Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ Ε' ΜΕΡΟΣ
- vlaxosalexandros20

- 29 Σεπ 2021
- διαβάστηκε 13 λεπτά

1
Ζόφωσιν την του σκότους διεχωρίσας φάους ημέρας και εκαλέσας νύκτας. Εργασίας εξ ημέρινης τον άνθρωπον ηρεμείν θέλω σώματος. Αυγήν δε σου τρισάκτινον θεότητος υμνείν βοώντα.
Το λειτούργημα τούτο, το οποίον ενεργοποιούν οι επίσκοποι ιδιαιτέρως εις τας Συνόδους, αλλά και εν ανάγκη προ αυτών δια της διακοπής του μνημοσύνου των εις κατεγνωσμένην αίρεσιν πεσόντων Μητροπολιτών ή Πατριαρχών. Κατά την ερμηνεία του Βαλσαμώνος <<Νομίζω δε ότι εάν μη ακριβή κατάληψιν έχουσιν ούτοι των δογματικών όρων και των κανονικών παραγγελιών και οι διδάσκοντες οι αποφαινόμενοι εκτραπώσιν εκ της ευθείας και βασιλικής οδού προς διδασκαλίας ασεβείς και ακανόνιστους αποφάσεις. Κανονικώς καθαιρεθήσονται και εις ουδέν επανέρχονται έστω και ως μετά μελός>>. Επίσης <<Διακοπή Κοινωνίας προς Επίσκοπον επιτρέπεται μόνο δε ευσεβείαν και δικαιοσύνην και όχι δια φιλαρχίαν (Λ.Α. Αποστολ)>>.
Τα επιτίμια αυτά προϋποθέτουν γνώσιν θεολογικήν, όχι βεβαίως εν διανοητική μόνον έννοια. Αλλά εν τη αγιοπατερική έννοια της μυστικής κοινωνίας και γνώσεως του Τριαδικού Θεού και των ενεργειών αυτού προς διάκρισιν από τας ενέργειας του διαβόλου. Άλλες λέξεις όχι μόνο <<μορφωμένοι>> ή κοινωνικώς δραστήριοι αλλά άγιοι και χαρισματούχοι εκφράζουν την αλάθητον συνείδησιν της Εκκλησίας. Οι Επίσκοποι οφείλουν να απέχουν από πάσης μορφής κοινωνικά έργα. Η ενασχόληση τους με κοινωνικά έργα μοιραίως παρασύρει αυτούς εις μίαν ανθρωποκεντρική ποιμαντική. Δεν επιτρέπει εις αυτούς ο εκ δεξιών πειρασμός να είναι οι κατεξοχήν θεολόγοι, διδάσκαλοι και οδηγοί του λαού του Θεού εις την αλήθεια της Εκκλησίας.
Απαίτησις της Εκκλησίας δια τους επισκόπους και γενικότερα από αυτούς που αναλαμβάνουν <<οικειοθελώς το ύψιστο καθήκον του ποιμένα>>, είναι να είναι σύμμορφοι με το Πνεύμα και το γράμμα των Ιερών Κανόνων. Η εκραζόμενη βούληση των Ιερών Κανόνων είναι όπως ούτοι παρέχουν εις τους πιστούς υπόδειγμα αγίας ζωής να είναι κανόνες πίστεως και αγιότητος να είναι <<έμπροσθεν εις όλους ζωντανόν παράδειγμα και εικών κάθε ευταξίας και αρετής και παρακίνησης προς κάθε αγαθοεργία>> (Πηδάλιον 61-62-μ.β. Αποστ.).
Κατά τον (Ι.Β. της Λαοδικείας) <<όντες εκ πολλού δεδοκιμασμένοι εν τέτοιο λόγω της πίστεως και τη ευθέως βίου πολιτεία>>. Η επί πολύν χρόνον δοκιμασία εις έκαστον βαθμόν είναι αναγκαία δια να αποδειχθεί <<Η πίστις (αυτών) και η των τρόπων καλοκαγαθία. Και η στερότις και η επιείκεια γνώριμος γενέσθε δυνάσεται>> (Ι’ Σαρδ.). Μετά τοιαύτην δοκιμασίαν το ποίμνιον δύναται να αναγνωρίσει τους ποιμένας ως οδηγούς και διδασκάλους του.
Το ποιμαντικόν έργον δύναται να ασκείται μόνον όσον <<ο βίος ορθώς εστί και μηδέν τούτοις αντίκειται>>. Το δε <<εν λαϊκοίς επιλήψιμον πολλώ μάλλον εν κληρικοίς οφείλει καταδικάζεσθαι>> (Ε’ Καρθαγ.). Οι <<τω θυσιαστηρίω προσεδρεύοντες, ήτοι δουλεύοντες>> οφείλουν να τηρούν σωφροσύνην και εγκράτειαν (δ’ Καρθαγ.) δια να έχουν και την προς τον Θεόν παρρησίαν <<ίνα ο παρά του Θεού απλώς αιτούσιν επιτύχειν>> (Γ΄Καρθαγ.). Δια δε <<την ολίγον αναισχυντία πλεονάκις το θείον και σεβασμιότητατον όνομα της Ιεροσύνης εις κατάγνωσιν εληλυθέντα>> (Κ’ Σαρδ.) ή λοιδορείται υπό των ανθρώπων (ΚΣΤ’ Δ).
2
Οι Ιεροί Κανόνες εφιστούν την προσοχήν των κληρικών δια το ανεπίληπτον της συμπεριφοράς των. Δια των γνωστών κολλημάτων εμποδίζονται από της Ιεροσύνης, οι μετά το βάπτισμα υποπέσοντες εις βαρέα αμαρτήματα, ενώ μη κολλητικά της ιεροσύνης αμαρτήματα εξαλείφονται δια της χάριτος της χειροτονίας (θ’ Νεοκ).
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, επομένως δικαιωματικά απαιτεί από τους υποψήφιους κληρικούς καθαρότητα βίου επιτρέπουσαν την ιερουργίαν ενώπιον του καθαρότατου Κυρίου. <<Ώστε τους εν κλήρω καταλεγόμενους και άλλοις τα θεία διαπορθμεύοντας καθαρούς αποφήναι και λειτουργούς αμώμους και της νοεράς του μεγάλου Θεού και θύματος και αρχιερέως θυσίας αξίους>>. Εκτός τούτου είναι ανακόλουθον <<ευλογείν έτερον τον τα οικεία τη μελείν οφείλοντα τραύματα>> (γ’ ΣΤ.).
Κατά τον Κ.Σ.Τ’ της Σ.Τ. <<ευλογία γαρ αγιασμού μετάδοσις εστίν οδέ τούτον μη έχων δια το εκ της αγνοίας παράπτωμα πως ετερωμεταδόσει. Μήτε τινών δημοσία μήτε ιδία ευλογήτω, μήτε το Σώμα του Κυρίου διανέμετω ετέρους μήτε τι άλλο λειτουργήτω. Αλλ’ αρκούμενος τη προεδρία προσκλαίετω ετέρους και τω Κυρίω συγχωρηθήναι αυτώ το εκ της αγνοίας ανόμημα>>. Η υπό των χειροτονούντων είναι επιβεβλημένη η ακριβής εξέτασις του βίου των χειροτονούμενων και των συνθηκών που εισέρχονται εις τον κλήρον, είναι απαραίτητος μόνον όταν εβρεθεί αδιάβλητος ο υποψήφιος είναι δυνατόν να χειροτονείται. Τότε θα διατηρείται καθαρόν το <<σύνειδος>> των χειροτονούντων και αδιάβλητος <<Η ιερά και σεπτή λειτουργία>>. Ως κριτήριον δια την ανύψωσιν εις την Ιεροσύνην να λαμβάνεται υπόψιν μόνον η προσωπική αξία και αρετή του χειροτονούμενου και όχι για οποιοσδήποτε άλλους λόγους ή προσόντα που δεν συνάγουν με το εκκλησιαστικό ήθος.
Οι κληρικοί πρέπει να είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι εις παν ότι θα εσκανδάλιζε τους ανθρώπους αποφεύγοντας ενέργειες αι οποίαι πιθανόν δεν βλάπτουν τους ιδίους αλλά σκανδαλίζουν το ποίμνιον. Επιπλέον οι ποιμένες οφείλουν να είναι απαθείς διότι εμπαθείς όντες καθίστανται αναίσθητοι και υπόκεινται εις την οργήν του Θεού και εις βαρέα πνευματικά επιτίμια από άνωθεν στους παραβάτες των θείων εντολών και των Αποστολικών διατάξεων (Δ’Ζ).
Η όλη στάσις και εμφάνισις των Ιερωμένων επιβάλλεται να είναι κόσμια κατά Χριστόν σεμνήν και ταπεινόφρον. Το <<μη χαίριν τοις πρωτοκλησίας>> λεγόμενον δια τοις διακονίοις ισχύει δια πάντα ιερωμένων, <<το δε αυτό φυλαχθήσεται και επί των λοιπών ιερών ταγμάτων επειδή των κατά κόσμων αξιωμάτων κρείττονα τα πνευματικά επιστάμεθα>> (Ζ’ ΣΤ).
Εις πάσαν δε περίπτωσιν, ακόμη και εις τας σεμνάς κοινωνικά συναναστροφάς ως είναι αι συνεστιάσεις μετά Θεοφοβούμενων και ευλαβών ανδρών, να αποβλέπει εις την πνευματικήν ωφέλειαν των μεθ’ ων συναναστρέφεται <<ίνα και αυτή η συνεστίασις προς κατόρθωσιν πνευματική αναγάγει αυτούς>> (ΚΒ’ Ζ). Χρέος τέλος του Ιερωμένου είναι όπως οδηγεί και τα τέκνα τους εις την χριστιανικήν ζωήν αποτρέπων ταύτα από εφάμαρτων διασκεδάσεων.
Είναι αυτονόητον ότι το Ιερατικόν ήθος ως απαιτούν και περιγράφουν αυτό οι Ιεροί Κανόνες, δεν είναι εξωτερική συμμόρφωσις προς αντικειμενικόν ηθικόν νόμον, αλλά το ήθος της ελευθέρας και εξ αγάπης υπακοής εις το θέλημα του Θεού. Η προς τους αδελφούς εξάλλου αγάπη υποχρεεί έσωθεν τον ιερωμένον, όπως προσέχει την εξωτερικήν διαγωγήν του, δια να μη παράσχει αφορμάς σκανδάλου εις τους αδελφούς του κατά το <<πάντα μοι εξέστιν, αλλα ού πάντα συμφέρει>> (Α΄Κορ. Στ’ 12).
3
Ο άξιος Ιερωμένος προσέχει πάντοτε να μη προτιμά <<τα είδωλα του Χριστού>>, υπό τον όρον <<είδωλα>> νοουμένων πάντων των απολυτοποιούμενων και θεοποιούμενων σχετικών καθ’ εαυτάς αξιών και να μη προδίδει δεύτερον τον <<άπαξ υπέρ ημών σταυρωθέντα Χριστό>>. Επιβάλλεται στον κάθε πιστό, αλλά ιδιαιτέρως στους ιερωμένους εν τη Εκκλησία <<πεπιστευόμεθα το Σώμα και το Αίμα Χριστού>>. Το ιερατικόν ήθος ως και χριστιανικόν γενικότερον ήθος, έχει χριστολογικήν και εκκλησιολογικήν βάσιν. Η μετοχή εις το κοινόν Σώμα και Αίμα Χριστού δίδει την δυνατότητα εις τον Ιερωμένον της θεανθρώπινης αγάπης και του θεανδρικού ήθους του Χριστού. (Αυτό είναι στην αποκλειστική επιλογή του Ιερωμένου. Ο Θεός δίνει δυνατότητες, ποτέ μα ποτέ δεν αναγκάζει).
Η λειτουργικώς υπερέχουσα θέσις των ποιμένων δεν συνεπάγεται έκπτωσιν των λαϊκών εκ της χαρισματικής των θέσεως εις την Εκκλησία.
Λαϊκοί δεν είναι απλώς οι μη κληρικοί αλλά οι δια των Αγίων Μυστηρίων και οι δια του βαπτίσματος και του χρίσματος χαρισματούχοι χριστιανοί. Οίτινες αποτελούν τα άγια και τετιμημένα μέλη του λαού του Θεού και του σώματος του Χριστού. Κατά τον <<ΣΤ’ της Β’>> είναι <<το λαϊκόν τάγμα>> το συμμετέχον εις παν ότι συμβαίνει εις την Εκκλησίαν, σύμφωνας προς το λειτούργημα το οποίον έχει κληθεί ως λαός του Θεού να επιτελεί.
(Το ότι σήμερα σ’ αυτό το λαϊκό Σώμα κατά παράβαση των ιερών Κανόνων και αρχών της Εκκλησίας έχει αποκλειστεί η συμμετοχή του στα τεκταινόμενα της Εκκλησίας γεννά πολλά ερωτηματικά. Αν θέλετε απαντήσεις ρωτήστε εις τους κατά τόπους Μητροπολίτες). Εκ του λαϊκού αυτού σώματος δια της χειροτονίας ανυψούνται εις το ειδικόν λειτούργημα της ιεροσύνης. Είναι βεβαίως αληθές ότι οι λαϊκοί έχουν εν τη Εκκλησία θέση-τάξιν ποιμενώμενων και διδασκόμενων μη δυνάμενοι, άνευ χειροτονίας να αναχθούν εις την τάξιν των ποιμένων και διδασκάλων υπερβαίνοντες την <<ιδίαν τάξιν>> (ΝΗ’ – ΣΤ’).
Ο ανωτέρω Κανών εκφράζει και συνοψίζει την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων περί της ιδιαιτέρας λειτουργίας, ην έκαστη τάξις δέον να επιτελεί εν τη Εκκλησία άνευ συγχύσεως αυτών. Η μετοχή εξ άλλου των λαϊκών δια των Αγίων Μυστηρίων εις το τρισσούν αξίωμα του Κυρίου δεν συνεπάγεται μεταβίβασιν εις αυτούς της ποιμαντικής εξουσίας. Δεν καθιστά αυτούς ποιμένας και διδασκάλους του Θεού. Οι λαϊκοί καθίστανται ιερείς εν τη έννοια ότι δύνανται να προσφέρουν εαυτούς θυσίαν τω Θεώ. Προφήται εν τη έννοια ότι δύνανται να γνωρίζουν τα μυστήρια του Θεού και Βασιλείς εν τη έννοια ότι δύνανται να βασιλεύουν επί των παθών τους.
Ποιμένες και ποιμενόμενοι είναι μέλη του σώματος του Χριστού. Αλλά μόνον οι ποιμένες είναι εις τύπον και τόπον της θείας κεφαλής του σώματος. Είναι βεβαίως αληθές ότι κατά το πνεύμα των Ιερών Κανόνων και της εν γένει παραδόσεως της Εκκλησίας, οι λαϊκοί μετέχουν ενεργώς εις την ζωήν αυτής και συνεργάζονται μετά των ποιμένων αυτών δια την πραγμάτωσιν των σκοπών της Εκκλησίας. Με τη Θεία Λατρεία, κλήρος και λαός, προσφέρουν την δοξολογίαν και μάλιστα την Αγίαν αναφοράν εις τον Τριαδικόν Θεό εν ενότητι. Ο επίσκοπος ή ο ιερεύς δεν προσφέρει την Ευχαριστίαν μόνο δια τον λαόν και υπέρ του λαού, αλλά και μετά του λαού ως κεφαλή του σώματος και προϊστάμενος της συνάξεως.
4
Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι εν τη Ορθόδοξω Εκκλησία η όλη λειτουργική κίνησις δεν περιορίζεται εις το Άγιον Βήμα αλλά εκτυλίσσεται μεταξύ Αγίου Βήματος και κυρίως Ναού, όπου ίσταται ο λαός. Και οι ψάλτες οι οποίοι είναι σύνδεσμος μεταξύ ιερουργού και πληρώματος για το λόγο αυτό οι ψάλτες πρέπει να έχουν χειροτονία, άνευ χειροτονίας δεν επιτρέπεται συμμετοχή στο ψαλτήρι. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο ιερουργός δεν μπορεί να τελέσει Θεία Λειτουργία μόνος του άνευ λαού. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιερέας που θα τελέσει τη Θεία Θυσία υποχρεούται να ζητήσει δια ζώσης φωνής συγχώρηση από το πλήρωμα πριν από τη θεία διαδικασία. (Σύμφωνα με κάποιους εκκλησιαστικούς συγγραφείς μόνο τη στιγμή της Θείας Θυσίας ο ιερέας είναι μόνος χωρίς συμμετοχή του λαού είναι αυτός και ο Θεός σε άμεση επαφή και κοινωνία).
Όσον αφορά δε την διοίκησιν και την διδασκαλία, η συμμετοχή του λαού είναι θεμελιώδης εφόσον χαρισματούχος ων και διδακτός θεού αποτελεί μετά του κλήρου την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας. Ο λαός (κρίνει, διακρίνει, εγκρίνει και αποδέχεται ή κατακρίνει και απορρίπτει) την διδασκαλίαν και τας πράξεις της ιεραρχίας.
Ο λαός έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να δεχθεί τους Επισκόπους οι οποίοι εκοινώνησαν της αιρετικής. Έτσι όταν ο Άγιος Απόστολος Παύλος λέγει εις τον Τιμόθεον <<Συ ούν τέκνον μου ενδυναμού εν τη χάρητι τη εν Χριστώ Ιησού και α ηκούσας παρ’ εμού δια πολλών μαρτύρων ταύτα παραθού πιστοίς ανθρώποις>> (Β’ Τιμ. 2, 1-2). Αποδεικνύεται ο ρόλος της Ιεραρχίας εις την μετάδοσιν της παραδόσεως όσον και τον ρόλον του λαού εις την διαβεβαίωσιν της παραδοσιακής αυθεντίας των λεγόμενων και πραττόμενων υπό της Ιεραρχίας. Δια τούτο ο Άγιος Απόστολος Παύλος λέγει εις ολόκληρον τον πιστόν λαόν <<κρατείτε τας παραδόσεις (Β’ Θεσσ. 2,15). Ως απεφάνθησαν και οι Πατριάρχαι της Ανατολής εν τη Εγκύκλιο αυτών της 6ης Μαΐου 1848 <<ο φύλαξ της Ορθοδοξίας, το σώμα της Εκκλησίας ο λαός αυτός εστί>>.
Δια τον λαόν του Θεού δεν έχει σημασίαν εάν ο επίσκοπος κυβερνά μόνος ή βοηθείται υπό λαϊκών αντιπροσώπων. Δεν έχει σημασία εις αμφότερας τας περιπτώσεις, ο λαός δεν ασκεί το λειτούργημα της μαρτυρίας δια το οποίον έχει κληθεί υπό του Θεού ο Επίσκοπος και το οποίον είναι το ειδικόν χάρισμα του Επισκόπου. Δημοκρατικαί αρχαί οσονδήποτε τέλειοι και ένα είναι, δεν έχουν θέσιν εις την Ορθόδοξη Εκκλησία διότι η Εκκλησία δεν είναι μια δημοκρατία, είναι ο λαός του Θεού. Ο εκλεγμένος υπό του Θεού και διορισμένος υπ’ Αυτού να υπηρετεί αυτόν εν τη Εκκλησία.
5
Η χαρισματική Μαρτυρία λειτουργικά είναι ουσιαστική και αναγκαία δια την ζωήν της Εκκλησίας. Οποιαδήποτε εξωτερικής και μη χαρισματικής συμμετοχής των λαϊκών εις το διδακτικόν και διοικητικόν έργον των ποιμένων ως η δι’ αντιπροσώπων εκλογή των Επισκόπων. Η συμμετοχή λαϊκών, η εξ οφίκιο εις εκκλησιαστικάς επιτροπάς, οι οποίοι ούτε έχουν χειροτονηθεί ή χαριτωθεί, δεν δύνανται αν κυβερνούν την Εκκλησίαν αλλά ούτε και να μαρτυρούν δια τον λαόν του Θεού. Η προσφορά των λαϊκών Θεολόγων ως μαρτύρων της πίστεως υπήρξε πάντοτε πολύτιμος δια την Εκκλησίαν. Ο λαϊκός δύναται να ενεργοποιήσει το χάρισμα της μαρτυρίας και να καταστεί <<Θεολόγος>> όχι δυνάμει ενός τυπικού πτυχίου Θεολογίας αλλά δυνάμει του βαθμού της εν μετανοία μετοχής αυτού εις το μυστήριον της Εκκλησίας. Εξάλλου αυτό απαιτείται και για την εκλογή Επισκόπου, είναι βασικό κριτήριο. Έτσι εξηγείται και η ενεργός συμμετοχή των λαϊκών ως συμβούλων εις τας Οικουμενικάς Συνόδους ως και το εν γένει θεολογικόν έργον αυτών. Επ’ αυτής της θεολογικής βάσεως είναι δυνατόν να δικαιωθεί η ενεργός συμμετοχή των λαϊκών εις το διδακτικόν έργον της Εκκλησίας και ουχί επί του Θείου Δικαίου δικαιώματος των λαϊκών. Καθίστανται διδάσκαλοι της πίστεως δυνάμει της μετοχής των εις το τρισούν αξίωμα του Κυρίου. Διδάσκαλοι της πίστεως δυνάμει της χειροτονίας των είναι μόνον οι Επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι. Τούτο είναι σαφές και εκ του περιεχομένου των σχετικών ευχών της χειροτονίας.
Το όλον πρόβλημα της συμμετοχής των λαϊκών εις το διδακτικόν και κυβερνητικόν έργον των ποιμένων δεν πρέπει να τίθεται εξωτερικώς εις τον αριθμόν, δηλαδή των δικαιωμάτων τα οποία παρέχει ο κλήρος εις τον λαόν δια να κηρύττει τον Θείον Λόγον ή να συνδιοικεί τα της Εκκλησίας. Αλλά εις το εάν και κατά πόσον ο λαός το εκκλησιαστικός πλήρωμα ασκεί χαρισματικώς το υπεύθυνον λειτούργημα της μαρτυρίας της Ορθοδόξου πίστεως. Η εγρήγορση της συνειδήσεως του πληρώματος της Εκκλησίας είναι βασική υποχρέωση των ποιμένων Επισκόπων. Η ευαισθητοποίησις αυτού του πληρώματος εις το λειτούργημα τούτο αν επιτευχθεί θα αποτελεί την καλύτερην προσφοράν των ποιμένων της Εκκλησίας προς τον λαόν του Θεού. Τότε θα είναι δίκαιο η αναφώνησις του λαού <<ΑΞΙΟΣ>>.
Σήμερον εν πολλής είναι αδρανές και ανενεργές τα χαρίσματα του Θεού προς τους ποιμένες. Με την αρνητική στάση τους καθιστά το Θεό ψεύτη ως προς επαγγελίες του προς το λαό του αυτόν που επιθυμούν να τον λατρεύουν και να ζουν σύμφωνα με τις δικές του οδηγίες. Χωρίς δογματική και θεολογική θεμελίωση δεν συντελείται η αφύπνιση του θεολογικού αισθητηρίου του Ορθόδοξου λαού. Η απαξίωση της Θεολογίας και ποιμαντικής που επεξεργάζεται η εκοσμικευμένη Ιεραρχία, είναι υπεύθυνη για τον αποχρωματισμό που συντελείται σε ευρεία κλίμακα σε ότι αφορά την Ορθοδοξία.
6
Όχι απλώς η ανυπαρξία αλλά η εντελώς ανύπαρκτη Ορθόδοξη μαρτυρία έχει μετατρέψει το Ορθόδοξο πλήρωμα να θεωρεί τον εν γένει Ορθόδοξο χώρο ως κοινωνικό οικονομικής κοσμικής κουλτούρας. Μόνον η επιστροφή εις την ποιμαντική και θεολογία των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων που πραγματοποίησαν αυτή την σύνθεση θα επιστρέψει η αναζωπύρωσις του θρησκευτικού συναισθήματος που θα συντελέσει στη δραστηριοποίηση του χαρίσματος της Ορθόδοξης μαρτυρίας. Η καθοδήγηση των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων δια των Ιερών Κανόνων, καθιστούν την ποιμαντική θεολογία και την θεολογία ποιμαντική.
Για να ανατραπεί το υπάρχον νοσηρό κλίμα που υπάρχει στο χώρο της Ορθοδοξίας, εξαρτάται από την Ιεραρχία. Το ερώτημα είναι αν θέλει την ανατροπή αυτή η Ιεραρχία. Αν με ρωτάτε, λέω δεν θέλει η Ιεραρχία μας να αλλάζει το υπάρχων καθεστώς. Την φύσιν της Εκκλησίας ως μυστηρίου θεανθρώπινης κοινωνίας εκφράζει και ο συνοδικός τρόπος λειτουργίας αυτής χαρακτηρισθείς και ως συνοδικότις ή συνοδισμός.
Η σύγκλισις Συνόδων και η εν γένει συνοδική διαχείρισις των της Εκκλησίας πραγμάτων δεν αποτελεί μεμονομένον γεγονός εις την ζωήν της Εκκλησίας. Αλλά έκφρασιν της βαθυτέρας ουσίας της ως κοινής ενώσεως των Εκκλησιών εδραζόμενης επί της κοινής πίστεως της ευχαριστιακής και μυστηριακής ενώσεως και της εν αλλήλοις αγάπης.
Η Εκκλησία ως πηγήν ζωής του επίγειου αυτής οργανισμού την <<Θείαν Κοινωνίαν>> κυριολεκτείται ο όρος <<κοινωνία>>. Διότι η Εκκλησία είναι η κοινωνία των κεκλημένων, είναι η ζώσα ένωσις προσώπων, είναι ως ελέχθη το Σώμα του Χριστού. Ακριβώς δε, η διαπίστωσις αυτή προσδιορίζει και την μορφήν και τον τύπον του Εκκλησιαστικού πολιτεύματος.
Εν τω συνοδικό συστήματι και εν τη οικουμενική Σύνοδο έβρεν η αρχαία Εκκλησία την μορφήν του πολιτεύματος της, ήτις ανταποκρίνεται απολύτως συνειδητά εις την ουσίαν της Εκκλησίας. Το γεγονός ότι η επιβολή του συνοδικού συστήματος υπήρξε ταχύτατη και γενική, αναντίρρητος και ομοιόμορφος, οφείλεται εις την βαθείαν συνείδησιν της Εκκλησίας ότι αποτελεί εκδήλωσιν ιδιότητος αναγόμενης εις την φύσιν και την ουσίαν αύτης απορρέουσαν εκ της συνειδήσεως της κοινωνίας και ενότητος αύτης εν τη ορθή πίστη, την αγάπη και την Θείαν Ευχαριστία.
Η Εκκλησία από της εποχής του Κυρίου και των Αποστόλων έζη συνοδικώς, της συνοδικότητος ταύτης εριζωμένης εν τη κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Προς δόξαν Αύτης φανερούται και η συνοδική ζωή της Εκκλησίας ως βεβαιεί και ο (ΛΔ’ Αποστολικός Κανών) <<Ούτω γαρ ομόνοια έσται και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου, εν αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Όταν η κεφαλή ασθενεί και δεν προβάλει υγιαίνουσα την ιδικήν της ενέργειαν και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος κακώς έχουσιν και άχρηστα γίνονται. Όταν ο επικεφαλής εις την Εκκλησία δεν έχει την πρέπουσαν εις αυτήν τιμήν, όλο το λοιπόν σώμα της Εκκλησίας ατάκτως βέβαια έχει να κινηθεί. Μόνο με την ομόνοια και αγάπη του σώματος θέλει δοξασθεί ο Θεός και Πατήρ, δια μέσου του Υιού αυτού, Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις εφανέρωσε εις τους ανθρώπους περί του Πατρός του.
7
Νομοθετώντας εν αγάπη λέγων <<Εν τούτω γνώσονται>> <<Εντολήν καινήν σας δίδω, να αγαπάτε αλλήλους καθώς εγώ σας ηγάπησα και σεις να αγαπάτε αλλήλους. Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους>> (Ιωάν. ΙΓ’ 34,35). Ο συνοδικός τρόπος ζωής της Εκκλησίας δεν εκδηλώνεται μόνον κατά την σύγκλησιν των Συνόδων, αλλά εις πάσαν πράξιν κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Πρωτίστως δε, μεταξύ των Επισκόπων ως κεφαλών των τοπικών Εκκλησιών, ως και εις πάσαν πράξιν κοινωνίας του πρώτου των Επισκόπων. Του εκάστοτε Επισκόπου μετά του πρεσβυτερίου αυτού, του πρεσβυτέρου, προϊσταμένου μιας κοινότητος μετά των κληρικών και λαϊκών των απαρτιζόντων της κοινότητα ταύτην. Το εγώ κάνω κουμάντο δεν έχει θέση στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε κανένα επίπεδο και τάξη.
Η Εκκλησία εις όλα τα επίπεδα αυτής ζει ως Σύνοδος, ήτοι κοινωνία προσώπων ελευθέρως συναγομένων εν Χριστώ και υπό του Χριστού, ίνα προσφέρουν έκαστος το χάρισμα αυτού προς οικοδομήν του σώματος εν αγάπη.
Η Ορθοδοξία δεν διδάσκεται στα κολέγια, η Ορθοδοξία αποκαλύπτεται ανάλογα με τον τρόπο ζωής μας και την εν γένει θέση μας προς τα Θεία. Ο συνοδικός τρόπος ζωής επιτρέπει εις την Εκκλησίαν την ορθήν ερμηνείαν της Αποκαλύψεως. Εις την προσπάθειαν κατανοήσεως και προσδιορισμού της αναζητούμενης έννοιας της Γραφής και Παραδόσεως λαμβάνει μέρος ολόκληρος η Εκκλησία. Η Εκκλησία θεωρείται ως μια συνεχής σύνοδος (Αυτό ακριβώς σημαίνει και η λέξις Εκκλησία). Μόνον εις αυτό το σώμα εις το οποίον συνεχώς συνεργάζονται τόσα πνεύματα και καρδίαι εν ομονοία και αγάπη, δύναται να αποκαλυφθεί ο εν αρμονία ωκεανός των εννοιών προς τας οποίας παραπέμπει και τας οποίας εκφράζει κάθε λόγος ή κάθε πλευρά της Αποκαλύψεως. Έτσι δεικνύεται και η σχέση της αληθείας προς την μυστηριακήν ζωήν της Εκκλησίας, βιούμενη από όλους.
Το πρόσωπον εν τη Ορθόδοξω Καθολική Εκκλησία δεν απορροφάται, ούτε μαζοποιείται. Η συνόδευσις του Χριστού και των υπ’ Αυτού τεταγμένων ποιμένων δεν αφανίζει αλλά πραγματοποιεί το πρόσωπον δια της κοινωνίας αυτού μετά του Χριστού και των συμπορευόμενων αδελφών. Η συνοδικότις ως τρόπος ζωής της Εκκλησίας έχει άμεση σχέση με την Ποιμαντικήν που αποσκοπεί εις την διαμόρφωσιν εκκλησιαστικής ζωής εκφραζούσης πιστώς την ουσίαν και το ήθος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, χωρίς συνοδικότητα αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί. Η Εκκλησία ως γνωστόν εχρησιμοποίησεν ποικιλίαν συνοδικών μορφών, αναλόγως των αναγκών αυτής και των ιστορικών συνθηκών. Ως Συνόδους περιοχικάς, γενικάς, επαρχιακάς, οικουμενικάς. Συνόδους Ιεραρχίας Πατριαρχείου ή Αυτοκέφαλου Εκκλησίας, Συνόδους περιορισμένου αριθμού μελών των Πατριαρχιών και των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Το γεγονός ότι διετήρησε πάντοτε ανέπαφον τον πυρήνα της συνοδικής δομής, εκφραζόμενον άλλοτε ακριβέστερον ως εις την περίπτωσιν των επαρχιακών Συνόδων και άλλοτε ως εις την περίπτωση των διαρκών Συνόδων μαρτυρεί δια την υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας εκδοχήν της συνοδικής αρχής της θεοσύστατου, απαραιτήτου και αναντικατάστατου συστατικής αρχής της Εκκλησίας.
8
Η συνοδική διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων χαλάρωσε όταν εγκαταλείφθησαν τα ορθά εκκλησιολογικά κριτήρια. Η χαλάρωση αυτή δημιούργησε ρωγμές και άφησε χώρο στην εκκοσμίκευση να εισχωρήσει στα εσωτερικά διοικητικά όργανα της Εκκλησίας. Η εκκοσμίκευση είναι η πιο επικίνδυνη αίρεση που υπήρξε από ιδρύσεως της Εκκλησίας. Έχει θρονιάσει στα εσωτερικά της Εκκλησίας και την υποσκάπτει εσωτερικά, δυστυχώς δεν υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί.
Σύγχροναι αξιαίπεναι τάσεις από κατώτατους ιερωμένους και μεγάλο μέρος πιστών από τον λαϊκό χώρο για επιστροφή σε συνοδικάς μορφάς εκκλησιαστικής ζωής μαρτυρούν την ανάγκη να καλυφθεί το ποιμαντικό κενό αλλά και να σταματήσει και η κατάπτωση του Ορθόδοξου θρησκευτικού αισθήματος που οδηγεί στον αποχριστιανισμό. Εν τούτοις αι τάσεις αυταί είναι δύσκολο να τελεσφορήσουν. Εφόσον η κεφαλή της Ιεραρχίας έχει συμβάσεις με την πολιτική ηγεσία του τόπου να προσπαθεί να εφαρμόζει τον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής σύμφωνα με αυτά που επιθυμεί η εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Υπάρχει μέγα ασυμβίβαστο μεταξύ πολιτείας και συνοδικής αρχής. Είναι αναγκαίο όσο ποτέ ο διαχωρισμός Εκκλησίας από την πολιτεία. Από την συνύπαρξη Ιεραρχίας και πολιτείας, η πολιτεία οφείλεται τα μέγιστα, η Ιεραρχία κοσμικά προνόμια και η Εκκλησία μετράει πληγές.
Δόξα τω σω εν θεώ βουλήματι. Δόξα τω σω άφραστο προστάγασι.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια