top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 12 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 30 Μαρ 2022
  • διαβάστηκε 11 λεπτά

ree

1



Υπόδεξαι τον δούλον σου Ιησού μου προσπίπτοντα συν δάκρυσιν Ιησού μου και σώσον Ιησού μου μετανοούντα και της γεένης με, Δέσποτα λύτρωσε Ιησού γλυκύτατε πολυέλεε.


Εν τη Ιερά Παράδοση τέλος οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς και πατέρες εξαίροντες το προνοητικόν έργον του Θεού διδάσκουν την υπό του Θεού συντήρησιν του κόσμου. Ο Θεόφιλος Αντιόχειας παρατηρεί ότι ο Θεός είναι <<Παντοκράτωρ ότι αυτός τα πάντα κρατεί και εμπεριέχει ετοιμάζων τροφήν πάση σαρκί εξάγων το φως το γλυκύ και ποθεινόν και επιτερπές εκ θησαυρών αυτού ανάγων νεφέλας εξ εσχάτου της γης και αστραπάς πληθύνων εις υετόν ο αποστέλων την βροντήν εις φόβον (Θεόφιλου Β.Ε.Π. 5-14 και 16).


Είναι πρέπον να σημειωθεί ότι η συντηρητική ενέργεια του Θεού εκτείνεται αφενός μεν εφ’ ολοκλήρου του κόσμου, αφετέρου δε επί τα επιμέρους όντα. Κατ’ εξοχήν όμως και ιδιαζόντων επί των λογικών όντων άτινα είναι αιώνια και ατελεύτητα. Και εάν μεν εκ των ειδών του φυσικού και ζωικού βασιλείου πολλά εξαφανίσθησαν από της γης εμφανισθέντων και επιζησάντων άλλων επ’ αυτής. Τούτο δεικνύει την παροδικότητα και το φθαρτόν των όντων τούτων εν αντιθέσει προς το ανθρώπινον.


Το δόγμα περί της συντηρήσεως του κόσμου διδάσκεται υπό της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Εν τη Καινή Διαθήκη μαρτυρείται σαφώς το δόγμα τούτο και εις τα χωρία Κολ. 1-17 <<Και αυτός εστίν προπάντων και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκεν>>. (Πράξεις 17-28) <<Εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και έσμεν>>. (Πράξεις 17-25) <<Αυτός δίδου πάση ζωήν και πνοήν και τα πάντα>>. (Εβρ. 1-3) <<Φέρων τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού>>.


Εν τη Παλαιά Διαθήκη το δόγμα περί συντηρήσεως του κόσμου διδάσκεται εις τα χωρία Ψαλμοί 103-5 και 29 <<Ο Θεμελιών την γην επί την ασφάλειαν αυτής ου κληθήσεται εις τον αιώνα του αιώνος>>, <<Ανατέλλεις το Πνεύμα αυτών και εκλειψούσι και εις το χουν αυτών επιστρεψούσι>>. Σοφία Σολομώντος 11-24-26 <<Αγαπάς γαρ τα όντα πάντα και ουδέν βδελλήση ων εποίησας ουδέ γαρ αν μισώντι κατασκευάσας πως δε έμεινεν αντί ειμή συ ηθέλησας ήτο μη κληθέν υπό σου διετηρήθη ψευδή δε πάντων ότι σα έστιν Δέσποτα φιλόψυχε>>.


2


Ο Μέγας Βασίλειος σημειεί <<Πάσις της φύσεως τους εν τη κτίσει τη ορώμενη ταύτη και τη νοούμενη ο δημιουργός λόγος κατά το μέτρον της έκαστου χρείας την βοήθειαν επινέμων ποικίλας μεν και πάντοδα πας δια το των ευεργετουμένων πολυειδές σύμμετροις γε μην έκαστω κατά τη της χρειάς αναγκαίον τας χορηγίας επιμετρεί>>. Τέλος ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί σχολιάζοντας την προς Εβραίους Επιστολή. <<Του γαρ ποιήσαι τον κόσμον ούχ ήττον εστί το συγκρατείν αλλά τι θαυμαστόν ειπείν και μείζον. Το μεν γαρ εξ ουκ όντων εστί τι παράγειν τα δε τα γεγονότα εις το μη είναι μέλλοντα αναχωρείν συνεχείν τε και συνάπτειν προς άλληλα διασταζιάζοντα τούτο εστίν το μέγα και θαυμαστόν και πολλής δυνάμεως τεκμήριον>>.


Λέγοντες κυβέρνησιν του κόσμου εννοούμεν την ενέργεια εκείνη του Θεού δι ης ούτος κατευθύνει τον τε πνευματικόν και τον φυσικόν κόσμο εις τον τελικόν αυτού και ύψιστον σκοπόν. Ήτοι την εν τη μακαριότητη των όντων δόξαν του Θεού η κυβέρνησις του κόσμου αποτελεί ουσιώδη και θεμελιώδη ενέργεια του Θεού δια την πραγμάτωση του σκοπού του κόσμου.


Την σημασία της κυβερνήσεως του κόσμου εξαιρεί τόσον η Αγία Γραφή, όσον και οι Πατέρες της Εκκλησίας, χωρία τα οποία θα μνημονεύσωμεν στη συνέχεια. Όσο η συντήρησις ούτω και η κυβέρνησις του κόσμου εκτείνεται εφ’ όλων των όντων, ιδιαιτέρως δε εις τα λογικά τοιαύτα και ιδιαίτερα εις τους ευσεβείς ανθρώπους. Εφόσον διδάσκεται ότι ο Θεός κυβερνά τον υπό αυτού δημιουργηθέντα κόσμον τη συνεργασία βεβαίως των φυσικών νόμων και δυνάμεων δημιουργείται το ερώτημα, πώς είναι δυνατόν να εξηγηθεί η παρουσία κακού εις τον κόσμον υπό του Θεού δημιουργηθέντα και κυβερνώμενον.


Ο Θεός κυβερνών τον κόσμον και ιδία τα λογικά αυτού πλάσματα δικαίως και παναγάθως δεν ηθέλησε το μέγα αγαθόν της ελευθερίας των ανθρώπων που ο ίδιος εις αυτούς έδωκε, να άρει. Η κακή χρήσις της ελευθερίας που οδήγησε στο κακό, ο Θεός δεν το επιθυμεί ουδέ αγαπά αλλά βδελύσσεται το κακό και το ανέχεται. Την απάντηση στο ως άνω ερώτημα περί του κακού την δίνει ο χριστιανισμός που έδωσε την απάντηση για την προέλευσιν του κακού εις την κακή χρήση της ελευθερίας των ανθρώπων. Ομίλησε επίσης περί ανταποδόσεως αιώνιων τιμωριών και αμοιβών εις το μέλλοντα χρόνο.


Ο Θεός αφενός μεν ανέχεται το κακόν πραττόμενον υπό των ανθρώπων, αφετέρου δε παροτρύνει και διεγείρει τους ανθρώπους προς το αγαθόν. Αυτονόητον είναι ότι η εφαρμογή και επιτέλεσις του αγαθού από των ανθρώπων συμβάλει προς την πραγμάτωσιν του σκοπού του κόσμου. Ανεχόμενος ο Θεός το κακόν χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα αυτού προς το αγαθόν εις τρόπον ώστε αν και προσωρινώς φαίνεται να επικρατεί το κακόν, εν τη πραγματικότητα κυριαρχεί το αγαθόν που τελικώς θα κατισχύσει του κακού.


3


Είναι επίσης γεγονός ότι εις την ανθρώπινην διάνοια δεν είναι προσιτή η συναρμογή μεταξύ των ελευθέρως υπό των ανθρώπων πραττόμενων πράξεων και της θείας κυβερνήσεως. Πάντως όπως και αν τούτο έχει, ο άνθρωπος πράττει μεν ελευθέρως είτε το κακόν, είτε το καλόν περιοριζόμενης αυτού της ελευθερίας τόσον μεταφυσικώς όσον και ηθικώς ως επίσης ψυχολογικώς, ανθρωπολογικώς και άλλων παραγόντων. Η θεία χάρις προσκαλούσα τον άνθρωπον εις επιτέλεσιν του αγαθού βοηθεί μεν και ενισχύει τον ελευθέρως εκλέγοντα το αγαθόν και ακούοντα την πρόσκλησιν ταύτην, εγκαταλείπει δε το κακόν εκλέγοντα και εκουσίως και ελευθέρως τον Θεόν υβρίζοντα.


Το κακόν διακρίνεται εις φυσικόν και ηθικόν. Και ηθικόν μεν είναι η αμαρτία και η καταπάσησις της θείας θελήσεως. Φυσικόν δε το εις το ηθικόν και εις τα κακά του υλικού κόσμου αναφερόμενον. Εάν δεν υπήρχε το ηθικόν κακόν δεν θα υπήρχεν ούτε το φυσικόν τοιούτον διότι το φυσικόν κακόν είναι απόρροια και συνέπεια του ηθικού. Δια τούτο δε και ο Κύριος θέλων να θεραπεύσει τον παραλυτικόν είπε κατ’ αρχήν εις τούτο <<αφέονται σοι αι αμαρτίαι σου>> (Λουκά 5-20), μετά την άρσιν του ηθικού κακού και ήρε και το φυσικόν κακόν είπων <<έγειρε δε την άρσιν του ηθικού κακού>>, ήρε και το φυσικόν κακόν είπων <<έγειρε και άρας το κλινίδιον σου πορεύου εις τον οίκον σου>> (Λουκάς 5-24).


Είπαμε προηγουμένως ότι η κυβέρνησις του κόσμου χρησιμοποιεί και τους φυσικούς νόμους και δυνάμεις που οδηγούν τον κόσμον εις τον τελικόν αυτού σκοπόν. Εάν ο Θεός επενεργεί επί του κόσμου ως κυβερνήτης άνευ της συνεργείας των φυσικών νόμων, τότε έχωμεν υπερφυσική κατάσταση, το καλούμενο θαύμα. Κατά την άποψη μερικών το θαύμα αντιτίθεται προς τους φυσικούς νόμους αναστέλλων αυτών της ενέργειαν.


Κατ’ άλλους τούτο δεν αποτελεί άρσιν των φυσικών νόμων αλλά περιλαμβάνεται εις το σχέδιο της θείας δημιουργίας και της συντηρήσεως του κόσμου ενεργών ελευθέρως ως συμπλήρωση επίτασιν και διεύθυνσιν την εις τους ηθικούς και φυσικούς νόμους ενεργούμενον θείας δυνάμεως. Κατά άλλους τα θαύματα αποτελούν επαναφοράν της φύσεως εις την προπτωτική κατάσταση. Τα θαύματα αποτελούν ελεύθερας πράξεις του Θεού και προϋποθέτουν την άμεσον εξάρτησιν τόσον των λογικών, όσον και των φυσικών όντων.


4


Εκ του Θεού περιλαμβάνονται εις το σχέδιον του όλου κόσμου και αποτελούν συνέχειαν της δημιουργικής ενέργειας του Θεού. Χωρίς να εννοείται δια των θαυμάτων η σύγκρουσις της θείας θελήσεως προς τους υπ’ αυτής τεθέντας φυσικούς νόμους. Το ότι τα θαύματα διδάσκονται ως γενόμενα μυριάκις εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη είναι ανάγκη να πούμε ότι τα θαύματα δεν στηρίζονται επί αποδείξεων. Τα θαύματα αποτελούν επικύρωσιν και εμπέδωσιν της θείας διδασκαλίας δια τον θεράποντα της θεολογίας είναι υποχρεωτικώς αποδεκτά αποτελούντα θεμελιώδες και ουσιώδες στοιχείον της πίστεως του ως προς την παρουσία του Θεού δια της Θεία Χάρης.


Η Αγία Γραφή και υπό της Ιεράς Παραδόσεως διδάσκεται ομοφώνως, διδάσκουν την κυβέρνησιν του κόσμου υπό του Θεού σε πάρα πολλά χωρία. Ψαλμ. 32. 18-20 <<Ιδού οι οφθαλμοί Κυρίου επί τους φοβούμενους αυτόν τοις ελπίζοντας επί το έλεος αυτού ρύσασθαι εκ θανάτου τας ψυχάς αυτών και διάθρεψαι αυτούς εν λιμώ>>. Έξοδ. 9.15-16 <<Νυν γαρ αποστείλας την χείρα πατάξω σε και τον λαόν συνθανατώσω και εκτριβήση από της γης και ένεκεν τούτου διετηρήθης ίνα ενδείξωμαι εν σοι την ισχύν μου και όπως διαγγέλλει το όνομα μου εν πάση τη γη>>. Σοφία Σολομ. 6.6-7 <<ότι μικρόν και μέγαν αυτός εποίησεν ομοίως τε προνοεί περί πάντων.


Εν τη Καινή Διαθήκη Ματθ. 6-26 <<Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού ότι ου σπειρούσιν ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά ούχ ημείς μάλλον διαφέρεται αυτών>>. Πραξ. 14-17 <<Καίτοι ουκ αμάρτυρον αυτόν άφηκεν αγαθουργόν ουρανόθεν ημίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους εμπίπλων τροφής και ευροσύνης τας καρδίας ημών>>. Α’ Πέτρου 5.6-7 <<Ταπεινωθείτε ου υπό την κραταιάν χείρα του Θεού ίνα ημάς υψώσει εν καιρώ πάσαν την μέριμναν ημών επιρρίψαντες επ’ αυτόν ότι αυτώ μέλλει περί ημών>>.


Εν τη Ιερά Παράδοση το ως άνω δόγμα διδάσκεται εμφανώς υπό των Εκκλησιαστικών Αγίων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Ο Θεόφιλος Αντιόχειας γράφει <<ον τρόπον και πλοίον θεασάμενος τις εν θαλάσση κατηρτισμένον και τρέχον και κατερχόμενον εις λιμένα δηλών ότι ηγήσεται είναι εν αυτώ κυβερνήτην τον κυβερνώντα αυτό ούτω δει νοείν είναι τον Θεόν κυβερνήτην των πλείων ει και ού θεωρείται οφθαλμοίς σαρκίνοις δια το αυτόν αχώρητον είναι>>.


Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι <<ουχί η ημετέρα σπουδή αλλ’ η του Θεού πρόνοια και εν εις δοκούμεν ενεργείν, το παν ανυεί ως αν ει εκείνος ημάς εγκαταλείπει, ου φροντίς, ου μέριμνα, ου πόνος, ουκ άλλο τι των τοιούτων ουδέν φανείται ποτέ αλλά πάντα ηχήσεται>> ομιλία 20 (Πατρολογία 57-298). Το δημιουργικόν έργον του Θεού δεν εξαντλείται μόνον εις την δημιουργίαν των υλικών σωμάτων και των ουρανών, οίτινες <<διηγούνται δόξα Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα>>. Αλλά εκτείνεται επί τον αόρατον και πνευματικόν κόσμον τον οποίον αποτελούν οι άγγελοι και οι δαίμονες (Προσεχώς ίσως μιλήσουμε περί ουράνιας Ιεραρχίας).


5


Ανεξαρτήτως των υπ’ άλλων ήδη λεχθέντων και υπό έτερων αναφερθέντων ως προς το ζήτημα εάν οι Άγγελοι είναι υποχρεωτικώς υπαρκτοί είτε διότι η ανθρώπινη φύσις πρέπει να υπερβάλλεται υπό άλλης τινός πνευματικής και άυλου φύσεως ή ότι οι άγγελοι δέον να θεωρούνται υπαρκτοί όπως δια τούτων εξηγηθεί η παρουσία του απέραντου σύμπαντος ανεξαρτήτως λοιπόν πάντων τούτων δεν εξετάζεται εάν η ύπαρξις των αγγέλων είναι λογικώς ορθή η μη, αλλά εάν αυτή διδάσκεται υπό της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Κατά ομόφωνον διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως οι άγγελοι εδημιουργήθησαν υπό του Θεού όπως και ο υλικός κόσμος.


Ο χρόνος της δημιουργίας των αγγέλων δεν αναφέρεται εν τη Αγία Γραφή, οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν την δημιουργίαν ως γενόμενην προ της δημουργίας του υλικού κόσμου. Κάποιοι θεωρούν την δημιουργίαν των Αγγέλων την τέταρτη ημέρα, κάποιοι την Τρίτη. Άλλοι τοποθετούν την δημιουργία των αγγέλων ως γενόμενην μετά την δημιουργία του υλικού κόσμου.


Ο Ιερός Αυγουστίνος θεωρεί ότι η δημιουργία των αγγέλων ως γενόμενην κατά την πρώτην ημέραν της δημιουργίας του υλικού κόσμου εξάγων το συμπέρασμα του εκ της ρήσεως της Γενέσεως 1.1 <<Εν αρχήν εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην>>. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει ταχθεί υπέρ της απόψεως της δημιουργία των αγγέλων προ του υλικού κόσμου, δεχθήσα την διδασκαλίαν Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και Ιωάννου του Δαμασκηνού.


Και ο μεν Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει <<Πρώτον μεν ο Θεός εννοεί τας αγγελικάς δυνάμεις και ουρανούς και το εννόημα έργον ην Λόγω συμπληρούμενον και Πνεύματι τελειούμενον (Γρηγορ. Ναζ. Λόγος 38ος). Την γνώμην ταύτην απεδέχθη πλήρως ο Δαμασκηνός όστις γράφει <<Εγώ τω Γρηγορίω Θεολόγω συντίθεμαι έπρεπε γαρ πρώτον την νοεράν ουσίαν κτισθήναι και ούτω την αισθητήν και τότε εξ αμφοτέρων των αυτών ανθρώπων>> (Εκδ. Ορθοδ. Πίστ. 11-3).


Την ύπαρξιν των αγγέλων εις πλήθος χωρίων μαρτυρεί η Αγία Γραφή απ’ αυτής της αρχής της ιστορίας της ανθρωπότητος. Ότε ο Θεός εξέβαλε τους ανθρώπους εκ του Παραδείσου αναφέρει το κείμενον της Γενέσεως 3-24 <<Ο Θεός έταξε τα Χερουβείμ και την φλόγινην ρομφαίαν την στρεφόμενην φυλάσειν την οδόν του ξύλου της ζωής>>. Ακολούθως άγγελοι παρουσιάζονται συνοδεύοντες τον Θεόν κατά την επίσκεψιν του προς τον Αβραάμ. (Γένεσις 18ον Κεφάλαιο). Άγγελοι εν συνεχεία εξήγαγαν τον Λωτ. μετά της οικογενείας του εκ της πόλεως Σοδόμων και Γομόρρων (Γένεσις 19ου Κεφαλαίου).


6


Άγγελος επίσης μετέφερε την εντολήν του Θεού προς την Άγαρ. όπως επιστρέψει οπίσω εις τον Αβραάμ. (Γενεσ. 16-7). Άγγελος Κυρίου εφάνη επίσης εις τον Μωϋσήν (Έξοδ. 3-2) προστατεύων τον λαόν κατά την έξοδον του εκ της Αιγύπτου (Έξοδ. 14-19). Εν τη Καινή Διαθήκη είναι επίσης πασίδηλος η περί της υπάρξεως των αγγέλων διδασκαλία. Άγγελος Κυρίου ο Γαβριήλ προαννήγειλεν την Γένεσιν του Προδρόμου (Λουκ. 1-11-20) και μετέφερε τον Ευαγγελισμόν προς την Θεοτόκον (Λουκά 1-26-28).


Επίσης στρατιά αγγέλων δοξάζει το Θεόν επί τη γενέσει του Κυρίου (Λουκ. 2-9-15). Άγγελος Κυρίου μετέδωκε την εντολήν του Θεού προς τον Ιωσήφ δια να μεταβεί αυτός εις την Αίγυπτον μετά του Ιησού και της Μητρός Αυτού και να επιστρέψουν μετά την πάροδον του κινδύνου. (Ματθ. 213, 19). Ο Κύριος ομιλεί περί λεγεώνων αγγέλων οίτινες θα ηδύναντο να τον προστατεύσουν από τας χείρας των Ιουδαίων (Ματθ. 26, 53). Γνωστής και μυριολέκτου εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοση της διδασκαλίας περί της υπάρξεως των αγγέλων. Θεμιτό και πρέπον θεωρείται το να αναφερθούμε επί της ουσίας της υπάρξεως τους.


Οι άγγελοι είναι όντα αιθέρια αέρια πνευματικά, άυλα, ασώματα ως χαρακτηρίζονται εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοση. Μεταξύ των δογματολόγων δεν υφίστανται ομοφωνία εάν οι άγγελοι είναι απολύτως καθαρά και άυλα πνεύματα, ουδέ μιας ύλης μετέχοντα ή είναι ασώματα μεν πνεύματα. Ουχί όμως υπό την απόλυτον έννοιαν της αϋλότητος ή πνευματικότητος, αλλά υπό της σχετικήν τοιαύτην της πνευματικότητος τοιαύτης νοούμενης ως αιθερίου και λεπτότατης υλικότητος. Η έβδομη οικουμενική Σύνοδος καλεί τους αγγέλους ασώματους εξ αφορμής της διατυπώσεως του περί της τιμής των Αγίων Εικόνων.


Το πρόβλημα τούτο αν δηλωνότι οι άγγελοι είναι απολύτως άυλα πνεύματα ή έχουν ποιάν σωματικότητα και υλικότητα, δεν δύναται να θεωρηθεί ως λελυμένον, διότι και οι δύο απόψεις έχουν τους υποστηρικτάς των. Κατά μερικούς δεν δύνανται οι άγγελοι να είναι απολύτως άυλα πνεύματα διότι ως δημιουργήματα οφείλουν να έχουν σωματικότητα μερική. Ανεξαρτήτως του άλυτου τούτου προβλήματος οι άγγελοι ως δημιουργήματα είναι πεπερασμένοι ως τοιούτοι δε έχουν περιορισμένας δυνατότητας τόσον ως προς τας δυνάμεις, όσον και προς την ουσίαν.


Εφόσον μόνο ο Θεός είναι πανταχού παρών, δεν δύνανται οι άγγελοι ως δημιουργήματα να κέκτηνται το ιδίωμα τούτο. Δεν δυνάμεθα όμως να μιλάμε περί το ποιόν εις τους οποίους εγκαταβίουν οι άγγελοι λόγω της μεγάλης ταχύτητος δια την μετακίνησιν των και λόγω της πνευματικότητος αυτών δεν θεωρούνται ως εις ένα τόπον παραμένοντας. Αλλά η κατοίκισις αυτών είναι οι ουρανοί. Δεν δυνάμεθα τους αγγέλους να θεωρήσουμεν ως συνδεόμενους προς ένα προσμένον τόπον ως ο άνθρωπος.


7


Αν και οι άγγελοι είναι πνευματικά όντα και συνεπώς εις σωματικούς ανθρώπινους οφθαλμούς αόρατοι, δύνανται όμως του Θεού επιτρέποντος να λαμβάνουν ανθρώπινην μορφήν, λευκήν και λαμπρά, να ομιλούν, να τρώγουν και συμφώνως προς τα προφητικά οράματα να φέρουν πτέρυγας. Λόγω επίσης της πνευματικότητος των αγγέλων θεωρείται ως ανεπιτυχής και άστοχος πας περί του φύλλου αθανασίας ή πολλαπλασιασμού των αγγέλων. Το ότι οι άγγελοι ως πνευματικά όντα ούτε ελαττούνται κατ’ αριθμόν, ούτε αποθνήσκουν, περιττόν είναι να το πούμε. Οι εν τη πτώση άνθρωποι εν σχέσει προς την δύναμην, λαμπρότητα, γνώσις και θείαν θεωρίαν είναι κατώτεροι των αγγέλων.


Αν και πεπερασμένοι οι άγγελοι γνωρίζουν περισσότερα των ανθρώπων, έχουν πολύ μεγαλύτερας δυνάμεις και θεώνται τον Θεόν παρ’ Αυτώ διαμένοντες και αδιαλείπτως Αυτόν ανυμνούντες. Είναι ελεύθερα όντα προσωπικά και ενσυνείδητα εδρεοθέντα αμετακινήτως εις την επιτέλεσιν του Θείου θελήματος. Και ναι μεν άμα την δημιουργία των υπό του Θεού είχον λάβει φυσικώς την αγαθότητα, ηδύνατο όμως ως ελεύθεροι να αμαρτήσουν ως οι δαίμονες και της χάριτος του Θεού να εκπέσουν. Ποιήσαντες όμως καλήν χρήσιν του αυτεξουσίου εδραιώθησαν αμετακινήτως εις το αγαθόν κατατάσσοντες Άγιοι και αναμάρτητοι χωρίς να υπάρχει πλέον περίπτωσις εκπτώσεως των εκ του Θεού.


Την διδασκαλίαν ταύτην περί της ουσίας και φύσεως των αγγέλων διδάσκει ομοφώνως η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις. Περί των Πνευματικών όντων ομιλών ο Κύριος εις το χωρίο Λουκά 24-29 διδάσκει ότι <<Πνεύμα σάρκα και όστεα ουκ έχει>>. Προσθέτει δε ο Ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς (24-4), αναφερόμενος εις τους δύο αγγέλους τους επί το μνημείον του Κυρίου καθεζόμενος <<Και εγένετο εν τω απορείσθαι αυτάς περί τούτου και ιδού άνδρες δύο επέστησαν αυταίς εν αισθητή αστραπούση>>.


8

Συγγενές είναι και το χωρίο Ματθαίου 28-3 <<ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ως χιών>>. Εις τα χωρία Αποκ. 14-6 και Ησαΐου 6-2 γίνεται λόγος περί αγγέλων πετομένων και φερόντων πτέρυγας <<Και είδον άλλον άγγελον πετόμενον εν μεσουρανήματι. Έχοντα ευαγγέλιον αιώνιον ευαγγελίσαι τους καθήμενους επί της γης και επί παν έθνος και φυλήν και γλώσσαν και λαόν>> και σεραφείμ ειστίκεσαν κύκλω αυτού εξ πτέρυγες τω ενί και εξ πτέρυγες τω ενί…>> (Θεσσαλονίκης 1-7, Πέτρου 2-11, Ματθαίου 18-10, Εβρ. 12-22).


Εν τη Ιερά Παράδοση απαντά σαφώς η ως άνω διδασκαλία μαρτυρούμενη υπό πολλών εκκλησιαστικών συγγραφέων και Πατέρων εν εις ο Μ. Βασίλειος μαρτυρεί <<η μεν ουσία αυτών αέριον πνεύμα ει τύχαι ή πυρ κατά το γεγραμμένον>>, <<όποιον τους αγγέλους αυτού πνεύματος και τους λειτουργούς αυτού πυρ φλέγον διό και εν τόπω είσι και ορατοί γίνονται εν τω ειδεί τω των οικείων αυτών σωμάτων τοις αξίοις εμφανιζόμενοι>>.


Ο Ιερός Δαμασκηνός γράφει <<αυτός των αγγέλων εστί ποιητής και δημιουργός εκ του μη όντος εις το είναι παραγάγων αυτούς κατ’ οικίαν εικόνα κτίσας αυτούς φύσιν ασώματον οιόν τι πνεύμα και πυρ άυλον ως φύσει ο Θείος Δαυίδ. <<Ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα>>. Το δια πυρόν και θερμόν και τωμότατον και οξύ περί την θείαν έφεσιν και λειτουργίαν διαγράφων και το ανωφερές αυτών και πάσης υλικής έννοιας απηλαγμένον. Άγγελος τοίνον εστίν ουσία νοερά αεικίνητος, αυτεξούσιος, ασώματος. Θεώ λειτουργούσα κατά χάριν εν τη φύσει το αθάνατον. Ασώματος δε λέγεται και άυλος όσον προς ημάς παν γαρ συγκρινόμενον προς τον Θεόν τον μόνου ασύγκριτον (μόνον γαρ όντως άυλον το θείον εστί και ασώματον>>.


Δόξα τω πάντα πεποιηκότι. Δόξα τω σύμπασαν εκπληρόνοντι.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page