top of page
Αναζήτηση

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ Β' ΜΕΡΟΣ

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 8 Σεπ 2021
  • διαβάστηκε 13 λεπτά

ree

1


<<Τοις την ιερατικήν λαχούσιν αξίαν μαρτυρία τε και κατορθώματα ετών κανονικών διατάξεων είσιν υποτυπώσεις>> (Κανόν Α’ της Ζ Οικουμενικής Συνόδου).


Το Μυστήριον της Εκκλησίας αποτελεί την βάση του Ορθόδοξου ποιμαντικού έργου. Ορθόδοξος Ποιμαντική, εκτός η παρά την Εκκλησίαν είναι κάτι το αδιανόητον, καθόσον η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία προϋποθέτει και εδράζεται επί της Χριστολογίας καθιστάμενης ούτω σωτηριολογίας.


Την εμπειρίαν αυτήν της Εκκλησίας εκφράζει και η εις τους Ιερούς Κανόνας τεθησαυρισμένη Ιερά Παράδοσις αυτής την οποίαν θα παρουσιάσωμεν περαιτέρω.


Κάθε ηθικιστική θεώρησις του ποιμαντικού έργου είναι όλως ξένη προς το πνεύμα των Ιερών Κανόνων. Η Ποιμαντική της Εκκλησίας είναι πάντοτε βαθύτατα εκκλησιολογική. Τούτο είναι όλως φυσικόν, διότι η Εκκλησία δεν αποτελεί ανθρώπινην οργάνωσιν ή θρησκευτικό ίδρυμα ή ακόμη και θρησκευτική κοινωνία, η οποία συναγόμενη επικαλείται τον Χριστόν δια να συγκροτηθεί. Αλλά η εξ απείρου αγάπης τους Θεού συγκρότησε σώμα την Εκκλησία δια της ενανθρωπήσεως του Λόγου εις αποκατάστασιν της Θεανθρώπινης Κοινωνίας και ενότητος εν τω αίματι του Χριστού την <<ένωσιν του Κυριακού Σώματος την ένωση του ανθρώπου με το Θεό Πατέρα>> εν τω οποίω οι πιστοί ενούνται υπό του Χριστού δια να τύχουν της σωτηρίας <<ξ στ. Κανόν Κάρθ). Η Εκκλησία κατά τους Ιερούς Κανόνας ανήκει εις τον Θεόν. Πολλάκις χαρακτηρίζεται ως <<Εκκλησία του Θεού>>.


Είναι βέβαιο και ξεκάθαρο ότι η Εκκλησία είναι έργο της αγάπης και της πρωτοβουλίας της Αγίας Τριάδας, οι δε άνθρωποι δύνανται να αποδεχθούν αυτήν την αγάπη και να συμμετάσχουν εις την Εκκλησία η οποία ως προέκταση της Αγάπης του Θεού αποτελεί <<Κοινωνία>>, <<Ένωσιν>>, <<Σύναξιν>> και πάνω από όλα <<Αδελφότητα>> που σημαίνει ότι πρέπει και διοικητικά να λειτουργεί σαν μια οικογένεια για ότι γίνεται πρέπει να συμμετέχει ολόκληρο το σώμα, ιερωμένοι και λαϊκοί.


Οι όροι αυτοί πολλάκις απαντώνται εις τους Ιερούς Κανόνες, είναι χαρακτηριστικοί της πατερικής θεωρήσεως της Εκκλησίας ως μυστηρίου θεανθρώπινης κοινωνίας καθ’ η Εκκλησία είναι πρωτίστως <<Καθίδρυμα Σωτηρίας>>.


2


Την Εκκλησίαν καθιστά θεανθρώπινη κοινωνία ή <<κοινωνία του σώματος του Χριστού>> ή <<κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού>> ήτις και συνιστά το εσώτερον κέντρο της ενότητος αυτής. Της κοινωνίας ταύτης προηγείται η κοινωνία της προσευχής ως και η κοινωνία εν τη παράκληση του λόγου. Η μετοχή του ανθρώπου εις την κοινωνίαν του Χριστού, την Εκκλησίαν, αποτελεί ουσιαστικήν αποκατάστασιν αυτού προς τον Θεόν και τον συνάνθρωπον και δι’ αυτό τον πρωταρχικόν σκοπόν της Ποιμαντικής. Μόνο η Αγία Εκκλησία ορθοτομεί και τον αληθή πρεσβεύει λόγον όπου το σεμνόν της Εκκλησιαστικής πολιτείας συντηρεί και διδάσκει βάση των κοινών συνάξεων της Εκκλησίας. Είναι η κοινή πίστις αυτή και όχι άλλοι ανθρώπινοι δεσμοί. Εν τη σύναξη αυτής, η Εκκλησία ζει ως αδελφότις εν Κυρίω μεριμνώσα δια πάσης φύσεως ανάγκας των αδελφών. Η Εκκλησία ζει ως αδελφότις και κατά λοιπάς, εκτός του ναού εν Κύριω συνάξεις των μελών αυτής δια τους ευρέως ασκούμενο διακόνημα συμπαράστασης εις τους εν Χριστώ αδελφούς βιώνουν συναισθήματα ενότητας και ζουν ως ιδίαν εν Χριστώ οικογένεια.


Υπεύθυνος για την άσκησιν αυτού του διακονήματος είναι ο κατά τόπους εκάστοτε Επίσκοπος. Είναι καταφανές ότι εις τους Ιερούς Κανόνες η Εκκλησία θεωρείται ως καθολική ενότις.


Υπάρχουν πολλών ειδών ενότητες εν τω κόσμω αλλά μόνον η χριστιανική Εκκλησία συνιστά <<καθολική ενότητα>> σύμφωνα με τους κανόνες (ξη’ καρθαγένης και ρκγ΄ καρθαγένης). Ήτοι μοναδικήν ιδίας τάξεως αληθή ενότητα, εφόσον μόνον εις αυτήν πραγματοποιείται η θεανθρώπινη ένωσις κατά τρόπον μοναδικόν και ούτω καθίσταται <<η κοινή μήτηρ καθολική Εκκλησία (ξγ’ καρθαγ και νζ’). Αι θεολογικαί βάσεις της ενότητος της Εκκλησίας είναι ωσαύτως μοναδικαί. Το εν βάπτισμα, το εν Άγιον Πνεύμα, ο εις Κύριος, η μία αλήθεια περί του Κυρίου <<Ενός όντος του βαπτίσματος και ενός όντος του Αγίου Πνεύματος και μιας Εκκλησίας υπό Χριστού του Κυρίου ημών τεθελιωμένης ενότητος>> Κανόν (Καρχηδόνος). Την ενότητα δεν την δημιουργούν τα μέλη της Εκκλησίας αδυνατούντα να πράξουν αυτό λόγω της πεπτωκυίας της φύσεως των να οικοδομίσουν αυτήν. Είναι ενότις Κυρίου, ήτοι την προσφέρει ο Κύριος ως δώρον και αναμένει από τους πιστούς να συνεργήσουν δια την αποδοχήν και πραγμάτωσιν αυτή εν τη ζωή των και εν τη ζωή της Εκκλησίας. Η ενότις της Εκκλησίας κατάγεται μεν άνωθεν, πραγματοποιείται δι’ ανθρώπων επί της γης και εκφράζεται εν τη πίστη, τη λατρεία και τη διοίκηση της Εκκλησίας ήτις δεν είναι μόνον Θείος θεσμός αλλά και ανθρώπινη κοινωνία.


<<Και δια τούτο ημείς οι συν Κυρίω όντες και ενότητα Κυρίου κρατούντες και κατά την αξίαν αυτού χορηγούμενοι την Ιερατείαν αυτού εν τη Εκκλησία λειτουργούντες>> (Κανόν Καρχηδ). Οι πιστοί (συν Κυρίω όντες) μετέχουν εις την ενότητα Αυτού. Η Ιεροσύνη των ποιμένων της Εκκλησίας συνιστά πηγήν ενότητας διότι αποτελεί μετοχήν εις την μίαν και μοναδικήν Ιεροσύνην και λειτουργίαν του Χριστού εν τη Εκκλησίας αποτελεί η κοινή <<Εκκλησιαστική πίστις>> και <<αλήθεια>>. Επί των βάσεων αυτών στηρίζεται το μυστήριον της ενότητας της Εκκλησίας <<και τους από πλάνης και στρεβλότητος ερχομένης επίγνωση αληθινής και εκκλησιαστικής πίστεως, δούναι καθόλου θείας δυνάμεως μυστήριον ενότητος τε και πίστεως και αληθείας (Κανόν Καρχηδ).


Στην Εκκλησία μόνο υπάρχει το μυστήριο της ενότητας και της αληθείας ως ακολουθία του μυστηρίου της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού και της συνεχούς παρουσίας Αυτού εν τη Εκκλησία. Εις την σύνδεσιν της Εκκλησίας ήτο πάντοτε αδιανόητος η ενότις μη προϋποθέτουσα την κοινήν πίστη.


3


Απαραίτητος προϋπόθεση και Κύριον σημείον και μέσον εκδηλώσεως της ενότητος της Εκκλησίας δεν είναι ούτε μόνο η αναγνώρισις ενός Κυρίου και ενός βαπτίσματος, ούτε μόνον η αγάπη αλλά και η ενιαία πίστις σε όλες τις εκδηλώσεις της Εκκλησίας και της διαφυλάξεως της οποίας ως και της γνήσιας αποστολικής παραδόσεως.

Εγγύηση είναι η ορθώς νοούμενη αποστολική διαδοχή που είναι συνυφασμένη η έννοια της αποστολικότητας της Εκκλησίας, δεν δύναται να νοηθεί αποστολικοτις ούτε ενότις της Εκκλησίας. Δεν δύναται να νοηθεί γνήσια αποστολική διαδοχή άνευ εμμονής εις την αποστολικήν παράδοσιν και άνευ επισκόπων θεωρουμένων ως γνησίων διαδοχών των Αποστόλων. (Υπάρχει η άποψη πολλών ότι τόσο οι Ιερωμένοι όσο και οι λαϊκοί όταν κινούνται εκτός Αποστολικής και Εκκλησιαστικής παραδόσεως θέτουν τον εαυτό τους εκτός ενεργοποιήσεως της Θείας Χάρης.


Ο συνδυασμός αλήθειας και ενότητας καθιστά την Εκκλησίαν Καθολικήν, αληθινή και Ορθόδοξον. Η Εκκλησία πολλάκις εις τους Ιερούς Κανόνες χαρακτηρίζεται ως αποστολική ή ως <<Αγία του Θεού Καθολική και Αποστολική Εκκλησία>>.


Συνέπεια της Αποστολικότητος είναι η καθολικότις, ουχί μόνον εν τη γεωγραφική έννοια της οικουμενικότητας αλλά και τη θεολογική έννοια της Ορθοδοξίας. Ο νζ’ Κανόν της Καρθαγένης επί παραδείγματι λέγει <<την καθολικήν του Θεού Εκκλησίαν την ανά πάντα τον κόσμο διακεχυμένην>>, όπου σημαίνει την αληθή (Ορθόδοξον) Εκκλησία ήτις είναι οικουμενική. Ο ίδιος Κανόν χαρακτηρίζει την Εκκλησίαν ως <<αληθινή Εκκλησίαν>>. Η Θεολογική εκδοχή του όρου <<καθολική>> δικαιολογείται και εν των όρων <<καθολικός επίσκοπος>> αλλά ορθόδοξος επίσκοπος μεταδίδων την Παράδοσιν ήτοι παρέλαβε. Επίσκοπος της Ορθοδόξου και αληθούς Εκκλησίας εν τη Κοινωνία και ενότητος της καθολικής Εκκλησίας δέον να φρονούν <<ως φρονεί η Αγία του Θεού Καθολική και αποστολική Εκκλησία πιστεύοντες εν πάσι τοις δόγμασι της καθολικής Εκκλησίας και αφήνοντας έξω και μακριά από την Εκκλησίαν τα όποια προσωπικά τους Νομίζω.


Η ζωή των ποιμένων αυτής αλλά και των λαϊκών να είναι σύμφωνος προς τα ηθικάς απαιτήσεις του Ευαγγελίου. <<Το γαρ ανεπίληπτον διεκδικεί η καθολική Εκκλησία>>. Εν τη καθολική Εκκλησία οικοιούνται ο πιστός την καθολικήν πίστιν της Εκκλησίας και μορφούνται κατά το καθολικό ήθος αυτής καθιστάμενος καθολικός άνθρωπος αληθής και άρτιος άνθρωπος και τείνει καθιστάμενος μιμητής του Χριστού. Μόνο εν τη καθολική Εκκλησία ζουν Ιερωμένος ή λαϊκός ασκούμενος ο πιστός δύναται να επιτύχει την θέωσιν αυτού για όλους ισχύουν τα ίδια, τα διακονήματα αλλάζουν. Εν τη καθολική ενότητα της Εκκλησίας, δια του ποιμαντικού έργου αν γίνεται επαρκώς εκεντρίζονται οι πιστοί και εν συνεχεία χειραγωγούνται να οικοδομούνται πληρέστερον εις το να μετέχουν εις την καθολικήν πίστιν και το καθολικόν ήθος της Εκκλησίας καθιστάμενοι <<καθολικοί>> άνθρωποι ήτοι μέτοχοι της αληθείας της αγιότητος και της οικουμενικότητος της Εκκλησίας.


4


Ο στόχος των ποιμένων στο έργο τους επιβάλει την υπέρβαση κάθε μερικότητας και αποσπασματικότητας. Ο ποιμένας είναι όλος ανοικτός προς τον Θεόν και όλος ανοικτός προς τα τέκνα του Θεού τους συνανθρώπους τους. Ο Ποιμένας για να μπορεί να φέρει εις πέρας την αποστολήν του επιβάλλεται να ζει με την πληρότητα της αληθείας του Θεού και την πληρότητα της αγάπης του Θεού.


Ο κάθε ποιμένας επιβάλλεται να βρίσκεται στο επίπεδο εκείνο που η νοσηρά εγωκεντρική ατομικότις έχει θεραπευτεί και μεταμορφωμένος πλέον ανήκει εις την Αγίαν Θεοκεντρικήν κοινωνικότητα. Ο μεταμορφωθείς πλέον Ορθόδοξος ποιμένας πολιτευόμενος ζει εν αρμονία και ισορροπία την αλήθειαν της Εκκλησίας και τας ευαγγελικάς αρετάς. Μακράν πάσης απολυτοποιήσεως στοιχείων της πίστεως. Ο ποιμένας δεν χωρίζει το δόγμα της ηθικής ούτε απορρίπτει την χριστοκεντρικήν ηθικήν δια τον φόβον του κοσμικού ηθικισμού. Δεν εγκλείεται επίσης εις παρατάξεις θεωρούν αυτάς ως κέντρα σωτηρίας και ως φορείς της ανανεώσεως της Εκκλησίας. Δεν απολυτοποιεί σχήματα καιρικά και ανθρώπινα, ούτε πάλι απορρίπτει ως αναχρονιστικούς τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος ήτοι ζωοποιούσαν τους πιστούς παράδοσιν και τους κανονικούς θεσμούς της Εκκλησίας.


Ως καθολικός άνθρωπος που οφείλει να είναι ο κάθε ποιμένας έχει υπερβεί την αντίθεσιν συντηρητικότητος και προοδευτικότητος. Είναι συντηρητικός διότι συντηρείται εν τη αιώνια Αλήθεια της Εκκλησίας. Και είναι προοδευτικός διότι προάγεται καθημερινώς εις την Αλήθειαν της Εκκλησίας καθώς οφείλει να υπηρετεί πιστά. Οι Άγιοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι τα πρότυπα του καθολικού ανθρώπου. Σύμφωνα με τα παραδείγματα αυτών, οι Ποιμένες οφείλουν να ποιμαίνουν τους ποιμενόμενους προς την καθολικότητα (και όχι με το εγώ κάνω κουμάντο).


Η γνησιότητα του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας έγκειται εις το εάν οδηγεί τους πιστούς προς την καθολικότητα αυτήν. Οι αληθινοί Ποιμένες δεν γίνονται πολυπραγματογνώμονες. Ασχολούνται αποκλειστικά εις την καλήν αλλοίωσιν εαυτών και των μελών του ποιμνίου των εις καθολικούς ανθρώπους. Προωθώντας αυτούς να μετέχουν εις την καθολικήν αλήθειαν και ζωήν της καθολικής Εκκλησίας η οποία μεταμορφώνει, δεν μεταμορφώνεται, αλλοιώνει και δεν αλλοιούται, σώζει εν Χριστώ τον άνθρωπο και δεν σώζεται δια της συμμαχίας με τον κόσμο. Επειδή η όλη ζωή και αλήθεια της Εκκλησίας αν γίνει τρόπος ζωής τότε και μόνο αποκαλύπτεται η πνευματική διάσταση της Εκκλησίας. Αντιλαμβάνεται αισθητά τα μυστήρια της Εκκλησίας και παν ότι εκφράζει την Εκκλησία και ζει συνειδητά στο σώμα Χριστού και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.


Η αλήθεια και η παράδοσις της Εκκλησίας αποτελούν θεμελιώδη ζητήματα της Ποιμαντικής. Το όλον ποιμαντικόν έργον έχει υπόστασιν μόνον όταν εδράζεται επί της Αληθείας. Τότε και μόνο επιτυγχάνει του σκοπού του μόνον όταν μεταδίδει, παραδίδει αυτήν την Αλήθεια εις την πληρότητα της ήτοι το μυστήριο του Αποκαλυφθέντος Θεού. Το οποίον καλεί τον άνθρωπον εις κοινωνία με Αυτόν. Το ποιμαντικόν έργον ουδόλως δικαιούται να ασκεί οποιοσδήποτε. Εάν δεν προϋποθέτει την Αλήθειαν περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου. Δεν υπάρχει άλλη προσφορά του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας προς τον άνθρωπον (κοινωνική πρόνοια, ηθική βελτίωσις, κοινωνική εξυγίανσις) η οποία να δύναται να δικαιώσει καθ’ εαυτήν αυτό και να παράσχει κάποιαν θέσιν δια την ποιμαντικήν εις τον σύγχρονον κόσμον. Το ποιμαντικό έργο είναι αναγκαίο, όχι ως εν εκ των πολλών έργων τα οποία δύνανται να παράσχουν κάποιαν συμπαράστασιν εις τον άνθρωπο. Το ποιμαντικό έργο είναι το μόνο το οποίον δύναται να αποκαλύψει στον άνθρωπο την Αλήθεια και να οικειώσει αυτόν με την ψυχή του στο να υπάρχει το δυνατό καλύτερη συνεργασία των δύο φύσεων (ανθρώπου και ψυχής).


5


Η μοναδικότις, το αναντικατάστατον, το ουσιαστικώς αδιάφορον της Εκκλησίας έναντι όλων των ανθρώπινων θεσμών, ιδεολογιών, φιλοσοφιών, θρησκειών είναι ότι αποτελεί <<τον στόλον και εδραίωμα της Αληθείας>> (Α. Τιμ. γ΄ 15), τον φύλακα και τον φορέα της αποκαλυφθείσης Αληθείας δια τον Άγιον Ειρηναίον <<όπου η Εκκλησία, εκεί και το πνεύμα του Θεού και όπου το πνεύμα του Θεού, εκεί και η Εκκλησία και πάσα χάρις, Πνεύμα δε ή αλήθεια>> και με την εύστοχον φράση του Π. Δημητρίου Στανίλαε <<Η Εκκλησία είναι ο οίκος τον οποίον οικοδόμησε δι’ εαυτήν η σοφία η οποία απεκαλύφθει δια να διασφαλίσει εαυτήν από τα κύματα του κόσμου>>. Είναι καταφανές πλέον ότι ο αληθινός ζωντανός λόγος αποτελεί πνευματικό συμπόσιο.


Πάσα άλλη βοήθεια προς τον άνθρωπον δεν φέρει αυτόν εις επίγνωσιν της Αληθείας έστω και αν βοηθεί εαυτόν εις την επίγειον ζωήν του (ως η επιστήμη, η τεχνική, η φιλανθρωπία) δεν σώζουν αυτόν και δεν αποτελεί απάντηση εις το υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου. Το βασικό πρόβλημα του ανθρώπου είναι το πρόβλημα Αληθείας. Ο λόγος του Θεού εσαρκώθη <<Ίνα μαρτυρήσει την αλήθεια>> και η Εκκλησία σαρκούται εις έκαστην εποχή επίσης <<ίνα μαρτυρήσει την αλήθεια>>. Η αλήθεια της Εκκλησίας αποτελεί την πηγή της ενότητας της Εκκλησίας καθόσον δια της αληθείας κάθε εκκλησιαστικής κοινότις βαδίζει προς την καθολικήν Εκκλησίαν όλων των αιώνων και όλων των τόπων.


Σήμερα η σύγχρονως ποιμαντική, λόγω της ισχυράς επιδράσεως του ανθρωποκεντρισμού και της εκοσμηκεύσεως της Ιεραρχίας, κινδυνεύει να λησμονήσει ότι βασική αποστολή της είναι η <<παράδοση της Αλήθειας>>. Καλείται να μαθητεύσει εν ταπεινώσει εις την πατερικήν παράδοσιν ως εκφράζουν αυτήν και οι ιεροί Κανόνες προκειμένου να διασώσει την αληθή αποστολή την οποίαν της ενεπιστεύθη ο Κύριος. Η Εκκλησιαστική αναμφισβήτητη εμπειρία η οποία εκφράζει τους Ιερούς Κανόνες δύναται να μας βοηθήσει να απαντήσουμε εις θεμελιώδη ζητήματα που έχουν σχέση με την παράδοσιν της Αλήθειας.


Παν ότι παρέλαβεν η Εκκλησία από του Κυρίου από του Κυρίου και των Αποστόλων είναι το περιεχόμενο της παραδόσεως. Μετεδόθη αυτή προφορικώς και δια της όλης της ζωής αυτής αποτελεί την Ιεράν Παράδοσιν, η Εκκλησία παρέλαβε τον Χριστό και παραδίδει Αυτόν δια της Ιεραρχίας στο λαϊκό πλήρωμα (αρκετοί αυτοί που αδυνατούν να μεταδώσουν Χριστό, αυτοί κακώς βρίσκονται στη θέση της Ιεροσύνης). Η Ιεραρχικομυστηριακή οργάνωση της Εκκλησίας παρεδόθη επίσης υπό του Κυρίου και των Αγίων Αποστόλων και δι’ αυτό κατατάσσεται και αυτή μεταξύ των <<Θεοπαράδοτων λογίων>> ως χαρακτηριστικώς λέγει ο (Β’ Κανών της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου), ο καθορίζων ως προσόν του μέλλοντος επισκοπεύειν το <<Αναγιγνώσκειν ερευνητικώς και ου προοδευτικώς του τε Ιερούς Κανόνας και το Άγιον Ευαγγέλιον την τε του Θείου Απόστολου βίβλον. Και πάσαν την θείαν Γραφήν και κατά τα θεία εντάλματα αναστρέφεσθαι και διδάσκειν τον κατ’ αυτόν λαόν. Ουσία γαρ της καθ’ ημάς Ιεραρχίας εστί τα θεοπαράδοτα λόγια ηγούν ή των Θείων γραφών αληθινή επιστήμη>>. Εις την συνείδηση των Πατέρων δεν υπάρχει αντίθεσις μεταξύ Γραφής και Εκκλησιαστικής Παραδόσεως αλλά ενότις αμφότερων συνιστώντων τον Λόγον του Θεού όστις είναι το θεμέλιον <<της καθ’ ημάς Ιεραρχίας>>.


6


Η Παράδοσις περιλαμβάνει παν ότι αφορά εις την <<Εκκλησιαστικήν πίστιν>> και παν ότι αφορά εις την <<Εκκλησιαστικήν τάξιν>>.

<<Σύμπασα η Σύνοδος είπε θέλοντος του Θεού ίση ομολογία ή εκκλησιαστική πίστις ή δι’ ημών παραδιδόμενη. Εν ταύτη τη ενδόξω συνέλευση πρωτοτύπως ομολογητέα εστίν, έπειτα η εκκλησιαστική τάξις μετά συναινέσεως εκάστου και ο μου πάντων φυλακτέα εστί <<Β’ Καρδαγ>>. Οι Πατέρες της Καρθαγένης βεβαιούν ότι την πίστιν αυτήν <<ταις ημετέρας διανοίας εγκαθιερώθησαν κατέχομεν και καθώς εμάθομεν ούτω τους λαούς του Θεού διδάξωμεν>>.


Οι χειροτονηθέντες Επίσκοποι ομολογούν επίσης <<ούτω δεχόμεθα, ούτω κατέχομεν, ούτω διδάσκομεν τη πίστη τη ευαγγελική άμα τη ημετέρα διδασκαλία επόμενοι (Β’ Καρθαγ.). Παραλαβή και παράδοση του Χριστού έχουμε κατά την χειροτονία του Πρεσβύτερου, ότε ο Επίσκοπος παραδίδει εις τον μόλις χειροτονηθέντα τον ηγιασμένο Αμνόν λέγων εις αυτόν <<Λάβε την παρακαταθήκην ταύτην και φύλαξον αυτήν έως της Παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι παρ’ αυτού μέλεις απαιτείσθαι αυτήν>>.


Οι Πατέρες της Καρθαγένης βεβαιούν ότι την πίστην αυτήν <<ταις ημετέραις διανοίας εγκαθιερώθησαν κατέχομεν και καθώς εμάθωμεν ούτω τους λαούς του Θεού διδάξωμεν>>. Οι χειροτονηθέντες Επίσκοποι ομολογούν επίσης <<Ούτω δεχόμεθα, ούτω κατέχομεν, ούτω διδάσκομεν τη πίστη τη ευαγγελική άμα τη υμετέρα διδασκαλία επόμενοι>> (Β’ Καρθαγ). Η παράδοσις καθίσταται προσωπικόν κτήμα των ποιμένων της Εκκλησίας και δι αυτών διδάσκεται και παραδίδεται. Η ευαγγελική πίστις καθίσταται ζώσα εις την διδασκαλίαν των συνοδικών Πατέρων Αγία Γραφή και Παράδοσις στηρίζονται και φωτίζονται αμοιβαίως και φυλάσσονται εν τη Εκκλησία ως θησαυρός και ζωή αυτής. Ιδού πως η Παράδοσις βεβαιεί ότι εδράζεται επί της Γραφής.


<<Σύμπασα η Σύνοδος είπεν ουδείς κατά των Προφητών, ουδείς κατά των Ευαγγελίων χωρίς εποίησε (Ε’ Καρθα.) ή ούτω δεχόμεθα ούτω κατέχομεν ούτω διδάσκομεν τη πίστη τη Ευαγγελική>> (Β’ Καρθ.). Αλλά και η Παράδοσις ασφαλίζει την Γραφήν καθορίζουσα τα γνήσια βιβλία αυτής. Είναι φανερόν ότι εις την συνείδηση των Αγίων Πατέρων η έγγραφος και άγραφος παράδοση αποτελούν την ενιαίαν <<θεσμοθεσίαν>>. Η άγραφος παράδοση δεν είναι κατωτέρα της εγγράφου.


Περί της άγραφου παραδόσεως θεολογεί ο Μ. Βασίλειος <<Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κήρυγμα των τα μεν εκ της εγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παραδεξόμεθα άπερ αμφότερα την αύτην ισχύν έχει προς την ευσεβείαν και τούτοις ουδείς άντερει>>.


7


Εκ της αγγράφου παραδόσεως εδιδάχθημεν το σφραγίζεσθαι τω τύπω του Σταυρού τους λόγους της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος δια τον καθαγιασμόν των τιμίων Δώρων το προς ανατολάς προσεύχεσθαι, την ευλογίαν του ύδατος του βαπτίσματος και του ελαίου της χρίσεως την Τρίτη κατάδυσιν του βαπτιζομένου.


Εις τους ανωτέρω λόγους του Μ. Βασιλείου έχουμε την πρώτην αναφορά περί της άγραφου παραδόσεως. Τα της άγραφου παραδόσεως μυστήρια συνδέονται με την διδασκαλία των κατηχουμένων αυτής εις αυτούς προς του βαπτίσματος. Δια του όρου <<δόγματα>> οι Πατέρες εννοούσαν τας αληθείας της πίστεως και την διδασκαλίαν του Ευαγγελίου ενώ δια του όρου <<κηρύγματα>> τα άγραφα, τα αφόρωντα εις την μυστηριακήν και λειτουργικήν ζωήν τα οποία η Εκκλησία παρέλαβε, διατηρεί και παραδίδει δια της μυστηριακής και λειτουργικής ζωής.


Η παράδοσις αποτελεί την ορθήν ερμηνεία, την αποστολικήν ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Χωρίς αυτήν υπεισέρχεται η υποκειμενική ερμηνεία ήτις μερική, αποσπασματική και ατομική άποψη που απομακρύνει το νόημα από την καθολική αλήθεια, αδυνατεί να συλλάβει το πλήρωμα της αληθείας. Σε αυτό οφείλονται οι αιρέσεις και τα σχίσματα. Σύμφωνα με τον π. Δημήτρη Στανιλόαει: εις την Ορθοδοξίαν ο ίδιος ο Χριστός ερμηνεύει δια της Εκκλησίας τους λόγους Του που εβρίσκονται εις την Γραφήν, διότι δια της παραδόσεως η Ορθόδοξος Εκκλησία ζει εντός της χάριτος του Αγ. Πνεύματος επειδή το Πνεύμα του Χριστού ενοικεί εν αυτή. Εν τη Ορθοδοξία η ερμηνεία της Γραφής δια της Παραδόσεως σημαίνει ότι οι Απόστολοι ερμηνεύουν αυτή εν εαυτούς.


Οι Απόστολοι έγραψαν την Γραφήν αλλά οι Απόστολοι επίσης άφησαν ως Παράδοσιν πολύ περισσότερα στοιχεία από εκείνα τα οποία εκήρυξαν και εφήρμοσαν γραπτώς.

Το άτομον μόνον εντός της Εκκλησίας εβρίσκει την υπέρβασιν της <<ατομικότητος του>> την ενοποίησιν της διεσπασμένης φύσεως του εν τη καθολική φύση του σαρκοθέντος Λόγου του Θεού και δια τούτο την δυνατότητα να καταστεί πρόσωπον και φορεύς της καθολικής πίστεως της Εκκλησίας επί τη βάση της οποίας δύναται και να ερμηνεύσει την Αγίαν Γραφήν ήτοι Καθολικός Ορθόδοξος <<Εκκλησιαστικός>>.


8


Σύμφωνα με την Ορθόδοξον πατερική θεολογία, δεν δύναται να τεθεί θέμα προτεραιότητος της Γραφής επί της παραδόσεως ή αντιθέτως. Μεταξύ αυτών υπάρχει αμοιβαιότις. Εκφράζουν το ίδιο και το αυτό πνεύμα. Η παράδοση της Εκκλησίας ή τη γραπτή ή τη άγραφη και ότι αφορά γενικώς την Εκκλησία δεν δύναται να κατανοείται εξωτερικώς ή διανοητικώς. Η Ορθοδοξία κατανοείται μόνο δια αποκαλύψεως επί μάλλον και μάλλον ο πιστός οφείλει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της αποκαλύψεως για να λάβει προσωπικήν πείραν, εμπειρία και γνώση αυτής. Μόνο εν τη κοινωνία της πίστεως είναι δυνατή η οικείωσις η εσωτερική και προσωπική με τας αληθείας της πίστεως ως και με τον Διδάσκαλον της Πίστεως. Μόνον εν τη κοινωνία της πίστεως χορηγείται το Άγιον Πνεύμα δια την γνώσιν της Αληθείας.


Αποτελεί ματαιοπονία κάθε προσπάθεια κατανοήσεως της Ορθοδοξίας έξω από την αλήθεια του Ευαγγελίου. Η παράδοσις εις την Εκκλησία δεν είναι απλώς η συνέχεια της ανθρώπινης μνήμης ή η διατήρησις τελετουργιών και εθίμων. Παράδοση είναι η συνέχεια της Θείας Βοηθείας, η σταθερά παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας.


Τα ανωτέρω έχουν ιδιαίτεραν σημασίαν δια την Ποιμαντικήν. Ο σύγχρονος άνθρωπος προσεγγίζων εν πολλοίς την πίστη <<διανοητικώς>> ως ιδεολογίαν, είναι αδύνατον να γνωρίσει αυτήν αληθώς. Η εκκλησιαστική εμπειρία είναι η μόνη οδός γνώσεως της Αληθείας. Δια τους Ποιμένας της Εκκλησίας προβάλει επιτακτική η ανάγκη όπως βοηθούν τους ποιμενόμενους και μάλιστα τους εξ αυτών έχοντας προβλήματα πίστεως να αποκτούν αυτήν την εμπειρία κυρίως εν τη λειτουργική ευχαριστιακή ζωή. Καθ’ ην η Εκκλησία αποκαλύπτει και πραγματοποιεί συγχρόνως την αληθή θεανθρώπινην φύση της. Για να γίνει αυτό σωστά απαιτείται ο Ποιμένας να έχει γνωρίσει την αλήθεια και να έχει εμπειρία, διαφορετικά τυφλός τυφλό οδηγεί.


Η παλιά αρχαιότις έχει τας ρίζας της εις τους Αγίους Αποστόλους και τους διαδόχους αυτών δύο και αποτελεί κριτήριον γνησιότητας της Παραδόσεως. Εμπεριέχεται δε εν αυτή και η καθολική υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας αναγνώρισις των παραδόσεων τούτων εφ όσον εάν δεν ανεγνωρίζοντο υπό των προγενέστερων δεν θα είχε θεσμοθετηθεί εις την Εκκλησία και δεν θα ετύγχανον της παραδοχής αυτών. Εγκεντριζόμενος ούτος ο πιστός εις την παράδοσιν της Εκκλησίας εγκεντρίζεται εις αυτήν την ζωήν της Εκκλησίας. Την Αλήθειαν της Εκκλησίας η οποία είναι υποστατική Αλήθεια. Ο ενανθρωπίσας Λόγος του Θεού. Δι’ αυτό και δια την Ορθόδοξον Ποιμαντικήν η εν ταπείνωση παραδοχή της παραδόσεως συνιστά όρον σωτηρίας.


Ο Χριστιανός προσεγγίζει την παράδοσιν ως μαθητής και όχι ως διδάσκαλος ή ως κριτής. Αλλά αφήνεται να μορφωθεί εντός αυτής και δεν προσπαθεί να μορφώσει αυτήν εις τα ιδικά του μέτρα. Τότε ανακαλύπτει ότι η Παράδοσις αποτελεί πηγήν ζωής έχουσα άπειρον βάθος. Ο κάθε Χριστιανός ανεξαρτήτου αξιώματος υπάγεται εις την δια βίου μάθηση. Αντλών τις εκ τους απείρου αυτού βάθους της Παραδόσεως δύναται να καταστήσει τον λόγον της Εκκλησίας εις πάσαν εποχήν επίκαιρον και σωστικόν.


Δόξα τω την γαίον τοις δένδροις κοσμίσαντι. Δόξα τω τοις ζωοίς τροφήν ετοιμάσαντι.


Συνέχεια στο επόμενο.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page