top of page
Αναζήτηση

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 1 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 12 Ιαν 2022
  • διαβάστηκε 11 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 19 Ιαν 2022


ree

Ευχόμεθα σε όλους και όλες ότι σας εστέρησε το

2021 να σας το δώσει το 2022. Καλή χρονιά!


1


Πάντων των εν τη κτίση ως Θεός ενετείλω τον άνθρωπο κατεξουσιάζειν ουρανίων και των επί γης των υδάτων και των εν αυτοίς μόνον σε Θεόν τον τρισυπόστατον ως Κύριον δοξάζειν.

Στα έως τώρα αναρτηθέντα κείμενα της σελίδας, κάναμε μια αρκετά πλούσια παρουσίαση της Θεότητας, την σχέση των τριών Προσώπων μεταξύ τους και την σχέση του ανθρώπου μαζί τους.


Μιλήσαμε για την ίδρυση της Χριστιανικής Εκκλησίας, κατά κάποιο τρόπο μια παρουσία της Θείας Λειτουργίας και πως ο άνθρωπος μπορεί να επικοινωνήσει με τον Θεό. Μιλήσαμε για τους Ιερούς Κανόνες οι οποίοι εμπεριέχουν τις εντολές του Κυρίου μας Ιησού Χριστού προς τους Αγίους Αποστόλους για τον Ευαγγελισμό του κόσμου. Οι Άγιοι Απόστολοι τις εντολές αυτές τις μετέδωσαν στους Θείους Πατέρες υποδεικνύοντας τους πώς να λειτουργήσει όλο αυτό το σύστημα που ονομάζεται Εκκλησία. Ο Κύριος μας στην κύρια προσευχή του στον κήπο της Γεσθημανής είχε συγκεντρωθεί στο θέμα τι θα επακολουθούσε μετά την ανάληψη του εις τον ουρανό. Έδωσε μεγάλο βάρος στην ενότητα των ακολούθων του καθολικά σε όλο το Σώμα της Εκκλησίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι Ιεροί Κανόνες όπως λέγονται από την Εκκλησία είναι συμβουλές – οδηγίες πώς να εφαρμοστούν για να υπάρχει ευταξία, ενότητα για το οδοιπορικό του ανθρώπου προς τον Θεό. Ο Κύριος αφήνει να εννοηθεί ότι χωρίς ενότητα και χωρίς της σωστής τήρησης των όσων μας είπε δια των Ευαγγελίων, δεν θα φτάσουμε στον προορισμό μας.


Μιλήσαμε επίσης περιληπτικά περί διακονίας και ποιμαντικής που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα παιδαγωγικό σύστημα που βοηθάει τον άνθρωπο να έχει σωστή σχέση με τον Θεό αλλά να είναι και να έχει σωστή σχέση με τον συνάνθρωπο του. Μιλήσαμε επίσης για την ενορία που είναι το κύτταρο του σώματος της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τους Αγίους Αποστόλους και τους Θείους Πατέρες είναι το Σώμα του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό δίνουν στις εντολές τους νομικό χαρακτήρα, για να τονίζουν το απαραίτητο της πιστής εφαρμογής τους. Δίνοντας τους έναν τόνο αυστηρότητας <<καταραμένος όστις προσθέσει ή αφαιρέσει από το βιβλίο του Νόμου>>.


2


Σήμερα η ανυπακοή πολλών ιερωμένων είναι σπορ. Κόβουν και ράβουν στα μέτρα τους. Από το συγγραφικό έργο των Θείων Πατέρων βγαίνει το συμπέρασμα ότι αυτοί που τολμούν να κάνουν ανυπακοή στον δημιουργό της Εκκλησίας είναι χειρότεροι από αυτούς που τον Σταύρωσαν. Όλα τα προαναφερθέντα είναι η εικόνα της όλης δομής - λειτουργίας της Εκκλησίας, τι ωφελείται ο άνθρωπος τηρώντας όλα αυτά και τι χάνει αν τα αγνοήσει. Στην συνέχεια θα μιλήσουμε περί δογμάτων. Είναι μια πληρέστερη αναφορά στης διαφορές που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία έναντι των άλλων Χριστιανικών δοξασιών και των άλλων θρησκευμάτων.


Παρουσιάζοντας την ερμηνεία που δίνουν οι Θείοι Πατέρες ως προς την τήρηση όλων των προαναφερόμενων, πιστεύω ότι πάρα πολλά σημεία θα είναι πιο κατανοητά, θα είναι μια απάντηση σε πάρα πολλά ερωτήματα και απορίες. Σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι να ωφεληθούν οι εν Χριστώ Αδελφοί που δεν είχαν την ευκαιρία ή και την δυνατότητα να μελετήσουν τα ανωτέρω.

Γένοιτο Κύριε κατά το ρίμα σου ΑΜΗΝ.


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ


Στο παρόν κεφάλαιο θα παρέχονται τα στοιχεία των δογματικών διαφορών της ημετέρας Ορθοδόξου Εκκλησίας από της Δυτικής Προτεσταντικής και άλλων δοξασιών. Το θεωρώ αναγκαίο για τους πιστούς που θέλουν να γνωρίσουν την απαραχάρακτον και ανόθευτον δια μέσω των αιωνίων διαφυλαχθείσα ορθόδοξο αλήθεια ως σύγκριση προς τις άλλες δοξασίες, χωρίς βέβαια μιας πολεμικής διαθέσεως ή απολογητικής. Από άκρο σε άκρο ο πλανήτης μας κατακλύζεται από φυλλάδια, περιοδικά, βιβλία ελαφρού περιεχομένου. Η παρουσία της Ορθοδόξου πίστεως περί της μιας και μόνης αλήθειας και του αιωνίου και πραγματικού συμφέροντος του ανθρώπου την θεωρώ επιτακτική.


Ο άνθρωπος αποτελεί την υψηλοτέραν των αξιών, υψηλοτέρα όμως αυτής είναι η άναρχος και άπειρος προσωπική παρουσία, ο Θεός, από του οποίου έλαβε ύπαρξιν η αξία άνθρωπος. Αφού ο άνθρωπος ηθέλησε να ανεξαρτητοποιήσει εαυτόν, απώλεσε τον παράδεισο και τα λοιπά προνόμια. Δεχόμενος ο άνθρωπος τις συνέπειες της επιλογής του νοστάλγησε να επαναβρεθεί και πάλι στον παράδεισο. Ο Μέγας Δοτήρ των αγαθών ηβουλήθη να ανταποκριθεί στην ανθρώπινη νοσταλγία και να του δώσει και πάλι την μακαριότητα. Γι’ αυτό και έστειλε τον Μονογενή Υιόν του και Θεό για να διδάξει τον άνθρωπο τον τρόπο να επανέλθει και πάλι στον απολεσθέντα παράδεισο και εις την αρχέγονο μακαριότητα.


3


Ο όρος δόγμα εξ ου παράγεται, ο όρος δογματική προέρχεται εκ του ρήματος <<δοκώ>>. Νομίζω μου φαίνεται εχρησιμοποιήθη υπό των συγγραφέων ως την έννοια νόμου ψηφίσματος διαταγής αξιώματος και άλλα. Ο όρος δόγμα χρησιμοποιείται στην μετάφραση τον εβδομήκοντα της Παλαιάς Διαθήκης από την εβραϊκή στα ελληνικά στις αρχές της τελευταίας εκατονταετίας προ Χριστού ως δήλωση κυριαρχικής αποφάσεως της νομίμου αρχής και νόμων ή διαταγμάτων Βασιλικών (Δανιήλ 2-12-136 8-9 Εσθήρ 3.9). Με αυτήν την έννοια απαντάται και εν τη Καινή Διαθήκη παρά του Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκ. 2-1 Πραξ. 17-1). Εις τα Πράξεις απαντά το πρώτον ο όρος δόγμα εις δήλωσιν τω εν τη Αποστολική Σύνοδο ληφθεισών αποφάσεων που δύναντο να χαρακτηρισθούν ως εκκλησιαστικά ψηφίσματα <<Παραδίδουν αυτοίς φυλάσεντα τα δόγματα τα κεκρυμμένα υπό των Αποστόλων και των πρεσβυτέρων των εν Ιερουσαλήμ>> (Πράξ. 16.4).


Στην εκκλησιαστική φιλολογία και συγκεκριμένα εις τους Αποστολικούς Πατέρες ο όρος δόγμα απαντά εν τη έννοια της ηθικής διατάξεως ή αλήθειας της ρυθμιζούσης τον χριστιανικόν βίο. <<Σπουδάζετε βεβαιωθήναι εν τοις δόγμασι του Κυρίου και των Αποστόλων>> (Άγιος Ιγνάτιος). Βαρνάβα τρία ουν δόγματα εστί Κυρίου ελπίς, δικαιοσύνη, αγάπη. Κλήμεντος προς Κορινθίους <<Γή κυοφορούσα κατά το θέλημα αυτού τοις ιδίοις καιροίς την παμπληθή ανθρώποις τε και θηρσίν και πάσιν τοις ούσιν απ’ αυτής ζωής ανατέλλει τροφήν μη διχοστά τούσα μήδε αλλοιούσα των δεδογματισμένων υπ’ αυτού>>.


Ο ιδρυτής της δογματικής θεολογίας Ωριγένης καλεί τον Ιησού Χριστό <<εισηγητήν των κατά Χριστιανισμόν σωτήριον δογμάτων>> και <<εμφαίνει Θεόν αληθώς ενανθρωπίσαντα σωτηρίας δόγματα τοις ανθρώποις παραδεδωκέναι>>.


Από τον τέταρτον αιώνα ο όρος δόγμα δεν σημαίνει μόνο γνώμιν, δόξα ή διοίκηση, αλλά και κοινώς ως ορθήν παραδεδεγμένην και αμετάβλητον χριστιανικήν διδασκαλία. Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων χρησιμοποιεί τον όρον δόγμα εν τη έννοια της αυθεντικής θείας διδασκαλίας, διακρίνων συγχρόνως μεταξύ πιστευτέων και πρακτέων αλλά θεωρεί αναγκαίαν την συνύπαρξιν αμφότερων συναπτών αδιάσπαστος το εν μετά του άλλου. Λέγει ο Άγιος Κύριλλος <<ο της ευσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε δογμάτων ακριβείας και πράξεων αγαθών και ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόσδεκτα τω Θεώ ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ο Θεός>>. Την ανωτέρω άποψιν εκφράζει και ο Ιερός Χρυσόστομος διδάσκων ότι <<ουδέν γαρ όφελος ημίν εις σωτηρίαν δογμάτων υγειών διεφθαρμένης ημίν της ζωής>>.


4


Κατόπιν τούτου αναντιρρήτως μπορούμε να πούμε ότι η έννοια του όρου δόγμα περιλαμβάνει αφενός μεν τον στοιχείον της θείας καταγωγής ως αληθείας υπερφυσικώς αποκαλυφθείσης, αφετέρου δε το στοιχείον της αυθεντικότητας και υποχρεωτικότητας δια την σωτηρία παντός πιστού. Σύμφωνα με αυτά μπορούμε να ορίσουμε το δόγμα ως πάσαν αποκεκαλυμμένην θείαν αλήθειαν διδασκόμενη υπό της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως, είτε διατυπωθήσαν από την Εκκλησίαν εν Οικουμενικαίς Συνόδους, είτε εν τη Πράξη αυτής φερόμενης υπό σύμπασης της Εκκλησίας αναγνωριζόμενην.


Η Ορθόδοξος Χριστιανική έννοια του όρου δόγμα σύμφωνα και προς άλλους περί του αυτού θέματος συγγραφέων, κέκτειται διπλούν χαρακτήρα εσωτερικόν και εξωτερικόν. Τον εσωτερικόν χαρακτήρα συνιστά η από του Θεού προέλευσις του δόγματος και ως εκ τούτου αυθεντικότητος αυτού, ήτοι η κατ’ ουσία αρμονία του δόγματος προς τας πηγάς της θείας αποκαλύψεως. Τον δε εξωτερικόν η αυθεντική διατύπωσις αυτού υπό της Εκκλησίας εν Οικουμενικαίς Συνόδους ως και η μαρτυρία περί του αλάθητου και έτερων δογματικών αληθειών. Των επισήμως διατυπωθεισών και αναγνωρισθεισών ως αυθεντικών και υποχρεωτικών δια την πίστη. Υπάρχουν και άλλες διδασκαλίες υπό εννοιών ατόμων που έχουν διατυπωθεί που δεν έχουν αυθεντικόν και υποχρεωτικόν χαρακτήρα ως το δόγμα. Δεν παραβλάπτουν τούτο ούτε έρχονται εις σύγκρουση ή αντίφαση προς τα υπό της Εκκλησίας διδασκόμενα. Δύνανται δε αυτά να παράγουν την έρευναν μιας δογματική αλήθειας και συνεπώς είναι χρήσιμοι δια τον θεραπεύοντα της Θεολογίας. Αι διδασκαλίαι αυταί καλούνται θεολογικαί γνώμαι ή θεολογούμενα.


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ


Η θεολογία ως λόγος περί Θεού στηρίζεται επί της προϋποθέσεως ότι ο Θεός απευθύνεται δια του λόγου Του εις τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος δύναται να ομιλήσει περί του Θεού μόνο τότε όταν προηγουμένως ομιλήσει ο Θεός προς τον άνθρωπο. Τούτο οφείλεται εις το γεγονός ότι ο άνθρωπος ως πεπερασμένη ύπαρξις δεν δύναται να αναχθεί εις την έννοια του απείρου Θεού και να ομιλήσει περί Εκείνου εφόσον η άπειρος ουσία δεν ομιλήσει πρώτη εις τον πεπερασμένον άνθρωπον.


5


Ο λόγος κατά ταύτα του Θεού προς τον άνθρωπον αποτελεί μιαν ανακοίνωση δια της οποίας ο Θεός αποκαλύπτει εαυτόν και προσκαλεί τον άνθρωπο. Όποιος δεχθεί το περιεχόμενο της Θείας ταύτης ανακοίνωσης. Η Θεία αυτή αποκάλυψις προέρχεται εκ του ομιλούντος Θεού και απευθύνεται προς τον ακούοντα άνθρωπον. Ο ομιλών και ο ακούων αποτελούν μιαν ενότητα. Ταυτοχρόνως ο λόγος του Θεού προσκαλεί τον άνθρωπον εις απάντησην. Η απάντησις αυτή του ανθρώπου προς τον Θεόν συνιστά τον λόγον του ανθρώπου περί του Θεού. Το ότι ομιλεί ο άνθρωπος περί του Θεού, τούτο ακριβώς αποτελεί την απάντησιν του ανθρώπου εις τον μυστηριωδώς αποκαλυπτόμενον υπό του Θεού λόγον.


Η ακρόασις του Θεού Λόγου και η απάντησις εις τούτον υπό του ανθρώπου αποτελεί Θείαν και ανθρώπινη πράξιν συγχρόνως. Εάν ο άνθρωπος δεν ανοίξει τα ώτα της καρδιάς του <<ώστε να φωτιστούν οι οφθαλμοί του νοός σας εις το να γνωρίσετε ποια είναι η ελπίς της προσκλήσεως αυτού καίτις ο πλούτος της δόξης της κληρονομίας αυτού εις τους αγίους>> (Εφες. 18). Αν ο άνθρωπος δεν ακούσει τον Θείον Λόγον τότε δεν δυνάμεθα να ομιλούμε περί διαλόγου Θεού και ανθρώπου. Ο διάλογος αυτός ή πρόκληση του απείρου και η απάντησις του πεπερασμένου αποτελεί την προϋπόθεση της Θεολογίας. Ο μη δεχόμενος την πρόσκλησιν του Θεού και μη επιθυμών να ακροασθεί του Θείου Λόγου, δεν δύναται κατά συνέπεια να ομιλεί περί Θεού. Αυτή η έννοια της Θεολογίας, έννοια κατ’ εξοχίν Χριστιανική δεν δίνει απάντηση σε κάποιες κατηγορίες συγγραφέων.


Ο όρος Θεολογία παρά Όμηρο και Ισίδωρο εταυτίζετο μετά του όρου Θεογονία αναφερόμενου εις την αρχήν και γένεσιν του κόσμου. Εις τον εθνικόν Ελληνορωμαικόν κόσμον θεολόγοι ονομάζοντο οι ποιηταί και οι φιλόσοφοι οι οποίοι ηρμήνευον την γέννεσιν του κόσμου μυθολογικώς. Ο τελειωτής της κλασικής φιλοσοφίας Αριστοτέλης, την θεωρητική φιλοσοφία την διακρίνει σε τρία μέρη, μαθηματικά, φυσική και Θεολογία. Ο Ορφεύς, ο Όμηρος και ο Ησίοδος και άλλοι σοφοί της εποχής εκείνης καλούνται υπό του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως θεολόγοι διότι κατά την γνώμη του ήντλησαν την σοφίαν των από την Παλαιά Διαθήκη. Ο δε κορυφαίος των Αλεξανδρινών θεολόγων Ωριγένης διδάσκει ότι θεολογία είναι η περί Θείων πραγμάτων διδασκαλία σε αντίθεση προς τον Κλήμεντα Αλεξανδρείας που λέγει θεολογία είναι η γνώσις των Θείων πραγμάτων. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος υπό την λέξιν θεολογία εννοεί κυρίως την διδασκαλία περί του Θεού λόγου. Κατά τον Μέγα Αθανάσιο θεολογία είναι η περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία ως επίσης κατά τον Μέγα Βασίλειο η περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία και Γρηγορίου Ναζιανζηνού, η περί Αγίας Τριάδος και Θείας Οικονομίας διδασκαλία. Τέλος υπάρχουν πολλές διαφορετικές διατυπώσεις αλλά επί της ουσίας λένε όλες το ίδιο.


Εκείνο που έχει σημασία για εμάς και στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε είναι η Θεία Αποκάλυψη. Παν ότι ο Θεός θέλησε να φανερώσει εις τους ανθρώπους την ύπαρξιν Του και τας Βουλάς Αυτού. Η αποκάλυψις αυτή η στερούμενη πάσης ανθρώπινης νοήσεως ούδε αποτελούσα κατασκεύασμα του ανθρωπίνου πνεύματος. Υπό την επήρεια την παρουσίας του ανωτάτου όντος προέρχεται απευθείας εξ του Θεού. Ο άνθρωπος είναι απλώς δημιούργημα του Θεού σύμφωνα με ότι αποκαλύπτει ο Θεός. Όσο και αν το ανθρώπινον πνεύμα υφίσταται την επήρειαν της ανωτάτης παρουσίας, δεν δύναται να λεχθεί ότι ένεκα της επιρροής ταύτης οδηγήθει εις την γνώσιν της Θείας Αποκαλύψεως καθότι όπως ελέχθη προέρχεται αμέσως εκ του Θεού.


6


Ο Θεός απεκαλύφθη εις τον άνθρωπον κατά δύο τρόπους χωρίς να σημαίνει τούτο ότι μεταξύ των δεν υπάρχει σχέσις και μάλιστα στενή. Οι δύο τρόποι της αποκαλύψεως του Θεού είναι α) ο δια της δημιουργίας και β) ο δια της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού. Στην αποκάλυψη αυτές δύναται να περιληφθεί και η γενόμενη προπαρασκευή του ανθρωπίνου γένους δια των ιερών προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης και των σοφών του προχριστιανικού κόσμου. <<Ήτο το φως το αληθινόν το οποίον φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον>> (Ιωάνν 9-9). Η αποκάλυψις η γενόμενη μέσω της δημιουργίας καλείται φυσική αποκάλυψις. Η δε ετέρα δια του Υιού υπερφυσική.


Η φυσική αποκάλυψις αρχαιότερα της υπερφυσικής φαίνεται τόσον εν τη δημιουργία και κυβέρνηση του κόσμου, όσον και εν τη συνείδηση του ανθρώπου που αποτελεί την έμμεσον του Θεού αποκάλυψιν. Την φυσικήν αποκάλυψιν διδάσκει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους επιστολή 1, 18-20 <<αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αληθείαν εν αδικία κατεχόντων διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν εστίν εν αυτοίς ο Θεός γαρ αυτοίς εφανέρωσεν. Το γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται η τε αϊδίως αυτού δύναμις και θειότις>>. Στην ίδια επιστολή στο 2.14 γράφει <<όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιώσιν αυτοί νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισί νόμος οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών συμαρτυρούσης της συνειδήσεως αυτών>>.


Ζώντας ο άνθρωπος εν τω κόσμω προσπαθεί να κατανοήσει το περιβάλλον σύμπαν που τον περιβάλει αλλά και τον εαυτόν του. Δεδομένου ότι η ύπαρξις του κόσμου και του ανθρώπου αποτελούν την έμμεσον πρόσκλησιν του Θεού προς τον άνθρωπο, η δια της αναγωγής του κόσμου και του ανθρώπου εις τον Θεόν εξαρτάται από την απάντηση του ανθρώπου εις την πρόσκλησιν του Θεού. Ο λόγος του Θεού προς τον άνθρωπον αλλά και εις ολόκληρον την δημιουργίαν αποκαλύπτει την δημιουργόν δύναμιν, το κάλλος, την αίγλην και την μεγαλειότητα του Θεού. Καθότι ο υλικός κόσμος αποτελεί εικόνα και φανέρωση της θεότητος <<διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν εστίν εν αυτοίς>> (Ρωμ. 1.19).


Ο άνθρωπος δεν δύναται δια των ιδίων αυτού δυνάμεων να αναγάγει εαυτόν και τον κόσμον εις τον Θεόν, διότι τόσον η ύπαρξις της υλικής δημιουργίας όσον και η πνευματική δύναμις του ανθρώπου δια την αναγωγή των εις τον Θεόν αποτελούν θεία δώρα. Η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου προς κατανόησιν εαυτού και του κόσμου και αναγωγίν τούτων εις τον Θεόν είναι περιορισμένη και μόνον εάν ο Θεός καταυγάσει τον ανθρώπινον λόγον δια του Θείου φωτός ικανούται ούτος προς την πνευματικήν ταύτην ενέργειαν.


7


Δια της φυσικής αποκαλύψεως ο άνθρωπος δεν δύναται να γνωρίσει τον Θεόν. Ως κατορθώνει τούτο δια της υπερφυσικής. Διότι αι δυνατότητες τούτου λόγω της αμαρτίας εξησθένησαν και η δύναμις της οράσεως του ανθρώπινου λόγου επεσκοτίσθη και καθίσταται αδύνατος η γνώση του Θεού. Πλην όμως η σπουδαιότις της φυσικής αποκαλύψεως είναι μεγάλη. Συμβάλει δε αυτή σοβαρώς εις την διείσδυσιν του ανθρώπινου νου εις τον θείον λόγον και υποβοηθεί το έργον της υπερφυσικής αποκαλύψεως όπου και παρέχεται πληρέστερα η γνώσις του Θεού.


Η φυσική αποκάλυψις αποτελεί την βάσην και την προϋπόθεσιν δια την υπερφυσικήν θείαν αποκάλυψιν. Άνευ της οποίας ο άνθρωπος λόγω της πτώσεως δια θα ηδύνατο να επανασυνδέσει την μετά του Θεού επικοινωνία του. Ότι όμως δεν δύναται ο ανθρώπινος λόγος να επιτύχει ήτοι την γνώση του Θεού δια της φυσικής αποκαλύψεως λόγω ανθρώπινης αδυναμίας εκ της αμαρτολότητας. Δια της Θείας Χάρης εδόθη η αποκαλυφθείσα Θεία Αλήθεια δια της υπερφυσικής Θείας αποκαλύψεως.


Η υπερφυσική Θεία Αποκάλυψις είναι η άμεσος ενέργεια του Θεού που φανερώνει εις τους ανθρώπους την ύπαρξιν Του, την ουσίαν και το θέλημα Του. Ενώ εν τη φυσική αποκάλυψη εμμέσως εν τη δημιουργία αποκαλύπτεται ο Θεός εις τον άνθρωπο. Εν τη υπερφυσική άμεσα και πλήρως απεκάλυψε ο Θεός Εαυτόν και τας βουλάς Του δι ενός πλέον καταληπτού τρόπου. Ο τρόπος της αυτοαποκαλύψεως του Θεού εάν δεν ήτο συνδεδεμένος με τας εν τη δημιουργία μορφάς δεν θα ήτο κατανοητός εις τον άνθρωπο.


Οι μορφαί που ο Θεός αυτοαποκαλύπτεται προσλαμβάνουν νέο περιεχόμενο το οποίον δεν υπάρχει εν τη δημιουργία. Εάν ο Κύριος ονόμασε Εαυτόν οδόν δι ης δύναται να έλθει προς τον Πατέρα (Ιωάν. 14-6), εχρησιμοποίησε μορφήν υπάρχουσα εν τη δημιουργία. Προσέδωκεν εν αυτήν πνευματικόν και υπερφυσικό χαρακτήρα και νόημα. Η υπερφυσική αποκάλυψις περιλαμβάνει παν ότι ο Θεός απεκάλυψε δι’ ανθρώπων εκλεκτών που εχρησιμοποίησε ως όργανα γνωστοποιήσεως των βουλών του. Αρχής γενομένης εκ του γενάρχου Αδάμ μέχρι και του Ιησού Χριστού που η αυτοαποκάλυψις του εν Τριάδι Θεού εις τον άνθρωπον τελειωθείσα ετερματίσθη. Η αυτοαποκάλυψις της θεότητος κατ’ εξοχήν και κυρίως εγένετο δια του Αγίου Πνεύματος χωρίς τούτο βεβαίως να σημαίνει ότι δεν μετείχον και τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Όπως μαρτυρεί η Αγία Γραφή (Α’ Κορ. 2-10) <<Ημίν γαρ απεκάλυψεν ο Θεός δια του Πνεύματος το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού ημείς ημείς δε ούτο πνεύμα του κόσμου ελάβομεν αλλά το πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ίδωμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν>>.


8


Η υπερφυσική αποκάλυψις αρξάμενη από του πρώτου ανθρώπου και ακολουθούσα την ιστορική πορείαν της ανθρωπότητος δεν παρουσιάζει κενά και διακοπές, είναι συνεχής και αδιάλειπτος. Η υπερφυσική αποκάλυψις ακολουθεί ανοδική πορεία βαίνουσα εκ των ατελέστερων προς τα τελειότερα τελειούται δε και κατακλείεται εν τη Καινή Διαθήκη. Αι πρότερον αποκαλυφθείσαι αλήθειαι απετέλεσαν την βάσην και το θεμέλιον που εστηρίχθησαν αι ύστερον φανερωθείσαι αλήθειαι. Αι πρώται ως βάση και θεμέλιον των μετέπειτα αποτελούν την προϋπόθεσιν της κατανοήσεως των νεότερων αληθειών αποκαλυπτόμενων άνευ των οποίων δεν θα εκαθίσταντο νοηταί. Άνει του νόμου του Μωυσέως και της διδασκαλίας των Προφητών ως και του άκρως αφυπνιστικού κηρύγματος εις το μεταίχμιο Παλαιάς και Καινής Διαθήκης Ιωάννου του Προδρόμου θα ήτο αδύνατον να κατανοηθεί η αλήθεια της Καινής Διαθήκης. Η Παλαιά Διαθήκη άλλωστε κατά τον Απόστολον Παύλο εγένετο <<παιδαγωγός εις Χριστόν (Γαλ. 3-24), όστις κατά την διακύρηξιν του Ιησού <<ούκ ήλθε καταλύσαι τον Νόμον ή τους Προφήτας αλλά πληρώσαι>> (Ματθ. 5-17).


Ο Θεός απεκαλύφθη εν τω Πρόσωπο του Ιησού Χριστού όστις είναι η <<αυτοαλήθεια>> (Ιωάν.14-6), ο μοναδικός διδάσκαλος και καθηγητής (Ματθ. 23-8-10), ο μόνος εοράκως τον Θεόν (Ιωάν 1-18) όστις κατέστησε γνωστά εις τον κόσμον πάντα όσα ήκουσε παρά του Πατρός (Ιωάν. 15-15) εν τω οποίω <<Επ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν>> (Εβρ. 1-2). Την υπεροχήν της εν Χριστώ αποκαλύψεως έναντι της εν τη Παλαιά Διαθήκης γενομένης βεβαιεί το χωρίον Ιωάννου 1-16-17 <<Ότι εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν και χάριν αντί χάριτος ότι ο νόμος δια Μωησέως εδόθη η χάρις και η αλήθεια δια του Ιησού Χριστού εγένετο>>.


Δόξα τω τα πάντα καλώς ετοιμάσαντι. Δόξα τω τα ζώα βροτίς χορηγήσαντι.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page