Η ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΚΕΙΜΕΝΟ 2)
- vlaxosalexandros20

- 28 Απρ 2021
- διαβάστηκε 10 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 5 Μαΐ 2021

1
Τον εν νυκτί με του βίου πάθη περιπίπτοντα σκώλας τε και προσκόμασι τω άρητω σου φωτί Τριάς αγαθή, κατευθύνουσα με προσάγει ταις Θεαρχίας σου ελλάμψεσιν.
Η Χριστολογική όψις της Εκκλησίας αποκαλύπτεται εις ημάς κατά τον τρόπον της πνευματολογικής της όψεος. Το πνεύμα αποκαλύπτει εις κάθε ένα τον Χριστόν, ο Πατήρ ήγειρεν εκ νεκρών και εκάθισεν <<εν δεξιά Αυτού εν τοις επουρανίοις υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος και παντός ονόματος ονομαζόμενου ου μόνον εν τω αιώνι τούτω αλλά και εν τω μέλλοντι και πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας Αυτού και αυτών έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία>>.
Εν συνεχεία έρχεται ο ορισμός της Εκκλησίας όπου οι δύο όψεις, αι δύο αρχαί, χριστολογική και πνευματολογική, δίδονται ταυτοχρόνως, τίθενται σχεδόν μαζί εις μιαν έξοχον σύνθεσιν, η Εκκλησία <<εστίν το σώμα Αυτού το πλήρωμα του τα πάντα εν πάση πληρούμενου>>. Η Εκκλησία είναι η φύσις ημών η ανακεφαλαιωθείσα υπό του Χριστού, η συμπεριλαμβανόμενη εν τη υπόσταση Αυτού. Είναι εις θεανδρικός οργανισμός, Θεανθρώπινος εν τούτοις εάν η φύσις ημών εβρίσκεται περιλαμβανόμενη εν τω σώματι του Χριστού, οι άνθρωποι ουδόλως παρασύρονται υπό της φυσικής και ασυνειδήτου προόδου μιας θεώσεως η οποία θα τους αφαίρει την ελευθερίαν, η οποία θα τους εξεμηδένιζε. Ελευθερωθέντες άπαξ εκ του νόμου της αμαρτίας δεν θα υποδουλωθώμεν εις έναν Θεόν. Η χάρις δεν καταστρέφει την ελευθερίαν διότι δεν είναι μια ενοποιούσα δύναμις προαγόμενη εκ του Υιού, το Άγιον Πνεύμα το εκ του Πατρός εκπορευόμενον.
Ούτως η Εκκλησία έχει συγχρόνως ένα οργανικόν και προσωπικόν χαρακτήρα, ένα τόνον αναγκαιότητας και ελευθερίας, αντικειμενικόν και υποκειμενικόν, είναι μια πραγματικότις σταθερά και προσδιορισμένη. Αλλά επίσης μια μελλοντική πραγματικότις.
Ηνωμένη εν Χριστώ, <<ενυπόστατος>>, είναι μια θεανδρική ύπαρξις με δύο φάσεις, με δύο θελήσεις αδιασπάστως ηνωμέναις ενώσεις του ανθρώπου μετά του Θεού πραγματοποιούμενη εν τω πρόσωπο του Χριστού. Εξ΄ άλλου εις τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι οι πολλαπλαί υποστάσεις της φύσεως της, η Εκκλησία δεν πραγματοποιεί την τελειότητα, ειμή δυνάμει το Άγιον Πνεύμα παρέχεται εις έκαστον πρόσωπον. Ανοίγει εις έκαστον μέλος του σώματος του Χριστού το πλήρωμα της Θείας κληρονομιάς, αλλά οι άνθρωποι, αι κτισταί υποστάσεις της Εκκλησίας, δεν δύνανται να γίνουν <<εν δύσι φύσεσιν>>, εάν δεν ανυψωθούν ελευθέρως προς την τέλειαν μετά του Θεού ένωσιν, εάν δεν πραγματοποιήσουν αυτήν την ένωση εν εαυτοίς δια του Αγίου Πνεύματος και της θελήσεως των. Η Θεία υπόστασις του Υιού κατήλθε προς ημάς, ήνωσεν εν εαυτή την κτιστήν και άκτιστον φύσιν ώστε να επιτρέψει εις τας ανθρώπινας υποστάσεις ν’ ανυψωθούν προς τον Θεόν να συγκεντρώσουν εαυτούς με την σειράν των την άκτιστον χάρη εν τη κτιστή φύση εν Πνεύματι Αγίω.
Εκκληθήκαμε να πραγματώσωμαι, να οικοδομήσωμε το ημέτερο πρόσωπο εν τη χάριτι του Αγίου Πνεύματος. Αλλά οικοδομούμε κατά τον Απόστολον Παύλο επί ενός θεμελίου ήδη τεθέντος επί μιας αδιάσειτου πέτρας η οποία είναι ο Χριστός (Α. Κορ. Β.11). Τεθεμελιωμένη επί τον Χριστόν ο οποίος περιλαμβάνει την ημετέραν φύσιν εν τω Θείω αυτού πρόσωπο οφείλουμε εν τω κτιστώ ημών πρόσωπο να επιτύχουμε την μετά του Θεού ένωση, να γίνουμε κατ’ εικόνα Χριστού πρόσωπα με δύο φύσεις, δηλαδή κατά τον τολμηρόν λόγον του Αγίου Μαξίμου πρέπει <<κτιστήν φύσιν τη ακτίστω δι αγάπης ενώσαντες εν και ταύτον δείξαεν κατά την έξιν της χάριτος>>. Η ενότις η πραγματοποιηθείσα εν τω πρόσωπω του Χριστού οφείλει να επιτευχθεί εν τοις προσώποις ημών δια του Αγίου Πνεύματος και της ελευθερίας ημών.
Εκ τούτου αι δύο όψεις της Εκκλησίας, η πραγματοποιηθείσα ήδη και η μέλλουσα να πραγματοποιηθεί, η τελευταία βασίζεται επί της πρώτης η οποία είναι η αντικειμενική προϋπόθεση αυτής.
2
Τοιουτοτρόπως παν ότι δύναται τις να παραδεχθεί ή να απορρίψει εις το θέμα του Χριστού, δύναται και εις το θέμα της Εκκλησίας, καθ’ όσον αυτή είναι θεανδρικός οργανισμός ή ακριβέστερα μια δημιουργημένη φύσις ηνωμένη αχώριστος μετά του Θεού εν τη υπόσταση του Υιού μια ύπαρξις έχουσα ως εκείνος δύο φύσεις, δύο θελήσεις, δύο ενέργειες, αχώριστος και διακεκριμένας συγχρόνως. Η χριστολογική αυτή οικονομία προσδιορίζει μίαν ενέργειαν συνεχή και αναγκαία του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία. Πράξη ενεργούμενη εν σχέση προς τον Χριστό, ο οποίος μετέδωκε το Άγιον Πνεύμα εις την ομάδα των Θείων Αποστόλων υπό μορφήν πνοής. Η απρόσωπος αυτή μετά του Αγίου Πνεύματος ένωσις, η υποθετική αυτή αγιότις της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, προσδίδει ένα αντικείμενον χαρακτήρα ανεξάρτητον των προσώπων και των επιδιώξεων, κυρίως τας θεουργικάς πράξεις των κληρικών. Τα μυστήρια και η ιεροτελεστία τελούμεναι εν τη Εκκλησία θα επιδέχονται επομένως δύο θελήσεις, δύο ενέργειες ασκούμενες ταυτοχρόνως.
Ο ιερεύς επικαλείται το Άγιον Πνεύμα ευλογών τον άρτον και τον οίνον επί του θυσιαστηρίου και το Πνεύμα ενεργεί το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Ο Πνευματικός προφέρει τους λόγους της αφέσεως και τα παραπτώματα αφέωνται δια της θελήσεως του Θεού. Ο επίσκοπος επιθέτει τας χείρας επί τον χειροτονούμενον και το Άγιον Πνεύμα μεταδίδει την Ιερατικήν χάριν. Η αυτή συμφωνία των δύο θελήσεων παρουσιάζεται και εις την ενάσκησιν της επισκοπικής εξουσίας με μερικές όμως παραλλαγές. Αι πράξεις αι απορρέουσαι εκ της επισκοπικής εξουσίας έχουν χαρακτήρα υποχρεωτικό, διότι ο Επίσκοπος ενεργεί δια της Θείας εξουσίας υποτασσόμενος εις την θέλησιν του. Υποτασσόμεθα εις την θέλησιν του Θεού, εν τούτοις εις το σημείο τούτο είναι αναπόφευκτον εν προσωπικό στοιχείον. Ο Επίσκοπος εάν δεν αποκτήσει προσωπικώς τη χάρη, εάν δεν έχει πεφωτισμένη υπό του Αγίου Πνεύματος διάνοια, δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τα ανθρώπινα κίνητρα, δύναται να πλανηθεί. Εν τη άσκηση της Θείας εξουσίας η οποία του εδόθη, βεβαίως φέρει την ευθύνη των πράξεων του ενώπιον του Θεού.
Στις περιπτώσεις που ο Επίσκοπος ενεργεί αντίθετος προς τους κανόνες, εν ασυμφωνία προς την κοινή θέληση της Εκκλησίας, τότε γίνεται αίτιος σχίσματος και τίθεται εκτός της Εκκλησιαστικής ενότητας.
Αι αποφάσεις των Συνόδων εκφράζουν επίσης την συμφωνία των δύο θελήσεων εν τη Εκκλησία. Δια τον λόγον αυτόν, η πρώτη Σύνοδος ή Σύνοδος των Αποστόλων, πρότυπο όλων των Συνόδων της Εκκλησίας, προανήγγειλε τας αποφάσεις της δια του τύπου <<έδοξεν τω Αγίω Πνεύματι και ημίν>> (Πράξεις ιε. 28). Εν τούτοις εάν οι Σύνοδοι μαρτυρούν περί της παραδόσεως δια των υποχρεωτικών και αντικειμενικών αποφάσεων των. Αυτή καθ’ αυτή η αλήθεια την οποία βεβαιούν, ουδόλως υπόκειται εις κανονικούς τύπους. Πράγματι, η παράδοση έχει πνευματολογικό χαρακτήρα. Είναι η ζωή της Εκκλησίας εν Πνεύματι Αγίω.
Η αλήθεια δεν δύναται να έχει εξωτερικόν κριτήριον μαρτυρούμενη εφ’ αυτής δια μιας εσωτερικής μαρτυρίας δοθείσης εν μέτρω εις άπαντα τα μέλη της Εκκλησίας διότι άπαντες εκλήθησαν να γνωρίσουν, να διαφυλάξουν και να υπερασπίσουν τας αληθείας της πίστεως.
Εις το σημείον τούτο η χριστολογική όψις συμφωνεί προς την πνευματολογική και τον καθολικό χαρακτήρα της Εκκλησίας δια της δυνάμεως την οποίαν κατέχει εκ του Χριστού η Εκκλησία, βεβαιεί εκείνο το οποίον το Άγιον Πνεύμα αποκαλύπτει. Αλλά η ικανότης του προσδιορισμού της εκφράσεως της περιλήψεως των ακατάληπτων εις την ανθρώπινην διάνοιαν μυστηρίων εις ακριβή δόγματα ανήκει εις την χριστολογικήν όψη της Εκκλησίας η οποία βασίζεται επί της ενσαρκώσεως του Λόγου.
3
Η ίδια αρχή εβρίσκεται εις την βάση της τιμής των Αγίων Εικόνων αι οποίαι εκφράζουν τα αόρατα και καθιστούν αυτά αληθώς παρόντα ορατά και ενεργούντα. Μια εικόνα, ένας Σταυρός δεν είναι απλώς σχήματα για να προσανατολίζουν την φαντασία μας κατά την προσευχή. Είναι υλικά κέντρα εις τα οποία αναπαύεται μια ενέργεια, μια Θεία δύναμη η οποία εννούται με την ανθρώπινη τέχνη.
Ομοίως, το αγιασμένο νερό, το σημείο του Σταυρού, οι λόγοι της Αγίας Γραφής οι οποίοι αναγιγνώσκονται κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, η Ιερά υμνωδία, τα αντικείμενα της λατρείας, η εκκλησιαστική διάκοσμος, το Θυμίαμα το φως των κεριών, είναι σύμβολα κατά την αληθή έννοια της λέξεως σημεία υλικά αντιπροσωπευτικά της παρουσίας του πνευματικού κόσμου. Ο λειτουργικός συμβολισμός απευθύνεται εις τας αισθήσεις δια να υπενθυμίσει σε εμάς πνευματικές πραγματικότητες. Η λέξη ανάμνησις δεν σημαίνει απλώς μια υπενθύμιση, σημαίνει μάλλον μύηση στο μυστήριο. Την αποκάλυψη μιας αληθείας πάντοτε παρούσης εν τη Εκκλησία. Υπό την έννοιαν ταύτην, ο Άγιος Μάξιμος ομιλεί περί λειτουργικών συμβόλων.
Το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας παρουσιάζει κατ’ αυτόν το σύνολον της σωτηριώδους πρόνοιας του Θεού. Η μικρά είσοδος παριστά την αρχικήν έλευσιν του Σωτήρος. Η άνοδος του Αρχιερέως προς το θυσιαστήριο και τον θρόνο του είναι η εικών της Αναλήψεως. Η είσοδος των παρισταμένων συμβολίζει την είσοδον των εθνικών εν τη Εκκλησία. Η άφεσης των αμαρτιών την κρίσιν του Θεού η οποία αποκαλύπτει εις ένα έκαστον ιδιαιτέρως την περί αυτού Θείαν Βουλήν.
Οι ιεροί ύμνοι εκφράζουν την αγαλλίασην η οποία περιβάλλει τας καθαράς ψυχάς ανυψούντες αυτάς προς τον Θεόν. Αι επικλήσεις ειρήνης υπενθυμίζουν την ειρηνικήν ζωήν της θεωρίας η οποία διαδέχεται τας φοβεράς μάχας της ασκήσεως. Η ανάγνωσις του Ευαγγελίου, η κάθοδος του Αρχιερέως εκ του θρόνου του, η έξοδος των κατηχούμενων και των μετανοούντων, το κλείσιμο των θυρών του Ναού συμβολίζουν τις πράξεις της έσχατης κρίσεως, την δευτέρα έλευσιν του Κυρίου, τον διαχωρισμόν των εκλεκτών και των κολασμένων, την εξαφάνησιν του ορατού κόσμου. Εν συνεχεία, η είσοδος των τιμίων Δώρων παριστά την άνωθεν αποκάλυψιν, ο ασπασμός της ειρήνης την ένωση όλων των ψυχών εν Θεώ (εν ενί στόματι και μια καρδιά) λέγει ο ιερέας. (Αν μπορεί κάποιος ας μου πει που συμβαίνει αυτό).
Η ομολογία της πίστεως είναι η ανύψωσις των ψυχών προς τους χώρους των Αγγέλων, οι οποίοι εν τη ακινησία της αιωνίου κινήσεως πέριξ του Θεού ευλογούν και υμνούν την απλή Τριάδα. Το <<Πάτερ ημών>> παριστά την υιότητα ημών εν Χριστώ και ο τελευταίος ύμνος <<εις Άγιος εις Κύριος>> φέρει την σκέψη ημών εις την υπέρτατην είσοδο του ανθρώπου εις την άβυσσον της Θείας ενώσεως. Αι εκκλησιαστικαί εορταί βοηθούν ημάς να συμμετάσχωμε εις τα γεγονότα της επίγειου ζωής του Χριστού επί ενός πεδίου βαθύτερου εκείνου των απλών ιστορικών γεγονότων, διότι εν τη Εκκλησία δεν είμεθα πλέον εξωτερικοί θεαταί αλλά μάρτυρες πεφωτισμένοι υπό του Αγίου Πνεύματος.
4
Εμιλήσαμε για την χριστολογικήν όψιν της Εκκλησίας, τας συνθήκας τις αντικειμενικές και αμετάβλητες, τας βασιζόμενας επί του γεγονότος ότι ο Χριστός είναι η κεφαλή του μυστικού αυτού σώματος, ότι η φύσις ημών συμπεριλαμβάνεται εις την υπόστασιν Του, πράγμα το οποίον παρουσιάζει την Εκκλησίαν οργανισμόν με δύο φύσεις. Ως είπαμε η Εκκλησία είναι ατελής, εάν αφαιρέσωμεν μιαν άλλην όψιν, πλέον εσωτερικήν ολιγότερον εμφανή αλλά εξ’ ίσου σπουδαίαν καθ’όσον αναφέρεται εις αυτό τούτο το τέλος της Εκκλησίας, εις την μετά του Θεού ένωση, η οποία οφείλει να πραγματοποιηθεί εν έκαστο πρόσωπο.
Είναι η πνευματολογική αυτής όψις η οποία ως αρχήν της έχει το μυστήριον της Πεντηκοστής. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο όψεων της Εκκλησίας θα γίνει έκδηλος εις ημάς, εάν συγκρίνωμε τον τρόπον παρουσίας της χάριτος εις τα μυστήρια, τας Θεουργικές πράξεις, την Ιεραρχία, την Εκκλησιαστική εξουσίαν, την λατρείαν, τα ιερά σύμβολα εις τα οποία έχει χαρακτήρα τινά προσδιορισμένης αναγκαιότητος. Με μίαν άλλην τάξιν χάριτος εν τη Εκκλησία, με μίαν παρουσίαν της χάριτος πλέον εσωτερικήν όχι μόνο εξωτερικήν και ενεργόν αλλά ηνωμένη μετά του ανθρώπου, ο οποίος φέρει αυτήν με την χάριν την οικειωθήσαν την κτηθείσα την προσωπικήν.
Εάν εις τον πρώτον τρόπον η παρουσία της χάριτος έχει χαρακτήρα αντικειμενικότητας θα ελέγαμε σχεδόν ότι ο δεύτερος τρόπος είναι υποκειμενικός. Εάν η λέξις αυτή δεν είχε μία έννοια πεζή αβέβαιαν, θα λέγαμε μάλλον ότι η πρώτη παρουσία εβρίσκεται εις την βάσιν ενός προορισμού ενώ η δεύτερα θεμελιούται επί μιας εκλογής. Αυταί είναι αι εκδηλώσεις της χάριτος εις τα λείψανα, εις τους ηγιασμένους εκ των εμφανίσεων της Παναγίας ή της προσευχής των Αγίων, τόπους εις τας θαυματουργούς πηγάς, εις τας θαυματουργούς εικόνας εις τας χαρισματικάς δωρεάς εις τας θαύματα, τέλος εις τα πρόσωπα τα οποία την απέκτησαν, εις του Αγίους είναι η χάρις η οποία ενεργεί εις τα πρόσωπα και δια των προσώπων ως η δική των δύναμις θείαι και άκτισται οικιωθείσαι υπό των κτιστών προσώπων εις τα οποία πραγματοποιείται η μετά του Θεού ένωσις. Διότι το Άγιον Πνεύμα απονέμει την θεότητα εις τα πρόσωπα τα κληθέντα να πραγματοποιήσουν εν εαυτοίς την θεούσαν ένωσιν.
Μυστήριον το οποίον θα αποκαλυφθεί εις τον μέλλοντα αιώνα, αλλά του οποίου τα προοίμια θα απολαύσουν ήδη από της παρούσης ζωής εκείνοι οι οποίοι ομοιούνται προς τον Θεόν.
Δυνάμεθα να πούμε ότι υπό την χριστολογικήν αύτης όψιν, η Ορθόδοξη Εκκλησία παρουσιάζεται ως μία απόλυτος σταθερότης ως εν αμετάβλητον θεμέλιον, δια το οποίον ομιλεί ο Απόστολος Παύλος όταν λέγει <<Εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των Αποστόλων και Προφητών, όντας ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, ενω πάσα η οικοδομή συναρμολογούμενη αύξησις ναών Αγίων εν Κυρίω ενώ και ημείς συνοικοδομείσθε τις κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι (Εφες. Β-21-23).
5
Κατά την πνευματολογικήν αυτής την όψιν της οικονομίας του Αγίου Πνεύματος ως προς τα ανθρώπινα πρόσωπα (ως αυτή θεωρείται υπό του Απόστολου Παύλου προς το τέλος του προαναφερθέντος κειμένου). Η Εκκλησία έχει ένα δυναμικόν χαρακτήρα, τείνει προς το έσχατον αυτής τέλος, προς την ένωσιν παντώς προσώπου μετά του Θεού. Υπό την πρώτην όψιν, η Εκκλησία παρουσιάζεται ως Σώμα Χριστού, υπό την δεύτεραν ως φλόξ, έχουσα μίαν μοναδικήν βάσιν και πολλάς διηρημένας κορυφάς. Αι δύο όψεις είναι αχώρισται και όμως εις την πρώτην η Εκκλησία υπάρχει εν τη υπόσταση του Χριστού, ενώ εις την δεύτεραν δυνάμεθα να ειδώμεν την καθ’ αυτό ύπαρξιν της η οποία διακρίνεται της υποστάσεως της κεφαλής αυτής.
Πράγματι, εάν επαναλάβωμεν την εικόνα της ενώσεως του Χριστού μετά της Εκκλησίας κατά τον Απόστολον Παύλο, εικόνα της ενώσεως συζύγων, οφείλομεν να παρατηρήσωμε ότι ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας εν τη αυτή έννοια καθ’ ην ο σύζυγος είναι η κεφαλή του ενός σώματος των δύο συζύγων κατά τον γάμο <<οι δύο εις σάρκα μίαν>> (Εφ.ε-31). Εις την μυστηριακήν αυτήν ένωσιν (<<το μυστήριον τούτο μέγα εστίν>> λέγει ο Απόστολος Παύλος). Το ένα σώμα, η κοινή εις τους δύο φύσεις δέχεται την υπόστασιν της συζύγου. Η Εκκλησία είναι <<η Εκκλησία του Χριστού>>, αλλά δεν παύει να μένει το έτερον πρόσωπον της ενώσεως υποτεταγμένον εις τον σύζυγον, διακεκριμένον αυτού ως η σύζυγος.
Ως εις το Άσμα Ασμάτων και τα άλλα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία εκφράζουν κατά τους Πατέρες την ένωση του Χριστού μετά της Εκκλησίας υπό την εικόνα της σαρκικής ενώσεως, η σύζυγος παρουσιάζεται κατ’ ανάγκη με προσωπικά χαρακτηριστικά. Είναι πρόσωπο αγαπώμενον υπό του συζύγου, το οποίον αγαπά επίσης. Οφείλομε να ερωτήσωμε κατ’ ανάγκη ποίον είναι αυτό το έτερον πρόσωπον, το πρόσωπο της Εκκλησίας το οποίον διακρίνεται από το πρόσωπο της κεφαλής της; Ποία είναι η σύζυγος κατ’ αυτήν την ένωσιν <<εις σάρκα μίαν>>; Ποία είναι η καθαρά υπόστασις της Εκκλησίας; Ασφαλώς δεν είναι η υπόστασις του Αγίου Πνεύματος.
Ως είδομεν τούτο κατά την ανάπτυξιν του τελευταίου κεφαλαίου το Άγιον Πνεύμα κατά την προσωπικήν Αυτού έλευσιν. Αντιθέτως προς τον Υιόν δεν φανερώνει εις την Εκκλησίαν την υπόστασιν Του. Η οποία μένει κεκρυμένη αναποκάλυπτος, αφομοιούται, ταυτίζεται, ούτως ειπείν με τους ανθρώπους εις τους οποίους οικειοποιεί την δεύτερον φύσιν την θεότητα, τας θεοποιούσας ενέργειας. Γίνεται η αρχή της θεώσεως των προσώπων, η πηγή των αγαθών δι ένα έκαστον εξ’ αυτών απονέμει εις έκαστον πρόσωπον την πλήρη τελειότητα, αλλά δεν γίνεται το πρόσωπο της Εκκλησίας. Πράγματι, το Άγιον Πνεύμα δεν περιλαμβάνει εν εαυτώ τας ανθρώπινας υποστάσεις. Ως Χριστός περιλαμβάνει την φύση αλλά δίδεται κεχωρισμένος εις ένα έκαστον πρόσωπον. Η Εκκλησία αύτη ως σύζυγος του Χριστού εμφανίζεται ως μία πλήθυς κτιστών υποστάσεων.
6
Αι υποστάσεις της μίας φύσεως της Εκκλησίας είναι τα ανθρώπινα πρόσωπα. Δια τον λόγον αυτόν οι Πατέρες εις τα υπομνήματα των, θα ειδούν την σύζυγο την Εκκλησία και έκαστον πρόσωπον το οποίο έρχεται εις ένωση μετά του Θεού. Αλλά ας πούμε μετά του Απόστολου Παύλου <<το μυστήριον τούτο μέγα εστίν>>, ανήκει εις τον μέλλοντα αιώνα ότι η Εκκλησία θα φθάσει εις την τελειότητα της εν Πνεύματι Αγίω, ότι τα ανθρώπινα πρόσωπα θα ενώσουν την δικήν των κτιστή φύση με την άκτιστον πληρότητα και θα αποβούν θεωθείσαι ανθρώπιναι υποστάσεις περί τον Χριστόν ο οποίος είναι η ενσαρκωθείσα Θεία υπόστασις.
Η Μαρία είναι η αιτία παντός προηγηθέντος προΐστατο συγχρόνως παντός επομένου αυτής. Προσφέρει τα αιώνια αγαθά, δι’ αυτής οι άνθρωποι και οι άγγελοι δέχονται την χάριν. Ουδεμία δωρεά εγένετο δεκτή εν τη Εκκλησία χωρίς την συνδρομή της Μητρός του Θεού, προοιμίου της θριαμβευούσης Εκκλησίας. Επομένως, εφόσον η Θεοτόκος επέτυχε τον σκοπό του μέλλοντος, προΐσταται των τοιχών της Εκκλησίας.
Ένα θεοτόκιο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εξυμνεί την Μητέρα του Θεού Ιησού Χριστού ως ανθρώπινον πρόσωπον το οποίον επέτυχε την πληρότητα του Θείου είναι <<την παγκόσμιον δόξαν την εξ’ ανθρώπων σπαρίσαν Και τον Δεσπότη τεκούσαν την επ’ ουράνιον πύλην υμνήσωμεν. Μαρία την Παρθένον, των Ασμάτων το Άσμα και των πιστών το εγκαλόπισμα, αυτή γαρ ανεδείχθει ουρανός και ναός της θεότητος, αύτη το μεσότοιχον της έχθρας καθελούσα ειρήνη και το βασίλειον ηνέωξε ταύτην ούν κατέχοντες της πίστεως την άγκυραν, υπέρμαχο έχωμεν τον εξ’ αυτής τεχθέντα κύριον, θαρσείτω τοίνοι, θαρσείτω λαός του Θεού και γαρ αυτός πολεμήσει τους εχθρούς ως παντοδύναμος.
Το μυστήριον της Εκκλησίας διαγράφεται εις τα δύο τέλεια πρόσωπα, το Θείον πρόσωπο του Χριστού και το ανθρώπινον πρόσωπον της Μητρός του Θεού.
Δόξα κρυπίς της γαίας απάσης. Δόξα του πόλου η στερεότις.
Στο επόμενο η συνέχεια.


Σχόλια