top of page
Αναζήτηση

Η ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΚΕΙΜΕΝΟ 4)

  • Εικόνα συγγραφέα: vlaxosalexandros20
    vlaxosalexandros20
  • 12 Μαΐ 2021
  • διαβάστηκε 13 λεπτά

ree

1


Αμαρτάδος πάσης ανώτερον δείξωμεν. Τριάς Αγία, πάθηση παντοιοίς αλώβητον, άτρεπτον. Ω Πάτερ δόξης Υιέ Θεού λόγε και πνεύμα το Άγιον, ίνα καθαρώς σε δοξάζω τον Θεόν μου.


Εκκλησιολογία και ανθρωπολογία έχουν την ίδια βάση, το τριαδικό και χριστολογικό δόγμα. Ο λόγος σαρκούται και η θεολογία ιερουργείται στη ζωή των πιστών. Η εν Αγίω Πνεύματι θεολογία των χριστιανικών Πατέρων μιλά για τη ζωή μας με το Χριστό.


Η υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου μας, μας κάνει κατά χάριν κοινωνούς στην εν Αγία Τριάδι απρόσιτη ζωή. Και ο τρόπος της υπάρξεως του εν Τριάδι Θεού αποτελεί τη μυστική οργάνωση του <<κατ’ εικόνα>> είναι μας. Μόνο συμμορφούμενος το Χριστό, γνωρίζοντας Τον με μετοχή ζωής, απολαμβάνομεν το ίδιον μέγεθος (Άγιος Ιγνάτιος). Την καταφύσιν λειτουργία και ελευθερία μας ως Εκκλησία και ως πρόσωπα. Η Εκκλησιολογία και η πνευματικότις έχουν την ίδια βάση, το δόγμα.


Η Εκκλησία είναι ο Χριστός, το ζων στην ιστορία Σώμα Του. Και κάθε πιστός την ανακεφαλαιώνει με τον τρόπο ζωής του, γίνεται εν σμικρό Εκκλησία. Η προσωπική συνείδηση του πιστού έχει εκκλησιαστική διάσταση και το κάθε εκκλησιαστικό πρόβλημα είναι πρόβλημα της προσωπικής σωτηρίας του κάθε πιστού.


Η αίρεση και η ανυπακοή στην Εκκλησία αποτελεί ταυτόχρονα βλασφημία προς το Θεό και κατάρα για τον ίδιον άνθρωπο. Γι’ αυτό τους αρχαιότερους χρόνους ο οργανισμός και η πνευματική υγεία και ευαισθησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ανέκαθεν αντιδρούσε στις φθοροποιούς αιρέσεις και ανυπακοή.


Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι τόποι θεολογίας, φανέρωση του νέου μυστηρίου, μαρτυρία της πίστεως. Είναι μεγάλοι γιατί προχώρησαν όχι μόνο βαθειά, αλλά πέρα από κάθε βάθος στην ίδια την αφάνεια, την ολική απώλεια. Εκεί οδηγεί η κραταιά ως αθάνατος αγάπη. Βαπτιζόμενος μέσα εκεί ο άνθρωπος, στην κολυμβήθρα του θανάτου ένεκεν Αυτού και του Ευαγγελίου Του, αναγεννάται ενσυνείδητα, ώριμα και τέλεια. Διαπερνά το ελάχιστο σημείο της σμικρύνσεως – αφάνειας του – το ρίγος μιας νέας ζωής ξανάρχεται στο φως δι’ αυτού. Τούτο το νιώθεις σαν δώρο. Είναι χάρισμα, μόνο που δεν σου ανήκει, εσύ ανήκεις σ’ Αυτόν για πάντα και γίνεσαι μάρτυρας Του έως περάτων της γης.


2


<<Ούτω γούν οι της καθ’ ημάς Θεοσοφίας αρχηγική καθηγέμονες υπέρ αληθείας αποθνήσκουσι πάσαν ημέραν. Μαρτυρούντες ως εικόν και λόγω παντί και έργω τη ενιαία των Χριστιανών αληθογνωσία το πασών αυτήν είναι και απλουστέραν και θειοτέραν. Μάλλον δε το αυτήν είναι την μόνην αληθή και μίαν και απλήν θεογνωσία (Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης)>>.


Μ’ αυτήν την έννοιαν οι Πατέρες είναι οικουμενικοί διδάσκαλοι <<Τοις αύτων Θείοις νόμοις συγκροτείται και συνέρχεται προς μίαν Ορθοδοξίαν τα πέρατα>>. Δεν διατυπώνουν μίαν ατομική τους άποψη, έστω και μεγαλοφυή, διότι <<λογισμοιθνήτων πάντες δειλοί>> (Σοφία Σαλόμ. 9-14). Δι’ αυτόν εκφράζεται το ανέκφραστο που ζει η Εκκλησία. Γίνονται οι δούλοι απ’ όπου έρχεται η βεβαιότης του Πνεύματος. Γίνονται όργανα φανερώσεως της υπερανεστώσης αιτίας που κρατά τα πάντα, λύρες του πνεύματος.


Με την έσχατη κένωση, αφοσίωση και απελευθέρωση από το σχετικό, βρίσκονται μπροστά στο θαύμα της αληθείας που αυτή εαυτήν φανεροί. Και πυρπολούνται από μίαν άλλην πραγματικότητα. Γράφεται επάνω τους η Θεολογία. Δημιουργούν άλλη αίσθηση στους περιεστώτες.


Άδειασαν το χώρο που κατείχαν και εισήλθε ο ισχυρός. Ζουν ουκέτι ούτοι ζη εν αυτοίς ο Χριστός. Γίνονται τα παράθυρα, οι ανοιχτοί χώροι που φαίνεται το πλάτος του Παραδείσου. Η κοινή κτίση σε γη και ουρανό όπου βασιλεύει ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Είναι μια αφορμή καθολικής Θεοφάνειας που λέει μπήκε στο χρόνο ο αιώνιος μη κατασκευάσας το θνητό φύραμα, μη διαρρήξας τη μήτρα της όλης δημιουργίας.


Σε κάθε λόγο υπάρχει αντίλογος. Σε κάθε άποψη υπάρχει η άλλη. Αλλά ποιος αντίλογος μπορεί να σταθεί μπροστά στη ζωή που ξεπερνά τον άνθρωπο. Πριν από την εμπειρία του θανάτου χωρούν οι συζητήσεις. Μετά από το πέρασμα του βαπτίσματος εν Πνεύματι Αγίω και πυρί, σιγά πάσα σάρξ βροτεία.


Η πατερική θεολογία είναι χώρος σιγής, είναι μια ουράνια κατάφαση, μια θέση. Δεν είναι αφορμή διαπληκτισμών και λογομαχίας. Είναι το Ναι και το Αμήν της αιωνιότητος. Και αυτό το ίδιο λέγεται εξ ίσου καθαρά με το λόγο και τη σιωπή τους, με την παρουσία και την απουσία τους, με τη ζωή και το θάνατο τους, ο θάνατος νικήθηκε.


3


Τα πρόσωπα των Πατέρων είναι τα πρόσωπα που συνέρχονται μετά των μακαρίων πνευμάτων γύρω από το ουράνιο θυσιαστήριο. Έτσι είναι πάντοτε συγχρόνως και παρόντες για τους πιστούς. Και ο υψηλός κρατήρ της Θεολογίας τους προχέει ύδωρ ομολογίας και ουχί αντιλογίας, εξ ου πίνων ο νέος Ισραήλ Θεόν ορά.


Αν δεν προσελάμβανε ο Θεός Λόγος την ανθρώπινη φύση θα την άφηνε στη συσκότιση <<το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον>> (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος). Και αν η Θεολογία μας δεν προσλάβει και δεν αλλοιώσει τη ζωή μας, θα την αφήσει έξω από τη γεύση της καινής κτίσεως, στο σκοτάδι της αγνωσίας. Άρα έξω από το μυστήριο της Θεολογίας που είναι φανέρωση του αγώνος και του γεγονότος της εν Χριστώ Σωτηρίας.


<<Σώσον με θεογούντα σε>> (Όρθρος πέμπτης προ των Βαΐων). Είναι μια κατάληξη των εκκλησιαστικών ύμνων. Από την Εκκλησία γεννάται η Θεολογία και σε αυτήν επιστρέφει. Η Θεολογία είναι απόρροια πνευματικής ζωής και οδηγός προς το πλήρωμα της Βασιλείας. Από τη φύση της η Θεολογία, ως μυστήριο μένει έξω από <<ειδικεύσεις>>. Αφορά όλο το λαό.

Οι Πατέρες είναι <<οι μελωδήσαντες εν μέσω της Εκκλησίας μέλος εναρμόνιον Θεολογίας>>. Μελωδώντας φυτεύεται στον εκκλησιαστικό χώρο της ζωντανής κοινότητος όπου δίδει καρπό εκατονταπλάσιο. Κάθε πιστός καλείται να γίνει <<Θεολόγος ψυχή>>. Με το σταυρό του Χριστού ο ληστής γνωρίζει τη μετάνοια και γίνεται Θεολόγος <<χαίροις Σταυρέ δι’ ού ανεγνωρίσθεις μια ροπή ληστής Θεολόγος κραυγάζων μνήσθητι μου Κύριε εν τη Βασιλεία σου>> (Τριώδιο Τετάρτη Β. Εβδομάδος).


Όταν μιλάμε για πατερική Θεολογία, πρόκειται για μαρτυρία ζωής. Για την αίσθηση που δημιουργεί η παρουσία του Θεολόγου και όχι απλώς για το αποτέλεσμα της διανοητικής του εργατικότητας. Δεν μπορεί να είναι άλλο ο εαυτός του και άλλο η Θεολογία του. Το να γράφει κανείς Ορθόδοξη Θεολογία είναι το ίδιο δύσκολο με το να πάψει να ζει για τον εαυτό του και να ζει για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Αναστάντα Χριστό.


Στην αδιαίρετη τούτη σχέση Θεολογίας και πνευματικότητας, μπορούμε να ψηλαφήσουμε την Ορθόδοξη πιστότητα στο δόγμα της ενσαρκώσεως και τις σωτήριες συνέπειες που έχει στην ισορροπία της ζωής.


Όπως η Παρθένος Μαρία δεν ασχολήθηκε απλώς διανοητικά με τη λατρεία του Θεού, αλλά με την απόλυτη καθαρότητα και υπακοή της, σαρκοποιεί το Λόγο της επελεύσης του Αγίου Πνεύματος και γίνεται αληθής Θεοτόκος, έτσι και οι Πατέρες με την υπακοή τους και την εισδοχή της νοητής λαμπηδόνος του Αγίου Πνεύματος, γίνονται Θεοφόροι και εκφράζουν δια της ζωής τους – κάνουν ακουστό – το Λόγο του Θεού, γίνονται αληθώς Θεολόγοι.

Μετάνοια ζητείται από τον καθένα που γίνεται μέλος της Εκκλησίας. Και στη συνέχεια η ωριμότης μετανοίας φανερώνεται αναπόφευκτα σαν μεταμόρφωση. Εξωτερική ακούσια αλλοίωση και αυθόρμητη μαρτυρία ότι ο Θεός σώζει τον άνθρωπο που προσέρχεται σ’ Αυτόν.


4


Οι Θεολόγοι είναι οι Άγιοι οι <<πάσχοντες την αφαίρεση>> (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς). Οι Άγιοι είναι οι Θεολόγοι <<οι πάσχοντες την Θέωσιν>> (Μάξιμος ο Ομολογιτής Φιλοκαλ. 2,105) και ανοίγουν το δρόμο της αδιδάκτου γνώσεως, προχέουν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η άσκηση, η εμπειρία των μοναχών και οι Θείοι διαλογισμοί των Πατέρων βαδίζουν πάνω στα ίδια χνάρια τη επίνοια του Πνεύματος.


Οι πράξεις των ασκουμένων είναι μυσταγωγίες και οι θεωρίες των Θεολόγων είναι Ιερουργίες <<Πράξις εστί θεωρία ενεργούμενη και θεωρία εστί πράξις μυσταγωγούμενη>> (Άγιος Μάξιμος Ομολογιτής).


Στο θεανθρώπινο μυστήριο της καινής κτίσεως, όλοι συνεργάζονται, συλλειτουργούν. Ο ένας βοηθά τον άλλο, πλουτίζει την πείρα του, τονώνει την ελπίδα του. Έχουμε <<πίστην δι’ αγάπης ενεργούμενην>> (Γαλ. 5-6). Εάν ο Ορθόδοξος Θεολόγος καθοδηγεί τον πιστό και ο πιστός αγωνιζόμενος τον καλόν αγώνα του στην Εκκλησία φωτίζει το δρόμο της Θεολογικής γνώσεως, η πίστη δεν είναι υπόθεση απλής διανοήσεως. Άρα δεν καλλιεργείται και δεν αυξάνει απλώς με την εξέταση, την μελέτη.


Η πίστη ως εμπιστοσύνη και εγκατάλειψη στο Θεό, έχει πολλή σχέση με την αγάπη που είναι αυτός ο Θεός. Αγαπώντας λοιπόν, προσφέροντας όσο μπορεί περισσότερα στον άλλο τον αδελφό σου – στο Χριστό – καταλήγοντας στην προσφορά και του ιδίου εαυτού σου στο Θεό, τότε Τον γνωρίζεις, Πιστεύεις, αυξάνει η πίστη σου και κατακλύζεσαι απ΄ αυτήν από την ξένη δύναμη της που ανασταίνει ζωές.


Τότε δεν νιώθεις απλώς ότι στο νου σου μέσα δεν υπάρχουν αμφιβολίες για την Ορθόδοξη πίστη. Δεν έχεις απλώς μια διανοητική νηνεμία, αλλά νιώθεις όλη σου την ύπαρξη να αγκαλιάζει μια άρρητη αγαλλίαση και ευλογία που είναι πηγή αφθαρσίας. Φθάνει εν τοις εγκάτοις σου μια ανάπαυση ουράνια. Πλημμυρίζει μέσα σου αστείρευτη διάθεση δοξολογίας και ευχαριστίας στο Θεό που είναι αγάπη. Αγάπη πάνσοφη παντοδύναμη αιώνια, ανεξιχνίαστη. Δοξολογία στο Θεό που το πλήθη του ελέους Του έφερε τα πάντα στην ύπαρξη και μέσα στον άνθρωπο ενεφύσησε το πνεύμα της ζωής Του. Γνωρίζεις το Θεό δια της πίστεως, όχι διανοητικά αλλά υπαρξιακά και ολοσώματα. Καθοράς την εσωτάτη διάρθρωση του είναι σου να είναι αυτή του Θεού.


Δηλαδή βλέπεις ότι είσαι ολόκληρος κατ΄ εικόνα του κτίσαντος. Δεν πιστεύεις, απλώς τον βρίσκεις μέσα σου. Όχι σαν είδωλο που φαίνεται από τη λογική του παρόντος αιώνος και τα καταργούμενα κριτήρια, αλλά ως εικόνα που συλλαμβάνεται και θεωρείται καθολικά μέσα στη θυσία της αγάπης. <<Θεόν ουδείς πώποτε τεθεάται. Εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εν ημίν εστίν>> (1η Ιωαν. 4-12). <<Και ότε φθάσομεν την αγάπην, εφθάσαμεν εις τον Θεόν και η οδός ημών ετελειώθει και διέβημεν προς την νήσον την εκείθεν του κόσμου ούσαν όπου ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα>> (Αββάς Ισαάκ).


Η αίρεση στο χώρο της αληθείας είναι αμαρτία και η αμαρτία στην πνευματική ζωή είναι ψεύδος (αρρώστια και παραφύση κατάσταση). Και δεν μπορούμε να ζήσωμε, δεν νοείται υγιής η ζωή χωρίς την Αλήθεια της πίστεως. Και δεν υπάρχει θεολογία μέσα σε αρρωστημένες καταστάσεις.


5


Η αγάπη και η πίστη μέσα στην Εκκλησία γνωρίζονται σαν δύο πραγματικότητες περιχωρούμενες ασύγχυτα και αχώριστα. Δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο ή να γνωρίσουμε την μίαν χωρίς την άλλη. Αυτό δημιουργεί κατάσταση διχασμού. Το να είναι άλλη η πράξη της αγάπης σου άλλη η φροντίδα να αμυνθείς για την αλήθεια, αυτό είναι ένα δράμα εσωτερικού διχασμού. Το να μην βρίσκεται η αλήθεια όλη μέσα στην πράξη της αγάπης και το να μην αποκαλύπτεται η αγάπη όλη μέσα στο κήρυγμα της αλήθειας. Αν η αλήθεια μας δεν αποκαλύπτεται με αγάπη, είναι ψευδής. Και αν η αγάπη μας δεν είναι απόρροια της αλήθειας, είναι εφήμερη. Ούτε η στοργή, ούτε η ομολογία αυτή έχουν στοιχεία καθολικά, βαθειά πειστικά και σωτήρια ριζωμένα στην ουσία. Τούτο έχει η Ορθοδοξία που είναι καθολικό.


Αληθεύει εν αγάπη και η αγάπη της συγχαίρει την αλήθεια. Με την ίδια πράξη αγαπά και ομολογεί την πίστη της. Και δεν έχει άλλο γνησιότερο τρόπο αγάπης έξω από την αποκάλυψη της αλήθειας που ζει από τη ζωή της μετανοίας και την περίσσεια της χάριτος αναδύεται η ζωντανή Θεολογία που τρέφει τον πιστό. Αυτό που βασιλεύει μέσα στο κλίμα της Θεολογικής δημιουργίας και εκφράσεως είναι μια γαλήνη και κατάπαυση του Πνεύματος.


Όταν κάνουν πολεμική οι Πατέρες είναι φιλάνθρωποι και όταν εκδηλώνουν και εκφράζουν την αγάπη τους μεταδίδουν γαλήνη και γνώση.


Όταν μιλούν απλά τα λόγια τους είναι γεμάτα από βαθύ περιεχόμενο (παράδειγμα τα αποφθέγματα και οι διηγήσεις των Πατέρων της Ερήμου) και όταν εκφράζονται διανοητικά, τα κείμενα τους είναι γεμάτα χάρη και ζωή. Αυτό γίνεται γιατί υπάρχει μια αλήθεια και γνησιότης που έχει εμποτίσει και αγιάσει όλη τους την ύπαρξη. Δεν λένε κενά λόγια, εκβλύζουν αυτά που ζουν, καταγράφουν αυτά που είδαν.


Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος έγραφε <<όσα είδε>> (Αποκ. 1.2) <<όστις εμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού και όσα είδε>>. Τίποτε άλλο δεν έγραψε, δεν μπορούσε να γράψει. Γιατί άλλωστε ούτε όλα όσα είδε και έβλεπε ήταν δυνατόν να κλειστούν στη γραφή. Ήταν πλημμυρισμένος από ζωή που ξεχείλιζε το οστράκινο του σκεύος από παντού και αυτή η περίσσια της ζωής ενέργεια ήταν η Θεολογία.


Και ο Απόστολος Παύλος δηλώνει <<ού το μυήσω λαλείν τι ων ου κατειργάσατο Χριστός δι εμού εις υπακοήν εθνών, λόγω και έργω, εν δυνάμει σημείων και τεράτων, εν δυνάμει Πνεύματος Θεού>> (Ρωμ. 15-18-19). Έτσι οι λόγοι του είναι έργο, δύναμη, σημείο, τερατουργία, φανέρωση Πνεύματος Αγίου. Όταν μιλά για τις αποκαλύψεις του αναφέρει <<είτε εν σώματι ουκ είδα, είτε εκτός του σώματος ουκ είδα ο Θεός είδεν>> (Β. Κορ. 12-2).

Δεν τον ενδιαφέρει αυτό τώρα. Προχωρεί σε εκείνο το άλλο που έχει να πει. Έτσι και αυτός ο σχολιασμός παίρνει τη θέση του και μας φανερώνεται πόσο σημαντικό είναι, το αν ήταν εν σώματι η αν ήταν εκτός σώματος εκείνη τη στιγμή.


6


Τι σημασία έχει ο σχολιασμός αυτός, που παρεμβάλλεται από τον Άγιο εκείνη τη στιγμή <<είτε εν σώματι ουκ είδα, είτε εκτός σώματος ουκ είδα, ο Θεός είδε>>. Ξέρει ότι έγινε κάτι αναμφισβήτητο. Το καταθέτει μια ορισμένη στιγμή σαν μαρτυρία ζωής. Αυτό έχει σημασία. Το καταθέτει δημόσια και υπεύθυνα. Δεν του κάνει κανένα περιττό σχολιασμό. Όποιος τον παρακολουθεί, προχωρεί μαζί του μέσα στα άρρητα και ανείπωτα μυστήρια της ζωής και της αφθαρσίας. Όποιος όχι, αυτός κάνει ερωτήσεις και σχολιασμούς που δεν έχουν σχέση με τη ζωή, το μυστήριο που συνάγει αφθαρτοποιεί και μεταμορφώνει την κτίση. Αλλά με το μεμονωμένο κτιστό κόσμο της εγκεφαλικής γνώσεως και του τεμαχισμού που κουράζει και αποσυνθέτει, που μαζεύεται σαν πουρί στις φλέβες της ζωής για να σταματήσει στο τέλος η κυκλοφορία του αίματος.


Θεολόγοι της πρώτης Εκκλησίας είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (ο Ευαγγελιστής), ο Απόστολος Παύλος. Στη συνέχεια Θεολόγοι, στη συνέχεια είναι οι Πατέρες που βάδισαν πάνω σ’ αυτή τη γραμμή. Η Θεολογία τους είναι μια αποκάλυψη, μια μαρτυρία, μία κάθαρση, μια παρουσία ζωής, μια αστραπή που φωτίζει πάσαν την επ’ ουράνιον. Ανοίγει δρόμους ζωής και ελπίδας.


Πλησιάζοντας έναν Άγιο, ας πάρουμε σαν παράδειγμα τους Νεότερους Αγίους της Εκκλησίας καθότι τυγχάνει να είχα προσωπική σχέση μαζί τους. (Άγιον Πορφύριο, Άγιον Ιάκωβο, Άγιο Παϊσιο).


Συνομιλώντας μαζί τους δεν νιώθεις να σου κάνουν αποφατική Θεολογία που στηρίζεται απλώς σε μια φιλοσοφική ορολογία. Μέσα στη ζωή σου αποκαλύπτεται η αποφατικότητα πάνω στα πράγματα, στην υπαρκτή κατάσταση, Θεολογία είναι η αγιότης τους. Γίνεσαι δεκτός ολόκληρος απ΄ αυτούς σε έναν άλλο κόσμο. Βρίσκεις εδώ όλα τα πράγματα διαφορετικά, ήρεμα, γαλήνια, ζωντανά, αθάνατα, αρωματισμένα από μια άρρητη ευωδία, νιώθεις εσωτερικό γλυκασμό.


Σε μια τέτοια συνάντηση βρίσκεις τον κόσμο ενός Αγίου, την αγίοτητα της Θεολογίας και σ’ αυτόν τον κόσμο χωράει όλος ο άνθρωπος, βαπτίζεται, πεθαίνει. Δεν μένει τίποτε έξω από το θάνατο. Όταν ανασταίνεται είναι άλλος. Ανήκει σε όλους και του ανήκουν όλα. Δεν διαμάχεται, Του εδώθει κατά χάρη εξουσία εν ουρανώ και επί γης. Αυτό που έχει ο Άγιος είναι άλλης φύσεως, άλλης γεννήσεως, άλλης μήτρας και άλλου τοκετού. Είναι <<το γεγενημένο εκ του Πνεύματος>> <<το άνωθεν ερχόμενον>> το οποίον <<επάνω πάντων εστί>> <<το γεγεννημένον εκ της σαρκός είναι σαρξ και το γεγεννημένον εν του Πνεύματος, είναι Πνεύμα>> <<ο ων εκ της γης, εκ της γης είναι και εκ της γης λαλεί ο ερχόμενος εκ του ουρανού είναι ο υπεράνω πάντων>> (Ιωάννου 3-6 και 31). Έχει άλλη συμπεριφορά, άλλη ουσία και χαρακτήρα. Διακονεί, λάμπει, αγαπά και κολάζει. (Τιμωρεί) άλλως, ως εξουσίαν αγάπης έχων και ου ως οι γραμματείς.


Αυτή είναι η θεολογική λαμπηδών του Αγίου Πνεύματος, η χάρη που είναι κάτι άλλο απ΄ όλα τα άλλα, γιατί τα κλείνει, τα ανακεφαλαιώνει και τα ξανακαινουργώνει όλα, σωτηρία μέσα του. Τα σέβεται και τα δοκιμάζει.


7


Κάθε μια κίνηση της σκέψεως ή της ψυχής του Αγίου τον προδίδει, είναι μια αφορμή για να ελευθερωθούν και να αναδυθούν νέα κύματα γαλήνης, να θραύσουν αθόρυβα φιάλες αρωμάτων του Πνεύματος που καταπραΰνουν την ψυχή και το σώμα του πλησίον. Μπορεί μέσα σ’ αυτόν να δεις εικονισμένη την θεολογική αλήθεια της εκπορεύσεως του Πνεύματος, του προϊεσθαι και της γεννήσεως του Υιού και όχι της ποιήσεως, του φτιαχτού. Εδώ κάτι ανερμήνευτο αναδύεται από πραγματικότητα απρόσιτη και άκτιστη και φτάνει σε σένα σαν παράκληση, με γεύση αιωνίου ζωής.


Οι πρώτοι Χριστιανοί ζούσαν τη θεολογία καθολικά και ολοσώματα, όπως ολοσώματα και ολόψυχα βαπτίστηκαν στη νέα ζωή. Έτσι οι λειτουργικές τους συνάξεις ήταν Θεολογικές Μυσταγωγίες.


Συγκεντρώνονταν ομοθυμαδόν επί το αυτό, πρόσφεραν τον εαυτό τους ολόκληρο. <<Είχαν άπαντα κοινά>>. Εγκατέλειπαν τα κτήματα και τη ζωή τους <<παρά τους πόδας των Αποστόλων>>. Άνοιγαν την καρδιά τους, ομολογούσαν τον πόνο τους τον κεκρυμμένο και τον αγώνα τους τον προσωπικό μπροστά σ’ όλους τους αδελφούς.


Και αυτό το μπροστά σ’ όλους σημαίνει γι’ αυτούς μπροστά και μέσα στον Έναν, τον Χριστό, του οποίου αποτελούσαν το Σώμα. Έπαιρναν την άφεση, το έλεος και την αγαλλίαση του Πνεύματος. Προχωρούσαν στον άδολο αδελφικό ασπασμό και τη συγχώρηση << φιλήματι Αγίω>>. Έτσι εξομολογούμενοι στην Εκκλησία, προσκομιζόμενοι και αγιαζόμενοι σ’ Αυτήν ομολογώντας την πίστη τους με τη θυσία της αγάπης, ένιωθαν διαφορετικά τον εαυτό τους, ως πρόσωπα και κοινότητα. Γίνονταν ένα σώμα και μία ψυχή. <<Του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία>> (Πράξ. 4-32). Ιερουργώντας το μυστήριο της θεολογίας μέσα στη ζωή τους φτάνοντας στη γνώση που είναι αιώνιος ζωή. Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος ήταν μαζί με τον καθένα και με όλους.


Μέσα σ’ αυτήν την καθαγιασμένη ατμόσφαιρα της Ιερουργημένης θεολογίας είναι κατανοητή η ευχή του Απόστολου Παύλου προς τους Εφεσίους. <<Κατοίκεισαι τον Χριστόν δια της πίστεως εν τοις καρδίας ημών. Εν αγάπη ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι ίνα εξισχήσυτε καταλάβεσθαι συν πάσι τοις αγίοις τι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, γνώναι τε την υπερβάλουσαν της γνώσεως αγάπη του Χριστού ίνα πληρωθείτε εις παν το πλήρωμα του Θεού (Εφες. 3-17-19). Έτσι ο τρόπος με τον οποίο οι πιστοί δρούν, κινούνται, χορεύουν λειτουργικά είναι Τριαδικός. Γι’ αυτό αποκτούν <<ομοήθεια>> με το Θεό (Άγιος Ιγνάτιος, ΒΕΠ 2.269) <<Χρώμα Θεού. Άρωμα δικό του>> (ΒΕΠ. 2-265). Μέσα στη λειτουργική ζωή δεν χωρά μίσος, προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες. Τα πάντα είναι έλεος, συγχώρηση, αγάπη. Και αυτή η αγάπη είναι συγκεκραμένη με την αλήθεια. Και μέσα στην Ορθόδοξη πίστη δεν χωρά τίποτα εν αλοτρίω, άλλης νοήσεως, άλλης ποιότητος. Δεν μπαίνει αλαχόθεν τίποτε, εκτός από τη θύρα, το Χριστό, το βάπτισμα στο θάνατο Του. Δεν μπαίνει τίποτε που δεν έχει ένδυμα γάμου. Τίποτε που δεν περιβάλλεται της Μεταμορφώσεως το φως ως Ιμάτιον.


8


Έξω από το χώρο της Θείας Λειτουργίας όπου φανερώνει τη δόξα Του με την προσφορά και κένωση του Υιού Του και οι πιστοί ομολογούν την Τριαδική Αλήθεια με την προς αλλήλους αγάπη, δεν είναι δυνατόν να νοηθεί Ορθόδοξη πίστη και θεολογία <<Το γαρ όλον εστίν πίστις και αγάπη ων ουδέν προκέκριται>> (ΒΕΠ 2,281).


Μόνο η ορθή Τριαδική πίστη, Ιερουργημένη δια της αγάπης, μέσα στη Θεία Λειτουργία της ζωής της Εκκλησίας μας μας κάνει να ενωνόμαστε αληθινά και ακατάλυτα, πλημμυρίζοντας μας από την άκτιστη χάρη της αθανάτου ζωής. Έξω από αυτή την ορθή πίστη δεν υπάρχει Θεία Λειτουργία. Δεν λειτουργεί σωστά η ζωή του ανθρώπου. Το <<συνέρχεσθαι εν μια πίστη και εν Ιησού Χριστό>>.


Στην Ευχαριστία που μας λέει ο Άγιος Ιγνάτιος ελάτε σωστά για να απολαύσετε το πλήρωμα της ζωής (ΒΕΠ 2,268). Έτσι η ενσαρκωμένη Ορθόδοξη πίστη είναι ζώσα θεολογία, είναι η ζωή και το περισσών της ζωής. Είναι το ποτήριον το μεθύσκον ημάς και το κοινό ποτήριο στο οποίο καλεί η Εκκλησία τους πάντες. Είναι αυτή αύτη η πίστις, το πανηγύρι που γεμίζει τον κάθε άνθρωπο με ζωή και χαρά. Έξω από την ορθότητα και την πιστή τήρηση στην παράδοση δεν υπάρχει ζώσα θεολογία και όπου συμβαίνει αυτό (πάπαλα), τα πάντα ασθενούν. <<Δεύτε απολαύσατε πάντες του συμποσίου της πίστεως>> (Κατηχητικός λόγος Χρυσοστόμου). Τότε, στη Θεία Λειτουργία, στο συμπόσιο τούτο της πίστεως, τα πάντα είναι έλλογα, λογοποιημένα.


Το να δοθεί, χωρίς την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, το ποτήριο της ζωής σε μη Ορθόδοξον, είναι μια μηχανική και μαγική πράξη. Είναι κάτι ξένο, ακατανόητο και απόβλητο από τη Λογική Λατρεία, το φωτεινό και απύθμενο μυστήριο της ζωής. Η Θεία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου δεν προσφέρεται στον οποιονδήποτε. Το μυστήριο της μετά του Θεού Κοινωνίας και μεθέξεως τελεσιουργείται ως βαθμιαία εσωτερική αλλοίωση που θα καταλήξει στην ενσυνείδητη μετουσία ζωής, με το σαρκωθέντα Λόγο – Κοινωνία Σώματος και Αίματος – και δι’ Αυτού με ολόκληρη της Αγία Τριάδα.


Από την προσωπική μετάνοια του κάθε πιστού και την απόκτηση <<νου Χριστού>> , <<Διότι τις εγνώρισε τον νουν του Κυρίου, ώστε να διδάξει αυτόν, ημείς όμως έχομεν το νουν του Χριστού>> (Α. Κορ. 2-16). Προχωρούμε στην ομόνοια πάντων και τη μεταμόρφωση του όλου (σώματος και ψυχής, προσώπου και κοινότητος) και τη φανέρωση στον καθένα και σ’ όλους του μυστηρίου του σαρκωθέντος Λόγου. Ενεργούμε πάντα ενωτικά και αποδεχόμεθα το όλο όπως και αν είναι αυτό σκοπεύοντας πάντα στη μεταμόρφωση του.


Δόξα φωνή Χερουβείμ υμνωδία. Δόξα ωδή Σεραφείμ Τρισαγία.


Η συνέχεια στο επόμενο.

 
 
 

Σχόλια


bottom of page