top of page
Αναζήτηση

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ Ζ' ΜΕΡΟΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 13 Οκτ 2021
  • διαβάστηκε 10 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 20 Οκτ 2021


ree

1


Θεοκόσμητον κόσμον πάσαν γην εκοσμήσω, τη θεία σου κέλευση παντάναξ, παντός σπέρματος τροφή και καρπί μου ξύλου βλαστικαίς καλέσι του τρέφεσθαι παν ζώον ευδοκίας εν ένεση κράζον.


Η εμπειρία της Εκκλησίας ως εκφράζουν αυτήν οι Κανόνες, αντιλαμβάνεται την αμαρτίαν ως ασθένεια, χαρακτηρίζει αυτήν ως νόσον αρώστημα. Η αμαρτία δεν αποτελεί υγεία και κατά φύσιν, αλλά νοσηρόν και παραφύσιν κατάστασιν του ανθρώπου και ιδιαιτέρως του Χριστιανού, τον οποίον η Εκκλησία βλέπει ως σώμα Χριστού και ναόν, τον κατ’ Εικόνα Θεού κτισθέντα άνθρωπον. Ο άνθρωπος είναι κεκλιμένος δια την άνω λαμπροφορίαν ήτοι την μετοχήν εις την δόξαν του Θεού, από της οποίας δια της αμαρτίας εκπίπτει πτώσις δε εστί η αμαρτία.


Ο άνθρωπος εισέρχεται εις την κατάστασιν πνευματικού θανάτου <<νεκρών έργων>> και αποξενούται της σωζούσης ελπίδος. Η αμαρτία ως ασθένεια είναι σύνθετος και ποικιλόμορφος γεννώσα κακόν επί κακού <<ού γαρ απλή της αμαρτίας η νόσος, αλλά ποικίλει και πολυειδής και πολλάς της βλάβης τας παραφυάδας βλαστάνουσα εξ ων το κακόν επί πολύ διαχείται και προσοβαίνει>> (ΡΒ’ ΣΤ). Η αμαρτία δεν είναι έργον του Θεού, αλλά συνέπεια της ελευθέρας εκλογής του ανθρώπου. Αποτέλεσμα της αμαρτίας υπήρξε και ο θάνατος (ΡΘ’ Καρθαγ).


Η αμαρτία του Αδάμ συνεπάγεται μόλυνση της ανθρώπινης φύσεως κληρονομικώς μεταδιδόμενη. Καθαίρεται δια του Αγίου Βαπτίσματος. Δια του Αγίου Βαπτίσματος χορηγείται η χάρις του Θεού δια του Αγίου Πνεύματος. Πάντες δηλητηριαζόμεθα υπό της αμαρτίας μηδέ των Αγίων εξαιρουμένων, διότι και οι Άγιοι αληθώς εύχονται υπέρ της φύσεως των αμαρτιών αυτών. Ο όλος άνθρωπος (επιθυμητικόν, λογιστικόν, θυμοειδές), συμμετέχει εις το γεγονός της αμαρτίας. Όπως και ο όλος άνθρωπος δυνατόν να συμμετάσχει εις την εν Θεώ ζωή. Η αμαρτία δεν συνίσταται μόνον εις την μη κίνησην της ψυχής προς τον Θεόν αλλά και εις την υποδούλωσιν εις τα πάθη. Κατά την εύστοχον ανάλυσιν του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του επιθυμητού μέρους η μεν ενάρετος εστί κίνησις το προς τον όντως επιθυμητόν και αληθώς καλόν ανάγεσθαι τον πόθον.


Εκ δε του λογιστικού μέρους της ψυχής εστίν η ευσεβής περί το Θείον υπόληψης του καλού και του κακού. Το χαλεπότερον των αμαρτημάτων του λογιστικού μέρους της ψυχής είναι. Τέλος περί του θυμοειδούς της ψυχής ο Άγιος Γρηγ. Νύσσης λέει <<της Θυμοειδούς διαθέσεως κατόρθωμα μεν εστίν η προς το κακόν απέχθεια και ο προς τα πάθη πόλεμος και το προς ανδρείαν εστομώσθαι την ψυχήν>>.


Υπάρχουν δε και πάθη πληθωρικά εις τα οποία συμμετέχουν και τα τρία μέρη της ψυχής, όπως η πλεονεξία, η εμπάθεια και τα πάθη της σαρκός. Κατά την ανωτέρω διδασκαλία του Αγίου Πατρός (Γρηγ. Νύσσης) η αμαρτία συνίσταται εις την έκπτωσιν και κακή χρήσιν από της <<αγαθής χρήσεως>>. Αι δυνάμεις της ψυχής μη ορθώς χρησιμοποιούμεναι δεν αδρανούν, αλλά αναζητούν δυναμικώς την πλήρωσιν αυτών εις το κακό.


2


Οι Ιεροί Κανόνες δεν κάνουν σχολαστική διάκρισιν μεταξύ θανάσιμών και μη θανάσιμών αμαρτιών. Τοιαύτη διάκρισις θα περιέκλειε τον κίνδυνον ηθικιστικής και νομικής αντιμετωπίσεως της αμαρτίας <<Αμαρτία προς το θάνατο είναι η άρνησις της μετανοίας. Οι Ιεροί Κανόνες ένα μόνο τρόπο γνωρίζουν ιάσεως του υπό της αμαρτίας νοσούντος ανθρώπου, την ειλικρινή μετάνοια αυτού. Επανέρχεται <<εκ του παρά φύσιν εις το κατά φύσιν και εκ διαβόλου προς τον Θεόν>>.


Όρος της μετανοίας είναι η ταπείνωσις η συντριβή της καρδιάς και η εκ του Θεού εκζήτησις συγχωρήσεως. Η αμαρτία δεν είναι μια απλή αποτυχία του ανθρώπου προς διόρθωση της οποίας θα αρκούσε η υπό του αμαρτήσαντος αναγνώρισις της αποτυχίας του. Αλλά είναι η παράβασις του Αγίου Θελήματος του Κυρίου και δι’ αυτού πρέπει να ζητηθεί η άφεσις. Την ρίζα της αμαρτίας ο Ιερεμίας και όλη η προφητική παράδοσις την βρίσκει εις την καρδίαν εις το εσωτερικόν βάθος και κέντρον της προσωπικότητας του ανθρώπου.


Ο Χριστιανός έχει να αποφασίσει δια ποιάς οδού θα πορευθεί προς τον Θεό, ή δια του άγαμου βίου ή δια του έγγαμου.


Ο χριστιανικός γάμος υπερβαίνει τας διαστάσεις του φυσικού και κοινωνικού γεγονότος και μεταμορφούται εις μυστήριον ήτοι εις ένωσιν Αγίαν <<εν Κυρίω>>. Και η Εκκλησία αγιάζει τους συζύγους και οδηγεί αυτούς εις την τελείωσιν των προσώπων αυτών δια της αγάπης και της κοινωνίας μεταξύ αυτών και των τέκνων των. Την μεταμόρφωση του φυσικού δεσμού του γάμου επιδιώκει η Εκκλησία εν Κυρίω από της συστάσεως αυτής. Η παιδοποιία δεν τίθεται ως ο μοναδικός σκοπός του γάμου, αλλά αποτελεί ουσιώδες στοιχείον του κατά Χριστόν γάμου. Εφόσον η γέννησις των τέκνων αποτελεί καρπόν της αγάπης των συζύγων και μέσον αυξήσεως αυτών εις την αγάπην εν τη κοινωνία των προσώπων, ώστε ο γάμος να μη κινδυνεύει να εκφυλιστεί εις μια δυαδική εγωιστική σχέση. Η απαγόρευση των κανόνων για την τέλεση γάμου μετά την χειροτονία δεν οφείλεται ως περιφρόνηση προς το γάμο, αλλά εις λόγους εκκλησιαστικής ευταξίας και προφυλάξεως των κληρικών από τον περισπασμό της εξευρέσεως συζύγου.


Τι θα σκέπτονται οι ενορίται εάν ο ποιμήν των και <<πατήρ εν Χριστώ>> αναζητεί νύμφη μεταξύ αυτών. Ο ιερεύς πρέπει να είναι ώριμος ανήρ και να έχει φθάσει εις πλήρη σταθερά ζωή το ενδεχόμενο αναζητήσεως συντρόφου φυσικά θα του δημιουργήσει αστάθεια. Δια λόγους όμως ποιμαντικούς η Εκκλησία εδέχθη όπως οι επίσκοποι μόνο προς της χειροτονίας των να χωρίζονται των συζύγων των με σύμφωνη γνώμη αυτών. Αργότερα επικράτησε το να επιλέγονται οι επίσκοποι από τις τάξεις των μοναχών. Και αυτό για λόγους ποιμαντικούς για να είναι ο επίσκοπος τελείως απερίσπαστος από το ποιμαντικό του έργο.


3


Εν πρώτοις ο γάμος θεωρείται ως γεγονός προσωπικόν. Η εν τω γάμω κοινωνία των προσώπων εδραζόμενη επί της αγάπης είναι μοναδική και μόνιμος. Την μοναδικότητα τη εν τω γάμω σχέσεως αίρει ο δεύτερος ή τρίτος γάμος που γίνονται τη συγκατάβαση προς την ανθρώπινη αδυναμία γίνονται δεκτοί. Η εκκλησιαστική παράδοση έθετε βάρος εις την μοναδικότητα του αυθεντικού χριστιανικού γάμου και εις την μονιμότητα της συζυγικής κοινωνίας.


Το πρώτον συνοικέσιον νόμος, το δεύτερο συγχώρησις, το τρίτον παρανομία. Σοβαρόν ποιμαντικόν πρόβλημα αποτελεί σήμερον ο μέγας αριθμός διαζυγίων όστις μαρτυρεί δια την εν συνείδηση των χριστιανών άμβλησιν του μυστηριακού χαρακτήρος του γάμου. Θεωρούμενου περισσότερον ως δικαιοπραξίας κατόπιν κοινής συναινέσεως και ουχί πρωτίστως ως ιεροπραξίας τελούμενης εν τη χάρητι του Αγίου Πνεύματος. Η εκδοχή του γάμου ως δικαιοπραξίας συνεπάγεται και την εύχερη διάλυσιν αυτού όταν αρθεί η κοινή συνοίκησις των συζύγων. Η εκκλησία ηγωνίσθη σθεναρώς κατά την βυζαντινήν περίοδον ίνα επιβάλει την μυστηριακήν θεώρησιν του γάμου και κατάργηση το κοινή συναινέσει διαζύγιον.


Την κατάργησην ταύτην επέτυχε η Εκκλησία δια της νομοθεσίας των Ισαύρων οίτινες ενεστερνίθησαν και ενεπνεύσθησαν υπό της Θεολογίας της Εκκλησίας. Παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία ηγωνίσθη κατά του κρατουσών εν τη πολιτεία νόμους απεριορίστου παροχής διαζυγίων. Εν τούτοις δεν απέκλεισε το διαζύγιον πιστεύουσα ότι η μονιμότις του χριστιανικού γάμου δεν δύναται να θεωρείται πάντοτε ως διατηρούμενη εν πάση περίσταση διαμονής της δυνάμεως μιας νομικής επιβεβαίωσης και ότι <<Η ενότης του ζεύγους δεν δύναται να διατηρηθεί υπό μόνης της δυνάμεως των νομικών καταναγκασμών>>.


Η ανοχή του διαζυγίου δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία θεωρεί και ηθικώς ανεύθυνους τους συζύγους δια το διαζύγιον και μάλιστα τους έχοντας όλην ή και την μεγαλύτερην ευθύνη δια τον χωρισμόν. Κατά τους Ιερούς Κανόνας, οι ερχόμενοι εις δεύτερον γάμον τελούν υπό επιτίμιον πρόσκαιρου αποχής από της Θείας Κοινωνίας. Εις την σύγχρονον επιβληθείσα ανθρωποκεντρική ποιμαντική κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων, έχει δυστυχώς ατονήσει η τοιαύτη αντιμετώπισις των ερχόμενων εις δεύτερον ή τρίτον γάμον με αποτέλεσμα να αμβλύνεται εις την συνείδησιν των πιστών. Συντελούντος και του εν γένει αντιπνευματικού κλίματος της εποχής μας. Η ιερότις και μοναδικότης της συζυγικής κοινωνίας έχει εκπέσει, έχει απαξιωθεί συντελούντας την ανοχή της Ιεραρχίας.


4


Βασικόν αίτημα δια την σύχρονον ποιμαντική του γάμου προς διάσωσιν αυτού είναι η υπό των πιστών βίωσις αυτού προέχοντος ως μιας εν Κυρίω σχέσεως ως μυστηρίου θεανθρώπινης κοινωνίας του οποίου η διάλυσις αποτελεί βαρύτατον αμάρτημα. Η θεώρησις του γάμου υπό την επίδρασιν της εκκοσμικεύσεως που καλλιεργείται στους κόλπους της Εκκλησίας, δίνει εις τον γάμο χαρακτήρα κοινωνικού θεσμού και βιολογικού γεγονότος. Εστερημένου του μυστηριακού χαρακτήρος.


Αυτό λειτουργεί αρνητικά εις την εν Κυρίω προκοπήν των συζύγων και τη διάσωσιν του γάμου. Εις την έλλειψιν της μυστηριακής θεωρήσεως του γάμου συμβάλει τα μέγιστα η έλλειψις ποιμαντικής προετοιμασίας των μελλόνυμφων, η τυπική τέλεσις της ακολουθίας, η υποχρέωσις τελέσεως θρησκευτικού γάμου ακόμη και μεταξύ δηλούντων ότι δεν δέχονται την πίστη της Εκκλησίας και τέλος η τυπική παρέμβαση του Επισκόπου δια την λύσιν του γάμου ενώ θα έπρεπε η παρέμβαση του Επισκόπου προ του γεγονότος περί διαλύσεως του γάμου να προηγείται και όχι να υπογράψει την λύσιν του γάμου ελαφρά τη καρδία χωρίς να έχει να πει τίποτα για τη διάσωση του.


Έναντι όλων αυτών των ζητημάτων επιβάλλεται όπως επανεξεταστεί η στάση της Ιεραρχίας προς την ριζική θεραπείαν των περί των γάμων προβλημάτων σύμφωνα με την κανονικοθεολογικήν παράδοσιν. Η τυπική και συμβατική στάσις της Ιεραρχίας έναντι του γάμου συντελεί ασφαλώς εις την καταστροφήν αυτού.


Η υπό της Εκκλησίας θέσπισις και χρήσις των Ιερών Κανόνων ως Νόμου και Δικαίου αυτής είναι σύμφωνος προς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, κατά την οποίαν ο Νόμος ως έκφρασις της χάριτος αποτελεί δώρον του Θεού προς τον λαόν Του. Έχει παιδαγωγικόν και ποιμαντικόν χαρακτήρα και βοηθεί εις την ανύψωσιν του πιστού εις την εν Χριστώ ελευθερίαν. Η κατανόησις του αληθούς χαρακτήρος του Νόμου εν τη Αγία Γραφή ως και της σχέσεως Νόμου και χάριτος βοηθεί και εις την ορθήν τοποθέτησιν του ζητήματος της σχέσεως Ιερών Κανόνων και Ποιμαντικής, ώστε να μη κινδυνεύει η ποιμαντική εκ των δύο επικίνδυνων ακροτήτων, ήτοι αφενός της εκνομικεύσεως αυτής ως συνέβη εις τον παπισμόν και αφ’ ετέρου του αντινομισμού ως συνέβη εις τον Προτεσταντισμόν. Μετά την εν τη εισαγωγή εξέτασιν του θέματος τούτου ακολουθεί θεώρησις των εκκλησιολογικών και κοινωνικών προϋποθέσεων της Ποιμαντικής Διακονίας.


5


Η Ορθόδοξος Ποιμαντική είναι εκκλησιολογική, δεν εννοείται εκτός του μυστηρίου της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως θεανθρώπινη εν Χριστώ Κοινωνία είναι ο χώρος που δύναται να καρποφορήσει το ποιμαντικόν έργον. Είναι η αφετηρία αλλά και το τέλος της Ποιμαντικής διότι η Ποιμαντική προϋποθέτει την Εκκλησίαν αλλά και σκοπεύει εις την τελειοτέραν και πλέον συνειδητήν ενσωμάτωσιν του ποιμενόμενου εις Αυτήν ως Σώμα Χριστού δια να τύχει της θεώσεως. Εις του Ιερούς Κανόνας εξαιρείται η φύσις της Εκκλησίας ως Κοινωνίας Θεού και ανθρώπων εν Χριστώ. Τελεσιουργείται εις τα Ιερά Μυστήρια και ιδιαιτέρως την Θείαν Ευχαριστίαν και τας λοιπάς συνάξεις της Εκκλησίας.


Η εν τη Εκκλησία ενότις χορηγείται ως δώρον υπό του Θεού και διακρίνεται πάσης άλλης ανθρώπινης ενότητος χαρακτηριζόμενη ως καθολική ενότις. Εν τη καθολική ενότητι της Εκκλησίας ο πιστός μορφούται εις καθολικόν άνθρωπον ήτοι ενοποιημένον Άγιον και αληθώς οικουμενικόν άνθρωπον. Η ποιμαντική διακονία αποβλέπει επίσης να οικειώσει ει τον άνθρωπον την Αλήθειαν ήτις διασώζεται εν τη Ιερά Παράδοση αυτής. Η παραδιδόμενη Αλήθεια της Εκκλησίας δεν είναι λογικά σχήματα, αλλά ενυπόστατος, δηλαδή ο Θεάνθρωπος Χριστός, η κεφαλή και το Σώμα του. Εντεύθεν και το ποιμαντικόν έργον ως αποκαλύπτον την Αλήθειαν. Διαφέρει ουσιωδώς πάσης άλλης ανθρωπιστικής βοηθείας και συμπαραστάσεως προς τον άνθρωπον. Εξετάζεται μετά ταύτα ο χαρακτήρ και η θέσις των Ιερών Κανόνων εν τη Εκκλησία.


Οι Ιεροί Κανόνες καίτοι συνιστούν Νόμον της Εκκλησίας εν τούτοις διαφέρουν ουσιωδώς παντός άλλου νόμου, διότι αν και δεν στερούνται νομοτεχνικής διατυπώσεως, έχουν θεολογικήν βάσιν και ποιμαντικόν στόχον. Συνετάγησαν ως απαντήσεις και προς αντιμετώπισιν συγκεκριμένων ποιμαντικών αναγκών της Εκκλησίας και εκφράζουν εν χρόνω την αιώνιαν Αλήθειαν της. Εκφράζουν επίσης την θεανθρώπινην βούλησιν της Εκκλησίας αφού δεν δυνάμεθα να διακρίνωμεν τους Ιερούς Κανόνας εις Κανόνας Θείου Δικαίου και εις Κανόνας ανθρώπινου (εκκλησιαστικού) Δικαίου. Εφόσον παν ότι τελείται εις την Εκκλησίαν είναι εκ συνεργίας του Θείου και ανθρώπινου παράγοντος. Εις την Ορθοδοξίαν οι Ιεροί Κανόνες δεν αποτελούν το αίτιον της συστάσεως της Εκκλησίας αλλά το επακόλουθον αυτής. Η Εκκλησία δεν ιδρύθη ως νομικόν καθίδρυμα όπερ εν συνεχεία επληρώθει δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, αλλά συνεστήθη ως μυστήριον θεανθρώπινης εν Χριστώ Κοινωνίας δια της ενανθρωπήσεως του Λόγου το οποίον εν συνεχεία έπρεπε να διασφαλισθεί και δια των Ιερών Κανόνων.


6


Οι Ιεροί Κανόνες λόγω του θεολογικού των χαρακτήρος είναι κατά το πνεύμα αυτών αμετάβλητοι και ακαινοτόμητοι ως εκφράζοντες εν χρόνω την αιωνίαν αλήθειαν και ουσίαν της Εκκλησίας. Λόγω όμως και του ποιμαντικού των χαρακτήρος δύνανται κατά το γράμμα και την μορφήν να συμπληρωθούν και να τροποποιηθούν υπό ορισμένας προϋποθέσεις. Δια της θεσπίσεως νέων Κανόνων υπό των αρμοδίων Εκκλησιαστικών οργάνων, ώστε να αντιμετωπίζονται ποιμαντικώς αι νέαι ιστορικαί πραγματικότηται. Ουδέποτε πάντως επιτρέπεται να αλλοιούται και προσαρμόζεται η υποκείμενη εις του Ιερούς Κανόνας δογματική και Εκκλησιολογική βάση. Διότι τούτο θα εσήμαινε έκπτωσιν από της θεανθρώπινης Αληθείας και πραγματικότητος της Εκκλησίας. Τέλος, η κοινωνική ευταξία όχι μόνον δεν περιορίζει την εν Χριστώ ελευθερία αλλά εξασφαλίζει αυτήν.


Καθόσον όπου τηρούνται οι Ιεροί Κανόνες περιορίζονται τα ανθρώπινα πάθη τα οποία εμποδίζουν την βίωσιν της ελευθερίας. Φορείς του ποιμαντικού έργου είναι οι δια της χειροτονίας κατασταθέντες λειτουργοί της Εκκλησίας. Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και ο διακωνών αυτούς Διάκονος. Ούτοι δεν έχουν ίδιαν Ιερωσύνην αλλά μετέχουν εις την Ιερωσύνη του Χριστού όντες εικόνες αυτού, δέον δε να διάγουν βίον ανεπίληπτον. Η διάκρισις Ιερωμένων και λαϊκών δεν είναι οντολογική αλλά λειτουργική. Έκαστος κατά το δοθέν αυτοχάρισμα διακονεί εν τη Εκκλησία. Οι ποιμένες έλαβον το χάρισμα να ποιμαίνουν, οι ποιμενόμενοι να μαρτυρούν δια την Αλήθειαν της Εκκλησίας.


Κατά την άσκησιν του ποιμαντικού έργου οι ποιμένες υποχρεούνται να ενεργούν <<συνοδικώς>> δια της όλης αυτών στάσεως και ποιμαντικής μεθόδου να εκφράζουν τον συνοδικόν χαρακτήρα του πολιτεύματος της Εκκλησίας. Η συνοδικότις ή συνοδισμός ήτοι ο συνοδικός τρόπος διαχειρίσεως των της Εκκλησίας πραγμάτων δεν εξαντλείται μόνον κατά την σύγκλησιν των Συνόδων υπό τας διαφόρους μορφάς αυτών, αλλά πρέπει να εκφράζεται και εις πάσαν εκδήλωσιν της εκκλησιαστικής ζωής και της Ποιμαντικής Διακονίας. Δια του συνοδισμού εκφράζεται η φύσις της Εκκλησίας ως θεανθρώπινης εν Χριστώ Κοινωνίας.


Τυχόν μη συνοδική ασκήσις της Ποιμαντικής συνιστά παρέκκλιση από της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η μη άσκηση της συνοδικής ασκήσεως ερμηνεύεται ως άσκηση εξουσίας επί του πληρώματος και επί του σώματος του Ιησού Χριστού. Έτερον βασικόν κεφάλαιον δια την Ορθόδοξον Ποιμαντική είναι το της θεραπείας του νοσούντος υπό της αμαρτίας ανθρώπου. Η αμαρτία ως νόσος πολυειδής προκαλεί τον πνευματικόν θάνατον του ανθρώπου, χωρίζουν αυτόν από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής. Η ίασις από της αμαρτίας γίνεται μόνον δια της μετανοίας. Δια την απόκτησιν ειλικρινούς μετανοίας συμβάλλουν τα επιτίμια, τα οποία έχουν θεραπευτικόν και όχι δικανικόν χαρακτήρα. Επιβάλλονται δε καθ’ ορισμένας αρχάς αίτινες συνάγονται εκ των Ιερών Κανόνων βαρείαι και δυσίαται μορφαί αμαρτίας αποτελούν οι αιρέσεις και το σχίσμα. Αποτελούν επίσης μέσα δι’ ων ο διάβολος προσπαθεί να ματαιώσει την σωτηρίαν των ανθρώπων δια της αποκοπής αυτών από της ζωηφόρου εκκλησιαστικής κοινωνίας.


7


Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας εις του Ιερούς Κανόνας δεν θεωρούν την αίρεσιν υπό το πρίσμα του συγκρητισμού και σχετικισμού αλλά λαμβάνουν έναντι αυτής απόλυτον στάσιν καταδικάζοντες αυτήν ως τι το φρικτόν και αποτρόπαιον. Ομοίως θεωρούν και το σχίσμα. Προς του αιρετικούς δεικνύουν αγάπην και λαμβάνουν όλα τα δυνατά μέσα δια την επιστροφήν αυτών. Το ποιμαντικό έργον της Εκκλησίας σκοπεύει επίσης να βοηθήσει τον αγωνιζόμενον χριστιανόν να πορευθεί προς την Βασιλείαν των Ουρανών. Δια της οδού την οποίαν εξέλεξαν είτε δια της οδού της κατά Χριστόν παρθενία και μοναχισμού είτε δια της του κατά Χριστόν γάμου.


Αμφότεροι οι οδοί οδηγούν εις την σωτηρίαν. Αμφότεροι οι οδοί παρθενίας και γάμος αξιολογούνται ως καλάι και άγιαι. Αν και η παρθενία θεωρείται ως ανώτερα διότι έχει εσχατολογικόν χαρακτήρα. Εις τους Ιερούς Κανόνας υπάρχουν πολύτιμα στοιχεία αφορώντα εις την Ποιμαντικήν των μοναχών και των έγγαμων. Είναι βασική θέσις διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων και των Ιερών Κανόνων ότι όχι μόνον ο μοναχός αλλά και ο έγγαμος χριστιανός οφείλει να βιοί εν ασκητικό πνεύματι αναλόγως των ιδιαιτέρων συνθηκών του βίου τον οποίον εξέλεξεν. Η άσκησις συνιστά όρον αναγκαίον δια την διαμόρφωσιν του Ορθόδοξου ήθους και την ανύψωσιν του ανθρώπου εκ του παρά φύσιν εις το κατά φύσιν και του κατά φύσιν εις το υπέρ φύσιν.


Μετά την εν ταπεινοφροσύνη και Ορθοδόξω εκκλησιαστικό φρονήματι προσέγγισιν των Ιερών Κανόνων κατανοείται η σημασία τους δια την διασφάλισιν της ενότητας και ειρήνης εν τη Εκκλησία και την ορθήν ποιμαντική χειραγωγίαν των μελών της. Αυτός που θα ασχοληθεί με τους Ιερούς Κανόνες τους αντιλαμβάνεται ως πολύτιμο δώρον του Θείου της Εκκλησίας προς τους Ποιμένας και τους ποιμενόμενους και αισθάνεται την ανάγκην εν ευχαριστία πολύ προς τον Κύριον να επαναλαμβάνει μετά των Αγίων Πατέρων της Ζ’ οικουμενικής Συνόδου <<ασμενώς δεχόμενοι (τους Ιερούς Κανόνες) μετά του Θεοφάντορος Δαυίδ άδομεν προς τον Δεσπότην Θεόν λέγοντες <<Εν τη οδώ των μαρτυριών σου ετέρφθην ως επί παντί πλούτω>> και <<ενετείλω δικαιοσύνη τα μαρτύρια σου εις τον αιώνα συνέτισαν με και ζήσομαι>> (Ψαλμ. ΡΙΗ’ 14-138-144).


Δόξα τη ση αήτητω δύναμη. Δόξα τη ση ανείκαστω ισχύ. Δόξα τη Αγαθότητα σου εκφράζουσα το άπειρο έλεος σου.


Στο επόμενο κείμενο θα μιλήσουμε περί Ενορίας.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page