ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΕΙΜΕΝΟ 5
- vlaxosalexandros20
- 8 Δεκ 2023
- διαβάστηκε 5 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 27 Ιαν 2024

1
Αγαπητοί αδελφές και αδελφοί ανάμεσα στα σημαντικά γεγονότα του τέταρτου αιώνα συγκαταλέγεται και η εμφάνιση του Μοναχισμού ως βασικού παράγοντα της Εκκλησιαστικής ζωής και η οργάνωση του. Κατά την εκτίμηση του Καθηγητού Βλασίου Φειδά, ο Μοναχισμός είναι ώριμος καρπός του γενικότερου ασκητικού ιδεώδους της Χριστιανικής διδασκαλίας, το οποίο εκφράσθηκε στους τρεις πρώτους αιώνες με τις ενθουσιαστικές τάσεις και τις ποικίλες μορφές ασκητικής πνευματικότητας των Χριστιανών. Οι ασκητικές τάσεις είχαν πάντα τον χαρακτήρα μιας μορφής αντιθέσεως προς τις τάσεις χαλαρώσεως του ηθικού βίου των Χριστιανών και συνέδεε τα πνευματικά αγωνίσματα, με την υποταγή του σαρκικού ή και του κοσμικού φρονήματος. [Παρθενία, εγκράτεια, προσευχή, νηστεία, μετάνοια, και άλλα]. Ο Μοναχισμός, με τις ασκητικές πρακτικές του και την πιστότητα του στο «ενός εστί χρεία Λουκά 10-42», εκφράζει αυθεντικά τη χριστιανική συνέπεια και διασφαλίζει τη συνέχεια της αυθεντικής πνευματικής ζωής ως τρόπο ζωής, αποκατάστασης της ανθρώπινης υπάρξεως στην κοινωνία του Θεού [επιστροφή στο κατά εικόνα] και πορεία προς την Θείωση «Πραγμάτωση του καθ' ομοίωσίν». Τον μοναδικό ιστορικό και μετα-ιστορικό προορισμό του ανθρώπου, κατά την Χριστιανική πίστη. Στην κοινοβιακή μορφή του, ο Μοναχισμός θεωρούσε τον εαυτό του ως πραγμάτωση της ιδανικής Εκκλησίας και επιστροφής στην αρχαία χριστιανική κοινότητα. Ο Μοναχισμός παρουσιάζεται ως συνέχεια της καινής Διαθήκης, για την χριστιανική του μορφή. Ο Μοναχισμός δεν έφερε κάτι το ουσιαστικά καινούργιο στην Εκκλησία, αποτελούσε όμως μια νέα έκφραση μέσα στις απαιτήσεις των περιστάσεων του εσχατολογικού πνεύματος του χριστιανισμού, πού τόσο έντονα ζούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, και την ενσάρκωση του όποιου αποτελούσε το μαρτύριο. Ο μοναχισμός διασώζει την εσχατολογική συνείδηση, αποκρούοντας την εκκοσμίκευση του λαού του θεού. Όταν θα κατανοηθεί αυτό στη βυζαντινή ρωμαϊκή κοινωνία, κυρίως με το τέλος της εικονομαχίας [Όγδοος και ένατος αιώνας], ο μοναχισμός θα αποκτήσει τον πνευματικό έλεγχο σύνολης της Εκκλησιαστικής ζωής. Η επίδραση του Μοναχισμού στους τύπους και τις μορφές της λατρείας υπήρξε καθοριστική. Βεβαία συχνά στη διαχρονικότητα κατά διαστήματα αποδιδόταν στον Μοναχισμό ένα είδος λειτουργικής Θεολογίας και αντίληψης περί λατρείας που πότε στην πράξη δεν είχε. Σε σημείο που να θεωρείται ότι ο Μοναχισμός, επιχειρούσε την παρουσίαση ενός νέου τύπου λατρείας, ανατρέποντας το προηγούμενο. Πρόκειται για λανθασμένη ιστορική αναφορά διότι δεν υπήρχε ποτέ στο Μοναχισμό διαφοροποίηση από τον κορμό της Εκκλησίας.
2
Στο μόνο που αντιδρούσε έως τα προηγούμενα χρόνια ήταν ο συσχετισμός της Εκκλησίας με τον κόσμο. Σώζοντας έτσι την εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην προσευχή μεταβάλλοντας μέσω της «Ευχής Κύριε Ιησού Χριστέ υιέ Θεού του ζώντος ελέησον με» όλη τη ζωή σε προσευχή «Α, Κορίνθιους 10-13 Εφεστίους 6-18». Η Προσευχή είχε γίνει στον Μοναχισμό μοναδικός σκοπός και περιεχόμενο ζωής, ότι δηλαδή ίσχυε από την αρχή ως κανόνας ζωής για την Εκκλησία και έκανε την Τάξη της Εκκλησίας σε ατομικό ασκητικό κανόνα. Μέσα σε αυτό το κλήμα παρατηρείται το εξής περίεργο, η λειτουργική ευσέβεια του χριστιανικού κόσμου [δεν λέμε της Εκκλησίας] δεν επηρεάσθηκε μόνο από την μυστηριολογική συνείδηση της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας [εξωτερικά], αλλά και από τον Μοναχισμό [εσωτερικά]. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για ατομικιστική ασκητική αλλαγή και όχι μυστηριολογική, έτσι δεν αλλάζει, πάλι η Τάξη η ή λατρεία, αλλά ως ένα βαθμό ο τρόπος κατανοήσεως της. Βέβαια η συγκατάμειξη ασκητικής και μυστηριολογική ευσέβειας, αποδείχθηκε τελικά αναπόφευκτη. Η μυστηριολογική ευσέβεια εμβολιάσθηκε με την ασκητική άλλα και η ασκητική, απορρόφησε το μυστηριολογικό στοιχείο. Ο Μοναχισμός αποδείχθηκε το πιο συμπαγές και αδιάρρηκτο τμήμα του Εκκλησιαστικού σώματος που σώζει σταθερά την ιστορική συνέχεια του και την αυθεντικότητα της εν Χριστώ πνευματικότητας. Η ιστορία του τυπικού μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους, στην πρώτη περίοδο παρατηρείται παράλληλη ανάπτυξη μοναστικού και ενοριακού [κοσμικού] τύπου με μια προοδευτική σύγκλιση, αλληλεπίδραση και συγχώνευση. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε τον ένατο αιώνα με το τέλος της Εικονομαχίας και τη νίκη του Μοναχισμού. Η δεύτερη περίοδος μάλιστα είναι κίνηση προς μια ολοκληρωμένη σύνθεση, με συγκρούσεις και αλληλεπιδράσεις των διαφόρων παραλλαγών.
Μιλώντας για την Εικονομαχία και την νίκη του Μονισμού, μετά τον τέταρτο αιώνα ο Μοναχισμός επιστρέφει βαθμιαία σε μια καθολική αποδοχή διότι διασώζει τη γνησιότητα της χριστιανικής υπάρξεως. Το πνεύμα του Μοναχισμού θα διαποτίζει στο έξης τη συνείδηση όλου του εκκλησιαστικού σώματος. Η μοναχική ζωή αποβαίνει το πρότυπο της χριστιανικής ζωής. Τα μοναστήρια εισδύουν στα αστικά κέντρα το 586. Στην επαρχία της Κωνσταντινουπόλεως είχαν ιδρυθεί 88 ανδρικά μοναστήρια και άλλα 40 στην επαρχία Χαλκηδόνας, εξαπλώνοντας τη δράση τους σε όλους τους επαρχιακούς χώρους. Η αίσθηση της ανάγκης πνευματικής ζωής και άσκησης για κάθαρση των πιστών, προσέδωσε στα Μοναστήρια μια μεγάλη σημασία. Πιο πριν χρονικά οι πιστοί της ασκήσεως κατέφευγαν στην έρημο, τώρα η έρημος εγκαθίσταται στα αστικά κέντρα. Το κάθε μοναστήρι λειτουργούσε ως ιατρείο των ψυχών και όχι μόνο, αλλά σε κάθε πρόβλημα, όχι μόνο για τους μοναχούς άλλα και πλήθος λαϊκών πιστών που κατάφευγε σε αυτά. Η σχέση του λαού με τα Μοναστήρια εθεωρείτο αναγκαία, διότι εκεί υπήρχε αυθεντική πνευματική καθοδήγηση.
3
Συνείδηση καθολική ως πριν από μερικά χρόνια ήταν ότι τα μοναστήρια διέσωζαν το γνήσιο εκκλησιαστικό Πνεύμα. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι σε πολύ κρίσιμες στιγμές, Πνευματικοί ηγέτες του Ορθόδοξου λαού δεν ήταν οι Επίσκοποι και οι Πατριάρχες όπως και σήμερα, άλλα μερικοί γέροντες και ασκητές. Έτσι ο Μοναχισμός ασκεί επιρροή στην κοσμική ενορία, εσυντελείτο μια σχέση αλληλοπεριχώρησης κοσμικής και μοναστικής ενορίας. Η μοναστική Τάξη λατρείας γίνεται εκκλησιαστική, σημαντικό ρόλο σε αύτη την κίνηση έπαιξε η Εικονομαχία, που ήταν εικονοκλαστική αλλά και μοναχοκλαστική. Το 843 [Κυριακή της Ορθοδοξίας] νικά ο Μοναχισμός και μέσω αυτού η Ορθοδοξία. Με βάση τις προηγούμενες εξελίξεις η λατρεία κατακτά κεντρική θέση στη ζωή των μοναχών και ο Μοναχισμός καλλιεργεί δομικά είδη της λατρείας την υμνογραφία και τη μουσική. Η διαδικασία αυτή εντείνεται από τον ένατο αιώνα που ο Μοναχισμός πρωτοστατεί και μέσω αυτού δημιουργείται αυτό που έχουμε αναφερθεί στα προηγούμενα τη «Βυζαντινή σύνθεση». Στο υπόβαθρο της «συνθέσεως» αυτής διακρίνονται αν μου επιτρέπεται ο ορισμός τρία στρώματα:
1. Η Τάξη που στηρίζεται στα Ιουδαίο-χριστιανικά θεμέλια της χριστιανικής λατρείας,
2. Τα στοιχεία της κοσμικής ενοριακής λατρείας και της λειτουργικής ευσέβειας της μετά τον Μ. Κωσταντίνο και
3. Το μοναχικό στρώμα, τα στοιχεία της μοναστικής ενορίας
Δύσκολο να προσδιοριστεί ο σαφής προσδιορισμός των ορίων των διαφόρων στρωμάτων, και της σχέσης τους στην τελική σύνθεση τους. Κοινό και μόνιμο στοιχείο σε όλη την εξέλιξη αυτή, είναι το βιβλικό {βιβλικά αναγνώσματα σε καθημερινή χρήση των ψαλμών, βιβλική τροφοδότηση της υμνογραφίας και άλλα}.
Ο μοναχισμός επηρέασε τις εξελίξεις στο χώρο της λατρείας, και μάλιστα προς δύο κατευθύνσεις, είτε συντελώντας στη συντήρηση βασικών στοιχείων της παραδόσεως, είτε προκαλώντας νέες εξελίξεις. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε κάπως εγγύτερα το τρίτο στρώμα της Τάξης, την μοναστική δηλαδή προσφορά στην τελική λειτουργική σύνθεση. Στα ακόλουθα στοιχεία συναντάμε, τον ατομικό ασκητικό κανόνα, με βασικότερο στοιχείο τη συνεχόμενη ψαλμωδία του ψαλτηρίου. Αυτό σήμαινε πέρασμα σε ένα άλλο ήθος, δηλωτικό, τη συντριβή και υποταγή στο Θεό.
Η αρχαία λατρεία ήταν επιβλητική αφού θέμα της ήταν η βασιλεία του Θεού. Ο Μοναχισμός βλέπει τη λατρεία ως ασκητική πρακτική, μόνιμο πνευματικό αγώνα και προσπάθεια της ανάνοηματοδότηση της νηστείας στη θεωρία και την πράξη, ο κανόνας της νηστείας συνδέθηκε με τον ατομικό κανόνα. Ο Μοναχισμός, με αγώνες και σε δύσκολες χρονικά καταστάσεις αναπλήρωσε το ηγετικό καινό που υπήρχε από την Ιερατική ηγεσία. Διατήρησε ζωντανή την εσχατολογική εγρήγορση διατηρώντας στην επιφάνεια τη μνήμη του Θανάτου, που του έδινε μορφή Μαρτυρίου. Η παρέμβαση του Μοναχισμού οδήγησε στο πνεύμα της αρχαίας Εκκλησίας. Τελικά στην εκκλησιαστική λειτουργική πράξη επικρατήσαν τα Τυπικά δύο μεγάλων μοναστικών κέντρων. Της Μονής Στουδίου, στην Κωνσταντινούπολη, και του Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης. Σύνθεση άλλωστε της Τάξης στα δύο αυτά κέντρα πραγματοποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε. Η Ιεροσολιμιτική όμως Τάξη αναγνωρίζεται ως το θεμέλιο της Κωνσταντινοπολίτικης Τάξης, κάποιες μεταγενέστερες συμβολές είναι μικρότερης σημασίας, έτσι συγκροτήθηκε η Τάξη της Εκκλησίας, που τελικά δεν είναι ενιαία, αλλά εκφράζεται βασικά με τις δύο αυτές βασικές εκφράσεις . Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Τάξη χωρίς να απολειτοποιείται ποτέ, εκφράζει μόνιμα τον κανόνα πίστεως της Εκκλησίας. Το δόγμα, την πίστη της που ψάλλεται συνεχώς από το λαό της, καθημερινό άκουσμα και λάλημα, τραγούδι εξομολογητικό και ευχαριστιακό του εκκλησιαστικού σώματος.
Στο επόμενο η συνέχεια.
Σχόλια