Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ Α' ΜΕΡΟΣ
- vlaxosalexandros20

- 28 Ιουλ 2021
- διαβάστηκε 13 λεπτά

1
Γέννησιν εξ ανάρχου του Πατρός, του Υιού τε και Πνεύματος εκπόρευσιν άμα. Εν μία τη ουσία Θεόν, τρισυπόστατον τε τη μορφή σέβοντες.
Η ποιμαντική καθοδήγησις του ανθρώπου της σύγχρονου εκοσμικευμένης κοινωνίας προϋποθέτει απαραιτήτως την θεμελίωσιν της επί των Θεόπνευστων αρχών και μεθόδων των αποθυσαυρισθήσων εν τη διδασκαλία της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Η τοιαύτη θεμελίωσις είναι επιβεβλημένη εκ του γεγονότος της εν πολλοίς εκπτώσεως εκ των παραγόντων της Εκκλησιαστικής διακονίας εις τα πνευματικά τους καθήκοντα. Δια της τοιαύτης εκπτώσεως το ποιμαντικό λειτούργημα στερείται του ουσιαστικότερου συστατικού αυτού στοιχείου της χριστοκεντρικότητος και καθίσταται ανθρωποκεντρικόν.
Κατά την ενασχόληση μου με την θεωρία της ποιμαντικής και τα σύγχρονα ρεύματα αυτής ως είναι η ποιμαντική ψυχολογία, ησθάνθη την ανάγκη να μελετήσω την υπό των Αγίων Πατέρων παραδοθείσαν ποιμαντικήν θεολογίαν και μέθοδον, δια να έχω την βεβαιότητα ότι πρόκειται περί αληθώς θεανθρώπινης ποιμαντικής Θεολογίας ως έζησε αυτή δια των αιώνων η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού.
Η σύγχρονος και προοδευτική ανθρωποκεντρική ποιμαντική η οποία ανεπτύχθη από τους προοδευτικούς. Μεταβάλει ολόκληρο το οικοδόμημα της Εκκλησίας, καθότι ο πιστός δια της ποιμαντικής διδάσκεται τις αιώνιες αναλλοίωτες θείες Αλήθειες και το πώς να μεταπλάθεται στο να γίνεται σύμμορφος με το πνεύμα και την παιδεία της Εκκλησίας. <<Επικατάρατος πας όστις προσθέσει ή αφαιρέσει από το βιβλίο του Νόμου>>. Κύριοι του προοδευτικού κύματος, οι κοινωνία εκσυγχρονίζεται σωστά. Ο Θεός παραμένει ο ίδιος εις τους αιώνες, δεν αλλάζει. Επομένως και εσείς έχετε χρέος να μεταδίδετε τα ίδια. Θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένας διαφορετικός τρόπος μετάδοσης από αυτόν του παρελθόντος διότι έχει αλλάξει και το μορφωτικό επίπεδο του κοινού αλλά οφείλετε να διδάσκετε αυτά που παραλάβατε. Όχι να τα κόβετε και να τα ράβετε στα δικά σας μέτρα.
Ο κάθε άνθρωπος σε καθετί το ανώτερο από αυτόν οφείλει να προσπαθεί να το φτάσει και όχι να το κατεβάζει στα δικά του μέτρα. Όσοι αδυνατούν να περάσουν πάνω από τον πήχη, κακώς βρίσκονται στη θέση που βρίσκονται. Αυτό δεν έχει μόνο προσωπικές πνευματικές επιπτώσεις αλλά έχει πνευματικές συνέπειες σε ολόκληρο το σώμα των πιστών. Η νύμφη του Κυρίου επιβάλλεται να είναι Αγνή και αμόλυντη. Η κάθε εξωθεσμική μεταβολή στην έκφραση της Εκκλησίας αποτελεί ασέλγεια στο Σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, καθότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Και αυτό το βλέπουμε εκ του αποτελέσματος. Η σύγχρονη ανθρωποκεντρική ποιμαντική, παρά την εξωτερική λάμπουσα επιφάνειαν της παραμένει κατ’ ουσίαν ανάπηρος. Χωρίς λυτρωτική δύναμη καθόσον δεν είναι εριζωμένη εις το Μυστήριο της Εκκλησίας. Καθότι τα προβλήματα του ανθρώπου τα ερευνά ανθρωποκεντρικώς, με ανθρώπινα κριτήρια και ανθρώπινη μέθοδο. Αυτό είναι αδύνατο να βοηθήσει τον άνθρωπο να προοδεύσει πνευματικά, μοιραία παραμένει καθηλωμένος στα ίδια.
2
Η ψυχή η οποία διψά το Θεό και την ένωσιν μετ’ Αυτού δεν αναπαύεται εις ορισμένας καθηκοντολογικάς συμβουλάς ή ψυχολογικάς αναλύσεις κατά την Α’ ή Β’ ψυχολογικήν σχολήν. Δεν αναπαύεται η ψυχή εις την ανθρώπινη μόνο συμπαράσταση η οποία προσφέρεται κατά την ανέξοδη φιλανθρωπία κάποιων.
Ο Ποιμήν ο οποίος ως άλλος Μωυσής οφείλει να εξαγάγει το ποίμνιον του από την δουλεία του διαβόλου, της αμαρτίας και του θανάτου εις την ελευθερία του Θεού και να παραδώσει εις τον Κύριον ψυχάς άρτιας και ηγιασμένας. Για να επιτευχτεί αυτό απαιτείται ο Ποιμένας να είναι Άγιος επί της ουσίας. Η αυτοτιτλοφόρηση Άγιος που συνηθίζεται βάση πρωτοκόλλου είναι αδύνατο να επιτύχει τα προσδοκώμενα αφού στερείται Θείας Φώτισης. Για μια ακόμη φορά θα επαναλάβουμε το λόγο του Κυρίου <<Τυφλός τυφλό οδηγεί, αμφότεροι σε Βάραθρο θα βρεθούν>>.
Οι Ιεροί Κανόνες, οι οποίοι εκφράζουν την εμπειρία της καθολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας συνοδικώς και αγιοπατερικώς βεβαιώθησαν ότι εκφράζουν την βούληση της Εκκλησίας και αποτελούν απλανή οδό σωτηρίας. Στους Ιερούς Κανόνες έχουν συμπεποικνωμένη την ποιμαντικήν πείρα και Θεολογία της Εκκλησίας. Εάν κάποιος θέλει να βρει την γνησιοτέραν έκφρασιν, μέθοδο πέραν της ποιμαντικής διακονίας, δεν έχει παρά να καταφύγει εις τους Ιερούς Κανόνες. Εκτός τούτου η Ορθόδοξος Ποιμαντική πρέπει να ασκείται όχι κατά την υποκειμενική έκαστου ποιμένος άποψιν, αλλά κατά την βούλησιν του Θεού, ως εκφράζουν αυτήν η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσης και οι επ’ αυτών θεμελιούμενοι Ιεροί Κανόνες. Οι Ιεροί Κανόνες και Ποιμαντική Θεολογία είναι αρρήκτως συνδεδεμένοι. Όστις ποιμαίνει κατά τους Ιερούς Κανόνες, ποιμαίνει εκκλησιαστικώς κατά Θεόν. Όστις ποιμάνει ανεξαρτήτως των Ιερών Κανόνων κατά τας ιδίας αυτού πεποίθησις, ποιμαίνει ατομικιστικώς κατ’ ανθρώπων. Είναι ζήτημα σωτηρίας των ποιμένων και των ποιμενώμενων η εν εκκλησιαστικού φρονίματι διαποίμανσις.
Η Εκκλησία εβεβαίωσε πάντοτε δια των Αγίων Συνόδων και των Αγίων Πατέρων την πίστη της εις την θεανθρωπότητα του Λυτρωτού. Ο πειρασμός της μη δια του θεανθρώπου αλλά μόνον δια του ανθρώπου σωτηρίας δεν έλειψε ποτέ από την ανθρωπότητα, δι’ αυτό και μέχρι σήμερον υπάρχει η Ορθόδοξος Θεανθρωποκεντρική Ποιμαντική και η κακόδοξος ανθρωποκεντρική ποιμαντική από διαφόρας μορφάς, συνήθως συγκεκαλυμμένας. Η κακόδοξος αυτή ανθρωποκεντρική ποιμαντική αρνείται την υπακοήν της εις τους Ιερούς Κανόνες και την Παράδοσιν της Εκκλησίας και υπό το πρόσχημα του συγχρονισμού της ποιμαντικής προβάλει αυθαδώς την θέλησιν του μη μεταμορφωθέντος ανθρώπου ως ρυθμιστού της ποιμαντικής μεθόδου και δεοντολογίας. Επιβάλλεται να προσεγγίζουμε τους Ιερούς Κανόνες εν μετανοία και ταπείνωση, όχι δια να κρίνουμε αλλά για αν διδαχθούμε την ποιμαντικήν Θεολογίαν και μέθοδον.
Πολλώ μάλλον όχι για να τους χρησιμοποιούμε οσάκις θέλουμεν να στηρίξουμεν προσωπικά μας συμφέροντα, ενώ τους λησμονούμεν οσάκις ελέγχουν τας αντιεκκλησιαστικάς και αντικανονικάς μας πράξεις (Ιδίως οι ιερωμένοι).
Η καρδιά των ειλικρινώς και ανιδιοτελώς αγαπόντων την Εκκλησίαν αλγεί οσάκις διαπιστώνει την συνήθη ασυνέπεια των ποιμένων έναντι των Ιερών Κανόνων.
3
Υπό του ανθρωποκεντρικού πνεύματος εμφορούνται και οι αιτιώμενοι τους Ιερούς Κανόνες ως ασυγχρόνιστους ή ως ερχόμενους εις αντίθεσιν προς το πνεύμα της αγάπης του Χριστού. Πρόκειται περί καθαρώς αντιπαραδοσιακής θεολογίας, επί της εντελώς εσφαλμένης απόψεως περί της ανευρέσεως του γνήσιου Χριστιανισμού, όχι εις την μεταγενέστεραν παράδοσιν της Εκκλησίας αλλά εις τον αρχέγονον Χριστιανισμών της Καινής Διαθήκης.
Όσοι ζουν Ορθοδόξως το Μυστήριον της Εκκλησίας γνωρίζουν ότι η Εκκλησία των Συνόδων δεν είναι ολιγότερον Σώμα Χριστού ή ολιγότερον Αγία της αρχεγόνου Εκκλησίας. Πώς είναι δυνατόν να κατανοήσουν την Ορθόδοξον Κανονικήν Παράδοσιν όσοι είναι άγευστοι εκκλησιαστικής ζωής και πείρας, όσοι δεν ζούν εσωτερικώς και εν μετανοία την Εκκλησίαν, δεν ζουν εν τη Εκκλησία αλλά παρά την Εκκλησίαν ή και το χειρότερο εκ της Εκκλησίας ασχολούμενοι με μια διανοητικήν θεολογία;
Εάν δεν κατανοώμεν τους Ιερούς Κανόνας, δεν πταίουν οι Κανόνες αλλ’ εμείς που στερούμεθα της αναγκαίας πνευματικής οράσεως δια να ίδωμεν κατά Θεόν.
Η δογματική και θεολογική βάσις των Ιερών Κανόνων δεν είναι εις ημάς αδιάφορος, δεδομένου ότι ποιμαντική μη εδραζόμενη εις την θεολογίαν καταντά ξηρά καθηκοντολογία και τεχνική μη έχουσα σχέση προς την Θεολογικώς τεθεμελιωμένην ποιμαντικήν της Εκκλησίας.
Η παρουσίασις άλλωστε της ποιμαντικής και θεολογίας των Ιερών Κανόνων παρέχει την δυνατότητα της ορθής αξιολογήσεως και εκτιμήσεως αυτών, καθόσον καταδεικνύεται ότι οι Ιεροί Κανόνες παρά την νομοτεχνικήν των έκφρασις έχουν θεολογικήν βάσιν και ποιμαντικό σκοπόν. Στην παρούσα εργασία βασίζουμε κυρίως εις τους έχοντες καθολικόν κύρος Ιερούς Κανόνας τους επικυρωθέντας ειδικώς υπό του Β. Κανόνος της Πανθέκτης Συνόδου και γενικά υπό του Α’ Κανόνος της Έβδομης οικουμενικής συνόδου. Η εργασία αυτή γενικά παρουσιάζεται σε μια εποχή που λόγω της εκοσμικεύσεως της Ιεραρχίας υπάρχει πολύ σύγχυσις για τον χαρακτήρα και την θέσην των Ιερών Κανόνων εν τη Εκκλησία. Δια πυρός πόθος μου είναι να συντελέσει αυτή η εργασία χάριτι Θεού.
Εις την σοβαροτέραν και μετά περισσότερου σεβασμού προσέγγισιν των Ιερών Κανόνων και την επ’ αυτών θεμελίωσιν της ποιμαντικής προς μια ανόρθωση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας.
Η ποιμαντική διακονία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας εθεμελιούτο ανέκαθεν επί των Ιερών Κανόνων, οι οποίοι αποτελούν οδηγίες τάξης ήτοι (τον Νόμον θα λέγαμε της Εκκλησίας). Η σχέσις εν τούτοις Ποιμαντικής και Ιερών Κανόνων δεν κατανοείται πάντοτε ορθώς με αποτέλεσμα να οδηγούμεθα άλλοτε μεν εις τον αντινομισμόν, ήτοι την αυτόνομον άσκησιν της ποιμαντικής ερήμην των Ιερών Κανόνων, άλλοτε αλλά ελάχιστες φορές εις την εκνομίκευσιν, ήτοι την εν πνεύματι νομικιστικό-δικανικό άσκησιν της ποιμαντικής κατά γράμμα και όχι το Πνεύμα των Ιερών Κανόνων.
4
Οι αντινομισταί ποιμένες αρνούνται παντελώς την δυνατότητα υπάρξεως Νόμου εν τη Εκκλησία είτε δέχονται τους Ιερούς Κανόνας σχετικόν τι και ανθρώπινον και λειτουργούν κατά ιδίαν ιδεολογία και νομίζω, κάτι το ολέθριο για την ποίμανση του λαού.
Οι εκνομικεύοντες την Ποιμαντικήν εκλαμβάνουν και δέχονται τους Ιερούς Κανόνας προέρχοντες ως νομικά κείμενα κατά Ιουδαϊκό και δικανικό τρόπο. Η δυσκολία την οποίαν έχουν οι Ορθόδοξοι Ποιμένες να κατανοήσουν ορθώς την θέση και την σημασία των Ιερών Κανόνων δια των Ποιμαντικών έργων της Εκκλησίας φαίνεται ότι οφείλεται εις την εσφαλμένη αντίληψη επί των Αγιοπατερικών τοποθετήσεων έναντι του Νόμου. Εάν δεν κατανοηθεί ορθώς η σχέση Νόμου και Ευαγγελίου, Νόμου και χάριτος, ο χαρακτήρ και η αποστολή του Νόμου (εν τω γίγνεσθαι εκκλησία) της Παλαιάς Διαθήκης ως και ο χαρακτήρ της εν Χριστώ ελευθερίας και της καινής εντολής της αγάπης, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί ο ποιμαντικός χαρακτήρας του κανονικού Δικαίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Θα πρέπει να γίνει συνείδηση στους ποιμένες αλλά και στους αγωνιστές πιστούς ότι η πορεία προς την απελευθέρωση βασίζεται σε πολύ λεπτές ισορροπίες. Για το λόγο αυτό δεν θα μπορούσαν να δοθούν πιο σωστές οδηγίες από αυτές του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό επιβάλλεται να τηρούνται με απόλυτη ευλάβεια και να αντιμετωπίζονται με προσμονή την ελευθερία και την ανύψωση και όχι ως τιμωρία. (Για το λόγο αυτό δεν θα πάψω να τονίζω υπακοή και υποταγή στην Εκκλησία και μεγάλη προσοχή στα κριτήρια που θα επιλέξουμε το πετραχήλι εκείνο που θα εμπιστευτούμε την αιωνιότητα της ψυχής μας).
Η Θεολογία της Αγίας Γραφής αποτελεί πάντοτε την βάσιν, την αφετηρίαν και το κριτήριον της ζωής της Εκκλησίας εφόσον εις αυτήν κατά τρόπον μοναδικόν και ανεπανάληπτον έχει αποτυπωθεί η αποκάλυψις του θελήματος και των ενεργειών του Τριαδικού Θεού προς σωτηρίαν του Κόσμου. Η Ιερά παράδοσις αποτελεί την μοναδικήν αλάθητον ερμηνείαν της Αγίας Γραφής και δι’ αυτό, ενώ δεν δύναται να υποκαταστήσει την Αγίαν Γραφήν, είναι τόσο αναγκαία όσο και εκείνη.
Ο Νόμος αποτελεί δώρον του Θεού προς τον λαό Του. <<Εν μέσω των απειρόπληθων ευεργεσιών του Θεού προς τον Εβραϊκόν λαόν εξαιρείται (από τον ιερό Χρυσόστομο), η παραχώρησις του Νόμου ως της κατ΄ εξοχήν δωρεάς του Θεού ως ιδιαίτερα πρόνοιαν Αυτού προς το Ισραήλ>>. Η λέξις Torah έχει ευρύτεραν σημασία της ελληνικής λέξεως Νόμος ή Νομοθετικός κώδιξ. Σημαίνει την διδασκαλίαν, διδαχή του Λόγου του Θεού προς τον λαόν Του δια των Ιερέων και προφητών και αφορά όλον το περιεχόμενο της αποκαλύψεως του Θεού περί της φύσεως και των σκοπών Του η οποία επ’ ευκαιρία καθιστά σαφή την ευθύνην του Ανθρώπου ενώπιον του Θεού.
5
Ο Νόμος (Torah) της Παλαιάς Διαθήκης δεν αποτελεί την έκφραση μιας νομιστικής δικανικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του λαού Του, αλλά την έκφρασιν της Πατρικής σχέσεως και κοινωνίας Αυτού, η οποία οδηγεί και εις την σύναψην της Διαθήκης.
Η ευθύνη της Διαθήκης στηρίζεται εις μια συλλογήν αποφθεγμάτων εντός νομοθετικού τίνος κώδικως, ο όρος είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί δια τοιούτον κώδικα και υπ’ αυτήν την περιορισμένην έννοια συμπίπτει με τη σημασία του όρου Νόμος ή νομοθεσία ή το νομικό σώμα δεδομένης κοινότητος. Την περί νόμου εμπειρία του ευσεβούς Ισραηλίτου υπενθυμίζει ο Ιερός Χρυσόστομος <<Λύχνος εντολή νόμου, φως και ζωή, έλεγχος και παιδεία, ουχί βοήθεια μόνον ουδέ λύχνος μόνον αλλά φως και ζωή>> (Εδώ πρέπει να ειπωθεί ότι όταν οι κυβερνόντες του παλαιού Ισραήλ εφάρμοζαν τις εντολές του Θεού, ο λαός ευημερούσε και διαβιούσε εν ειρήνη. Όταν οι κυβερνόντες ήταν ασεβείς ο λαός δεινοπαθούσε. Αυτό ισχύει και για το νέο Ισραήλ, για την κάθε ομάδα, κάθε κοινότητα, κάθε οικογένεια στον καθένα μας προσωπικά).
Ο Νόμος του Θεού δεν έχει καμία σχέση με τους νόμους της εκάστοτε πολιτείας. Και οι δύο νομοθεσίες, η Θεία και η κοσμική φτιάχτηκαν για διαφορετικούς λόγους. Ο Θείος Απ. Παύλος λέει σεβασμός στο Νόμο και τα ψηφίσματα του κράτους. Υπέρ πάντων υπερτερεί ο Νόμος του Θεού.
Ο Νόμος του Θεού είναι ο λόγος του Θεού δια τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος μη θέλων να
αποδεχθεί ότι ο Λόγος τους Θεού του προσφέρει εν τω Νόμω την ευημερία και την σωτηρία, απομονώνει τον Νόμον από τον Λόγον του Θεού, δεν θεωρεί το Νόμο ως έκρασην της εν Θεώ ζωής και της μετά του Θεού σχέσεως του, αλλά τον μεταβάλλει εις τύπο και επιζητεί την αυτοδικαίωσιν. Αυτό τον αποκόπτει από την Θεία ζωήν. (Σ’ αυτή την περίπτωση ο Νόμος γίνεται κατάρα). <<Κάλλιον να ελπίζει τις επί Κύριον, παρά να θαρρεί επ’ άνθρωπον. Κάλλιον να ελπίζει τις επί Κύριον, παρά να θαρρεί επ’ άρχοντας. Πάντα τα έθνη με περιεκύκλωσαν αλλ’ εν τω ονόματι του Κυρίου θέλω κατατροπώσει αυτούς. (Ψαλμοί, ριη 8.9.20).
Οι κατανοήσαντες και βιώσαντες ορθώς τον νόμον δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης κατά την περίοδο προ της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, αποτελούν την Εκκλησιαστική Πολιτεία της Παλαιάς Διαθήκης διακρινόμενοι της νομικής πολιτείας της Συναγωγής που εκυριαρχούσε ο Νόμος.
Είναι επίσης χαρακτηριστικόν ότι ο Νόμος ως κώδικας δίδεται ποιμαντικώς υπό του Θεού εις διάφορα στάδια της ιστορικής ζωής του Ισραήλ προκειμένου να ρυθμίσει την ζωήν αυτήν ώστε να εκφράζει εν τόπω και χρόνω την διαθήκην του Θεού.
Διακρινόμενοι κώδικες υπάρχουν εις την έξοδο Κ1-17 και Κ-22, ΚΓ-19 και ΛΔ 10-26. Δευτερονόμιο Ε-6-21 και ΙΒ-Κ.ΣΤ. Λευτικό ΙΖ-ΚΣΤ και ΙΕΖ-Μ και την Ιερατικήν νομοθεσίαν η οποία είναι διεσκορπισμένη εις όλην την Πεντάτευχαν.
Ο Θεός ως καλός Ποιμήν ανανεώνει την νομοθεσίαν του προς τον λαόν δια νέων κωδίκων, οσάκις παραστεί ανάγκη και μέχρι του πληρώματος του χρόνου της ελεύσεως του Μεσσίου προς τον οποίον ο Νόμος αποβλέπει και ο οποίος θα αποτελέσει το πλήρωμα αυτού. Ο Νόμος χαρακτηρίζεται υπό του Απ. Παύλου ως <<Παιδαγωγός εις Χριστόν>>.
6
Ο σκοπός των κωδίκων ήτο να μορφώσουν την ζωήν του λαού του Θεού εις προετοιμασία του τέλους των αιώνων. Ούτοι είναι μέσα χάριτος δια το διάστημα του αιώνος από της δημιουργίας μέχρι της τελειώσεως. Εκ των ανωτέρω καθιστά σαφής ο ποιμαντικός παιδαγωγικός χαρακτήρ του Νόμου εν τη Παλαιά Διαθήκη. Αυτήν την αποστολήν του Νόμου μνημονεύει και η Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου δια της επιγραμματικής φράσεως <<Νόμον έδωκας εις βοήθειαν>>.
Ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης λόγω του ποιμαντικού του χαρακτήρος έχει μεταβατικόν χαρακτήρα. Είναι ως εκ τούτου καλός αλλά ουχί τέλειος. Ο Κύριος έρχεται να <<πληρώσει>> και όχι να καταργήσει αυτόν. <<Μη νομίσετε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι αμήν γαρ λέγων ημίν έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη. Ιώτα εν η μία καιρια ου μη παρέλθη από του νόμου εις πάντα γένιται>> (Ματ. Ε 17-18).
Ο Κύριος τηρεί θετικήν στάση έναντι του Νόμου και επλήρωσε τον Νόμον. Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία του Ζιγαβήνου η οποία συνοψίζει και την ερμηνείαν παλαιώτερων πατέρων <<Τους προφήτας ο Κύριος επλήρωσε, πληρώσας έργεις πάντα όσα περί αυτού προεφήτευσαν τον δε νόμον μεν τρόπω πεπλήρωκεν, εν τω μηδεν νόμιμον παραβήναι..έτερω δε εν τω προσθείναι αυτώ τα λείποντα>>.
Ο Κύριος δια της μέχρι του Σταυρικού θανάτου υπακοής του προς το θέλημα του Πατρός και της Αγίας ζωής Του, πληροί την ηθικήν απαίτησιν του Νόμου. Αποκαθιστά την σχέσιν του Ανθρώπου προς τον Θεόν ως απαιτεί αυτήν ο Νόμος φέρει τον άνθρωπον και εις ανώτεραν και τελειότεραν σχέσιν μετά του Θεού. Εν τω Ιησού Χριστώ, ο Νόμος εβρίσκει τον τηρητήν αυτού που αν και τον υπερβαίνει δεν παραβαίνει αυτόν.
Ο Κύριος υπακούει εις τον Νόμον ίνα υπερβεί αυτόν. Χαρακτηριστική είναι η οκταήμερος περιτομή του κατά τον Νόμον ως και σαρανταήμερος αφιέρωσις του εις τον Ναόν. Η Θεοτόκος υπέκειτο μεν τω Νόμω τούτο <<επιθάρχησε δε αυτώ ίνα μη παραβάινειν τον νόμον>>. Ο Ιησούς τηρεί τον Νόμον κατά το αληθές πνεύμα αυτού και όχι κατά την φαρισαικήν αντίληψη. Ο Κύριος αποδεικνύει ότι το αληθές περιεχόμενον του νόμου είναι η αγάπη. <<Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν ημίν οι άνθρωποι ούτω και ημείς ποιείται αυτοίς ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται (Ματθ. Ζ12). <<Εν ταύταις ταις δύσιν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμονται πλήρωμα νόμου η αγάπη>> (Ρωμ. ΙΓ 8-11).
Ο Κύριος ελέγχει τους Φαρισαίους ως υποκριταί όχι διότι τηρούν τας δευτερεύουσας και τυπικάς διατάξεις του νόμου, αλλά διότι ενώ τηρούν αυτάς, άφηκαν τα βαρύτερα του νόμου (Ματθ. Κγ 23). Οι Φαρισαίοι τηρούν τους τύπους του Νόμου αλλά όχι ως έκφραση της ουσίας αυτού που είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον συνάθρωπον. Ενώ εμφανίζονται ως κριταί και πρόμαχοι του Νόμου έχουν εκπέσει αυτού. Η διδασκαλία του Ιησού περί αγάπης και η εξ αυτής απορρέουσα τοποθέτηση Του έναντι των τυπικών διατάξεων του Νόμου <<Το Σάββατο εγένετο δια τον άνθρωπο και ουχί ο άνθρωπος δια το Σάββατον>> (Μαρ. Β 27). Αυτό αποτελεί κρίση δια τους τυπολάτρας φαρισαίους οι οποίοι εν ονόματι της παρερμηνείας του Θεόσδοτου Νόμου θα κρεμάσουν τον χορηγό αυτού στο Σταυρόν.
7
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ως νέος Μωυσής και μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, με τη Σταύρωση του χορηγεί τον νέον νόμο της καινής Διαθήκης προς τον νέον Ισραήλ, το Νόμο της χάριτος. Η θεμελιώδης προσφορά του Κυρίου προς τον θνητόν κόσμο είναι η αθάνατος ζωή Του. Ώστε ο κόσμος να λάβει την ζωήν αυτήν και να ζήσει μεταβαίνων <εκ του θανάτου εις την αιώνιον ζωή>> (Ιω ε-24).
Η μετάβαση αυτή εκ του θανάτου εις την ζωήν είναι δωρεά του Τριαδικού Θεού, δείγμα της άπειρης αγάπης του προς τον πιστόν λαόν δια των Αγίων Μυστηρίων του, δια της Εκκλησίας Του. Ο Κύριος όμως εκτός από τον εαυτό Του προσφέρει εις τον κόσμον και τας Αγίας εντολάς Του οι οποίαι συνοψίζονται και ανακεφαλαιώνονται εις την μεγάλην εντολήν της αγάπης. <<Εντολήν καινήν δίδω ημίν ίνα αγάπατε αλλήλους καθώς ηγάπησα ημάς ίνα και ημείς αγαπάτε αλλήλους>> (Ιωαν. Ιγ-34). Η τήρησις των εντολών του Ιησού τίθεται ως όρος της προς Αυτόν αγάπης και ως προϋπόθεσης δια την μετοχήν εις την προσφερόμενην υπ’ Αυτού νέαν ζωήν. Η εντολή πηγάζει από την πηγήν της ζωής τον Πατέρα εις τον οποίον και ο Υιός υπακούει. Αι εντολαί του νέου Μωυσέως Χριστού λαμβάνουν μορφήν ηθικού κώδικος ως εις την περίπτωση της επί του όρους ομιλία. Δια των ηθικών αυτών κωδίκων ο Κύριος δεν αποσκοπεί να περιορίσει την υπ’ αυτού προσφερόμενη νέαν ζωή και νέαν σχέσιν προς τον θεόν εις νομικούς τύπους αλλά να υποδείξει ως καλός Ποιμήν τους όρους και τους καρπούς της νέας ζωής και σχέσεως οι οποίοι πρέπει να κατακτηθούν δια τους αγώνος και της ασκήσεως του εν τη Εκκλησία συνεργούντος ανθρώπου προς τον ενεργούντα την σωτηρίαν Θεόν.
Αι εντολαί του Κυρίου Ιησού αποτελούσαν εις το βάθος ανάλυσιν της μεγάλης εντολής της αγάπης ως οφείλει να τηρεί αυτήν εις τας διαφόρους περιστάσεις της ζωής του ο άνθρωπος. Είναι για τον πιστόν βακτηρία στηριγμού και παρακλήσεως και όχι τιμωρός ράβδος κατά την πορείαν του εις την στενήν και θλιμμένην οδόν προς τον ουρανόν.
Όταν ο πιστός οικειωθεί την ζωήν του Χριστού και ζει εις την καρδιάν του την αγάπην του Χριστού, είναι δυνατόν να βαδίσει και χωρίς την βακτηρίαν μη διατρέχων κίνδυνον να προσκόψει και να πέσει. Η ανάλυσις και εξειδίκευσις της μεγάλης εντολής της αγάπης εις τας επιμέρους εντολάς της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ώστε να γνωρίζουν οι πιστοί τι δέον να πράξουν εις τας διαφόρους περιστάσεις της ζωής των. Είναι έργον της φιλανθρωπίας και τρόπος που προτείνει ο Θεός σε ότι αφορά την ποιμαντικήν και της διαπαιδαγωγούσης αγάπης του Θεού. Δια των εντολών του Θεού ο ανώριμος και λόγω της πτώσεως εσκοτισμένον έχων τον νουν άνθρωπος γνωρίζει τι η αγάπη επιβάλλεται να πράξει εις έκαστην περίπτωσιν.
8
Δια της τηρήσεως των εντολών ο πιστός δύναται να υπερβαίνει τον εγωισμόν του και να βιοί την αγάπην η οποία συνιστά την πραγματικήν ελευθερίαν του. Καθότι μόνον δια της αγάπης ο άνθρωπος ανακαλύπτει την αληθή φύσιν του. Είναι ολοφάνερο πλέον ότι ο Κύριος δίδει τας εντολάς Του όχι δια να αποτελέσουν αυτό σκοπόν ή μέσον υπερήφανου αυτοδικαιώσεως υπό του ανθρώπου, αλλά δια να κατευθύνουν τον άνθρωπον κατά τον ασφαλέστερο τρόπο προς το οποίον αποτελεί την σωτηρίαν του, την τέλεια αγάπη του Τριαδικού Θεού και των πλασμάτων Αυτού. Αι εντολαί του Θεού, ιδία εν τη Καινή Διαθήκη φέρουσαι τον άνθρωπον εις την σχέσιν της αγάπης και κοινωνίας του Θεού και των τέκνων Του. Δεν έχουν χαρακτήρα νομικόν αλλά ποιμαντικόν, παιδαγωγικόν και ως αύται πρέπει να βιούνται υπό των πιστών.
Χαρακτηριστική είναι η περί Νόμου διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού και μάλιστα του Ευαγγελίου αυτού ως κατενόησαν αυτήν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Το (Ιωάννου α. 17) <<ότι ο νόμος δια Μωύσεως εδόθη η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο>>.
Κατά τον Αγ. Κύριλλον Αλεξανδρείας <<την δοθήσαν ημίν δια του Σωτήρος χάριν Ευαγγελικήν αντί χάριτος νομική και ο Θριγένης λέει. Ο Σωτήρ ελήλυθεν ου κολάσαι τους ημαρτηκότας αλλ’ άφεσιν παράσχει των αυτώ πεπραγμένων και τέλος επιθείναι της διδασκαλίας και εικόνων γνώσιν της αληθείας αυτός αυτήν φανερών δε αυτός ων η αληθεία πλήρης χάριτος ώφθη της αυτόν θεασάμενοι>>. Είναι αδύνατον να κατανοήσουμε ορθώς τον Ευαγγελιστή Ιωάννην ή και τον Απόστολον Παύλον καθότι είμαστε αδόκιμοι (το φως λάμπει επί μάλλον και μάλλον). Ο αντινομισμός και η θεώρησις του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης ως ενός βάρους εστερημένου και αντιθέτου της χάριτος από την καταδυνάστευσιν του οποίου μόνον η ευαγγελική χάρις ελευθερώνει τον άνθρωπο.
9
Εις την Πατερική Θεολογίαν αντιθέτως ο Νόμος και η Ευαγγελική χάρις, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη δεν εβρίσκονται εις αντίθεσιν αλλά εις σύνθεσιν και ενότητα εν τω πρόσωπω του Χριστού.
Εκφραστές της Πατερικής Θεολογίας περί Νόμου και ο Άγιος Κύριλος Αλεξανδρείας ερμηνεύουν τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην παρατηρεί ότι δια του Νόμου δίδεται χάρις εις τους ανθρώπους <<Και χάριν μεν ανθρώπους και ο νόμος εδίδου καλών όλος εις Θεογνωσία και της των ειδώλων λατρείας εξέλκων υποδεικνύει και διδάσκων το αγαθόν ει και μη τελείως αλλά παιδαγωγικός και χρήσιμος. Είναι φανερόν ότι δια τον Άγιον Κύριλλον ο Νόμος ει και ατελής και σκιώδης συγκρινόμενος προς το Ευαγγέλιον είναι καλός διότι διδάσκει την Θεογνωσία. Αυτή είναι η θετική ποιμαντική λειτουργία του Νόμου.
Την ενταύθα παρουσίασιν στοιχείων εκ της περί Νόμου Θεολογίας του Ευαγγελιστού Ιωάννου καθιστά δυνατή η ερμηνεία του Αγίου Κυρίλλου Αλεξάνδρειας. Ο νόμος εξ άλλου έχει χριστολογικόν και σωτηριολογικόν χαρακτήρα.
Ο Νόμος αποτελεί <<τύπον>> <<σκιάν>> <<εικόνα>> <<προγύμνασμα>> <<προκατήχηση>> <<αίνιγμα>> της εν Χριστώ αληθείας, <<Τέλος δε νομικής Χριστός>> <<Το εν Χριστώ Ευαγγέλιον αποκαλύπτει το εν τω νόμω Ευαγγέλιο>>.
Δόξα σοι τω αναβλύσαντι εκ ορέων τας πηγάς.
Δόξα τω τοις άνθρωποις τους ιχθύας δίδοντι.
Η συνέχεια στο επόμενο.


Σχόλια