top of page
Αναζήτηση

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ Γ' ΜΕΡΟΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 16 Σεπ 2021
  • διαβάστηκε 12 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 22 Σεπ 2021


ree

1


Δέριν ώσπερ έκτεινας ουρανόν εφ’ υδάτων την ήπειρον εθεμελείωσω τω προστάγματι σου ως Θεός Παντοκράτωρ, μόνε Βασιλεύς ύψιστε, ανθρώποις τε και ζωοίς ετοιμάσας κατοικείν.


Η σωτηριολογική θεώρησις του Μυστηρίου της Εκκλησίας συνεπάγεται και την σωτηριολογικήν και ως εκ τούτου ποιμαντικήν θεώρησιν πάντων των λειτουργιών και των θεσμών της Εκκλησίας. Παν ότι τελείται εις την Εκκλησίαν αποβλέπει εις την σωτηρίαν του ανθρώπου και δι’ αυτό έχει ποιμαντικόν χαρακτήρα. Ποιμαντική και σωτηριολογία είναι αδύνατον να διαχωριστούν εν τη Εκκλησία.Μόνο σε μη σωτηριολογικής θέματα της Εκκλησίας επιτρέπεται και η εξέταση των εν των θεσμών της Εκκλησίας θέματα ανεξάρτητα από την ποιμαντική τους διάσταση.


Σε αυτό το πνευματικό πρίσμα επιβάλλεται να θεωρούνται οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας. Οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας αποτελούν προ πάντων κείμενα ποιμαντικά. Είναι κείμενα συνταχθέντα προς ρύθμιση συγκεκριμένων αναγκών της Εκκλησίας ως κοινωνία πιστών ή προς καθοδήγησιν της πνευματικής ζωής των καθ΄έκαστα των μελών της Εκκλησίας. Οι Ιεροί Κανόνες σύμφωνα με τον Ζωνάραν εκτίθενται υπό των Συνόδων <<εις κατάστασιν Εκκλησιαστικήν>> και ωφέλεια των πιστών. Έκαστος Κανών προϋποθέτει συγκεκριμένον ποιμαντικόν πρόβλημα το οποίον η Εκκλησία αντιμετωπίζει δια συγκεκριμένης ποιμαντικής ενεργείας ήτις συνοψίζεται και συγκεκριμενοποιείται εις έκαστον κανόνα.


Κακώς κάποιοι εκ των Ιερωμένων απορρίπτουν τους Ιερούς Κανόνες ως αναχρονιστικούς. Συνήθως τους απορρίπτουν αυτοί που αδυνατούν να περάσουν πάνω από τον πήχη. Αυτοί κακώς έχουν ιερωθεί και κακώς αναλαμβάνουν ποιμαντικά καθήκοντα και καθήκοντα διακονίας.


Οι Ιεροί Κανόνες δεν αποτελούν την έκφρασιν νομικού πνεύματος που τείνει να εκνομικεύσει τα πάντα και να περιορίσει την ζωήν του πνεύματος εις νομικούς τύπους. Αλλά αποσκοπούν εις την έκφρασιν της ποιμαντικής μέριμνας της Εκκλησίας προς σωτηρία των μελών αυτής. Και αυτό το μαρτυρεί ο σχετικά μικρός αριθμός Ιερών Κανόνων οι οποίοι εξετέθησαν υπό των Οικουμενικών Συνόδων.


2


Η Εκκλησία δεν έχει μεταβληθεί ως εργαστήριο παραγωγής νομικών κανονισμών, αλλά περιστατικώς προς ρύθμισην των εκκλησιαστικών πραγμάτων όταν υπήρχεν ο κίνδυνος νοθείας του εκκλησιαστικού βίου. Συνέβη με τους Κανόνες ότι και με τα Δόγματα. Τα Δόγματα ως και οι Κανόνες διετυπούντο με πάσαν φειδώ όταν η Αλήθεια της Εκκλησίας εκινδύνευσεν εκ των θεωρητικών ή πρακτικών παραχαράξεων αυτής.


Η περιστατική εκ μέρους των Πατέρων διατύπωσις γνώμης εν σχέση προς επίκαιρα ποιμαντικά προβλήματα ήτις εκ των υστέρων περιεβλήθη το Κύρος Κανόνος.


Οι κυρωθέντες από οικουμενικούς συνόδου συνετάγησαν από τους πατέρες ως απαντήσεις εις τεθέντα προς αυτούς ερωτήματα επί διαφόρων ποιμαντικών προβλημάτων.


Οι Πατέρες απαντούσαν εξ αγάπης προς την Εκκλησία και προς το πλήρωμα με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος για την σωτηρία των ψυχών. Εκ των υστέρων αι απαντήσεις των αυταί ανεγνωρίζοντο ως κανόνες λόγω του κύρους όπερ είχον αυτοί εις την συνείδησιν της Εκκλησίας. Δια το λόγον, ίδιον λόγον αποσπάσματα εκ συγγραφών των Πατέρων περιελήφθησαν εκ των συνόδων εκ των υστέρων ως κανόνες εις τας κανονικάς συναγωγάς.


Δεν πρόκειται περί μηχανικής τίνος και νομοτεχνικής διαδικασίας εκδόσεως εκκλησιαστικών νόμων αλλά περί μιας φυσικής και αβιάστου λειτουργίας του σώματος της Εκκλησίας το οποίο αναζητούσε την σωστή καθοδήγηση του και την λύσιν των προβλημάτων του εις τους εν Κοινωνία μετά του Τριαδικού Θεού ζώντας Θεοφόρους Πατέρες.


Το Κύρος και η διακεκριμένη θέση κατέχουν εις την συνείδησιν της Εκκλησίας οι κανονολόγοι Πατέρες ως θεολόγοι ποιμένες και διδάσκαλοι της κατά Χριστόν ζωής. Πατέρες ως ο Μ. Βασίλειος, ο Μ. Αθανάσιος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, Γρηγόριος ο Νύσσης συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών.


Η εμπιστοσύνη με την οποίαν το σώμα της Εκκλησίας περιέλαβε πάντοτε επί αιώνες δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβητήσεως ή παρερμηνείας από κανέναν. Και ιδίως από τους νεωτερίζοντες προοδευτικούς οι οποίοι θεωρούν τους Ιερούς Κανόνας ως βάρος και φορτίον αγχώδες. Οι ίδιοι οι Πατέρες των Συνόδων που εξεδίωκαν κανόνας ομιλούν περί κανόνων εκφράζοντες την περί αυτών εμπειρίαν της Καθολικής Εκκλησίας. Είναι ιδιαιτέρως σημαντική η μαρτυρία των οικουμενικών Συνόδων. Εφ’ όσον αυτοί σύμφωνα με την πίστη μας ομιλούν ως το στόμα της Καθολικής Εκκλησίας που επικύρωναν τους Κανόνες των προγενέστερων Συνόδων και Πατέρων ως και τους Αποστολικούς λεγόμενους Κανόνες. Ο Β’ Κανών της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου χαρακτηρίζει τους Κανόνες τούτους των <<Αγίων και Μακαρίων Πατέρων ως αναγκαίους προς ψυχών θεραπεία και Ιατρία παθών>>.


3


Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι πριν την πλήρη επικύρωση τους οι Κανόνες εδοκιμάζοντο ως προς την εφαρμογή τους. Είναι επίσης χαρακτηριστική η μέριμνα των Πατέρων για τη συνέχεια της παραδόσεως. Αλλά και η φροντίδα για την διατήρηση και παράδοση ανόθευτων της Αληθείας ως όρος σωτηρίας των ανθρώπων δια της ποιμαντικής θεωρήσεως των Ιερών Κανόνων. Σκοπός της διαφυλάξεως των γνησίων Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας δεν είναι η διατήρηση μιας Θεοπαράδοτου νομικής τάξεως εντός της οποίας το ανθρώπινον πρόσωπον συνθλίβεται, αλλά ο σωτηριολογικός σκοπός της θεραπείας των ψυχών. Δια της θεραπείας της ψυχής που έχει προσωπικό χαρακτήρα τα μέλη της Εκκλησίας έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν τον ύψιστο σκοπό της υπάρξεως των, τη θέωσιν.


Οι Πατέρες ως ποιμένες ερχόμενοι εις καθημερινή και άμεσον επαφή με τον πεπτοκοτά άνθρωπον και μοχθούντες δια την ανάπλασιν και χειραγώγησιν αυτού προς την σωτηρίαν ασκούντες <<θεραπείαν>> των ψυχών, γνωρίζουν εκ πείρας την τοιαύτην σημασία των Κανόνων. Αυτό το αποδεικνύει η αυστηρά γλώσσα με την οποίαν κατακλείουν τον Κανόνα. <<Ειδί τις άλλω κανόνα τινά των ειρημένων καινοτόμων, ή ανατρέπειν επιχειρείν, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα ως αύτος διαγορεύει την επιτιμίαν δεχόμενος και δι αυτού εν υπέρ πταίει θεραπευόμενος>>. Η τελευταία λέξις του Κανόνος (θεραπευόμενος) μας δίδει επίσης το μέτρον και την υφήν της αυστηρότητος των Πατέρων. Η καινοτομία και η ανατροπή αναφέρονται ασφαλώς εις το πνεύμα και όχι εις το γράμμα των Κανόνων ως θα είπωμεν κατωτέρω και συνίσταται εις την αλλοίωσιν του πνεύματος αυτών δια της μετατροπής ή θεσπίσεως νέων Κανόνων, ίτινες δεν θα εκφράζουν την αιώνια αμετάβλητον ουσίαν της Εκκλησίας.


Η οποιαδήποτε αλλοίωση φέρει τον άνθρωπο εκτός του χώρου της αληθούς Εκκλησίας και δι αυτό εκτός της περιοχής της σωτηρίας. Δι’ αυτό και η Σύνοδος παραγγέλει <<μηδενί έξεναι τους προδηλωθέντες παραχαράτουν κανόνας ή αθετείν ή έτερους παρά τους προκείμενους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπίγραφας υπό τινών συντεθέντας των την αλήθειαν καπηλεύειν επίχηρησάντων>>.


Ο κίνδυνος της νοθείας ή η παρερμηνεία της εν τη Εκκλησία βιουμένης Αληθείας, είναι πάντοτε ενδεχόμενος. Και δι’ αυτό οι Πατέρες διακρίνουν τους Κανόνες εις Κανόνας εκφράζοντας την Αλήθειαν επακριβώς και ως εκ τούτου τηρητέους. Κανόνας που αλλοιώνουν την Αλήθειαν είναι επιβεβλημένο να είναι απόβλητη. Η εν τη Εκκλησία Αληθεία βιουμένη σώζει τον άνθρωπο χωρίς εκπτώσεως. Οι Κανόνες είναι σωστικοί διότι βοηθούν τον άνθρωπο να μην ξεπερνάει τα όρια εκείνα που τον θέτουν εκτός Εκκλησίας σε πνευματική διάσταση.


Οι Πατέρες εξ άλλου της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου εκφράζοντες το καθολικόν φρόνιμα της Εκκλησίας δια Α’ Κανόνος αυτών, ομίλησαν περί Ιερών Κανόνων κατά τρόπον μοναδικόν. Λένε οι Πατέρες <<Τοις την Ιερατικήν λαχούσιν αξίαν, μαρτυρία και κατορθώματα, αι των κανονικών διατάξεων είσι αποτύπωσις ως ασμένως δεχόμενοι, μετά του Θεοφάντορος Δαβίδ. Άδομεν προς τον δεσπότιν Θεόν λέγοντες. Εν τη οδώ των μαρτυριών σου ετέρφθην ως επί παντί πλούτω και ενετείλω διακαίωσηνιν τα μαρτυρια σου εις τον αιώνα συνετίσον με και ζήσομαι. Και εις τον αιώνα η προφητική φωνή εντέλλεται ημόν φυλάτειν τα μαρτύρια του Θεού και ζην εν αυτοίς δηλονότι ακδράδαντα και ασάλευτα διαμένοντα. Ότι και ο θεόπτης Μωυσής ούτω φύσιν. Εν αυτοίς ου έστι προσθείναι και επ’ αυτών ουκ εστίν αφελείν και ο Θείος Απόστολος Πέτρος εν αυτοίς εγκαυχώμενος βοά. Εις α επιθυμούσι άγγελοι παρακύψαι. Και ο Παύλος φησί καν ημείς η άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζεται ημίν παρ ό ευαγγελισάμεθα ημίν ανάθεμα έστω>>.


4


Εις την αρχήν ήδη του Κανόνος δηλούται η Ποιμαντική σημασία των Κανόνων (Τοις την Ιερατικήν λαχούσιν αξίαν). Οι Κανόνες είναι δια τους ποιμένας ότι και τα μαρτύρια του Θεού. Αι εντολαί του Θεού ήτοι δείκται προς την βασιλείαν του Θεού και λύχνος τοις πάσην αυτών.


Οι Πατέρες βιούν τους Κανόνας ως <<μαρτυρία>> Θεού αισθανόμενοι δι΄αυτούς χαράν ως ησθάσοντο οι πιστοί της Παλαιάς Διαθήκης και οι Άγιοι Απόστολοι δια τας Εντολάς του Θεού εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη είναι δυνατόν να λέγεται και περί των Ιερών Κανόνων. Η ύπαρξις των Ιερών Κανόνων ως και των εντολών του Θεού γίνεται δια τους Πατέρας αφορμή δοξολογίας του δόντος αύτους Θεού. Οι Ιεροί Κανόνες ως και τα μαρτύρια του Θεού είναι πλούτος. Ουδείς επιτρέπεται να προσθέσει ή να αφαιρέσει τι. Η απόλυτος αυτή στάσις των Πατέρων είναι ακατανόητος για τον εκοσμικευμένον χριστιανό είτε ιερωμένος είτε λαϊκός (η εκκοσμίκευσις της Εκκλησίας είναι Αίρεση). Η στάσις των Πατέρων έναντι των Ιερών Κανόνων εξηγείται μόνον εκ της πίστεως των περί συνεχούς εν τη Εκκλησία ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.


Οι Πατέρες οι θεσπίσαντες τους Ιερούς Κανόνας <<αυγασθέντες εξ ενός και του αυτού Πνεύματος όρισαν τα συμφέροντα>>. Η αγιοπνευματική προέλευσις των Κανόνων οδηγεί τους Πατέρας εις την ολόθυμον αποδοχήν και επικύρωσιν αυτών <<Τούτων ούν ούτως όντων και διαμαρτυρόμενων ημίν, αγγαλιώμενοι επ’ αυτοίς ως ει τις έβρει πολλά ασπασίως τους Θείους Κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αύτων διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν>>. Οι Πατέρες της Ζ’ Συνόδου ετήρησαν την ίδιαν με τους Πατέρας της ΣΤ’ Συνόδου στάσιν έναντι των παραβατών των Ιερών Κανόνων δια λόγους ποιμαντικούς και σωτηριολογικούς ως είπαμε. <<Και ους μεν τω αναθέματι παραπέμπουσι και ημείς αναθεματίζομεν ους δε τη καθαίρεση και ημείς καθαιρούμεν ους δε τω αφορισμώ και ημείς αφορίζομεν ους δε επιτιμίω παραδίδοσι και ημείς ωσαύτως υποβάλλομεν>>. Ο Κανών κατακλείεται με το χωρίον του Αποστόλου Παύλου <<Αφιλάργυρος γαρ ο τρόπος αρκούμενοι τοις παρούσης λέει ο αναβάς εις τρίτον ουρανόν και ακούσας αρητα ρήματα>>.


Κατά την ερμηνείαν του Ζωναρά οι Πατέρες εχρησιμοποίησαν το χωρίον του Απόστολου Παύλου, δηλώνουν <<ότι ουδέν πλέον τοις παρ’ εκείνων διαταγείσι θέλομεν ημείς προσθήναι δια φιλοδοξίαν απληστευόμενοι ως ζητούντες οις έχουσι προστεθέναι αλλ’ αρκούμεθα τοις παρούσι τοις παρά των Αγίων Πατέρων δηλονότι όρισαν>>.


Το γεγονός ότι η Ζ’ Σύνοδος εξέθετο είκοσιδύο Κανόνας βεβαιεί ότι όσα λέει δεν αναφέρονται εις το γράμμα των Κανόνων αλλά το πνεύμα αυτών.


Η Σύνοδος δύναται να ορίσει και νέους Κανόνας μη αφισταμένους όμως του πνεύματος των

παλαιοτέρων Ιερών Κανόνων του πνεύματος της Καθολικής Ορθοδοξίας. Οι νέοι Κανόνες αν προκύψουν θα πρέπει να έχουν σκοπό την διασφάλισιν του πνεύματος των παλαιοτέρων Ιερών Κανόνων. Όπως λέγει χαρακτηριστικώς και ο Η’ Κανών της Γ’ Συνόδου.


5


Οι ρυθμίζοντες το ποιμαντικόν έργον της Εκκλησίας, οι Ιεροί Κανόνες αποβλέπουν εις πρακτικούς ποιμαντικούς σκοπούς, έχουν θεολογικόν υπόβαθρον ως παρατηρεί ο VL. LOSSKY <<Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν είναι νομικοί κανονισμοί κυρίως αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας της αποκαλυφθείσης παραδόσεως εις όλους τους τομείς της πρακτικής ζωής της χριστιανικής κοινωνίας>>.


Ο LOSSKY φέρει ως παράδειγμα εφαρμογής των δογμάτων εις τους Κανόνας φέρει τον τριακοστόν τέταρτον αποστολικόν Κανόνα ο οποίος ορίζει την συνοδικήν διοίκησιν των μητροπολιτικών επαρχιών <<Και δοξασθήσεται ο Θεός δια Κυρίου εν Αγίω Πνεύματι ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα>>. Η Εκκλησία αποκαλύπτεται ως εικών της Αγίας Τριάδας. Ο Θεολογικός χαρακτήρας των Κανόνων προϋποθέτει την ζώσαν και συνεχή παρουσίαν και επιστασίαν του παρακλήτου εις την Εκκλησίαν και τας αληθείς Συνόδους των επισκόπων αυτής.


Ο όρος <<έδωξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν>> της Αποστολικής Συνόδου βιούται και υπό των Πατέρων των Συνόδων. Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος εις τον Α’ Κανόνα αυτής άρχεται επικαλούμενη την θείαν χάριν <<και νυν άρχην των Ιερών ποιούμεθα λόγω χάριτι θεία ορίζομεν ακαινοτόμητον τε και απαράτρωτον φυλάττειν την παραδοθείσαν ημίν πίστιν υπό των αυτόπτων και υπηρετών του Λόγου>>. Οι δε Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου λέγουν δια τους προγενέστερους Πατέρας ότι <<εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες όρισαν τα συμφέροντα (Κανών Α’).


Η συνεργεία θείου και ανθρώπινου παράγοντος εν τοις συνόδους αποκαλύπτει το Μυστήριον της Εκκλησίας ως Μυστήριον Θεανθρώπινης Κοινωνίας. Η Εκκλησία ομιλεί ως Θεανθρώπινον Σώμα, οι δε Ιεροί Κανόνες εκφράζουν εν τόπω και χρόνω την Θεανθρώπινην βούλησιν και τον Θεανθρώπινον χαρακτήρα αυτής. Είναι χαρακτηριστικός και ο ΙΘ’ Κανών της Σαρδικής <<Ταύτα σωτηριωδώς και ακολούθως ορισθέντα και Θεώ αρέσαντα και ανθρώποις>>.


Η Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος οργανισμός και το δίκαιον αυτής είναι Θεανθρώπινον δίκαιον μη δυνάμενον να διακριθεί εις θείον και ανθρώπινον. Από Ορθοδόξου απόψεως είναι ακατανόητος η διάκρισις καθώς και η αντίθεση μεταξύ του Νόμου της αγάπης του Χριστού και των νόμων της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να εκφράζει την αγάπη τους Χριστού δια της ποιμαντικής και της διακονίας.


Το δίκαιον της Εκκλησίας είναι πάντοτε Θεανθρώπινο εφόσον εκφέρεται υπό άνθρωπον της επιστασίας όμως του Αγίου Πνεύματος.


Διακρίσεις και αντιθέσεις εις την Ορθόδοξον Θεολογίαν είναι άγνωστοι καθόσον η Θεολογία και η εμπειρία αυτής βιούται και εκφράζεται πάντοτε το μυστήριον της ασυγχύτου και αδιαιρέτου ενώσεως των δύο φύσεων εν τω πρόσωπω του Ιησού Χριστού ως διετύπωσεν αυτό η Δ’ εν Χαλκηδόνα Οικουμενική Σύνοδος.


6


Εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν δεν υπάρχει η βάσις δια την ανάπτυξιν ενός νομικού συστήματος εδραζόμενου επί του Θείου Δικαίου. Η έμφασις την οποίαν δίδει η Ορθόδοξος Εκκλησία εις την συνεχή ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος ως δημιουργού της μυστηριακής κοινότητος έχει ως αποτέλεσμα ότι η κοινότις δεν δύναται να κατανοηθεί ως εν νομικόν ίδρυμα ακόμη και κατά την ορατήν της μορφή. Το μυστηριακόν γεγονός πρέπει να καθορίζει πνευματικώς την ζωήν της κοινότητος και των ατόμων. Η Χριστολογική αυτή αρχή καθίσταται και εκκλησιολογική αρχή διότι ως ορθώς ετονίσθη ότι βεβαιούμεν ή αρνούμεθα εις τον Χριστόν, βεβαιούμε και αρνούμεθα και εις το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.


Η θεώρησις του δικαίου της Εκκλησίας ως ενιαίου θεανθρώπινου δικαίου αίρει επίσης την αντίθεσιν μεταξύ Νόμου και χάριτος. Η κανονική τάξις της Εκκλησίας εδραζόμενη επί της θεανθρώπινης φύσεως αυτής είναι φυσικόν ότι πηγάζει εκ της ευχαριστιακής και εν γένει μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας που πραγματοποιεί εν τη Εκκλησία ένωση του Θείου και ανθρώπινου παράγοντος. Εκ τούτου καθίσταται σαφές ότι μόνο δια της αχωρίστου αλλά και ασυγχύτου συνδέσεως και εξαρτήσεως του δικαίου της χάριτος θεωρουμένης εξ απόψεως του ενιαίου θεανθρώπινου της Εκκλησίας οργανισμού, προσλαμβάνει το δίκαιον της Εκκλησίας τον προέχοντος πνευματικόν και Άγιον και μυστηριακόν και λειτουργικόν αυτού χαρακτήρα.


Εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν προηγείται η εμφάνισις της Εκκλησίας ως μυστηρίου της παρουσίας του Χριστού εν μέσω του λαού Του δια της επιφοιτήσεως του παρακλήτου, κυρίως εν τοις αγίοις μυστηρίοις και ιδιαιτέρως της Θείας Ευχαριστίας.


Και έπεται η κανονική τάξις της Εκκλησίας ως πλαίσιον ασφαλείας της μυστηριακής παρουσίας του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι. Σύμφωνα με τον κύριο Μουρατίδη, η σύνδεσις χάριτος και νόμου εν τη εκκλησιαστική διοργάνωση εκδηλούται εις την μυστηριακήν συγκρότησιν της επί γης στρατευόμενης Εκκλησίας εις τα μυστήρια του βαπτίσματος, της Ιεροσύνης και της θείας ευχαριστίας. Και συνιστά το κέντρο και την αφετηρίαν της εκκλησιαστικής διοργανώσεως προσδίδουσα ήτο εν Εκκλησία δίκαιον προέχωντος μυστηριακόν και του αυτού λειτουργικόν χαρακτήρα.


Τούτο δεν σημαίνει ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί την κανονική τάξιν ως κάτι το εξωτερικό, ως μια πραγματικήν ανάγκη χωρίς Θεολογική εκκλησιολογική και μυστηριακή βάσιν.


Είναι χαρακτηριστικόν ότι ο Κύριος πρώτον εκάλεσε τους μαθητάς Του να είναι μετ’ Αυτού ως Εκκλησία, παραδώσας μάλιστα και το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Και έπειτα έδωκεν εις αυτούς την εξουσίαν του δεσμίειν και του λύειν. Η Εκκλησία αποτελεί το Αίτιον της Κανονικής τάξεως και Ιερατικής εξουσίας αυτής. Η τάξις είναι αναγκαία δια την Εκκλησίαν χωρίς να είναι δυνατόν να είναι το αποτέλεσμα αυθαίρετων πρωτοβουλιών. Κακώς υπάρχει μεταξύ των Ιερωμένων ασυμφωνία περί των κριτηρίων των καθοριζόντων την ορθήν μορφήν της τάξεως. Η πεποίθησις δια της εξαγγελίας εμμέσως χαράσσονται ορισμέναι κατευθύνσεις δια την καθιέρωσιν Τάξεως εις την Εκκλησίαν κερδίζει έδαφος κατά απαίτηση των λαϊκών που όλο και περισσότεροι διαμαρτύρονται για την επικρατούσα ασχήμια που υπάρχει στην τέλεση των Θείων μυστηρίων.


Ο ζων δια των μυστηρίων οργανισμός της Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να μην έχει δομή και τάξη όπως κάθε ζων οργανισμός. Η τάξις και η δομή της Εκκλησίας είναι τόσο γνήσια όσον γνησίως εκφράζουν την περιεχόμενη ζωή. Και είναι τόσο χρήσιμα όσον αποτελεσματικά προστατεύουν την αυτήν ζωή. Η σχέση της Εκκλησίας προς την κανονική τάξιν αυτής είναι σχέση ουσίας ούσης αναγκαίας δια την έκφραση της αυτής ουσίας.


7


Η από της Μυστηριακής σκοπιάς θεώρησις της κανονικής τάξεως μας βοηθάει να αντιληφθούμε και την προέλευσιν της εν τη Εκκλησία ασκούμενης εξουσίας του Χριστού δια της Ιεραρχίας. Ως εξουσίας οφειλόμενης και εδραζόμενης εις την θέσιν του Επισκόπου ως εικόνας του Χριστού εξ ης απορρέει και εκ μέρους αυτού ανάληψις και των εξουσιών του Χριστού.


Ο Θεολογικός χαρακτήρας των κανόνων είναι που καθιστά αυτούς το απλώς διάφορον και όχι απλώς το ποιοτικώς ανώτερον παντός κοσμικού νόμου. Οι κανόνες δεν στερούνται νομικής διατυπώσεως. Επιτρέπουν εις ολόκληρον την Εκκλησία όπως ρυθμίζει τα πνευματικά ζητήματα ενιαία και όχι κάθε τοπική Εκκλησία διαφορετικά από μιαν άλλη. Αλλά όχι επί τη βάση των Κανόνων μιας ανθρωπιστικής αρχής ή μιας θρησκευτικής ιδεολογίας ή ακόμη και μιας εκκλησιαστικής διοικητικής γραφειοκρατίας. ΑΛΛΑ ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΝΟΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Του συνεχώς σαρκούμενου εν τω Μυστηρίω της Θ. Ευχαριστίας. Η αντικατάσταση ή και η μη εφαρμογή των κανόνων δ’ αποφάσεως της ατομικής βουλήσεως των ποιμένων της Εκκλησίας σημαίνει την αντικατάσταση της εν τη Εκκλησία Θεανθρώπινης βουλήσεως με αποτέλεσμα πεπτωκυίας δια της βουλήσεως αυτού. Ήτις ασθένεια μη πεφωτισμένη που δεν δύναται να εκφράζει εν τόπω και χρόνω την καθολικήν αλήθεια της Εκκλησίας.


Οι Ιεροί Κανόνες μαρτυρούν την πραγματικότητα της Εκκλησίας ως θεανθρώπινης κοινωνίας ιστορικώς πραγματοποιηθήσας και πραγματοποιούμενης δια της παρουσίας του Παρακλήτου Πνεύματος. Μακράν κάθε ανθρώπινης ιδεολογικής θεωρήσεως περί Εκκλησίας. Τους Ιερούς Κανόνας αρνούνται όσοι αρνούνται τη συνεχή σάρκωση της Εκκλησίας. Και όσοι ασκούν άγευστον Θεολογία ποιμαντικής πείρας και βιώματος. Και ως εκ τούτου αγνοούν την πραγματικότητα του ανθρώπινου στοιχείου της Εκκλησίας που έχουν χρέος να το οδηγήσουν στη Βασιλεία του Θεού. Στην Ιεραρχία της Ελληνικής Εκκλησίας υπάρχουν αρκετοί. Οι Ιεροί Κανόνες μαρτυρούν δια την Αλήθεια της Εκκλησίας και σημαντικό στοιχείο της παραδόσεως ως εκ τούτου είναι αδύνατον να εκπέσουν του κανονικού κύρους των.


Τα εκκλησιαστικά λειτουργήματα δεν εννοούνται ως υφιστάμενα παραλλήλως προς την εξουσίαν του Χριστού. Ο Χριστός είναι ο μόνος Κύριος και εξουσιαστής της Εκκλησίας, δεν κυβερνά παραλλήλως με μιαν επίγειον εκκλησιαστική διοίκηση ΑΛΛΑ ΔΙ’ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΕΝ ΑΥΤΗ. Οι λειτουργοί δεν έχουν εξουσίαν ειμή ως εικόνες και εκπρόσωποι του Χριστού. Τούτο καθιστά την Εκκλησίαν θεοκρατική ενότητα. Όλα τα λειτουργήματα του Χριστού αντανακλώνται ως ιστορικές πραγματικότητες εν τη Εκκλησία κατά τρόπον δημιουργούντα τάξιν.


8


Οι Ιεροί Κανόνες ομιλούν περί εκκλησιαστικής ευταξίας. Παρόλα αυτά είναι αρκετοί λαϊκοί θεολογούντες αλλά και προοδευτικοί Ιερωμένοι που υστερούνται βιώματος της εκκλησιαστικής Θείας χάρις και ομιλούν όχι απλώς απορριπτικώς για τους Ιερούς Κανόνες, αλλά ότι οι Κανόνες έρχονται σε αντίθεση ως προς την εν Χριστώ ελευθερία και αποτελούν ζυγόν δια τον άνθρωπο της χάρις.


Ο χαρακτήρ της εν Χριστώ ελευθερίας δεν συνίσταται εις την δυνατότητα της ιδιοτελούς προβολής του ίδιου θελήματος, αλλά εις την δυνατότητα της δια της υποταγής του ιδίου θελήματος και αποκατάστασιν της κοινωνίας και αληθούς αγάπης μετά του Θεού και των εν Χριστώ ανθρώπων.


Η εν Χριστώ ελευθερία είναι ελευθερία από της διεστραμμένης αγάπης του εαυτού μας. Η εν Χριστώ ελευθερία λειτουργεί προς την πραγμάτοσιν του αληθούς εαυτού μας εν τη ορθή σχέση μετά του Θεού και των τέκνων αυτού. Η εν Χριστώ ελευθερία προϋποθέτει την αγάπην και έχει ως αποτέλεσμα την αποκατάστασιν ουσιαστικής θεανθρώπινης κοινωνίας προσώπων.


Η ελευθερία περί της οποίας μιλάμε (κατά την βιβλικήν αντίληψη) είναι προπαντός η επανατοποθέτησις και ολοκλήρωσις του ανθρώπου εντός της τάξεως των πραγμάτων που εδημιούργησε δια την ανθρώπινην κοινότητα ο Θεός. Άλλες λέξεις ελευθερία κατά την βίβλον είναι η φυσική και ομαλή ζωή της ανθρωπότητος υπό την κυριαρχίαν του Θεού ενώ ως δουλεία παρουσιάζεται ότι καταστρέφει αυτήν την τάξη.


Η ανύψωσις του ανθρώπου εις αυτήν την μορφήν σχέσεων θα ήτο αδύνατος άνευ του Χριστού, όστις δια του Μεσσιανικού του έργου και κυρίως δια του Σταυρού και της Αναστάσεως έδωκε εις τον άνθρωπον την δυνατότητα να ελευθερωθεί από την διεστραμμένην αγάπη του εαυτού του, την αυτόνομον και εγωκεντρικήν ζωήν και τας συνέπειας της κύριας την απαλλαγή από τον θάνατον ως και από της δουλείας του διαβόλου και να εισέλθει εις την κεχαριτωμένην κατάσταση της ελευθερίας των τέκνων του Θεού.


Η απελευθερωθείσα και συνεχώς απελευθερωμένη κτίσις είναι η Εκκλησία. Εν τη χαρισματική κοινωνία της Εκκλησίας, Σώματος Χριστού, ο πιστός εβρίσκει την δυνατότητα της ορθής σχέσεως του με τον Θεόν και με τον αδελφόν του και δι’ αυτού την αληθή ελευθερίαν του. Οι Ιεροί Κανόνες βοηθούντες τον πεπτοκοτά άνθρωπον να μένει εν ενότητι και αρμονική σχέση μετά των αδελφών του εν τη Εκκλησία δεν στερούν αυτόν της ελευθερίας του, αλλά βοηθούν αυτόν εις την βίωσιν αυτής. Οι Ιεροί Κανόνες υποδεικνύουν εις τον πιστόν τα όρια της Εκκλησίας εκτός των οποίων υπάρχει το χάος.


Δόξα σοι τω αναβλύσαντι εκ ωραίων τας πηγάς. Δόξα σοι του εκ πετάσαντι εκ υδάτων πετεινά.


Στο επόμενο η συνέχεια.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page