ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΕΙΜΕΝΟ 15
- vlaxosalexandros20
- 1 Μαρ 2024
- διαβάστηκε 6 λεπτά

1
Αγαπητοί μου,
η λειτουργική σύναξη της Εκκλησίας κατεργάζεται την ενότητα των πιστών στο ένα σώμα, όχι μόνο μέσα στην κοινωνία της χάρης, άλλα και με το ομοθυμαδόν των καρδιών, αν υπάρχει. Κατά την διατύπωση του Αρεοπαγίτη, η θεία συνάξεως τελετή, ενοποιεί τους εις αυτήν συμμετέχοντας. Κατά δε τον Άγιο Ιγνάτιο, τον Θεοφόρο, η απουσία από την σύναξη καλλιεργεί τον ατομισμό και το αντιεκκλησιαστικό φρόνημα. Το κέντρο της συνάξεως της Εκκλησίας καθορίζει και τη φύση της και το κέντρο αυτό είναι ο Χριστός.
Η Λειτουργική αναφορά προς τον Χριστό και δια αυτού, στον Τριαδικό Θεό, καθιστά τη σύναξη «Εκκλησία ». Όλοι οι πιστοί παρακαλούν να λάβουν από τον Θεό την «ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, για να συναποτελέσουν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος το συλλογικό σώμα του Χριστού. Αυτό εννοεί ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής όταν γράφει, ότι «οίκων εστί και τόπος Χριστού η Εκκλησία ». ( Ώσπερ γαρ ο Θεός πάντα τη απύρο δύναμη ποίησας συνάγει και περιγράφει κατά τον αυτόν τρόπον και η Εκκλησία) τα αυτά τω Θεό πατρί ημάς ως αρχετύπων), οίκων ενεργούσα δειχθήσεται πόλων γαρ όντων ανδρών και γυναικών μία πάση κατά το ίδιον δίδωσι θεία μορφή (από τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό).
Στη σύναξη της Εκκλησίας πραγματοποιείται εξ’ άλλου η αυθεντική συνάντηση με τον συνάνθρωπο αδελφό εν Χριστό. Ως διαπροσωπική κοινωνία εν ταπείνωση και αγάπη σε σημείο που να προσλαμβάνει συνάνθρωπος σωτηριολογικό για τον άλλον χαρακτήρα.
Και τούτο διότι όταν υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, μετέχουν όλοι οι πιστοί στην κοινωνία της άγιο πνευματικής χάριτος , που απελευθερώνει τον πιστό σε προσωπική ύπαρξη, απαλλάσσοντας τον από την υπαρκτική αυτονόμηση της φύσεως του. Έτσι οδηγείται ο πιστός εμπλέως της χάριτος, σε μια ζωή «προσωπικής αλληλοπεριχώρησης και αγαπητικής κοινωνίας. Στα όρια της εκκλησιαστικής Λατρείας διαμορφώθηκε το Εκκλησιαστικό σώμα, ταυτιζόμενο με τα πνευματικά χαρίσματα που χορηγεί το Πνεύμα το Αγίων, στα μέλη της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Το εκκλησιαστικό σώμα φανερώνεται ιεραρχικά δομημένο, με βάση τη μετοχή στην άκτιστη χάρη « Και ως μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, ήτα χαρίσματα ιαμάτων αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών – (Α, Κορινθίους -12-28)»
Υπάρχει μία ιεραρχημένη πολλαπλότητα στο Εκκλησιαστικό σώμα, που αποκαλύπτεται στη Λατρεία. Μέλη του σώματος του Χριστού είναι μόνο οι φωτισμένοι, και δοξασθέντες (Θεώμενοι)
Αυτό προϋποθέτει μετάβαση από το βάπτισμα του ύδατος στο βάπτισμα του Πνεύματος (Ιωάννου-1-27-Α, Κορινθίους -4-15 –Γαλατάς- 3-26-27 ). Κανείς δεν γίνεται μέλος του σώματος, έσω μιας συμβατική, η μηχανιστική ένταξης σε αυτό, αλλά με την παράδοση όλης της υπάρξεως στη ζωή της Εκκλησίας ( Αγαπήσομε αλλήλους και πάσα την ζωή ημών Χριστώ τω Θεό παραθώμεθα). Η εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος στην καρδία ( Ρωμαίους -8-14 )
Κεντρική θέση στο σώμα του Χριστού αποτελούν οι Προφήτες, από τους οποίους προέρχονται οι επίσκοποι, δοτοί έφθασαν στον δοξασμό (Θέωση). Το σημαντικότερο κριτήριο για την επιλογή κάποιου να διορισθεί επίσκοπος. Σήμερα πόσοι από τους διορισμένους επισκόπους έχει διορισθεί με το κριτήριο ότι είναι θεώμενος, για να διατηρεί το δικαίωμα να επικαλείται αποστολική διαδοχή;
Χωρίς επισκόπους δεν υπάρχει σώμα Χριστού , ούτε μυστήριά, και συνεπώς ούτε αληθινή λατρεία.
2
Ο Παύλειος όρος “σώμα Χριστού” είναι έκφραση του τέλειου τρόπου υπάρξεως στην Εκκλησία. Κάθε φίλος του Θεού( θεούμενος) γίνεται μέλος του, όλου σώματος του Χριστού, και συγχρόνως όλοι οι «φίλοι του Θεού», συγκροτούν το ένα σώμα του Χρηστού συνηγμένοι επί το αυτό, και συμμετέχοντες στον “έναν Άρτων και το ένα Ποτηριών”.
Η Εκκλησία στη ζωή της είναι λειτουργική όπως και η ύπαρξη της. Η Εκκλησία, η ίδια είναι μία λειτουργία, ένα υπούργημα.
« Ότι εις άρτος εν σώμα οι πολλοί εσμέν οι γαρ πάντες εν του ενός ΄άρτου μετέχομε. ( Α, Κορινθίους 10- 17 )». Για αυτό η Εκκλησία δεν μπορεί να ταυτισθεί με κανένα είδος οργανώσεως πέραν της μυστηριακής
Η οργάνωση της ζωής της εκκλησίας θεμελιώνεται στη Λατρεία της, μολονότι λόγω της ειδικής ιεροσύνης, την οποίαν φέρουν ο επίσκοπος και πρεσβύτερος, στην παραπάνω σχέση τους , έχουν αυτή και μόνο την εξουσία, να προΐστανται του Μυστηρίου, ιστάμενοι προ του Ιερού Θυσιαστηρίου. Τα μυστήρια όλα, και ιδικά την Θεία ευχαριστία, τα τέλει εξ ολοκλήρου ο Ιησούς Χριστός. Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο προσφέρων δεν είναι μόνο ο λειτουργός άλλα μαζί του, όλη η τοπική Εκκλησία.
Εξ’ άλλου ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων ουκ εστίν ανθρώπινης φύσεως ενέργεια, αλλά του Πνεύματος η χάρης, παρούσα την μυστική εκείνη στιγμή, κατασκευάζει θυσία. Ο Λειτουργός, την αυτού δανείζει γλώσσα, και την αυτού παρέχει χείρα, για να τελέσει το μυστήριο, ότι ο ημίν αόρατος σύνων, μόνος κατά φύση αρχιερέας και δεσπότης, ο Ιησούς Χριστός, «ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος».
Ήδη οι Διάκονοι κινούνται μεταξύ κλήρου και λαού αναφωνούν τις αιτήσεις εκ μέρους όλου του λάου και εισέρχονται στο Αγίον Βήμα για να διακονήσουν τον Επίσκοπο Αρχιερέα.
Δεν μετέχουν πλήρως της ιεροσύνης και για αυτό δεν έχουν θέση στο σύνθρονο, δεν ιερουργούν, αλλά διακονούν. Λαϊκοί είναι όσοι μετά τους κληρικούς μετέχουν στην ευχαριστία, και ευρύτερα οι μη μετέχοντες στην ειδική ιεροσύνη, αλλά οπωσδήποτε μέλη του σώματος. Οι περιεστώτες, οι παρόντες άλλα μη λειτουργούντες κληρικοί. Οι μη φορείς της ειδικής ιεροσύνης «λαϊκοί» είναι και αυτοί μέλη του λαού του Θεού, ο Ιερός Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τους λαϊκούς πλήρωμα ιερατικών. Η διάκριση κληρικών και λαϊκών είναι τη λειτουργική γλώσσα. Γενικότερα στη ζωή της Εκκλησίας είναι λειτουργική και όχι ταξική. Ο ιερός Χρυσόστομος αναφερόμενος στην ανθρώπινη διαίρεση των μελών του Εκκλησιαστικού σώματος σε πρόβατα και ποιμένων, παρατηρεί: «πρόβατα και γαρ ποιμένοντες , ποιμενόμενοι υπό ενός του άνω ποιμένος ποιμαίνονται»
Η ίδια η φύση της Εκκλησίας αποκλείει την κοσμική διαφοροποίηση των μελών της, σε άρχοντες και ερχόμενους, κυρίους και υποτελείς. Σκοπός σύνολης της ζωής της Εκκλησίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει, να δράσει, να ενεργήσει λειτουργικά, ο κληρικός. Σε κάθε θεία ακολουθία οι λαϊκοί είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η σύναξη των πιστών. Στην ορθοδοξία δεν μπορούν να υπάρξουν ατομικές λειτουργίες των κληρικών. Δεν πρόκειται φυσικά για ζήτημα δημοκρατικότητας άλλα, Εκκλησιαστικής δεοντολογίας. Απαιτείται η σύναξη όλων των βασικών λειτουργημάτων και δομών στα οποία ανήκει και η τάξης των λαϊκών. Η διαλογική μορφή της λατρείας αποκλείει την περίπτωση να λειτουργεί ο κληρικός μόνος έστω και αν εύχεται ή προσεύχεται υπέρ όλης της κοινότητας. Ο ρεαλισμός και η φυσικότητα της Λατρείας, εδραζόμενα στο γεγονός της ενσαρκώσεως, αποκλείουν προσωπικές συμπεριφορές.
Στη Λατρεία μετέχει το σώμα και εκεί φαίνονται στην πραγματώσει τους τα λειτουργήματα και διακονήματα του. Το σώμα απαντά στις ασματικές ακολουθίες. Μια άλλη σχετική επισήμανση έχει σημασία για την εκκλησιαστική επισήμανση, έχει σημασία για την εκκλησιαστική Λατρεία, είναι η διάκριση, αλλά και η σύνθεση στρατευόμενης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας, που αισθητοποιούνται στη προσκομιδή στην προετοιμασία των Τιμίων Δώρων.
Στη σημερινή μορφή της, η προσκομιδή είναι μια φανέρωση της αληθείας, της σωτηρίας ,με συγκεκριμένες λειτουργικές πράξεις, που επαναλαμβάνουν αισθητά τα γεγονότα της θείας οικονομίας. Στο Άγιο Δισκάριο συγκεντρώνονται τελικά ενώπιον του Χριστού (Αμνό) με τις μερίδες τους, μικρά τεμάχια του πρόσφορου. Η Θεοτόκος δεξιά του Χριστού, τα τάγματα των Αγγέλων και Αγίων αριστερά, ο Επίσκοπος στα πόδια του χριστού ως κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας. Διάκρισης ζώντων και τεθνεώτων δεν είναι δυνατό να γίνει . Ο θάνατος έχει νικηθεί εν Χριστό και αυτό βιώνεται στη σύναξη ενώπιον του Νικητή του θανάτου Χριστού.
Ο διαχωρισμός συνεπώς γης και ουρανού, έστω τες της δόξης σου, εν ουρανό εστάναι νομίζομε είναι η ομολογία της λειτουργούσα Εκκλησίας. Η ενότητα του σώματος επιτρέπει το μνημόσυνο όχι μόνο των ζώντων και ορατά παρόντων στη σύναξη, αλλά και των τεθνεώτων, Ο όλος Χριστός είναι εκεί, παρών, με το θεάνθρωπο σώμα του, ατομικό και συλλογικό.
Η Προσκομιδή είναι χαρακτηριστική περίπτωση λειτουργικής μνήμης, το μνημόσυνο όλων των μελών της τοπικής Εκκλησίας γίνεται με την ανάγνωση των ονομάτων που συνοδεύουν την προφορά (πρόσφορο )των πιστών. Στη λειτουργική πράξη δεν έχει θέση η ανωνυμία και μαζί με αυτήν και ο υποβιβασμός του ανθρώπου σε απρόσωπο πράγμα. Σώζεται λειτουργικά το ανθρώπινο πρόσωπο αφού ο πιστός ως πρόσωπο μετέχει στη λατρεία, εντασσόμενο στην κοινωνία των ισοτίμων και ομότιμων προσώπων, στην κοινωνία των Αγίων.
Οι «μερίδες», που κατατίθενται στο δισκάριο κατά την ανάγνωση των ονομάτων ζώντων τε και τεθνεώτων δηλώνουν τον υποστατικό χαρακτήρα ενός εκάστου και την ενσωμάτωση του στον ευχαριστιακό Άρτο τον ουράνιων άρτων Χριστό. Η προσκομιδή είναι τελικά το μνημόσυνο όλου του σώματος υπό την θέαν κεφαλήν, το Χριστό.
Η πραγμάτωση της λειτουργικής μνήμης της Εκκλησίας, που και εδώ δεν σημαίνει κάτι το διανοητικό και ιδεαλιστικό, άλλα ρεαλιστική παρουσία των μνημονευομένων στην σύναξη του σώματος, στις αιτήσεις όλων των ακολουθιών και κυρίως στη Μεγάλη Συναπτή, η μνήμη του σώματος καλύπτει όλη την κτίση και φυσικά τα μέλη της Εκκλησίας. Είναι προσευχή υπέρ του σύμπαντος κόσμου, εμψύχων και αψύχων, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων εις το (εξαιρέτως) ανά πέμπεται η ευχή της μεσιτείας, στην οποία μνημονεύεται όλο το σώμα. Πρώτα οι κεκοιμημένοι και μεταξύ των (Ζώντων), πρώτος, ο προϊστάμενος της σύναξης, ο Επίσκοπος «Εν πρώτης μνήσθη τι Κύριε, του αρχιεπισκόπου ημών (τάδε). «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώ μεν. Υπέρ της ειρήνης του Σύμπαντός Κόσμου, Υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης, και καιρών ειρηνικών, Υπέρ πλεόντων οδοιπορούν των, νοσούν των καμνόντων αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών. Η διάκριση Άγιων και πιστών στο δισκάριο κατά την προσκομιδή, αλλά και εντός της Θείας Λειτουργίας, πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαίτερα ότι , σημαίνει λειτουργική, όχι αντιθετική διάκριση των Θεώμενων πιστών, που βρίσκονται ήδη στην ουράνια βασιλεία από τους αγωνιζομένους στον κόσμο πιστούς και παραδομένους προς αυτήν (την βασιλεία).
Συνέχεια στο επόμενο.
Σχόλια