top of page
Αναζήτηση

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΕΙΜΕΝΟ 16

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 8 Μαρ 2024
  • διαβάστηκε 5 λεπτά

ree

1

Αγαπητοί μου, με την έλευση του Χριστού ήρθε η αρχή του τέλους, η είσοδος στα έσχατα ηγγικέν η βασιλεία, ως αρραβώνα της μελλούσης ζωής και βασιλείας. Το τέλειο και οριστικό θα έλθει με τη Δευτέρα Παρουσία Του. Στην Εκκλησία και τη λατρεία της είναι συνεχώς παρών ο σαρκωθείς Θεός Λόγος και προσανατολίζει διαρκώς το σώμα Του, προς το μέλλον, προς τον πάλι ερχόμενων με τα δόξης, κρίνε ζώντας και νεκρούς. Η χριστιανική προοπτική είναι έτσι μόνιμα εσχατολογική και από αυτού αντλούν το περιεχόμενο τους οι περί χρόνου αντιλήψεις της Εκκλησίας. Ο μέλλων αιών, δεν θα είναι νέα δημιουργία, η άχρονος πραγματικότητας, αλλά η μεταμόρφωση, μέσα στη χάρη του θεού του παρόντος και μοναδικού κόσμου, που ο ίδιος ο Θεός δημιούργησε εν αρχή (Ρωμαίους 8-20-23), στην αρχή του χρόνου και της ιστορίας. Στην Εκκλησία, συντελείται υπέρβαση και της γραμμικής έννοιας του χρόνου, διότι ο εκκλησιαστικός χρόνος γίνεται σε αυτήν σταυρικός προσλαμβάνει και μια κατακόρυφη διάσταση.

Δεν είμαστε εμείς που οδηγούμεθα στην εύρεση της Βασιλείας του θεού στο μέλλον, άλλα ο Χριστός και η Βασιλεία του ήλθαν εκ των άνω σε εμάς. Ο Χριστός ως Σωτήρας έρχεται προς συνάντηση μας κάθε στιγμή της ζωής μας. Η χρονικότητα μας, ντύνεται σε κάθε στιγμή την αιωνιότητα. Εν χριστό εισήλθε η αιωνιότητα στην ιστορία. Ο Χριστός οδηγεί τους ενωμένους μαζί του από την ιστορία στην υπεριστορική και μεταϊστορική πραγματικότητα. Ο Χριστός, με την έλευση του στον κόσμο, έφερε την ανάσταση και τη ζωή (Ιωάννου-11-23).


Η Βασιλεία θεού δεν είναι η πέρα του χρόνου ζωή, άλλα βίωση του Θεού από την εδώ ζωή.

Ο χρόνος ως λειτουργική κατηγορία, στην λειτουργική ζωή του εκκλησιαστικού σώματος πέρα από τη γραμμική διάσταση, έννοια του χρόνου, και την κυκλική ενδοϊστορική διάσταση, είναι γνώστη η λειτουργική έννοια του, που βιώνεται ένα διαρκές άρον προβαλλόμενο συνεχώς στο μέλλον, είναι ο χρόνος της σωτηρίας, ο σωτηριολογικός χρόνος. Ο χρόνος στην εκκλησιαστική λατρευτική εμπειρία δεν λειτουργεί τόσο ως παρελθόν, παρόν και μέλλον, αλλά ως συμπυκνωμένος, λειτουργικός χρόνος, ως νυν παρόν σωτήρια. Η Εκκλησία βιώνει τη μεταμόρφωση της κτίσεως και του ανθρώπου στο Λειτουργικό της χώρο και χρόνο. Αυτό το προεικόνισε το γεγονός της μεταμορφώσεως του Χριστού στο θαβώρ.


Στη θαβώρεια εμπειρία έχουμε την προτύπωση του λειτουργικού χώρου και την αποκατάσταση της φύσης στην αλήθεια της σχέσης. Λειτουργικός χρόνος βιώνεται εκεί ως συναίρεση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος μέσα στο παρόν της μετοχής στη δόξα του θεού, ένα παρόν προσωπικής παρουσίας. Ο λειτουργικός χρόνος της Εκκλησίας είναι αυτό το παρόν που περιέχει και συγκεφαλαιώνει το παρελθόν και το μέλλον στην αμεσότητα της παρουσίας.

Οι χρησιμοποιούμενες συχνότατα στη λατρεία ενεστωτικές εκφράσεις, φανερώνουν την βιωμένη από το πλήρωμα λειτουργική παροντοποίηση των γεγονότων της θείας οικονομίας. Δεν πρόκειται για ιστορική επανάληψη τους, όλα συνέβησαν εφ’ άπαξ στη συγκεκριμένη και ανεπανάληπτη ιστορική διαδικασία. Η παροντοποίηση τους σημαίνει, την παρεχόμενη από τη χάρη του θεού δυνατότητα στους πιστούς, να τα ζήσουν σαν να ήταν παρόντες, όταν αυτά συνέβαιναν, και να δεχθούν την αγιαστική χάρη που απορρέει από αυτά.


2

Η χάρη των σχετιζόμενων με τον Χριστό σωτηριωδών γεγονότων ενεργούσε όχι μόνο προς το μέλλον, αλλά και αναδρομικά προς το παρελθόν, αγιάζοντας τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Χριστός είναι το κέντρο της ιστορίας και ο κύριος της ιστορίας . Ο λειτουργικός χρόνος της Εκκλησίας είναι ένα παρόν που συγκεφαλαιώνει το παρελθόν και το μέλλον στην αμεσότητα της μετοχής στη θεία παρουσία. Έτσι δεν επιτυγχάνεται μόνο η ενοποίηση των διαστάσεων του χρόνου, αλλά και η ενότητα των πιστών στην ίδια υπέρχονη εμπειρία. Μέσα σε αυτήν την πνευματική διαδικασία ο χρόνος από κοσμικός γίνεται λειτουργικός εκκλησιαστικός, λειτουργικός χρόνος σωτηρίας. Ως σώμα Χριστού η λατρεύουσα Εκκλησία συνθέτει τις διαστάσεις του χρόνου, εντάσσοντάς τες στο αιώνιο νυν της παρουσίας του θεού.

Η Εκκλησία ως γνωστό από αρχής της ιστορικής πορείας της, τιμά τους αγίους μάρτυρες, αλλά ονομάζει αγίους όλους τους πιστούς ως συνεχώς εργαζομένους και βαδίζοντες δια της καθάρσεως προς τον αγιοπνευματικό φωτισμό και τη θέωση, που είναι ο μοναδικός σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας στην ιστορική σκηνή. Η προσευχή και η επίκληση της, απευθύνεται σε κάθε κεκοιμημένο μέλος με προϋπόθεση την κοινωνία των αγίων, ζώντων και κεκοιμημένων εν Χριστό. Από τον τέταρτο αιώνα η προοπτική αύτη τροποποιείται.

Η προσευχή της Εκκλησίας στρέφεται προς τους αποδεδειγμένους Αγίους (μάρτυρες , ομολογητές, οσίους, άνδρες και γυναίκες). Μέσα στις νέες συνθήκες του τέταρτου αιώνα και τις κοσμογονικές ανακατατάξεις της Κωνσταντίας παρέμβασης, στην πορεία του Χριστιανικού κόσμου. Η Εκκλησία δια των Αγίων Πατέρων της, αναζητεί τεκμήρια της αληθινής αγιότητας την άνωθεν μαρτυρία, για να ενοποιεί την αληθινή αγιότητα. Έτσι κάνει μια λειτουργική διάκριση ανάμεσα στους πιστούς και τους αποδεδειγμένα θεωμένους αγίους, δεχόμενη την παρρησία τους και το μεσιτικό προσευχητικό τους χαρακτήρα. Βέβαια και οι Άγιοι έχουν ανάγκη της θείας Ευχαριστίας και πρέπει να ενσωματωθούν σε αυτήν ακόμη και η Θεοτόκος. Γι' αυτό και η Ευχαριστιακή ανάμνηση, που είναι ουσιαστική μνήμη του Χριστού, περιλαμβάνει όλα τα μέλη της Εκκλησίας, με πρώτους τους ευρισκόμενους στη μνήμη του Θεού Αγίους. Έκτοτε οι Άγιοι είναι το κέντρο, μετά τον Χριστό της λειτουργικής ζωής, με πρώτη την τιμιότερα των χερουβίμ, Υπεραγία Θεοτόκο .

 Οι εορτές - μνήμες των Αγίων είναι κεντρικό θέμα των λειτουργικών συνάξεων διότι είναι θαυμαστός ο Θεός εν ταις αγίοις αυτού. Οι Άγιοι ως γνήσια του Κυριακού σώματος μέλη, με τα λείψανα και τα θαύματα τους, φανερώνουν τον Χριστό, που ενοικεί και εμπεριπατεί ( Β-Κορινθίους-6-16) μέσα τους και λειτουργούν ως ζώντα πρότυπα πίστεως και πιστότητας στη θεία κλήση και παιδαγωγού το λαό του Θεού. Ακόμη και σήμερα οι μνήμες των Αγίων σε λαϊκό επίπεδο, συνδέονται με μια διπλή σύναξη την πνευματική πανήγυρη μέσα στο ναό, και γύρο από την Αγία Τράπεζα, και το λαϊκό πανηγύρι ως λαοσύναξη έξω από το ναό. Δεν είναι παρά λαϊκότροπη παραλλαγή της πανηγύρεως όπως τελείται στα καθαρά εκκλησιαστικό πλαίσιο το μοναστήρι.


3

Η εκκλησιαστική υπόσταση του πιστού πραγματώνεται με πληρότητα και τελειότητα στη θεία Λειτουργία ( θεία Ευχαριστία). Η θεία Λειτουργία είναι η Κατ' εξοχήν σύναξη του λαού του Θεού, η Εκκλησία, που υποστασιώνει τον τρόπο υπάρξεως της Εκκλησιαστικής κοινότητας, ως πλέγμα σχέσεων στη λειτουργικής και διακονική έκφραση τους . Η λειτουργία με επίκεντρο της, τη θεία ευχαριστία συνιστά το κέντρο της ζωής, της εμπειρίας και της συνειδήσεως, της Ορθόδοξού καθολικής Εκκλησίας του Θεού, και εκφράζει αυτό τούτο, το είναι της, που είναι λειτουργικό και ευχαριστιακό.

Η θεία Λειτουργία ως θεόκλητος σύναξη και συνοδού του λάου του θεού, πραγματοποιεί και συγκεκριμενοποιεί το σωτήριο γεγονός της θείας οικονομίας μέσω της μετοχής των πιστών εις έναν Άρτων και εις ένα Πνεύμα. Κατά τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό η θεία Λειτουργία «πάσαν πληροί την πνευματική και υπερφυή οικονομία της του Θεού Λόγου σαρκώσεως. Τα πάντα στη Λειτουργική, σύναξη δείχνουν την κενότητα της ζωής, στην οποία εισάγεται ο πιστός, για να λειτουργηθεί και να λειτουργήσει μαζί με όλο το σώμα. Αύτη η κίνηση προς τη λειτουργία του σώματος κορυφώνεται με την είσοδο του Προϊσταμένου της συνάξεως στη λειτουργία του σώματος που συμπίπτει με τη Μικρά Είσοδο, μαζί με τον Επίσκοπο όλη η ομάδα πορεύεται προς το θυσιαστήριο και την ουράνια βασιλεία. Η θεία λειτουργία με επίκεντρο τη θεία Ευχαριστία είναι η κατ' εξοχήν εν τόπο και χρόνο, συσσωμάτωσης της Εκκλησίας εν Χριστό. Είναι ο χρόνος της αισθητής παρουσίας του σώματος ως Εκκλησία». Αυτή η συνείδηση κυριαρχεί στους πιστούς όλων των αιώνων, χαρακτηριστική έκφραση έχει βρει στους αναγεννητές της λειτουργικής ζωής τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Η ησυχαστές Αγιορείτες, ένας από τους οποίους ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς σημειώνει, «Στέργομε πάσας τας Εκκλησιαστικές παραδόσεις, εγγράφους τε και άγραφους και προ πάντων την ,μυστικότατη τε πανίερα τελετή και κοινωνίαν και σύναξιν πας ης και ταις άλλες τελετές η τελειώσεις καθήν εις εν άρνησίν του κενώσαντος εαυτόν ακένωτος, και σάρκα Λαβό ντος και παθόντος υπερ. ημών, κατά την θεσπέσια Εκείνου, παραγγείλαν και αυτουργία τα θειότατα ιερουργείτε και θεουργείται, ο άρτος και το ποτηριών, και αυτό το ζωαρχικόν εκείνο τελείται το Σώμα και το Αίμα, και την απόρρητόν αυτού μετουσία και κοινωνίαν τους ευαγώς πρωσιούσι χαρίζεται».


 Στο επόμενο η συνέχεια.

 

 

 
 
 

Σχόλια


bottom of page