top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 11 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 23 Μαρ 2022
  • διαβάστηκε 11 λεπτά

ree

1


Εισάκουσον φιλάνθρωπε Ιησού μου του δούλου σου βοώντος εν κατανύξει και ρύσαι Ιησού με της καταδίκης και της κολάσεως μόνε μακρόθυμε Ιησού γλυκύτατε πολυέλεε.


Ο Θεός ανενδεής ων και έχων εν Εαυτώ πάσαν και τέλειαν την μακαριότητα δεν χρήζει ανθρώπινης δόξης. Δοθέντος ότι ούτε αυξάνεται, ούτε ελαττούται η δόξα του Θεού τη ανθρωπίνη δοξαστήριω επέμβαση. Μόνον οι άνθρωποι έχουν ανάγκη και οφείλουν να δοξάζουν τον Θεόν δεχόμενοι υπ’ Εκείνου κατά χάριν αίγλη και μακαριότητα. Δεν δυνάμεθα συνεπώς να θεωρήσουμε ορθήν την εκδοχήν καθ’ ην η δόξα των ανθρώπων θα έδει να αποτελεί τον σκοπόν της δημιουργίας αλλά μόνον η Θεία δόξα δύναται να τεθεί ως πρωταρχικός και τελικός της δημιουργίας σκοπός.


Το ευτελές τούτο ον το οποίον ονομάζεται άνθρωπος προσπαθών να μιμηθεί τον Θεόν ομιλεί περί σκοπού της δημιουργίας και ταυτίζει τούτον προς την ανθρώπινην δόξαν. Ανεξαρτήτως όμως τούτου, μόνον η δόξα απείρου και τελείου όντος ουδενός χρήζοντος και μηδεμιάς ελλείψεως εν Αυτώ ούσης δύναται να θέσει ως σκοπόν της δημιουργίας την ιδίαν δόξαν. Κίνητρον του δημιουργικού τούτου έργου είναι η μετάδοσις εις τα όντα της μακαριότητος ήτοι η άπειρος και ενεξερεύνητος Θεία αγάπη, εξικνούμενη δια την μακαριότητα ταύτην των όντων μέχρι και της αποστολής εις τον κόσμον του μονογενούς Υιού του Θεού.


Αντικειμενικώς θεωρούμενη η θεία δόξα εκφράζεται δια των όντων της στερούμενης πνεύματος δημιουργίας. Ήτοι δια του υλικού κόσμου εν στενότερα έννοια άτινα αποτελούν αποίκισμα και ανταύγειαν των θείων τελειοτήτων αφενός και αφετέρου δια των λογικών και πνευματικών όντων. Απολαμβάνοντα των θείων δωρεών και της υπερφυούς ουρανίου μακαριότητας άγονται εσωτερικώς εις ύμνον και εγκώσμιον του δημιουργού. Περιττόν είναι να λεχθεί ότι η πλατωνική δοξασία την οποίαν εδέχθη και ο Ωριγένης περί υλικού κόσμου ως δεσμωτηρίου των αμαρτησάντων πνευμάτων και τόπου τιμωρίας προς κάθαρσιν εκ της αμαρτίας είναι πανταπάσιν απόβλητος και κακόδοξος.


2


Ο παρών κόσμος δεν δύναται να θεωρηθεί ως τόπος τιμωρίας και κακοδαιμονίας διότι ποιηθείς υπό του Θεού εξ αγάπης και μόνον ως δημιούργημα δε τελείου όντος. Δεν δύναται παρά να μετέχει της Θείας τελειότητος εις βαθμόν ανάλογον εκείνου όστις υφίσταται μεταξύ απείρου και πεπερασμένου. Εδώ προκύπτει ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμεν τον κόσμον ως πηγήν και κατοικητήριον του κακού όπερ αντιβαίνει προς την ιδιότητα του Θεού ως πανάγαθού και τέλειου δημιουργού. Η απόδοσις συνεπώς της αιτίας του κακού εις τον κόσμον είναι πεπλανημέναι ως αντιτιθέμενη προς τας Θείας ιδιότητας του δημιουργήσαντος τον κόσμον Θεού.


Ο Πλάτων και άλλοι όσοι τον ηκολούθησαν καθώς και ο Ωριγένης μετέθεσαν την λύσιν του προβλήματος του κακού εις τον πνευματικόν κόσμον που κατ’ αυτούς έλαβε χώραν η αμαρτία των ψυχών ή κατ’ άλλους των πνευμάτων (ήτοις των ψυχών). Οι γνωστικοί αιρετικοί προσπαθήσαντες να λύσουν το πρόβλημα τούτο ομίλησαν περί κακού Θεού δημιουργού του υλικού κόσμου και συνεπώς κατά τούτους ο υλικός κόσμος ως προϊόν κακού Θεού οφείλει να είναι κακός. Εξ’ άλλης αφετηρίας ορμώμενοι ομίλησαν περί του κόσμου ως του χείριστου τοιούτοι, οι πεσιμισταί.


Το ότι αι δοξασίαι αυταί απορρίπτονται υπό του Χριστιανισμού ως εσφαλμένοι το έχουμε καταδείξει. Μη ων ο παρών κόσμος κακώς δεν λέγομεν ότι είναι ο άριστος των δυνατών κόσμων ως εδέχθησαν οι οπαδοί της αισιοδοξίας διότι εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα έπρεπε να παρατηρείται κακόν και αμαρτία εν τω κόσμω. Τούτο όντως του άριστου πάντων. Απορριπτόμενης κατά ταύτα τόσον της αισιόδοξου αντιλήψεως περί του κόσμου ως του χείριστου όσον και της αισιοδοξίας τοιαύτης καθ’ ην ο κόσμος θεωρείται ο άριστος πάντων. Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται ότι ο κόσμος είναι εκείνος ον ο Θεός ήθελε να δημιουργήσει καλώς λίαν σύμφωνα προς την ρήσιν της Αγίας Γραφής.


Ο δημιουργηθείς υπό του Θεού κόσμος ηκολούθησεν εν προδιεγραμμένον σχέδιον υπό της Θείας πανσοφίας καταρτισθέν κατά το οποίον τα όντα δεν δημιουργήθησαν ως αυτοτελή και ουδεμίαν σχέσιν προς άλληλα έχοντα, αλλά ως μεταξύ των αναποσπάστως συνδεόμενα και σχετιζόμενα. Η δημιουργία προβαίνει εκ των ατελέστερων προς τα τελειότερα και εκ των απλούστερων προς τα συνθετότερα ήτοι βαίνει προοδευτικώς κατά μίαν λογικώς ιεραρχημένην τάξιν. Τούτο εμφαίνεται εκ της αφηγήσεως της Γενέσεως ένθα παρίσταται ο Θεός δημιουργών κατά μεν την πρώτην ημέραν το φως, κατά δε την τελευταίαν ημέραν το συνθετότερον των όντων τον μετέχοντα υλικής και πνευματικής κτίσεως άνθρωπον.


3


Τα δημιουργήματα της πρώτης ημέρας αποτελούν βάσιν και προϋπόθεσιν δια τα δημιουργήματα της δευτέρας ημέρας, ταύτα δε δια την τρίτην και ούτω καθεξής. Τούτο αποτελεί φυσικήν αναγκαιότητα διότι δεν θα ηδύνατο να παραχθούν εν πρώτοις τα τελειότερα και ακολούθως τα ατελέστερα της δημιουργίας ήτις κατά τον προεκτεθέντα τρόπον βαίνει προοδευτικώς. Η Αγία Γραφή διδάσκει ότι πάντα τα όντα παρήχθησαν δ’ ιδιαιτέρας δημιουργικής ενεργείας ήτις απετέλει την απλήν έκφρασιν της ελευθέρας δημιουργικής ενεργείας, ήτις απετέλει την απλήν έκφρασιν της ελευθέρας βουλήσεως του Θεού.


Η κατά την έβδομην ημέραν ανάπαυσις του Θεού από των δημιουργικών του έργων είναι αιωνία ως είναι και η θεία αυτή βουλή. Αι εξ ημέραι εν ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο έδωσαν εις κάποιους αφορμήν να δώσουν διάφορας ερμηνείας περί της γενόμενης κτίσεως. Και άλλοι μεν ζητήσαντες να έβρουν την αλήθειαν εις το περί της δημιουργίας πρόβλημα, ομίλησαν περί των γεωλογικών στρωμάτων τα οποία κατ’ αυτούς αποτελούν προϊόντα διάφορων πλημμυρών ή καταστροφών. Και ιδία του εν Γενέσει περιγραφόμενου κατακλυσμού κατ’ άλλους δε τα γεωλογικά στρώματα είναι υπολείμματα ενός πρότερου καταστραφέντος κόσμου.


Κατ’ αυτούς δηλαδή το χωρίο Γενέσεως 1-2 ομιλεί περί ενός καταστραφέντος κόσμου του οποίου η παλινόρθωσις περιγράφεται εις τους εφεξής στίχους. Εναντίων της πρώτης εκδοχής προσάγεται το γεγονός ότι στρώματα ταύτα έχουν μέγα βάθος μη δυνάμενον να ερμηνευθεί ούτε από πλημμύρες, ούτε από κατακλυσμούς δοθέντος ότι εις αυτά απουσιάζει παν ίχνος ανθρώπου. Αντιτίθεται επίσης προς ταύτα η δημιουργία κατά την τέταρτην ημέραν ηλίου, σελήνης και άστρων.


Εναντίων της εκδοχής περί καταστροφής και παλινορθώσεως του κόσμου προσάγεται επίσης το επιχείρημα ότι μεταξύ του στίχου 1 και 2 του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως παρεμβάλλεται μια πλήρης δημιουργία του κόσμου και η καταστροφή του παλαιότερου. Δια ταύτα δε θεωρείται απορριπτέα η πρώτη εκδοχή. Κατά την δεύτερην εκδοχήν αι υπό της Γενέσεως αναφερόμαστε εξ ημέραι αντιστοιχούν εξ γεωλογικαί περιόδους. Θεωρία ήτις δεν δύναται να γίνει αποδεκτή διότι η γεωλογία δεν παρέχει ουδεμίαν ένδειξην περί της αποδοχής εξ διαφόρων γεωλογικών στρωμάτων.


4


Η τρίτη θεωρία δέχεται ότι δεν πρόκειται περί ιστορικής αφηγήσεως υπό της Γενέσεως αναφερόμενης αλλά η διήγησις αυτή περιλαμβάνει μιαν λογικήν τάξιν. Το όλον έργο της δημιουργίας κατά την θεωρίαν ταύτην παρέστησεν ο ιερός συγγραφέας υπό την εικόνα των εξ ημερών, δεν μας διδάσκει δε η Γένεσις εάν πρόκειται για εξ ημέρας ή περί μιας στιγμής ή περί μιας μακράς χρονικής περιόδου.


Κατ’ άλλους δε σκοπός της αφηγήσεως της δημιουργίας είναι να καταδειχτεί η εξαήμερος διάρκεια της εργασίας και η ανάπαυλα της έβδομης ημέρας της εβδομάδος, του Σαββάτου. Θεωρείται πιθανόν ότι η Τρίτη θεωρία η καλούμενη ιδεολογική εν αντιθέσει προς τα δύο ετέρας της παλινορθώσεως και της θεωρίας των περιόδων είναι ορθοτέρα. Στηριζόμενοι από πολλούς Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Μ. Αθανάσιος, ο Ιερός Αυγουστίνος και άλλοι.


Σημασία για την δογματικήν αν και το θέμα τούτο εξέρχεται των ορίων της έχει το γεγονός ότι η Γένεσης διασώζει τον ιστορικό χαρακτήρα της δημιουργίας. Το σύμπαν έχει λάβει αρχήν εν χρόνω ότι ο άνθρωπος αποτελεί αντικείμενον ιδιαιτέρας δημιουργικής ενέργειας του Θεού. Τη δημιουργία της γυναικός δια της πλευράς του ανδρός προς κατάδειξιν του συνόλου της ανθρώπινης φύσεως και ότι η Γένεσης δεν διδάσκει επιστημονική φυσιογνωστική. Η Γένεσης είναι θρησκευτικόν βιβλίον γεγραμμένον και απευθυνόμενον προς ανθρώπους μιας παλαιότατης εποχής δεικνύων την θείαν προέλευσιν των πάντων.


Η ανωτέρω διδασκαλία περί του σκοπού και της τάξεως της δημιουργίας διδάσκεται τόσον υπό της Αγίας Γραφής όσον και της Ιεράς Παραδόσεως. Εν τη Παλαιά Διαθήκη ο ψαλμωδός εξαίρων την θείαν δόξαν γράφει <<οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγείλει το στερέωμα (ψαλμ. 18-1). Επίσης ο σοφός Σολομών εν Παροιμίας 16-5 γράφει <<Πάντα τα έργα προς ιδίον έπαινον εποίησεν ο Κύριος>>. Εν Ησαΐου 6-3 λέγεται <<Άγιος Άγιος Άγιος Κύριος Σαβαώθ πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού>>.


Ο δε Δανιήλ 3-34 γράφει <<Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον. Εν τη Καινή Διαθήκη οι ιεροί συγγραφείς εξαίρουν το δημιουργικόν του Θεού έργον>>. Εν Λουκά 2-14 <<Δόξα εν Υψίστοις Θεώ>>. Ρωμαίους 11-36 <<Ότι εξ αυτού και δ’ αυτού και εις αυτόν τα πάντα αυτώ η δόξα εις τους αιώνας>>. Α’ Κορινθ. 6-20 <<Δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι ημών και εν τω Πνεύματι ημών άτινα εστί του Θεού>>. Εβρ. 2-10 <<Έπρεπεν γαρ ούτω δι’ ον τα πάντα και δι’ ου τα πάντα πολλούς υιούς εις δόξαν αγάγοντα τον αρχηγόν της σωτηρίας αυτών δια παθημάτων τελειώσαι>>.


5


Όταν ο Κύριος απευθύνθη προς τον ουράνιον Αυτού Πατέρα και ομίλησε περί της Θείας δόξης ην είχε ως Υιός αΐδιος παρά τω Πατρί προς της δημιουργίας του κόσμου είπεν <<Εγώ σε εδόξασα επί της γης>> (Ιωάν. 17-4) (Ρωμ. 1-19) (Εφεσ. 1-6) (Κολοσ. 1-16) και άλλα. Εν τη Ιερά Παράδοση εξαίρεται ο σκοπός και η τάξις της δημιουργίας υπό των Εκκλησιαστικών Πατέρων και Συγγραφέων. Ο Αντιόχειας Θεόφιλος λέγει <<πάντα εδημιούργησεν ίνα εκ των ιδίων έργων επιγιγνώσκηται και νοείται το μέγεθος αυτού>>.


Ο δε Ιωάννης Ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο δημιουργός <<ου δια χρείαν ημετέραν μόνον άπαντα παρήγαγεν αλλά και δι’ ωφελείαν ίνα ορώντες την άφθονον περιουσίαν των αυτού δημιουργημάτων εκπληττόμεθα του δημιουργού την δύναμιν και ειδέναι έχωμεν ως σοφία τίνι και άφατω φιλανθρωπία φια την εις τον μέλλοντα άνθρωπον γίνεσθαι τιμήν ταύτα άπαντα επράχθη>> (Χρυσοστ. Ομιλία εις την Γένεσιν 7-5). Ο Ιερός της Εκκλησίας Πατήρ Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει <<Επί ουν ο αγαθός και υπεράγαθος Θεός ουκ ηρκέστη τη εαυτού θεωρία αλλά υπερβολή αγαθότητος ευδόκησε γενέσθαι τινά τα γεννηθησόμενα και μεθέξοντα της εαυτού αγαθότητος εκ του μη όντος εις το είναι παράγει>>.


Η Θεία πρόνοια είναι η ενέργεια εκείνη του Θεού δι’ ης ούτος επιβλέπει και συγκρατεί τον κόσμον οδηγών τούτον εις τον τελικόν αυτού σκοπόν. Δημιουργήσας ο Θεός εκ του μηδενός εν χρόνω τον κόσμον δεν εγκατέλειψεν αυτόν εις την ιδίαν αυτού τύχην ως πρεσβεύει ο Δυϊσμός. Όστις αρνείται πάσαν επίβλεψιν του Θεού επί των δημιουργημάτων και πάσαν ανάμιξιν της θεότητος εν τω κόσμω.


Η ενέργεια αυτή του Θεού της συντηρήσεως, επιβλέψεως και συγκρατήσεως του κόσμου εις το είναι δεν είναι η αυτή με την της δημιουργίας. Η έννοια της λέξεως δημιουργία ενέχει εν εαυτή το στοιχείον της παραγωγής εκ του μηδενός εις το είναι. Περί πρόνοιας όμως δεν δύναται να γίνει τοιούτος λόγος διότι ακριβώς η πρόνοια του Θεού ούτε νέους κόσμους δημιουργεί, ούτε νέους νόμους βάση των οποίων ο κόσμος κινείται προς επιτέλεσιν του σκοπού του, αλλά αποτελεί την συνέχεια της υπαρχούσης δημιουργίας την οποίαν και διακρατεί εις το είναι προς πλήρωση του σκοπού της.


Η θεία πρόνοια κατά ταύτα περιλαμβάνει αφενός μεν την συντήρησιν του κόσμου, αφετέρου δε την κυβέρνησιν αυτού. Επεμβαίνων ο Θεός εν τη δημιουργία δια της συντηρήσεως και κυβερνήσεως του κόσμου δεν αίρει την ελευθερίαν των ανθρώπων, ουδέ αναστέλλει την ενέργειαν των φυσικών νόμων, αλλά συνεργεί μετά των ανθρώπων ελευθέρως πράττοντων, κατευθύνει δε την όλην πορείαν του κόσμου προς τον ύψιστον αυτής σκοπόν ήτοι την εν τη μακαριότητι των όντων δόξα του Θεού.


6


Μερικοί διέκριναν μεταξύ προνοίας γενικής, ειδικής και ειδικότατης της πρώτης περιλαμβανούσης όλον το σύμπαν, της δεύτερας τα αγαθά και κακά λογικά όντα και της τρίτης μόνον τους ευσεβείς και δίκαιους. Την περί θείας προνοίας διδασκαλίαν εβρίσκομεν πανταχού της Αγίας Γραφής μαρτυρούμενην. Ούτως εν τω χωρίω Ιωάνν. 5-17 αναφέρεται <<Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται και ‘γώ εργάζομαι>>. Επίσης το χωρίον Ματθαίου 6,25-34 <<Μη μεριμνάτε την ψυχή υμών… η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής>>.


Η Σοφία Σολομώντος 11,24-26 γράφει <<αγαπάς γαρ τα όντα πάντα και ουδέν βδελύσση ων εποιήσας ουδέ γαρ αν μισών τι κατεσκευάσας πως δε έμεινεν αν τι ειμή συ ηθέλησας ήτο μη κληθέν υπό σου διετηρήθη φείδη δε πάντων ότι σα εστίν Δέσποτα φιλόψυχε>>. Ο ψαλμός 103, 27-30 γράφει <<πάντα προς σε προσδοκώσι δούναι την τροφήν αυτοίς εις εύκαιρον δόντος σου αυτοίς συλλέξουσιν ανοίξαντος σου την χείρα τα σύμπαντα πληθήσονται χριστότητος>>. Η ιερά παράδοσις διδάσκει ομοφώνως το περί Θείας Προνοίας δόγμα.


Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ομιλών περί Θείας Προνοίας λέγει <<Ει δε λέγει τις και που ο Πατήρ εργάζεται εν τη ημέρα της έβδομη καταπαύσας από πάντων των έργων αυτού. Τον τρόπον μαθέτω καθ’ ον εργάζεται τις ούν ο τρόπος της εργασίας προνοεί συγκρατεί τα γενόμενα πάντα. Όρων τείνυν ήλιον ανατέλλοντα και σελήνην τρέχουσαν και λίμνας και πηγάς και ποταμούς και υετούς και φύσεως δρόμου τον εν τοις σπέρμασι τον εν τοις σώμασοι τοις ημετέροις και τοις των αλόγων τα άλλα πάντα δι ων το δε το παν συνέστηκε μάνθανε την διηνεκίν του Πατρός εργασίαν ανατέλλει γαρ φύσει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους (Ιωανν. Χρυσοστ. Ομιλία 38).


Ο δε Θεόφιλος Αντιόχειας παρατηρεί <<Ο Θεός λέγεται και δια το Θεείν το δε Θεείν εστί το τρέχειν και κινείν και ενεργείν και τρέφειν και προνοείν και κυβερνάν και ζωοποιείν τα πάντα>>. Ο δε Ωριγένης ωσαύτος γράφει <<διοικεί η επισκοπή και η πρόνοια του Θεού δια πάντων και πάντα μεν περιέχει τα προνοούμενα η πρόνοια και περιέλειψεν αυτά ούχ ως σώμα δε περιέχων περιέχει αλλά ως δυνάμεως Θείας και περιειληφία τα περιεχόμενα>>.


Ο δε Μέγας Αθανάσιος εξαίρων την παντοδυναμίαν του Υιού Λόγου του Πατρός σημειοί <<πανταχού τας εαυτού δυνάμεις εφάπλωσας και φωτίσας τα τε φαινόμενα και τα αόρατα πάντα εις εαυτόν συνεχεί και συσφίγγει μηδέν έρημον της εαυτού δυνάμεως από λαίλεπως αλλά πάντα και δια πάντα και έκαστον ιδία και αθρόως όμου τα άλλα ζωοποιών και διαφυλάττων>>. Συντήρησις του κόσμου είναι η ενέργεια εκείνη του Θεού δη ης ούτος μεριμνά και ενεργεί προς διατήρησιν του κόσμου εν τη ύπαρξη και μη επιστροφήν εις την ανυπαρξίαν. Το ότι η συντήρησις δεν δύναται να αποτελεί δημιουργίαν αλλά είναι συνέχεια και προέκτασις του δημιουργικού έργου του Θεού έχει ήδη καταδειχθεί.


7


Αποτελών ο κόσμος εξάρτημα Θείας βουλήσεως έχει λάβει από τον Θεόν το είναι εν τω οποίω και υπάρχει και κινείται. Εάν η πηγή και η αιτία της υπάρξεως του κόσμου ο Θεός αρνηθεί την προς συντήρησιν του κόσμου ενέργειαν και μέριμναν τότε θα μεταβεί εκ του είναι εις το μη είναι. Εν τη δημιουργία παρήγαγε ο Θεός τα όντα. Δια της συντηρήσεως δε συνεχεί ταύτα εν τη ύπαρξει. Όταν ομιλούμε περί του Θεού ως συντηρητού του κόσμου δεν παριστώμεν Αυτόν ως αναδημιουργόν ή εκάστοτε επί του κόσμου ενεργούντα. Αλλά ως εκείνον όστις δια των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων και νόμων ως ενέθηκε εν τω κόσμω συγκρατεί και συντηρεί τούτον εις το είναι.


Όταν ομιλούμε περί του κόσμου δεν ενοούμεν τους ανθρώπους μόνο αλλά τον φυσικόν γενικώς κόσμο όστις κατευθύνεται και οδηγείται υπό των Θείων νόμων προς τον τελικόν αυτού σκοπόν. Βεβαίως εις τον υλικόν κόσμον υπάγονται και οι άνθρωποι ούτοι όμως ως λογικοί και ελεύθερα όντα πράττουν μεν συμφώνως προς την ιδίαν αυτών ελευθέραν εκλογήν. Συνεργούντος του Θεού μόνον δε δια την συντήρησιν των ανθρώπων εν τη ύπαρξει δεχόμεθα το δυτόν της πράξεως ήτοι της συνεργίας Θείου και ανθρώπινου παράγοντος.


Εν τη φύσει έχομεν τους υπό του Θεού τεθέντας νόμους οίτινες κατεύθυνον τον κόσμον ως επίσης και την άμεσον Θείαν ενέργειαν προς διατήρησιν και συγκρατήσεως της φύσεως ταύτης εν τη ύπαρξη. Και δια μεν τα λογικά και ελεύθερα όντα τους ανθρώπους και λοιπά, δυνάμεθα να πούμε ότι θα έχουν ατελεύτητον ύπαρξιν διότι το πνεύμα είναι κατ’ ανάγκη αθάνατον, η δε πνευματική εν τω άνθρωπω ουσία θα παραμείνει εσαεί αθάνατος. Δια τον υλικόν κόσμον δεν δυνάμεθα να αποφανθώμεν μετά βεβαιότητος ότι θα παραμείνει εσαεί εν τη ύπαρξει. Διότι εις πλείστα χωρία της Αγίας Γραφής γίνεται λόγος περί παρελεύσεως των ουρανών ως επίσης και περί μεταβολής του σχήματος του κόσμου τούτου κατά τον Απόστολον Παύλον.


Εις το Ευαγγέλιον του Ματθαίου αναγράφεται περί του μέλλοντος του ουρανού ότι <<Ο ήλιος σκοτίσθηκε και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής και οι αστέρες πεσούνται από του ουρανού και οι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται>> (Ματθ. 24-29). Επίσης Β. Πέτρου 3-12-13 λέγει <<Ουρανοί πυρούμενοι λυθήσονται και τα στοιχεία καυσούμενα τήκεται καινούς δε ουρανούς και καινήν γην κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν. Εις πράξεις των Αποστόλων επίσης γράφεται <<ο ήλιος μεταστραφήσεται εις σκότους και η σελήνη εις αίμα>> (Πράξεις 2-20).


8


Ο δε Απόστολος Παύλος ομιλών περί της μεταβολής του κόσμου ομιλών γράφει <<παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου>> (Α’ Κορινθ. 713). Ομοίως και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης περί του κόσμου ομιλών γράφει <<ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού>> (Α’ Ιωάνν. 2-17). Πάντα ταύτα τα χωρία μαρτυρούν αφενός μεν περί της παροδικότητας του κόσμου τούτου αφετέρου δε περί της μεταβολής του σχήματος αυτού.


Κατόπιν τούτων δεν δυνάμεθα μετά βεβαιότητος να αποφαινόμεθα δογματικώς ότι η ύπαρξη του κόσμου τούτου είναι ατελεύτητος οία και η των λογικών όντων. Και δια μεν τα λογικά όντα δυνάμεθα άριστα να πούμε ότι ταύτα ως πνευματικαί ουσίαι είναι αθάνατα και αιώνια, δια τον υλικόν κόσμον γνωρίζομεν τουλάχιστον ότι το σχήμα και η μορφή αυτού θα μεταβληθώσει. Μας είναι όμως άγνωστος η νέα μορφή την οποίαν θα λάβει μετά την δεύτεραν έλευσιν του Κυρίου ο κόσμος. Περί του ατελεύτητου του κόσμου έχει προσαχθεί το χωρίον Σοφ. Σολ. 1-14 <<έκτισε γαρ εις το είναι πάντα και σωτήριοι αι γεννέσεις του κόσμου και ουκ εστίν εν αυτοίς φάρμακον ολέθρου ούτε Άδου βασιλείαν επί γης>>. Επίσης και το χωρίο ψαλμ. 103-5 <<Ο θεμελιών την γην επί την ασφάλιαν αυτής ου κληθήσεται εις τον αιώνα του αιώνος>>.


Προσάγεται επίσης ο συλλογισμός ότι δεν είναι δυνατόν ο τέλειος Θεός να καταστρέψει τον κόσμον δια της παντοδυναμίας αυτού. Αν και το θέμα τούτο εκφεύγει των ορίων της εξετάσεως της συντηρήσεως του κόσμου, τούτο μόνον δυνάμεθα να πούμε ότι δοθείσης της μεταβολής του σχήματος του κόσμου τούτου της οποίας την φύσιν αγνοούμε, μπορούμε να πούμε ότι ο κόσμος υπό την σημερινήν αυτού μορφήν δεν είναι ατελεύτητος, γεγονός που ενισχύει δια τον κόσμον το χαρακτηριζόμενον χωρίον <<Καινοί ουρανοί και καινή γη>> (Β. Πέτρου 3-13).


Δόξα δι ου βρότων φύσις επλάσθη. Δόξα εν ω διασώζεται αύθις.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page