης ψυχής στενώς συνυφασμένον είναι και το έτερον μεταφυσικόν και θεολογικόν πρόβλημα της αθανασίας της πνευματικής ταύτης ουσίας. Η δυνατότητα της συνέχειας της ζωής της ψυχής μετά τον παράγοντα κόσμον δεν δύναται δια των δυνάμεων του ανθρώπινου λόγου να αποδειχθεί το πρόβλημα της αθανασίας της ψυχής ως και το της υπάρξεως του Θεού αποτελεί εις την μεταφυσικήν χώραν μίαν πραγματικότητα μη έχουσα την μορφήν της προβληματικής λύσεως.
Η αθανασία της ψυχής αποτελεί αξίωμα αναγκαίως υπό του ανθρώπινου λόγου, αποδεκτόν αίτημα του πρακτικού λόγου. Διεπιστημονικών επιχειρημάτων και συλλογισμών επί της εμπειρίας και του πειράματος δια μαθηματικών αποδείξεων αδυνατεί ο άνθρωπος να οδηγηθεί εις την πεποίθησιν περί της αθανασίας της ψυχής. Χρησιμοποιεί όμως τα εις την διάθεσιν του εβρισκόμενα λογικά μέσα και συλλογικάς μεθόδους δια να καταστήσει την πεποίθησιν του εις την αθανασίαν της ψυχής ως λογικώς ορθήν και παραδεκτήν. Το ανθρώπινον πνεύμα εφεύρε διαφόρως αποδείξεις ομοίας των την ύπαρξιν του Θεού αποδεικνύουσων ως είναι η μεταφυσική, η ιστορική και η ηθική απόδειξις. Και η μεν μεταφυσική ομιλεί περί της αθανασίας της ψυχής, λόγω της απλότητος και του άυλου αυτής αποδεχόμενη την παράτασιν της ζωής αυτής της ψυχής πέραν του τάφου αιωνίως.
Η δε τάσις του ανθρώπου προς αιώνιον και υπερφυσικόν σκοπόν τον οποίον επειδή δεν δύναται να πραγματοποιήσει εν τω παρόντι κόσμω, πραγματοποιείν εν τω μέλλοντι. Η Αγία Γραφή διδάσκει απεριφράστως την παράτασιν της ζωής της ψυχής εις την πέραν του τάφου ζωήν αιωνίως. Εφόσον η ανθρώπινη ψυχή αποτελεί την πνοήν του Θεού ήτις ενεφυσήθη υπ’ Αυτού εις τους πρωτόπλαστους, συνεπώς δε πρόκειται περί πνευματικής ουσίας εκ του Θεού εξελθούσης διότι το Θείον εμφύσημα εκ του Θεού προελθόν δεν δύναται να συνιστά ύλην, συνάγεται αναντιρρήτως το άυλον και πνευματικόν της ψυχής και κατά συνέπειαν και η αθανασία αυτής.
7
Πολλά χωρία της Αγίας Γραφής διδάσκουν το μέγα τούτο του χριστιανισμού δόγμα. Εις τα χωρία Γενέσεως 25-8 και 17 γίνεται λόγος περί δύο ιερών Προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία ο θάνατος δεν οδήγησεν εις την ανυπαρξίαν, αλλά προσέθηκε τούτους εις τους εις τον άλλον κόσμον ζώντας προπάτορας του αυτού λαού. <<Και εκλείπων απέθανεν Αβραάμ εν γήρα καλώ πρεσβευτής και πλήρης ημέρων και προσετέθει προς τον λαόν αυτού>>. <<Και ταύτα τα έτη της ζωής Ισμαήλ εκατόν τριάντα επτά έτη και εκλειπών απέθανε και προσετέθη προς το γένος αυτού>>. Εις το χωρίον Σοφία Σολομώντος 2-23 διδάσκεται εμφανώς η ανωτέρω διδασκαλία. <<Ότι ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν>>. Εις το αυτό βιβλίο Σοφία Σολομώντος 3-1 λέγεται <<δικαίων δε ψυχαί εν χειρί Θεού και ου μη αφήται αυτών βάσανος>>.
Εκεί όμως όπου η αθανασία της ψυχής διδάσκεται σαφέστατα είναι η Καινή Διαθήκη εν τη οποία απαντούν πολλαί όσαι μαρτυρίαι επιβεβαιούσαι την αθανασίαν αυτής όπως το Ευαγγέλιον του Ματθαίου. Ο Κύριος εμακάρισε τους την αρετήν βιώσαντος ότι θα τύχουν της αιωνίου ευδαιμονίας Ματ. 5-3-12 <<Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι διότι αυτών είναι η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι οι πενθούντες διότι θέλουσι παρηγορηθεί. Μακάριοι οι πραείς διότι αυτού θέλουσι κληρονομίσουσι την γην>> και άλλα πολλά. Εν τω αυτώ Ευαγγέλιο ο Κύριος λέγει <<μη φοβείσθε από τους αποκτεννόντων το σώμα την δε ψυχήν μη δυνάμενων αποκτείναι>> Ματθ. 10-28.
Θέλων ο Κύριος να καταδείξει το αθάνατον της ψυχής και ότι αυτή εξερχόμενη του σώματος δεν αποθνήσκει, αλλά χωριζόμενη του σώματος ζει αιωνίως εις έτερον κόσμον είπεν <<Εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ ουκ έστιν ο Θεός νεκρών αλλά ζώντων>> (Μαρ. 12-27). Περιτράνως διδάσκεται η αθανασία της ψυχής εις την παραβολήν του πλούσιου και του πτωχού Λαζάρου. Λέγεται ότι τόσον ο πλούσιος όσο και ο Λάζαρος μετά την επίγειον ζωήν την μεταβαίνουσαν εις την άλλην ζωήν ένθα αμφότεροι αν και εν διαφόρω κατάσταση. Ο μεν εν ευδαιμονία, ο δε εν κακοδαιμονία συνεχίζουν να ζουν και μετά σωματικόν αυτών θάνατον>> (Λουκ. 16-19-13).
8
Το δόγμα της αθανασίας της ψυχής διδάσκεται προσέτι σαφώς εις την περικοπήν της Μεταμορφώσεως του Κυρίου και δη εν τω Ευαγγέλιω του Λουκά όπου γίνεται λόγος περί αφυπνίσεως των μαθητών εν τω ορεί και περί θαύματος του Κυρίου ομιλούντος μετά του Μωυσέως και του Ηλία των οποίων η παρουσία ακριβώς επί του όρους Θαβώρ δεικνύει το αθάνατον της ψυχής (Λουκ. 9-28-36, Ματθαίου 17-18, Μαρ. 92-8).
Το θεμελιώδους όμως σημασίας τούτο δόγμα διδάσκεται επίσης σαφώς εις την περικοπήν της συνομιλίας του Κυρίου μετά του σταυρωθέντος Αυτώ ληστού ον ο Κύριος εβεβαίωσε περί της μετά θάνατον αυτού ζωής, εν μακαριότητι <<Και είπεν αυτώ αμήν σοι λέγω σήμερον μετ’ εμού εσύ εν τω Παραδείσω>> (Λουκ. 23-43). Την αλήθειαν ταύτην του χριστιανισμού διδάσκει ο Απόστολος Παύλος εις πλείστα χωρία Β. Κορινθ. 5-8 <<θαρούμεν δε και ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ του σώματος και ενδημήσαι προς τον Κύριον>>. Ως επίσης εις το χωρίον Φιλιπ. 1-23 <<συνέχομαι δε εκ τω δύο την επιθυμίαν έχων εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι>>.
Εκ πάντων τούτων των χωρίων ως και εκ πολλών άλλων ως επίσης και εκ της διδασκαλίας της Ιεράς Παραδόσεως συνάγεται αναντιρρήτως και αλαθήτως το αθάνατον της ψυχής. Εκτός τούτου εάν η ψυχή του ανθρώπου απέθνησκε μετά του σώματος θα ήτο μάταια πάσα ανθρώπινη προσπάθεια προς οικείωσιν του Αγαθού και κληρονομίαν της επιγγελμένης μακαριότητος. Διότι θα ίσχυε η ρήσις <<φάγωμεν και πειώμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν>> (Α’ Καρ. 15-132). Αυτά περί του προβλήματος της καταγωγής και παρουσίας του ανθρώπινου γένους σύμφωνα με την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία.
Δόξα τω εν ημετέρας εξ τελέσαντι πάντα. Δόξα τω τη έβδομη κατααύσαντι πάντα.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια