Η ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΚΕΙΜΕΝΟ 1)
- vlaxosalexandros20

- 21 Απρ 2021
- διαβάστηκε 12 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 12 Μαΐ 2021

1
Η υπεράγαθος μόνη, αυτοαθότις υπέρφωτός, υπερούσιος και τρίσι προσώποις τε, θεώρησις, μη εκρύψης με του προσώπου, της δόξης σου Παναγία Τριάς.
Ο ρόλος των δυο Θείων προσώπων των αποσταλμένων εις τον κόσμον δεν είναι ο αυτός. Καίτοι ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα εκπληρούν επί της γης το αυτό έργο, δημιουργούν την Εκκλησία, εν τη οποία θα πραγματοποιηθεί η μετά του Θεού ένωσι. Ως είπομεν η Εκκλησία είναι συγχρόνως το σώμα του Χριστού και το πλήρωμα του Αγίου Πνεύματος <<του πληρούντος τα πάντα εν πάσι>>. Η ενότις του σώματος αναφέρεται εις την φύσιν, η οποία εμφανίζεται ως ο εν Χριστώ <<ενιαίος άνθρωπος>>.
Το πλήρωμα του Πνεύματος αναφέρεται εις τα πρόσωπα, εις την πληθώρα των ανθρώπινων υποστάσεων, εκ των οποίων έκαστη παριστά εν σύνολον και ουχί εν μόνο μέρος. Ούτως ο άνθρωπος ως εκ της φύσεως του θα είναι συγχρόνως εν μέρος, εν μέλος του σώματος του Χριστού. Αλλά θα είναι επίσης ως πρόσωπον μία ύπαρξις, περιέχουσα εν εαυτή το παν. Το Άγιον Πνεύμα, το οποίον τίθεται ως βασιλικόν χρίσμα επί της ανθρώπινης φύσεως του Υιού, κεφαλής της Εκκλησίας, μεταδιδόμενον εις έκαστον μέλος του σώματος του, του δημιουργεί ούτως πολλούς Χριστούς Κυρίου, πρόσωπα εις την οδόν της Θεώσεως παρά το Θείον πρόσωπον, εφόσον η Εκκλησία είναι έργον του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησιολογία έχει εν διπλούν θεμέλιον, είναι εριζωμένη συγχρόνως εις την Χριστολογίαν και εις την πνευματολογία.
Η Εκκλησιολογική σκέψις της Ανατολικής Εκκλησίας εξ αρχής εξετάζει εν τω μυστήριω της Εκκλησίας, εκείνο το οποίον περιλαμβάνει Θείας πραγματικότητας. Αλλά και την γήινιν αυτής όψιν και τις ανθρώπινες περιπλοκές την εσωτερική πραγματικότητα της ενότητας εν τη πίστη και την αυτήν ΑΓΑΠΗ.
Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες Πατέρες έμειναν στην Χριστολογία και την πνευματολογία εξετάζοντες την Εκκλησία εν εαυτή, εν τω Χριστώ και εν Αγίω Πνεύματι, εν τη Εκκλησιαστική αυτής ύπαρξη.
Η ανατολική Θεολογία ουδέποτε εννοεί την Εκκλησία εκτός Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτό δεν καθίσταται εμπόδιο σε μια μέτρια ανάπτυξη της Εκκλησιολογίας. Τούτο σημαίνει ότι <<η Εκκλησιαστική ύπαρξις καθ’ εαυτή>> είναι εξόχως συμπεπλεγμένη, δεν είναι του κόσμου τούτου καίτοι ελήφθει εξ’ αυτού, υπάρχουσα εν τω κόσμω δια τον κόσμον.
Η Εκκλησία δεν δύναται να σμικρυνθεί καθαρώς και απλώς εις την << γήινην όψιν της>> απογυμνωμένη από την ουράνια πνευματική συμμετοχή που επιθυμούν κάποιοι υπηρετούντες αυτήν, Ευαγγελιζόμενοι ότι κατέχουν την Αποστολική διαδοχή γιατί αυτό τους βολεύει.
2
Η Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα έχει χάσει την αληθινή αυτής φύση στη γήινη ύπαρξη της, η οποία την διέκρινε πάσης άλλης ανθρώπινης κοινωνίας. Κάποιοι προοδευτικοί, αδίκως και χωρίς αποτέλεσμα, παρουσιάζουν μια ξένη δογματική παράδοση έναντι της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μία ξένη κοινωνιολογία, αγνοώντας και παραμερίζοντας τον τεράστιον πλούτον της κανονικής παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τας συλλογάς τόσων ποικίλων κανόνων, το θαυμάσιον έργον των βυζαντινών σχολιαστών ως του Αριστήνου, Βαλσαμώνος, Ιωνάρα και άλλων, την νεώτερα κανονική φιλολογία. Οι Ιεροί Κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας <<εν τη γήινη αυτής όψη>>. Οι Ιεροί Κανόνες είναι αχώριστοι των Χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί κάποιας ανθρώπινης δικονομίας, αλλά είναι υποδείξεις συμβουλευτικαί ως προς την εφαρμογή των δογμάτων της Εκκλησίας. Της αποκαλυφθείσης παραδόσεως εις όλους τους τομείς της πρακτικής ζωής της Χριστιανικής κοινωνίας.
Υπό το φως των κανόνων, η κοινωνία αυτή εμφανίζεται ως << Η ιδανική κοινότις>>, όπου το <<δικαίωμα των ατόμων>> δεν υπάρχει, αλλά συγχρόνως έκαστον πρόσωπον εις το σώμα τούτο έχει εν εαυτώ τον σκοπόν και δεν δύναται να θεωρηθεί ως εν μέσον. Είναι η μόνη κοινωνία εις την οποίαν η συμφωνία των ατομικών συμφερόντων προς τα συμφέροντα του συνόλου δεν παρουσιάζει εν άλυτο πρόβλημα, διότι οι ύψιστοι πόθοι ενός εκάστου συμφωνούν με τον υπέρτατον σκοπόν όλων, ο οποίος δεν επιτυγχάνεται εις βάρος των συμφερόντων ενός έκαστου των άλλων.
Δεν πρόκειται εδώ αληθώς περί ατόμων και συνόλου, αλλά περί ανθρωπίνων προσώπων, τα οποία δεν δύνανται να επιτύχουν την τελείωσιν των ειμή εν τη ενότητι της φύσεως. Η Πεντηκοστή είναι η αναγνώρισις του πλήθους των προσώπων εν τη Εκκλησία.
Εις το πεδίο της Εκκλησιολογίας εβρισκόμεθα εκ νέου προ της διακρίσεως μεταξύ φύσεως και προσώπων, διακρίσεως μυστηριώδους, την οποία είδομε δια πρώτη φοράν εξετάζοντες το δόγμα της Τριάδος εν τη Ανατολική παράδοση. Τούτο δεν είναι περίεργον καθ’ όσον ο Άγιος Γρηγόριος λέγει <<Χριστιανισμός εστί της Θείας φύσεως μίμησις>>. Η Εκκλησία είναι εικόν της Αγίας Τριάδος. Οι Πατέρες δεν παύουν να επαναλαμβάνουν τούτο, οι κανόνες το επιβεβαιώνουν, π.χ. ο περίφημος τριακοστός τέταρτος αποστολικός κανόν, ο οποίος ορίζει την συνοδικήν διοίκησιν των μητροπολιτικών επαρχιών << και δοξασθήσεται ο Θεός δια Κυρίου, εν Αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα>> εν αυτή μάλιστα την τάξη της Εκκλησιαστικής ζωής. Υπό το φώς του δόγματος της Αγίας Τριάδος η πλέον εξέχουσα ιδιότις της Εκκλησίας, η καθολικότις αποκαλύπτεται εν τη αληθή αυτής έννοια τη καθαρώς χριστιανική η οποία δεν δύναται να ερμηνευθεί δια του αφηρημένου όρου <<γενικότις>>. Η λίαν συγκεκριμένη έννοια της λέξεως <<καθολικότις>> περιλαμβάνει όχι μόνον την ενότητα, αλλά και την πολλαπλότητα, υποδηλοί μιαν συμφωνίαν μεταξύ των δύο, την ταυτότητα της ενότητος και της πολλαπλότητος η οποία καθιστά την Εκκλησίαν καθολική εν το σύνολο της καθώς και εν έκαστο μέλος της. Το πλήρωμα των πάντων δεν είναι σύνολον μέρον, διότι έκαστον μέλος κατέχει το αυτό πλήρωμα των πάντων.
3
Το θαύμα της καθολικότητος αποκαλύπτει εν αυτή ταύτη τη ζωή της Εκκλησίας, την τάξιν ζωής της Αγίας Τριάδος. Το δόγμα της Τριάδος, κατ’ εξοχήν <<καθολικόν>>, είναι το υπόδειγμα, ο <<κανόν>> όλων των κανόνων της Εκκλησίας, το θεμέλιον πάσης Εκκλησιαστικής οικονομίας. Θα παραμερίσωμεν τα θέματα κανονικής φύσεως, παρά το ενδιαφέρον το οποίον θα ηδύνατο να έχει μία μελέτη περί του αμοιβαίου συνδέσμου του τριαδικού δόγματος μετά της διοικητικής οικονομίας της Ορθόδοξου Εκκλησίας. Τούτο θα έθετε ημάς εκτός του θέματος ημών, το οποίον προσανατολίζει ημάς προς τα στοιχεία της Θεολογίας τα αναφέροντα εις το θέμα της μετά του Θεού ενώσεως. Εξ αυτής και μόνο της απόψεως προτιθέμεθα να εξετάσομεν την ανατολικήν εκκλησιολογίαν, την Εκκλησία ως πεδίον ενώ πραγματοποιείται η ένωσις των ανθρώπων μετά του Θεού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τον Κύριλλον Αλεξάνδρειας ηγιάσθει ού δια γε της κατανομόν λατρείας αλλά σύμμορφας γενόμενη Χριστώ και της Θείας αυτού φύσεως κοινωνός. Κατά μεθέξιν δηλονότι του Αγίου Πνεύματος εν ω και εσφραγίσθημεν εις ημέραν απολυτρώσεως πάντα ρυπών υπενιψόμενοι και πάσης κηλίδος απηλαγμένοι. Κατά τον Άγιον Ειρηναίον μόνον εν τω σώματι του Χριστού δύναται να προσεγγίσει τις την πηγήν του Αγίου Πνεύματος. Πρέπει επομένως να είμεθα ηνωμένοι εν τω σώματι του Χριστού, δια να δεχθώμεν την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Εν τούτοις το εν και το άλλο, η μετά του Χριστού ένωσις και η δωρεά της χάριτος γίνονται δια του ιδίου Πνεύματος.
Ο Άγιος Μάξιμος διακρίνει διάφορους τρόπους παρουσίας του Αγίου Πνεύματος εν τω κόσμω << Εστί μεν εν πάσι απλώς το Πνεύμα το Άγιον, καθό πάντων εστί συνεκτικόν και προνοητικόν και των φυσικών σπερμάτων ανακινιτικόν. Προσδιορισμένος δε και εν πάσι τοις εν νόμω, καθότι τις των εντολών εστίν υποδεικτικόν παραβάσεως. Και της κατά Χριστόν προαγορευθείσης επαγγελίας φωτιστικόν δε πάσι τοις κατά Χριστόν προς τοις ειρημένοις και ως υιοθετικόν. Ως δε σοφίας ποιητικόν, εν ουδενί των ειρημένων εστίν απλώς, πλην των συνιέντων και εαυτούς δια της ένθεου πολιτείας αξίους ποιησαμένων της αυτού Θεωτικής ενικήσεως. Πας γαρ μη ποιών τα Θεία θελήματα ασύνετον έχει την καρδίαν>>. Ούτως εν σχέση προς την μετά του Θεού ένωσιν, το σύμπαν κατατάσσεται εις ομόκεντρους κύκλους, των οποίων το κέντρον κατέχεται υπό της Εκκλησίας της οποίας τα μέλη καθίστανται τέκνα Θεού. Εν τούτοις, η υιοθεσία αυτή δεν είναι το ύστατον τέλος διότι υπάρχει εις κύκλος έτι στενότερος εις τα ενδότερα της Εκκλησίας. Ο κύκλος των Αγίων <<των συνενιώντων>> κατά το αναφερθέν κείμενο οι οποίοι έρχονται εις ένωσιν μετά του Θεού.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι το κέντρον του σύμπαντος, το κέντρο εν ω κρίνονται αι τύχαι του. Οι πάντες εκλήθησαν να εισέλθουν εις την Εκκλησία, διότι εάν ο άνθρωπος είναι εις μικρόκοσμος, η Εκκλησία είναι εις <<μακροάνθρωπος>>. Κατά τον Άγιον Μάξιμο, αυξάνεται και συντίθεται εις την ιστορία, εισάγουσα εις τους κόλπους της, ενώνουσα μετά του Θεού τους εκλεκτούς. Ο κόσμος γηράσκει και πίπτει εις έσχατον γήρας ενώ η Εκκλησία είναι συνεχώς ανακαινιζόμενη δια τους Αγίου Πνεύματος το οποίον είναι η πηγή της ζωής της. Εις μιαν δοθηομένην στιγμήν όταν η Εκκλησία θα φθάσει εις την πληρότητα της αυξήσεως της, της υπό της Βουλής του Θεού προσδιορισμένης, ο εξωτερικός κόσμος θα αποθάνει έχων καταναλώσει τας ζωτικάς του πηγάς.
4
Όσον αφορά εις την Εκκλησίαν, θα εμφανισθεί εν τη αιώνια αυτής δόξη, ως η βασιλεία του Θεού. Θα αποκαλυφθεί τότε ως το αληθές θεμέλιον των ανθρώπων, οι οποίοι θα αναστηθούν εις την αφθαρσίαν δια να είναι ηνωμένοι μετά του Θεού αποβάντος <<τα πάντα εν πάσιν>>. Αλλά οι μεν θα ενωθούν <<κατά χάριν>>, οι δεν παρά <<την χάριν>> κατά τον Άγιο Μάξιμο. Οι μεν θα θεωθούν δια των ενεργειών τας οποίας απέκτησαν εις το εσωτερικόν του είναι των. Οι δε θα μείνουν εκτός και το θεοποιούν πυρ του Πνεύματος θα είναι μια εξωτερική φλόξ ανυπόφορος δια αυτούς των οποίων η θέλησις ανθίσταται εις τον Θεόν. Η Εκκλησία επομένως είναι το κέντρον εν ώ πραγματοποιείται εις την παρούσαν ζωήν η μετά του Θεού ένωσις, κέντρο το οποίον θα τελειοποιηθεί εις τον μέλλοντα αιώνα, μετά την ανάστασιν των νεκρών.
Όλαι αι απαραίτηταις προϋποθέσεις, δια να επιτύχωμεν την μετά του Θεού ένωσιν, παρέχονται εν τη Εκκλησία. Δια τον λόγον αυτόν οι Έλληνες Πατέρες συχνάκις την παρέβαλον με επίγειον παράδεισον, όπου οι πρώτοι άνθρωποι ώφειλαν να επιτύχουν την κατάστασιν της Θεώσεως. Βεβαίως η ανθρώπινη φύσις δεν έχει πλέον την αρχικήν αθανασία της και την αφθαρσίαν αλλά ο θάνατος και η φθορά εγένοντο η οδός προς την αιώνιον ζωήν, διότι ο Χριστός <<προς εαυτόν ήνωσεν το κατακριθέν>>. Και δια του θανάτου Του κατέβαλε τον θάνατον. Εισερχόμεθα εις την αιώνιαν ζωήν δια του βαπτίσματος και της αναστάσεως. Κατά τον Άγιον Γρηγόριον Νύσσης, το βάπτισμα, εικόν του θανάτου του Χριστού είναι ήδη η απαρχή της αναστάσεως ημών <<Λαβύρινθον δε φήμι τροπικώς την αδιέξοδον του θανάτου φθοράν>>. Το σώμα του Χριστού, εις το οποίον οι άνθρωποι εννούνται δια του βαπτίσματος, γίνεται κατά τον Άγιον Αθανάσιον η πηγή της αναστάσεως και της σωτηρίας ημών.
Η Εκκλησία είναι κάτι ανώτερον του επίγειου παράδεισου, η κατάστασις των Χριστιανών είναι ανώτερα της καταστάσεως των πρώτων ανθρώπων. Δεν κινδυνεύουμε πλέον να απολέσωμεν ανεπανόρθωτως την μετά του Θεού κοινωνίαν, εφόσον συμπεριλαμβανόμεθα εις ένα μόνον σώμα, εις το οποίον κυκλοφορεί το αίμα του Χριστού, το οποίον μας καθαίρει από πάσης αμαρτίας, από παντός ρύπου. <<Αυτός ουν εστί Θεός σαρκοφόρος και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι>>. Η παρουσία αυτή του Αγίου Πνεύματος εν ημίν προϋποθέσεις της ημετέρας Θεώσεως, δεν δύναται να απολεσθεί. Η έννοια της καταστάσεως της χάριτος, την οποίαν τα μέλη της Εκκλησίας θα ηδύνατο να στερούνται ως και η διάκρισις μεταξύ των θανάσιμων και σύγγνωστων αμαρτημάτων, είναι ξένοι προς την Ανατολικήν παράδοσιν. Παν αμάρτημα το πλέον ελάχιστον τόσον η εσωτερική κατάστασις της ψυχής όσον και μία εξωτερική πράξις δύναται να καταστήσει την φύσιν αδιάφανη, απρόσιτον εις την χάριν. Η χάρις θα μένει ανενέργητος, καίτι εβρίσκεται πάντοτε παρούσα, ηνωμένη με το πρόσωπο το οποίον εδέχθει το Άγιον Πνεύμα. Η μυστηριακή ζωή <<η εν Χριστώ ζωή>> θα παρουσιασθεί ως ακατάπαυστος μάχη δια την απόκτησιν της χάριτος, η οποία δύναται να μεταμορφώσει την φύσιν, άγων εν ω αι ανάβασις και αι πτώσεις θα εναλλάσσονται, χωρίς αι αντικειμενικαί προϋποθέσεις της σωτηρίας να αποσυρθούν ποτέ από τον άνθρωπον.
5
Η κατάστασις της χάριτος εις την ανατολικήν πνευματικότητα δεν έχει μίαν απόλυτον και στατικήν έννοια. Είναι μια δυναμική και διάφορος πραγματικότις, η οποία ποικίλει κατά τους κυματισμούς της ασθενούς ανθρώπινης θελήσεως. Όλα τα μέλη της Εκκλησίας, τα οποία ποθούν την μετά του Θεού ένωσιν, εβρίσκονται κατά το μάλλον και ήτο εν τη χάριτι, αλλά κατά το μάλλον και ήττον στερούνται της χάριτος <<ολόκληρος η Εκκλησία είναι η Εκκλησία των μετανοούντων, ολόκληρος η Εκκλησία είναι η Εκκλησία των χειμαζομένων>>, έλεγε ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος. Δια να ελευθερωθώμεν από πάσαν προσβολήν της αμαρτίας και να αυξάνωμεν συνεχώς εν τη χάριτι, πρέπει να ριζώνομεν επί μάλλον και μάλλον εις την ενότητα της φύσεως, υπόστασις της οποίας είναι αυτός ο Χριστός. Η Θεία μυσταγωγία του Σώματος και Αίματος είναι μια πραγματοποίησις της ενότητος της ανθρώπινης φύσεως μετά του Χριστού. Και συγχρόνως μεθ’ όλων των μελών της Εκκλησίας <<δυο και αναγκαίον μάθειν το θαύμα των μυστηρίων, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος>>. Τι πότε εστί και δια τι εδόθη και τις η οφελεία του πράγματος. Εν σώμα γινόμεθα και μέλη φύσιν, εκ της σαρκός αυτού και εκ των όστεων αυτού. Δια της τροφής γαρ τούτο γίνεται ης εχαρίσατο.
Δια τούτο ανέμιξεν εαυτόν ημίν, ίνα εν τι υπάρξωμεν καθάπερ σώμα κεφαλή συνημμένον. Και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσδιορίζει <<ει γαρ πάντων (η μετάληψις) ένωσις εστί προς Χριστόν, και προς αλλήλους, πάντων και πάσι τοις συμμεταλαμβάνουσιν ημίν κατά προαίρεσιν εννούμεθα>>. Εν τη Θεία Ευχαριστία η Εκκλησία εμφανίζεται ως μια φύσις μετά του Χριστού ηνωμένη.
<<Το γαρ ρυπαρόν και φθαρτόν του σκήνους τω παναχράντω ένωθεν σώματι σου και μιγέν το αίμα μου τω αίματι σου και γέγονα σον καθαρώτατον σώμα μέλος εκλάμπον, μέλος άγιον όντως, μέλος τηλαυγές, και διαυγές και λάμπον, ορώ το κάλος, βλέπω την λαμπηδόνα ενοπτρίζομαι το φως της χάριτος Σου και το άρρητον εκπλήττομαι της αίγλης και εξίσταμαι κατανοών εαυτόν, εκ ποίου υιός εγενόμην ως θαύμα. Και ευλαβούμαι και εμαυτόν αιδούμαι και ως σε αυτόν και τιμώ και φοβούμαι και εξαιπορώ εν τρεπόμενος όλως το που καθίσω και τίνι προσεγγίσω και που τα μέλη τα σα προσανακλίνω. Εις ποία έργα, εις ποίας ταύτας πράξεις όλως χρίσομαι τα φρικτά τε και Θεία>>.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος εξυμνεί εις ένα εκ των ύμνων του την ευχαριστιακήν ένωση, η οποία πραγματοποιεί την ιδιότητα μας ως μελών του Χριστού. Εισάγει αυτή εις τα βάθη της φύσεως ημών <<το πυρ της Θεότητος>> αχώριστον του σώματος και του αίματος του Χριστού.
6
<<Χαίρων τε και τρέμων άμα του πυρός μεταλαμβάνω χόρτος ων και ξένον θαύμα δροσιζόμενο αφράστως ω σπέρουν η βάτος πολλαί η άφλεκτως καιόμενη>>.
Εν τη Εκκλησία δια των μυστηρίων η φύσις ημών έρχεται εις ένωσιν μετά της Θείας φύσεως εν τη υπόσταση του Υιού, Κεφαλή του μυστικού σώματος. Η ανθρώπινη φύσις ημών καθίσταται ομοούσιος με την εν τω πρόσωπο του Χριστού ηνωμένην Θεωθείσαν ανθρώπινην φύσιν, αλλά το πρόσωπον ημών δεν επέτυχεν εισέτι την τελειότητα του, εξού και ο δισταγμός του Αγίου Συμεών, ο οποίος αισθάνεται πλήρης φόβου και αισχύνης προ του ιδίου του εαυτού του, μη γνωρίζων τι να κάμει τα μέλη του <<τα φρικτά τε και Θεία>>.
Η ανθρώπινη φύσις ημών είναι ηνωμένη μετά του Χριστού εν τη Εκκλησία, η οποία είναι το σώμα Του και η ένωσις αυτή πραγματοποιείται εν τη μυστηριακή ζωή αλλά πρέπει έκαστον πρόσωπο αυτής της μιας φύσεως να γίνει σύμμορφον τω Χριστώ Χριστοειδές. Πρέπει αι ανθρώπιναι υποστάσεις να γίνουν επίσης εν δύσι φύσεσιν ενωνούσαι εν εαυταίς την κτιστήν φύσιν με το πλήρωμα της ακτίστου χάριτος, με τη θεότητα την οποίαν το Άγιον Πνεύμα παρέχει. Οικειοποιεί εις έκαστον μέλος του σώματος του Χριστού. Διότι η Εκκλησία δεν είναι μόνον η μια φύσις εν τη υπόσταση του Χριστού, είναι και αι πολλαί υποστάσεις εν τη χάριτι του Αγίου Πνεύματος. Αλλά η πολλαπλότης αυτή δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ειμή εν τη ενότητι. Η εν Χριστώ ζωή είναι μια οδός η οποία άγει εκ της πληθύος της φθοράς, της φθοράς των ατόμων, η οποία μερίζει την ανθρώπινην φύσιν προς την ενότητα μιας καθαράς φύσεως, όπου εμφανίζεται μια καινή πλήθυς, η πλήθυς των προσώπων των ηνωμένων μετά του Θεού εν Πνεύματι Αγίω.
Εκείνο το οποίον ήτο διηρημένον εκ των κάτω, εν τη διηρημένη φύση εις πλείστα άτομα, οφείλει να ενωθεί εις εν μόνον θεμέλιον εν Χριστώ. Δια να διαιρεθεί άνωθεν εις τα πρόσωπα των Αγίων, οι οποίοι αφομοίωσαν τας Θεοποιούσας φλόγας του Αγίου Πνεύματος.
Δεν πρέπει να αναζητήσωμεν ότι είναι προσωπικόν, διότι η τελειότις του προσώπου πραγματοποιείται εν τη τέλεια εγκατάλειψη εν τη απάρνηση εαυτού. Παν πρόσωπο το οποίον επιζητεί να δικαιώσει εαυτό, καταλήγει εις τον μερισμόν της φύσεως, εις το ιδιαίτερον είναι, το ατομικόν, εκπληρούν έργον αντίθετον του έργου του Χριστού <<ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει>> (Ματθ. Ιβ-30). Επομένως πρέπει να σκορπίσωμεν μετά του Χριστού, να εγκαταλείψωμεν την προσωπικήν φύσιν η οποία είναι εις την πραγματικότητα η κοινή φύσις, δια να συλλέξωμεν, δια να αποκτήσωμεν την χάριν την οποίαν πρέπει να οικειωθεί έκαστον πρόσωπον να κάμει δική του <<ει εν τω αλλοτρίω πιστοί ου εγένεσθε το ημέτερον τις ημίν δώσει>> (Λουκά ιστ 12).
7
Η φύσις ημώς είναι εν τω αλλοτρίω και ο Χριστός την κατέκτησε δια του πολυτιμότατου αίματος του. Η άκτιστος χάρη είναι δική μας. Παρεχωρήθει εις ημάς δια του Αγίου Πνεύματος. Το άφατον μυστήριον της Εκκλησίας, το έργο του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, είναι εν Χριστώ πολλαπλούν δια του Πνεύματος μια μόνη ανθρώπινη φύσις εν τη υπόσταση του Χριστού. Πολλαί ανθρώπιναι υποστάσεις εν τη του Αγίου Πνεύματος χάριτι. Εν τούτοις η Εκκλησία είναι μια διότι είναι εν μόνο σώμα, μια μόνη φύσις ηνωμένη εν Θεώ εν τω πρόσωπω του Χριστού. Διότι η προσωπική ημών ένωσις, η τέλεια μετά του Θεού ένωσις εν τοις προσώποις ημών δεν θα εκπληρωθεί ειμή εις τον μέλλοντα αιώνα. Αι μυστηριακαί ενώσεις τας οποίας η Εκκλησία προβάλλει εις ημάς ακόμη και η τελειοτέρα όλων, η ευχαριστηριακή ένωσις αναφέρεται εις την φύσιν ημών ως αυτή ελήφθει εν τω πρόσωπο του Χριστού. Εν σχέσει προς τα πρόσωπα ημών τα μυστήρια είναι μέσα, δεδομένα τα οποία πρέπει να πραγματοποιηθούν, να αποκτηθούν, να γίνουν πλήρως δικά μας κατά την διάρκειαν συνεχών αγώνων, όπου η θέλησις ημών θα συμμορφωθεί προς την Βουλή του Θεού εν Πνεύματι Αγίω τω εν ημίν ενοικούντι. Αφθόνως παρεχόμενα εις την φύσιν ημών τα εκκλησιαστικά μυστήρια μας καθιστούν ικανούς δια την πνευματικήν ζωήν εν τη οποία πραγματοποιείται η μετά του Θεού ένωσις ημών. Η φύσις ημών δέχεται εν τη Εκκλησία τας αντικειμενικάς προϋποθέσεις ταύτης της ενώσεως, αι υποκειμενικαί προϋποθέσεις εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από εμάς.
Η Εκκλησία έχει δύο όψεις σημειούμενας υπό του Απόστολου Παύλου εις την προς Εφεσίους επιστολή του κατ’ εξοχή Εκκλησιολογική. Αι δύο αυταί όψεις ή μάλλον οι δύο θεμελιώδεις αυτοί χαρακτήρες της Εκκλησίας είναι τόσο συνδεδεμένοι μεταξύ των, ώστε ο Απόστολος Παύλος να συνοψίζει αυτούς εις ένα μόνο στίχον. Η Εκκλησία παρουσιάζεται ως το πλήρωμα της Τριαδικής οικονομίας, ως μια αποκάλυψις του Πατρός εν τω έργω του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ο Πατήρ της δόξης παρέχει εις του πιστούς πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως ώστε να αναγνωρίσουν την κλήσιν των προσωπικήν ένωσιν δι ένα έκαστον, τον πλούτον της δόξης, της κληρονομιάς Του. Η οποία θα εμφανισθεί εις τους Αγίους, τη ένωση τη πραγματοποιούμενη υπό της πληθύος των ανθρωπίνων προσώπων. Το αυτό Πνεύμα γνωστοποιεί το Θείον έργον, το οποίον ειργάσθει ο Πατήρ εν τω Χριστώ, είναι η μαρτυρία η δοθείσα περί της θεότητος του Χριστού.
Δόξα Τριάς ομοούσιον κράτος. Δόξα μόνας τρισυπόστατο κάλος.
Στο Επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια