ΚΕΙΜΕΝΟΝ 16 - ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
- vlaxosalexandros20
- 12 Μαΐ 2022
- διαβάστηκε 11 λεπτά

1
Ημάρτηκα Ιησού μου γλυκύτατε, εύσπλαχνε Ιησού μου σώσον με τον πρόσφυγα της σκέπης σου, Ιησού μακρόθυμε και βασιλείας της σης με καταξίωσον.
Στη βιβλιογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο όρος αρχέγονος κατάστασις του ανθρώπου συναντάται συχνά. Υπό τον όρον αρχέγονος δικαιοσύνη εννοούμεν την κατάστασιν εκείνην εις εβρίσκετο ο άνθρωπος προς της πτώσεως ως εξήλθεν εκ των χειρών του δημιουργού. Ο Θεός αναμφιβόλως δεν εδημιούργησεν τον άνθρωπο δυστυχή και ταλαίπωρον θέσας αυτόν εν τω κόσμω τούτο, αλλά μακάριον και ευδαίμονα ως ήρμοζεν εις πάνσοφον και τέλειον Θεόν εξ αγάπης δημουργούντα λογικά πλάσματα.
Ένεκα τούτου σύμφωνως και προς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως πιστεύομεν ότι ο Θεός επροίκισε τον άνθρωπον θέσας αυτόν εν τω Παραδείσω της τρυφής. Δια διαφόρων δώρων και προσόντων καταστήσας αυτόν βασιλέα και εξουσιαστήν της γης και δίδους εις τούτον την δυνατότητα καλής χρήσεως των δωρεών και προσόντων αυτού δι’ ανοδικής και κατ’ αρετήν πορείας να εξομοιωθεί ηθικώς προς τον Θεόν. Κατά την Αγίαν Γραφήν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα αυτού και καθ΄ ομοίωσιν, ίνα άρχει <<των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης>> (Γεν. 1-26).
Και το μεν κατ’ εικόνα δεν δυνάμεθα να είπωμεν ότι έγκειται εν τω ανθρωπίνω υλικώ σώματι, διότι ο Θεός άυλος ων δεν δύναται να έχει εικόνα ένυλον, σημαίνει συνεπώς το κατ’ εικόνα την πνευματικήν προς τον Θεόν σχέσιν του αύλου ανθρώπινου στοιχείου, ήτοι της ψυχής. Δια του κατ’ εικόνα εννοούμεν την εν τω ανθρώπω υπάρχουσαν λογικήν ή νοητικήν ικανότητα αφενός και αφετέρου την ελευθέραν βούλησιν, ήτοι το νοερόν και αυτεξούσιον όπως διδάσκει η Αγία Γραφή καθόσον φέρεται ο άνθρωπος προς το αγαθόν και τον Θεόν. Υπό τον όρον <<κατ’ εικόνα>> ο άνθρωπος δημιουργηθείς υπό του Θεού ήτο αθώος, αγαθός και άκακος χωρίς να εννοείται ότι η αθωότις και η αγαθότις αυτή ως και η αγιότις αυτου ήτο πλήρως αποτετελεσμένη.
Ο άνθρωπος ήτο δύναμη δίκαιος και άγιος έχων την ικανότητα να τελειοποιηθεί και να αγιοποιηθεί. Την δυνατότητα αυτήν προς ηθικήν τελειοποίησιν και αγιασμόν του ανθρώπου εκφράζει η Αγία Γραφή δια του όρου καθ’ ομοίωσιν. <<Καθ’ ομοίωσιν>> σημαίνει την ικανότητα και δυνατότητα του ανθρώπου όπως ούτος καλήν χρησιμοποιούμενος, των δοθέντων αυτώ προσόντων εξελίξει ταύτα εξομοιούμενος ηθικώς προς τον δημιουργόν του κατά του Πατέρος.
2
Το <<κατ΄ εικόνα>> είναι το <<Καθ’ ομοίωσιν>> δυνάμει και το <<καθ’ ομοίωσιν>> είναι το <<κατ’ εικόνα>> εν ενεργεία. Ελέχθη ήδη ότι το κατ’ εικόνα και κατά συνέπειαν και το καθ’ ομοίωσιν ενέχει την φοράν του ανθρώπου προς το αγαθόν και τον Θεόν. Η φορά όμως αυτή του ανθρώπου προς το αγαθόν, η θέλησις αυτού όπως επιτελεί το αγαθόν στρεφόμενος προς τον Θεόν δεν έχει πλήρως αποτελεσθεί και τελειοποιηθεί εις τρόπον ώστε ο άνθρωπος να στρέφεται αμετάκλητος προς τον Δημιουργόν του. Διότι τούτο θα απαιτεί μακράν άσκησιν και παραμονήν εν τω αγαθώ.
Άλλωστε δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος περί της αρετής και αγιότητος εάν δεν προηγηθεί δοκιμασία και άσκησις, η επιβράβευσις είναι η αγιότις. Εκτός όμως του παράγοντος της ασκήσεως εις την αρετήν δια την σταθεράν στροφήν της βουλήσεως του ανθρώπου προς το αγαθόν και προς τον Θεόν απαιτείται αναγκαίως η ύπαρξις της Θείας χάριτος. Εν τω Παραδείσω δεν ήτο δυνατόν να απουσιάζει η Θεία Χάρις από τους πρωτόπλαστους. Η Θεία Χάρις είναι η συνδέουσα τον άνθρωπον προς τον άπειρον Θεόν. Εν δε τω Παραδείσω καθοδηγεί και προστατευει τον άνθρωπον ικανούσα τούτον δια της καλής χρήσεως του αυτεξουσίου να εξομοιωθεί κατά το δυνατόν προς τον άπειρον Θεόν.
Εκτός των προσόντων τούτων δι’ ων επροικίσθει ο άνθρωπος υπό του Θεού, η αρχέγονος κατάστασις του ανθρώπου περιελάμβανε και τα δώρα της αρχέγονου δικαιοσύνης. Ταύτα εδόδησαν άπαξ υπό του Θεού εις του πρωτόπλαστους και διεκοσμήθη δια τούτων υπό του Δημιουργού πάσα πνευματική και διανοητική ικανότις εν τω <<κατ’ εικόνα>> περιλαμβανόμενη. Αποτελούν δε ταύτα δείγμα της ιδιαιτέρας εύνοιας και ευδοκίας του Θεού προς τον εξ απείρου αγάπης και αγαθότις πλασθέντα άνθρωπον. Η αρχέγονος δικαιοσύνη περιλαμβάνει κυρίως τα εξής δώρα. Ως πρώτον δώρον εθεωρήθει εκείνο όπερ μνημονεύει και η Γένεσις εις το εδάφιο 1-26 ήτοι της Κυριαρχίας του ανθρώπου επί της κτίσεως.
Η κυριαρχία αυτή εξετείνετο επί πάντων των ζώντων όντων και επί παν το πρόσωπον της γης, εις βασιλεύς και εξουσιαστής ήτο ο άνθρωπος. Η αρμονία αυτή των σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και φύσεως μετά την αμαρτίαν και επανάστασιν του ανθρώπου κατά του Θεού διεσαλεύθη. Η δε κτίσις μετά την πτώσιν κατά τον Απόστολον Παύλον <<συστενάξει και συνωδύνει άχρι του νυν>> (Ρωμ. 8-22). Η κυριαρχία όμως επί της φύσεως μετά την πτώση του ανθρώπου δεν έπαυσε να υφίσταται, ουδέ απέβει αυθέντις του ανθρώπου. Ούτε το δημιουργικόν του Θεού πρόσταγμα έχει τοιαύτην έννοιαν δοθέντος ότι το <<κατακυριεύσατε της γης>> και το <<αρχέτωσαν>> δεν έχει την έννοια του πρόσκαιρου το οποίον αφαιρέθη μετά την πτώσιν από τον άνθρωπον.
3
Ως ακριβώς συνέβη και με την διαταγήν η ευλογία <<αυξάνεσθε και πληθύνεσθε>> διότι ο άνθρωπος και σήμερον είναι εξουσιαστής της κτίσεως, με την διαφορά ότι μετά την πτώσιν η σχέσις του ανθρώπου προς την φύσιν διεταράχθη. Χωρίς το κυριαρχικόν του ανθρώπου επί της φύσεως να πάψει να υφίσταται αλλά η κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσεως να μην μπορεί να θεωρηθεί ως δώρον της αρχέγονου δικαιοσύνης. Αλλά απλό φυσικό προσόν του ανθρώπου, παραχωρηθέν υπό του Θεού.
Ως πρώτον δώρον της αρχέγονου δικαιοσύνης θεωρούμε την αθανασίαν του ανθρώπου που εκέκτητο προ της πτώσεως. Ο άνθρωπος προς της πτώσεως είχε το δυνατόν να μην πεθάνει, όχι ότι ήτο αδύνατον να αποθάνει ως συμβαίνει με τα άυλα πνεύματα, αλλά ηδύνατο να μην αποθάνει εάν εφήρμοζεν τα Θείας εντολάς. Κατά συνέπεια ο αρχέγονος άνθρωπος δεν ήτο φύσει, αλλά θέσει αθάνατος. Ο θάνατος του επήλθεν ως συνέπεια της αμαρτίας προς της οποίας δεν υπήρχε θάνατος εις τον κόσμον.
Ο θάνατος ήλθεν ως Θεία τιμωρία λόγω της παρακοής του ανθρώπου. Τούτο είχε τονίσει ο Θεός εις του πρωτόπλαστους προς της αμαρτίας. <<Από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθαι απ’ αυτού η δια αν ημέραν φάγητε απ’ αυτού θανάτω αποθανείσθε>> (Γεν. 2-17). Με την αμαρτίαν απαγγέλλεται η καταδικαστική απόφασις του Θεού εν η περιλαμβάνεται και ο θάνατος του ανθρώπου. <<Εν ιδρώτι του προσώπου σου φάγει τον άρτον σου εως του απεστρέψαι σε εις την γην εξ ης εληφθής ότι γη ει και εις γην απελεύσει>> (Γεν. 3-19).
Την αυτήν διαβεβαίωσιν εβρίσκουμε και εις το βιβλίο Σοφία Σολομώντος 2-23-24 <<ότι ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν φθονώ δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον>>. Την προέλευση του θανάτου εκ της αμαρτίας διδάσκει και ο Απόστολος Παύλος εις το χωρίον Ρωμαίους 5-12 και 6-23 <<δια τούτο ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και δια της αμαρτίας ο θάνατος και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν εφ’ ω πάντες ήμαρτον>> <<τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος το δε χάρισμα του Θεού ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών>>.
Ως δεύτερον δώρον της αρχέγονου δικαιοσύνης δυνάμεθα να θεωρήσουμεν την απάθειαν του σώματος των πρωτόπλαστων. Εις ταύτην υπάγονται η απουσία κοπώσεως, ίδρωτος, ασθενειών και πάσης σωματικής ατέλειας και πόνου τα οποία υφίσταται σήμερον. Οι πρωτόπλαστου ζώντες εν τω Παραδείσω της τρυφής ήσαν μακάριοι απηλαγμένοι από όλα τα αρνητικά που υφίσταται σήμερα και πάσης σωματικής ατέλειας ήτις εισήλθε μετά την αμαρτίαν. Να πούμε ότι η ασθένεια και ο θάνατος συνδέονται αναποστάστως. Δεν μπορούμε να μιλάμε για το ένα, προϋποτίθεται και το δεύτερο.
4
Εις την καταδικαστική απόφαση του Θεού περιλαμβάνεται και το <<Εν ιδρώτι του προσώπου σου φάγει τόν άρτον σου>> όπως και το <<εν λύπαις τε ξη τέκνα>> (Γεν. 3-19-16). Μετά το άκουσμα της παγκόσμιας και πανανθρώπινης θλιβεράς ταύτης καταδίκης παρεμβάλλεται εις την ανθρώπινη ζωήν. Ο παράγων του μόχθου και του ιδρώτος ως και των πόνων του ανθρώπου ενώ προς της αμαρτίας αν και ο άνθρωπος εργάζετο εν τω Παραδείσω της τρυφής. Της εργασίας ούσης Θείας εντολής δεν ετύγχανεν υπό την επήρειαν οιασδήποτε σωματικής ατελείας υφ’ ην εβρίσκεται ο σημερινός άνθρωπος.
Ως τρίτον δώρον της αρχέγονου δικαιοσύνης θεωρούμε την απουσίαν την επιθυμίας προς αμαρτίαν. Η επιθυμία της αμαρτίας προηγούμενη πάσης αποφάσεως του ανθρώπου αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμαρτία αποτελεί δείγμα ατέλειας της λειτουργίας της βουλήσεως εμποδίζοντας τον άνθρωπον στην επιλογή μεταξύ καλού και κακού και παρακινεί αυτόν προς επιτέλεσιν του κακού. Το ότι βεβαίως η μετά την αμαρτίαν ροπή και κλίσις του ανθρώπου προς το κακόν δεν μπορεί αυτό να προέρχεται εκ του Πανάγαθού Θεού.
Για αυτό το θέμα ο Απόστολος Παύλος την ροπή προς την αμαρτία γράφει <<Ου γαρ θέλω ποιώ αγαθόν, αλλά ου θέλω κακόν τούτο πράξω είδε ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκ έτι εγώ κατεργάζομαι αυτό αλλά η οικούσα εν εμοί αμαρτία (Ρωμ. 7-19-20). Λέγοντες όμως τα ανωτέρω παρουσιάζομεν τους πρωτόπλαστους ως αναμάρτητους χαρακτηρισθέντας αυτούς προ της πτώσεως ως φύσει αναμάρτητει. Τούτο δεν μπορεί να είναι ορθόν διότι φύσει ο κατ’ ουσίαν αναμάρτητος είναι μόνον εις, ο Θεός. Ο άνθρωπος προ της πτώσεως είχε μεν την αναμαρτησίαν, ουχί όμως φύσει αλλά δυνάμει. Είχε δηλαδή το δυνατόν του να μην αμαρτάνει, ουχί όμως και το αδύνατον του να μην αμαρτάνειν.
Εάν ο άνθρωπος ήδραι αυτό εν τω αγαθώ και εν τη αθωότητι ως εν τη αρμονική προς τον Θεόν σχέση, θα μπορούσε να μεταβάλλει την δυνατότητα του να αμαρτάνει εις σταθερά και αμετακίνητω κατάσταση του αναμάρτητου. Ως συνέβη με τους Αγίους Αγγέλους και άλλες ουράνιες πνευματικές δυνάμεις. Δεχόμεθα συνεπώς ότι ο άνθρωπος προ της πτώσεως εβρίσκετο εν τη κατάστασει εκείνη της αθωότητος και της ακακίας φερόμενος προς το αγαθόν και τον Θεόν. Ουχί δε εν ηθική αδιαφορία ως ορθώς παρετήρησαν ορισμένοι, διότι αυτή καθόσον μεν το λογικόν δεν ενεργεί, η δε σαρξ είναι φυσικώς αδέσποτος, θα εμφιλοχωρήσει το κακόν.
5
Το ότι βεβαίως οι πρωτόπλαστοι ως ελεύθεροι μπορούσαν να αμαρτήσουν ή όχι, συνάγεται και εκ του γεγονότος ότι ημάρτησαν εκλέξαντες το κακόν αντί του αγαθού. Ως τέταρτον και τελευταίον δώρον της αρχέγονου δικαιοσύνης αναφέρομεν την γνώσιν του Θεού υπό των πρωτόπλαστων ως και την κατοχήν πολλών γνώσεων. Χωρίς αυτό να θεωρηθεί να παγνωσία των πρωτόπλαστων. Καθότι η παγνωσία μόνον εις τον Θεόν προσιδιάζει την θεογνωσία των πρωτόπλαστων συμπεραίνομεν εκ της συνεχούς επικοινωνίας μετά του Θεού γνωρίζοντες τον Θεόν συνδεόμενοι μαζί του.
Την δε κατοχή πολλών γνώσεων εκ της μαρτυρίας της Αγία Γραφής καθ’ ην εις τον Αδάμ προσάγονται πάντα τα ζώα τα οποία εγνώριζε και προς έκαστο των οποίων απονέμει το οικείον όνομα <<Έπλασε δε Κύριος ο Θεός εκ της γης πάντα τα ζώα του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού και έφερεν αυτά προς τον Αδάμ δια να ιδεί πώς να ονομάσει αυτά και ότι όνομα ήθελε δώσει ο Αδάμ είπαν έμψυχον τούτο να είναι το όνομα αυτού. Και έδωσεν ο Αδάμ ονόματα εις πάντα τα κτήνη και εις τα πτηνά του ουρανού και εις πάντα τα ζώα του αγρού εις δε τον Αδάμ δεν εβρίσκετο βοηθός όμοιος με αυτόν>> (Γεν. 2-19).
Ταύτα εν γενικές γραμμές ήσαν τα δώρα της αρχέγονου δικαιοσύνης τα οποία ο Θεός εδώρησε προς τον άνθρωπον άμα την δημιουργία. Έχουμε πει ήδη ότι η κατάστασις του προπτωτικού ανθρώπου δεν δύναται να θεωρηθεί ως τέλεια και πλήρως αποτετελεσμένη κατάστασις αγιότητος. Αλλά τοιαύτη (η αγιότις) έχριζε δια πρακτικής ασκήσεως περαιτέρω προόδου και εξελίξεως ώστε να καταστεί η τελειότις και αγιότις των προ των ανθρώπων.
Η τελειότις των πρωτόπλαστων συνεπώς δεν ήτο ούτε πλήρης, ούτε αγιότις, αλλά σχετική επιδεχόμενη και προς τα κρείττονα εξελίξεως, ην θα επετύγχανε ο άνθρωπος δια μακράς ασκήσεως μεταβάλων το κατ’ εικόνα εις το καθ΄ ομοίωσιν. Ο άνθρωπος εβρίσκετο ως ελέχθει εν αρμονία τόσον προς τον Θεόν, όσον και προς τον Θεόν διότι εφαρμόζων ο πρωτόπλαστος το Θείο Θέλημα εβρίσκετο υπό την ροπήν της Θείας παρουσίας και χάριτος.
Συνομιλών μετά του Θεού και προς Αυτόν αναστρεφόμενος εν αρμονία προς εαυτόν διότι το σώμα του εκέκτητο την απάθειαν. Απουσίαζε δε από αυτόν πάσα ατέλεια εις τρόπον ώστε να χρησιμοποιείται τούτο ως υπηρετικόν όργανον του πνεύματος και μη εμποδίζων τον άνθρωπο προς επιτέλεσιν του προορισμού του. Μη παρατηρούμενης δε προς της πτώσεως της λειτουργίας της συνειδήσεως ήτις ήρξατο λειτουργούσα άμα την αμαρτία. Προς την φύσιν ο άνθρωπος εβρίσκετο εν αρμονία διότι αυτή υπετάσσετο εις τον κυρίαρχον αυτής και βασιλέα των ανθρώπων μη εναντιούμενη και κατ’ αυτού ανθρώπου συνέπεια της αμαρτίας.
6
Αρκεί να σημειωθεί το γεγονός ότι δια την επαναφοράν του πεσόντος ανθρώπου εις την πρότεραν αυτού μακαρίαν και ευδαίμονα κατάστασιν, εχρειάσθη να έλθει ο Υιός του Θεού εις τον κόσμον, ίνα γενόμενος άνθρωπος σταυρούμενος δε και ον αναστημένος προς χάριν των ανθρώπων επαναφέρει τους πεπτωκοτάς εις την αρχέγονον μακαριότητα. Δια τούτο και η Αγία Γραφή παραλληλίζει τον γενάρχην των ανθρώπων Αδάμ προς τον δεύτερον Αδάμ τον Κύριον ημών Ιησού Χριστό. Ο πρώτος Αδάμ κάνοντας κακή χρήση των προσόντων του δεν μπόρεσε να τα μεταδώσει ως φυσικά προσόντα εις τους απογόνους του.
Αυτό που δεν μετάδωσε ο πρώτος Αδάμ, οι άνθρωποι μπορούν να το αποκτήσουν δια της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Υπό των Πατέρων διδάσκεται ότι η προπτωτική κατάστασις του ανθρώπου συγκρινόμενη προς εκείνη την οποίαν οικειούται ο άνθρωπος δια της εν Χριστώ σωτηρίας υπολείπεται της υιοθεσίας και την κατά πνεύμα ζωή που παρέχει ο σταυρωθείς και αναστάντας Κύριος Ιησούς Χριστός. Υπό των Πατέρων διδάσκεται ότι η προπτωτική κατάσταστις του ανθρώπου συγκρινόμενη προς εκείνη την οποίαν οικοιούται ο άνθρωπος δια της εν Χριστώ σωτηρίας, υπολείπεται της υιοθεσίας και την κατά πνεύμα ζωή που παρέχει ο σταυρωθείς και αναστάντας Κύριος Ιησούς Χριστός.
Αυτή η κατά πνεύμα ζωή ήτο ο σκοπός της προπτωτικής του ανθρώπου καταστάσεως και συνεπώς εκείνο το οποίον ο αρχέγονος άνθρωπος όφειλε να πραγματοποιήσει μεταβάλων το κατ’ εικόνα εις το καθ’ ομοίωσιν κατορθώνει ο πεσών άνθρωπος δια της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Ως προς δε την κλίσιν και φοράν του ανθρώπου προς οικείωσιν του αγαθού και της αληθείας είναι έμφυτος εις τον άνθρωπον. Πανανθρώπινως μαρτυρούμενη λέγομεν ότι αυτή είναι υπόλειμμα της προς το αγαθόν και το θείον τάσεως του προπτωτικού ανθρώπου.
Προερχόμενη εκ του συνδέσμου μεταξύ του κατ’ εικόνα και του αγαθού ως και της αληθείας, καθότι εις τον αρχέγονον άνθρωπο υπάρχουσα ελευθερία ήτο ουχί αδιάφορος της ελευθερίας προς το αγαθόν και προς το κακόν αλλά ελευθερία πραγματική με σταθεράν κλίσιν και ροπήν προς το αγαθόν. Εξ όσων είπωμεν μέχρι τούδε καταδεικνύεται η διάκρισις ην ποιείται η Ορθόδοξος Εκκλησία μεταξύ αρχέγονου δικαιοσύνης και Θείας εν τω Αδάμ Εικόνος. Παρά την διάκρισιν όμως ταύτην δεν δεχόμεθα την αρχέγονον δικαιοσύνην ως υπερφυσικόν δώρον της Θείας χάριτος ανεξάρτητον της Θείας Εικόνος αλλα εβρισκόμενην εν στενό και ουσιώδη σύνδεσμό προς την Θείαν Εικόνα.
7
Η μεν Δυτική Εκκλησία εν αντιθέσει προς την Ορθόδοξον αποδέχεται την αρχέγονον δικαιοσύνη ως υπερφυσικόν δώρον της Θείας Χάριτος, ως ανεξάρτητον και αυτοτελή, μη έχων σύνδεσμο προς την Θεία Εικόνα. Η αρχέγονος δικαιοσύνη λέγουν οι Παπικοί δεν έχει ουδεμία σχέσιν προς τα φυσικά προσόντα του ανθρώπου της συνάφειας μεταξύ αρχέγονης Δικαιοσύνης και της Θείας Εικόνος εξωτερικής και μηχανικής εν τη πτώσει δε του ανθρώπου ως θα δούμε απολεσθείς μόνον της αρχέγονου δικαιοσύνης της Θείας Εικόνος χωρίς καμίαν ματαβολήν ή αχρείωσιν ή φθοράν υπόστασις.
Η διδασκαλία αυτή ως ορθώς παρατηρήθει οδηγεί εις τον Πελαγιανισμόν όστις ουδεμία διάκρισιν ποιείται μεταξύ της προπτωτικής και μεταπτωτικής καταστάσεως του ανθρώπου δεχόμενος ότι ο άνθρωπος μετά την πτώσιν ουδέν απόλεσεν. Πρεσβεύοντες οι Παπικοί τα ανωτέρω δεν δύναται να εξηγήσουν την πτώσιν του ανθρώπου εις την αμαρτίαν, η δε διδασκαλία των κατά ταύτα απορρίπτεται. Εν αντιθέσει προς του Παπικούς, η Προτεσταντική Εκκλησία αποδέχεται ότι η αρχέγονος κατάστασις του ανθρώπου ταυτίζεται απολύτως μετά της Θείας Εικόνος. Είναι πλήρης και τέλεια και αποτετελεσμένη ουδεμίας χρίζουσα προόδου και αναπτύξεως ως τοιαύτη δε δεν είχεν ανάγκη της Θείας Χάριτος.
Και ναι μεν εν μέρει η θέσις της αρχέγονου δικαιοσύνης υπό του Προτεσταντισμού εν τη Θεία Εικόνει δεν είναι πλήρως εσφαλμένη η ταύτισις όμως ταύτης προς την Θεία Εικόνα αφενός και αφετέρου το τέλειον και αποτετελεσμένον του ανθρώπου μη χρίζοντος μηδεμιάς εξελίξεως και προόδου ουδέ αυτής ταύτης της Θείας Χάριτος έχοντος ανάγκη απορρίπτεται υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως αντιτιθέμεναι προς την Αγίαν Γραφήν και την Ιεράν Παράδοσιν. Η αποδοχή της ταυτίσεως της Θείας Εικόνος προς την αρχέγονον δικαιοσύνην αναιρείται υπό της Αγίας Γραφής και ιδέα υπό της Γεννήσεως όπου μετά την αμαρτίαν εισέρχεται τόσον το ευπαθές, όσον και το θνητόν του σώματος και κατά συνέπειαν η διδασκαλία αυτή είναι αντιγραφική και απόβλητος.
Απόβλητος είναι ακόμη και δια τον λόγον ότι η αρχέγονος δικαιοσύνη αποτελούσαν στοιχείον της ανθρώπινης υπάρξεως απολεσθείσας δια της πτώσεως θα έπρεπε να καταστήσει προβληματική την ζωήν του ανθρώπου απολέσαντος δια της αμαρτίας ουσιώδες στοιχείον της υπάρξεως του. Απόβλητος είναι επίσης διότι η αρχέγονος κατάστασις του ανθρώπου θεωρείται ως πλήρης και αποτετελεσμένη μηδεμιάς προόδου και εξελίξεως χρίζουσα, οπότε είναι υπό ερώτησιν ο σκοπός της εκφράσεως <<καθ’ ομοίωσιν>> χωρίς προσπάθεια πως θα το επιτύχει.
8
Η διδασκαλία των Προτεστάντων είναι απόβλητος διότι παρουσιάζει τον άνθρωπον αυτάρκη εν τω Παραδείσω μη δεόμενον της Θείας Χάριτος. Απορρίπτεται μεταφυσικώς και λογικώς δοθείσης της άμεσου εξαρτήσεως του ανθρώπου ως δημιουργήματος εκ του Θεού. Θεολογικώς δε εκ της αναγκαιότητος της Θείας Χάριτος δια τον άνθρωπον, τόσον δια την ύπαρξιν, όσον και δια την συντήρησιν αυτού εν τη μακαρία παραδεισιακή κατάσταση. Τα δύο άκρα της Παπικής και της Προτεσταντικής διδασκαλίας, η ημετέρα Ορθόδοξη Εκκλησία αποφεύγουσα διδάσκει την διάκρισιν μεταξύ Θείας Εικόνος και αρχέγονου δικαιοσύνης. Αλλ’ εν αυτώ διδάσκει και τονίζει τον στενόν σύνδεσμον και την συνάφειαν εν η αμφότερα διατελούν.
Η αρχέγονος δικαιοσύνη δεν είναι για την Ορθόδοξη Εκκλησία ούτε φυσική κατάστασις και φυσικόν προσόν των πρωτόπλαστων. Αλλ’ ούτε πάλιν και υπερφυσική κατάστασις ως εδέχθησαν οι Προτεστάνται αλλά φυσική και υπερφυσική κατάστασις εν στενώ μετά της Θείας Εικόνος διατελούσα συνδέσμω και υπό την επήρειαν και ροπήν της Θείας Χάριτος εβρισκόμενη. Διατελούσα συνεπώς η αρχέγονος δικαιοσύνη εις στενήν σχέσιν προς την Θεία Εικόνα αποτελεί τον διάκοσμον της Θείας Εικόνος. Εκπορευόμενη και αναβλύζουσα εξ αυτής υποκείμενης περαιτέρω ανάπτυξιν και πρόοδο και διατελούσα υπό την επήρειαν της Θείας Χάριτος.
Δόξα εξ ου τα πάντα προέρχεται. Δόξα δι ου τα σύμπαντα γίγνεται.
Στο επόμενο η συνέχεια.
Comments