top of page
Αναζήτηση

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ Δ' ΜΕΡΟΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 22 Σεπ 2021
  • διαβάστηκε 13 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 29 Σεπ 2021


ree

1


Έφης φως γενηθήτω και αι τάξεις Αγγέλων εγένοντο εν ακαριαίω παραστάμενοι περιδεώς. Κατενώπιον του φοβερού σου βήματος, της απροσίτου σου δόξης το κράτος δοξολογούσαι.


Οι Ιεροί Κανόνες ρυθμίζουν τας μεταξύ των διαφορές χαρισματούχων λειτουργών και τάξεων τις σχέσεις ώστε οι πάντες να εργάζονται αρμονικώς δια την αύξησιν του ενός Σώματος του Χριστού. Οι Ιεροί Κανόνες επιβάλουν την ορθήν θεραπευτικήν μέθοδον δια τους τραυματίζοντες την ενότητα του σώματος και εκπίπτοντας από της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Η αταξία ματαιώνει τον σκοπόν της Εκκλησίας. Τα μέλη δεν ζουν εν Κοινωνία αγάπης. Εντεύθεν δεν πραγματούται η οριζόντιος καθολικότις της Εκκλησίας ως τριαδικής κοινωνίας αγάπης. Οι Ιεροί Κανόνες δεν σώζουν αφ’ εαυτών τον πιστόν. Βοηθούν όμως τον πιστόν να μένει εν τη Εκκλησία εν ενότητι μετά των άλλων μελών ώστε να έχει την δυνατότητα της σωτηρίας. Οι Ιεροί Κανόνες ως όρια δεν εξαντλούν το μέγα μυστήριο της Εκκλησίας, αλλά και χωρίς αυτούς η Εκκλησία δεν εκφράζεται ως κοινωνία αγάπης ως θεόσδωτος τάξις και ενότις, ως αρμονικόν σώμα Χριστού.


Με τους Ιερούς Κανόνες συμβαίνει ότι και με τα δόγματα. Εκφράζουν αυτή τη φύση της χριστιανικής μας ζωής, είναι οι Κανόνες της καινής κτίσεως που πρέπει να ακολουθούμε. Είναι οι νόμοι της χριστιανικής μας υπάρξεως, οι σταθερές βάσεις για τον ορθό βίο και τα απαραίτητα στοιχεία για την χριστιανική μας ζωή. Τα δόγματα επιβεβαιώνουν την νέαν πραγματικότητα του χριστιανισμού, είναι η βάση, το θεμέλιο, το στήριγμα και η περιφρούρηση της χριστιανικής ενότητας στην Εκκλησία που είναι ακριβώς ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας (σύμφωνα με Απόστολο Παύλο Α’ Τιμοθ. Γ 15). (Για τα δόγματα θα μιλήσουμε προσεχώς.)


Η άποψη ορισμένων ότι η τάξις εμποδίζει την σωστή λειτουργία του πνεύματος δεν μπορεί να στηριχτεί. Αι αρχικαί ευχαριστιακαί συνάξεις δεν θεωρούσαν καμία αντίθεση μεταξύ πνεύματος και τάξεως, χαρίσματος και ιεραρχίας, διότι την εποχή εκείνη οι ιεραρχικαί τάξεις άνευ πνευματικού χαρίσματος ήταν κάτι το αδιανόητο. Οι Ορθόδοξοι δεν βλέπουν αντίθεση μεταξύ Πνεύματος και Τάξεως.


Το Άγιον Πνεύμα καθιστά την Εκκλησία σώμα που σημαίνει οργανισμόν με δομήν και τάξιν και όχι αταξία και χάος. Το Άγιον Πνεύμα δημιουργεί το Σώμα ως εν όλον και όχι απλώς εν ατομικόν μέρος του Σώματος, τούτο σημαίνει ότι το Πνεύμα είναι ζωή του όλου Σώματος ως και τα μέλη του Σώματος είναι εις κατάστασιν αλληλεξαρτήσεως. Οι νόμοι του Πνεύματος εν τη Εκκλησία είναι τα κριτήρια κατά τα οποία αυταί οι αλληλεξαρτήσεις των διαφόρων διακονιών είναι ρυθμισταί των λειτουργιών του Σώματος του Χριστού που πραγματοποιούνται.


2


Όταν τα μέλη της Εκκλησίας ποιμένες και ποιμενόμενοι καθίστανται ανάξιοι των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, αποκρούουν την Αγία Ενέργεια αυτού. Την ενέργεια εκείνη την φέρουσα αρμονία εις το Σώμα της Εκκλησίας δια της εν ταπεινοφροσύνη παραδοχής υπό πάντων της κανονικής τάξεως αυτής. Τα μέλη εκείνα καθίστανται ανάξια να δεχθούν την Αγία ενέργεια του Αγίου Πνεύματος είτε Ιερωμένοι είτε λαϊκοί εκπίπτουν εις αταξίαν. (Σε αυτές τις περιπτώσεις η Εκκλησία προτείνει επιτίμια επί μορφή παιδαγωγική. Τα επιτίμια προς τους Ιερωμένους είναι αρκετά πιο αυστηρά από αυτά των λαϊκών αν και αυτά είναι κατά περίπτωση διαφορετικά. (Προσεχώς θα πούμε περισσότερα). Η αταξία εις την Ορθόδοξον Εκκλησία δημιουργεί δυσαρμονίαν, έριδας, φατρίας, χάος ένεκα των οποίων βλασφημείται το όνομα του Θεού μεταξύ των απίστων.


Στην κατάσταση αυτή υπάρχει <<Ελευθερία>> κατά τη μη χριστιανικήν έννοιαν έκαστος πράττει κατά το νοσηρό αυτού θέλημα. Υποτασσόμενοι εις τα πάθη τους χάνουν την δυνατότητα της εν Χριστώ ελευθερίας και της πραγματώσεως εν τη ζωή αυτών της Βασιλείας του Θεού. Αυταί οι καταστάσεις μαρτυρούν το απαραίτητο της υπάρξεως των Ιερών Κανόνων και την εφαρμογή αυτών για την πραγμάτωση της αληθούς ελευθερίας.

Οι Πατέρες γνωρίζοντας ότι η αταξία είναι η αφετηρία των σχισμάτων που πολλές φορές δημιουργούν αιρέσεις, εμμένουν εις την ακριβή εφαρμογή των Ιερών Κανόνων. Επίσης η αταξία καταργεί την ενότητα και αντιτίθεται εις το εις μίαν Αγίαν Καθολική και αποστολική Εκκλησία, αλλά δημιουργεί και διάσπαση στην οικουμενικότητα της Εκκλησίας. Αν ο κάθε ιερωμένος κάνει ανυπακοή εις τις αρχές και καθιερωμένα για την αρμονική λειτουργία της Εκκλησίας, τότε δεν θα μπορούμε να μιλάμε για Ορθόδοξη Εκκλησία.


Οι Πατέρες εξ’ αφορμής των προσωπικών νομίζω κάποιων εις την εν Γάγρα Σύνοδον γράφουν ότι <<Έκαστος γαρ αυτών επειδή του Κανόνος του Εκκλησιαστικού εξήλθεν ώσπερ νόμους ιδιάζοντας έσχεν>>. Το αποτέλεσμα είναι η διάσπασις αυτών και η υιοθέτησις αντιτιθεμένων δυναμικών αντιλήψεων. Που δυστυχώς οι αντιλήψεις αυτές γίνονται αποδεχτές από το λαϊκό πλήρωμα που κάποιοι φρόντισαν να του υστερούν την αλήθεια για να το έχουν υπό την χειραγωγία τους. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης βλέπει την κανονικήν τάξιν ως εξασφαλίζουσα την συνοχήν της Εκκλησίας δια της ενέργειας της Αγίας Τριάδας καθιστώσαν αυτήν αντίτυπον της ουρανίου ιεραρχίας των χριστιανών η πρέπουσα διαγωγή θέλει ειπεί εκ των Ιερών τούτων Κανόνων η κάτω εκκλησιαστική ιεραρχία γίνεται μίμημα και εκσφράγισμα της ουρανίου ιεραρχίας. Και οι δύο ιεραρχίαι αποκαθίστανται μία εν μέλος ανακρουόμενη εναρμονία και παγχόρδιον αν αφαιρέσουμε τους κανόνες των στοιχείων από την υλικήν κτίσιν παρεφθείς λύεται η τάξις και λυομένης της τάξεως όλον το παν αφανίζεται. Αφαίρεσε και τους Ιερούς τούτους Κανόνας από την Εκκλησία και παρευθύς υπεισέρχεται η αταξία και εκ της αταξίας άπασα η ιερά αυτής διακόσμησις αφανίζεται.


<<Ταύτα περί Κανόνων διατετάχθω ημίν παρ’ ημών, ως επίσκοποι ημείς δε εμμένοντες αυτοίς σωθήσεσθαι και ειρήνην έξετε απειθούντες δε κολασθήσεσθε και πόλεμον μετ’ αλλήλων έξετε δίκην της ανηκοίας τίννυντες>> (Απόσπασμα από τον επίλογο των Αγίων Αποστόλων περί Ιερών Κανόνων. Πηδάλιον). Κατά την θεολογικήν κρίσιν του Αγ. Νικόδημου η εν τω φυσικώ κόσμω τάξις, η εν τη επίγειο Εκκλησία, τάξις και αρμονία της ουρανίου Εκκλησίας έχουν ως κέντρο και πηγήν των τον Πανάγιο Τριαδικόν Θεό. Ο Αγ. Νικόδημος δύναται να βλέπει τον κόσμον εν ενότητι. Τελικός σκοπός της Εκκλησιαστικής ευταξίας και της ουρανίου Ιεραρχίας είναι η δόξα του Τριαδικού Θεού. Τα πάντα επιστρέφουν εις την πηγήν και αφετηρίαν των <<Ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάση>>.


3


Η εκκλησιαστική ευταξία δεν είναι μια εξωτερική πειθαρχία ενός ανθρωπίνου οργανισμού αλλά η δια της επιγείου Εκκλησίας φανέρωσις της ουρανίου Εκκλησίας εν ενότητι και τάξη λατρευούσις τον Θεόν. <<Όταν δε υποταχθώσιν εις αυτόν τα πάντα, τότε και αυτός ο Υιός θέλει υποταχθεί εις τον υποτάξοντα εις αυτόν τα πάντα δια να είναι ο Θεός τα πάντα εν πάση>> (Α’ Κορ. ΙΕ 18).


Είναι όλως αξιοσημείωτον το γεγονός ότι η άρνηση της κανονικής τάξεως οδηγεί εις το όλως αντίθετον του προσδοκώμενου αποτέλεσμα ήτοι την επιβολήν του ανθρωπίνου παράγοντος επί του θείου, του ανθρώπινου νόμου επί του Ευαγγελίου. Παρά την εμμονήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την κανονικήν παράδοσιν αυτής, δεν λείπουν από το χώρο της οι περιπτώσεις που η νοσηρά βούλησις μη αναγεννημένων εκπροσώπων να περιφρονούν την θεανθρώπινην βούληση της Εκκλησίας ως εκφράζουν αυτήν οι Ιεροί Κανόνες και επιδιώκουν την διαστρέβλωσιν των κανόνων προς ιδιοτελή χρήση αυτών.


Η εμπαθής αυτή κατάστασις δεν επιτρέπει εις τον άνθρωπο να υψωθεί εις την εν Χριστώ ελευθερία δια της εν ταπείνωση αποδοχής της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας. Η ελευθερία του Χριστιανού ως συνεχή πορεία προς την εσχατολογική τελείωση των τέκνων του Θεού. Ενώ είναι χαρισματική δωρεά του Θεού, είναι συγχρόνως συμμόρφωσις και προς ορισμένην τάξιν προς τον νόμον της ελευθερίας. Στον Ορθόδοξον χώρο αυτής της καθολικότητας πρόκειται για μια ελευθερία που πηγάζει από την υπακοή. Η υπακοή είναι πραγματικά εκείνη που θα οδηγεί στην καθολική κοινωνία με την αφαίρεση της εγωιστικής απομόνωσης.

Η υπακοή είναι η οδός προς την οικείωση της καθολικής αληθείας.


Έκαστος Κανών θεσπισθείς κατ’ έμπνευση του Αγίου Πνεύματος εκφράζει την πληρότητα της Αποκαλυφθείσης Αληθείας δια συγκεκριμένη περίπτωση, την οποίαν ρυθμίζει και συνεπώς η θέσπιση Κανόνος αντίθετου περιεχομένου προς τους προηγούμενους θα συνιστά αυτοαναίρεση της Εκκλησίας. Αυτό ως προς την απαίτηση των προοδευτικών που τους θεωρούν αναχρονιστικούς και ότι δεν ανταποκρίνονται στο σύγχρονον κόσμο. Είναι γεγονός ότι κάθε εποχή έχει διαφορετικούς ανθρώπους. Ο Θεός είναι αναλλοίωτος ανά τους αιώνες για το λόγο αυτό οι άνθρωποι κάθε εποχής να οφείλουν να προσαρμόζονται στο αναλλοίωτο Αιώνιο. Το αίτημα αυτών που εργάζονται την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας περί μεταβολής της μορφής των Ιερών Κανόνων είναι πρόφασις δια την αλλαγή της δογματικής αληθείας των Κανόνων. (Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας δεν είναι μια απλή αλλαγή πρακτικών θεμάτων, είναι αίρεση).


Η απαίτηση της αλλαγής των Ιερών Κανόνων προέρχεται από φιλελεύθερους θεολογούντες που δεν αναγνωρίζουν την αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η αλλαγή των Ιερών Κανόνων θα επιφέρουν αλλαγή και στα δόγματα. Ζητούν μια εκκλησιολογία μη περιορίζουσα την Αληθή Εκκλησία εις τα κανονικά όρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ζητούν την μεταβολή της Μορφής Κανόνων οι οποίοι δεν επιτρέπουν την εξίσωσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των ετερόδοξων. Η μεταβολή των Ιερών Κανόνων προϋποθέτει και την αλλαγή της δογματικής βάσεως.


4


Κατάργησις επί παραδείγματι των Κανόνων, των απαγορευόντων την συμπροσευχήν (οικουμενικοί, εσπερινοί, δοξολογίαι και άλλα). Είναι πολλά τα στοιχεία εκείνα που από την αλλαγή αυτή θα δημιουργηθεί αλλοίωση της υποκείμενης Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας και της Αληθείας δια την οποίαν οι Κανόνες μαρτυρούν. Και συγκεκριμένα της αρχαίας πίστεως της Εκκλησίας καθ’ η οι αιρέσεις δεν πρέπει επ’ ουδενί να αμνηστεύονται. Αλλ’ ουδέ να υπάρχει κοινωνία προσευχών ή μυστηρίων μετά των αιρετικών εφόσον δεν υπάρχει συμφωνία περί κοινής πίστεως. Η οποιαδήποτε μεταβολή των Ιερών Κανόνων προς τα τας συγχρόνους ανάγκας θα είναι εις βάρος των ηθικών απαιτήσεων του Ευαγγελίου.


Η εισβολή του ανθρωποκεντρικού πνεύματος εις την ζωήν και το φρόνημα εκκλησιαστικών παραγόντων, ιδία εις τας Εκκλησίας της διασποράς ωθεί του ιθύνοντες εις αναζήτησιν μορφών ποιμαντικής δράσεως ήτις δεν προϋποθέτει μετάνοιαν και αγώνα δεν την απάρνησειν του παλαιού ανθρώπου, αλλά το τραγικό και απαράδεχτο, την μεταβολήν του χριστιανισμού εις εν είδος εγκοσμιοκρατικού πολιτιστικού και ιδεολογικού σχήματος προσηρμοσμένου προς τας συγχρόνους πραγματιστικάς και υλιστικάς αντιλήψεις του κάθε τόπου. Αυτό καταργεί την εν πνευματική ενότητα και το εις μια Αγία Καθολική και αποστολική Εκκλησία.


Μια αληθής οικουμενική Σύνοδος μόνο τελούσα υπό την επιστασίαν του Παρακλήτου και έχουσα την μαρτυρία της Καθολικής Εκκλησίας είναι δυνατόν να εκφράσει το αυθεντικόν φρόνιμα της Εκκλησίας και να γίνει δεκτή υπό της συνειδήσεως του πληρώματος.

Την ευθύνην και το λειτούργημα της διαποιμάνσεως του πιστού λαού του Θεού αναλαμβάνουν δια της χειροτονίας των οι Ποιμένες της Εκκλησίας ήτοι ο Επίσκοπος, ο Πρεσβύτερος και ο βοηθός εν τη διακονία των Μυστηρίων διάκονος χαρακτηριζόμενοι και ως προεστώτες.


Οι Ιεροί Κανόνες διακρίνουν τας εξής τάξεις εν τη Εκκλησία (Επισκόπους – πρεσβυτέρους – διακόνους – υπηρέτας – ψάλτας – θυρωρούς – αναγνώστας). Η διάκρισις αυτή δεν είναι οντολογική καθότι πάντες δια του βαπτίσματος και των Αγίων Μυστηρίων κοινωνούν της θείας ζωής του Χριστού γινόμενοι μέτοχοι της σωζούσης χάριτος του Θεού και των αγαθών της Βασιλείας Του και διάκονοι του θελήματος Του και της Εκκλησίας Του. Η διάκριση είναι λειτουργική λόγω της ιδιαιτέρας διακονίας εις το σώμα του Χριστού.


5


Για το Θεό μετράει μόνο το κατά πόσο ο καθένας είναι σωστός στα καθήκοντα του ασκώντας αυτά με πάσαν επιμέλεια. Η διάκρισις μεταξύ κλήρου και λαού δεν αίρει την θεμελιώδη αρχή της ισότητας πάντων των πιστών και ουδεμία ουσιαστική διαφορά υπάρχει. Το ιερατικό λειτούργημα αποτελεί <<Θεού δωρεάν>> και <<χάρισμα>> (Μ. Βασίλειος) δωρηθέν του Σωτήρος. Ο Επίσκοπος δεν ενεργεί εξ ιδίας εξουσίας αλλά ως εντολοδόχος του Αρχιποιμένος Χριστού και δίνει λόγο εις των πάντων κριτή. Δια του διδομένου χαρίσματος ο ποιμήν ικανούται να ποιμάνει τον λαόν του Θεού, η ιεροσύνη χαρακτηρίζεται ως το θείον και σεβάσμιο όνομα της. Ως χάρισμα η ιεροσύνη είναι συνέχεια και μετοχή εις την μίαν και μοναδικήν ιεροσύνην του Χριστού η οποία έχει δωριθεί εις την Εκκλησία. Εις μόνον ιερεύς υπάρχει εις την Εκκλησία οι δε <<άνθρωποι ιερείς>> την ιερατείαν αυτού εν τη Εκκλησία λειτουργούντες (Κανών Καρχηδόνος).


Η εξουσία του επισκόπου είναι εκ του Θεού και όχι εκ του Σώματος. Το σώμα προσφέρει τον υποψήφιον επίσκοπο εις τον Θεόν, όστις δια της χάριτος του Αγ. Πνεύματος καθιστά αυτόν επίσκοπον εις την Εκκλησίαν. Λειτουργοί της ιεροσύνης του Χριστού είναι κατά πρώτον λόγον οι επίσκοποι ως ιερείς οι <<του Θεού ιερείς>>. Εις τους ιερούς κανόνας λειτουργοί χαρακτηρίζονται κυρίως οι επίσκοποι (ΜΘ, ΞΔ, ΠΑ, Καρθαγένης). Ο Κ.Θ. της Δ’ Συνόδου ομιλεί δια την επισκοπικήν αξία και Ιεροσύνην, οι δε αποστατήσαντες κηρύσσονται <<αλλότριοι της ιεροσύνης>>. Ο ιερατικός χαρακτήρ του λειτουργήματος των Επισκόπων πιστούται εκ την προεδρικής αυτών θέσεως εις το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που είναι και το κεντρικόν και συστατικόν της Εκκλησίας Μυστήριον. Η μοναδική αυτή ιερατική λειτουργία και φροντίς του λαού καθιστά τους επισκόπους <<επιστάτας των του Σωτήρος ποιμνίων>>.


Οι Επίσκοποι είναι οι <<οικονομούντες>> τας Εκκλησίας (ΣΤ’ Β) οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού οι ποιμένες επιβάλλεται να έχουν βαθειά συνείδησιν ότι δεν ασκούν ιδίαν εξουσία ως χαρακτηριστικώς διδάσκει και ο Ιερός Χρυσόστομος. <<Ο δε λοιπόν ζητείται εν τοις οικονόμοις, ίνα πιστός τις εβρέθει. Τουτέστιν ίνα μη τα δεσποτικά σφετερίζηται, ίνα μη ως δεσπότης εαυτώ εκδικεί αλλ’ ως οικονόμος διοικεί. Οικονόμου για το διοικείν τα εγκεχειρισθέντα καλώς ουχί ούτω λέγειν είναι τα δεσποτικά αλλά τουναντίον του δεσπότου τα ευατού>>. Είναι επίσης τα κέντρα ενότητας των ων προΐστανται Εκκλησιών ως εικόνες και τύποι εις τόπον Θεού έχοντες την φροντίδα πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων <<ως του Θεού εφορώντος>> (ΠΗ’ Αποστ. Κανών). Οι Επίσκοποι οφείλουν να έχουν συνείδηση ότι η ποιμαντική εξουσία είναι διακονία.


Ο κάθε επίσκοπος οφείλει να έχει συνείδηση ότι από το πώς χειρίζεται την ποιμαντική εξουσία εξαρτάται η πορεία ψυχών είτε στη Σωτηρία είτε στην απώλεια της ιεροσύνης του Χριστού μετέχουν και πρεσβύτεροι συμποιμένοντες και συνδιοικούντες μετά του Επισκόπου εν ταις ενορίες. Ούτοι αξιούνται <<καθέδρας>> και <<προεδρίας>> συμμετέχοντες του χαρίσματος και της ευθύνης του Επισκόπου, δύο και οι απαιτήσεις των Ιερών Κανόνων δια τα καθήκοντα των πρεσβυτέρων συμπίπτουν με αυτά των επισκόπων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιόχειας που εξαιρεί την θέση του επισκόπου εν τη Εκκλησία εξαιρεί και τη θέση του πρεσβυτέριου, το οποίον αποκαλεί <<αξιόπλοκον πνευματικόν στέφανον>>, <<θεοπρεπές πρεσβυτέριον>> και <<το γαρ άξιο όνομα στον ημών πρεσβυτέριον του Θεού άξιον ούτως συνήρμοσται τω επίσκοπω ως χορδαί εν κιθάρα>> σύμβουλοι του επισκόπου συνέδριον και βουλή της Εκκλησίας.


6


Ο επίσκοπος ως κέντρον ενότητος και ζώσα εικών του Χριστού εν έκαστη τοπική Εκκλησία μόνος αυτός κέκτηται το δικαίωμα του χειροτονείν τους λειτουργούς της ενότητος της Εκκλησίας. Το δικαίωμα τούτο καθιστά τον επίσκοπον το μοναδικόν κέντρο ενότητος. Ο θεσμός των χωρεπισκόπων δεν αναιρεί την μοναδικότητα του επισκόπου εφόσον ούτοι δεν έχουν το δικαίωμα της χειροτονίας άνευ αδείας του επισκόπου. Δεύτερος δε επίσκοπος εις επισκοπήν ενεργεί ως πρεσβύτερος.


Ο επίσκοπος συνάπτει γάμον μετά της λαχούσης αυτού επισκοπής και ούτος οφείλει όπως μη εγκαταλείψει <<της αυθεντικής αυτού καθέδρας και μη αμελεί της φροντίδος και της συνέχειας του ιδίου θρόνου. Η δε μετάθεσις επισκόπου θεωρείται πνευματική μοιχεία. Κανόνες απαγορεύοντες το μεταθετόν και την αναγκαστική παραίτηση είναι (ΑΒ’ Σαρδικής Συνόδου και ΙΔ’ Κανών Αγίων Αποστόλων).


Οι πρεσβύτεροι και διάκονοι δια της χειροτονίας των συνδέονται μετά Ναού ενορίας. Χειροτονία κληρικού απολελυμένος γενόμενη είναι άκυρος. (ΣΤ΄Κανών Δ. Συνόδου).

Τόσον ο επίσκοπος εν τη επισκοπή, όσον και ο πρεσβύτερος εν τη κοινότητι εν η διακονεί είναι κέντρα αλλά και λειτουργοί της ενότητας της Εκκλησίας με αποκλειστική μέριμνα συνάγοντες περί τον Χριστόν, τον λαό του Θεού αι εν τη Εκκλησία διακρίσεις υφίστανται ακριβώς προς επίτευξην της ενότητος των μελών του πληρώματος της Εκκλησίας και όχι εις την διαίρεσιν.


Οι λαβόντες το χάρισμα της ιεροσύνης αναλαμβάνουν βαριά ευθύνη δια την κατά Χριστόν καθοδήγησην και αύξηση του ποιμνίου των προς την σωτηρία των ψυχών τους. <<Επί γαρ, ως άπαξ εγκεχειρισμένον ιερατικήν φροντίδα ταύτης έχεσθαι μετ’ ευρωστίας πνευματικής και οι ανταποδίδεσθαι τοις πόνοις και ιδρώτα τον έμμισθον εθελοντί υπομείναι>> (εκ της επιστολής της Γ. Οικουμ. Συνόδου προς την εν Παμφιλία Σύνοδον). Αποστολή των ποιμνίων και ιδία των επισκόπων είναι η προς Χριστόν οικοδόμοι των λαών κάθε άλλη ανάμιξη αυτών σε άλλα θέματα είναι έξω και μακριά από την αποστολή τους.


Κατά τον Δ’ του Αγ. Κυρίλλου <<Παντός του χρησίμου και αναγκαίου προς οικοδομήν των λαών, τελούντες δε εις υπόληψιν των Αγίων Εκκλησιών φροντίδα ποιείσθαι χρή. Γέγραπται γαρ ότι ευλαβείς πείτε τους υιούς Ισραήλ. Επειδή τοίνον προς οικοδομήν ως έφη των λαών πάντα χρή πράττεσθαι παρ’ ημών επιτειρήτω ταύτα η θεοσέβεια ημών. Τηρήσομεν γαρ ούτω καθαρόν και το εαυτόν σύνειδον και αδιάβλητον την Ιεράν και σεπτήν λειτουργίαν ήτοι καθορίζει την σωτηρίαν των ψυχών>> (επιστολή προς του κατά Λιβύην και Πεντάπολην επισκόπους, περί ερεύνης προς τους μέλλοντας κληρούσθαι).


7


Η καθοδήγηση των επισκόπων εις τον κατά του διαβόλου και των παθών αγώνα μετ’ ιδιαιτέρας εμφάσεως λέγουν οι Β’ και Γ’ Κανόνες της ΑΒ’ Συνόδου περί της διαποιμάνσεως των μοναχών. Ισχύει αναμφιβόλως και δια την διαποίμανσιν των εν τω κόσμω βιούντων. Ο Ποιμήν εν πρώτοις δέον να είναι <<θεοφιλής>> και να έχει περάσει το στάδιο της καθάρσεως. Να έχει την πρόνοια της Σωτηρίας των ψυχών του ποιμνίου του. Αρτίως τω Θεώ προσάγων τας ψυχάς αυτών. <<Ει γαρ ο ζώων αλόγων την προστασίαν εγχειριζόμενος και του ποιμνίου κατά μελών ουκ ατιμώρητος καταλιμπάνεται ο των του Χριστού θρεμμάτων την ποιμαντικήν αρχήν καταπιστευθείς και τη ραθυμία την αυτών σωτηρίαν απεμπολών πως ου δικάς του τολμήματος εισπραχθήσεται (Γ. Κανών. ΑΒ’).


Το ποιμαντικόν έργον δεν περιορίζεται μόνον εις τας κατ’ άτομον εποικοδομητικάς συνομιλίας ποιμένος και ποιμενόμενων αλλά τελείται και εν τη ιερουργία των Θείων Μυστηρίων και του λόγου του Θεού ως και εν τη εν γένει πνευματική διακυβέρνηση του ποιμνίου. Εγχειρίδια ποιμαντικής διακρίνουν το έργον του ιερέως εις αγιαστικόν, διδακτικόν και ποιμαντικόν, ως εάν το αγιαστικόν και διδακτικόν δεν είναι ποιμαντικόν ή το ποιμαντικόν δεν είναι αγιαστικόν και διδακτικόν. Ορθόν είναι ότι το ποιμαντικόν έργον διεξάγεται εν τη Ιερουργία των Θείων Μυστηρίων και λοιπών αγιαστικών λειτουργικών και λατρευτικών πράξεων εν τη διδασκαλία του Θείου Λόγου και εν τη εν γένει πνευματική καθοδήγηση των ποιμενώμενων.


Οι Ιεροί Κανόνες επιτάσσουν, όπως οι ποιμένες τελούν τα Ιερά Μυστήρια κανονικώς και μετά κατάλληλον προετοιμασίαν μεταδίδοντες αυτά τοις αξίοις και ουδέποτε τοις αιρετικοίς κανόνες <<ΙΗ’ – ΚΕ’ Καρθαγ. – Μ΄ΣΤ’ – Ν’ Αγίων Αποστόλων>>. Όπως κηρύττουν τακτικώς και ανελλιπώς το Θείον Λόγον κατά τας Θείας Γραφάς και την Πατερικήν Παράδοσιν ρυθμίζοντες τον λαόν προς πίστιν ορθήν και πολιτείαν ενάρετον.


Οι επίσκοποι διαχειρίζονται τα οικονομικά της Εκκλησίας μετά των πρεσβυτέρων και των διακόνων και φροντίζουν τους αδύνατους κληρικούς και τους λαϊκούς <<μετά φόβου Θεού και πάσης ευλαβείας>> (ΡΚΑ’ Καρθαγ. – ΜΑ’ Αποστ.). Οι κανόνες επιτάσσουν όπως οι επίσκοποι να μην ασχολούνται με διοικητικάς υποθέσεις για να μην αποσπώνται από των ποιμαντικών των καθηκόντων. Επίσης να μην επιλαμβάνονται οίκων και κτημάτων. Ειμή μόνο χάριν επιμελείας ορφανών και απροστάτευτων. (Ι’-Ζ’-ΠΓ’ Αποστ.). Οφείλουν να παρεμβαίνουν δε παρά τοις αρχούσι ως πατέρες πνευματικοί μόνο προς συνηγορίαν υπέρ αδικούμενων, ορφανών χηρών και πτωχών (ζ’ η’ Σαρ.).


8


Παρεμβάσεις επισκόπων εις τους άρχοντας της πολιτείας δια ιδιοτελείς λόγους προκαλούν σκανδαλισμόν και στερούν τους επισκόπους της προς αυτούς παρρησία. (νβ’ Αποστ. Μγ’ Καρθαγ.). Ιδιαιτέρως οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι για την κατήχησιν των κατηχούμενων και γενικότερα για την πνευματική πρόοδο του ποιμνίου. (ΜΣΤ’ Λαοδ. – ΟΗ’ Πενθ.). (Σήμερα ποιος ασχολείται με αυτό;). Εις τους υπ’ αυτόν δε κληρικούς ο επίσκοπος οφείλει αγάπην και αυτοί οφείλουν εις αυτόν υποταγήν (ΙΔ’ Σαρδ.) ως προς Πατέρα (Η΄Καρθ.). Καθόσον <<αυτός εστίν ο πεπιστευμένος τον λαόν του Κυρίου υπέρ των ψυχών αυτών λόγον απαιτηθησόμενος>> (λ.θ.Αποστ.).


Εννοείται ότι η υποταγή και η υπακοή εις τον επίσκοπον και γενικώς τους πνευματικούς Πατέρας γίνεται δια τον Χριστόν. Όταν όμως ο επίσκοπος περιπέσει της αληθείας του Χριστού και της υπακοής προς την Εκκλησία, παύει και η υποχρέωσις του κλήρου και του λαού περί της υποταγής εις αυτόν. Ούτοι δέον επιβάλλονται να εκβάζονται <<πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας ανενέργητοι υπάρχοντες>> εκβαλλόμενοι και του βαθμού της επισκοπής (ΑΖ’ της Γ’).


(Μακαριστός ιερέας που είχε υπηρετήσει τρείς επισκόπους δακρύζοντας μου εξέφρασε το παράπονο του ότι και από τους τρείς κατ’ επανάληψη είχε ζητήσει μια κατ’ ιδίαν συνάντηση και δεν τον δέχτηκε κανείς). Ο επίσκοπος είναι κυρίως και προέχοντος ποιμήν και φιλόστοργος πατήρ των πρεσβυτέρων (<<οικείος πατήρ>> ΙΓ’ ΑΒ). Και πάντων των υπ’ αυτών κληρικών και λαϊκών και όχι διοικητής της και άρχων ασκών απρόσωπον και ψυχρόν διοίκησιν, μη εδραζόμενην εις την αγάπην και μη προάγουσαν την κοινωνία των προσώπων.


9


Ως εικόνες του Χριστού, οι Επίσκοποι κριτήριον έχουν να ακτινοβολούν και τα ποιμαντικά χαρίσματα Αυτών. Ενώ οι κοσμικοί άρχοντες είναι πρόσωπα εξωτερικόν και σωμαντικόν, ο αρχιερέας οφείλει να είναι πρόσωπον <<εσωτερικόν και πνευματικόν και του πραότατου και αμνησίκακου Χριστού μιμητής γνησιότατος. Αυτό ησθάνοντο και οι Πατέρες της Σαρδικής <<Επειδή ήσυχοι και υπομονετικοί οφείλομεν είναι και διαρκεί τον προς πάντας έχειν οίκτον>> (ΙΖ’ Σαρδ). Ομοίως αντιλαμβάνεται την αποστολήν του επισκόπου και ο βυζαντινός πολιτικός νόμος <<Επίσκοπος εστίν επιτηρητής και επιμελητής πάσων των εκκλησιαζώμενων ψυχών των εν τη αυτού επαρχία. Ιδίον δε επισκόπου της μεν ταπεινής συγκατέρχεσθαι καταφρονείν δε των επαιρομένων και προκινδυνεύειν του ποιμνίου και εκείνων στενοχωρίαν οικείαν οδύνην ποιείσθαι>>. Ως φιλόστοργος πατήρ ο επίσκοπος οφείλει να μη εγκαταλείπει επί χρονικόν διάστημα την επαρχίαν του και παραμελεί τον εμπεπιστευμένον αυτού λαόν (Σαρδ. ΙΑ’).


Το καθήκον τούτο της συμμορφώσεως της πορείας της Εκκλησίας προς την βούλησιν του Κυρίου βαρύνει κυρίως τους επισκόπους οίτινες είναι οι κατ’ εξοχήν διδάσκαλοι της Αληθείας χαρακτηριζόμενοι και ως <<οφθαλμοί της Εκκλησίας>>. Εκ της καλής δε ή κακής καταστάσεως αυτών, το όλον σώμα της Εκκλησίας συνδιακινδυνεύει ή συνδιασώζεται. Οι επίσκοποι έχοντες το χάρισμα της διδασκαλίας της αληθείας, οφείλουν να είναι ευαίσθητοι εις πάσαν προσπάθειαν λανθάνουσης ή και φανεράς νοθεύσεως του εκκλησιαστικού βίου δια διδασκαλιών ή κατευθύνσεως ξένων ή και αντιθέτων προς το Πνεύμα της Εκκλησίας. Έκαστος επίσκοπος οφείλει να αγρυπνεί, οφείλει να είναι η αγρυπνούσα συνείδησις της Εκκλησίας διακρίνων τα <<τη εκκλησιαστική πίστη σύμφωνα>> (ι’ Καρθα.).


Δόξα των εν θαλάσση δεδρακόντι τα κήτη. Δόξα τω τοις ανθρώποις τοις ιχθύας δίδοντι.


Η συνέχεια στο επόμενο.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page