ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΕΙΜΕΝΟ 23
- vlaxosalexandros20
- 17 Μαΐ 2024
- διαβάστηκε 6 λεπτά

1
Αγαπητοί μου Αδελφές και Αδελφοί Χριστός Ανέστη.
Μετά από τις αγίες ευλογημένες ημέρες Του Πάσχα επανερχόμεθα στη σειρά μας.
Θα ασχοληθούμε με την πνευματική διάσταση των ακολουθιών από αρχής Τριωδίου έως την Ανάσταση Του Κυρίου και την αποδοχή των δωρεών του δια του αγίου βαπτίσματος που θεωρείται το διαβατήριο για την αιωνιότητα.
Η περίοδος του Τριωδίου ως πορεία προς το Πάσχα σπονδυλώνεται, όπως το ανθρώπινο σώμα, έτσι μπορούν να θεωρηθούν οι τέσσερις πρώτες εβδομάδες. Το διάστημα της μεγάλης Τεσσαρακοστής με κεφαλή τη μεγάλη εβδομάδα. Το λειτουργικό και εορτολογικό περιεχόμενο των εβδομάδων αυτών, που έχουν ένα πνευματικό εσωτερικό σύνδεσμο μεταξύ τους, φανερώνει και το σκοπό όλης αυτής της περιόδου την δια της μετάνοιας, με όλες τις πρακτικές της (νηστεία, εγκράτεια ταπείνωση). Κάθαρση του πιστού για την πνευματική πορεία του προς την «εορτή των εορτών, την Ανάσταση».
Από τα πολλά σχετικά υμνογραφικά δείγματα παραθέτουμε το κοντάκιο της Κυριακής Τελώ νου και φαρισαίου « Στεναγμούς προσοίσωμεν τελωνιακός τω κύριο και αυτώ προσπέσομε αμαρτωλοί τω Δεσπότη θέλει γαρ την σωτηρίαν πάντων ανθρώπων άφεση παρέχει πάση τοις μετανοούσει».
Το Θεολογικό θέμα των τεσσάρων πρώτων Κυριακών είναι η μετάνοια, το Δοξαστικό των Αίνων της Κυριακής της Τυρίνης « Προ κάθαρω μεν εαυτούς αδελφοί τη βασιλίδα των αρετών τη νηστεία, ιδού γαρ παραγέγονε, πλούτο ημίν αγαθών κομίζουσα των παθών κατευνάζει τα οιδήματα και τω Δεσπότη καταλλάτει τους πταίσαντας». Οι προϋποθέσεις και η δυναμική της, η Κυριακή του Τελώ νου και φαρισαίου, τοποθετεί τον πιστό ανάμεσα στο άνοιγμα της καρδιάς στη χάρη και στην απόρριψη της στάσεις που ενσαρκώνεται στα δύο αυτά πρόσωπα της Ευαγγελικής περικοπής. Η Κυριακή του Ασώτου βεβαιώνει το δυνατόν της σωτηρίας έστω και αν φθάσει ο άνθρωπος στα έσχατα όρια της αποστασίας. Διότι υπάρχει το σταθερό και αμετακίνητο σημείο αναφοράς, ο Πατέρας που αναμένει τον Άσωτο .
« ως το επιστρέψει και ζην αυτόν» την Κυριακή της Απόκρεως με την ευαγγελική περικοπή της κρίσεως ( Ματθαίου 25 -31) υπενθυμίζεται ότι ο Χριστός είναι το τέλος της ιστορίας όχι μόνο ως Σωτήρας άλλα και ως κριτής όλου του Κόσμου «ζώντων και τεθνεώτων ». Ενισχύεται όμως έτσι ιδιαίτερα η σημασία της μετάνοιας, διότι ο Χριστός προβάλλεται ως παράδεισος ή ως Κόλαση για τον άνθρωπο. Όσοι ανταποκρίθηκαν στη λυτρωτική του κλήση μέσα σε αυτήν τη ζωή θα Τον βλέπουν αιώνια ως « θειότατον φως». Οι αμετανόητοι θα τον βλέπουν ως « πυρ καταναλίσκω Εβρέους-11-29 » .
Την Κυριακή της Τυρίνης ζούμε λειτουργικά το γεγονός της πτώσεως και εξώσεως από τον Παράδεισο, χωρισμού του ανθρώπου από τη Θεϊκή χάρη, που υπογραμμίζει την ανάγκη της πνευματικής ζωής, αφού από τον εσπερινό αυτής της ημέρας αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ως περίοδο συντομότερου πνευματικού αγώνα, που σφραγίζεται με μια σημαντική πράξη την καταλλαγή των μελών της ενορίας προς αλλήλους, κληρικών και λαϊκών στο τέλος του πρώτου κατανυκτικού εσπερινού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Οι Κυριακές και μαζί και οι εβδομάδες της μεγάλης Τεσσαρακοστής έχουν λάβει ιστορικά ειδική ονομασία συνδεόμενες με ιστορικές μνήμες ενισχυτικές του πνευματικού αγώνα.
Η Α’ Κυριακή ονομάσθηκε Κυριακή της ορθοδοξίας για τη νίκη της ορθοδόξου πίστεως πάνω στην αίρεση (το έτος -11-3-843) και τη διάσωση του τρόπου υπάρξεως που μπορεί να οδηγήσει στη Θέωση.
Η Β’ Κυριακή αφιερωμένη από τον δέκατο τέταρτο αιώνα στη μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, νοείται ως εορτολογική προέκταση της Κυριακής της ορθοδοξίας απέναντι στη δυτική παραχάραξη της, όπως φανερώθηκε στο πρόσωπο του Καλάβρου Βαρλαάμ. Στο μέσο ακριβώς της Σαρακοστής.
2
Η Γ΄ Κυριακή Σταυροπροσκυνήσεως, υψώνεται ο Τίμιος Σταυρός, το νικηφόρο τρόπαιο της Εκκλησίας, όπλο ειρήνης κατά των δαιμονικών δυνάμεων και σύμβολο του πνευματικού αγώνα. Μαζί όμως με τον Τίμιο Σταυρό υψώνεται σε όλη τη Σαρακοστή και το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως προτύπου πνευματικής ζωής και προστασίας του αγωνιζόμενου πιστού. Αυτό γίνεται με την ευχή του Αποδείπνου, « Άσπιλε, αμόλυντε» και κυρίως με τον « Ακάθιστο ύμνο », ο οποίος ψαλλόμενος τμηματικά τις τέσσερις πρώτες Παρασκευές και ολόκληρος στον Ορθό του Σαββάτου της Ε’ Εβδομάδος καλύπτει όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Αληθινή όμως απόλαυση των φιλακόλουθων είναι ο κανόνας του Ιωσήφ του Υμνογράφου « Ανοίξω το στόμα μου, και Χριστού Βίβλων εμψύχων ». Οι δυο τελευταίες Κυριακές αφιερώνονται σκόπιμα σε δύο μεγάλες ασκητικές μορφές υποδειγματικά πρότυπα ασκήσεως και μετάνοιας, έναν άνδρα και μια γυναίκα, τον όσιο Ιωάννη συγγραφέα της Κλίμακος, και την οσία Μαρία την Αιγύπτια.
Έτσι προβάλλεται η κατά Χριστό αρετή και των δύο φύλων, η Οσία Μαρία είναι εξάλλου το θηλυκό αντίτυπο του Ασώτου. Η Εκκλησία καταδεικνύει τη δυνατότητα της μετάνοιας, επιτυγχάνοντας την ενθάρρυνση του πιστού. Με την ανάσταση του Λαζάρου, ο Χριστός προτυπώνει την κενην ανάσταση ενώ η εορτή της Είσοδού του στα Ιεροσόλυμα προ του Πάθους, φανερώνει την ουσία της Βασιλείας του Χριστού, που είναι πνευματική, ως φανέρωση της αγάπης και κενώσεως Του, που κορυφώνεται στα Πάθη και τον εκούσιο θάνατο Του. Η Μεγάλη Εβδομάδα ανακεφαλαιώνει όλη την ανθρώπινη ιστορία, την δημιουργία, την πτώση, αλλά και την εκδίπλωση σε αυτήν της θείας οικονομίας, ως αναδημιουργία και ανάπλαση του κτιστού Κόσμου.
Το περιεχόμενο των ακολουθιών (αναγνώσματα, ύμνοι, ευχές πράξεις) συγκεφαλαιώνουν την τραγική αποτυχία του ανθρώπου και την εν Χριστό σωτηρία, ως ανάσταση και εν Χριστό αποκατάστασή του. Η Κυριακή- εορτή του Πάσχα που εγκαινιάζει την περίοδο του Πεντηκοσταρίου νοείται ως τέλος της μεγάλης Εβδομάδος και αρχή της Διακαινησίμου η «καινή» εβδομάδα. Οι οκτώ Κυριακές του , Πεντηκοσταρίου ( Θωμά, Μυροφόρων, Παραλύτου, Σαμαρείτιδος, Τυφλού, Αγίων Πατέρων, Πεντηκοστής, Αγίων Πάντων), χαρακτηριζόμενες έτσι από τις ευαγγελικές περικοπές τους μαζί με όλες τις λοιπές κινητές εορτές «βεβαιώνουν τη μετάβαση από το χρόνο στην αιωνιότητα ».
Σε αντίθεση με τις ακίνητες εορτές που «μαρτυρούν την έλευση της αιωνιότητας μέσα στο χρόνο ». Στις κινητές εορτές του πεντηκοσταρίου καταλέγεται και η Ανάληψη η «εκ δεξιών του Πατρός καθέδρα» του Θεανθρώπου αναλαμβανομένου Χριστού και η «εις ουρανούς αποκατάστασής» Του, που είναι συγχρόνως η εις ουρανούς άνοδος και του ανθρωπίνου. Ο κύκλος των ακινήτων εορτών οργανώθηκε με κέντρο την εορτή των Θεοφανίων ( 6 Ιανουαρίου) που περιέκλειε αρχικά και την εορτή των Χριστουγέννων. Ο χωρισμός των δύο εορτών που έγινε για λόγους ιστορικούς συνέβη στα τέλη του τετάρτου αιώνα.
Η εορτή των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου) έγινε η βάση του καθορισμού και των άλλων Δεσποτικών εορτών που φανερώνουν την εκδίπλωση της Θείας οικονομίας μέσα στο λειτουργικό έτος.
3
Οι δεσποτικές εορτές συνδεόμενες με το Πρόσωπο και το λυτρωτικό έργο του μόνου αληθινού Δεσπότου Χριστού. Είναι σταθμοί και τρόποι φανέρωσης της Θείας φιλανθρωπίας και τις εν Χριστώ αναγεννήσεως του ανθρώπου. Εορτάζοντας και δοξάζοντας τη Γέννηση, την Περιτομή, τη Βάπτιση, την Υπαπαντή, τη μεταμόρφωση μαζί με τη Σταύρωση, την Ανάσταση, την Ανάληψη, και την Πεντηκοστή. Κοινωνούμε και μετέχουμε στη χάρη του , που απορρέει από αυτές τις εορτές, εισερχόμενοι στον εσχατολογικό αιώνα της βασιλείας, που νοηματοδοτεί όσα συμβαίνουν στον παρόντα αιώνα και την ευθύγραμμη κίνηση του, αλλά και αποτελεί για την Εκκλησία μυστήριο λειτουργικό του νέου καιρού. Κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό «το όνομα της Θεοτόκου άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνιστήσει».
Οι Θεομητορικές εορτές (Γενέθλιο, Εσοδεία, Ευαγγελισμός, κοίμηση και άλλα) συνδέονται με τον λειτουργικό κύκλο των Δεσποτικών εορτών εκφράζοντας και διακηρύσσοντας το ίδιο «υπερ. πάσαν διάνυαν» μυστήριον.
«Απορεί πάσα γλώσσα εύφημή προς αξίαν πας νους και υπερκόσμιόν υμνεί» την Θεοτόκο. Διότι με τη χάρη του Θεού μετέσχε η Παναγία ως ελεύθερο πρόσωπο (Λουκά -1-35) στο μυστήριο της σωτηρίας και έγινε η ίδια μυστήριο «ξένων και Παράδοξόν» ,ως «χερουβικός Θρόνος» του εξανθρωπίσαντος Δεσπότου. Η γαστέρα της ανεδείχθη «νοητός Παράδεισος». Για αυτό η Θεοτόκος παραμένει στο κέντρο του μυστηρίου της Εκκλησίας και αυτώ θέλει η Εκκλησίά να προβάλει στη λατρεία της με όλα τα μέσα που διαθέτει (ύμνους, εικόνα, κήρυγμα).
Οι αιτήσεις των λειτουργικών συνάξεων κορυφώνονται στο πρόσωπο της Παναγίας «Της Παναγίας αχράντου υπερευλογημένης, ενδόξου, Δεσποινίς, ημών Θεοτόκου και αεί παρθένου, Μαρίας μετά πάντων των Αγίων μνημονεύσαν τες». Ως Μητέρα του Θεανθρώπου Υιού της η Θεοτόκου είναι συγχρόνως μητέρα όλων των χριστιανών, και χαρά όλης της κτίσεως «Επίσης χαίρει, κεχαριτωμένη, πάσα κτίσης, αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος». Διότι η Παναγία δίνει το μέτρο προσεγγίσεως του Θεού και της ενώσεως μαζί του, ώστε κάθε άνθρωπος να την μιμείται, μεταβάλω μένος εις (Θεοτόκο) και να τίκτει Θεόν, όλη η λειτουργική πράξη είναι ποτισμένη από την παρουσία της Παναγίας, ως οδηγού των πιστών στο αγιαστικό έργο της Εκκλησίας. Η Θεοτόκος τιμάται ως «τύπος και απαρχή» της αγιασμένης από τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος και μεταμορφωμένης κτίσεως, είδε εορτή της κοιμήσεως η μεταστάσεως της (15-Αύγουστου).
Ορθόδοξα έχει την έννοια της πρωτοπορίας της Θεοτόκου στην ανάσταση των νεκρών, μολονότι αναμένει και αύτη την τελική κρίση. Για αυτό η Εκκλησία στην ευχαριστιακή σύναξη της, εύχεται και για την Θεοτόκο. «Έτι προσφέρομε σοι την λογική ταύτην λατρεία υπερ. των εν πίστη αναπαυμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχών, Προφητών, Αποστόλων, Κηρύκων, Ευαγγελιστών, Μαρτύρων, ομολογητών, Εγκρατευτών, και παντός Πνεύματος Δικαίου εν πίστη τετελειωμένον, Εξαιρέτως της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης ενδόξου, Δεσποινίς ημών Θεοτόκου και αεί παρθένου Μαρίας ». Η ευχή αύτη φανερώνει την εσχατολογική θέση της Παναγίας, κάτι που σαρκώνεται στην ορθόδοξη αγιογραφία. Στην εικόνα της δευτέρας παρουσίας ιστορείται η Θεοτόκος στα δεξιά του κριτού- Υιού της ικέτευσα για τους αμαρτωλούς.
Στο επόμενο η συνέχεια.
Σχόλια