ΚΕΙΜΕΝΟΝ 10 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20

- 17 Μαρ 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά

1
Ιησού γλυκύτατε Χριστέ Ιησού εξάρπασον εκ της χειρός του δόλιου Βελιάρμ Ιησού και ποίησον δεξιόν παραστάτην της δόξης σου Ιησού Σωτήρ μου μοίρας ευωνύμου λυτρωσάμενος.
Κατά την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο εν Τριάδι Θεός εδημιούργησε τον κόσμον εκ του μηδενός εν έξι ημέρας δια μόνου του Λόγου Αυτού, ήτοι δια μόνης της εκφράσεως του θελήματος Του. Αίτιος της δημιουργίας δεν είναι μόνον ο Πατήρ αλλά και τα έτερα δύο Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Διότι και τα τρία Πρόσωπα αποτελούν την αυτήν Θείαν ουσίαν και επομένως συμμετέχουν εις πάσαν εκτός της Θείας ουσίας ενέργειας.
Εκ του Πατρός προέρχονται τα πάντα μεσολαβούντος και τελειούντος της δημιουργίαν δια του Υιού του δε Αγίου Πνεύματος ζωοποιούντος και ειδοποιούντος την ύλην και συνδέοντος αυτήν μετά της θεότητος. Η έννοια της εκφράσεως <<εκ του μηδενός>> σημαίνει την εκ μη προϊφεστώσης ύλης δημιουργίαν ως επίσης ουδέ την προέλευσιν του κόσμου εκ της ουσίας του Θεού, διότι εις μεν την πρώτην περίπτωσιν δεν θα έπρεπε να γίνεται λόγος περί δημιουργίας αλλά περί διαμορφώσεως της ήδη υπαρχούσης ύλης. Εις δε την δευτέραν περίπτωσιν θα περιεπίπτωμεν εις τον Πανθεϊσμόν όστις ταυτίζων και συγχέων Θεόν και κόσμον που εκλαμβάνει τον κόσμον ως τμήματα της Θείας ουσίας.
Η έκφρασις <<εκ του μηδενός>> κατά ταύτα διατυπεί αρνητικώς το δόγμα της δημιουργίας του οποίου θετική διατύπωσις είναι εκείνη καθ’ ην ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα δια της απλής εκφράσεως της Παντοδύναμου Αυτού θελήσεως. Δεδομένου ότι ο Θεός είναι το απολύτως ελεύθερον ον, δεν δυνάμεθα εν τω Θεώ να δεχθώμεν ύπαρξιν ανάγκης ή βίας και επομένως πάσα υπόνοια ή σκέψις περί κατ’ ανάγκην δημιουργίας θεωρείται ανεπίτρεπτος και απόβλητος. Αποβλήτου πάσης ανάγκης εν τω Θεώ θεωρείται η δημιουργία του κόσμου προϊόν Θείας θελήσεως ελευθέρας ήτις Παντοδύναμος ούσα καλεί εις την ύπαρξιν τα όντα. Αποτελεί βαθύ μυστήριον δια τον άνθρωπο το ότι υπάρχουν όντα τα οποία δεν είναι ο Θεός.
2
Ο Θεός ων το απόλυτον και καθαρόν είναι, δημιουργεί τα όντα μεταδίδων εκ του ιδίου είναι εις αυτά. Τα όντα θεωρούνται ως υπάρχοντα μόνον διότι συμμετέχουν κατά τινά τρόπον εις το Θείον είναι. Εννοείται ότι τα όντα δεν μετέχουν της Θείας ουσίας διότι τότε θα απετέλουν τμήμα της Θεότητος. Παρότι αποτελούν πραγματικότητα τελείως ξένην προς τον Θεόν εβρίσκονται εις σχέσιν προς την Θεότητα. Η τέλεια άπειρος ουσία δημιουργεί ουχί πλήρως προς αυτήν ανόμοια πεπερασμένα όντα τα οποία θεωρούνται ως ανάλογα προς αυτήν όμοια εν τη ανομοιότητι των.
Την δημιουργίαν των όντων εκ του μηδενός εκφράζει και το Εβραϊκόν ρήμα (bara) που σημαίνει εδημιούργησε αλλά δεν προϋποθέτει υπάρχουσα ύλη εν αντιθέσει προς το ρήμα (assa) που σημαίνει δημιουργίαν εκ προϋπαρχούσης ύλης. Η προς τα εκτός της Θείας ουσίας δημιουργία του κόσμου παρεβλήθει προς την εν τη Θεία ουσία γενόμενη αΐδιον γέννησιν του Υιού εκ του Πατρός και η μεν δημιουργία του κόσμου προϊόν της παντοδύναμου Θείας θελήσεως ούσα είναι ελευθέρα ενέργεια του Θεού. Η γέννησις όμως του Υιού εκ αϊδίου εκ του Πατρός εχαρακτηρίσθη μεν ως αναγκαία μη δυνάμενου του Πατρός να εννοηθεί ως τοιαύτου άνευ του Υιού.
Ο χαρακτηρισμός της γεννήσεως του Υιού ως αναγκαίος δύναται να θεωρηθεί ως επιτυχής δοθέντος ότι εν τω Θεώ ως ήδη ελέχθη αποκλείεται πάσα ανάγκη και βία. Λόγω όμως της ανθρώπινης εκφραστικής αδυναμίας χαρακτηρίζεται ούτως ίνα γίνει αντιπαράθεσις προς την ελευθέραν του κόσμου δημιουργίαν. Το ότι ο κόσμος δεν δύναται επίσης να θεωρηθεί προϊόν ανάγκης εκφαίνεται και εκ του έτερου ιδιώματος της Θείας ουσίας της τελειότητας ή του ανενδεούς και αυτάρκους διότι δεν δυνάμεθα να παραστήσωμεν και να εκλάβωμεν τον ανενδεή και αυτάρκη Θεόν έχοντα ανάγκη των δημιουργημάτων Του.
Εάν εδεχόμεθα τον κόσμον ως προϊόν ανάγκης, τότε θα έπρεπε να αγώμεθα ή υπό ανθεϊστικών αντιλήψεων ή συγγενών προς ταύτας. Ο Χριστιανισμός μακράν ων πάσης πανθεϊστικής δοξασίας διδάσκει το υπερβατικόν και το απόλυτον του Θεού εν σχέσει προς τον κόσμον ως και την ελευθέραν σχέσιν Θεού και ανθρώπου. Εκφαινόμενην δια της Χριστιανικής θρησκείας εν αντιθέσει προς τον Πανθεϊσμόν όστις αίρει και καταργεί πάντα ταύτα.
Δεχόμενοι επίσης και πιστεύοντες εις την εκ του μηδενός δημιουργίαν του κόσμου υπό του Θεού δεν θεωρούμεν τον Θεόν ως την υπερβατικήν εκείνην ουσίαν ήτις αυθαίρετος ή τυχαίος προβαίνει εις την δημιουργίαν του κόσμου. Διατηρούμεν όμως το ανεξάρτητον και απόλυτον της Θεότητος ήτις ηβουλήθη και εκάλεσεν εις το είναι τα όντα. Επί τη βάσει του Νόμου της φυσικής είδεν εκ του μηδενός δημιουργείται είπον τινές κατά της αυθεντίας της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Νομίζοντας ότι είναι αδύνατος η δημιουργία του κόσμου εκ του μηδενός ως αντιβαίνουσα εις την λογικήν και εις θεμελιώδη νόμον της φυσικής.
3
Ο συλλογισμός όμως αυτός αντί να αντιτίθεται προς τον χριστιανισμόν επιβεβαιώνει την ημετέρα πίστην. Η απάντηση στον Νόμο της φυσικής ως προς το πώς είναι δυνατόν να παραχθεί κτίσις εκ του μηδενός η μόνη απάντηση σε αυτό είναι η παραδοχή πάσης αρχής δημιουργός είναι η ύψιστη προσωπική και τέλεια ουσία το Θεόν. Ο μονισμός, σύστημα τι οποίον δέχεται ότι εν τω κόσμω μια μόνον υπάρχει αρχή, ταυτίζει τον Θεόν και τον κόσμον δικαιολογών το ατελές και το περιορισμένον του κόσμου, θεωρών την αμαρτίαν ως αισθητική αιτία του αγαθού, το δε κακόν θεωρείται Θείον ένεκα της δαιμονικής του ωραιότητος και δυνάμεως.
Να σημειωθεί ότι ο Πανθεϊσμός, σύστημα και αυτό μονιστικόν, σχετίζεται άμεσα προς την μυθολογίαν η οποία ουδέν άλλο είναι παρά η έκφρασις του Πανθεϊσμού. Σύστημα μονιστικόν είναι και ο υλισμός αποδεχόμενος το άναρχον και ατελεύτητον της αυθύπαρκτου ύλης. Ανεξαρτήτως της αδυναμίας του υλισμού να ερμηνεύσει το ιδιάζον φαινόμενο του Πνεύματος δεν δύναται να δικαιολογήσει την παρουσία της ύλης. Μη δυνάμενος ο υλισμός να εξηγήσει ταύτα μεταφυσικώς ομιλεί περί τυχαίας κινήσεως των εν καταστάσει νέφους πρωταρχικών σωματιδίων εξ ων απετελέσθη ο κόσμος. Μη δυνάμενος και πάλιν να απαντήσει επί του αξιώματος της φυσικής να δηλώσει την προέλευσιν αυτών ως και τον τρόπον της εις αυτά δοθείσης κινήσεως.
Ο άνθρωπος εθισμένος εις την δημιουργίαν και απόδοσιν μορφών εις την προϋπάρχουσα ύλη, δεν δύναται να αχθεί ευκόλως εις την υπερφυσικήν εκείνη κατάστασιν της εκ του μη όντος εις το είναι παραγωγής του σύμπαντος. Ένεκα τούτων η τοιαύτη εκ του μηδενός δημιουργία είναι ακατανόητος και απρόσιτος εις την ανθρώπινην αντίληψιν. Το αυτό δεν συμβαίνει και με την έννοιαν της Θείας και ανθρώπινης ελευθερίας. Η Θεία ελευθερία δι ης ο Θεός ήγαγεν εις το είναι τον κόσμον μη εβρισκόμενη εν τω μέτρω της ανθρώπινης σκέψεως τυγχάνει επίσης απρόσιτος και απροσπέλαστος δια τον πεπερασμένον και ατελή άνθρωπον.
Την διδασκαλία περί της εκ του μηδενός δημιουργίας του κόσμου διδάσκει ομοφώνως η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις. Ούτος εν τω πρώτο το κεφάλαιω της Γεννήσεως διδάσκεται ότι <<εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την Γην>> (Γεν. 1-1). Το αυτό διδάσκει ολόκληρος ο 103ος ψαλμός ως επίσης και ο ψαλμός 18ος εις το (στ.2) <<Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλει το στερέωμα>>.
4
Επίσης το χωρίο ψαλμ. (32-6) λέγει <<Το λόγο του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών>>. Ολόκληρον επίσης το 13ον και 14ον κεφ. της Σοφίας Σολομώντος. Η διδασκαλία αυτή περί της εκ του μηδενός δημιουργίας του κόσμου θεωρείται μεν αναντίλεκτος και προϋποτίθεται εν τη Κ. Διαθήκη, δεν λείπουν όμως και χωρία που κάνουν ίδια αναφορά περί του εκ του μη όντος δημιουργίας, δια του Υιού δημιουργίας.
Εν τη Α’ Κορινθ. 8-6 διδάσκει <<Αλλ’ ημών εις Θεός Πατήρ εξ’ που τα πάντα και ημείς εις Αυτόν και εις Κύριος Ιησούς Χριστός δι’ ου τα πάντα>>. Το αυτό διδάσκει και το χωρίο Κολοσαΐς (1-15-17) <<Ως εστίν εικών του Θεού του αοράτου πρωτότοκος πάσης κτίσεως ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα εν τοις ουρανοίς και επί της γης τα ορατά και τα αόρατα είτε θρόνοι, είτε κυριότητες, είτε αρχαί, είτε εξουσίαι τα πάντα δι’ αυτού και εις Αυτόν έκτισται>>. Ρωμ. 11-36 <<ότι εξ αυτού και δι αυτού και εις αυτόν τα πάντα>> (επίσης Ιακώβ 1-18 Α’ Πέτρου 41-19).
Εκτός όμως των ανωτέρω παρατεθέντων χωρίων άτινα ομιλούν περί της δημιουργίας υπό του Πατρός δια του Υιού το χωρίον Εβρ. 11-3 μαρτυρεί περί της δια μόνου του λόγου δημιουργίας του κόσμου <<Πίστη νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας ρήματι Θεού εις το μη εκ φαινόμενον το βλεπόμενον γεγόνεται>>. Το αυτό μαρτυρεί και το χωρίο Α’ Πέτρου 4-19. Επίσης το χωρίο Ρωμ. 4-17 <<κατεναντίου επίστευσεν Θεού του ζωοποιούντος τους νεκρούς και καλούντος τα μη όντα ως όντα>>.
Το χωρίον επίσης Αποκ. 4-11 μαρτυρεί την δια της Θείας βουλήσεως συντελεσθείσαν δημιουργίαν <<άξιος εις ο Κύριος και ο Θεός ημών λάβειν την δόξαν και την τιμήν και την δύναμιν ότι σε έκτισας τα πάντα και δια το θέλημα σου ήσαν και εκτίσθησαν>>. Την δια του Υιού δημιουργίαν του κόσμου διδάσκει και το χωρίον Ιωάννου 1-3 <<πάντα, δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ω γέγονεν>> (Εφες. 1-11 Μαρκ. 13-19 και άλλα). Εκ παραλλήλου προς την Αγίαν Γραφήν, η Ιερά Παράδοσις πασίδηλως διδάσκει την εκ του μηδενός υπό του Πατρός δε Υιού εν Πνεύματι Αγίου δημιουργίαν.
Ούτος ο Μέγας Αθανάσιος γράφει <<Ο Πατήρ δια του λόγου εν Πνεύματι Αγίω τα πάντα ποιεί. Εν τω αυτό πνεύματι γράφειν και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός <<Ο Θεός εννοεί (εν τη δημιουργία) και το εννόημα έργον ην Λόγο συμπληρούμενον και Πνεύματι τελειοποιούμενον (Γρηγ. Ναζιανζηνός Λόγος 38-9). Ο δε Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει <<Εποίουν ο αγαθός και υπεράγαθος Θεός ουκ ηρκέσθη τη εαυτού θεωρία αλλά υπερβολή αγαθότητος ηυδόκησε γενέσθαι τινά τα ευεργετηθησόμενα και μεθέξοντα της αυτού αγαθότητος εκ του μη όντος εις το είναι παράγει και δημιουργεί τα σύμπαντα αόρατα τε και ορατά>>.
5
Ως έχει ήδη σημειωθεί εις το περί ιδιοτήτων του Θεού χρόνος και αιωνιότις είναι δύο διάφοροι αλλήλων έννοιαι. Δεν μπορεί επίσης φιλοσοφικώς η έννοια του χρόνου να υπαχθεί εις την έννοιαν της αιωνιότητος. Η έννοια του χρόνου σχετίζεται αμέσως και αναποσπάστως με την του κόσμου έννοιαν. Ως δε κατέδειξεν ο Ιερός Αυγουστίνος, αι έννοιαι του κόσμου, χρόνου και μεταβολής τελούν εν αδιαρρίκτω πας αλλήλας σύνδεσμο. Τούτο εκφαίνεται επίσης εκ του περί ιδιοτήτων του Θεού όπου γίνεται λόγος περί του αναλλοίωτου, αγέννητου και αιώνιου του Θεού. Της ουσίας του επίσης ούσης αναλλοίωτου, αγέννητου και αιωνίου αποκλείεται παν ότι δεν είναι θεία ουσία και επομένως και ο κόσμος.
Ο χρόνος συνεπώς δεν δύναται να θεωρηθεί ως υπαγόμενος εις την αιωνιότητα αλλά αποτελεί έτερον τι πλήρως από αυτήν ανεξάρτητον. Χρόνος δύναται να υπάρχει εκεί μόνον όπου υπάρχει κίνησις και συνεπώς και υλική κτίσις. Δοθέντος του στενού συνδέσμου χρόνου και κτίσεως ήτοι δημιουργίας κατ΄ουδένα λόγον δυνάμεθα να ομιλώμεν περί αιωνιότητος του κόσμου και κατά συνέπειαν περί αιωνίου χρόνου.
Ο αιώνιος χρόνος αποτελεί εσφαλμένη έκφρασιν και ως εκ τούτου εις τον χρόνον μόνον το ιδίωμα του περιορισμένου μπορεί να αποδοθεί. Η αιωνιότις ως είναι γνωστόν παραβάλλεται προς μιαν διαρκή και ατελεύτητον κατάστασιν προς εν διαρκές και αιώνιον παρόν από το οποίον απουσιάζει πάσα παράστασις περί πρότερου παρόντος και μεταγενέστερου. Διάκρισις ήτις είθισται να χρησιμοποιείται εν τη έννοια του χρόνου. Επομένως δεν δύναται η ανθρώπινη γλώσσα να εκφράσει επακριβώς την έναρξιν δημιουργίας και χρόνου επί του θέματος τούτου.
Ο Ιερός Αυγουστίνος εις το ενδέκατο βιβλίον της Εξομολογήσεως του κεφ. 13 διερευνά την εσφαλμένως τεθήσαν ερώτηση ήτοι τι έπρατεν ο Θεός προτού δημιουργήσει τον κόσμον. Πως είναι δυνατόν να ομιλώμεν περί του τότε απαντά ο Ιερός συγγραφέας εις τους ούτω πως ερωτώντας δηλαδή προτού να δημιουργήσει ο Θεός τον κόσμον αφού τότε δεν υπήρχε κανένα πριν αλλ’ εν διαρκές και αιώνιον παρόν. Κατά ταύτα τα ζήτημα περί του αν προ της δημιουργίας υπήρχε χρόνος καθ’ όν εδημιουργήθη ο κόσμος είναι ζήτημα όπερ έχει γεννήτορας την αμάθειαν και την άγνοια. Το αυτό περίπου μπορεί να λεχθεί και περί εκείνων οίτινες ομιλούν περί χρόνου ατελεύτητου και απεριόριστου.
6
Η εν χρόνω δημιουργία του κόσμου σημαίνει άρα την ταυτόχρονον δημιουργίαν κόσμου και χρόνου γεγονός όπερ ουδόλως δύναται αλλιώς να εννοηθεί πάσα δε περί του αντιθέτου αντίληψις είναι πεπλανημένη. Εφόσον ο δημιουργός του κόσμου είναι ο Θεός, περιττόν είναι και να πούμε ότι είναι ο αυτός ο και τον χρόνον δημιουργός. Τούτο ήδη αποτελεί εφεύρημα του ελληνικού πνεύματος της προχριστιανικής αρχαιότητας διδάσκεται δε υπό του Πλάτωνος εις τον Τιμαίον (10) ως επίσης και υπό του Πλωτίνου εις το σύγγραμμα του <<Περί χρόνου και αιώνος>>.
Κατόπιν τούτων κάποιοι εθεώρησαν δημιουργημένον το πρόβλημα ως είναι δυνατόν όντος του Θεού τέλειου και αναλλοίωτου να δημιουργείται εις μιαν στιγμήν ο κόσμος προ δε τούτου εν τη απείρω αιωνιότητι να υπήρχε μόνον ο Τριαδικός Θεός. Τούτο θα ηδύνατο να σημαίνει ότι ο κόσμος υπήρχεν ανέκαθεν μετά του Θεού οπότε θα ήτο άναρχος ως ο Θεός, κάτι το απόβλητον ή ο Θεός δεν θα ήτο αναλλοίωτος εφόσον εν μια στιγμή δημιουργεί τι μη υπάρχον. Επίσης απορρίπτεται ως αντιτιθέμενον προς την δογματικήν διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί αναλλοίωτου του Θεού.
Οι χρησιμοποιούντες τέτοιους συλλογισμούς χρησιμοποιούντες παραγνωρίζουν ότι έτερον είναι η άχρονος και αΐδιος θεία βούλησις ως και το σχέδιον προς εκπλήρωσιν της βουλής ταύτης. Έτερον δε η εξωτερική ενέργεια του Θεού η πραγματοποιούσα την βουλήν του Θεού και το θείον σχέδιον. Η θεία βουλή και το σχέδιο της δημιουργίας του κόσμου υπήρχεν αϊδιώς και άναρχως εν τω Θεώ δεδομένου ότι η θεία βούλησις ταυτιζόμενη μετά της θείας ουσίας είναι επίσης αΐδιως και άναρχος ως και η θεία ουσία.
Η εξωτερική όμως ενέργεια, η εκτός της θείας ουσίας ενέργεια του Θεού ανεξαρτήτως της προαιώνιου θείας βουλήσεως δύναται άριστα να πραγματοποιηθεί εν δεδομένη στιγμή ή εν χρόνω. Συνεπώς η Ορθόδοξος δογματική διδάσκει ότι ναι μεν το σχέδιον και η βουλή του Θεού προς δημιουργίαν του κόσμου είναι άναρχος και αιώνιος. Αποκλειόμενη ούτω της ημαρτημένης δόξης περί αλλοιώσεως εν τη θεότητι η πραγμάτωσις όμως της θείας ταύτης βουλής συνετελέσθη εν δεδομένη στιγμή ήτοι εν χρόνω μη δυνάμενου τούτου να εκφρασθεί σε άλλο χρόνο.
Η δημιουργία συνεπώς του κόσμου δεν δύναται να λογισθεί ως άναρχος και συναιώνιος του Θεού διότι τότε η δημιουργία δεν θα αποτελούσε προϊόν θείας ελευθέρας αποφάσεως, αλλά ανάγκης πράγμα όπου θεωρείται απόβλητον. Θεωρείται απορριπτέα η εσφαλμένη δοξασία εκείνων που πρεσβεύουν ότι ο κόσμος οφείλει να είναι αιώνιος διότι ο αιωνίου Θεός δεν θα ήτο πάντοτε παντοδύναμος εάν δεν είχε αντικείμενα επί των οποίων θα εξήσκει την θείαν του παντοδυναμία. Η παντοδυναμία όμως του Θεού δεν εξαρτάται ουδόλως εκ των υπ’ αυτού δημιουργηθέντων όντων διότι η θέλησις του Θεού παντοδύναμος ταυτίζεται μετά της θείας ουσίας ούσης τέλειας και απείρου.
7
Είναι δε εσωτερικώς και κατά την ουσίαν αυτής η θεία θέλησις παντοδύναμος απλούν αυτής εξωτερικόν δείγμα αποτελούντος του κόσμου. Η διδασκαλία της Εκκλησίας περί της εν χρόνω δημιουργίας του κόσμου διδάσκεται υπό της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Η Αγία Γραφή διδάσκει την εν χρόνω δημιουργίαν του κόσμου ή ορθότερον ειπείν την μετά του χρόνου δημιουργίαν του κόσμου εις τα χωρία Γεν. 1-1 Ψαλμός 89-2 <<Προ του όρη γεννηθήναι και πλανήσθαι την γην και την οικουμένην και από του αιώνος και εως του αιώνος συ ει>>. Ψαλμός 92-2 <<έτοιμος ο θρόνος σου από τότε από του αιώνος σε ει>>. Το αυτό νόημα εκφράζουν και τα χωρία Ιωάν. 17-5 <<Και νυν δόξασον με συ Πάτερ παρά σε αυτώ τη δόξα ήχον προτού τον κόσμο είναι παρασοί>>. Εφες. 1-4 <<Καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου>>.
Η Ιερά Παράδοσις ομοφώνως διδάσκουσα την μετά του χρόνου δημιουργίαν του κόσμου εκ παραλλήλου προς την αιωνιότητα του Θεού αποφαίνεται δια του Αγίου Ειρηναίου γράφοντος <<προ της πλάσεως του Αδάμ και προ πάσης της δημιουργίας ο Λόγος εδόξαζε τον Πατέρα αυτού μένων εν αυτώ και αυτός πάλιν εδοξάζετο υπό του Πατρός καθώς ο ίδιος λέγει <<Πάτερ δόξασον με τη δόξη ή ήχον προτού τον κόσμον είναι παρασοί>> (Ειρηναίου περί ψευδονύμου γνώσεως>>. Ο Μέγας Αθανάσιος δια την μετά του χρόνου δημιουργίαν του κόσμου γράφει <<το ποίημα έξωθεν του ποιούντος εστίν, ούδε δε Υιός ιδίον της θείας ουσίας γέννημα εστί δίωκε το ποίημα ουκ ανάγκη αεί είναι ότε γαρ βούλεται ο δημιουργός εργάζεται το δε γέννημα ου βούληση υπόκειται>> (Μέγα Αθανασίου Λόγος 26-29 κατά Αρειανών).
Ομιλούντες περί σκοπού δι ων εδημιουργήθει υπό του Θεού ο κόσμος δεν δυνάμεθα να μη συμπεριλάβωμεν και να συσχετίσωμεν αμέσως μετά του σκοπού την αιτίαν δι ην ο κόσμος εδημιουργήθη υπό του Θεού. Και ποιούνται τίνες διάκρισιν μεταξύ προσεχούς και τελικού σκοπού του κόσμου αλλά αμφότερα αποτελούν εν και το αυτό γεγονός διότι παράγαγων ο Θεός εκ του μη είναι εν χρόνω εις το είναι τον κόσμον, επετέλεσεν εξωτερικώς και πραγματοποίησε τον υπ’ αυτού τεθέντα σκοπόν της δημιουργίας όστις ταυτίζεται προς την Θείαν θέλησιν και ουσίαν. Και εν τω οποίω δεν δυνάμεθα να ποιήσωμεν διάκρισιν μεταξύ προσεχούς και τελικού σκοπού της δημιουργίας. Άρα οίος είναι ο σκοπός; Οία είναι η αιτία; Εν πρώτοις πρέπει να απορριφθεί πάσα σκέψις καθ’ ην ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμον εκ αδυναμίας ή εξ ανάγκης. Τόσον η ανάγκη, όσον και η αδυναμία αποκλείονται από τον πανυπερτέλειον και ανενδεή Θεόν.
8
Ο Θεός αποφασίσας να δημιουργήσει τον κόσμον ήχθη εις την απόφασιν του μόνο εξ αγάπης κινούμενος προς τον υπ’ αυτού μέλλοντα να δημιουργηθεί ο κόσμος. Τούτο συμφωνεί απολύτως και προς την τελειότητα της Θείας ουσίας εις την οποίαν δεν δυνάμεθα να αποδώσουμεν οποιαδήποτε ατέλειαν. Αποδιδόμενη η ατέλεια προς την Θείαν ουσίαν θεωρείται μίσος, φθόνος, κακία. Η αγάπη του Θεού εκδηλούμενη προς τα εκτός της Θείας ουσίας όντα είχεν ως μοναδικόν σκοπόν την Θείαν δόξαν. Ναι μεν δεν δυνάμεθα εκ πρώτης όψεως να διακρίνουμε έναν τοιούτον σκοπόν εν τη δημιουργία των όντων, ιδία εκείνων άτινα αντιτίθενται και εναντιούνται προς τον Θεόν.
Η Θεία όμως δημιουργία πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν ως όλον και ουχί ως επιμέρους όντα. Τότε δε μόνον δυνάμεθα κατά το δυνατόν να αναχθώμεν εις τον ύψιστον Θείον σκοπόν. Σκοπός της δημιουργίας είναι η δόξα του Θεού. Επιθυμούντες και επιδιώκοντες οι άνθρωποι την ιδίαν δόξαν οδηγούνται εις την άτοπον γνώμιν ότι ο σκοπός της υπό του Θεού δημιουργίας ήτοι η δόξα του θεού αποτελεί εγωιστικόν στοιχείον και επομένως τας ιδίας ατέλειας και ελλείψεις ανάγονται εις τον Θεόν θεωρών Αυτόν ιδιοτελώς σκεπτόμενον.
Η αναγωγή αυτή των ανθρώπινων ατελειών εις τον Θεόν αποτελούσα συνήθη κατάστασιν επικρατούσαν εις τας εθνικάς θρησκείας αποτελεί μυωπικήν αντίληψην και άγνοιαν της χριστιανικής Θεότητος μη δυνάμενη να γίνει αποδεκτή από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Εάν ο άνθρωπος απολαμβάνει και καρπούται μακαριότητος ιδία εν τω μέλλοντι κόσμω, τούτο οφείλεται εις την γειτνίασιν αυτού προς το Θείον. Όπερ μεταδίδει κατά χάριν και εις τα δημιουργήματα θείαν ευδαιμονίαν δεδομένου ότι πηγή και αρχή πάσης μακαριότητος είναι μόνον ο Θεός.
Δόξα Πατρός τω Θείω προβλήματι. Δόξα εξ’ ου ο άνθρωπος γέγονε.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια