ΚΕΙΜΕΝΟΝ 13 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 6 Απρ 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά

1
Τον χρόνον Ιησού μου ον δέδωκας μοι εις πάθη εδαπάνησα Ιησού μου διό με Ιησού μου μη απορρίψεις αλλ’ ανακάλεσε δέομαι Δέσποτα Ιησού γλυκύτατε και διάσωσον.
Περί της διακονίας των αγγέλων αναφέρει ρητώς η Αγία Γραφή ότι αυτή είναι διττή. Πρώτον μεν η δοξολογία του Θεού, δεύτερον δε η εκτέλεσις των θείων εντολών. Διακρίνεται δε το έργον των αγγέλων αφενός μεν προς το Θεόν, αφετέρου δε προς τους ανθρώπους. Τόσον ο υπό του Ησαΐου προαναφερθείς ύμνος των αγγέλων, όσον και ο εν τω Ευαγγελίω του Λουκά μαρτυρούμενος περί της δοξολογίας του Θεού υπό των αγγέλων κατά την γέννησιν του Κυρίου. Ως επίσης και πλείσται άλλαι μαρτυρίαι εμφαίνουν το έργο των ουρανίων τούτων εντολών. Των εν τη Π. Διαθήκη αναφερόμενων ως της προστασίας του Αβραάμ, του Λωτ, του Ιακώβ, του προφήτου Ηλία, του Δανιήλ ως και των άλλων Προφητών.
Πολυάριθμα είναι τα χωρία της Καινής Διαθήκης περί πληρώσεως υπό των αγγέλων ορισμένων εντολών αναφερόμενων εις το απολυτροτικόν του Κυρίου έργον, ως είναι η αγγελία εις τους ποιμένας του χαρμόσυνου γεγονότος της εν σάρκου του Κυρίου επιφανείας. Η ανακοίνωσις των θείων αποφάσεων καθ’ ύπνου προς τον Ιωσήφ. Το υπηρετικόν έργον των αγγέλων κατά τους πειρασμούς του Κυρίου στην Γεσθημανή και την Ανάστασιν, Ανάληψιν του Κυρίου και άλλες περιπτώσεις. Εκτός του γενικώς υπό του Θεού εντελόμενου έργου των αγγέλων η Ορθόδοξος Εκκλησία διδάσκει επίσης ότι έκαστος εκ των ανθρώπων ιδία δε ο ευσεβής έχει το φύλακα αυτού άγγελον που προστατεύει αυτόν εφόρου ζωής εν τη πίστη Αυτού και την τάξη που έχει στην ζωή του έναντι του Θεού.
Όταν ο άνθρωπος ενεργεί ενάντια προς το θέλημα του Θεού, ο Άγγελος θρηνεί και απομακρύνεται. Πλην του φύλακος αγγέλου η Ορθόδοξος Δογματική ποιείται λόγος περί αγγέλου φύλακα κρατών των εθνών. Ως προς τον αριθμόν των αγγέλων γνωρίζομεν ότι είναι μέγιστος και άγνωστος. Οι άγγελοι αποτελούν μιαν ουράνιον Ιεραρχία διατεταγμένης εις τάξεως όπως συμβαίνει και με τον παρόντα κόσμον τον εις τάξεις επίσης και κατηγορίας διατεταγμένων. Σύμφωνος προς τον Διονύσιον τον Αεροπαγίτην, εκκλησιαστικό συγγραφέα του 5ου μ.Χ. αιώνος όστις ως μυστικός φιλόσοφος ησχολήθη με τα επουράνια και συνέγραψε το έργον περί ουρανίου Ιεραρχίας (περί του έργου αυτού θα αναφερθούμε αργότερα).
2
Ο πνευματικός κόσμος των αγγέλων διαιρείται εις εννέα τάξεις που κατατάσσονται σε τρείς χώρους ή Ιεραρχίας ήτοι εις Σεραφείμ, Χερουβείμ, θρόνους, Κυριότητας Δυνάμεις- Εξουσίας- Αρχάς Αγγέλους και Αρχαγγέλους. Πρέπει επίσης να σημειώσομεν ότι οφείλομεν σύμφωνα προς τον όρον της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου να απονέμομεν τιμήν εις τας εικόνας των ασώματων δυνάμεων, να επικαλούμεθα δε τους αγγέλους. Όπως ούτοι λόγω της σχέσεως αυτών μετά του Θεού παρά τω οποίω και εβρίσκονται και της ιδιαιτέρας χάριτος που απολαμβάνουν να βοηθούν ημάς.
Απαγορευόμενης ρητώς της προσκυνήσεως αυτών ως ήδη ο Απόστολος Παύλος εδίδαξεν την διδασκαλία ταύτην περί του έργου και του αριθμού των αγγέλων διδάσκει τόσον η Αγία Γραφή, όσον και η Ιερά Παράδοση. Εν τη Παλαιά Διαθήκη σαφώς διδάσκεται η προστασία των ανθρώπων υπό των αγγέλων. Ούτως εν Τ’ Βασιλείων λέγεται <<Και εκοιμήθη και ύπνωσεν εκεί υπό φυτόν και ιδού της ύψατο αυτού και είπεν αυτώ αναστήθη και φάγε>> (19-5). Ομοίως εν Δ΄ Βασιλείων 1-15 διδάσκεται <<και ελάλησεν άγγελος Κυρίου προς Ηλίου και είπε καταβήθι μετ’ αυτού μη φοβηθείς από προσώπου αυτών και ανέστη Ηλίου>> και άλλα Δανιήλ 3-25 Τωβιτ 5-4.
Εν τη Κ. Διαθήκη διδάσκεται περί των αγγέλων <<ουχί πάντες εισίν λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν>> (Εβρ. 1-14). Εις το χωρίο Ματθαίου 18-10 γίνεται λόγος περί φύλακος αγγέλου <<λέγω γαρ ημίν ότι οι άγγελοι αυτών εν ουρανοίς>> και άλλα. Πραξ. 12-15, Ρωμ. 8-38, Κολοσ. 2-18, Εβρ. 1-4, Πέτρου 2-11, Αποκαλ. 1-20. Εν τη Ιερά Παράδοση εξαιρείται υπό των Εκκλησ. Πατέρων και συγγραφέων το έργον των αγγέλων. Ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται ότι <<προηγούμενη μεν αυτών ζωή και καταφύσιν των καλλει του Θεού ενατενίζειν και αυτόν δοξάζειν διηνεκώς περιστατική δε ενέργεια η προς ημάς τους ανθρώπους επιστροφή και επιμέλεια>>.
Ο Άγιος Πατήρ περί φύλακος αγγέλου διδάσκει ακόμη <<παντί πεπιστευκότι εις τον Κύριον άγγελος παρεδρεύει εάν μήποτε αυτόν ημείς εκ των πονηρών έργων αποδιώξωμεν. Ως γαρ τας μέγιστας καπνός φυγαδεύει και τας περιστέρας δυσωδία εξελαύνει ούτω και τον φύλακα της ζωής ημών άγγελον ή πολύ κρος και δυσωδής αφίστησιν αμαρτία>> (Αυτά εις τον ψαλμόν 33.5 ΠC Migne 29-364). Περί δε του φύλακος αγγέλου πολεόν Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει <<Κατά τε τας πόλεις και τα έθνη νενέμηνται των αγγέλων αι προστασίαι>>.
Ο δε Κύριλλος ο Αλεξανδρείας ομιλών περί των αγγέλων ως προστατών λαών και εκκλησιών γράφει <<περί του τεταγμένου αγγέλου εις το ταις Εκκλησίαις επιστατεί και συμπράτειν τοις ιεράσθαι λαχούσιν εις τας των λαών ωφελείας>>. Περί των δαιμόνων της υπάρξεως και του έργου τούτον μαρτυρεί η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις. Και όσον αφορά μεν εις την προέλευσιν των δαιμόνων η Ορθόδοξος Εκκλησία διδάσκει ότι ούτοι ήσαν αγαθοί άγγελοι.
3
Το έργον των αγγέλων ποιούντες ελεύθεραι πνεύματι και υπάρξεις με το δυνατόν της πτώσεως πεπροικισμένοι ως και οι λοιποί άγγελοι. Αυτοί οι πρώην άγγελοι αβιάστως και ελευθέρως αντί του αγαθού εξέλεξαν το κακόν μεταβληθέντες υπό του Θεού εις δαίμονας. Εάν παράμενον εδραιομένοι εις το αγαθόν δεν θα διέφερον των λοιπών αγγέλων. Αυτοί ζητήσαντες να αποδώσουν και να αναγάγουν εις εαυτούς την ευδαιμονίαν και μακαριότητα που απολαμβάνουν παρά του Θεού. Θελήσαντες να θεωρήσουν εαυτούς ανεξάρτητους και αυτοτελείς πηγάς μακαριότητος εξέπεσαν της πηγής πάσης μακαριότητος του Θεού.
Αιτία της πτώσεως των δαιμόνων κατά την ομόφωνον της Εκκλησίας διδασκαλίαν υπέρξεν ο εγωισμός και η αλαζονεία ήτοι η στάσις και η επιθυμία προς ανεξαρτησίαν να αποτέλων αυθυπόστατων και αυτοτελών όντων. Υπάρχει και η εκδοχή αιτία της πτώσεως των δαιμονιών υπήρξε άφθονος αυτών κατά του Υιού του Θεού και κατά του κατ’ εικόνα Θεού δημιουργηθέντος ανθρώπου. Η εκδοχή αυτή ελέγχεται ως εσφαλμένη διότι ο φθόνος αποτελεί προϊόν της αλαζονείας και κατά συνέπειαν είναι αιτία τον προϋποθέτει αιτίαν την αλαζονεία ήτις μόνη δύναται να ερμηνεύσει την πτώσιν.
Εκτός τούτου ο Υιός και Λόγος του Θεού ως της αυτής μετά του Πατρός ουσίας δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενον φθόνου υπό των διαβόλων του φθόνου κατ’ ανάγκη στρεφόμενου κατά της θείας ουσίας. Ως αίτιον επίσης της πτώσεως των δαιμόνων δεν δύναται να θεωρηθεί ο φθόνος τούτων κατά του κατ’ Εικόνα Θεού πλασθέντος ανθρώπου, διότι η Παλαιά Διαθήκη εξιστορούσα την πτώσιν των ανθρώπων προϋποθέτει την των δαιμόνων πτώσιν. Κατά ταύτα μόνον επικρατέστατον αίτιον της πτώσεως των δαιμόνων παραμένει η αλαζονεία αυτών και η επιθυμία των προς αυθυπαρξίαν και αυτοευδαιμονία.
Όπως οι αγαθοί άγγελοι καλήν χρήσιν του αυτεξουσίου ποιήσαντες εστερεώθησαν αμετακινήτως εις το αγαθόν, ούτω και οι δαίμονες δια την κακήν χρήσιν της ελευθερίας αυτών ποιήσαντες παραμένουν εσαεί και αμεταβλήτως εις το κακόν αποκλειόμενης της μετανοίας και επιστροφής εις την πρότεραν αυτών μακαρίαν κατάστασιν. Εις τους δαίμονας απονέμονται υπό της Αγίας Γραφής διάφορα ονόματα ως αρχηγού αυτών, του διαβόλου Εωσφόρου ανθρωποκτόνου πατρός του ψεύδους πονηρού άρχοντος του σκότους δράκοντος Βεελζεβούλ Βελίαλ πειράζοντος άρχοντος του κόσμου τούτου ήτοι άρχοντας της αμαρτίας. Έργον των δαιμόνων είναι να αντιτίθενται προς τον Θεόν και το Θείον θέλημα.
4
Η αντενέργεια κατά του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου και κατά της σωτηρίας των ανθρώπων. Οι δαίμονες παρακινούν τους ανθρώπους εις το κακόν και την αμαρτία και απιστίαν προς την αληθείαν του Θεού. Μισούν δε θανασήμως πάντα άνθρωπον επειδή ούτος έχει την δυνατότητα να απολαύσει την υπό του Θεού διδόμενην μακαριότητα και χαράν. Η παρακίνησις των ανθρώπων παρά των δαιμόνων προς την αμαρτία και από του Θεού απομάκρυνσιν είναι μεν ισχυρά και δύναται να παρασύρει τον άνθρωπον εις έκπτωσιν από του Θεού.
Ο άνθρωπος λόγω του αυτεξούσιου και της εις αυτόν υπό του Θεού χορηγούμενης δυνάμεως δύναται να απομακρύνει και να απορρίψει την παρότρυνσιν και τον επηρεασμό των δαιμόνων προς το κακό, επιτελών το θέλημα του Θεού. Και εκείνοι μεν οι άνθρωποι οι προς τον Θεόν ασεβούντες άγονται και φέρονται υπό του διαβόλου και ενισχύονται εις την κατά του Θεού απόστασιν. Οι ευσεβείς δε πάλιν και εις την θέλησιν των θείων εντολών εμένοντες σταθερώς δεχόμενοι τον πειρασμόν δια πολλών μεθόδων μη δεχόμενον αυτόν, αποκρούουν τούτον ελευθέρως κατά του διαβόλου και της αμαρτίας αγωνιζόμενοι εκλέγοντες το αγαθόν αντί του κακού.
Τον πειρασμόν του διαβόλου παραχωρεί ο Θεός δοκιμάζων μεν τους ευσεβείς έναντι του διαβόλου αλλά και να τους δύνονται κίνητρα να ανέρχονται Πνεύματι, συνάμα δε επιτρέπει και τις συνέπειες της γινόμενης αμαρτίας. Εννοείται δε ότι η δοκιμασία και ο πειρασμός του διαβόλου δεν δύναται να υπερβαίνει την ανθεκτικότητα και τας δυνάμεις του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις των επιθέσεων του διαβόλου αν σκεφτόμαστε τα πόσα υπέφερε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός για εμάς, τι πρέπει να κάνουμε εμείς για εμάς. Για την υπερνίκηση των δύσκολων καταστάσεων που αντιμετωπίζουμε στη ζωή ο Κύριος εδίδαξε και υπόδειξε εκ ιδίον παράδειγμα προσευχή και νηστεία.
Η ύπαρξις εν τω κόσμω των διαβόλων δεν δύναται να θεωρηθεί ως αναγκαίον συστατικόν του όλου χριστιανικού συστήματος, διότι εάν ο άνθρωπος δεν εξέπιπτε της μακριάς παρά τω Θεώ θέσεως του και εστερεούτο εις το αγαθόν, ο κόσμος μας θα ηδύνατο να αποτελεί ακριβές αποίκισμα και πανομοιότυπον της εν τω παραδείσω προπτωτικής των πρωτόπλαστων βιωτής. Επειδή ο άνθρωπος ημάρτησεν και εξέπεσεν της μακαριότητος τη .. .των δαιμόνων που είναι αιτία παντός κακού και αντιστρατεύονται προς το θέλημα του Θεού παρασύροντας και τον άνθρωπο. Τον διάβολον δεχόμεθα ως αναγκαίον συστατικόν στοιχείον του παρόντος κόσμου μόνου ως αιτία δια την πτώσιν των πρωτόπλαστων.
5
Επίσης να πούμε ότι πάσα διδασκαλία περί τυχόν μετανοίας και επιστροφής των δαιμόνων εις την πρότεραν αυτών μακαρίαν κατάστασιν θεωρείται απόβλητος και αιρετική αντιβαίνουσα προς τα διδάγματα της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Και ναι μεν ο Ωριγένης λόγω της ουσίας του Θεού ταυτιζόμενης προς το αγαθόν ωμίλησε περί των πάντων αποκαταστάσεως τούτο όμως αποτελεί πεπλανημένην δοξασίαν παραθεωρούσαν το δόγμα της Δικαιοσύνης του Θεού. Η ουσία του Θεού ως ελέχθη ταυτίζεται μεν προς την αγάπην αλλά και προς την δικαιοσύνην. Δεν θα ήτο ορθόν να μιλούμε περί τέλειου όντος στερούμενου της δικαιοσύνης και μη ανταποδίδοντος έκαστω κατά τα έργα αυτού. Η διδασκαλία περί των δαιμόνων είναι πλήρως ενημερωτική τόσον εν τη Αγία Γραφή, όσον και εν τη Ιερά Παράδοση.
Η Παλαιά Διαθήκη ομιλεί περί υπάρξεως προσωπικών όντων εχθρών παντός αγαθού. Γίνεται αναφορά σε πάρα πολλά χωρία. Ιώβ 1-6 <<Και εγένετο ως η ημέρα αυτή και ιδού ήλθον οι άγγελοι του Θεού παραστήναι ενώπιον του Κυρίου και ο διάβολος ήλθε μετ’ αυτών>>. Εις το χωρίο Ζαχαρίου 3-1 <<Και έδειξε μοι Κύριος Ιησούν τον Ιερέα τον Μέγαν έστω τα προ προσώπου αγγέλου Κυρίου και ο διάβολος ειστήκει εκ δεξιών αυτού του αντικίσθαι αυτώ>>. Σοφία Σολομ. 2-24 <<φθωνώ δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον>> Α’ Βασιλείαν 16-14 <<Και πνεύμα Κυρίου απέστη από Σαούλ και έπνιγεν Αυτόν πνεύμα πονηρόν παρά Κυρίου>>. Α’ Παραλεπομ. 21-1 <<Και εστί διάβολος εν τω Ισραήλ και επέσεισε τον Δαυίδ του αριθμήσαι τον Ισραήλ>> και άλλα Λευτ. 16-7 Α’ Βασιλέων 16-23, 18-10 / Γ. Βασιλέων 22-19-23 / Ησαΐου 13-21-34-12-14 ψαλμοί 37ος και 105ος. Τωβίτ 3-8 / 6-8 / 8-3 / 12-13-14.
Η αυτή διδασκαλία μαρτυρείται σαφέστερον εν τη Καινή Διαθήκη εις πλήθος χωρίων. Ματθαίου 25-41 <<Πορεύεσθε απ’ εμού κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διάβολω και τοις αγγέλοις αυτού>> Β’ Κορίνθ. 12-7 <<διό ίνα μη υπεραίρομαι εδόθη μοι σκόλωψ τη σαρκί άγγελος σατανά ίνα με κολαφίζει, ίνα μη υπεραίρομαι>>, Ματθ. 12-24 <<ούτος ουκ εκβάλει τα δαιμόνια ειμή εν τω Βελζεβούλ άρχοντι των δαιμονίων>>, Αποκαλύψεως 12-7 <<και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ ο Μιχαήλ και οι άγγελοι αυτού του πολεμήσαι μετά του δράκοντος>>, Μάρκου 5-9 <<Και επηρώτα αυτόν τι ονόμα σοι και λέγει αυτώ λεγέων όνομα μοι ότι πολλαί εσμέν>>, Ιωάννου 8-44 <<Υμείς εκ του Πατρός του διαβόλου εστέ και τας επιθυμίας του πατρός ημών θέλετε ποείν εκείνος ανθρωποκτόνος ην απ’ αρχής και εν τη αληθεία ουκ έστηκεν ότι ουκ εστίν αληθεία εν αυτώ όταν λαλεί το ψεύδος εκ των ιδίων καλεί ότι ψεύστης εστίν και ο πατήρ αυτού>> και άλλα πολλά Ιούδα Σ’Τ’ 8-10, Β’ Θεσσαλ. 2-4, Β΄Κορινθ. 4-4, Ματθ. 4-8, Ρωμ. 5-12, Εφεσ. 2-1, Ιωάννου 14-30, Ιακώβ 3-19-4, 9-13, Ιωάνν. 18-36, Λουκά 10-17-20, Ματθ. 17-21, Λουκά 11-14-23, Μάρκου 7,24-30, Ματθ. 17-21, Λουκά 11-14-23, Μάρκου 7,24-30. Εν τη Ιερά Παραδόσει γίνεται λόγος περί των δαιμόνων υπό των πλείστων Εκκλησιαστικών Πατέρων και συγγραφέων. Ο Κύριλλος ο Ιεροσολύμων παρατηρεί <<Προ αυτού ημάρτειν ουδείς ήμαρτε δε ουκ εκ φύσεως επ’ ανάγκες το αμαρτητικόν λαβών αλλ’ αγαθός κατεσκευασθείς διάβολος γέγονεν εξ οικείας προαιρέσεως εκ της πράξεως λαβών την προσηγορίαν>>.
6
Ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας επί του αυτού θέματος γράφει <<ετέλει και αυτός εν τοις γεγονόσιν, ο αποστάτης και αι συν αυτώ δυνάμεις αι πονηραί και ήσαν ομού τοις άλλοις άγιοι και λογικοίς κτίσμασι τας άνω πληρούντες μόνας διαπρέποντες εν δόξει και των καθ’ ημάς πολύ λίαν εν αμεινόσι και ασύγκριτον έχοντες την υπεροχήν κατωλίσθε δε μεθ’ ετέρων ο Σατανάς και της οικείας εστερείται δόξης>>. Ο δε Μέγας Αθανάσιος στο έργο του περί παρθενίας γράφει <<Ούτω γαρ είρηκεν Αναβήσομαι και θήσομαι τον θρόνον μου ενώπιων του Θεού και έσομαι ομοίως τω Υψίστω>>. Αφού ο Θεός εδημιούργησε τον πνευματικόν κόσμον κατόπιν δε τούτου το υλικόν σύμπαν.
Συμφώνως προς την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εδημιούργησε δι ιδιαιτέρας και μοναδικής δημιουργικής ενεργείας τον συνδετικόν του πνευματικού και υλικού κόσμου κρίκον συνδέσεως. Ήτοι το ον εκείνο το εξ αμφότερων των προδημιουργηθέντων κόσμων συγκείμενων τον άνθρωπο. Το ότι ο άνθρωπος δεν εδημιουργήθη ως ο υλικός κόσμος δι’ απλής εκφράσεως του δημιουργικού θείου προστάγματος. Αλλ’ έλαβε χώραν ιδιάζουσα και άκρως εξαιρετική δημιουργική ενέργεια μαρτυρεί σαφώς η Αγία Γραφή. Εκ ταύτης συνάγεται η μέγιστη σημασία και αξία ην κέκτηται παρά τω Θεώ ο άνθρωπος εις τρόπον ώστε να είναι αδύνατος οιανδήποτε κατ’ αξίαν
συγκρίσης σωματικής ύλης και ανθρώπου.
Περιττόν να τονισθεί ότι την αξίαν του ανθρώπου και την υπεροχήν αυτού υπέρ πάσαν υλικήν ύπαρξιν εδίδαξε ο ίδιος Κύριος πραγματώσας την διδασκαλίαν ταύτην δια της ιδίας Αυτού ζωής ην εθυσίασε χάριν του ανθρώπου. Και ναι μεν ο άνθρωπος επλάσθη υπό του Θεού ενώ ήδη προϋπήρχε ο πνευματικός κόσμος, ήτοι ουχί ως πρώτον δημιούργημα αλλά αποτελεί όμως την κορωνίδα και το επιστέγασμα του όλου δημιουργικού έργου του Θεού. Ο άνθρωπος εχαρακτηρίσθει ως μικρόκοσμος ως εν μικρογραφία μετέχων του τε πνευματικού και του υλικού κόσμου και του μεν υλικού κόσμου μετέχει κατά το υλικόν αυτού στοιχείον, του δε πνευματικού κατά την άυλον, άφθαρτον και ασωμάτον Αυτού ύπαρξη, ήτοι την ψυχή.
Ούτως εχούσης της ορθοδόξου διδασκαλίας απορρίπτεται πάσα κακόδοξος πλάνη περί του υλικού σώματος ως μηδεμιάς αξίας κεκτημένου ή ως πηγής του κακού ή και ως δεσμοτηρίου ή ως εδόξασε ο Πλάτων και οι Αυτόν ακολουθήσαντες. Τον μεν υλικόν κόσμον ως και πάσα ψυχή ζώσαν εδημιούργησε ο Θεός δια μόνου του δημιουργικού αυτού προστάγματος προς την γην όπως εξαγάγει πάντα τα ζώντα όντα, αποτελεσθέντα μόνον εξ υλικών μορίων. Τον άνθρωπον όμως εδημιούργησε πλάσας το υλικόν αυτού σώμα εκ χοός εις ο ενεφύσησε πνοήν ζωής αποτελεσθέντος ούτω του ανθρώπου ως έμψυχου όντος. Αποδεχόμεθα κατά ταύτα ότι ο άνθρωπος ως έμψυχον ον εδημιουργήθη δια μιάς και της αυτής δημιουργικής ενέργειας αλλά ο τρόπος παραμένει εσαεί άγνωστος εις την πεπερασμένη ανθρώπινη αντίληψη χρονον παραμένομεν εν τούτω τω σκηνώματι.
7
Αι εικόναι συνεπώς της Γενέσεως φράσεις μη ερμηνευόμεναι κατά γράμμα δηλούν αφενός μεν τον σύνδεσμο του ανθρώπου προς τον θεόν, αφετέρου δε την υπέροχον του ανθρώπου σωματική και πνευματική φύση. Λέγοντες επίσης ότι ο άνθρωπος αποτελεί την κορωνίδα και το επιστέγασμα της θείας δημιουργίας δεν εννοούμε ότι είναι το ανώτερον του Θεού δημιούργημα, ούτε είναι ανώτερος και αυτών των πνευματικών αγαθών δυνάμεων των αγγέλων ή είναι λιγότερος αυτών <<Τι είναι ο άνθρωπος ώστε να ενθυμήσαι Αυτόν ή ο Υιός του ανθρώπου ώστε να επισκέπτησαι Αυτόν. Συ δε έκαμες αυτόν ολίγον τι κατώτερο των αγγέλων και με δόξαν και τιμήν εστεφάνωσας Αυτόν Κύριον επί τα έργα των χειρών σου πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού>> (Ψαλμός 8. 4-6).
Ο χαρακτηρισμός του ανθρώπου ως κορωνίδος και επιστεγάσματος της δημιουργίας αναφέρεται κυρίως εις τον υλικόν κόσμον και εις την εις Αυτόν βασιλική αυτού εξουσία επί του γήινου κόσμου. Η ηγεμονική αυτή εξουσία του ανθρώπου επί του γήινου κόσμου, δεν είναι πλήρης και αποτετελεσμένη, αλλά χρήζει αναπτύξεων και προόδου εις τρόπον ώστε ο άνθρωπος δια της καλής χρήσης των δώρων του Θεού να δυνηθεί να αναχθεί και να εξομοιωθεί προς τον θεόν ηθικώς, πληρών ούτω τον σκοπόν διόν και εδημιουργήθη ήτοι την ηθικήν αυτού τελείωσιν, δι αυτής δε την δόξαν του Θεού ήτις είναι ως εσημειώθη ο ύψιστος και τελικός της δημιουργίας σκοπός.
Το εις την Γραφήν μαρτυρούμενον <<Ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν>> (Α’ Κορίνθ. 15-18) προϋπέθέτον την υποταγή πάντων εις τον Χριστόν τούδε εις τον θεόν εκφράζει ακριβώς τον ύψιστον και τελικόν της δημιουργίας σκοπόν, ήτοι την δόξα του Θεού. Λόγω δε της ταυτότητας της ουσίας Πατρός και Υιού αποκλείεται πασά υποτάξις του δεύτερου εις τον πρώτον της Αγίας Τριάδος Πρόσωπο. Η υπεροχή και το μεγαλείο του ανθρώπου εμφαινόμενα και εις τον ιδιαίτερον και μοναδικόν της δημιουργίας τρόπον, εξαίρονται και εκ του γεγονότος ότι της δημιουργίας του ανθρώπου συμμέτεσχον και τα τρία της Αγίας Τριάδος Πρόσωπα του τριαδικού τούτου δόγματος>>.
Δόξα τη προνοία σου κτίσιν εδράσαντι. Δόξα τη δυνάμει σου κόσμον τελέσαντι.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια